1. Εργασία Οικιακής Οικονομίας για την Ελληνική παραδοσιακή κατοικία.
Μαθητές: Αλεξάνδρα Νικόλη, Α3
Κωνσταντίνος Νικόλης, Α3
Αναστάσιος Πάλλας, Α3
Τα αρχοντικά της Καστοριάς
Εισαγωγή
Τα καστοριανά αρχοντικά είναι εντυπωσιακοί αρχοντικοί οίκοι, πολλοί από τους
οποίους σώζονται έως σήμερα. Αποτελούσαν κατ’ ουσία κατοικίες εύπορων καστοριανών
και συνήθως καλούνταν με το όνομα των ιδιοκτητών τους.
Αφετηρία της ύπαρξής τους θεωρείται ο 17ο αι., όταν ντόπιοι έμποροι παροίκησαν
στην Πόλη, τις Παραδουνάβιες Χώρες και την Κεντρική Ευρώπη και κατάφεραν να
πλουτίσουν, στέλνοντας χρήματα πίσω στην πατρίδα. Έτσι, με τα εμβάσματα των
ξενιτεμένων κτίστηκαν μια σειρά από εντυπωσιακές κατοικίες στον κωνσταντινοπολίτικο
ρυθμό, ο οποίος αποτελεί συνέχεια των βυζαντινών δόμων. Από το 1661 περιγράφεται ότι
στην πόλη υπήρχαν πολυώροφα σπίτια παρόμοια με της Κωνσταντινούπολης. Η
ανοικοδόμηση συνεχίστηκε τον 18ο και τον 19ο αι. με παραλλαγές στην τυπολογία, αλλά
διατηρώντας σε γενικές γραμμές την εξωτερική μορφή και τα υλικά κατασκευής. Αυτή η
ανοικοδόμηση αφορά τα παραδοσιακά μακεδονίτικα αρχοντικά και όχι τα νεοκλασικά
κτίσματα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αι.
Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Εξωτερικά, τα αρχοντικά αποκτούν φρουριακά χαρακτηριστικά και μια σχετική
εσωστρέφεια. Ανάλογα με την κλίση του εδάφους οι όροφοι κυμαίνονται από έναν μέχρι
τρεις, εκτός του ισογείου. Στα πολυώροφα κτίσματα το ισόγειο και ο πρώτος όροφος είναι
συνήθως ένας συμπαγής λιθόκτιστος όγκος με μικρά ανοίγματα, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος
διαμορφώνονται με περισσότερη ελευθερία. Εδώ, τα παράθυρα είναι αρκετά και μεγάλα και
κοσμούνται από πολύχρωμα υαλοστάσια, πραγματικά κομψοτεχνήματα. Επίσης,
προεξέχουν κατά κανόνα τα λεγόμενα σαχνισιά, σύνηθες στοιχείο της μακεδονίτικης
αρχιτεκτονικής. Τα σαχνισιά στηρίζονται τις περισσότερες φορές σε ξύλινες αντηρίδες και
σπανιότερα είναι υπόστυλα, όταν το κτίριο έχει έναν όροφο. Μερικές φορές δύο γειτονικά
αρχοντικά επικοινωνούσαν στον όροφο με μια γέφυρα, το διαβατικό, αφήνοντας από κάτω
προσπελάσιμο χώρο. Διαβατικά σήμερα δεν υπάρχουν στην πόλη, σωζόταν μέχρι μερικές
δεκαετίες πριν. Σπανιότερα, εμφανίζεται και ένας ηλιακός στον όροφο, δηλαδή ένα
2. στεγασμένο μπαλκόνι. Η στέγη είναι ξύλινη και τετράκλινη, με έντονο γείσωμα,
προεξέχουσες καμινάδες και πάντοτε με κόκκινα κεραμίδια. Γενικά, όλη η ανωδομή είναι
ξυλόπηκτη με σκελετό από τσατμά και πληρώσεις από μπαγδατί (πλεγμένα καλάμια με
λάσπη). Έτσι, δημιουργείται μια ιδανική αντισεισμική κατασκευή με συμπαγή βάση και
ελαφρό επιστέγασμα, ένα παράδειγμα προς μίμηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Τυπολογία χώρων
Η διάρθρωση του χώρου παρουσιάζει μια εξελικτική τάση στην πάροδο των ετών. Τα
παλαιότερα αρχοντικά που σώζονται σήμερα, των αρχών του 18ου αι., έχουν ορθογώνια
κάτοψη με έναν κατά μήκος διαχωριστικό τοίχο. Αργότερα, δημιουργείται ο τύπος σχήματος
Π ή Γ και τέλος τον 19ο αι. επικρατεί η τετράγωνη κάτοψη με έναν εγγεγραμμένο σταυρό και
τέσσερις οντάδες στις γωνίες. Ο τελευταίος τύπος χρησιμοποιείται και στα μεταβατικά
κτίσματα των τελών του 19ου αι. από τα παραδοσιακά αρχοντικά στα νεοκλασικά αστικά
κτίρια. Κάθετα, τα αρχοντικά χωρίζονται σε ισόγειο, μεσοπάτωμα και όροφο (ή ορόφους).
Στο ισόγειο (ή εναλλακτικά κατώι) συναντάμε το μαγειρείο, τα κελάρια τροφίμων και
κρασιών και μερικές φορές μια εσωτερική αυλή. Στον ημιώροφο υπάρχουν οι χειμερινοί
οντάδες (καθιστικά) όπου διημέρευε η οικογένεια και άλλοι βοηθητικοί χώροι, μεταξύ των
οποίων και το εργαστήριο γούνας, όταν ο ιδιοκτήτης ήταν γουναράς. Στον όροφο, το
κλιμακοστάσιο πάντοτε κατέληγε σε έναν ενιαίο χώρο μέσω του οποίου επικοινωνούσαν τα
υπόλοιπα καλοκαιρινά δωμάτια και ο δοξάτος (επίσημος χώρος υποδοχής στις γιορτές). Η
έλλειψη χώρου και η ανάγκη ορθογωνισμού των δωματίων επιλύεται με την προεξοχή των
σαχνισιών, πολλές φορές ασύμμετρα με το υπόλοιπο κτίριο. Ακόμη, όλα τα αρχοντικά
διέθεταν κλειστές με ψηλούς μαντρότοιχους και πλακοστρωμένες αυλές. Η αυλή συνήθως
περιλάμβανε μπαξέδες, κληματαριές, τον απόπατο και διάφορα βοηθητικά κτίσματα ή
υπόστεγα, τα χαγιάτια. Στα παραλιακά οικόπεδα η αυλή έφτανε μέχρι το γιαλό και τότε τη
ονόμαζαν αβγατή. Τα παραλίμνια οικόπεδα θεωρούνταν προνομιακά, καθώς ο ιδιοκτήτης
μπορούσε να δένει τη βάρκα του άμεσα στο ιδιωτικό του γεφύρι (ξύλινη αποβάθρα). Έτσι, η
κατάτμησή τους γινόταν με τέτοιο τρόπο ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα να επικοινωνούν
με τη λίμνη.
Υλικά και διάκοσμος
Τα αρχοντικά χτίζονταν από σινάφια μαστόρων, που κατάγονταν από περιοχές της
Δυτικής Μακεδονίας, της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας. Η τοιχοποιία αποτελούνταν από
τα βράχια της περιοχής και όταν δεν έφτανε τις συμπλήρωναν με λιθάρια που έφερναν από
3. τα γύρω βουνά. Ακόμη, σώζονται μερικά αρχοντικά, κτισμένα με οπτόπλινθους στον όροφο.
Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιούνταν ένα μίγμα άμμου, μικρών πετρών, άσβεστου και
νερού, ενώ συχνά το πάχος τους έφτανε το 1,00 μ. Τα λασπόχτιστα αυτά ντουβάρια τα έδεναν
κατά διαστήματα 1,50 μ. καθ’ ύψος με χατίλια (ξύλινα ζωνάρια) δρύινα εξωτερικά και από
καστανιά εσωτερικά. Τα μεσοχώρια και οι εξωτερικοί τοίχοι του τελευταίου ορόφου γίνονταν
από τσατμά που επιστρωνόταν με στουμπισμένο άχυρο και ασβέστη. Ασβεστοκονίαμα
χρησιμοποιούσαν μόνο στα εσωτερικά επιχρίσματα και στα αρμολογήματα της εξωτερικής
τοιχοποιίας. Στο εσωτερικό των αρχοντικών συναντάμε περίτεχνo διάκοσμο με ξυλόγλυπτα
ταβάνια, μουσάντρες (= εντοιχισμένες ντουλάπες), τζάκια και πολύχρωμους φεγγίτες, με
βιτρώ υαλοστάσια.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί στις επιτοίχιες ζωγραφικές παραστάσεις, οι οποίες
αποτελούν εξαίρετα δείγματα της λαϊκής μεταβυζαντινής ζωγραφικής τέχνης. Οι λαϊκοί
ζωγράφοι ήταν κυρίως αγιογράφοι από τα Πινδοχώρια ή την Καστοριά, που προσάρμοσαν
τις καταβολές της θρησκευτικής τέχνης σε νέο επίπεδο, μετατρέποντάς τη σε κοσμική ώστε
να καλύψουν τις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Εμφανείς είναι οι ξενόφερτες
επιρροές στις παραστάσεις, από τον μουσουλμανικό φυτικό διάκοσμο, τα μοτίβα της
περσικής τέχνης και το βιεννέζικο ροκοκό που μετατρέπεται σε ανατολίτικο. Τα ζωγραφικά
θέματα είναι είτε ευέλικτα φυτικά σχέδια που αναπτύσσονται σε λωρίδες κάτω από την
οροφή, είτε εντυπωσιακές τοπιογραφικές παραστάσεις, που απεικονίζουν κυρίως την
Κωνσταντινούπολη (γίνεται εύκολα αντιληπτό για ποιους λόγους επιλέγεται το συγκεκριμένο
τοπίο). Επιλέγεται η έντονη χρωματική κλίμακα και η απόδοση του χώρου γίνεται άλλοτε
πανοραμική εκ των άνω (ιππεύουσα προοπτική), άλλοτε επιπεδόμορφη και δυσδιάσατατη
και άλλοτε μιμείται την αναγεννησιακή προοπτική με διαδοχή διαφόρων επιπέδων[13].
Τέλος, είναι εμφανές το αυθόρμητο προσωπικό στυλ του καλλιτέχνη, που προσπαθεί με
σχηματοποιημένες μορφές αλλά λυρικό τρόπο να αφηγηθεί μια ιστορία.
Κλίμακα, αναλογίες και ποιότητες του χώρου
Όπως προαναφέρθηκε, τα αρχοντόσπιτα της Καστοριάς ήταν συνήθως διώροφα,
σπανιότερα τριώροφα, ενώ όσες φορές επιχειρήθηκε η κατασκευή ενός ακόμη ορόφου,
κατεδαφίστηκε από τους Οθωμανούς λόγω του ότι είχε οπτική επαφή με τους τούρκικους
μαχαλάδες και ιδίως τα χαρέμια. Οι πολεοδομικές διατάξεις της εποχής προέβλεπαν
περιορισμό του ύψους σε 5,76 μ. για τα σπίτια των υπόδουλων και 7,68 μ. για τα τούρκικα
σπίτια. Συνήθως, δεν ενδιέφερε το ύψος των κτιρίων αλλά ο σαφής διαχωρισμός των
ελληνικών από τις τούρκικες γειτονιές. Σε αυτό ευνοούσε βέβαια και το ανάγλυφο της πόλης,
4. καθώς μεταξύ τους παρεμβάλλονταν η έντονη εδαφική έξαρση της περιοχής της
Μητρόπολης με προσανατολισμό βορρά – νότου. Γενικά, οι κατασκευές σέβονταν την
ανθρώπινη κλίμακα και εντάσσονταν αρμονικά στον οργανικά αναπτυσσόμενο αστικό ιστό
και το φυσικό περιβάλλον, σε αντίθεση με τις σύγχρονες πολυώροφες οικοδομές. Ο
εντυπωσιασμός προκύπτει όχι μέσω της επιβολής του μεγέθους, αλλά μέσω της ποικιλίας
στην όψη (αριθμός και θέση ανοιγμάτων, σαχνισιά, μπαλκόνια, ξεπεταχτά, κιονοστοιχίες) και
της επιλογής των υλικών ή των χρωμάτων. Ο χώρος προσέφερε ένα αίσθημα ανθρωπιάς με
τον πλούσιο ηλιασμό και αερισμό από τα πολλά παράθυρα, με τις ευχάριστες συνθήκες
θερμοκρασίας όλο τον χρόνο που παρείχαν οι παραδοσιακές μέθοδοι στον σχεδιασμό και
την κατασκευή, με τους υμιυπαίθριους χώρους και τον φυτεμένο αυλόγυρο που έδιναν
ζωτικό χώρο στους ενοίκους.