Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
παπαμεντζελοπουλος κωνσταντινος
1.
2. Βασικό στοιχείο για την καθημερινή ζωή των Βυζαντινών
διαδραμάτιζε το σπίτι τους. Καθοριστικοί παράγοντες για
τη μορφή τους ήταν η οικονομική κατάσταση του
ιδιοκτήτη, η μορφολογία του εδάφους και ο διαθέσιμος
χώρος. Έτσι, στις πόλεις συνυπήρχαν πολυτελείς επαύλεις
και φτωχικά σπίτια, ενώ μεγάλες διαφορές υπήρχαν
ανάμεσα στα αστικά σπίτια και στα σπίτια της υπαίθρου.
3. Το βυζαντινό σπίτι συνδύαζε αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά
και ανατολικά στοιχεία. Στις αρχαιότερες ιδίως οικίες τα
δωμάτια, το πιο σημαντικό από τα οποία ήταν το που
χρησίμευε ως τραπεζαρία για τα συμπόσια, ήταν χτισμένα
γύρω από μία αυλή. Τα σπίτια αυτά, τρικλίνιο που
προορίζονταν για την αριστοκρατία, είχαν μεγάλη έκταση
και συχνά πολυτελή διακόσμηση. Τα μεσαία στρώματα
κατοικούσαν σε φτωχότερες παραλλαγές των παραπάνω
σπιτιών, ενώ τα κατώτερα στρώματα, όπου ανήκε η
πλειοψηφία του πληθυσμού των πόλεων, κατοικούσαν σε
πολυώροφες πολυκατοικίες.
4. Μετά τον 6ο αιώνα αρχίζει να διαμορφώνεται το τυπικό
βυζαντινό σπίτι. Ειδικά για την περίοδο μεταξύ 9ου και 12ου
αιώνα, το κυριότερο δωμάτιο του σπιτιού ήταν ο τρίκλινος,
γύρω από τον οποίο διατάσσονταν τα δωμάτια των ανδρών
και των παιδιών, τα διαμερίσματα των γυναικών, η
τραπεζαρία και οι χώροι υγιεινής. Τα σπίτια διέθεταν
ακόμα μπαλκόνι και περίστυλες αυλές ή κήπους, ενώ η
επιμελημένη τοιχοποιία, και η διακόσμηση με ψηφιδωτά,
τοιχογραφίες και μωσαϊκά συμπλήρωνε τη μορφή τους.
5. Το μεγαλύτερο μέρος πάντως του πληθυσμού κατοικούσε σε
χαμηλά σπίτια ή σε δίπατες οικίες φτιαγμένες από φθηνά υλικά.
Μια σειρά δωματίων γύρω από μία ανοιχτή αυλή, όπου συνήθως
υπήρχε πηγάδι και φούρνος, αποτελούσε τον συνηθέστερο τύπο
σπιτιού.
Με την πάροδο των αιώνων φαίνεται ότι η εσωτερική αυλή
καταργήθηκε. Στον Μυστρά, όπου σώζονται τα καλύτερα
διατηρημένα παραδείγματα υστεροβυζαντινών σπιτιών, τα σπίτια
ήταν κατά κανόνα ορθογώνια δίπατα· στο ισόγειο βρίσκονταν οι
βοηθητικοί χώροι, ενώ στον όροφο βρισκόταν το τρικλινάρι, που
φαίνεται ότι ενσωμάτωσε όλους τους πριν ξεχωριστούς χώρους.
Καλοδιατηρημένες οικίες ευγενών στον Μυστρά είναι το λεγόμενο
«παλατάκι » ή «αρχοντικό», που αποτελεί το αρχαιότερο
σωζόμενο σπίτι, το αρχοντικό του «Φραγκόπουλου» και το
αρχοντικό του «Λάσκαρη» .
6. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, στους πρώτους αιώνες
αποτελούνταν κυρίως από πόλεις που επέζησαν από την
αρχαιότητα και είχαν έντονα αποτυπωμένο στον
πολεοδομικό τους ιστό το πνεύμα του αρχαίου κόσμου. Τον
6ο αιώνα στην Ανατολή υπάρχουν καταγεγραμμένες
περισσότερες από 900 πόλεις, οι σημαντικότερες από τις
οποίες ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια και η
Αντιόχεια. Με την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως
επίσημης θρησκείας του κράτους και τον σταδιακό
εκχριστιανισμό των πόλεων, η Εκκλησία και η κεντρική
εξουσία πρωταγωνιστούν στη δημόσια ζωή, ενώ οι
κατοικίες, οι δρόμοι και οι πλατείες επηρεάζονται κι αυτές
από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στις δομές
και τις προτεραιότητες της πόλης.
7. Από την εποχή του Ιουστινιανού και κυρίως μετά τον 9ο αιώνα σε όλη την
βυζαντινή αυτοκρατορία κτίζονται αναρίθμητες πόλεις – κάστρα που είχαν
ως στόχο την προστασία των κατοίκων και των συνόρων από τις
συνεχόμενες εχθρικές επιδρομές. Τα κάστρα οικοδομούνται σε φυσικά
οχυρές θέσεις, σε κορυφές λόφων ή βουνών, από τις οποίες
εξασφαλιζόταν ο έλεγχος των δρόμων και των περασμάτων που υπήρχαν
στην ενδοχώρα. Εξωτερικά, τα κάστρα προστατεύονταν από
οχυρωματικούς περιβόλους με πύργους ενώ στο εσωτερικό τους
διαμορφώνονταν δρόμοι που ξεκινούσαν από τις πύλες της οχύρωσης και
οδηγούσαν στους χώρους του οικισμού. Οι δρόμοι αυτοί ήταν κατά
κανόνα στενοί, ανηφορικοί και λιθόστρωτοι, ενώ το πλάτος τους διέφερε
ανάλογα με το διαθέσιμο χώρο. Εκατέρωθέν τους αναπτύσσονταν οι
οικίες, οι οποίες συχνά ήταν μονώροφες ή διώροφες και βρίσκονταν σε
άμεση επαφή μεταξύ τους.
8. Στις βυζαντινές πόλεις- κάστρα επικρατούσε γενικά άναρχη δόμηση και
στενότητα χώρου που είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν την έλλειψη μεγάλων
πλατειών και εξαρχής σχεδιασμένων ελεύθερων χώρων. Οι διαθέσιμοι
ανοιχτοί χώροι περιορίζονταν γύρω από τους ναούς και τους περιβόλους
των μοναστηριών, και συχνά λειτουργούσαν και ως χώροι πανηγύρεων,
αγοραπωλησιών και κοινωνικής συναναστροφής. Βαθμιαία, οι χώροι
αυτοί εξελίχθηκαν σε σημεία αναφοράς της κοινωνικής ζωής των
Βυζαντινών και αποτέλεσαν τους πυρήνες γύρω από τους οποίους
οργανώνονταν οι συνοικίες της πόλης. Κατά την Ύστερη, και κυρίως κατά
τη Μεταβυζαντινή περίοδο, οι ενοριακοί ναοί έδιναν το όνομά τους στις
συνοικίες (μαχαλάδες), όπου βρίσκονταν. Σε όλες τις βυζαντινές πόλεις,
εκτός και κυρίως εντός των τειχών ιδρύονταν μοναστήρια, τα οποία
σύντομα εξελίχθηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής με σημαντική
οικονομική και κοινωνική δύναμη.
9. Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και καρδιά της
βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν αναμφίβολα το πολιτικό και
πολιτιστικό κέντρο της . Εντούτοις, όπως σε όλες οι
μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στο Βυζάντιο η συντριπτική
πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν αγρότες. Έτσι ο περίπλοκος
κρατικός μηχανισμός της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν από την
εργασία των εκατομμυρίων αγροτών. Ένα μεγάλο μέρος των
βυζαντινών στρατιωτών ήταν επίσης άτομα «μερικής
απασχόλησης», που κατείχαν γεωργικό κλήρο σε αντάλλαγμα
για τη στρατιωτική θητεία.
10.
11. Οι διορατικοί βυζαντινοί κυβερνήτες αναγνώρισαν αυτήν την εξάρτηση
και προσπάθησαν μέσω της νομοθεσίας και μερικές φορές με άμεση
παρέμβαση να προστατεύσουν τους μικροκτηματίες αγρότες από τις
ανταγωνιστικές απαιτήσεις των «Δυνατών» ("ισχυρών") Δυνατοί
ονομάστηκαν οι επαρχιώτες αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες που
έγιναν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της βυζαντινής
κοινωνίας από το 10ο αιώνα και μετά. Οι σχέσεις μεταξύ της κεντρικής
κυβέρνησης και της επαρχιακής αριστοκρατίας για τον έλεγχο της
αγροτικής εργασίας και τους καρπούς της γεωργικής παραγωγής είναι
ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της μέσης - βυζαντινής ιστορίας.
Οι περισσότεροι αγρότες στο Βυζάντιο ζούσαν σε μικρά χωριά και
ελάχιστοι σε απομονωμένα αγροτόσπιτα. Τα φτωχότερα σπίτια ενός
τυπικού αγροτικού χωριού ήταν ισόγεια και αποτελούνταν από δύο ή τρία
δωμάτια, με δάπεδο από πατημένο πηλόχωμα και αχυρένια στέγη. Οι πιο
εύποροι χωρικοί ζούσαν σε διώροφα σπίτια, στα οποία το ισόγειο
χρησίμευε σαν αποθήκη. Τα σπίτια αυτά είχαν επίσης στάβλους για τα
ζώα και αρκετά διέθεταν μύλο για το άλεσμα του σιταριού. Γύρω από
αυτά τα σπίτια υπήρχαν αμπελώνες, λαχανόκηποι, οπωρώνες και
ελαιώνες. Στις εδαφικές ζώνες μεταξύ των διαφορετικών ιδιοκτησιών
έσπερναν σιτάρι, κριθάρι, βρόμη ή σίκαλη. Πιο μακριά από το χωριό
έβοσκαν τα κοπάδια των προβάτων, των αιγών και των βοοειδών.