2. Γεια σας,
Λόγω της καταγωγής του πατέρα μου (είναι Γιαννιώτης) θα αναφερθώ στην
παραδοσιακή κατοικία των Ιωαννίνων ξεκινώντας με έναν μικρό πρόλογο :
Οι παλαιοί Γιαννιώτες ήταν έμποροι τρανοί, γουναράδες, βυρσοδέψες,
αργυροχόοι, χρυσοκεντητές και κηροποιοί. Aπό το 18ο αιώνα άρχισαν να
ταξιδεύουν παντού και να έρχονται σε επαφή με τα μεγάλα κέντρα της
Eυρώπης, για λόγους επαγγελματικούς. Παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται
και η τάξη του πνεύματος και της τέχνης. H επαφή με τη Δύση ανέδειξε
σπουδαίες προσωπικότητες που μετέτρεψαν τα Γιάννενα σε “Mητρόπολη των
γραμμάτων. Mαζί με τους εμπόρους και τους βιοτέχνες δημιούργησαν μια
κοινωνία κλειστή, αυστηρή, με μεγάλη όμως δύναμη και αντοχή, που όχι μόνο
αντιστάθηκε επιτυχώς στην πολύχρονη δουλεία, αλλά αφομοίωσε τις ξένες
επιδράσεις και τις ενέταξε στην παράδοση,την οποία και διαφύλαξε με
μοναδική επιτυχία.
Η οικονομική ευμάρεια και ο πλούτος που άρχισε να συσσωρεύεται στα
Γιάννενα από τα μέσα, κυρίως, του 18ου αιώνα, έδωσαν τη δυνατότητα στους
εύπορους Γιαννιώτες να κτίσουν σπουδαία σπίτια, πραγματικά αρχοντικά, που
υπερτερούσαν όλων των αντίστοιχων της υπόλοιπης Eλλάδας, όπως
διεπίστωσαν και οι ξένοι περιηγητές που συνέρρεαν την περίοδο αυτή στα
Γιάννενα.
H εσωστρέφεια της οικογενειακής ζωής και η απομόνωση στον ιδιωτικό βίο
της άρχουσας τότε τάξης είχε ως συνέπεια το κύριο βάρος της αισθητικής των
σπιτιών να μετατοπιστεί στις όψεις που βλέπουν προς την αυλή, εκεί που ήταν
το κέντρο της ήρεμης ζωής των οικογενειών. Σε αντίθεση με τους ψηλούς
εξωτερικούς μαντρότοιχους, που προστάτευαν τους ένοικους από τα
αδιάκριτα βλέμματα, πλούτος μεγάλος και καλαισθησία λεπτή χαρακτήριζε το
εσωτερικό τους. Kαμία γραφή δεν μπορεί να περιγράψει το διάκοσμο, τα
έπιπλα, τα σκεύη, τους πίνακες και τα υφάσματα που κοσμούσαν τα
γιαννιώτικα αρχοντόσπιτα του 19ου αιώνα.
Η αρχιτεκτονική που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή ήταν πάντρεμα της
βυζαντινής παράδοσης και της ανατολίτικης επίδρασης. Ο νέος ρυθμός που
γεννήθηκε, μπορεί να ονομαστεί “μεταβυζαντινός“ ή “τουρκογιαννιώτικος“.
3. H κοσμογονία αυτή διακόπηκε βίαια τον Aύγουστο του 1820 όταν η πόλη
αποτεφρώθηκε κυριολεκτικά από την πυρκαγιά που προξένησε ο Aλή Πασάς
για να ελέγχει τις κινήσεις των σουλτανικών στρατευμάτων που τον
πολιορκούσαν. Σχεδόν κανένα από τα φημισμένα αρχοντικά δεν διασώθηκε.
Tα υλικά τους και κυρίως οι ξυλοκατασκευές, δεν άντεξαν στη μανία της
φωτιάς.
Όμως με πείσμα και μεθοδικότητα, από το 1830 και μετά, οι Γιαννιώτες
άρχισαν να ανοικοδομούν και πάλι την πόλη τους. Στη θέση των παλαιών
αρχοντικών κτίζονται νέα σπιτια και το αρχοντικο δίνει τη θεση του στην
τυπική αστική κατοικία. Έχει συνήθως ορθογώνιο σχήμα, έρχεται σε επαφή με
το δρόμο, είναι διώροφη και διαθέτει, μερικές φορές, νεοκλασσικίζοντα
στοιχεία. Η συμμετρία, όμως, της όψης που χαρακτηρίζει τα μεγαλοαστικά
κτίρια δεν συναντάται, αφού η μικρή επιφάνεια της πρόσοψης δεν επιτρέπει
κάτι τέτοιο. Εκεί όμως που διαφέρει η κατοικία ριζικά, είναι η οργάνωσή της.
Τις περισσότερες φορές το ισόγειο χρησιμοποιείται (όταν το κτίριο βρίσκεται
σε εμπορικό δρόμο) ως κατάστημα ή εργαστήριο, και ο όροφος ως κατοικία
του ιδιοκτήτη. Όταν βρίσκεται εκτός του κέντρου της πόλης, ακολουθεί την
τυπική διάταξη των σπιτιων, με τους χώρους της καθημερινής εξυπηρέτησης
στο ισόγειο (μαγειρείο, καθιστικό, αποθήκες) και τα υπνοδωμάτια της
οικογένειας στον όροφο, γύρω από ένα δεύτερο καθιστικό.
Οι οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη προσδιορίζουν - και πάλι- το
μέγεθος, την ποιότητα κατασκευής και την επίπλωση του κτιρίου. Μόλις τα
νέα μέλη της οικογένειας παντρευτούν, αποχωρούν από την πατρική κατοικία,
σέ αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στις οικογένειες της ανώτερης τάξης. Η αυλή
συνεχίζει να έχει σπουδαίο ρόλο και διατάσσεται, κατά κανόνα, στο πίσω
μέρος του οικοπέδου.
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών αυτών χαρακτηρίζεται ως “ανώνυμη“ και ήταν
αποτέλεσμα της συνεργασίας ιδιοκτήτη και μαστόρων. Με τον τρόπο αυτό η
παραδοσιακή αρχιτεκτονική πήρε μια παράταση ζωής, αν και χρειάστηκε να
προσαρμοστεί προς τις νέες συνθήκες. Τα σπίτια αυτά, που υπάρχουν κυρίως
έξω από το κάστρο, αποτελούσαν τις κατοικίες της μεσαίας κοινωνικής τάξης,
των εμπόρων και βιοτεχνών, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να
χτίσουν μεγαλύτερα κτίρια. Πολλά από τα κτίσματα της κατηγορίας αυτής
μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κατασκευάστηκαν από
τους ίδιους τεχνίτες, οι οποίοι είχαν δικά τους τυποποιημένα πρότυπα που τα
4. προσάρμοζαν ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του εργοδότη
τους . Ηταν χτισμένα σε μακρόστενα οικόπεδα με μικρή πρόσοψη με
απευθείας είσοδο από το δρόμο, με απλά υλικά. Δεν ακολουθούν τον
παραδοσιακό ρυθμό, αλλά και δεν αντιγράφουν τα νεοκλασσικά
χαρακτηριστικά των μεγάρων. Τα σπίτια της μεσοαστικής τάξης έχουν το δικό
τους ύφος και τις δικές τους αρχές.
Ας δούμε λοιπόν νοερά από κοντά ένα τέτοιο σπίτι.
Είναι ένα σπίτι που χτίστηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1820 και, όπως τα
περισσότερα, χτίστηκε κι αυτό στα παλιά θεμέλια και στον ίδιο παλιό τύπο.
Ενώ η λειτουργία του σπιτιού αυτού είναι σαν του λαϊκού σπιτιού, λόγω της
οικονομικής ευχέρειας του ιδιοκτήτη οι χώροι μέσα είναι πιο άνετοι και η
εμφάνιση γενικά είναι πλούσια. Το κάτω τμήμα είναι χτισμένο από
καλοδουλεμένη πέτρα. Τα παράθυρα είναι με σιδεριές και έχουν
ανακουφιστικά τόξα από γκρίζα πέτρα. Γκρίζα πέτρα, επίσης, συνδέει και τα
ανώφλια των παραθύρων. Ο εξώστης και τα δύο σαχνισιά (δηλ. προεξοχές του
ορόφου) στηρίζονται σε πέτρινα φουρούσια (δηλ. στηρίγματα μπαλκονιού,
σαχνισιού και καμιά φορά στέγης) και λίγο πιο κάτω υπάρχει πέτρινη
οδοντωτή διακόσμηση, τέτοια που συναντάμε σε εκκλησίες. Ανοίγοντας την
αυλόπορτα του πιο πάνω σπιτιού μπαίνουμε σε μια κλειστή μικρή αυλή.
Μπροστά μας, ένα μοναδικό σε ομορφιά χαγιάτι. Το χαγιάτι (τούρκικη λέξη)
είναι γνωστό από τους αρχαίους χρόνους. Είναι το μέρος εκείνο του σπιτιού
που συνδέει το δρόμο με το εσωτερικό του. Στα Γιάννινα το χαγιάτι βρίσκεται
πάντα στο ισόγειο, ενώ στον όροφο το λέμε κρεβάτα ή λιακωτό.
Είναι πολύ διαδεδομένο στην παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική και το
συναντούμε όχι μόνο στα σπίτια, αλλά και στις εκκλησίες, σε άλλη βέβαια
μορφή. Το χαγιάτι είναι στρωμένο με γκρίζα πλάκα, όπως όλα τα χαγιάτια.
Κάτω αριστερά, λίγα σκαλοπάτια μας οδηγούν μέσα από μια σιδερένια
καμαρωτή πορτούλα στο θολωτό υπόγειο (κατώι), όπου ήταν η αποθήκη
λαδιού. Δεξιά, κάτω από το μεσοπάτωμα, πίσω από τις πέτρινες καμάρες,
υπάρχουν ίχνη από το φούρνο που στέγνωναν τα δέρματα και η πόρτα που
οδηγεί στον κήπο. Ο τεχνίτης, για να στηρίξει εδώ τον όροφο, αλλά και για να
κόψει το μήκος του χαγιατιού, τοποθετεί δύο ξύλινες κολόνες στη σκάλα,
ενωμένες με καμπυλόκυρτα κυμάτια, περίπου ίδια σαν αυτά της κρεβάτας
κατασκευασμένα από μπαγδατί. Το μπαγδατί είναι ξύλινη κατασκευή, από
5. πήχεις τοποθετημένουςσε μικρές αποστάσεις και σοβαντισμένους μετά.
Προχωρώντας στο χαγιάτι συναντάμε και βλέπουμε πως χωρίζεται η παράξενη
σκάλα του σπιτιού. Αριστερά αυτή μας ανεβάζει σ’ ένα δωμάτιο, όπου
άπλωναν τα δέρματα , και δεξιά στο μεσοπάτωμα. Στο βάθος του είναι η
πόρτα και τα δύο παράθυρα από το χειμωνιάτικο δωμάτιο.
Ανάμεσα υπάρχει ένα άλλο δωμάτιο που η πόρτα του βγάζει επικίνδυνα στη
σκάλα. Και τα τρία αυτά δωμάτια επικοινωνούν εσωτερικά. Η αυλή και όλος ο
ισόγειος χώρος είναι στρωμένα από γκρίζα πλάκα, όπως σχεδόν όλες οι αυλές
στα Γιάννινα. Οι πέτρινες καμάρες και τα ωραία τόξα, όπως και το στέρεο
χτίσιμο του φανερώνουν ότι ο Ηπειρώτης μάστορας γνώριζε πολύ καλά αυτού
του είδους τις κατασκευές και ποτισμένος από την τοπική παράδοση, έδενε
την πέτρα με το ξύλο και τον τσατμά σε ένα μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Έτσι, το τζάκι στο χειμωνιάτικο του δωμάτιο είναι λιτό, με γύψινα ανάγλυφα
και δύο τοξωτές παραθύρες από τις δύο μεριές. Τα μπάσια είναι από μόνιμη
ξύλινη κατασκευή και τα χρησιμοποιούν και για κρεβάτια το βράδυ,
στρώνοντας σκεπάσματα που φυλάγουν την ημέρα στο μισανταρά. Ο
μισανταράς ήταν ένα μακρόστενο μικρό δωμάτιο που έπιανε τη μία πλευρά
του τοίχου του χειμωνιάτικου δωματίου και επικοινωνούσε μ' αυτό με
εσωτερική πόρτα. Πολλές φορές η πλευρά αυτή μπορεί να ήταν
κατασκευασμένη όλη από ξύλο. Μέσα στο μισανταρά βάζανε, εκτός από άλλα
πράγματα, ρούχα και σκεπάσματα. Στο ταβάνι υπάρχουν χοντρά καρφιά οπου
κρεμούν κυδώνια και ρόιδα για να μυρίζει αυτός ο χώρος ωραία.
Μεγάλος αριθμός του είδους αυτού των σπιτιών διασώζεται σήμερα στα
Γιάννενα . Άλλα βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση και άλλα όχι. Όμως η
μελλοντική τους τύχη είναι σκοτεινή και άδηλη. Θα εξαφανιστούν; Θα
καταρρεύσουν; Θα ερειπωθούν; Ή μήπως θα αποκατασταθούν και θα
αποτελέσουν ανεπανάληπτα μουσειακά κοσμήματα των Iωαννίνων; O χρόνος
θα το δείξει.
6. πήχεις τοποθετημένουςσε μικρές αποστάσεις και σοβαντισμένους μετά.
Προχωρώντας στο χαγιάτι συναντάμε και βλέπουμε πως χωρίζεται η παράξενη
σκάλα του σπιτιού. Αριστερά αυτή μας ανεβάζει σ’ ένα δωμάτιο, όπου
άπλωναν τα δέρματα , και δεξιά στο μεσοπάτωμα. Στο βάθος του είναι η
πόρτα και τα δύο παράθυρα από το χειμωνιάτικο δωμάτιο.
Ανάμεσα υπάρχει ένα άλλο δωμάτιο που η πόρτα του βγάζει επικίνδυνα στη
σκάλα. Και τα τρία αυτά δωμάτια επικοινωνούν εσωτερικά. Η αυλή και όλος ο
ισόγειος χώρος είναι στρωμένα από γκρίζα πλάκα, όπως σχεδόν όλες οι αυλές
στα Γιάννινα. Οι πέτρινες καμάρες και τα ωραία τόξα, όπως και το στέρεο
χτίσιμο του φανερώνουν ότι ο Ηπειρώτης μάστορας γνώριζε πολύ καλά αυτού
του είδους τις κατασκευές και ποτισμένος από την τοπική παράδοση, έδενε
την πέτρα με το ξύλο και τον τσατμά σε ένα μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Έτσι, το τζάκι στο χειμωνιάτικο του δωμάτιο είναι λιτό, με γύψινα ανάγλυφα
και δύο τοξωτές παραθύρες από τις δύο μεριές. Τα μπάσια είναι από μόνιμη
ξύλινη κατασκευή και τα χρησιμοποιούν και για κρεβάτια το βράδυ,
στρώνοντας σκεπάσματα που φυλάγουν την ημέρα στο μισανταρά. Ο
μισανταράς ήταν ένα μακρόστενο μικρό δωμάτιο που έπιανε τη μία πλευρά
του τοίχου του χειμωνιάτικου δωματίου και επικοινωνούσε μ' αυτό με
εσωτερική πόρτα. Πολλές φορές η πλευρά αυτή μπορεί να ήταν
κατασκευασμένη όλη από ξύλο. Μέσα στο μισανταρά βάζανε, εκτός από άλλα
πράγματα, ρούχα και σκεπάσματα. Στο ταβάνι υπάρχουν χοντρά καρφιά οπου
κρεμούν κυδώνια και ρόιδα για να μυρίζει αυτός ο χώρος ωραία.
Μεγάλος αριθμός του είδους αυτού των σπιτιών διασώζεται σήμερα στα
Γιάννενα . Άλλα βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση και άλλα όχι. Όμως η
μελλοντική τους τύχη είναι σκοτεινή και άδηλη. Θα εξαφανιστούν; Θα
καταρρεύσουν; Θα ερειπωθούν; Ή μήπως θα αποκατασταθούν και θα
αποτελέσουν ανεπανάληπτα μουσειακά κοσμήματα των Iωαννίνων; O χρόνος
θα το δείξει.