μια εκτενής ερμηνευτική προσέγγιση και τεχνοτροπική ανάλυση του ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη "Η τρελή ροδιά" - χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λογοτεχνικού ρεύματος του υπερρεαλισμού
μια εκτενής ερμηνευτική προσέγγιση και τεχνοτροπική ανάλυση του ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη "Η τρελή ροδιά" - χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λογοτεχνικού ρεύματος του υπερρεαλισμού
Weatherman 1-hour Speed Course for Web [2024]Andreas Batsis
Εκλαϊκευμένη Διδασκαλία Μετεωρολογίας. Η συγκεκριμένη παρουσίαση παρέχει συνοπτικά το 20% της πληροφορίας σχετικά με το πως λειτουργεί ο καιρός, η οποία πληροφορία θα παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ερμηνεύει το 80% των καιρικών περιπτώσεων με τη χρήση ιντερνετικών εργαλείων. Η λογική της παρουσίασης βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εφαρμογή και δευτερευόντως στην επιστημονική ερμηνεία η οποία περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα.
Το υλικό του υπολογιστή - Πληροφορική Α΄ Γυμνασίου
Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος
1. ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εισαγωγή στο ποιητικό έργο του Τάκη Σινόπουλου
Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Τάκη Σινόπουλο τα
εξής: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε την υφή της
ποίησής του καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό, τον Eliot, τον Ezra Pound και το
Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά προβληματιζόμενη, καταφεύγει σεκαινούριες ολοένα αναζητήσεις
και βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφραστεί. Βασικό πάντως στοιχείο στην ποίησή του
παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του λόγος είναι
εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική και με
στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει
η γενιά μας” [Μ. Αναγνωστάκης]. Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες)
συλλογές του, προβάλλει σε πολλά σημεία και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση:
Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976).
Απόψεις έγκυρων μελετητών για το έργο του Σινόπουλου:
♦ «Σ' όλα τα βιβλία του Σινόπουλου το βασικό συναίσθημα που κυριαρχεί - και αποτελεί, νομίζω, και
το κύριο «ερμηνευτικό» κλειδί της ποίησής του - είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση της
υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί να καταλύσει, ούτε ο έρωτας
ούτε η φιλία ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά ή κοινωνικά σχήματα».
(Μ. Αναγνωστάκης)
♦ «Τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου ανακαλούν ζωηρά αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «τοπίο
θανάτου» και η ποίησή του ακροβατεί στο «μεταίχμιο». Αυτό το έρημο τοπίο κατοικείται από τα
φαντάσματα των φίλων του ποιητή και των γνωστών του, που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Πολέμου
και του εμφυλίου μερικές φορές».
(R. Beaton)
♦ «To πιο επίμονο μοτίβο σε ολόκληρη την ποίηση του Σινόπουλου είναι το μοτίβο του Ήλιου - τόσο
στη φυσική όσο και στη συμβολική μορφή του - καθώς και των συγγενικών του στοιχείων: της φωτιάς,
της φλόγας, του πυρετού και του φωτός στην ιδιότητά τους να καίνε και ν' αφανίζουν».
(Κ. Friar)
♦ «Ο Σινόπουλος είναι ποιητής βασικά ατμοσφαιρικός. Χρησιμοποιεί μέσα κατ' εξοχήν
«σκηνοθετικά» - όχι ζωγραφικά. [...] στην ποίηση του Σινόπουλου [...] αφθονεί η οριστική και
συμπερασματική φράση, που πολλές φορές θέλει να έχει ένα γνωμικό ή και «προφητικό» χαρακτήρα».
Ο καιόμενος
2. (Μ. Αναγνωστάκης)
♦ «Ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί, σε ολόκληρο το βιβλίο, την τεχνική του κινηματογραφικού
ταυτοχρονισμού, σύμφωνα με την οποία στην οθόνη του μυαλού προβάλλονται, ταυτόχρονα, το ένα
δίπλα στο άλλο, τα γεγονότα άσχετα από το χρόνο ή το χώρο στον οποίο συνέβησαν».
(Κ. Friar)
♦ «Τελικά, η κραυγή στην ποίηση του Σινόπουλου - το αντίθετο του σεφερικού ψίθυρου - είναι μια
αναγνώριση της αποτυχίας του λόγου σε μιαν εποχή που δεν επιτρέπει ούτε την κοινωνία ούτε την
επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους ή τους λαούς που ζούνε «διψώντας και φωνάζοντας/ανάμεσα
σε δυο εποχές / σε δυο τροχούς ανάμεσα» (189)».
(Κ. Friar)
♦ «Στη συλλογή Μεταίχμιο Β' ο τρόμος εμφανίζεται γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται
σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον
πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. To κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι
από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου. [...] Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του
πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση,
συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι
Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός
σχιζοφρενικού κόσμου, που έχει κοπεί στα δυο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο
ποιητής, σαν ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον
τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής μας είναι μια ύπαρξη
διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη
τους, από τον κεραύνιο Δία αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη χους ακεραιότητα»
(Κ. Friar).
Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
3. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου
Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β΄
(1957), όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες από τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος
του εμφυλίουπολέμου. Πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο τόσο γιατί η χώρα είχε περιέλθεισε δεινή
οικονομική κατάσταση όσο και γιατί τα πάθη του εμφυλίου ήταν ακόμη έντονα. Οι συνεχείς διώξεις,
άλλωστε, εις βάρος των κομμουνιστών είχαν δημιουργήσει ένα έντονο κλίμα ανελευθερίας, με
αποτέλεσμα οι πολίτες ν’ αναγκάζονται να κρύβουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, προκειμένου
να γλιτώσουν απ’ το αντικομμουνιστικό μένος της κυβέρνησης.
Ο ποιητής θέλοντας να δείξει την άκρα αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να
θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και σ’ εκείνους που επιλέγουν
την παθητική στάση του αμέτοχου παρατηρητή, καταφεύγει στην παραστατικότητα ενός ιδιαίτερου
γεγονότος. Αποφεύγει έτσι την πιθανώς λιγότερο δραστική εντύπωση που θα προκαλούσε η
θεωρητική προσέγγιση του θέματος και προκρίνει την εντυπωτική δύναμη ενός τέτοιου
περιστατικού, όπως είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου ιδεολόγου ως η έσχατη μορφή
προσωπικής διαμαρτυρίας.
Νοηματική απόδοση
Ένας άνθρωπος από το πλήθος βλέπει κάποιον να καίγεται και το δηλώνειταραγμένος στους άλλους.
Όλοι στρέφουν τα μάτια τους σε εκείνον που αυτοπυρπολείται μαζί και ο ποιητής, που αναγνωρίζει
στο πρόσωπό του, τον άνθρωπο με τον οποίο πριν από λίγο προσπάθησαν να επικοινωνήσουν, αλλά
εκείνος αρνήθηκε να μιλήσει. Ο ποιητής θλίβεται από την πράξη του αλλά δεν σπεύδει να του
προσφέρει βοήθεια. Εξάλλου εκείνος δεν τη ζητά.
Έτσι, παραμένει αμέτοχος, μια και η κατάσταση είναι δύσκολη και φοβάται τις συνέπειες από
οποιαδήποτε συμμετοχή του στο γεγονός. Για αυτό και μένει να παρακολουθεί τον άνθρωπο να
αυτοπυρπολείται, σύμβολο ξεχωριστό και φωτεινό, σαν τον ήλιο. Αντιλαμβάνεται πως στη δύσκολη
αυτή εποχή που ζει, δύο μπορεί να είναι οι στάσεις των ανθρώπων: να βρίσκονται μέσα στη φωτιά ή
απ’ έξω και να χειροκροτούν όσους τολμούν να διαμαρτύρονται. Ο ποιητής διστάζει να πάρει κάποια
θέση ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις και διχάζεται.
Δομή
Το ποίημα μπορεί να διακριθεί στις εξής ενότητες:
1η ενότητα: Στίχος 1: «Το πλήθος αντιλαμβάνεται πως κάποιος αυτοπυρπολείται».
4. 2η ενότητα: Στίχοι 2-13: «Ο ποιητής παρακολουθεί το γεγονός, χωρίς να αντιδρά».
3η ενότητα: Στίχοι 14-16: «Ο διχασμός του ποιητή».
Ερμηνευτική προσέγγιση
«Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»
Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος
ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, η απρόσμενη
αυτή πράξη αυτοθυσίας.
Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο
ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός
αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσσοντας με το α΄
πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος.Η εναλλαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου
πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (απόστρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά
σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την
ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλλους γύρω του.
Λίγο προτού ο άνθρωπος αυτός τυλιχτεί στις φλόγες οι άλλοι γύρω του, μαζί κι ο ποιητής, είχαν
προσπαθήσει να του μιλήσουν, εκείνος ωστόσο είχε στρέψει το πρόσωπό του αλλού. Η απροθυμία
του αυτή να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, φανερώνει, όχι μόνο την απόλυτη
προσήλωση που είχε σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά και την περιφρόνησή του απέναντι στο
αμέτοχο πλήθος. Ο άνδρας αυτός γνωρίζει ήδη την παθητικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητα
των συμπολιτών του, γνωρίζει ήδη πως προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στη
θέληση των κυβερνώντων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επιλέγει μια τόσο ακραία πράξη, στην
προσπάθειά του να δείξει πόσο σημαντικό είναι να παλεύει κανείς για τα πιστεύω και τα ιδανικά του.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια
απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας άλλος
τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη
αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει
τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια.
Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα
πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να
συμβάλει στην αφύπνιση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας
που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών
του.
Ο καιόμενος θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύμβολο για όλους εκείνους τους ανθρώπους της
αριστεράς, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια δικαιότερη
κοινωνία, στην οποία δε θα πρυτάνευε πια το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών, αλλά η αξία του
ανθρώπου και οι ανάγκες του απλού πολίτη. Ο καιόμενος θα μπορούσε,συνάμα, να είναι το σύμβολο
όλων εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να δουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα
5. και τις ατομικές τους επιθυμίες, και προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια ιδέα, σ’ έναν αγώνα που
αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.
«Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.»
Παράλληλα με το δράμα του καιόμενου ανδρός, μας δίνονται και οι πρώτες σκέψεις του ποιητή, ο
οποίος εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει με το χέρι του τον άνθρωπο αυτό∙ ένδειξη του θαυμασμού
που αισθάνεται για την πράξη αυτή που μοιάζει να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.
Ο ποιητής διστάζει, ωστόσο, δεν ξέρει αν πρέπει να τον πλησιάσει, αν πρέπει να κάνει κάτι ή όχι.
Μέσα του αισθάνεται έντονη περιέργεια γι’ αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Είναι, άλλωστε,
φτιαγμένος από τη φύση του να παραξενεύεται, όπως σχολιάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος για το ποια
στάση πρέπει να κρατήσει.
Άξιο προσοχής πως ο ποιητής δεν εκφράζει τη σκέψη να παρέμβει δραστικά για τη σωτηρία του
ανδρός. Η πράξη της αυτοπυρπόλησης θα μείνει ως αντικείμενο παρατήρησης, ως αφορμή
προβληματισμού, αλλά δε θα παρεμποδιστεί. Η θυσία αυτού του ανθρώπου θα φτάσει μέχρι το τέλος,
χωρίς κάποια μάταιη απόπειρα διάσωσης, η οποία θα αλλοίωνε το χαρακτήρα και θα απέτρεπε το
πλήρες φανέρωμα της αποφασιστικότητας του ανθρώπου αυτού.
«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;»
Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, υπερνικά τον βασανιστικό πόνο
του φλεγόμενου σώματός του, και στέκει μες στη φωτιά με την υπερηφάνεια ενός σύγχρονου
μάρτυρα. Επιδεικνύει έτσι μιαν αποφασιστικότητα που προκαλεί εξαιρετική εντύπωση σε όποιον τον
αντικρίζει.
Η εύλογη απορία για το πώς γίνεται να καίγεται ζωντανός και να μην εκδηλώνει τον πόνο που
αισθάνεται, έρχεται να τονίσει με εναργή τρόπο το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και
την ένταση της πίστης που τον έχει οδηγήσει στην πράξη αυτή. Είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος
στα ιδανικά του, ώστε υπομένει τον φρικιαστικό αυτό θάνατο με πλήρη καρτερία. Σα να λέει σε
όσους τον παρατηρούν πως αυτά για τα οποία πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία.
«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.»
Το ποίημα προχωρά με εναλλαγές ανάμεσα στην περήφανη στάση του ανθρώπου που καίγεται
ζωντανός και του ποιητή που τον παρακολουθεί με φόβο και δισταγμό. Από τη μία έχουμε εκείνον
που είναι πρόθυμος να πεθάνει για να στηρίξει και να υπερασπιστεί τις ιδέες του, κι από την άλλη
έχουμε τον ποιητή -εκφραστή του πλήθους, εκφραστή της πλειονότητας των πολιτών εκείνης της
περιόδου-, ο οποίος δεν τολμά να εκφράσει τη συμπάθειά του ή και την ομογνωμοσύνη του με τον
καιόμενο.
Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη. Η χώρα περνά μια περίοδο κατά την οποία η υποψία και μόνο
πως κάποιος έχει αντίθετες πεποιθήσεις απ’ αυτές της κυβέρνησης κινδύνευε με εξορία ο ίδιος και
με πλήρη οικονομική εξαθλίωση η οικογένειά του. Οι πολίτες, έτσι, γίνονται εξαιρετικά
6. επιφυλακτικοί και φοβούνται όχι μόνο να εκφράσουν τα πραγματικά πιστεύω τους, αλλά ακόμη και
να συσχετιστούν με ανθρώπους που κρίνονται ύποπτοι από τους κυβερνητικούς και την αστυνομία.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, σχολιάζουν οι άνθρωποι της εποχής, εκφράζοντας μια στάση που
προτάσσει το όφελος της φιλήσυχης και ασφαλούς ζωής έναντι στην ενεργή διεκδίκηση και
υπεράσπιση των ιδανικών και της ελευθερίας. Η πλειονότητα των πολιτών επιλέγει να αδιαφορήσει
για τα μεγαλύτερα ιδανικά, προκειμένου να της δοθεί το δικαίωμα να ζήσει έστω την περιορισμένη
και ανελεύθερη ζωή του ατομικού βίου. Οι περισσότεροι πολίτες προτιμούν να θυσιάσουν την
ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να έχουν και να εκφράζουν τις δικές τους απόψεις, με
αντάλλαγμα την ευκαιρία να ζήσουν ανενόχλητοι από την εξουσία.
Ανάμεσα στον αγώνα και στην αυτοθυσία για ένα καλύτερο αύριο για όλους και σε μια ζωή
περιχαρακωμένη μες στα όρια που θέτει η εξουσία, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν το δρόμο
της διεκδίκησης. Το πλήθος επιλέγει τη στέρηση της ελευθερίας του, επιλέγει να αφήσει τους
κυβερνώντες και τους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί οι ίδιοι να διασφαλίσουν την ησυχία
τους. Σε μια χώρα που οι άνθρωποί της έχουν πολλάκις θυσιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, οι
κυβερνώντες μέσω του φόβου και της απειλής έχουν κατορθώσει το αδιανόητο, έχουν καταφέρει να
υποτάξουν πλήρως τους πολίτες, έχουν καταφέρει να τους καθηλώσουν σ’ ένα πλέγμα φόβου και
ανασφάλειας, ώστε να μη διεκδικούν απολύτως τίποτα, ώστε να μην παρεμποδίζουν την ασυδοσία
της εξουσίας.
«Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.»
Κι όμως σε τι αντίθεση με τους πολλούς βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Καίγεται μονάχος του
καταμόναχος∙ η λέξη μονάχος επαναλαμβάνεται και με επίταση, ώστε να δοθεί με ιδιαίτερη έμφαση
το γεγονός πως μόνος του αυτός ο άνδρας τολμά να εκφράσει την αντίθεσή του στο φόβο που έχει
επιβάλει η εξουσία, μόνος του αυτός τολμά να πεθάνει για τα ιδανικά του.
Από τη μία το υποταγμένο πλήθος κι από την άλλη αυτός μόνος του να καίγεται ζωντανός, σε μια
αυτόβουλη θυσία που έρχεται να δείξει στους άλλους το μόνο δρόμο απέναντι στην ανελευθερία. Ο
άνθρωπός αυτός επιλέγει το θάνατο απ’ το να ζει σε μια επιβεβλημένη αδράνεια, χωρίς να έχει το
δικαίωμα να διεκδικήσει γι’ αυτόν και τους δικούς του μια καλύτερη ζωή. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει
το δρόμο της αντίστασης απέναντι στο φόβο και στην ανασφάλεια, απέναντι στην αντιδημοκρατική
κυβέρνηση∙ και το κάνει αυτό με πλήρη αποφασιστικότητα.
Καθώς το σώμα του αφανίζεται απ’ τις φλόγες, το πρόσωπό του αστράφτει, γίνεται ήλιος. Ο
άνθρωπος αυτός όσο περισσότερο χάνει τη σωματική του υπόσταση, τόσο περισσότερο γίνεται ένα
σύμβολο, ένας ήρωας, σε μια εποχή όπου οι πολίτες έχουν απολέσει την αγωνιστικότητά τους. Η
θυσία του θα στέκει ως παράδειγμα, ως διαρκές κίνητρο για εκείνους που θέλουν να αντισταθούν
στην απαράδεκτη προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης -τον
τρόπο που διασφαλίζει τα συμφέροντά της- διώκοντας μέχρι την πλήρη εξαθλίωση εκείνους που
αρνούνται να υποταχθούν στο συστηματικό εκφοβισμό και στη συστηματική στέρηση της
ελευθερίας.
«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
7. Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»
Ο ποιητής, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως το παράδειγμα του καιόμενου άνδρα θα έχει περιορισμένο
μόνο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε θυσίες και
σε ηρωικές πράξεις. Τους είναι πιο εύκολο να περιμένουν από κάποιον άλλο να επιτελέσει το
δύσκολοέργο της διεκδίκησης, τους είναι πιο εύκολο να παρατηρούν εκτου ασφαλούς, περιμένοντας
από κάποιον άλλον να θυσιαστεί, να παλέψει και ίσως να κερδίσει κάτι, που θα ωφελήσει κι αυτούς.
Το ηρωικό σθένος προηγούμενων εποχών έχει παρέλθει, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν
πλέον να κοιτάζουν τη δουλειά τους, να μένουν αμέτοχοι και να μη διακινδυνεύουν την ασφάλεια
της περιορισμένης ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, την ώρα που κάποιος άλλος θυσιάζεται για εκείνους,
που καίγεται ζωντανός για να τους παρακινήσει σε δράση, εκείνοι κοιτούν έκπληκτοι, νιώθουν ίσως
και θαυμασμό για το θάρρος του, κάποτε επικροτούν κιόλας την πράξη του, αλλά δεν εγκαταλείπουν
τη σιγουριά της απάθειάς τους.
Ο κίνδυνος που συνοδεύει την προσπάθεια διεκδίκησης, ο φόβος απέναντι στην πανταχού παρούσα
κυβέρνηση, κάμπτει την αγωνιστικότητα των πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταλλαχθεί πια σε
φιλήσυχους και αμέτοχους παρατηρητές. Η θυσία του άλλου ανθρώπου γίνεται κυρίως ένα ακόμη
θέαμα άξιο προσοχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τόση δύναμη, ώστε να τους βγάλει από το
τέλμα της απραξίας. Έτσι, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα σε μια δικαιότερη κοινωνία,
κατακρημνίζεται μπροστά στους δουλικά φερόμενους πολίτες, που αδυνατούν να αντιληφθούν την
αξία μιας κοινωνίας ελεγχόμενης, όχι από τους άπληστους κρατούντες, αλλά από τους ίδιους τους
πολίτες.
Κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ο ποιητής μετέχει και του δράματος του καιόμενου ανδρός, αλλά
και της απάθειας του πλήθους, που στέκει εκεί χειροκροτώντας, χωρίς ωστόσο να παρακινείται σε
δράση, χωρίς ωστόσο να παραδειγματίζεται από τη θυσία του συμπολίτη τους.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία της θυσίας αυτού του ανθρώπου και αισθάνεται κι ο
ίδιος την ανάγκη να συμμετάσχει στον έξοχο αγώνα του. Καιόμενος υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι
μόνο ο άνδρας που καίγεται ζωντανός, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος που νιώθει μέσα του την
ανάγκη να αντισταθεί και να παλέψει για τη ζωή που του στέρησαν. Καιόμενος είναι κάθε πολίτης
που αισθάνεται την αγανάκτησή του να τον πνίγει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει το δικαίωμα στην
ελευθερία και στην προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος. Κι αν ο ποιητής δε φτάνει σε κάποια
πιο δραστική μορφή αγώνα, καταγράφει ωστόσο το γεγονός της θυσίας του συνανθρώπου του και
καταγγέλλει την απραξία των πολλών.
Ο ποιητής συνάμα παραμένει κομμάτι του πλήθους, μετέχει κι αυτός της απραξίας που χαρακτηρίζει
τη στάση των πολλών, καθώς αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους έχουν περιέλθεισ’ αυτήν
την κατάσταση απάθειας. Γνωρίζει πως το ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να παραδειγματίζονταν απ’
τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για μια κοινωνία καλύτερη, ωστόσο γνωρίζει κιόλας το φόβο που
νιώθουν οι πολίτες για τη ζωή τους. Έχει βιώσει κι εκείνος την απόλυτη τρομοκρατία που έχει
επιβάλει η κυβέρνηση με τη βοήθεια της αστυνομίας.
Η απραξία του πλήθους αν και κατακριτέα, δεν είναι ωστόσο ακατανόητη. Είναι γέννημα των
συστηματικών διώξεων και της ανηλεούς τιμωρίας των αντιφρονούντων. Ο ποιητής, οπότε,
αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αποδέχεται, τόσο την αποφασιστικότητα εκείνων που θυσιάζονται για
τα ιδανικά τους, όσο και το φόβο εκείνων που επιλέγουν να παραμείνουν αμέτοχοι παρατηρητές.
8. Αισθητική Ανάλυση – Τεχνοτροπία
Εικόνες: Ο ποιητής καταφέρνει με λιτό τρόπο και απλά γλωσσοτεχνικά μέσα να αισθητοποιήσει τις
ιδέες του. Για να το καταφέρει, χρησιμοποιεί ιδιαίτερα παραστατικές εικόνες, όπως: «Κοιτάχτε! στη
φωτιά», «Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα», «Μα δε φωνάζει βοήθεια», «Όμως εκείνος... άστραφτε το
πρόσωπο».
Αφηγηματικές φωνές - πλάνα - επίπεδα ποιήματος
Η αφήγηση αρχίζει in medias res με τη γεμάτη θαυμασμό φωνή (Κοιτάχτε! μπήκε στη
φωτιά!) κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίημα δομείται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα
πλάνα (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται με κινηματογραφική τεχνική. Ο φακός
κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και
που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές
οπτικές του κόσμου.
Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το
πλήθος (αφήγηση σε α' πληθυντικό πρόσωπο - γυρίσαμε, μιλήσαμε), στη συνέχεια αποδεσμεύεται και
μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α' ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος να
παραξενεύομαι, φοβάμαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (ο ποιητής), ο
ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου.
Β. Το πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β' πρόσωπο,χρήση βασικά
προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει - Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά μην την
ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόμενος (αφήγηση σε γ' πρόσωπο - αυτός που απόστρεςε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει
βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) - ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου», η Ελλάδα του
Εμφυλίου.
Ο στίχος 10 (ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις) δηλώνει και την απαγόρευση του πλήθους και την
απαγόρευση της εξουσίας.
Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόμενου (αγωνιστική διαμαρτυρία) και τη στάση του
πλήθους (θαυμασμός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότημα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραμένει
διχασμένος.
Γλώσσα - λειτουργία του λόγου
9. Λόγος πυκνός, δυνατός με λογική διάρθρωση και μελετημένηαρχιτεκτονική. Αντιρητορική αλλά και
υποβλητική υφή της γλώσσας.
Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήματος (28 ρήματα), λιγοστά επίθετα («γυμνές οι λέξεις») δίνουν
την αίσθηση ενός καθημερινού λόγου που παραπέμπει στη μαρτυρία. Η χρήση πολλών ρηματικών
προσώπων κάνει το ποίημα να ηχεί πολυπρόσωπο (α' πληθυντικού, α' ενικού, β' ενικού, γ' ενικού) -
πρόκειται για τον λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάμε σε μια
στοχαστική ανάμνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (μπήκε στη φωτιά, γυρίσαμε, απόστρεψε). Στη
συνέχεια, ρήματα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν την ανάμνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάμαι), ενώ
οι παρατατικοί που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν)δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και
της ανάμνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύμβολα
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού.
Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη,
ιερό σφάγιο, ο καθείς που "αναλίσκεται" για ένα ιδανικό.
Eρμηνεία-αιτιολόγηση τίτλου Ο Καιόμενος
Ο άνθρωπος που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός που καίγεται και
θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό.
Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά, παραμένοντας διχασμένος
και μετέωρος.
Ο καθένας από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ατομικό
δράμα αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο μέλλον
(δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου,
δηλώνεται και με τον παροντικό χρόνο της μετοχής καιόμενος που δίνει τη διάρκεια, τη
διαχρονικότητα της πράξης (και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που
κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή
και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας (πρβλ. «κι όμως κερδίζει κανείς το
θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή»
- Γ. Σεφέρης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι - σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του ποιητή - αφετηρία γραφής του
ποιήματος δεν αποτέλεσε ένα πραγματικό γεγονός (μια αυτοπυρπόληση). Στο ποίημα αυτό «ο
Σινόπουλος με μια προφητική δύναμη είδε το τραγικό φαινόμενο των ημερών μας, εννοώ τον
αυτοπυρπολισμό των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων [...]» - Μ. Μερακλής.
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι ενώ το θέμα του ποιήματος φαίνεται να είναι ο άνθρωπος που
αυτοπυρπολείται, το τελικό συμπέρασμα αφορά τον ποιητή: ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Σ’ αυτό
10. το στίχο, ακριβώς, λανθάνει η ενοχή του ποιητή: η ενοχή του για κάθε σκοτεινή εποχή, η ενοχή του
για το ότι παραμένει διχασμένος ανάμεσα στους ήρωες (τα δρώντα πρόσωπα) και στους θεατές.
Ο ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του
«Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη
δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία. Πρόσωπα μισο-πραγματικά μισο-φανταστικά,
απαντημένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν μέσα μου ξαφνικά» [...]
[...] Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις
ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται
πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει - τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το
Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα.
Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυο. Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία;
Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη μου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέμε
φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς να
πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.»
(Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σημείωμα στο ποίημά του «Ιωάννα I, II, III», δημ. 1947)
Γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου (που ανιχνεύονται στο ποίημα "Καιόμενος"
Θεατρική πλαστικότητα - αφήγηση σκηνικού δρώμενου
Δραματικός χαρακτήρας (μικροπερίοδος λόγος, πολυπρόσωπο ποίημα, ερωτήματα "εις
εαυτόν")
Κινηματογραφική τεχνική, διαδοχικές εικόνες, «ατμοσφαιρικός» ποιητής
Στοχαστικός λόγος, εσωστρεφής τόνος, ποιητής-σχολιαστής.
Λιτός και απέριττος λόγος με λίγες ρητορικές - λυρικές εξάρσεις
Διδακτικός - γνωμικός τόνος (επιμύθιο: οι τρεις τελευταίοι στίχοι) - η «ποιητική ηθική ως
συνέπεια της πολιτικής ηθικής» (κατά τον Δ. Μαρωνίτη)
Σαφές πολιτικό μήνυμα: η φωτεινή πράξη στη σκοτεινή εποχή και ο ρόλος του ποιητή
(σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα)
Μοτίβα: φθοράς, απόλυτης μοναξιάς, ήλιου - φωτιάς - φλόγας - φωτός.
Τα πιο πάνω γνωρίσματα ισχύουν εν πολλοίς για αρκετούς ποιητές της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς, για τους οποίους ο πόλεμος υπήρξε «βίαιος διδάσκαλος». Όπως
χαρακτηριστικά γράφει ο Κλείτος Κύρου, ένας ποιητής των χρόνων αυτών, «Η γενιά μου, μοίρασε
σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο».
Για τους ποιητές αυτούς «ο ποιητικός λόγος δεν σηκώνει πια ‘μουσικές και μαλάματα’ και η
ποίηση δεν μπορεί να είναι πια ‘ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου’.». Σε τόνο ελάσσονα, εσωστρεφή
και ελεγειακό καταθέτουν τον κατακερματισμένο μύθο της εποχής τους. (Γ. Σαββίδης)
11. ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος "Ο καιόμενος";
Ο τίτλος του ποιήματος "Ο Καιόμενος" έχει περισσότερες από μια σημασίες. Αρχικά είναι ο
άνθρωπος που αυτοπυρπολείται, για να διαμαρτυρηθεί στις κοινωνικές, πολιτικές ή ιδεολογικές
αδικίες της εποχής του. Καιόμενος είναι ο άνθρωπος που θυσιάζεται θεληματικά για ένα καλύτερο
μέλλον. Μεταφορικά "καιόμενος" είναι και ο ίδιος ο ποιητής, επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο και δεν
ξέρει ποια στάση να ακολουθήσει.
Γενικότερα, ο τίτλος του ποιήματος ίσως αναφέρεται στη θέση όλων των πνευματικών ανθρώπων
μπροστά στα προβλήματα της εποχής τους. Οι πνευματικοί άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν αυτά
τα προβλήματα και γι' αυτό στενοχωριούνται. Τελικά, ίσως "καιόμενος" είναι ο κάθε άνθρωπος που
βρίσκεται σε αδιέξοδο, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό.
2. Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
Το πλήθος παρακολουθεί με έκπληξη και περιέργεια τη θυσία του καιόμενου. Αντιμετωπίζει με
απάθεια τον άνθρωπο, που αυτοπυρπολείται μπροστά τους. Συγκινείται επιφανειακά, αλλά δε
συνειδητοποιεί το σκοπό της θυσίας. Ο "καιόμενος" είναι απλώς ένα θέαμα, που όλοι τρέχουν να
δουν.
Το πλήθος αδιαφορεί για την τύχη του καιόμενου. Ακόμη, συμβουλεύει τον ποιητή να μην
ανακατευτεί, για να μη θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο. Το πλήθος θαυμάζει τη θυσία του καιόμενου,
αλλά δεν είναι διατεθειμένο να την ακολουθήσει.
Το πλήθος αποτελείται από εφησυχασμένους ανθρώπους, που δεν ασχολούνται με τα προβλήματα
της εποχής τους.
3. Πώς διαγράφεται μέσα στο ποίημα ο ρόλος του ποιητή;
Ο ρόλος του ποιητή μέσα στο ποίημα είναι τραγικός, επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο ποιητής
διστάζει και αναρωτιέται πώς αντέχει ο καιόμενος τους πόνους. Ο καιόμενος βρίσκεται σε καλύτερη
θέση από τον ποιητή.
Ο άνθρωπος που πυρπολείται λυτρώνεται και γίνεται σύμβολο. `Ομως, ο ποιητής βρίσκεται σε
δίλημμα και δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση (τη λύση) στα ερωτήματα που τον απασχολούν. Από τη
μια μεριά θέλει να ακολουθήσει την ηρωική στάση του καιόμενου, αλλά από την άλλη δεν έχει το
κουράγιο να αυτοθυσιαστεί. Τελικά, ο ποιητής υποχωρεί μαζί με το πλήθος. Στην πραγματικότητα ο
ποιητής διαφέρει από το πλήθος. Δεν είναι απλός θεατής, αλλά συμμετέχει ψυχικά στη θυσία του
καιόμενου. Το γεγονός ότι γράφει ένα ποίημα για τη θυσία αυτού του ανθρώπου, δείχνει ότι
επιδοκιμάζει τη στάση του.