Συνανάγνωση αποσπασμάτων του επικολυρικού έργου " 9η Ιουλίου εν Κύπρω" του Βασίλη Μιχαηλίδη, με αποσπάσματα από το έργο του Διονυσίου Σολωμού " Ελεύθεροι Πολιορκημένοι".
2. Βασίλης Μιχαηλίδης, «9η Ιουλίου 1821»
Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ' άστρα μιλιούνια
ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι εν έυρισκες ρουθούνιν
μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
Ήτουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ' στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν.
Διονύσιος Σολωμός « Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
Άκρα του τάφου σιωπή στον
κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η
μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα
μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός
παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ'
έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι
ο Αγαρηνός το ξέρει».
3. Στην εισαγωγή και των δύο ποιημάτων έχουμε μια νεκρική σιγή που λειτουργεί δυσοίωνα με
τη φύση να συμπάσχει με τον τρόπο που το περιγράφει το στιχηρό της Μεγάλης Παρασκευής
όπου «όλη η κτίση συγκλονιζόταν από το φόβο» στη θέα του Θείου μαρτυρίου του Χριστού.
Έτσι και στα δύο ποιήματα προετοιμαζόμαστε για το μαρτύριο, τη θυσία των
πρωταγωνιστών για την Πίστη και την Πατρίδα.
Έχουμε μια απόκοσμη ησυχία στην οποία κυριαρχεί ο φόβος με τα στοιχεία της φύσης να
συμπάσχουν και να προμηνύουν το δυσοίωνο τέλος που θα ακολουθήσει.
Στην μια περίπτωση η φύση είναι ο μόνος γνώστης του τι πραγματικά συμβαίνει: οι Τούρκοι
οργανώνονται στο Σεράγιο για να επιδοθούν την επομένη σε σφαγές και αιματοχυσίες. Το
βράδυ εκείνο ακόμα και τα φύλλα των δέντρων δεν θροϊζουν, ούτε τα σκυλιά αλυχτούν. Η
φύση αγωνιά και φοβάται.
Στην άλλη περίπτωση ο Σουλιώτης ξέρει καλά τι συμβαίνει : η πείνα και η αδυναμία είναι
παράγοντες που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το ψυχισμό των ηρώων.
4. Η νύχτα πκιον αρκίνησεν περίτου ν' αναρκώνη,
εγίνην η ανατολή κροκότσιηνη περίτου,
άρτζιεψεν πκιον το Σάββατον να πικροξημερώννη
τζι ακούστηκεν του ξύλενου σημάντρου η φωνή
του.
Εξέβην ο Τζιυπριανός με τζιείνον τον καμόν του,
τζι επήεν εις την εκκλησ'ιάν τζιαι βάλλει τον
σταυρόν του
τζι ήτουν όσον τζι εκάμασιν αρκήν της λειτουργίας,
τζι εστάθηκεν περίλυπος τζιαι σγιαν να
δκιαλοίστην,
τζι επήεν τζι εγονάτισεν ομπρός της Παναίας
τζιαι κάτι εψουψούρισεν τζι ευτύς εκλαμουρίστην.
Έμεινεν, δεν ετάραξεν, ούλλα που να καρφώθην,
γονατιστός τζιαι πληξιμιός με σιέρκα σταυρωμένα,
αρτζιέψαν το κοινωνικόν τζιαι τότες εσηκώθην,
τζι εστάθηκεν τζι εφαίνουνταν τ' αμμάδκια του
κλαμένα,
τζιαι προσκυνά τρεις τέσσερεις φορές την Παναίαν,
εθάρρειες ποσιαιρετά τζιαι κόσμον τζι εκκλησίαν.
Εσυχχωρήθην με τους λας τζι έμπην μες στ' άγιον
Βήμαν,
εμπήκεν τζι εκοινώνησε τζι εξέβηκεν τζι εστάθην,
τζι έμοιαζεν ούλλα τον νεκρόν που βάλλουν εις το
μνήμαν,
εθάρειες που πάνω του το γαίμαν πως εχάθην.
5. Όπως ο Χριστός, πριν τη σύλληψή του, γνωρίζοντας απόλυτα τι θα ακολουθούσε,
κατέφυγε στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί με την αγωνία να τον κατακλύει,
έτσι κι εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, αλλά και οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες . Οι
ελιές, η φύση δεν τον προδίδουν, όπως οι μαθητές του που αποκοιμούνται. Έτσι και η
ανατολή στο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, βάφεται κόκκινη προοιωνίζοντας το αίμα
που θα χυθεί και το Σάββατο των παθών« πικροξημερώνει»
Οι πρωταγωνιστές προσευχόμενοι έρχονται σε απόλυτη ενότητα με το Θεό και τη Φύση.
Η προσευχή είναι το καταφύγιό τους. Ψάχνουν να καταλαγιάσουν τον φόβο και την
αγωνία τους.
6. Ετούτ' είν' ύστερη νυχτιά· όλα τ' αστέρια βγάνει·
Ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
Ο Αράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που
εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος,
με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,
Και απάνου ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του 'λυχτάει.
Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν
αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε
αναστεναγμός· ήθελε πεις ότι είχε παύσει η ζωή· οι
ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ' οι στοχασμοί τους·
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι ελεύθερ' η ψυχή σα να 'τανε βγαλμένη,
Κι ύψωναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Διονύσιος Σολωμός, « Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
7. «ήθελε πεις ότι είχε παύσει η ζωή» Το σκηνικό της απόκοσμης σιωπής επικρατεί και εδώ.
Εδώ όμως πρόκειται για μια ατμόσφαιρα γεμάτη συναισθηματική ένταση: «οι ήρωες
είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε/για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει».
Απόλυτα συντονισμένοι ο ένας με τον άλλο ανάγονται ηθικά και πνευματικά σε αιώνιες
αξίες. Τα λόγια που λένε είναι τόσο Μεγάλα που δεν τα χωράει ούτε μια ασύλληπτη
έννοια, όπως αυτή της αιωνιότητας. Οι άνθρωποι έχουν γίνει ήρωες . Οι στοχασμοί τους
φαίνονται στα μάτια και στο πρόσωπό τους.
8. Βασίλης Μιχαηλίδης, «9η Ιουλίου
1821»
Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας
αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους
Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντας κοπεί
καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια
παραπούλια.
Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην, τρώει την γην
θαρκέται
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον
καταλυέται.
Διονύσιος Σολωμός « Στοχασμοί»
Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία
του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο και
γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς
ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη
ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ' άνθη και τους
καρπούς. Εφάρμοσέ την και σκέψου βαθιά την
υπόσταση του υποκειμένου και τη μορφή της
τέχνης. Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να γένεται
δίχως ποσώς να διακόπτεται.
2. Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για
πάντα) τη φύση της Ιδέας, πριν
πραγματοποιήσεις το ποίημα. Εις αυτό θα
ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο
περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η
Πατρίδα και η Πίστις.
9. Κάτι που μας εντυπωσιάζει στα συγκλονιστικά λόγια του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού
είναι η εικόνα της αναγεννώμενης φύσης ΄: όπως ένα δέντρο, ακόμα κι αν κοπεί σύριζα ,
φυτρώνει ξανά αναγεννημένο και πολλαπλασιασμένο, έτσι και η Ρωμιοσύνη, ο
ελληνισμός, με την προστασία και την ευλογία του Θεού, δεν χάνεται ποτέ.
Δεν μπορεί το μυαλό μας να μην πάει εδώ στον στοχασμό του Διονυσίου Σολωμού.
Αποτυπώνεται εξάλλου και εδώ «η ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο
και γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές»
με απώτερο σκοπό την ανάδειξη της φύσεως της Ιδέας . Με το «ουσιαστικότερο και
υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης» να περιέχεται στην Πατρίδα
και την Πίστη.
10. Τότες, Αρχιεπίσκοπος εψήλωσεν το δειν του
στον ουρανόν, τζι εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα,
εφάνην πως επόνησεν που μέσα στην ψυσιήν του,
τζι είπεν τα τούν' τα δκυο λόγια με δκυο σιείλη καμένα:
«Θεέ, που νάκραν δεν έσιεις ποττέ στην καλωσύνην,
λυπήθου μας τζιαι δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην».
Τζι ετρέξασιν τα 'δρώματα απού το πρόσωπόν του,
απού του ήλιου την πολλήν την καψερήν την αύραν
τζι εβάλαν την συρτοθηλειάν ευτύς εις τον λαιμόν του
τζιαι τζιει πκιον ετελειώσασιν τα κάστια που ταύραν.
»
11. Βασίλης Μιχαηλίδης, « 9η Ιουλίου
1821»
Στην υστερκάν της προσευκής έτσι
γονατισμένοι
είπαν κλαμένοι σιανά τζιαι με φωνήν
κομμένην:
«Θεέ μου, τζιαι συχχώρησε τους λας που
μας μισούσιν,
Θεέ μου, τζιαι ξησκλάβωσε την άχαρην
φυλήν μας,
Θεέ μου, τζιαι στερέωννε τους λας που
πολεμούσιν,
Θεέ μου, τζιαι συχχώρα μας τζιαι δέχτου την
ψυσιήν μας!»
Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι»
Μένουν οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις
την ανατολή, να φέξει για να 'βγουνε στο γιουρούσι,
και η φοβερή αυγή,
Μνήσθητι, Κύριε - είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε
- εφάνη!
Επάψαν τα φιλιά στη γη.........................
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα
πόδια.
Μία χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.
13. Ύστερα πκιον που το κακόν ακούστην μεσ' στην Χώραν,
τζιαι που το κλάμαν άρτζιεψεν η Χώρα πκιον να βράζει,
ύστερα που το βούττημαν του ήλιου νάκκον ώραν,
τέλεια πκιον, ότι τζι έκαμεν αρκήν να σουρουπκιάζει,
επήασιν δκυο μπροεστοί τζιαι τέσσερεις παπάδες
τζι είπαν του Μουσελλίμ-αγά: «Δώσ' μας τους δεσποτάδες
τζιαι τον Δημήτρην για θαφκιόν, να μεν μείνουν τζι εν
κρίμαν.»
τζι είπεν με κάμποσους θυμούς τζιαι κάμποσες φοβέρες:
«Φύετε τζι εν σας δκιω τωρά κανέναν για το μνήμαν,
θέλω να μείνουν τζιει χαμαί άθαφτοι τρεις ημέρες!»
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και
έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι
ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό,
που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο
μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το
χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες
εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το
Μεσολόγγι·