3. ΠΡΌΛΟΓΟΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ισμήνη, μονάκριβή μου,
αγαπημένη μου αδελφή,
απ’την πατρική κληρονομιά των συμφορών,
βλέπεις κάποια πληγή που να μην έριξε
ο Δίας
πάνω σε μας τις ζωντανές;
Όλεθρος, ντροπή, πόνος κι ατίμωση
και στα δικά μου και στα δικά σου βάσανα.
Και τώρα;Αυτό το διάγγελμα του στρατηγού
που ακούγεται σ’ όλη την πόλη;
Έμαθες; Μαντεύεις την καινούρια
συμφορά,
–συμφορά από εχθρούς–
που θα ρημάξει πρόσωπο αγαπημένο;
ΙΣΜΗΝΗ Τίποτα δεν έμαθα, Αντιγόνη,
μήτε καλό μήτε πικρό.
Απ’ την ώρα που τ’ αδέλφια μας
έσφαξαν ο ένας τον άλλον,
απ’ την ώρα που ο στρατός των Αργείων
έφυγε με τη νύχτα,
καμιά παρηγοριά,
καμιά καινούρια θλίψη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Το ’ξερα. Γι’ αυτό σε φώναξα
εδώ, έξω απ’ την πύλη, για να τ’ ακούσεις
μόνη.
ΙΣΜΗΝΗ Τι σκοτείνιασε τον νου σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ο στρατηγός! Ο Κρέοντας!
Απ’ τα δυο μας τ’ αδέλφια,
τίμησε τον έναν μ’ άγιο χώμα,
4. 4 ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ενώ τον άλλον τον ατιμάζει κι άθαφτο τον
πετάει.
Για τον Ετεοκλή διέταξε το δίκαιο και το
νόμιμο,
να τον θάψουν με τιμές και δόξες ήρωα,
έντιμο ανάμεσα στους πεθαμένους.
Όμως το λείψανο του Πολυνείκη,
σκόρπια κομμάτια πεταμένα,
διακήρυξε σ’ όλη την πόλη,
να μην πει κανείς μοιρολόι γι’ αυτόν,
–τον εχθρό της πατρίδας!–
μ’ άθαφτο, άκλαυτο να τον πετάξουν,
τροφή στα σαρκοφάγα όρνια.
Τέτοια προστάζει ο καλός μας
ο στρατηγός
για σένα και για μένα
–ναι, και για μένα–
και ’ρχεται τώρα εδώ για να τα ξαναπεί
σ’ αυτούς που δεν τα ξέρουν.
Και δεν θα μείνει, λέει, στα λόγια.
Όποιος κι αν παρακούσει,
όποιος τολμήσει,
θάνατο αισχρό θα βρει.
Με λιθοβολισμό. Δημόσια.
Μπροστά σ’ όλη την πόλη.
Τώρα ξέρεις.
Τώρα δείξε αν είσαι κόρη από λαμπρή
γενιά,
ή αν γεννήθηκες ανάξια και μικρόψυχη.
ΙΣΜΗΝΗ Τι μπορώ να κάνω αν είναι όπως
τα λες; Τι κόμπους να λύσω ή να δέσω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Να μοιραστείς μαζί μου κόπους
και έργα.
5. 5
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΙΣΜΗΝΗ Για ποια παράτολμα μιλάς; Να
κάνω τι;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Να βοηθήσεις. Να σηκώσουμε
τον νεκρό μαζί.
ΙΣΜΗΝΗ Το ’βαλες με τον νου σου να τον
θάψεις;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ναι. Τον αδελφό μου, και δικό
σου αδελφό. Αν θες, αρνήσου τον! Εγώ δεν
θα προδώσω το αίμα μου.
ΙΣΜΗΝΗ Άμυαλη, ο Κρέοντας το αντίθετο
προστάζει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κανένας στρατηγός, άνακτας,
κανένας Κρέοντας δεν έχει δικαίωμα
να με χωρίσει απ’ τους δικούς μου.
ΙΣΜΗΝΗ Θόλωσε το μυαλό σου. Σύνελθε.
Θυμήσου πώς χάθηκε ο πατέρας.
Μισητός, ατιμασμένος.
Μοναχός του τυφλώθηκε,
σαν έφερε στο φως πράξεις του αισχρές.
Κι ύστερα η μάνα και γυναίκα του
–διπλό όνομα για πρόσωπο ένα–
με βρόγχο πλεκτό χαλάει τη ζωή της.
Τρίτο κακό, τ’ αδέλφια μας. Εχθροί.
Γκρέμισαν ο ένας τον άλλον.
Αφανίστηκαν.
Και τώρα εμείς: άθλιες.
Άθλια η ζωής μας.
Χειρότερος ο θάνατός μας
αν αψηφήσουμε νόμο και εξουσία.
Γυναίκες γεννηθήκαμε,
μ’ άντρες δεν μπορούμε να τα βάλουμε.
Μας κυβερνάνε δυνατότεροι από μας.
Σκύψε το κεφάλι και σ’ αυτά
6. 6 ΣΟΦΟΚΛΗΣ
και σ’ άλλα πικρότερα που έρχονται.
Προσπέφτω στις σκιές των πεθαμένων μου.
Ζητώ συχώρεση απ’ τους Απόντες,
αδύναμη είμαι, στη βία θα υποταχθώ.
Να κυνηγάς αυτά που δεν μπορείς, δεν έχει
νόημα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν θα παρακαλέσω.
Κι αν μετανιώσεις, νεκρή χαρά η βοήθειά
σου.
Πίστευε αυτά που θες, εγώ θα τόνε θάψω.
Άγιο το έγκλημα· μακάριος ο θάνατος.
Θα πλαγιάσω αγαπημένη πλάι
σ’ αγαπημένο.
Καλύτερα ν’ αρέσω στους νεκρούς μου,
αιώνια μ’ εκείνους θα ζήσω.
Καλύτερα, παρά σ’ αυτούς εδώ.
Όσο για σένα, αφού σου φαίνεται σωστό
περιφρόνησε τις τιμές των Θεών.
ΙΣΜΗΝΗ Δεν περιφρονώ,
αλλά είμαι αδύναμη για των πολλών
τη θέληση.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Προφάσεις!
Μόνη μου θα πάω να μαζέψω χώμα,
να ησυχάσω το στερημένο σπλάχνο.
ΙΣΜΗΝΗ Φοβάμαι για σένα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ξεθάρρεψε· κοίταξε τη δική σου
τη ζωή.
ΙΣΜΗΝΗ Πρόσεχε. Κράτα κρυφό
το τόλμημα, κράτα το μυστικό, εγώ δεν
θα μιλήσω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Εχθρός μου θα ’σαι αν
σωπάσεις. Λέγε το φανερά. Τρέξε.
Πες το σ’ όλους.