3. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Από τότε που ο παππούς δεν είναι πια μαζί μας, δεν υπάρ-
χει κανείς να μου λέει τα γλυκά γεωργιανά παραμύθια.
Γι’αυτό κι εγώ αντικαθιστώ αυτή την απώλεια με ονειροπολή-
σεις και ονειροφαντασίες πριν από τον ύπνο. Θα περάσει λί-
γος χρόνος κι ύστερα θα κοιμηθώ ενώ θα σκέφτομαι όλα όσα
σκέφτηκα μέσα στη μέρα.
* * *
Μια μέρα γύρισα στο σπίτι αργά. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου
αλλά ήταν αδύνατον να κοιμηθώ. Η επιθυμία μου, όμως, να
κοιμηθώ ήταν τόσο δυνατή που, όταν ο ύπνος άρχισε να με
παίρνει, ξύπνησα αμέσως από τη χαρά μου που ο ύπνος με
έπαιρνε. Κι ύστερα, πόσες προσπάθειες δεν κατέβαλα και πάλι
για να κοιμηθώ! Μέτρησα δέκα φορές μέχρι το χίλια. Έκλεισα
τα μάτια μου κάνοντας ότι κοιμάμαι, αλλά ποιον να ξεγελού-
σα; Τον ίδιο μου τον εαυτό;
Φοβήθηκα ότι δεν θα κοιμόμουνα ποτέ ξανά.
Και για να μην τα πολυλογώ, άφησα τον ύπνο κι αφέθη-
κα στα όνειρα. Αλλά και τα όνειρα αποδείχθηκαν κι αυτά εξί-
σου πεισματάρικα – με το τίποτα ο άνθρωπος δεν ονειρεύεται.
4. 4 ΈΡΛΟΜ ΑΧΒΛΕΝΤΙΆΝΙ
Κι ύστερα έπεσα σε απόγνωση. Η απόγνωση με υποδέχθη-
κε με την αγκαλιά της ανοιχτή. Κι ήμουν σε απόγνωση, σαν
μέσα σε έναν λάκκο σκοτεινό, έναν λάκκο σκαμμένο ειδικά
για λύκους. Ο λύκος δεν έπεσε σε απόγνωση κι εγώ, λυπημέ-
νος μέσα στη σιωπή της νύχτας, δεν μπορούσα ούτε να ονει-
ρευτώ ούτε, όμως, και να αποκοιμηθώ.
Και ξαφνικά άκουσα τον ήχο των βημάτων ενός νυχτερι-
νού διαβάτη πάνω στα πλακάκια του δρόμου. Πέρασε μπρο-
στά από το παράθυρό μου κι ύστερα χάθηκε κάπου μακριά.
Κι ύστερα έγινε και πάλι σιωπή. Ο ήχος των βημάτων συ-
νεχιζόταν κι ακουγόταν μόνο στο μυαλό μου. Αλλά εγώ αυτό
τον ήχο ήθελα να τον ακούω, τον είχα ανάγκη, για να μπορώ
να διακρίνω, μέσα στη μαύρη σιωπή, έστω έναν μικρό ήχο και
με αυτόν να μπορώ, με κάποιον τρόπο, ν’ αρχίσω και να φτιά-
χνω ένα όνειρο δικό μου.
Κι ύστερα έγινε και πάλι σιωπή.
Κι ύστερα, από κάπου μακριά, ακούστηκε ο ήχος ενός τρέ-
νου που σφύριζε ασταμάτητα. Και φαντάστηκα ένα τρένο. Φα-
ντάστηκα τα φωτισμένα του παράθυρα μέσα στη νύχτα και
φαντάστηκα κι έναν επιβάτη δίπλα σ’ ένα παράθυρο.
Και, κάπου εδώ, η φαντασία μου άρχισε σιγά σιγά να κι-
νείται. Κι έκανε τόσον θόρυβο που ήταν αδύνατον πλέον να
καταλάβω πώς βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε τόσες πολλές ονει-
ροφαντασίες. Ένα κύμα ολόκληρο.
«Υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι στον κόσμο» φώναξα
μέσα από την καρδιά μου, λες και ανακάλυπτα κάτι καινού-
ριο, «και ποιος ξέρει τι κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τώρα;!
Ποιος ξέρει πόσοι από αυτούς, σαν και μένα, δεν μπορούν να
κοιμηθούν!»
Και τότε έκανα μια χαρούμενη σκέψη: «Πόσοι άνθρωποι
γελάνε ετούτη τη στιγμή, πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν απ’το γέ-
λιο;!» Και γέλασα κι εγώ δυνατά.
Αλλά δεν ήμουν παιδί πια για να φαντάζομαι μόνο τους
5. 5
Ο ΒΆΝΟ ΚΑΙ Ο ΝΊΚΟ
ήχους της χαράς, και σκέφτηκα: Υπάρχουν ένα σωρό άνθρω-
ποι στον κόσμο και ποιος ξέρει πόση λύπη και πόση αγωνία
έχουν στην καρδιά τους ετούτη τη στιγμή! Και σταμάτησα με
συμπόνια μεγάλη σε αυτούς κι έγειρα το κεφάλι μου αλλά, με-
τά, αφέθηκα πάλι να πετάω και να πλέω ξανά στα χρώματα:
«Υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι στον κόσμο…» Και παρέπαια
ανάμεσα σε αυτήν τη χορωδία-τρέξιμο: «Ο ένας γελάει, ο άλ-
λος κλαίει, ένας τρίτος μιλάει μ’ έναν τέταρτο, ένας πέμπτος
στέκεται, ο έκτος είναι ξαπλωμένος, ο έβδομος είναι σχεδόν
ξαπλωμένος, ο όγδοος ποτίζει τα λουλούδια στον κήπο του, ο
ένατος μετράει τα αστέρια…»
Εκείνο το βράδυ οι ονειροφαντασίες μου σεργιάνιζαν στον
άνεμο και μπροστά στα μάτια μου η μια καινούρια εικόνα γεν-
νιόταν πίσω από την άλλη.
«Κάπου στον κόσμο τώρα είναι απόγευμα. Ο ήλιος δύει.
Και κάποιος κοιτάζει τον ήλιο να δύει και να πλέκει τη λύπη
και τη χαρά μαζί στην άκρη του ουρανού. Και κάπου αλλού
στον κόσμο ο ίδιος ήλιος ανατέλλει και φωτίζεται η ανατολή
με μια ελπίδα…»
Κι ύστερα ο νους μου ταράχτηκε. Γιατί ένα συναίσθημα
δυνατό φώλιασε στο σώμα μου και με συνεπήρε ολόκληρο.
Μπροστά στα μάτια μου, μια παράξενη, μια φαντασμαγορική
εικόνα της ζωής: οι άνθρωποι αγαπούν και μισούν ο ένας τον
άλλον, πολεμούν και κάνουν φίλους, στα ψηλά βουνά, στις
απέραντες πεδιάδες, παντού, στις όχθες του ποταμού και στις
πελώριες πόλεις.
Κι αυτό ήταν μόνο για ένα δευτερόλεπτο – ένα δευτερόλε-
πτο άπειρο! Κι αυτή ήταν μόνο μια στιγμή – γεμάτη και μπερδε-
μένη και χρωματισμένη με δάκρυα και χάδια, με λύπη και χαρά,
με πάθος και με αδιαφορία, με συναντήσεις και με χωρισμούς.
Ένα δευτερόλεπτο!
Κουράστηκα, όμως, από τις ονειροφαντασίες μου κι έκλει-
σα τα μάτια. Τα έκλεισα τα μάτια μου για να δω πιο καθαρά
6. 6 ΈΡΛΟΜ ΑΧΒΛΕΝΤΙΆΝΙ
ό,τι υπήρχε γύρω μου. Κι ήθελα κάτι απ’ όλα αυτά να το πά-
ρω στην αγκαλιά μου, κι έτεινα το χέρι μου σαν μικρό παιδί.
Αλλά έτσι ξαφνικά, όπως όλα είχαν φανεί, έτσι ξαφνικά, τώ-
ρα, όλα είχαν χαθεί. Κι όμως, η επιθυμία μου να κάνω κάποια
από όλες αυτές τις ονειροφαντασίες δική μου ήταν τόσο έντο-
νη που, όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα έναν κόσμο παράξενο,
έναν κόσμο που ήταν το δώρο από τις ονειροφαντασίες εκεί-
νης της νύχτας. Και σε αυτό τον μικρόκοσμο υπήρχαν τώρα
τα πάντα: υπήρχαν βουνά, αγροί, ποτάμια, ο ουρανός, η γη, ο
ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια.
Υπήρχε όμως και ο Βάνο με τον Νίκο.
* * *
Από τότε που πέθανε ο παππούς μου, δεν υπάρχει κανείς να
μου λέει παράξενες ιστορίες. Γι’ αυτό κι εγώ, πριν κοιμηθώ,
φτιάχνω δικά μου όνειρα και φαντασίες. Κι όταν έρθει η ώρα,
κοιμάμαι με τις σκέψεις που έκανα εκείνη την ημέρα. Και
μέχρι στιγμής, κάθε νύχτα, ένας παράξενος κόσμος υπάρχει
μπροστά στα μάτια μου, ένας κόσμος όπου ο Βάνο και ο Νίκο
συναντιούνται και μετά απομακρύνονται ο ένας απ’τον άλλον,
τσακώνονται και μετά γίνονται φίλοι, κλαίνε και μετά γελάνε.