3. [ 3 ]
I
Μέρες του ήλιου με χρυσό πολύ κι ασήμι αμέτρητο
επενδυμένα σε τράπεζα ασφαλή από κάθε πτώχευση.
Γούβα κρύου νερού, αγριόχορτα, σφήκες και μέλισσες,
πόδια γυμνά, αγκάθια
και πέταγμα της πέρδικας στον πλατύ κάμπο.
Το καλοκαίρι ένα κίτρινο χαλί
απλωμένο πάνω από τον κόσμο με το χέρι του ήλιου.
Το χόρτο κλωστές χρυσού που ανεμίζουν στον αγέρα,
ο δρόμος στρωμένος με ψιλοαλεσμένο αλεύρι
που μέσα του βουλιάζουν οι τροχοί του αμαξιού
και του παλιού μου ποδηλάτου.
Τα πουλιά πολιορκούν τον κάδο του νερού
πάνω από το πηγάδι,
ο κορυδαλλός τραγουδά καθισμένος στον σβόλο
και το φίδι αφήνει το παλιό του ντύμα
πάνω στο καυτό χώμα.
Γύριζα μες στα χρυσωμένα στάχυα γυμνός
και μάζευα ήλιο να ζεσταίνω
τα χρόνια που θα έρχονταν,
μάζευα φως, για να το αντιπαραβάλω
στο επερχόμενο σκοτάδι.
Καθαρό πολύ το πρώτο φως,
για να πολλαπλασιάζεται η πρώτη μέρα
και να χρωματίζει όλες τις άλλες.
4. [ 4 ]
II
Ο κάμπος κολυμπά μέσα στη θάλασσα του ήλιου
ταξιδεύοντας τα λιγοστά του δέντρα σαν ιστία καραβιών
που πλέουν φορτωμένα με στάχυα χρυσά.
Δουλεύει αδιαμαρτύρητα το υπάκουο γαϊδούρι,
η σιδερένια ηλακάτη γυρίζει πάνω από το παλιό πηγάδι,
το νερό κυλά στο χωματένιο αυλάκι,
τα τζιτζίκια στήνουν πανηγύρι
και χορεύει ο κορυδαλλός.
Πέρδικες τρέχουν ψάχνοντας πηγή γλυκού νερού,
τρέχω ξοπίσω τους και τις κυνηγώ,
κουράζομαι, ξαπλώνω στο ζεστό χώμα
με τα μάτια μου γεμάτα από το φως του ήλιου
κι ονειρεύομαι δροσερά ποτάμια να κυλούν
μεταφέροντας στις άβαθές τους κοίτες
θραύσματα χρυσού.
Τα ξυπόλυτά μου πόδια χώνω στον πηλό,
μαζεύω αισθήσεις από το πρωτογενές
που μια ζωή θα είναι δικές μου.
Το καλοκαίρι απλώνει
το λιωμένο σώμα του πάνω στον κόσμο,
διαλύεται το σχήμα του κι επιθυμεί
ένα καλούπι να χυθεί ξανά.
Η σκόνη στον πυρωμένο χωματόδρομο
νοσταλγία της βροχής.
5. [ 5 ]
III
Το αγκάθι της τσουκνίδας, ο ανθός της κάππαρης
και το κεντρί της μέλισσας δαγκώνουν
τα παιδικά μου χρόνια. Τα σημάδια τους
τα κουβαλώ στο σώμα
και στο τέντωμα του χεριού μου
προς την κάθε καινούρια μέρα
που έρχεται και με βρίσκει
να παλεύω για την ενηλικίωσή μου.
Τα χρόνια μου
ένα αδιαχώριστο τοπίο πάνω σ’ ένα αστέρι
που ταξιδεύει
μισό στο φως, μισό στο σκοτάδι.
Στα μαλλιά αρώματα των παιδικών μου κήπων,
στα μάτια λίμνες πλατιές από φως και σκοτάδι.
Είμαι λευκός στο φως του πρωινού,
κόκκινος με το αίμα του πρώτου μου νεκρού,
μαύρος πάνω από το πρώτο μου μνήμα.
Η ελπίδα δεμένη πάντα
στο άρμα της επόμενης μέρας.
6. [ 6 ]
IV
Ο ήλιος, ένας κάμπος στάχυα,
ο ίσκιος μιας συκιάς κι ένα πηγάδι.
Το νερό στο βάθος του πηγαδιού
–μεγάλο ασημένιο νόμισμα–
η σταγόνα της ομίχλης
πάνω στο φύλλο της τριανταφυλλιάς
–μικρός κόκκος διαμαντιού–
κι ο τζίτζικας ρουφά ασταμάτητα
την πυρωμένη ανάσα του καλοκαιριού.
Αθώο κατεβαίνει το μικρό σπουργίτι
εκεί που ένα φίδι
χαιρετά τον κόσμο με τη διπλή του γλώσσα.
Η ζωή στη ζυγαριά κι όποιος κερδίσει.
Εκτός ηθικής και λόγου τάξης αυτή η αρμονία.