3. [ 3 ]
ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ
Σωσίβιο ήτανε πιστεύω οι αισθήσεις τους.
Εκείνες με γλιτώσανε.
Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου,
(με τα σαγόνια και τα σάλια)
είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου;
Διέκριναν το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά μου;
(Από θαλασσινό μεθύσι επέστρεφα.)
Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στον λαιμό;
Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;
Άκουσαν την πατρίδα
που μέσα μου αλυχτούσε;
(Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή.)
Πάντως το ρύγχος τους ακούμπησαν στα πόδια μου.
Μύρισαν κάθε ίχνος που περπάτησα,
υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους.
Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση
(η κορωνίδα των αισθήσεων).
Η γεύση, ναι.
Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.
Δεν την αντέχουν.
Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα
της πικρής φυλής μου.
4. [ 4 ]
ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ
Αρχικά τους γονείς του είχε φάει
τις επιθυμίες τους αμέσως μετά.
Χειμερία σιωπή ακολούθησε
(στη σπηλιά δεν πεινάει).
Ήρθε η όρεξη τρώγοντας πάλι
τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, τ’ αυτιά
τ α κ ρ ο δ ά χ τ υ λ α
(το κυνήγι εξαντλεί).
Συνεχίζει καταπίνοντας λαίμαργα
τα βάθη, τα πλάτη, τα ύψη, τα μη
τ α σ ώ μ α τ α
(πατρίδα και μήτρα αχώνευτα).
Με τα ρούχα του τρώγεται τώρα
τον αιμάτινο του Νέσσου χιτώνα
της Σαλώμης τα σάρκινα πέπλα
(με τις πλύσεις στενεύουν τα ρούχα).
Να φαγωθεί να τελειώνει ο ζόφος.
Ένα φίδι που βγάζει το δέρμα του.
Ένα φίδι που τρώει την ουρά του.
5. [ 5 ]
ΠΕΤΑΝΕ Τ’ ΑΛΟΓΑ
Ήταν στην παραλία των αλόγων.
Το χαλινάρι κράτησα γερά και
μπήκαμε στη θάλασσα δεμένοι.
Άφησα τ’ άλογο να πάρει το δικό του
μα εκείνο μ’ ακολούθησε πιστά.
Έτσι γεννήθηκε το μυστικό μας.
Ελεύθεροι μες στη δικιά μας φυλακή
κι ας ήταν σκουριασμένα τα καρφιά
στα πέταλα, λυμένοι κόμποι στο καπίστρι.
Μαζί καλπάζοντας μες στο αλμυρό νερό
γράφαμε κύκλους στον τροχό της ιστορίας
μνήμη των δρόμων ιπποδύναμη, λαχτάρα.
Πόδια σπασμένα απ’ τον αγώνα, μα φτερά
σε πλάτες δυνατές που γνώρισαν μαστίγιο
και πως πετάνε τ’ άλογα όταν γεράσουν.
6. [ 6 ]
ΑΔΕΣΠΟΤΗ ΓΑΤΑ
Στην Προβηγκία ραστώνη του θέρους
κι είναι μια γάτα γκρίζα που φτάνει
όταν ο Λουκ τρυφερά την καλεί «Grijske»
κι εκείνη ανέμελη, όμως ακούει,
γουργουρίζει, το σώμα τεντώνει.
Τότε σκέφτομαι
τη δικιά μου, τη Μήδεια,
που όνομα ασήκωτο
της έχω ρίξει στην πλάτη.
Θα μπορούσα κι εγώ
να τη λέω «Ασπρούλα»
ή έστω «Λευκή».
Όμως πώς;
Ασυγχώρητη πλέον αυτή
τα δικά της γατιά έχει φάει!
Βλέπω πάλι
τα νύχια της Grijske
τα νύχια της Μήδειας
τα μύχια της λέξης
τα μύχια της νύχτας.
Μια νύχτα λευκή σε Ακτή Κυανή
μια γάτα ναζιάρα «Γκριζούλα».