3. ΚΑΤΑΙΓΊΔΑ ΣΤΟ ΛΈΚΟΥ
ΚΑΤΑΙΓΊΔΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΆ
Είμαι κουρνιασμένη σε μια γωνιά της καλύβας του Άτο. Έξω
μαίνεται η βροχή, ένας δυνατός αέρας κάνει τα πάντα γύρω
μου να σείονται και να τρίζουν. Δεν βλέπω πολλά: τη μάνα, ένα
μωρό κουκουλωμένο και τους συνεπιβάτες μου. Κάτω πατημένο
χώμα, τάβλες και στρωσίδια για κρεβάτια, μια μικρή αιώρα για
το βρέφος. Μπροστά μου, στη μέση της καλύβας, μέσα σ’ έναν
κύκλο από πέτρες, η φλόγα της πυροστιάς δημιουργεί ένα στε-
φάνι από φως και σκορπίζει λίγη ζεστασιά.
Δίπλα μου κάθονται οκλαδόν οι τέσσερις συνταξιδιώτες
μου. Ο όγκος των σωμάτων τους ένα κουβάρι από υπνόσα-
κους, τα πρόσωπά τους μόλις που διακρίνονται στο αχνό φως,
χλωμά από την κούραση και την τρομάρα. Κουλουριασμένη
δίπλα τους, κατάχαμα, αισθάνομαι μια κούραση σε όλα μου τα
μέλη, πρωτόγνωρη, να με διαλύει ως το μεδούλι.
Μετά από λίγο μπαίνει ξανά στην καλύβα και ο μικροκα-
μωμένος βοσκός και αναπάντεχος σωτήρας μας, ο Άτο. Φοράει
ακόμη το μάλλινο σκουφί του στο κεφάλι, και μόνο μερικές
τούφες από τα μαύρα σγουρά μαλλιά του ξεφεύγουν από αυτό.
Η ματιά του πηγαινοέρχεται μια στον έναν μια στον άλλον
4. 4 ΘΆΛΕΙΑ ΜΑΚΡΊΔΟΥ-ΤΣΙΆΒΟΥ
από εμάς, τους παράξενους ταξιδιώτες. Είναι δεν είναι δέκα
χρονών, έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον, γρήγορος και αεικί-
νητος. Λέει λίγες λέξεις στη μάνα του και μας προσφέρει από
ένα κύπελλο ζεστό γάλα από τη χύτρα πάνω στη φωτιά, έπειτα
στρώνει μερικά δέρματα κάτω κάνοντάς μας νοήματα πως
είναι για μας.
Λίγο πιο πέρα, η μάνα του νανουρίζει στην αγκαλιά το
μωρό που μόλις έχει ταΐσει. Πρόλαβα να τη δω να σκεπάζει βια-
στικά το στήθος καθώς φτάναμε στην καλύβα. Την είχαμε αιφ-
νιδιάσει, παρ’ όλες τις φωνές του Άτο πριν μπούμε μαζί του.
Τώρα, μετά από τους πρώτους αμήχανους χαιρετισμούς και τις
ευχαριστίες –ιντεμναμεσατσού, αμεσεγκιναλού– που καταφέ-
ραμε να αρθρώσουμε, μας περιεργάζεται κάτω από τη μαντίλα
της κουνώντας ταυτόχρονα το βρέφος που κρατάει στα γόνατα
και μιλώντας με τον γιο της. Μια πολύχρωμη μάλλινη κουβέρτα
τη σκεπάζει πλέον ολόκληρη.
Η βροχή χτυπάει πια αλύπητα την αχυρένια στέγη, ο κρύος
αέρας μπαίνει ακάλεστος από παντού σε απανωτές ριπές. Τον
νιώθω να με διαπερνά και κάθε κύτταρό μου ριγεί. Πώς θα
περάσει αυτή η νύχτα;
Το αγόρι, ο Άτο, μας είχε βρει να στεκόμαστε ανήμποροι,
χαμένοι, δίπλα στο τζιπ που ήταν γερμένο στην άκρη του δρό-
μου, με τις ρόδες να γυρνάνε στο κενό.
Είχαμε ξεκινήσει αργοπορημένοι από τον σταθμό τροφο-
δοσίας έξω από την πόλη. Περιμέναμε από αξημέρωτα να φτά-
σει το φορτηγό από το Τζιμπουτί. Όταν επιτέλους ήρθε, και
μέχρι να φορτώσουμε επάνω ό,τι χωρούσε από τα είδη πρώ-
της ανάγκης και ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού για τον πρό-
χειρο καταυλισμό–νοσοκομείο στο Λέκου, ο ήλιος ήταν ήδη
ψηλά. Είδα τον Άλεξ, τον αρχηγό αυτής της μικρής αποστολής
από εθελοντές, να σκουπίζει βιαστικά το μέτωπό του, να ρίχνει
μια ακόμα ματιά στα λάστιχα του τζιπ –που είχε γνωρίσει και
καλύτερες μέρες– ενώ μας έκανε νόημα να επιβιβαστούμε. Δεν
5. 5
ΤΑΞΊΔΙΑ ΣΕ ΑΧΑΡΤΟΓΡΆΦΗΤΑ ΝΕΡΆ
είχαμε επιλογή, έπρεπε να είμαστε σήμερα στον πρώτο μας
σταθμό της διαδρομής, πριν μας βρει η νύχτα.
Ο Άλεξ οδηγούσε σιωπηλός. Προσπαθούσε να ακολουθεί
τον δρόμο και τις ατελείωτες στροφές του, αλλά βιαζόταν κιό-
λας να φτάσουμε στον πρώτο καταυλισμό και στάση μας στο
ταξίδι για το Λέκου. Είχαμε τρεις μέρες δρόμο αν όλα πήγαι-
ναν καλά. Δίπλα του, συνοδηγός, η Μύριαμ. Αυτοί οι δύο ήταν
Γερμανοί, έμπειροι, είχαν δουλέψει σε πολλά μέρη του κόσμου.
«Επαγγελματίες Σαμαρείτες» τους αποκαλούσα εγώ από μέσα
μου. Τώρα βρίσκονταν εδώ με μια διεθνή ΜΚΟ με εμπειρία
στον χειρισμό κρίσιμων καταστάσεων. Στο πίσω κάθισμα ήμα-
σταν ριγμένοι οι υπόλοιποι τρεις. Η Κατρίνα από Σουηδία, με
ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γαλανά μάτια, φρέσκια ψυχολόγος
από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ο Μάρκο, ο ψηλόλιγνος
νεαρός αγρονόμος από την Πάδοβα, και εγώ. Ήμουν η μεγα-
λύτερη από όλους, αλλά ήμασταν απλοί εθελοντές και οι τρεις
μας, άμαθοι, παιδιά μιας άλλης γης.
Δεν μιλούσαμε στον δρόμο. Μετά τις πρώτες κουβέντες για
τη διαδρομή, τους χρόνους και τις στάσεις, είχε πέσει σιωπή.
Η Κατρίνα είχε διπλώσει τα πόδια κάτω από το σαγόνι της,
είχε φορέσει τα ακουστικά της και είχε μισοκλείσει τα μάτια.
Ο Μάρκο προσπαθούσε να βολευτεί ανάμεσά μας κοιτώντας
συνέχεια γύρω του και μπροστά, κάνοντας κατά διαστήματα
σχόλια για τον δρόμο. Τον ένιωθα ανήσυχο, άλλαζε συνέχεια
θέση και το μπλουζάκι του είχε μουσκέψει στις μασχάλες,
παρά την ψύχρα που γινόταν ολοένα και πιο αισθητή όσο περ-
νούσε η ώρα.
Δεν κοιτούσα πια το ρολόι μου. Για ένα διάστημα ακουγό-
ταν μόνο ο βόμβος της μηχανής και το τρίξιμο που έκαναν οι
ρόδες και το σασί. Μπροστά, η Μύριαμ μουρμούριζε αραιά και
πού κάτι στον Άλεξ, κρατώντας τον χάρτη της διαδρομής στην
ποδιά της.
Η φύση γύρω μας σιωπηλή, και μόνο εμείς στον κόσμο.
6. 6 ΘΆΛΕΙΑ ΜΑΚΡΊΔΟΥ-ΤΣΙΆΒΟΥ
Εμείς, οι πέντε ταξιδιώτες, τα δέντρα που μας ακολουθούσαν
σαν ατέρμονο κομβόι, και ο όγκος του βουνού μόνιμος συνο-
δοιπόρος. Δέντρα, πέτρες και βράχια, κοίτες ξεραμένων χει-
μάρρων, όργωναν το έδαφος και ανάγκαζαν σε διαρκή επαγρύ-
πνηση τον οδηγό. Τα σκαμπανεβάσματα ατελείωτα. Το σασί
βογκούσε συνέχεια. Δεν ξέρω τι με τρέλαινε περισσότερο: οι
αλλεπάλληλες στροφές του δρόμου, του χαραγμένου από τα
κοπάδια των ζώων, ή το ανατριχιαστικό τρίξιμο του αυτοκινή-
του. Η κούραση και η ζάλη με βύθιζαν σιγά σιγά σε λήθαργο.
Πίσω από τα κλειστά βλέφαρά μου περνούσαν ξανά και
ξανά οι τελευταίες σκηνές στην Αντίς Αμπέμπα, πριν την ανα-
χώρησή μου. Ένας Νικηφόρος αγνώριστος, θυμωμένος, να μου
φωνάζει: «Πού πας; Έχεις καταλάβει πού πας; Δεν έχεις ιδέα τι
γίνεται εκεί κάτω, τι θα αντικρίσεις. Πώς θα τα βγάλεις πέρα;
Τι έχεις να προσφέρεις σ’ αυτούς τους ανθρώπους εσύ; Πας
ξυπόλυτη στ’ αγκάθια, το καταλαβαίνεις;» Είχαμε ξενυχτή-
σει συζητώντας τα ίδια πράγματα. Ακόμα και τον γιο μας επι-
στράτευσε. Μου τηλεφώνησε το παιδί μες στη νύχτα, ανήσυχο,
θορυβημένο, προσπαθώντας να με αποτρέψει. Εκείνος όμως
τώρα ήταν μακριά και μένα κάτι μ’ έσπρωχνε, είχα πεισμώσει.
Αλήθεια, πού πήγαινα;
Ένα γερό τράνταγμα κι ένας τρομακτικός θόρυβος με έβγα-
λαν από τον λήθαργο. Αμέσως αισθάνθηκα το αυτοκίνητο να
γέρνει. Κοίταξα έξω, οι δύο ρόδες γύριζαν στον αέρα, στο σκο-
τάδι. Πετάχτηκα, άνοιξα την πόρτα ενώ το τζιπ ακόμη τραντα-
ζόταν. Δεν πρόλαβα να πατήσω στο έδαφος και ο Μάρκο έπεσε
πλάι μου, το βάρος του με έριξε κάτω. Η Κατρίνα σύρθηκε
προς την πόρτα και μετά πήδηξε κι αυτή, πέφτοντας πάνω μας.
Παραζαλισμένη, με πόδια και χέρια που πονούσαν, ένα κου-
βάρι, προσπάθησα να σηκωθώ, να αποδεσμευτώ από την πίεση
των άλλων κορμιών δίπλα μου.
«Μαντόνα μία», «χελπ», «χελπ» ακούγονταν λαχανια-
σμένα οι φωνές των συνοδοιπόρων μου καθώς ξεδιπλωνόμα-