3. Ο ΑΝΤΏΝΗΣ ΚΑΙ Η ΒΆΝΙΑ
Επρόκειτο να δώσει πανελλήνιες. Μα σε αντίθεση με όλους
τους συμμαθητές του, δεν είχε άγχος. Πίστευε πως η επι-
τυχία ή η αποτυχία του στις πανελλήνιες δεν θα καθόριζαν το
μέλλον του, το μέλλον του βρισκόταν μάλλον κάπου αλλού.
Στη γενική μόρφωση, στην καλλιέργεια, σε πράγματα διαφο-
ρετικά από τα τυπικά, δεν ήξερε ακόμη. Δύσκολα θα κατά-
φερνε να γίνει ένας κανονικός επαγγελματίας, ένας τυπι-
κός επιστήμονας. Δεν ήταν πως ο Αντώνης δεν διάβαζε για
τις πανελλήνιες. Διάβαζε αρκετά, όχι πολύ. Του έμενε κατά
συνέπεια αρκετός ελεύθερος χρόνος, όπως πάντα, ήδη από το
δημοτικό. Διάβαζε τα μαθήματα, τα μάθαινε και μετά ασχο-
λούνταν με άλλα, πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
Το καλοκαίρι που διάβαζε για να μπει στην ιατρική ήταν
εξαντλητικά καυτό. Πολύ κουραστικό κι ανυπόφορο για τους
ταλαίπωρους έφηβους υποψηφίους. Η θερμοκρασία δεν έπε-
φτε καθόλου ούτε έβρεχε ποτέ. Τις νύχτες που είχε πολλή
ζέστη, ανέβαινε να κοιμηθεί στην ταράτσα του σπιτιού τους
για να δροσίζεται, πάνω σε ένα στρώμα που είχαν εγκαταστή-
σει εκεί. Στο απέναντι ρετιρέ, έμενε μια εύπορη οικογένεια.
Είχαν μια νεαρή, ωραία κόρη με μαύρα, μακριά μαλλιά, που
πηγαινοερχόταν αδιάκοπα.
Ο Αντώνης διάβαζε κάτω από το κίτρινο φως της ταράτσας.
4. 4 ΘΌΔΩΡΟΣ ΣΟΎΜΑΣ
Όταν ένιωθε κουρασμένος, έκλεινε το φως και ξάπλωνε ανά-
σκελα στο στρώμα. Κοίταζε εντυπωσιασμένος τον απέραντο
έναστρο ουρανό, τα χιλιάδες μικρά φωτεινά αστέρια από πάνω
του, σκεφτόταν πως καθώς η Γη γύριζε, κάτι σαν φυγόκεντρος
δύναμη της περιστροφής της θα μπορούσε να τον εξακοντίσει
έως τα άστρα. Χαμένος στις μακρινές εικόνες των πλανητών και
του απείρου, νύσταζε και τον έπαιρνε ο ύπνος, μαγεμένο, χωρίς
να το καταλάβει, σκεπτόμενος την ωραία γειτονοπούλα.
Από το απόγευμα κι ύστερα, όταν δεν έβγαινε έξω με
κάποιον φίλο, ανέβαινε στην ταράτσα του σπιτιού, όπου
φυσούσε δροσερό αεράκι, μαζί με τα φροντιστηριακά βιβλία
του για την εξεταστέα ύλη. Παραδίπλα όμως κουβάλαγε και
μερικά άλλα βιβλία, περί κλασικής φιλοσοφίας, που κανείς
δεν ήξερε πώς είχαν βρεθεί στα χέρια του. Ήταν ένα χόμπι
του. Είχε περάσει σε αυτά μετά την υπαρξιστική λογοτεχνία
του Καμύ και του Σαρτρ. Κατόπιν είχε αρχίσει να διαβάζει
όλους τους σημαντικούς Ευρωπαίους φιλόσοφους σε αλφα-
βητική σειρά. Από το σπίτι της θείας του, της καθηγήτριας,
παραδίπλα στον ίδιο δρόμο, έπαιρνε κάθε τόσο κάτι πελώρι-
ους τόμους μιας εγκυκλοπαίδειας, για τους φιλοσόφους και
τους ανέβαζε με δυσκολία στο δωμάτιό του στον πρώτο όροφο
και το απόγευμα στην ταράτσα για να τους μελετήσει. Τους
διάβαζε εκεί μαζί με τα δικά του σχολικά βιβλία. Ο γερο-χη-
μικός πατέρας του τον κοίταζε με δυσπιστία και κούναγε με
αμφιβολία του κεφάλι του αργά, πάνω κάτω.
«Θα χαλάσεις τα μάτια σου με τόσο διάβασμα. Δεν σου
φτάνει το διάβασμα για τις εισαγωγικές εξετάσεις, προσθέτεις
κι άλλα βιβλία; Τι είναι αυτοί οι ογκώδεις τόμοι που κουβαλάς
από της αδελφής μου στην ταράτσα; Μην μου πεις πως δεν
είναι εξωσχολικές αναγνώσεις; Νομίζεις πως μπήκα στη Φυσι-
κομαθηματική σχολή χάρη στα εξωσχολικά διαβάσματα; Δεν
προσφέρουν τίποτα! Στο λέω κατηγορηματικά!»
Ο Αντώνης μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του κάτι σαν
5. 5
ΠΑΡΆΛΟΓΟΙ ΣΥΝΉΘΕΙΣ ΠΌΘΟΙ
εγώ θα κάνω ό,τι θέλω, θα κάνω πάντοτε ό,τι θέλω εγώ, δεν
με έχετε ακόμη καταλάβει καλά! Προσέξτε χαρτογιακάδες, γιατί
εγώ έχω μεγάλα αρχίδια και θα αντεπιτεθώ κάποια στιγμή!
Τότε θα δείτε πώς γαμάνε μαζί η Φιλαδέλφεια, η Τρίπολη και
η ΑΕΚ, ο Οδυσσέας κι ο Κολοκοτρώνης! (Ήταν τα ελληνικά
πρότυπά του από το δημοτικό για την πονηριά και το θάρρος
τους). Μουρμούριζε και μούγκριζε λίγο. Κάθε σαράντα-πενή-
ντα λέξεις, έλεγε κι ένα εγώ.
Ο πατέρας του ήταν επίμονος, πιεστικός και ζόρικος, μα
ζόρικος και πεισματάρης ήταν κι ο ίδιος, μάλλον περισσότερο.
Στην εφηβεία, χάρη στα εξωσχολικά διαβάσματα, τις μουσικές
ροκ και νέου κύματος, τις καλλιτεχνικές ταινίες που έβλεπε
από τα δεκατέσσερα, έκανε την εφηβική επανάστασή του και
μάλιστα, επέβαλε τις κατακτήσεις της στον πατέρα του που
τον σεβόταν και τον φοβόταν όλη η συνοικία.
Στην ταράτσα όμως δεν διάβαζε απλά βιολογία, χημεία,
φυσική και φιλοσοφία. Κάθε τόσο ανασήκωνε το βλέμμα του
από τα απλωμένα στο τραπεζάκι βιβλία προς το τεράστιο μπαλ-
κόνι του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας που βρισκόταν λοξά,
απέναντι, στα δεξιά του. Εκεί πηγαινοερχόταν το όμορφο και
λυγερό, δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Η γειτονοπούλα, Βάνια, έτσι
την φώναζαν. Ήταν ψηλή και λεπτή και ήξερε να κινείται με
ευλυγισία, σαν οπτασία. Την έβλεπε από μακριά κάθε μέρα για
δύο μήνες. Φυσικά τον είχε παρατηρήσει που την κοιτούσε και
του έριχνε κι αυτή πολλές κλεφτές ματιές.
Δεδομένου των συνθηκών επρόκειτο για ένα πολύ διακρι-
τικό φλερτ μέσω βλεμμάτων. Το ότι αυτός ήταν μεγαλύτερός
της και διάβαζε για τις πανελλήνιες ήταν γνωστό στη γειτονιά
και θα έπαιζε τον ρόλο του στο μυαλό της Βάνιας, σκεφτόταν
ο Αντώνης. Μετακόμισε το τραπεζάκι του στη δεξιά μεριά της
ταράτσας για να είναι πιο κοντά στο μπαλκόνι της, το οποίο
πάλι όμως βρισκόταν σχετικά μακριά και πλάγια. Ενώ συνή-
θως τις νύχτες γύρναγε έξω, στα ζαχαροπλαστεία, στους δρό-
6. 6 ΘΌΔΩΡΟΣ ΣΟΎΜΑΣ
μους της συνοικίας και στις καφετέριες με τους φίλους του
για να ξεκουραστούν από την ημερήσια μελέτη, τον τελευταίο
μήνα άλλαξε τις συνήθειές του. Περίμενε μέχρι τις 12 που η
Βάνια έβγαινε για τελευταία φορά στο μπαλκόνι. Τότε ο Αντώ-
νης άρχιζε τη γυμναστική του, φορώντας στο λεπτοκαμωμένο
σώμα του μόνο το σορτσάκι και τα αθλητικά του. Κορδωνό-
ταν κι έκανε δυνατές κι αποφασιστικές αθλητικές κινήσεις. Η
Βάνια τον κοίταζε ή σωστότερα αντάλλασσαν θερμές ματιές
κι έπειτα, έμπαινε από τη δική της μπαλκονόπορτα στο δωμά-
τιό της. Κατέβαζε τα ρολά κι άναβε το φως του δωματίου της.
Πέντε ή δέκα λεπτά αργότερα, το έκλεινε και προφανώς έπε-
φτε για ύπνο. Τέλος της παράστασης.
Απέναντι στην πολυκατοικία της οικογένειας της Βάνιας –
ο πατέρας της ήταν εργολάβος – βρισκόταν η οικοδομή μιας
άλλης πολυκατοικίας που ήταν ακόμη γιαπί, χωρίς τούβλα.
Ανάμεσα στην οικοδομή και το διώροφο σπίτι του χημικού,
στην ίδια μεριά του πεζοδρομίου, μεσολαβούσε μια μονοκα-
τοικία. Όλα τα σπίτια χωρίζονταν με ψηλές, χτιστές μάντρες.
Μερικές φορές, από το απόγευμα κι έπειτα, ο Αντώνης παρα-
τηρούσε, σκύβοντας λίγο, την είσοδο της πολυκατοικίας της
Βάνιας, μην τυχόν βγει για καμιά βόλτα. Έκανε τις εξόδους
της με τον σχεδόν συνομήλικο αδελφό της. Ο Αντώνης φόραγε
γρήγορα μια μπλούζα και κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλοπάτια
του σπιτιού τους. Ακολουθούσε από μακριά τα δύο αδέλφια
με την ελπίδα πως κάπου θα χώριζαν για να πλευρίσει το κορί-
τσι και να της απευθύνει τον λόγο. Μα αυτοί πήγαιναν παντού
μαζί, στις μεγάλες πλατείες, στο άλσος του δήμου για βόλτα
και στις καφετέριες. Δεν μπόρεσε να την ξεμοναχιάσει που-
θενά και ποτέ, την θεωρούσαν μικρή και την πρόσεχαν.
Ένα βράδυ, κατά τις οκτώμισι, ο Αντώνης είδε τη Βάνια
να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας της μαζί με την
παχουλή γιαγιά της. Φόρεσε γρήγορα μια μπλούζα, άρπαξε και
το πορτοφόλι του και κατέβηκε σαν αστραπή την εσωτερική