20. πρόποση = σύντομος λόγος σε γιορτές, σε συνεστιάσεις κτλ., στο τέλος του
οποίου αυτός που τον εκφωνεί σηκώνει ένα ποτήρι και προτρέπει να πιουν
όλοι μαζί προς τιμή κάποιου προσώπου ή γεγονότος
• Σηκωθήκαμε όρθιοι, για να κάνουμε πρόποση προς τιμή των
νεόνυμφων
• Σηκώσαμε τα ποτήρια και κάναμε πρόποση στην υγειά μας
Κατάποση = η ενέργεια του καταπίνω, το σύνολο των εκούσιων και αντανακλαστικών
κινήσεων με τις οποίες μεταφέρεται κτ., στερεό ή υγρό, από τη στοματική κοιλότητα στο
στομάχι, διά μέσου του οισοφάγου.
• Ο ερεθισμός του λάρυγγα προξενεί δυσχέρεια στην κατάποση της
τροφής.
• Tο παιδί έπαθε δηλητηρίαση από κατάποση τοξικών ουσιών.
• H καλή μάσηση διευκολύνει την κατάποση
21. συμπόσιο = (α) στην αρχαία Ελλάδα, συνεστίαση με οινοποσία που συνοδευόταν από
τραγούδια, χορό και συζήτηση.
(β) ιδιαίτερα πλούσιο γεύμα ή δείπνο με πολλούς συνδαιτυμόνες, που γίνεται με την
ευκαιρία κάποιου ευχάριστου γεγονότος.
(γ) άτυπη συνάντηση επιστημόνων ή άλλων ειδικών, κατά την οποία γίνονται επιστημονικές
ανακοινώσεις και ακολουθεί η σχετική συζήτηση· (πρβ. Συνέδριο)
• Tο Συμπόσιο του Πλάτωνα είναι έργο του Πλάτωνα που
αναφέρεται σε διαλόγους κατά τη διάρκεια συμποσίων.
• Μετά το γάμο ακολούθησε συμπόσιο
• Οι αρχαίοι Έλληνες συζητούσαν διάφορα φιλοσοφικά
ζητήματα στα συμπόσιά τους
• Η ανακοίνωση του στο διεθνές επιστημονικό συμπόσιο
με θέμα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία ήταν πολύ
ενδιαφέρουσα
22. ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ
1. αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη
ποτά,
σε συναναστροφή, μαζί με άλλους.
4. κατανάλωση μεγάλης ποσότητας κρασιού από ένα
άτομο
6. κατάλληλος να τον πιεις
7. η υποχώρηση του νερού της θάλασσας κατά την
παλίρροια
8. η ενέργεια του καταπίνω
11. η ενέργεια του πίνω
12. αυτός που καταναλίσκει συχνά και σε μεγάλες
ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά.
13. ρίχνω νερό σε φυτά
14. η συνεστίαση
ΚΑΘΕΤΑ
2. η πόση νερού
3. η απαγόρευση παραγωγής, πώλησης και
κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών
5. το ποτό
6. σύντομος λόγος σε γιορτές, σε συνεστιάσεις κτλ., στο
τέλος του οποίου αυτός που τον εκφωνεί σηκώνει
ένα ποτήρι και προτρέπει να πιουν όλοι μαζί προς
τιμή κάποιου προσώπου ή γεγονότος:
9. πίνω στην υγεία κάποιου
10. οινοπνευματώδες ποτό με γλυκιά γεύση και άρωμα
φρούτων, ανθέων κτλ.
12. επιχειρηματίας ή εργαζόμενος στον κλάδο της
ποτοποιίας