3. ΆΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΌΡΤΑ!
Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.
Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Ζωή Καρέλλη, «Η Άνθρωπος»
Ανοιξε την πόρτα! Γρήγορα! Να σωθείς! Τρέχεις, ανοίγεις
την πόρτα του διαμερίσματος. Τη χτυπάς πίσω σου. Ο ήχος
εκτοξεύεται στο ταβάνι του έκτου και πέφτει βαρύς στην είσοδο.
Κομματιάζεται στα μάρμαρα και πιτσιλάει τους τοίχους.
Ορμάς στη σκάλα με τη βαλίτσα, το άλλο χέρι κρατάει
ισορροπία. Τα πόδια δουλεύουν τρελά. Δεν περιμένεις ασαν-
σέρ. Μέχρι να έρθει, μπορεί να σε προλάβει αυτός, ή κάποια
δεύτερη σκέψη.
Δεν το πιστεύεις, αλλά ναι, φεύγεις. Το κλιμακοστάσιο
είναι στενό και σκοτεινό. Παραπατάς, κοπανιέσαι στους τοί-
χους. Ακούς τα πόδια σου να χτυπούν ένα ένα τα σκαλοπά-
4. 4 ΣΎΛΒΑ ΓΆΛΒΑ
τια, να τα ακυρώνουν, να κερδίζουν βήματα μέχρι την πόρτα.
Γλιστράς στο υγρό πηγάδι. Ανάσα δεν παίρνεις. Είσαι ακόμα
κλεισμένη στη δύσοσμη κύστη του εφιάλτη. Αυτή η πρησμένη
φούσκα είναι έτοιμη να σπάσει. Ακόμα λίγο και θα χυθεί το
πύον στα σκαλοπάτια.
Κατεβαίνεις ακόμα. Το αίμα σου χτυπάει σφυριές στα
μηνίγγια. Ένας λεκές τσιρίζει στον λαιμό σου. Είναι η μυρωδιά
του κολλημένη πάνω σου – μια φτυσιά. Την τρίβεις με δύναμη
για να σωπάσει.
Φτάνεις στον πρώτο. Ένας όροφος έμεινε. Τότε μόνο το
συνειδητοποιείς: οι ήχοι έρχονται από κάπου μακριά. Βρί-
σκονται όλοι έξω από ένα κουτί. Εκεί μέσα είναι κλεισμένο
το κεφάλι σου. Δεν ακούς καλά! Από τα χαστούκια... Πόσα
ήταν; Αμέτρητα. Κοίταζες να γλιτώσεις. Στο αριστερό σου
αυτί αρχίζει να δουλεύει με το τρυπάνι του ένας πόνος.
Γιατί στο αριστερό αυτί; Γιατί είναι δεξιόχειρας. Βλέπεις τα
φυτά στην είσοδο. Τσούζει… Σκεπάζεις με τα δάχτυλα το
μάγουλο. Σαν χάδι ή σαν γάζα. Έφτασες. Ανοίγεις την πόρτα.
Σώθηκες…
Άνοιξη είναι. Γυρίζεις δεξιά, αριστερά. Περαστικοί, σκυ-
λιά, ανοιχτά παράθυρα. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω
σου. Ακόμα κι αν κανένας δεν σε βλέπει… Πρέπει να φύγεις
από εκεί! Αλλά πρώτα, συμμαζέψου λίγο! Φαίνεσαι σαν γάτα
μετά από καβγά…
Μένεις ακίνητη στο πεζοδρόμιο, με τη βαλίτσα στο ένα
χέρι. Το άλλο, το υπερκινητικό, κρύβει ό,τι πονάει και σκου-
πίζει ό,τι στάζει. Κάπου να κρυφτείς – μόνο αυτό θέλεις. Σκέ-
ψου, σκέψου! Σαν γιατρός στα επείγοντα, η αδρεναλίνη σώζει
την κατάσταση. Το μυαλό σου, μούσκεμα στον ιδρώτα, ψάχνει
στα ντουλάπια του και βρίσκει την πληροφορία. Ένα καταφύ-
γιο υπάρχει μόνο: το σπίτι της αδερφής σου.
Περπάτα τώρα κανονικά! Μην τρέχεις σαν το ζώο στη
φωτιά! Κοίτα τους άλλους… Συγκεντρώσου σ’ αυτόν που βλέ-
5. 5
ΘΕΑΤΈΣ ΚΑΙ ΔΡΆΣΤΕΣ
πεις απέναντι, αυτόν με τις σακούλες που πλησιάζει: γάλα, μια
εξάδα νερά, ψωμί του τοστ. Σε κοιτάζει. Και λοιπόν; Βαλίτσα
κουβαλάς. Πες ότι πας ταξίδι. Σαν ακανόνιστοι σφυγμοί ακού-
γονται τα βήματά σου. Βάλ’ τα στη σειρά! Αυτό ήταν, τελεί-
ωσε… Τι ώρα να είναι, άραγε;
Μπαίνεις στο φαρμακείο. Το ψέμα που φόρεσες είναι
πρόχειρο, αλλά σε σκεπάζει. Τους ξέρεις από χρόνια, τη φαρ-
μακοποιό και τους δυο βοηθούς. Σίγουρα είσαι «υπεράνω
υποψίας». Κι όμως, νομίζεις ότι φωσφορίζεις εκεί μέσα…
Αρχίζεις να φοβάσαι μήπως ξεκολλήσει στην άκρη το παρα-
μυθάκι σου. Ανήκεις πια στη μυστική ομάδα των θυμά-
των, στη σέχτα της ντροπής. Μόνη «κανονική» εσύ, μαζί
με τσιγγάνες, εξαρτημένες, πάμφτωχες γυναίκες. Πολύ γρή-
γορα θ’ ανακαλύψεις πως αυτά «συμβαίνουν και στις καλύ-
τερες οικογένειες». Θα υποψιαστείς το παγόβουνο από την
κορυφή, όπου έχεις σκαρφαλώσει.
Κοιτάς συνέχεια κάτω. Τα μάτια σου είναι κολλημένα
στα παπούτσια που μπαίνουν στο φαρμακείο. Στέκονται, δια-
λέγουν, προχωρούν στο ταμείο. Μακάρι να μίκραινες, ή του-
λάχιστον ν’ άλλαζες ρούχα. Είναι κολλημένα πάνω σου, μού-
σκεμα στην ντροπή. Τα χέρια, η πλάτη σου κρέμονται σωρια-
σμένα στην καρέκλα του φαρμακείου – εκείνη που έχουν για
να μετρούν την πίεση. Πιάνεις κάτι ματιές της μικρής βοη-
θού… Κουβέντα εσύ. Λίγο αίμα στάζει ακόμα στο μπλουζάκι.
Κλείνεις τα μάτια. Τα ανοίγεις πάλι, όταν έρχονται δυο χέρια.
Φτερουγίζουν από πάνω σου. Φέρνουν απολυμαντικό για τις
γρατζουνιές, μια παγοκύστη για το φρύδι. Νιώθεις να κάθεται
δίπλα σου μια σκέψη ήσυχη, με την τσάντα της.
«Φτηνά τη γλίτωσες. Σκέψου πόσες καταλήγουν στα επεί-
γοντα. Πάλι καλά να λες».
Πρώτα θυμάσαι τα μάτια του. Στενεμένα απ’τον θυμό, δυο
6. 6 ΣΎΛΒΑ ΓΆΛΒΑ
σχισμές φοβερές πάνω από το κεφάλι σου. Το στόμα του μισά-
νοιχτο, με στενή γλώσσα, σαν του φιδιού. Όλα τα παλιά του
λόγια, γλυκά και ερωτευμένα, καταδικασμένα σε ισόβια. Εξό-
ριστα σ’ ένα ξερονήσι, απ’ όπου δεν θα γύριζαν ποτέ. Το θηρίο
είχε ξυπνήσει πάλι. Βρισίδια πυρακτωμένα εκτόξευε πάνω
σου, οι φλέβες τέντωναν στον λαιμό, το δέρμα γυάλιζε, κατα-
κόκκινο και λιπαρό. Ένας δράκος, πρόλαβες να σκεφτείς, πριν
αρχίσει.
Ένα χαστούκι σε τράνταξε από αριστερά!Δεν το περίμενες.
Ποτέ δεν ήσουν έτοιμη για πόλεμο, ούτε και τώρα. Τα γυαλιά
σου πετιούνται στο πάτωμα. Πέφτεις στα γόνατα, τα ψάχνεις.
Άσ’τον να χτυπάει… Πρέπει να τα βρεις! Τα χρειάζεσαι! Ευτυ-
χώς τα πιάνεις πριν τα πατήσει το υψωμένο παπούτσι.
Μια κλοτσιά και μετά άλλη! Δεν προλαβαίνεις να πονέ-
σεις, πρέπει να κρυφτείς, τρέχεις να βγεις απ’ το δωμάτιο. Σε
προλαβαίνει. Στέκεται θεόρατος μπροστά σου. Πώς να χτυπή-
σεις έναν τοίχο; Απλώνει τα χέρια και σου σφίγγει τον λαιμό.
Μένεις χωρίς ανάσα. Για πόσο; Χτυπάς στα τυφλά, παλεύεις
με τον αέρα, κουνάς χέρια πόδια, πρέπει να τον χτυπήσεις για
να ελευθερωθείς, δεν τον πετυχαίνεις. Φόβος στο αίμα, φόβος
στο μυαλό.
Κουράστηκε; Κάποτε σ’ αφήνει. Αρπάζεις μια ανάσα και
τρέχεις να κρυφτείς στην κρεβατοκάμαρα. Κλειδώνεις και
ανοίγεις μια βαλίτσα. Δεν χωρούν μέσα δωδεκάμισι χρόνια…
Κάτι λίγα θα πάρεις. Ρίχνεις μέσα τα απαραίτητα για επιβί-
ωση μακριά του. Φοράς στολή παραλλαγής και φεύγεις. Χωρίς
σημαία, χωρίς τύμπανα και με όλα τα κύτταρα επιστρατευμένα.
Οι επόμενες μέρες, όλες κακάσχημες αδερφές… Κάθε
φορά και πιο κουρασμένη. Λες και ξαναλές την ιστορία. Στην
αδερφή σου, την άγνωστη φωνή της γραμμής για βοήθεια, στον
δικηγόρο και –κάθε βράδυ– στον εαυτό σου. Ξανά και ξανά.
Μήπως και καταλάβεις.