1. Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος (Μέρος Γ΄, στίχοι 1-298)
Μοιάζ’ η Αρετούσα τ’ άρρωστου οπού πολλά τον κρίνει
κάηλα βαρά κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνη
κι όσο του δίνουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει
και πλιά πληθαίνει η δίψα του και πλιά τόνε πειράζει .
και πλιά ο καηµός στα σωθικά τόνε κεντά και ξάφτει
και το ζητά για γιατρικόν, εκείνο τόνε βλάφτει .
όση ώραν έχει το νερό στο στόµα, δρόσος παίρνει
κ’ ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει.
Όση ώρα το Ρωτόκριτον εθώρει η Αρετούσα,
τα σωθικά τση κ’ η καρδιά το δρόσος εγροικούσα . 10
ορέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ’ εδίδα,
εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα .
µα σαν εµίσεψε από κει και πλιό δεν τον εθώρει,
κιαµιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η κόρη
πλιά ξάψε στην αγάπη του, πλιά στη φιλιά του εµπήκε
και πλιά µεγάλη την πληγή στα σωθικά τση εφήκε:
συχνιά εψυγοµαραίνουντο, συχνιά είχε λιγωµάρες,
συχνιά ’χε µες στο λογισµό τα’ αγάπης τσι τροµάρες.
Αµ’ όσην ώραν ήβλεπεν εκείνο που την κρίνει,
οι λογισµοί κ’ οι πόνοι της τση κάναν καλοσύνη, 20
µα σαν τον είχε στερευτή, περίσσα ετυραννάτο
κι όλη εξαναµαλάσσετο κι όλη εξαναγεννάτο.
Επέρνα µέρες σκοτεινές, νύχτες ασβολωµένες,
αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισµένες.
Η µάνα της κι ο κύρης της πόνο πολύ εγροικούσα
κι αλλήλως των ελέγασιν ίντά ’χει η Αρετούσα
κ’ εχάθηκεν ο ύπνος της κ’ εκόπη το φαητό τση,
σαν ποιο να ’ναι το βάρος της και πού ’χει το κακό τση .
καθηµερνό τήνε ρωτούν ίντά ’ν’ κι αδυναµίζει
και το κακό της δε γροικά, γιατρός δεν το γνωρίζει . 30
κ’ εκείνη µε καλή καρδιά και γέλιο απιλογάτο
κ’ ήλεγε πως δεν είν’ κακά, αµή καλά εγροικάτο.
Με πονηριά τα πράµατα ξανάστροφα γυρίζει
και σ’ ίντα στάτο ευρίσκεται κιανείς δεν το γνωρίζει .
τα πάθη της δε γνώθουσι ουδέ τα κουρφά τση ενιώσα
και λεν πως το ’χει φυσικό ν’ αδυναµίση τόσα.
Συχνιά συχνιά τση νένας της ήλεγε τον καηµό της
και τα κουρφά τση εθάρρευγε κι όλο το λογισµό της
κ’ εκείνη µε παρηγοριές πάσκει να την περάση, 41
µήπως και ξελησµονηθλή ο πόθος, σα γεράση
µα εις τούτον οπού λόγιαζεν ήσφαλεν η Φροσύνη,
γιατί όσο επέρναν ο καιρός, αµέτρητος εγίνη.
ΑΡΕΤΗ
Λέγει τση µια από τσι πολλές: «Νένα τον κόσµο χάνω,
γιατί ήβαλα στο λογισµό να πέσω, ν’ αποθάνω,
γη πούρι κι ο Ρωτόκριτος τα πάθη µου ν’ ακούση
και τακτικά τα χείλη µου µιαν ώρα να τα πούσι,
µε γνώση, εις µόδο φρόνιµον, οπού να µη γροικήση
2. πως έχω αγάπης βάσανα, πως έχω πόθου κρίση. 50
Θωρείς µε πώς απόδωκα, πάντα γρινιώ και κλαίγω
κι ό,τι µιλήσω κι ό,τι πώ, πάντα για κείνο λέγω.»
ΠΟΙΗΤΗΣ
Η νένα ωσάν παρηγοριάν είχε ως την ώρα κείνη,
µα ως είδε πώς εφόρµισε στου πόθου την οδύνη
και θέ να καταφρονεθή και θέ ν’ αποκοτήση
του Ρώκριτου µ’ αδιαντροπιά γι’ αγάπες να µιλήση,
ΦΡΟΣΥΝΗ
λέγει τση: «Ίντά ’παθες εδά κ’ ίντα αφορµή είν’ εκείνη
που πλήθυνε τον πόθο σου κ’ έτοιας λογής εγίνη;
Γιατί ’δες το Ρωτόκριτο στ’ άλογο καβαλάρη
κ’ εσείστη κ’ ελυγίστηκε κ’ ήτρεξε το κοντάρι; 60
ίντα µεγάλο θάµασµα εγίνην εις τη χώρα,
αν εκονταροκτύπησε κ’ εκέρδεσε τα δώρα;
Ετούτ’ είναι του ριζικού, δεν είναι αντρειά µεγάλη
κ’ είδαµε πούρι ωσάν κι αυτό κ’ εκάµασι κ’ οι άλλοι.
Είδα σε π’ ανεδάκρυωσες ετότες κ’ έβλεπά σε,
όντε τ’ αλόγου το λαιµόν αγκαλιαστόν επιάσε,
Στην κονταρά που του ’δωκεν εκείνος απ’ τ’ αµάξι
κ’ είδα σε κ’ εφοβήθηκες, κ’ εκείνος να τροµάξη.
Κι αν είχε τρέξει µετ’ αυτό τση Κρήτης το λιοντάρι,
κάτεχε δεν τον ήφηνε τη τζόγια να την πάρη . 70
Μά’χε κ’ εις τούτο ριζικό, κατέχεις το απατή σου
και πούρι από το φόβο σου ήτρεµε το κορµί σου.
Μα θέλω να ’ναι κι όµορφος, να ’ναι και παλληκάρι
για τούτο είν’ άξος µια κερά γυναίκα του να πάρη;
Για δε και καλολόγιασε τούτ’ η δουλειά πώς πάγει .
µη δώσης έτοιου κηπουρού το µήλο να το φάγη
κι άξα δεν είν’ η χέρα του σ’ έτοιο δεντρό ν’ απλώση
δε µοιάζει ν’ αναµουρδωθή στο στόµα του έτοια βρώση .
να µην την πιάση φανερά κι ουδέ να µην την κλέψη,
γιατί, αν τη φάγη, δεν µπορεί ποτέ να τη χωνέψη . 80
ξερνά τη, δεν τη δέχεται, πρι στην κοιλιά του σώση .
πνίγεται, γιατί έτοιος λαιµός δεν είν’ για έτοια βρώση.
Πώς έχω γλώσσα και µιλώ, µάτια κι αναντρανίζω;
Καλέ, πώς δε σηκώνει ο νους και πώς δεν αφορµίζω
εις τ’ άµοιαστα κ’ εις τ’ άφαντα τα µού ’πες, θυγατέρα,
πώς στέκω και δεν ξεψυχώ ετούτη την ηµέρα;
Εσύ ’σαι βασιλιών παιδί και τον λαόν ορίζεις,
µπορείς να παίρνεις τη ζωή και να τήνε χαρίζης .
µα µ’ όλο πού ’χεις την εξά να πάρης τη ζωή µου,
κάτεχε πως σ’ ενέθρεψα στο στήθος σαν παιδί µου 90
κι απ’ τα βυζά µου τη θροφή σού ’διδα µε το γάλα
κ’ ετούτες µου οι αναθροφές µές στην καρδιά σ’ εβάλα .
µεγάλη αγάπη σου βαστώ, παιδί µου και κερά µου,
ογιά το γάλα πού ’φαγες τρεις χρόνους στα βυζά µου.
Πολλές φορές εγρύπνησα για να σ’ αποκοιµίσω
και να σου δώσω το βυζί, συχνιά να σε ταγίσω .
πολλές φορές µ’ εκάµασι τα κοπελίστικά σου
3. κ’ ήπια φαρµάκι και χολές για τα κουτσουνικά σου.
το ’θελες κλάψει και να δω το δάκρυο να προβάλη,
µ’ εύρισκε για το κλάηµα σου παρατροπή µεγάλη . 100
το ’χες σκοντάψει να βαρής, τον πόνο δεν εγροίκας
σαν τον εγροίκου εγώ για σε µε τον καηµό τση πρίκας .
το ’χες ζητήξει του κυρού χάρη να µη σ’ την κάµη,
εχλώµιαινα, εποκρύαινα κ’ ήτρεµα σαν καλάµι.
Εσύ ’σουνε τα µάτια µου, εσύ ήσουνε το φώς µου,
εις κάθε ανάγκη και κακόν εσύ ήσουν ο γιατρός µου.
Ρήγισσας τέκνο εβύζασα, ανάθεµα έτοια κρίση!
Ζώντας µου κι αποθάνοντας κατάρα θέλω αφήσει
ποτέ εις παλάτια βασιλιώ φτωχοί να µη σιµώνου,
γιατί, ά χαρού λίγο καιρόν, ύστερα µετανιώνου. 110
Εγώ γνωρίζω, εγώ θωρώ κ’ εγώ γροικώ ίντα ζάλη
έχου όντε πράσσουν οι µικροί εκεί πού ’ναι µεγάλοι.
Εβύζασα κ’ ενέθρεψα ’νούς ρήγα θυγατέρα
κ’ είχα όλες τες ολπίδες µου σ’εκείνη νύκτα µέρα
κ’ εδά θωρώ στράφτει ουρανός και συννεφιά και βρέχει
και µετά µέναν ο καιρός µεγάλη µάχην έχει
κ’ επέσαν οι ολπίδες µου σαν του δεντρού τα φύλλα,
όντε τα ψύχουν οι χιονιές και κάνουσί τα ξύλα.
Κι ας ήτο µόνον εις εµέ κι ας µε παιδέψη η Τύχη
κ’ εσέ µη βρη ποτέ κακό σκιάς στο µικρό σου νύχι . 120
µα εγώ θωρώ πως οι καιροί πλιά οχθρεύγουν ογιά σένα,
α δε σκολάσης γλήγορα τα µόχεις µιληµένα.
Στο χιόνιν εθεµέλιωσες κι ό,τι κοπιάσης χάνεις,
γιατί φτερά κι όλο βρυγιά στο κτίσιµό σου βάνεις
κι ο ήλιος τα θεµέλια σου λεί τα, γοργό χαλούσι
κι άνεµος τα κτισίµατα φυσά τα και σκορπούσι.
Τούτο το πράµα οπού θωρείς σήµερο πως σ’ αρέσει
Θε να σε βλάψη µε καιρόν, όχι να σε φελέση.
Πολλά µεγάλον άδικο µας ήκαµεν η φύση
και την αλήθεια ο άθρωπος δε θε να τη γροικήση . 130
όλοι αγαπούν τα ψόµατα να λεν, να µας γελούσι
και την αλήθεια ουδέ κιανείς δε θε να την ακούση .
κι αν έχου φίλους κ’ εδικούς να τους καταδικάσου,
τα λόγια τως σαν άνεµον αφήνου να περάσου.
Το φίλο κάνουσιν εχθρό, τον εδικό έχουν ξένο,
σαν τως µιλήσουν το πρεπόν εις πράµα κοµπωµένο .
µα κείνος οπού δεν πονεί αφήνει να περάση
το σφάλµα κι ουδέ βούλεται να το καταδικάση .
παινά το κι οµορφίζει το και πίβουλα κοµπώνει,
το ψόµα δείχνει απαρθινό και την αλήθεια χώνει. 140
Κ’ είναι πολλοί, παιδάκι µου, τη σήµερον ηµέρα
κ’ έχου στο στόµα το γλυκύ, φαρµάκιν εις τη χέρα
και για να τσ’ έχουν ακριβούς και για να τσ’ αγαπούσι,
πολλά µεταµορφίζουσι το ψόµα όντε το πούσι .
µε πονηριάν ό,τι γροικούν τ’ αθρώπου πως τ’ αρέσει,
αν έχει βλάβη και κακό, κείνοι καλό το λέσι.
Κ’ εγώ η καηµένη ίντα να πω στον κίντυνον οπού ’µαι,
4. πώς να παινέσω σήµερο κείνα που σ’ αφουκρούµαι,
οπού ’ν’ η αρχή τως βλαβερή κ’ η µέση κοµπωµένη
και θε να κάµουν τέλειωση κακή και ντροπιασµένη; 150
Οϊµέ, κι ας ήτο µπορετό να δης εις τ’ όνειρό σου
σ’ ίντα γκρεµό, σ’ ίντα βυθό σε πάει το ριζικό σου,
κι αν τύχη να φοβήθηκες κι οπίσω να γυρίσης
και την δουλειά οπού ’ρχισες ακάµωτη ν’ αφήσης!
Παιδάκι µου, ας εγνώριζες πού πορπατείς και πηαίνεις
και σ’ ίντα πέλαγος βαθύ και θυµωµένο µπαίνεις,
ν’ αντρειευτής όσο µπορείς, µόνια σου να βουηθήθης
και τη φιλιά του Ρώκριτου, κερά µου, ν’ απαρνήθης!»
ΑΡΕΤΗ
«Νένα µου, λέγει η Αρετή, φρόνιµα δασκαλεύγεις,
µα εγώ η φτωχή ξελησµονώ ό,τι κι α µ’ αρµηνεύγεις . 160
το ’να µου αφτί σου τα γρικά και τ’ άλλο τα ζυγώνει
κι ο λογισµός µου εγρίεψε και πλιό του δε µερώνει.
Κι άθρωπος, σαν του βουληθή να κάµη το ξετρέχει,
όποιος διατάσσει, όποιος µιλεί, όφκαιρον κόπον έχει.
Θωρώ πως µε τον κύρη µου σ’ µάχη µεγάλη εµπαίνω,
µα εγροίκησα τω φρόνιµω και τω γραµµατισµένω
κ’ είπασι κι αρµηνεύγουσι πως σαν τελειώση η µάχη,
αγάπη και γαλήνωση στο τέλος της θε να ’χη .
κι ά φέρνει η µάχη ανάπαψη, η όχθρητα καλοσύνη,
έτσι κι η µάχη του κυρού µερώνεται κ’ εκείνη». 170
ΦΡΟΣΥΝΗ
«Παιδί µου, λέγει η νένα τση, σφάνουσι τα λογιάζεις,
κακό θεµέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις.
Αν το ’πασιν οι φρόνιµοι, αληθινά το λέσι,
µα βλέπε αυτός ο λογισµός µην πά να σε πλανέση
κείνοι είπαν για τους βασιλιούς εις µάχη όντεν εµπούσι
κι όπου για χώρες και χωριά µ’ όχθρητα πολεµούσι .
ετούτ’ η µάχη µε καιρό φιλιά κι αγάπη φέρνει
κι απ’ ό,τι πάρει ο είς τ’ αλλού κρατίζει και γιαγέρνει.
Οι σκοτωµοί που γίνουνται, βαριούνται τσι κ’ εκείνοι,
τσ’ έξοδες και τσι κούρασες και κάνουν καλοσύνη. 180
Μα εσύ, κερά µου, πορπατείς σε µπερδεµένη στράτα,
κ’ έχεις πολέµους κι όχθρητες τα λογικά γεµάτα
και θε να κάµης του κυρού εις την τιµή ασκηµάδι
και δεν τελειώνει η µάχη σας ώστε να µπεις στον Άδη.
Κι αν αποθάνης και θαφτής, µ’ όλον ετούτο πάλι
θε να ’χης µε τον κύρη σου µάχη πολλά µεγάλη,
γιατί ’ναι κάποια σφάλµατα, οπού ποτέ δε λειώνου,
καθηµερνό την όχθρητα κι όργητα δυναµώνου.
Το σφάλµαν οπού στην τιµήν αγγίζει και πληγώνει,
ο θάνατος δεν το σωπά, το µνήµα δεν το χώνει. 190
Μη θες να καταφρονεθής, να µπεις εις έτοια µάχη
που αρχή και τέλος, µάνα µου, πολλά κακό θε να ’χη»
ΠΟΙΗΤΗΣ
Η Αρετή αφουκράτονε τα τσή ’λεγε η Φροσύνη
και µε τους αναστεναµούς τσ’ απιλογάται εκείνη:
5. ΑΡΕΤΗ
«Νένα, λογιάζω να θαρρής πως µε το θέληµά µου
βάνω τα ξύλα στη φωτιά και καίγω την καρδιά µου .
η όρεξή µου, νένα µου, ο νούς κι οι λογισµοί µου
µακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί µου .
θωρώ κ’ εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή µου,
γιατί όλα αλλάξαν εις εµέ, δεν είµαι πλιό σαν ήµου. 200
Πολλοί τον .ηλιο πεθυµού, τη λάµψη του ζητούσι
κι άλλοι πολλοί όντε τόνε δυο, το φώς τως καταλούσι .
άλλος τη βράση ορέγεται, άλλος κρυόν αέρα
κι άλλος το σκότος πεθυµά και βλάφτει τον η µέρα .
πολλοί τσι µεγαλότητες τούτου του κόσµου φεύγου,
την ταπεινότη ορέγουνται κι αυτή µόνο γυρεύγου .
άλλοι το πλούτος πεθυµού και τη φτωχειά ισούσι
κι άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζου να το βρούσι .
κι ο κόσµος από την αρχή εδέτσι εθεµελιώθη
και πορπατεί καθένας µας εκεί που η Τύχη αµπώθει. 210
Α θέλω το Ρωτόκριτο ταίρι να τόνε κάµω
και µετ’ αυτό αν ορέγοµαι και θε να κάµω γάµο,
εκείνους τους λογαριασµούς , τ’ αφτιά µου οπού σ’ ακούσα,
την ώρα τούτη εχάσα τους, δεν είµαι η Αρετούσα.
Σαν πώς θαρρείς και βρίσκοµαι κ’ ίντα ’χω και πώς είµαι;
Τιµή κι ο φόβος του κυρού σφίγγει µε και κρατεί µε
κι από την άλλη ο Έρωτας µ’ έχει έτσι πληγωµένη,
όπου δεν ξεύρω ο νικητής ποιος είναι, οπ’ αποµένει.
Ωσάν το φυλλοκάλαµο σ’ ανέµου κακοσύνη
οπού καµιάν ανάπαψη να πάρη δεν τ’ αφήνει, 220
µα ώρες επά κι ώρες εκεί τ’ αµπώθουν οι ανέµοι
κι ανεβοκατεβάζουν το κ’ εκείνο πάντα τρέµει,
εδέτσι ευρίσκοµαι κ’ εγώ, ανάθεµα έτοια ζήση,
µιάν ώρα ανέγνοια το κακό δε θέλει να µ’ αφήση!
Αρχή ήτονε πολλά µικρή κι αψήφιστη την πρώτη
κι ούδ’ ήλπιζα να σκλαβωθή έτοιας λογής η νιότη .
µια κάποια λίγη πεθυµιά θυµούµαι κ’ ήρχισέ µου
και το τραγούδι κι ο σκοπός εγροίκουν κ’ ήρεσέ µου .
κ’ ελόγιαζα κ’ η πεθυµιά σε λίγο ν’ αποµείνη,
µα επλήθαινε µε τον καιρό, πόθος κι αγάπη εγίνη . 230
και δεν κατέχω να το πώ ίντα λογής µου εφάνη
και πώς εξάπλωσεν εδά κι όλο το νου µου πιάνει.
Πράµ’ άλλο δεν ελόγιαζα, µα πόθο είχα µεγάλο
να του γροικώ να τραγουδή έτσι γλυκιά παρ’ άλλο
κι αγάλια αγάλια η πεθυµιά την όρεξην εκίνα
κι ο Έρωτας µε πιβουλιά τσι προξενιές µου εµήνα.
Κι α µου µιλούσι, δε γροικώ ουδέ κατέχω πού ’µαι,
κρίνοµαι, βασανίζοµαι ξύπνου κι όντε κοιµούµαι.
Κ’ εβγήκα από τα φωτερά κ’ εµπήκα στο σκοτίδι
και τ’ άρρωστου η λιγοθυµιά συχνιά συχνιά µου δίδει. 240
Μπορώ να πω κ’ η ζήση µου από την ώρα εκείνη,
οπού ’βαλα το λογισµόν, έτοιας λογής εγίνη
ωσάν καράβι όντε βρεθή στο πέλαγος και πλέγει
6. µε δίχως ναύτες, µοναχό, και να πνιγή γυρεύγει
κι ο άνεµος κ’ η θάλασσα του ’χουν κακιά µεγάλη
και τρέχει πάντα στον πνιµό δίχως βοήθειαν άλλη .
εδέτσι ευρίσκοµαι κ’ εγώ, πλιό δε µπορώ να ζήσω
τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι να σκορπίσω.
Κατέχεις το πώς την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει
και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει, 250
και δε µπορεί ν’ αντισταθή κιανείς και να του φύγη
κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, όντ’ έβγη στο κυνήγι.
Ο Ρώκριτος είν’ Έρωτας κι αν και φτερά δεν έχει,
µηδέ θαρρής κ’ εχάσε τα, πού βρίσκονται κατέχει
εις την καρδιάν µου τά’πεψε κ’ εκεί’ναι τα φτερά του,
γιαύτος πετά και φεύγει µου, σα βρίσκοµαι µακρά του.
Μα µ’ όλον οπού ’ν’ Έρωτας κι οπού ’χει χάρη τόση,
τιµής σηµάδι κ’ ευγενιάς πάντα του θέλω δώσει
και τάσσω σου πώς να µε δης σ’ ετούτον αντρειωµένη,
µ’ όλο που µού ’χει την καρδιά στη µέση πληγωµένη . 260
δίχως ψεγάδι βούλοµαι να πα να βρω το Χάρο,
το δε θελήση ο κύρης µου άντρα να τόνε πάρω.
Ρέγοµαι να τόνε θωρώ, γιατί όµορφος εγίνη
άλλο ασκηµάδιν εις εµέ δε θέλεις δεί, Φροσύνη,
µόνο από λόγου µου θωριάν ευγενική θε να ’χη
και τιµηµένης εµιλιά σε τόπο όπου µου λάχη,
αµή άλλο τίβοτσι από µε δε θέλη δη άτιες, νένα,
και λογισµό µη βάνης πλιο και πίστεψέ µου εµένα».
ΠΟΙΗΤΗΣ
Κάθε εµιλιά της Αρετής ήτο φαρµακεµένη
και σαϊτιά µες στην καρδιά της νένας της εµπαίνει 270
και δε σκολάει να µιλή, δεν παύγει να διατάσση
και τσ’ Αρετούσας τα στραβά εγύρευγε να σάση.
ΦΡΟΣΥΝΗ
Λέγει: «Κερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ το,
φαρµάκιν έχει ό,τι κρατείς και ρίξε, τσάκισέ το.
Ώσπου ’ναι σύνωρη η πληγή, µπορείς να τη γιατρέψης
και βρίσκεις το το γιατρικό, αν το καλογυρέψης .
µην την αφήσης να γενή όλο κακοσαρκίδα,
διώξε την από λόγου σου την άφαντην ολπίδα.
Εδά ’ν’ το ξύλο δροσερό και σάζεις το, α θελήσης .
σαν ξεραθή, δεν ηµπορείς παρά να το τσακίσης . 280
και το κακό, ως κι αν είν’ µικρό κι άφαντο στην αρχή του,
α δε σκολάση, γίνεται πολύ στην τέλειωσή του,
κι α δεν του πάρη τη θροφή κιανείς από την πρώτη
κι αναθραφή, βλάφτει πολύ τα γέρα και τη νιότη.
Φύγε τσι αυτούς τσι λογισµούς, διώξε τσι από κοντά σου,
συνήφερε και στράφου δε, σάσε τα σφάλµατά σου.
Είσαι βασίλισσας παιδί και ρήγα θυγατέρα
κι απ’ αφεντάδω προξενιές σου φέρνου πάσα µέρα .
βασίλισσα έχεις να γενής, ρήγισσα ν’ αποθάνης,
για τούτο καλολόγιασε ίντα ’ναι αυτά τα κάνεις. 290
Τα ’στερα µετανιώµατα δεν ξάζου, θυγατέρα .
7. το θε να κάµεις το ταχύ δε το καλά από σπέρα .
κι όποιος τα ύστερα µετρά, πρι να τώσε σιµώση,
σ’ ό,τι κι α λάχη, δε µπορεί ποτέ να µετανιώση .
αµ’ όποιος θε να λαβωθή κι ουδέ ποτέ να γιάνη
και πεθυµά να ντροπιαστή, τα βάνη ο νούς του ας κάνη.
Μπορεί, κερά µου, ο λογισµός πού ’βαλες να σ’ αφήση
και να γιατρέψης την πληγή πρι να σου κακουργήση».