Πασχαλινά αυγά από τη Β΄ τάξη του σχολείου μας.pptx
ο πονος του πολεμιστη
1. O πόνος του πολεμιστή - αιχμαλώτου
«ΤΟ ΑΧ ΠΟΥ ΒΓΑΝΕΙ Ο ΣΚΟΤΩΜΟΣ,
ΤΟ ΑΧ ΠΟΥ ΒΓΑΝ’ Η ΑΓΑΠΗ…» :
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΜΕ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΛΕΣΒΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Πολιτιστικό πρόγραμμα Γυμνασίου Αγιάσου
Σχολικό έτος 2016-2017
2. Κι άρχισαν να καταφθάνουν τα καράβια με πρόσφυγες που
τους αδειάζαν ( χωρίς πασαπόρτι) και φεύγαν. Εδώ ήταν
θρήνος και κοπετός…Άλλοι είχαν μπόγους στο χέρι , άλλοι
ήταν γυμνοί και μισόγυμνοι, τυλιγμένοι κουβέρτες και
χράμια, βγαίναν και πέφτανε στο λιθόστρωτο-μάτια
αγριεμένα από τη σφαγή σταυροκοπιόταν ή βρίζαν, τους
σέρναν άλλοι δικοί τους κι ήταν μια ατμόσφαιρα βιβλική.
3. Δεν πέρασαν μέρες κι άρχισε να ξεμπαρκάρει στη Μυτιλήνη ο
στρατός. Τι στρατός όμως! Τα κάθε είδους πλεούμενα ερχόταν
και φεύγαν κι αδειάζαν μπουλούκια ασύνταχτα, αγριεμένα και
κουρελιάρικα. Άνθρωποι μαύροι από φόβο και πείνα βγαίναν
από τα πλοία με μαούνες και βάρκες και γέμισαν την
προκυμαία , τον κήπο και τα Τσαμάκια. Κανένας δεν τους
κουμάνταρε.
4. Ο στρατός κοιμήθηκε μέσα σ’έναν κάμπο βαθιά
λασπωμένον. Μια ολάκαιρη Μεραρχία να να πέσει έτσιδα
μεμιάς μέσα στη λάσπη και να κοιμηθεί του θανατά, ύστερα
από δύο μερόνυχτα πορεία και μάχη! Ο ύπνος την
κουκούλωσε, μαλακός και παχύς σαν τη λάσπη,
ακατανίκητος οχτρός, γλυκός και θανάσιμος. Όποιος δε
δοκίμασε το μαρτύριο του απαγορεμένου ύπνου και της
απαγορεμένης ξεκούρασης δεν ξέρει την καταλυτική
δύναμή τους.
5. Ο πανικός φρουμάζει από μέσα σου κι απ’ έξω, από ψηλά,
από χάμου, δεξά, ζερβά. Τότες το μυαλό παγώνει μέσα
σταυλάκια των κοκάλων, οι αίστησες ξεκόβουν από το
χαλινάρι του αφέντη εγκέφαλου, και όλα τα μέλη
επαναστατημένα, απειθάρχητα, ενεργούν παρζαβλά, δίχως
σκοπό. Ο πανικός φυσάει την κραυγή του μέσα στις ψυχές,
θεόσταλτη αρρώστια, κυνηγάει τους ανθρώπους με τη
βουκέντρα του σαν ένα κοπάδι άγρια ζα.
6. Ο ουρανός ήτανε μολυβής, χαμηλόσκεπτος. Και το τοπίο, ό,τι
πιο θλιβερό μπορεί να φανταστεί κανείς. Ένα χωριό
ανασκαμμένο συθέμελα από το πυροβολικό, μερικά καλύβια
που κάπνιζαν, κάμποσα αντίσκηνα πατημένα στο χιόνι. Και
ένα γύρω, παντού όσο έφτανε το μάτι, ένας παγωμένος
ωκεανός από βουνόρραχες χιονισμένες. Σαν έσβησε ο ήλιος,
ήρθαν τα συντέλεια του κόσμου, και πέρασε πάνω σε μια
φουρτουνιασμένη στεριά της Αλβανίας το πνεύμα του ψύχους
και του θανάτου, και έπηξε τα πελώρια κύματα, τα πάγωσε
και τα μαρμάρωσε, όρθια πάνω στην πιο ορμητική τους
κίνηση.
7. Τέτοια ήταν η χειμωνιάτικη ζωή εκεί πάνου. Όμως κάτω από
το σάβανο του χιονιού, έκαιγε η ελληνική φωτιά, η φωτιά της
καρδιάς. Αυτή κρατούσε όρθιους τους άγιους στρατιώτες της
Παναγίας, που μασούσαν χιόνι να ξεδιψάσουν, και χόρευαν
σαν τρελλοί γύρω στα στημένα πολυβόλα τους τη νύχτα, για
να μην πεθάνουν από το κρύο. Σαν άρχιζαν να νιώθουν
αναίσθητα τα δάχτυλα των χεριών τους, έβαζαν μπροστά μια
ταινία στο πολυβόλο, να ζεσταθεί η κάνη, να τη φουχτιάσουν
με τα ξυλιασμένα δάκτυλα. Όσο για τα πόδια, αυτά ήταν
αποφασισμένα.
8. Στη ζωή μου δε μάλωσα ποτές με κανέναν άνθρωπο. Δεν έχω
το κουράγιο να σκοτώσω. Κάθε φορά που ακούγω οβίδα,
θαρώ πως θα βγει η ψυχή μου. Τρέμω σα να κρυώνω. Μπορεί
να λιγοθυμήσω σαν δω αίμα. Όμως δουλειά όση θες.
Παστρικιά και μερακλίδικη. Δουλεύω τόρνο, μπορώ να σου
κάνω τεφαρίκια πράγματα με το ξύλο...
9. Αν το αχ που βγαίνει από το στόμα του ερωτευμένου έχει κάτι
από κενό, το κενό της απουσίας, το αχ που βγαίνει από το
στόμα του πολεμιστή είναι στοιχειωμένο από μια οδυνηρή
παρουσία, τη φρίκη του πολέμου. Ο ερωτευμένος αποζητά
αυτό που δεν έχει. Ψάχνει το αντικείμενο του πόθου του,
αναζητά το βλέμμα του, επιδιώκει την παρουσία του. Ο
στρατιώτης επιχειρεί να αποβάλει αυτά που έχει. Θέλει να
διώξει το δαίμονα που στοιχειώνει το μυαλό του, που παγώνει
το βλέμμα του, που νεκρώνει την ψυχή του.