3. ΑΝΟΣΊΑ
Σκυμμένος πάνω απ’ τον θησαυρό μου, κοιτώ αχόρταγα και
με ικανοποίηση που με κάνει να μουδιάζω. Καμαρώνω το
πολύτιμο απόκτημά μου, κρυμμένο στο βασίλειο του σπιτιού
μου, στη μισοσκότεινη κουζίνα με το φως του απορροφητήρα
κολλημένο εδώ και μέρες στο on. Το μικρό δωμάτιο ίσα που
με χωρά· γύρω μου στριμώχνονται ένα πολυκαιρισμένο τρα-
πέζι από φορμάικα σκεπασμένο μ’ έναν λουλουδάτο πλαστικό
μουσαμά, κι ένα ψυγείο αγορασμένο από τα μεταχειρισμένα,
γεμάτο ξεκολλημένες ετικέτες.
Δίπλα στο παλιό ψυγείο που αγκομαχά στέκεται ο θησαυ-
ρός μου, ο καταψύκτης μου, τελευταίας τεχνολογίας, όπως μου
είπε ο άνθρωπος που μου τον πούλησε. Τον έχω πάρει με άτο-
κες δόσεις με την πιστωτική μου κάρτα, που κι αυτή την απέ-
κτησα με πόνο ψυχής. Δεν το θέλω το πλαστικό χρήμα, νομί-
ζεις ότι με αυτό όλα μπορείς να τ’ αποκτήσεις, αν και η κόρη
μου επέμενε τόσο, που στο τέλος με έπεισε.
«Έλα, βρε μπαμπά, βγάλε μία, όλοι έχουν. Οι φίλοι μου
ψωνίζουν στο εμπορικό μόνο με τέτοιες. Μόνο εγώ βγάζω και
πληρώνω με μετρητά, και κάθε φορά που ανοίγω το πορτοφόλι
μου, είναι σαν να ανοίγω το σεντούκι με τα φλουριά».
Τέλος πάντων, έβγαλα, γιατί δεν μπορούσα να τον αγοράσω
4. 4 ΤΊΝΑ ΚΑΤΣΟΎΛΗ
με άλλον τρόπο. Κι έτσι, κάθε μήνα βάζω στην άκρη τα χρήματα
για τη δόση του καταψύκτη, και μετά πληρώνω όλα τ’ άλλα: το
φροντιστήριο της μικρής, το σουπερμάρκετ, τους λογαριασμούς.
Έως εκεί φτάνουν τα χρήματά μας.
Είμαι θυρωρός στην πολυκατοικία που μένω, αλλά κάνω
και τον κηπουρό και τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Τα
βράδια, μετά που σχολάω, δουλεύω και στα σφαγεία. Κάτι λίγα
βγάζουμε και από τα διαμερίσματα που καθαρίζει η γυναίκα
μου. Αν με ρωτήσεις ποια δουλειά μου αρέσει πιο πολύ, θα σου
πω αυτή του κηπουρού. Σκύβω με αγάπη πάνω από τα παρτέ-
ρια με τα λουλούδια μου, κι αυτά ανθίζουν και μοσχοβολούν,
φροντίζω όμως και τους ενοίκους της πολυκατοικίας. Μου
αρέσει να είμαι χρήσιμος.
Μα έλεγα για τον καταψύκτη μου. Μεταξύ μας, αλλά μη με
περάσετε για κανέναν τρελό, όταν βρίσκομαι μόνος στην κου-
ζίνα, για να βάλω ένα ποτήρι νερό ή για να φτιάξω τον καφέ
μου πριν φύγω για τη βραδινή δουλειά, μιλάω στον καταψύκτη
μου σαν να είναι άνθρωπος.
«Τι μου κάνεις;» ή «Πώς είσαι σήμερα; Μήπως να σου
κατεβάσω λίγο τη θερμοκρασία, να δροσιστείς, βρε αδελφέ!»
ή «Μα τι ωραία που σ’ έχω τακτοποιήσει: αποδώ τα χοιρινά
μάγουλα, τα αυτιά και τα πόδια για τους ζελέδες, κι αποκεί
τα κοτόπουλα και το μοσχάρι» − έχω λίγο από δαύτο, μόνο
γλώσσα, ουρά και λαιμό, είναι το άτιμο ακριβό! Τον άλλον
μήνα, αν μπορέσω, θα συμπληρώσω τον κιμά. Όλο «μπολο-
νέζ, μπολονέζ» φωνάζουν γυναίκα και κόρη, λες και είμαστε
τίποτα πλούσιοι και μένουμε στα ρετιρέ! Από τον καταψύκτη
μου δεν λείπουν βέβαια και τα λαχανικά: μαραθόριζα, μαϊ-
ντανοί, αγκινάρες, αρακάς, αλλά και ζωμοί από μοσχαρίσια
κόκαλα. Η οικονομία και το στοκάρισμα είναι ο αγώνας της
ζωής μου.
Αλλά δεν μου φτάνει ο καταψύκτης∙ σε χαρτόκουτες έχω
αποθηκεύσει κονσέρβες, ζυμαρικά, πακέτα με ρύζι, κουτιά με
5. 5
Η ΣΚΙΆ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥΡΟΎ
γάλα, ζάχαρη και καφέ. Μπορώ να πω ότι νιώθω ασφαλής. Θα
μπορούσα εγώ κι η οικογένειά μου −μα τι λέω, όλη η πολυ-
κατοικία− να επιβιώσουμε για αρκετούς μήνες κλεισμένοι στα
σπίτια μας, για όσο θα διαρκέσει το κακό που μας είχε βρει. Το
κακό έχει βέβαια όνομα και αριθμό, όπως όλα τα παγκόσμια
δεινά. Καλπάζει σε διαγράμματα μεταδοτικότητας, σε αριθμούς
ασθενών, θερίζει τον πλανήτη απ’ άκρη σ’ άκρη, και ανοίγει
καθημερινά χιλιάδες φρέσκους τάφους που γεμίζουν άκλαυτοι.
Εποχές σαν κι αυτή, εύχομαι να μην είχα έρθει σε τούτη
τη μεγάλη πόλη, να είχα μείνει στον τόπο μου, να ’χα γίνει
ένα με το πέτρινο τοπίο, προφυλαγμένος ανάμεσα σε ανθρώ-
πους που ζουν ξεχασμένοι σε χωριά που μοιάζουν ακατοίκητα,
μακριά από κάθε κακό. Κλείνω τα μάτια μου και νομίζω ότι
μυρίζω την κάπνα από τα τζάκια ή ακούω τον μεταλλικό ήχο
από τα πέταλα των αλόγων πάνω στα καλντερίμια. Ακόμα και
τώρα κάποια πρωινά ξυπνώ παγωμένος από την υγρασία που
στο όνειρό μου ποτίζει τους τοίχους του πατρικού σπιτιού μου,
πνιγμένος από τη μυρωδιά της κοπριάς που στοιβάζεται στον
στάβλο κάτω από τα δωμάτια. Ξυπνώ με λαχτάρα ανακατεμένη
με φόβο. Φόβο, μήπως στ’ όνειρο δεν είχα προλάβει να αλλάξω
τη μοίρα μου, και τρέχω στην κουζίνα να δω αν ο καταψύκτης
μου είναι γεμάτος, και την ίδια στιγμή με λαχτάρα για τη μικρή
μου πατρίδα. Έπειτα επιστρέφω στο υπνοδωμάτιο και καθησυ-
χάζομαι που βλέπω τη γυναίκα μου να κοιμάται γαλήνια. Πού
και πού της ξεφεύγουν αστεία παραμιλητά που με διασκεδά-
ζουν και ρίχνομαι πάλι στον ύπνο.
Θυμάμαι το μεγάλο φευγιό. Διασχίσαμε όλη τη χώρα, εγώ
μικρό παιδί τότε μαζί με τους δικούς μου, αφήνοντας τον φτωχό
τόπο μας για να ζήσουμε καλύτερα σε μια άλλη πατρίδα, κυνη-
γημένοι από συνοριοφύλακες, κατατρεγμένοι από σκυλιά που
αλυχτούσαν στο διάβα μας κι απ’ ανθρώπους που μας έδιωχναν
ως ανεπιθύμητους και επικίνδυνους. Προτού φύγουμε, θυμά-
6. 6 ΤΊΝΑ ΚΑΤΣΟΎΛΗ
μαι ένα συναρπαστικό παιχνίδι που παίζαμε με την αδελφή
μου. Για μήνες ολόκληρους με εκπαίδευε.
«Θα παίξουμε κλέφτες και αστυνόμους» μου είχε πει.
«Αυτοί θα μας κυνηγούν κι εμείς θα κρυβόμαστε. Θα κινούμα-
στε μόνο το βράδυ από τα πιο σκοτεινά μέρη χωρίς να φοβόμα-
στε ή να βγάζουμε τσιμουδιά. Κερδίζει όποιος περάσει χωρίς
να τον πάρουν χαμπάρι. Τι λες;»
Κι εγώ το μόνο που δεν μπορούσα να πιστέψω ήταν ότι στο
κόλπο θα ήταν και οι γονείς μου.
Για τον πατέρα μου δεν είχα καμία αμφιβολία. Τον είχα δει
τις Κυριακές να παίζει τρίλιζα μαζί με τους φίλους του στην
πλατεία του χωριού γελώντας με την ψυχή του, πειράζοντας
τους άλλους σαν μικρό παιδί. Ναι, ένας τέτοιος τύπος μπορεί
να παίξει τον παράνομο, σκεφτόμουν. Ο πατέρας μου μύριζε
μόχθο, πλίνθινη σκόνη και ξινίλα από το γάλα που άρμεγε,
ίδιος κάθε μέρα, με τα ίδια ρούχα και με τη φθαρμένη ζώνη να
συγκρατεί το παντελόνι του. Αυτή η καφετιά, γεμάτη ξέφτια
ζώνη είναι μια εικόνα που φυλάω μέσα μου ως ζωντανή ανά-
μνηση από εκείνον, που δεν υπάρχει πια στη ζωή.
Μα η μάνα μου... ήταν ανεξήγητο πώς είχε δώσει την άδειά
της γι’ αυτό το τρελό παιχνίδι, που μέχρι τότε το παίζαμε μόνο
με τους φίλους του στη γειτονιά.
Η μάνα ήταν πάντα απασχολημένη και ανήσυχη. Έδινε την
εντύπωση σε όλους, αλλά σ’ εμένα περισσότερο, ότι μόνο αυτή
αντιλαμβανόταν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε και για χρό-
νια πίστευα ότι τις είχε φανταστεί η ίδια, για να έχει έναν λόγο
πάντα να μας βάζει σε τάξη και να μας γεμίζει με τύψεις αν
τύχαινε κάποτε να έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις − πράγμα
σπάνιο. Κατέβαλλε προσπάθειες να βρει τρόπους να μας θρέ-
ψει από το τίποτα, δυσκολία που δεν μπορούσα τότε να κατα-
λάβω, γιατί εγώ ήμουν πάντα ικανοποιημένος ακόμα και με το
τίποτα. Κι αλήθεια, όσο ζούσα στο χωριό μου, πριν φύγω και
εγκαταλείψω καθετί γνώριμο και ασφαλές, ήμουν χαρούμενος