Η βυζαντινή μαγειρική αποτελεί τη βάση της σημερινής νεοελληνικής κουζίνας, που τόσο τιμούν, προτιμούν και μιμούνται οι σύγχρονοι καλοφαγάδες. Παρουσιάζεται ακόμα συνοπτικά ο τρόπος αμφίεσης των βυζαντινών, όλων των κοινωνικών τάξεων.
Η βυζαντινή μαγειρική αποτελεί τη βάση της σημερινής νεοελληνικής κουζίνας, που τόσο τιμούν, προτιμούν και μιμούνται οι σύγχρονοι καλοφαγάδες. Παρουσιάζεται ακόμα συνοπτικά ο τρόπος αμφίεσης των βυζαντινών, όλων των κοινωνικών τάξεων.
Διδακτέα - Εξεταστέα ύλη για το μάθημα "Οικονομία" (ΑΟΘ) της Γ τάξης του Επαγγελματικού λυκείου. Μπορείτε να δείτε και αναλυτικά την ύλη του μαθήματος επιλέγοντας τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://view.genially.com/6450d17ad94e2600194eb286
2. Ο τρόποσ που ντύνονταν οι
βυζαντινού αυτοκρϊτορεσ και η
αριςτοκρατύα όταν επηρεαςμϋνοσ
από την Ανατολό και κυρύωσ απο την
Περςύα. Ο λαόσ ακολούθηςε,
δημιουργώντασ ϋνα επαρχιακό
βυζαντινό ςτυλ που αργότερα
γοότευςε τουσ Οθωμανούσ
κατακτητϋσ που κυρύευςαν την
Κωνςταντινούπολη (1453μ.Φ.), αλλϊ
νικόθηκαν από τον εκθαμβωτικό
βυζαντινό πολιτιςμό. Για τα
βυζαντινϊ ενδύματα υπϊρχουν
πολλϋσ αναφορϋσ ςε μεςαιωνικϊ
κεύμενα και ςε τοιχογραφύεσ
διαφόρων εκκληςιών που
απεικονύζουν αγύουσ και λαώκούσ
ανθρώπουσ φορώντασ βυζαντινϋσ
ενδυμαςύεσ.
3. Σα ενδύματα που φορούςαν οι
Βυζαντινού από τα πρώτα χριςτιανικϊ
χρόνια ϋωσ τον 7ο αι. μ. Φ. όταν ςε ςχόμα
τουνύκασ όπου ονομϊζονται κοπτικϊ.
Ϋταν ελληνιςτικόσ τεχνοτροπύασ και
αργότερα προςτϋθηκαν μοτύβα από την
Ανατολό. Τφαύνονταν ςτον αργαλειό ςε
ςχόμα ςταυρού ςτα οπούα οι ςτημόνεσ
εύχαν φϊρδοσ όςο δύο φορϋσ το μϊκροσ
του ενδύματοσ από τουσ ώμουσ μϋχρι
κϊτω. Σα διακοςμητικϊ ςτοιχεύα του
ενδύματοσ, αν δεν όταν
εντυφαςμϋνα,εύχαν υφανθεύ ςε τελϊρο
και εύχαν ειςαχθεύ ό εύχαν επιρραφθεύ
ςτα ςημεύα που χρειαζόταν. τα
ψηφιδωτϊ του 3ου – 4ου αι. μ. Φ. εκτόσ από
τισ τουνύκεσ εικονύζονταν επύςησ πολλϊ
κοςμόματα και διϊφορα εύδη
υποδημϊτων. Διακρύνεται επύςησ και ο
τρόποσ που προςτϊτευαν τισ γϊμπεσ με
λωρύδεσ τοποθετημϋνεσ χιαςτύ.
4. Σο πιο αντιπροςωπευτικό βυζαντινό
ϋνδυμα παρουςιϊζεται ςτο ψηφιδωτό
από τον Ωγιο Βιτϊλιο τησ Ραβϋννασ. Οι
κοςμικού, δεξιϊ από τον Ιουςτινιανό,
αλλϊ και ο αυτοκρϊτορασ, καθώσ και
οι δύο ϊνδρεσ ςτα δεξιϊ τησ
Θεοδώρασ φορούν
ωσ επύβλημα το sagum,εύδοσ
χλαμύδασ. Σον μανδύα ςτερεώνουν
ςτο δεξιό ώμο με μια πόρπη (fibula).
Οι κληρικού φορούν
λευκϋσ φαρδομϊνικεσ τουνύκεσ ό
δαλματικϋσ. Σο κεντρικό τουσ τμόμα
τονύζεται από τη ςκουρόχρωμη ούγια
δεξιϊ κι αριςτερϊ.
ΒΤΖΑΝΣΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΒΤΖΑΝΣΙΝΟ ΕΝΔΤΜΑ
5. Σηνεποχό του Ιουςτινιανούταενδύματαςτενεύουν. Αναφϋρονταιενδύματα μεπαρϊξενα
ονόματα, που πιθανόνναταπαύρνουναπόταυφϊςματαπουεύναιραμμϋνα. Σϋτοιαενδύματα
εύναιτα καβϊδια, ταςκαραμϊγγια, τζιτζϊκια, ταδεβητηςύα. Μερικϊ απόαυτϊότανπολύ
βαριϊκαιςωληνωτϊόςυρματϋνια. Σαταμπϊρια, οιγρανϊτζεσ καιολαπατςϊσ, (ενδύματα με
πολύμακριϊμανύκια)ότανπανωφόριαπου μπορούςανναφορεθούνόναμϋνουν
κρεμαςμϋναπύςω.
6. Ϊνασ Βυζαντινόσ μπορούςε να
φορϊει ό να μη φορϊει
εςώρουχο, φορούςε όμωσ
ψηλϋσ κϊλτςεσ που θα πρϋπει να
τισ ςτερϋωνε ςε μια εςωτερικό
ζώνη ςτη μϋςη, καθώσ και μια
κοντό ό μακριϊ πουκαμύςα,
ανϊλογα με το επϊγγελμα, την
κοινωνικό του θϋςη και την
περύςταςη. Οι αγρότεσ και οι
ςτρατιωτικού φορούςαν κοντϋσ
πουκαμύςεσ, με ζώνη ςτη μϋςη ό
ελεύθερεσ. Η φορεςιϊ των
ςτρατιωτικών όταν αρχικϊ
πανομοιότυπη με αυτό των
Ρωμαύων. Ϊτςι εικονύζονται οι
ςτρατιωτικού Ωγιοι Γεώργιοσ και
Δημότριοσ, καθώσ και οι
Ωγιοι Θεόδωροι και πολύ ςυχνϊ
οι αρχϊγγελοι Μιχαόλ και
Γαβριόλ.
Βυζαντινούαγρότεσκαι
ςτρατιωτικού
7. Μακριϋσ πουκαμύςεσ φορούςαν όλοι οι ϊλλοι
πολύτεσ. Υτιϊχνονταν με απλϊ υφαντϊ
υφϊςματα που τα ςτόλιζαν
με διακοςμητικϋσ ταινύεσ, τα κλαβύα(clavi),
τα ςημεύα (segnenta) και με τετρϊγωνα
διακοςμητικϊ τμόματα, κεντητϊ, υφαντϊ ό
βαμμϋνα με πορφυρό χρώμα,
τα ταβλύα (tabulae). υμπλόρωναν τη φορεςιϊ
με ϋνα μανδύα, που αρχικϊ όταν η toga και
ηχλαμύδα (sagum). Οι γυναύκεσ φορούςαν
ζώνεσ ςτη μϋςη. Πολλϋσ φορϋσ όμωσ φορούςαν
την πουκαμύςα τελεύωσ ριχτό. υνηθύζονταν το
«κοντό πϊνω από το μακρύ» ςυνδυϊζοντασ δύο
πουκαμύςεσ, μια μακριϊ και από πϊνω μια
κοντό. Η δεύτερη πουκαμύςα μπορούςε να
εύναι αμϊνικη.
Ιδιαύτερα ςτολιςμϋνα, τόςο
ςτισ ανδρικϋσ όςο και ςτισ
γυναικεύεσ φορεςιϋσ, όταν
τα επιμανύκια, που πολλϋσ
φορϋσ τη θϋςη τουσ ϋπαιρναν
φαρδιϊ βραχιόλια με
πολύτιμουσ λύθουσ ό με ςμϊλτο.
8. Σα ςκουλαρύκια των πρώτων χριςτιανικών χρόνων ϋδωςαν τη θϋςη τουσ
ςτα περπενδούλια, που ςτουσ αυτοκρϊτορεσ κρϋμονται από τα διαδόματα που
φορούν και ςτουσ αυλικούσ από τα φακεωλύδια (ό φακιολύδια), τετρϊγωνα
πολυπούκιλτα τεμϊχια ςτόφασ που καλύπτουν το κεφϊλι.
9. Βαςικό επιδύωξη των
Βυζαντινών όταν η αυτϊρκεια
του νοικοκυριού και γι' αυτό
κϊθε οικογϋνεια καλλιεργούςε
τα βαςικϊ λαχανικϊ και
εξϋθρεφε κϊποια ζώα (κυρύωσ
πουλερικϊ). Βϋβαια αυτό όταν
δύςκολο να ιςχύει ςτισ μεγϊλεσ
πόλεισ και ιδιαύτερα ςτην
Κωνςταντινούπολη, που την
περύοδο τησ ακμόσ τησ ϋφτανε
τουσ 500.000 κατούκουσ. Για
αυτϋσ τισ περιπτώςεισ
επενϋβαινε η κρατικό μϋριμνα,
κυρύωσ μϋςω του ϋπαρχου τησ
πόλησ.
Σα κύρια γεύματα των Βυζαντινών
όταν το πρόγευμα ό πρόφαγον, το
ϊριςτον ό μεςημβρινόν (γεύμα),
καθώσ και ο δεύπνοσ.Ϊτρωγαν
χρηςιμοποιώντασ κυρύωσ τα
χϋρια, αφού το πιρούνι όταν
ϊγνωςτο μϋχρι το 10ο αιώνα και η
χρόςη του ςπϊνια ςτουσ
επόμενουσ
αιώνεσ.Φρηςιμοποιούςαν επύςησ
κοχλιϊρια ό κουτϊλια και
μαχαύρια.Πριν και μετϊ το φαγητό
ϋπλεναν τα χϋρια τουσ,
χρηςιμοποιώντασ το χϋρνιβιον
(πήλινο ή μεταλλικό αγγείο).
10. Η διαδικαςύα παραςκευόσ τησ τροφόσ
αποτελεύ μύα ςημαντικό παρϊμετρο
του πολιτιςμού μύασ εποχόσ και η
διερεύνηςη τησ ςυνεργεύ ςτην
αναπαρϊςταςη τησ καθημερινότητασ
ενόσ λαού, ςε μύα ςυγκεκριμϋνη
χρονικό περύοδο.Η αναζότηςη των
βυζαντινών γεύςεων αποδεικνύεται
περιςςότερο δύςκολη .Η πρώτη
δυςκολύα προκύπτει από τισ γραπτϋσ
πηγϋσ τησ εποχόσ, οι οπούεσ παρϋχουν
μεν πληροφορύεσ για το τι ϋτρωγαν οι
βυζαντινού, αποδεικνύονται όμωσ μη
διαφωτιςτικϋσ ς΄ ότι αφορϊ ςτον
τρόπο που μαγεύρευαν τα φαγητϊ
τουσ, για τη δοςολογύα των διαφόρων
υλικών που χρηςιμοποιούςαν ό για
τον χρόνο που απαιτούνταν για την
παραςκευό ενόσ φαγητού.
Η δεύτερη δυςκολύα ϋχει να κϊνει με τον
ύδιο τον χαρακτόρα τησ Βυζαντινόσ
Αυτοκρατορύασ, τησ οπούασ τα όρια όταν
απλωμϋνα ς΄ όλεσ τισ μεςογειακϋσ ακτϋσ
και μϋςα ςτα οπούα ςυνυπόρχαν από
αιώνεσ Ϊλληνεσ,Θρϊκεσ, Λατύνοι,
Αρμϋνιοι, Ωραβεσ, λϊβοι, Βλϊχοι και
ϊλλοι λαού. Αναμφύβολα, όλοι εύχαν
ιδιαύτερεσ και διαφορετικϋσ ςυνόθειεσ,,
διαφοροποιόςεισ ςτισ διατροφικϋσ
ςυνόθειεσ επϋβαλλαν οι κατϊ τόπουσ
διαφορετικϋσ κλιματολογικϋσ και
γεωγραφικϋσ ςυνθόκεσ η κοινωνικό και
οικονομικό διαςτρωμϊτωςη του
πληθυςμού, η τόρηςη των
απαγορεύςεων που υποδεύκνυαν οι
διϊφορεσ θρηςκεύεσ.ημαντικϋσ αλλαγϋσ
υπόρξαν, ςτισ διατροφικϋσ ςυνόθειεσ
των Βυζαντινών, μετϊ το 1204 μ.Φ. και
την κατϊλυςη τησ αυτοκρατορύασ από
τουσ ταυροφόρουσ.
11. το φούρνο
Σα κυριότερα εύδη
διατροφόσ όταν το ψωμύ,
το λϊδι,οι ελιϋσ και το τυρύ.
Η ποιότητα του ψωμιού παρουςύαζε ποικιλύα και
όταν ανϊλογη με τισ οικονομικϋσ δυνατότητεσ του καταναλωτό.
Ϊτςι καλύτεροσ και ακριβότεροσ ϊρτοσ όταν ο καθαρόσ άρτοσ ό ο ςεμίδαλισ.
Υτιαγμϋνοσ από καθαρό ψιλοκοςκινιςμϋνο ςιτϊρι ό από ςιμιγδϊλι, τον
απολϊμβαναν οι πλουςιότερεσ ομϊδεσ του πληθυςμού. Οι υπόλοιποι αρκούνταν
ςε ϋναν υποδεϋςτερο τύπο ψωμιού, το μεςοκάθαρον ό τησ μέςησ ό ακόμη και
ςτουσ ρυπαρούσ ό κυβαρούσ άρτουσ, ζυμωμϋνουσ από ϊλλα, χαμηλόσ ποιότητασ
δημητριακϊ, και ςυνυφαςμϋνουσ με τη φτώχεια. Ϊνδειξη απόλυτησ φτώχειασ
όταν η κατανϊλωςη ψωμιού από πύτουρα.
12. Όςπρια - Λαχανικά Σούπεσ
Η φθηνότερη και πιο διαδεδομϋνη τροφό για το
μεγαλύτερο μϋροσ του πληθυςμού όταν τα
λαχανικϊ και τα όςπρια. Με δεδομϋνεσ δε τισ
μεγϊλεσ περιόδουσ νηςτεύασ που προβλϋπει η
Εκκληςύα οι τροφϋσ αυτϋσ καταναλώνονταν από
το ςύνολο του πληθυςμού. Μεγϊλη κατανϊλωςη
εύχαν τα λϊχανα, τα πρϊςα, τα κρεμμύδια, τα
τεύτλα, τα μαρούλια, τα ραδύκια, το καρότο, ο
αρακϊσ, η ρόκα. Ωγνωςτεσ φυςικϊ όταν οι
πατϊτεσ και οι ντομϊτεσ. Σα όςπρια όταν φθηνϊ
και εύχαν την τιμητικό τουσ ςτο τραπϋζι των
αςθενϋςτερα οικονομικϊ τϊξεων. Σα πιο
ςυνηθιςμϋνα όςπρια όταν το «φαςούλιν», τα
«κουκκύα», η φακό, τα «λουπινϊρια» και τα
«ερεβύνθια».
ούπεσ και ζωμού με διϊφορα λαχανικϊ, όςπρια,
ψϊρια ό και παςτό κρϋασ φαύνεται ότι
αποτελούςαν μύα ςυνηθιςμϋνη επιλογό ςτα
βυζαντινϊ νοικοκυριϊ του 13ου αιώνα.
Μετϊ από το 1204 και την κατϊκτηςη του
Βυζαντύου από τουσ ςταυροφόρουσ, οι
διατροφικϋσ ςυνόθειεσ φαύνεται να
διαφοροποιούνται, τόςο από τισ δυτικϋσ επιρροϋσ,
όςο και από την οικονομικό κρύςη που
ακολούθηςε.
13. Υρούτα και ξηρού καρπού
Σα φρούτα και οι ξηρού
καρπού αποτελούςαν το
επιδόρπιο των
Βυζαντινών. Υρούτα,
όπωσ τα ςύκα και τα
ςταφύλια τα αποξϋραιναν
και μαζύ με κϊςτανα
αμύγδαλα φιςτύκια και
κουκουνούρια τα ϋτρωγαν
τουσ χειμερινούσ μόνεσ.
Σο γϊλα και το τυρύ
Σα γαλακτομικϊ προώόντα
δεν ϋλλειπαν από το
βυζαντινό τραπϋζι,
ιδιαύτερα ςτην ενδοχώρα,
όπου η κτηνοτροφύα όταν
περιςςότερο
διαδεδομϋνη.Σο τυρύ οι
Βυζαντινού το ϋφτιαχναν
από γϊλα πρόβειο,
κατςικύςιο, αγελαδινό,
αλλϊ και
βουβαλύςιο.Τπόρχαν
διϊφορεσ ποικιλύεσ τυριών,
όπωσ το ανθότυρον, η
μυζόθρα, το κρητικόν το
περύφημο «βλϊχικον
τυρύτςιν», αλλϊ και το
χαμηλόσ ποιότητασ
«αςβεςτότυρον».Από το
γϊλα ϋφτιαχναν ακόμη
«οξύγαλον»(γιαούρτι) και
βούτυρο.
Χϊρια και θαλαςςινϊ
Σα ψϊρια οι Βυζαντινού τα
ϋτρωγαν «εκζεςτϊ»
(βραςτϊ), «οφτϊ» (ψητϊ)
ό «τηγϊνου» (τηγανητϊ).
Σα παςτϊ ψϊρια όταν
διατηρημϋνα ςε χοντρό
αλϊτι και
καταναλώνονταν κυρύωσ
το χειμώνα, αλλϊ και
καθόλη τη διϊρκεια τουσ
ϋτουσ ςτισ περιοχϋσ τησ
αυτοκρατορύασ, που όταν
απομακρυςμϋνεσ από τη
θϊλαςςα.
14. Tο κρϋασ, εύδοσ πολυτελεύασ
Σο κρϋασ δεν αποτελούςε
καθημερινό τροφό για
τουσ Βυζαντινούσ.
Όχι μόνον επειδό όταν
μϊλλον ςπϊνιο και
ακριβό, αλλϊ και εξαιτύασ
των νηςτειών που
υπαγόρευε η χριςτιανικό
θρηςκεύα, για τισ μιςϋσ
τουλϊχιςτον ημϋρεσ του
χρόνου.
Περιςςότερο αγαπητό
όταν το χοιρινό κρϋασ, το
οπούο μαγεύρευαν με
ποικύλουσ τρόπουσ.
Από το τραπϋζι τουσ δεν
ϋλειπαν τα αρνιϊ, οι γύδεσ,
τα βοοειδό, καθώσ και το
κυνόγι π.χ. ελϊφια και
λαγού.
Πουλερικϊ
Εύναι το κρϋασ που
ϋτρωγαν περιςςότερο από
κϊθε ϊλλο. Η ποικιλύα
όταν πολύ μεγϊλη.
Ψςτόςο, οι πηγϋσ
αναφϋρουν ότι οι
Βυζαντινού προτιμούςαν
τισ πϊπιεσ, τισ χόνεσ, τα
περιςτϋρια, τα παγόνια,
τισ πϋρδικεσ, τα κοτςύφια
και τισ τςύχλεσ.
Τπόρχαν, μϊλιςτα και
ειδικϊ εκτροφεύα
παγωνιών, καθώσ το πουλύ
αυτό όταν ςτην κορωνύδα
των προτιμόςεων τησ
ϊρχουςασ τϊξησ.
15. Επιδόρπιο
Βαςικό ςυμπλόρωμα τησ διατροφόσ
όταν τα φρούτα (μόλα, αχλϊδια,
ςύκα ξερϊ και φρϋςκα, κερϊςια,
ςταφύλια, πεπόνια κ.ϊ.), καθώσ και
οι ξηρού καρπού (καρύδια, αμύγδαλα,
φουντούκια). Σϋλοσ, ωσ επιδόρπια
(επίδειπνα ό δούλκια) εύχαν διϊφορα
γλυκύςματα. Κύριο γλυκαντικό μϋςο
όταν το μϋλι. Γνωςτϊ γλυκύςματα τησ
εποχόσ εύναι ο ςηςαμούσ (παςτϋλι),
η μουςτόπιτα (μουςταλευριϊ),
το κυδωνάτον (κυδωνόπαςτο),
διϊφορα γλυκϊ κουταλιού, καθώσ
και εύδοσ τηγανύτασ
(το λάγανον ό λαλλάγγι). Ϊνα
γλύκιςμα (κοπτοπλακούσ) με φύλλα
ζύμησ, αμύγδαλα, καρύδια και μϋλι
μοιϊζει να εύναι ο πρόγονοσ του
μπακλαβϊ.
Κραςύ και ϊλλα ποτϊ
Οι Βυζαντινού αγαπούςαν το κραςύ και
εύχαν μύα μεγϊλη ποικιλύα. Σο κϊθε κραςύ
αναφϋρονταν με το όνομα τησ περιοχόσ
απ΄ όπου προϋρχονταν.Ανεμεύγνυαν
παλαιό κραςύ με μϋλι και πιπϋρι και
ϋφτιαχναν το «κονδύτον».Ωλλα
αλκολούχα ποτϊ όταν ο «μηλύτησ», ο
«μυρτύτησ», ο «απύτησ», ο «φοινικύτησ»
κ.λπ.
Γνώριζαν την μπύρα, αλλϊ ϋφτιαχναν και
μύα ςειρϊ ϊλλα ποτϊ μη αλκοολούχα,
όπωσ από εκχύλιςμα αμυγδϊλων,
μελύγαλα, ροδόμελι κ.λπ.