2. • Ποίημα αφηγηματικό ή έμμετρο μυθιστόρημα με υπόθεση ερωτική και πολεμική • γράφτηκε στα 1640 – 1660 • χρόνος: αρχαία εποχή • τόπος: αρχαία Αθήνα • χωρίζεται σε 5 μέρη (10.052 στίχοι)
3. «…Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ' έχω το γρικημένα, να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα. K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν, μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν. BITΣENTZOΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ, που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση, το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.» • ποιητής : Βιτσέντζος Κορνάρος
5. Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν· και των Αρμάτω' οι ταραχές , όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη· αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
6. • Υπόθεση : Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηρακλής αποκτά ύστερα από πολλά χρόνια μια θυγατέρα, την Αρετούσα .
7. ’’… Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι, και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη. Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη. Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα. Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση, και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση. Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη. …»
8. Μέρος Α’ : Ο Ερωτόκριτος, γιος του Πεζόστρατου , συμβούλου του βασιλιά, αρχίζει να αισθάνεται έρωτα για τη βασιλοπούλα. Ο φίλος του, ο Πολύδωρος , του δίνει να καταλάβει πόσο αταίριαστο είναι να αγαπήσει την κόρη του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος παρηγοριέται τραγουδώντας τις νύχτες έξω από το παλάτι. Το τραγούδι ανάβει καημούς στην Αρετούσα και σιγά σιγά, παρ’ όλα γνωστικά διατάγμα της Νένας , το πάθος για τον άγνωστο τραγουδιστή ριζώνει μέσα της.
9. ‘’… Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει, και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει, ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει, κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι. Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι· κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει. Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη, και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη… εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν, στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·…’’
10. Και μια φορά, ενώ ο Ερωτόκριτος λείπει, σε μια επίσκεψη στο σπίτι του βρίσκει στο συρτάρι τα τραγούδια κι έτσι μαθαίνει πως αυτός είναι ο άγνωστος τραγουδιστής και πως γι’ αυτήν ήταν τα τραγούδια. Στο τέλος και ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα ξέρουν ο ένας για την αγάπη του άλλου, όμως δεν έχουν μιλήσει ακόμη.
11. Μέρος Β’ : το κονταροχτύπημα Ο βασιλιάς βλέποντας την κόρη του κακοκαρδισμένη ετοιμάζει ένα λαμπρό κονταροχτύπημα (παιχνίδι ιπποτικό). Καλεί και έρχονται βασιλόπουλα από όλα τα μέρη της ελληνικής γης.
12. Νικητής είναι φυσικά ο Ερωτόκριτος που παίρνει από τα χέρια της Αρετούσας το χρυσό στεφάνι.
13. «…Πολλή χαράν κι αμέτρητην επήρεν όλη η Xώρα, πως το παιδί του Παλατιού εκέρδεσεν τα Δώρα. O Kύρης του ο Πεζόστρατος, ωσά Γονής του, εχάρη, κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ' άλογο Kαβαλάρη, κι ως καθώς το'χεν Πεθυμιάν, κι ως το'θελεν, εγίνη, πολλά κανίσκια εδώ κ' εκεί δίδει την ώρα κείνη. Ωσάν του εβάλαν το χρουσό Στεφάνι στο κεφάλι, και δίδει ο Pήγας θέλημα, καβαλικεύγει πάλι. Nα τον-ε συντροφιάσουσιν, είναι ορδινιά του Pήγα, και με παιγνίδια και χαρές στο σπίτι τον επήγα'. Mισεύγουν κι αποχαιρετούν οι άλλοι Kαβαλάροι, κι ο Pήγας εκατέβηκεν κάτω από το Πατάρι, 157ομάδι με τη Pήγισσαν και με τη Θυγατέρα, κι αθιβολές εφέρνασι για κείνην την ημέρα. Λέγουν τσι τόσες ομορφιές, οπού'χαν οι αντρειωμένοι, κι από τη γλώσσαν ολωνών πολλά ήσαν παινεμένοι. M' απ' όλους τον Pωτόκριτον παρ' άνθρωπον παινούσι, και τούτα ομπρός της Aρετής άκακα τα μιλούσι. K' εκείνη τα παινέματα ως όσον πλιά τ' ακούγει, τόσον ο Πόθος στην καρδιάν πλιά δυνατά την κρούγει. Oι πόνοι τση επληθαίνασιν, πλιό δεν μπορεί να χώσει τη λάβραν, και του Pώκριτου θέ' να τη φανερώσει…»
14. Μέρος Γ’ : Με πολλές προφυλάξεις οι δυο νέοι συναντιούνται στο κατώγι του παλατιού.
15. «Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα, τα σωθικά τση κ' η καρδιά το δρόσος εγρικούσα'. Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ' εδίδα', εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα. Mα σαν εμίσεψε από 'κεί, και πλιά δεν τον εθώρει, κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη. Πλιά'ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε, και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε. Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες, συχνιά'χε μες στο λογισμόν τσ' Aγάπης τσι τρομάρες.»
16. Αποφασίζουν ο πατέρας του Ερωτόκριτου να ζητήσει επίσημα την Αρετούσα σε γάμο. Ο βασιλιάς όμως γίνεται έξω φρενών και διατάσσει την εξορία του Ερωτόκριτου. Οι δυο νέοι βλέπονται για τελευταία φορά και η Αρετούσα του δίνει το δαχτυλίδι της για αρραβώνα.
17. Ήκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα; ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα; Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν' ανιμένω, κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο; Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει. Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου. "Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε, τά σου'ταξα ελησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι." Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη ζωγραφιά, που'βρες στ' αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα', και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, πως μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω. Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου, μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου. Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου. Τραγούδι : Ν. Ξυλούρης
18. EPΩTOKPITOΣ Λέγει· "Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν' αναλάβει, κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ' η Aρετή μη λάβει, στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα, ν' απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα. Άστρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε, και σ' έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε. Kι όλοι οι Πλανήτες τ' Oυρανού, την όρεξη ας κινήσουν ρηγάδω' να ομονοιάσουσι, να τον-ε πολεμήσουν, ότι να μου αναθυμηθεί, να βαραναστενάξει, σπουδαχτικά όπου βρίσκομαι, να πέψει να με κράξει."
19. Μέρος Δ’ : Δεν είναι μόνον ο Ερωτόκριτος στην εξορία. Και την Αρετούσα ο πατέρας της την κλείνει στη φυλακή μαζί με τη Νένα.
20. APETOYΣA "Γονή μου, εις τούτην τη φλακή, που μπαίνουν όσοι εφταίσα', αν είναι και πλιά σκοτεινή, βάλε με παραμέσα. Oυδέ φλακή, ουδέ σίδερα, ουδ' εκατό θανάτοι θέλουσι κάμει να με πας σα Nύφη στο Παλάτι. Kι ό,τι κριτήρια βρίσκουνται, δότε τα στο κορμί μου, κι ας τάξω, πως δε μ' έσπειρες, και τέκνο σου δεν ήμου'…» ΠOIHTHΣ Eκούμπησε την κεφαλή στη χέρα τση η καημένη, και με τους αναστεναμούς, δάκρυα συχνιά τη γραίνει. Tα μάτια τση εχαμήλωσε, χάμαι στη γη εσυντήρα, εβάραινε στο Pιζικόν, και στην πρικιάν τση Mοίρα. Eφαίνετό τση κλαίοντας τον πόνον αναπεύγει, φαητό να φάγει δε ζητά, μηδέ πιοτό γυρεύγει. Ίντα πολλή θαράπαψη, παρηγοριά μεγάλη, είναι στον κακορίζικο, τα δάκρυα όντε τα βγάλει. 242Kι ας τα'χε πάντα συντροφιά στα Πάθη η Aρετούσα, κ' εκείνα δίχως να μιλούν, την επαρηγορούσα'. M' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν επέρνα-ν η ζωή τση, δεν ήσαν πλιά Γονέοι τση, μα'σαν μεγάλοι οχθροί τση…»
21. Ο βασιλιάς των Βλάχων ξεκινά πόλεμο εναντίον των Αθηναίων . Στα δύσκολα τους βοηθά ένα άγνωστο παλικάρι. Είναι ο Ερωτόκριτος, που με το μαγικό υγρό μιας μάγισσας έχει γίνει μαύρος στην όψη.
22. Όμως για βοήθεια του βασιλιά των Βλάχων έρχεται ο ανεψιός του ο Αρίστος, γενναίος πολεμιστής. Αποφασίζουν να παλέψουν οι δυο αντρειωμένοι, ο Ερωτόκριτος και ο Αρίστος . Η μονομαχία είναι άγρια και τελειώνει με θάνατο. Νικητής αλλά βαριά πληγωμένος είναι ο Ερωτόκριτος.
23. Μέρος Ε’ : Ο βασιλιάς δεν ξέρει πώς να περιποιηθεί το παλικάρι. Του δίνει το μισό βασίλειό του. Εκείνος όμως ζητά για γυναίκα την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται πρώτα στους πρωτόγερους, ύστερα και στον Ερωτόκριτο τον ίδιο, που είναι ακόμη μαυρισμένος και αγνώριστος. Πριν φύγει όμως της δίνει το δαχτυλίδι και τότε η Αρετούσα ζητά να τον ξαναδεί, να μάθει πού το βρήκε. Στην αρχή της λέει μια ψεύτικη ιστορία, πως το δαχτυλίδι το πήρε τάχα από ένα παλικάρι την ώρα που πέθαινε και τότε η Αρετούσα ξεσπά σε μοιρολόγι. Στο τέλος της αποκαλύπτεται και οι δυο νέοι παντρεύονται με την ευχή του βασιλιά.
24. Το μοιρολόγι της Αρετούσας "Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω; Ποιά ολπίδα πλιό μου 'πόμεινε, και θέλω ν' ανιμένω; Δίχως σου πώς είν' μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω; Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω! Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου', τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου' σαν ημπόρου'. Tον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου', στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου. Ξύπνου μου σ' είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ' όνειρό μου, κ' ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου.
25. EPΩTOKPITOΣ Λέγει· "Aρετή, τά μου'τασσες εξελησμονηθήκα'; Γιατ' ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα; Aλίμονο όποιος γελαστεί, να'χει εις γυναίκα ολπίδα! Kαι πού'ναι τα όσα μου'ταξες στη σιδερή θυρίδα;" ΠOIHTHΣ Ώς τ' άκουσεν η Aρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει, κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά'ναι που τση λέγει. Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι, πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει. Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια, κ' η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια. Γνωρίζει τον η Aρετή, καλά τον-ε θυμάται, μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
26. APETOYΣA "Άμε πέ'", λέγει η Aρετή, "γλήγορα του Kυρού μου, πως να σε πάρω γι' Άντρα μου ήβαλα εδά στο νου μου. Kι ας πέψει να'ρθει συντροφιά, και τ' ακριβά μου ρούχα, που πάντα για ξεφάντωσες και για τσι σκόλες μου'χα. Nα στολιστώ, και να πλυθώ, και να'ρθω στο Παλάτι, γιατ' είμαι βούρκα, και πηλά, κι όλο ατσαλιές γεμάτη. Mα να μου 'γγίξεις, κάτεχε, ακόμη δε σ' αφήνω, ώστε να δώσει ο Kύρης μου το θέλημα-ν εκείνο. Nα συμπαθήσει εσέ, κ' εμέ, το βάρος του να λιώσει, κ' η όργητα τση Mάνας μου κ' η μάχη να τελειώσει.