Ελένη Καλία & Κατερίνα Πολύζου , ΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ ΤΗΣ ΓΗΣ.pptx
πουρίκκος
1. Συνέντευξη από τη θεία μου, Δώρα.
- Πες μου θεία πώς έζησες τον πόλεμο του 1974;
- Το 1974 εγώ τότε ήμουν 13 χρονών. Τα σχολεία είχαν
κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές. Εγώ όπως πάντα
όλα τα καλοκαίρια τα περνούσα στο όμορφο χωριό των
παππούδων μου που λέγεται Κάρμι και βρίσκεται πάνω στο
βουνό Πενταδάχτυλος, κάτω από το κάστρο Άγιος
Ιλαρίωνας. Την Παρασκευή το βράδυ 19 Ιουλίου παίζαμε
όλα τα παιδιά αμέριμνα στις αλάνες. Γύρω στα μεσάνυχτα
πήγαμε να κοιμηθούμε. Εκείνο το βράδυ εγώ ήμουν πολύ
ανήσυχη και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Προαισθανόμουν
το μεγάλο κακό που θα ερχόταν. Γύρω στις 5:30 το πρωί
σηκώθηκα και βγήκα έξω από το σπίτι. Τότε αντίκρισα
ψηλά στον ουρανό να πετούν γύρω στα 10 αεροπλάνα.
Εκείνη την ώρα σηκώθηκε και ο παππούς μου να με
ρωτήσει γιατί σηκώθηκα έτσι πρωί. Τότε ο παππούς μου
γύρισε το βλέμμα του κάτω στη θάλασσα της Κερύνειας
(από το χωριό μας το Κάρμι φαινόταν όλη η θάλασσα από
την Κερύνεια μέχρι τη Βασίλεια). Και τότε ακολουθώντας
το βλέμμα του παππού γύρισα στη θάλασσα και την είδα
με πολεμικά πλοία. Ο παππούς μου έβαλε μια δυνατή
φωνή:
- Δώρα μου ξύπνα τους όλους. Ήρθαν οι Τούρκοι. Έχουμε
πόλεμο. Άρχισα τότε εγώ να κλαίω και να φωνάζω :
- Ξυπνάτε όλοι. Ήρθαν οι Τούρκοι. Από τις φωνές μου
ξύπνησαν όλοι. Η γειτονιά, οι θείες και θείοι μου, τα
ξαδέλφια μου και η γιαγιά μου. Έντρομοι όλοι έκλαιγαν και
φώναζαν τι θα κάναμε. Ο παππούς μου ως ο πιο
ηλικιωμένος και σεβαστός του χωριού, άνθρωπος ο οποίος
έζησε στον πόλεμο του 1940, περίμενε από τα χείλη του
όλο το χωριό να ακούσει τι θα κάνουμε. Τότε ο παππούς
μου αποφάσισε να μαζέψουμε ο,τι ψωμιά, ελιές, νερό
2. είχαμε σπίτι και να ανέβουμε σιγά σιγά κρυμμένοι κάτω
από δέντρα ψηλά, πάνω στο βουνό. Αρχίσαμε τότε σιγά
σιγά να ανεβαίνουμε διότι ήδη άρχισαν τα αεροπλάνα και
τα πλοία να βομβαρδίζουν. Ψηλά στο βουνό βρήκαμε μια
σπηλιά και μπήκαμε μέσα. Ήμασταν όλοι οι κάτοικοι
περίπου 500 άτομα. Σε λίγο το ραδιόφωνο που είχαμε μαζί
μας καλούσε όλους τους άνδρες πάνω από 16 χρόνων να
καταταγούν στους πλησιέστερους αστυνομικούς σταθμούς
και να πάρουν όπλα για να πολεμήσουν. Τότε όλοι οι
άνδρες άρχισαν να φεύγουν από κοντά μας και να
κατεβαίνουν το βουνό για να καταταγούν. Μείναμε
γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι άνδρες μέσα στη σπηλιά.
Τα αεροπλάνα, τα πλοία άρχισαν να βομβαρδίζουν και εκεί
που έπεφταν οι βόμβες άνοιγε η γη. Εκτός από τα πλοία,
αεροπλάνα είχαμε και τους Τούρκους που πυροβολούσαν
από το κάστρο του Αγ. Ιλαρίωνα το οποίο κατείχαν από το
1963. Μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά μείναμε και με φόβο πολύ
κοιτάζαμε σιγά σιγά έξω και βλέπαμε ότι εκεί που έπεφταν
οι βόμβες άνοιγε η γη και γκρεμίζονταν όλα γύρω γύρω.
Μόλις έπεφτε η βόμβα επίσης η γη ταρακουνιόταν. Με
αυτό το φόβο λοιπόν πέρασε η πρώτη μέρα και έφτασε το
βράδυ.
To βράδυ ο παππούς μου μας προειδοποίησε ότι έπρεπε να μην
μιλά κανένας καθόλου για να μην ακουγόμαστε έξω από τη
σπηλιά. Γύρω στα μεσάνυχτα όμως ένα παιδάκι πολύ μικρό, δύο
μηνών, άρχισε κλαίει δυνατά. Η μάνα του άρχισε να το
αγκαλιάζει, να το θηλάζει αλλά αυτό έκλεγε όλο και πιο πολύ.
Κάποιοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και έλεγαν στη μητέρα να
πνίξει το παιδί για να μην προδοθούν όλοι. Η μάνα αρνιόταν να
το κάνει αυτό και πήρε το παιδί της στην αγκαλιά και έφυγε μέσα
στο σκοτάδι.
Μετά από δύο χρόνια μάθαμε ότι η γυναίκα αυτή είχε βρει έναν
Έλληνα στρατιώτη και την οδήγησε στη Λάπηθο, ένα χωριό που
οι Τούρκοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν πάρει.
3. Ξημέρωσε η δεύτερη μέρα του πολέμου και οι βομβαρδισμοί
ξανάρχισαν. Γύρω στο μεσημέρι αντιληφθήκαμε ότι είχαμε πιεί
όλο το νερό. Τότε ο παππούς μαζί με 2 άλλους ηλικιωμένους
πήραν τα παγούρια και με πολλή κίνδυνο για τη ζωή τους πήγαν
στο χωριό. Αρκετή ώρα μετά επέστρεψαν με γεμάτα τα παγούρια
νερό. Μόλις τους είδαμε κλαίγαμε από τη χαρά μας. Μείναμε και
δεύτερο βράδυ στη σπηλιά και ξημέρωσε η τρίτη μέρα. Είδα τον
παππού μου όμως πολύ ανήσυχο. Τον ρώτησαν οι θείοι μου τι
έχει και μας ανακοίνωσε όλους ότι πρέπει να φύγουμε από τη
σπηλιά γιατί έβλεπε στρατιώτες να έρχονται προς τα πάνω και οι
σημαίες που κρατούσαν ήταν τουρκικές. Έπρεπε λοιπόν να
επιστρέψουμε στο χωριό γιατί η σπηλιά ίσως ήταν πιο
επικίνδυνος τόπος. Έτσι με πολλή προσοχή, κρυμμένοι κάτω από
τα δέντρα κατεβήκαμε και πήγαμε στο σπίτι του παππού που
ήταν πολύ μεγάλο και μας χωρούσε όλους. Οι γυναίκες μπήκαν
στην κουζίνα ψάχνοντας να βρουν κάτι να μαγειρέψουν. Τα
παιδιά δεν είχαμε καταλάβει τι κινδύνους διατρέχαμε και
αρχίσαμε να παίζουμε στην πίσω αυλή. Όπως έτρεχα και έπαιζα,
ξαφνικά βλέπω τον παππού μου να σηκώνει τα χέρια ψηλά και σε
μερικά δευτερόλεπτα το σπίτι γέμισε με Τούρκους.
Άρχισαν να μας κτυπούν με τα όπλα τους για να βγούμε από το
σπίτι με ψηλά χέρια και να σταθούμε γραμμή. Οι Τούρκοι
στρατιώτες μου έκαναν εντύπωση και τρομοκρατήθηκα ιδιαίτερα
γιατί πάνω τους είχαν τρεις ζώνες από σφαίρες, ένα τσεκούρι και
ένα μεγάλο μαχαίρι, όπως εκείνο που κρατούν οι χασάπηδες.
Όταν μας μάζεψαν όλους έξω από την αυλή της εκκλησίας, μας
έβαλαν να καθίσουμε όλοι στο χώμα και κάτω από τον καυτό
ήλιο. Ρωτούσαμε τους Τούρκους τι θα μας κάνουν, αλλά δεν μας
απαντούσαν.
Μετά από ακρετή ώρα έφεραν μεγάλα φορτηγά και μας έριξαν
μέσα όπως ρίχνουν τα ζώα που τα παίρνουν για σφαγή. Από εκεί
που περνούσαμε βλέπαμε τα χαλάσματα και τα ερείπια που
αφήναν οι βαρβαρισμοί. Επίσης είδαμε πάρα πολλούς νεκρούς,
αυτοκίνητα διαλυμένα και πολλά άλλα χαλάσματα. Μετά από
4. λίγες ώρες φτάσαμε έξω από ένα τουρκοκυπριακό χωριό
ανατολικά της Κερύνειας που ονομάζεται Κιονέλλι. Εκεί μας
κατέβασαν από τα φορτηγά και μας έβαλαν κάτω από τις ελιές.
Γύρω γύρω μας ήταν πολλοί Τούρκοι και μιλούσαν μεταξύ τους.
Όταν κάποιος τολμούσε και ρωτούσε τι θα μας κάνουν μας
έλεγαν και μας έδειχναν με το μαχαίρι ότι θα μας έκοβαν τον
λαιμό μας. Εμείς ήμασταν όλοι τρομοκρατημένοι και
αγκαλιασμένοι. Το μόνο που άκουγες να βγαίνει από τα χείλη μας
ήταν προσευχές. Συνεχώς παρακαλούσαμε τον Θεό να μας
λυπηθούν και να μην μας σκοτώσουν.
Τέσσερις με πέντε ώρες μετά, ήρθε ένας τουρκοκύπριος αξιωματικός.
Μόλις κατέβηκε από το στρατιωτικό του όχημα και μας είδε όλους να
καθόμαστε τρομοκρατημένοι κάτω στο χώμα, άρχισε να φωνάζει στα
τούρκικα στους στρατιώτες του. Ένα δύο γέροντες που καταλάμβαναν
λίγα τούρκικα μας είπαν ότι ο Αξιωματικός τους είπε ότι έπρεπε να μας
αφήσουν ελεύθερους διότι ήμασταν γυναικόπαιδα. Πράγματι, σε λίγο
μας ξαναφόρτωσαν στα φορτηγά και μας επέστεψαν πίσω στο χωριό.
Εκεί μπήκαμε όλοι οι κάτοικοι σ΄ ένα σπίτι μεγάλο, για να είμαστε όλοι
μαζί και οι Τούρκοι έμειναν σε αυτοσχέδια φυλάκια γύρω από εμάς. Το
πρωί ήρθε ένας Τουρκοκύπριος, μπήκε μέσα στο σπίτι. Μας είπε τότε
να πάρουμε τα ρούχα και τα μαντήλια από τις γριές και να τα φορέσουν
τα κορίτσια. ‘Οπως μας εξήγησε πολλοί Τούρκοι στρατιώτες θα
επιχειρούσαν να μπουν μέσα στο σπίτι για να πάρουν νέα κορίτσια να
τα κακοποιήσουν. Εμείς ευχαριστήσαμε τον τουρκοκύπριο αυτόν που
έγινε ο σωτήρας μας και ακολουθήσαμε τις οδηγίες του. Στο σπίτι
αιχμάλωτοι μείνανε 22 μέρες.
Οι Τούρκοι μας έφερναν ψωμί και λίγο νερό. Το ψωμί ήταν αρκετό για
να τρώμε ένα μικρό κομματάκι όσο ένα μικρό αντίδωρο. Αν κάποτε μας
έφερναν 2,3 ελιές τότε ήμασταν πολύ χαρούμενοι. Περάσαμε πολύ
δύσκολα αυτές τις μέρες. Πολλές φορές έμπαιναν και με τα όπλα, μας
απειλούσαν ότι θα μας σκοτώσουν. Μετά από 22 μέρες μας φόρτωσαν
πάλι μέσα στα φορτηγά. Εκείνη τη μέρα μάζευαν και όλα τα χρυσαφικά
που είχαμε πάνω μας. Εγώ τότε δεν ξέρω πώς το σκέφτηκα, άλλα
έβγαλα την χρυσή μου καδένα και την Παναγίτσα μου και την έβαλα
5. κάτω από την γλώσσα μου. Με αυτό τον τρόπο κατάφερα και τα πήρα
μαζί μου. Μπαίνοντας στα φορτηγά ξεκινήσαμε. Δεν ξέραμε που θα μας
πάρουν. Περάσαμε από τα χωριά Τριμίθι, Άγιος Γεώργιος, περάσαμε
από την Κερύνεια και πηγαίναμε ακόμα. Μετά φθάσαμε σε μια περιοχή
που για πολλούς ήταν άγνωστη. Μας κατέβασαν από τα φορτηγά και
μας έσπρωχναν να περπατήσουμε. Ξαφνικά βλέπαμε τους Τούρκους
στρατιώτες να μην μας ακολουθούν. Περπατούσαμε πολύ φοβισμένοι
και τότε είδαμε φυλάκια με ελληνικές σημαίες και στρατιώτες να μας
χειροκροτούν. Χαρούμενοι καταλάβαμε ότι είμαστε στις ελληνικές
περιοχές και συγκεκριμένα στο Λήδρας Πάλας. Αρχίσαμε και εμείς να
χειροκροτούμε και να ζητωκραυγάζουμε χαρούμενοι. Μας μεταφέρανε
στο ορφανοτροφείο Λευκωσίας και εκεί μας περίμεναν άτομα της
Πολιτικής Άμυνας για να μας δώσουν ζεστό φαγητό, ρούχα, παπούτσια
και μας προσφέρουν δυνατότητα να κάνουμε μπάνιο μετά από 22
μέρες. Εγώ όμως δεν μπορούσα να χαρώ και συνέχεια έκλαιγα γιατί
άκουσα ότι βομβάρδισαν την Λάπηθο. Έκλαιγα συνεχώς γιατί νόμιζα ότι
οι γονείς μου και τα αδέλφια μου ήταν νεκροί.
Την επόμενη μέρα καθόμουν πάλι και έκλαιγα, πάνω στα σκαλιά του
ορφανοτροφείου. Με μάτια δακρυσμένα ένα αυτοκίνητο σταματά και
να βγαίνει η μαμά μου. Στην αρχή νόμισα ότι έβλεπα οπτασία, αλλά
μετά κατάλαβα ότι δεν είχα παραισθήσεις. Η μάνα μου με αγκάλιασε
και κλαίγοντας μου είπε ότι τα τρία ξαδέλφια μου τα σκότωσαν οι
Τούρκοι μπροστά στις γυναίκες και τα παιδιά τους διότι το σπίτι τους
ήταν δίπλα από την θάλασσα. Εκεί που έγινε η αποβίβασή τους. Επίσης
μου είπε ότι τους κατοίκους του Κάρμι τους σκότωσαν οι Τούρκοι.
Αποχαιρετήσαμε τον παππού, την γιαγιά, τις θείες και τα ξαδέλφια και
πήγα μαζί της μητέρας μου στη Μόρφου. Εκεί όμως μια μέρα έμεινα
γιατί δυστυχώς την άλλη μέρα έγινε η δεύτερη εισβολή και φύγαμε από
τη Μόρφου και πήγαμε στη Λεμεσό. Στη Λεμεσό μένουμε προσωρινά
εδώ και 41 χρόνια περιμένοντας την ελευθερία του νησιού μας.
Εργασία γραμμένη από το Σωτήρη Πουρίκκο, μαθητή της Στ΄1.
6. κάτω από την γλώσσα μου. Με αυτό τον τρόπο κατάφερα και τα πήρα
μαζί μου. Μπαίνοντας στα φορτηγά ξεκινήσαμε. Δεν ξέραμε που θα μας
πάρουν. Περάσαμε από τα χωριά Τριμίθι, Άγιος Γεώργιος, περάσαμε
από την Κερύνεια και πηγαίναμε ακόμα. Μετά φθάσαμε σε μια περιοχή
που για πολλούς ήταν άγνωστη. Μας κατέβασαν από τα φορτηγά και
μας έσπρωχναν να περπατήσουμε. Ξαφνικά βλέπαμε τους Τούρκους
στρατιώτες να μην μας ακολουθούν. Περπατούσαμε πολύ φοβισμένοι
και τότε είδαμε φυλάκια με ελληνικές σημαίες και στρατιώτες να μας
χειροκροτούν. Χαρούμενοι καταλάβαμε ότι είμαστε στις ελληνικές
περιοχές και συγκεκριμένα στο Λήδρας Πάλας. Αρχίσαμε και εμείς να
χειροκροτούμε και να ζητωκραυγάζουμε χαρούμενοι. Μας μεταφέρανε
στο ορφανοτροφείο Λευκωσίας και εκεί μας περίμεναν άτομα της
Πολιτικής Άμυνας για να μας δώσουν ζεστό φαγητό, ρούχα, παπούτσια
και μας προσφέρουν δυνατότητα να κάνουμε μπάνιο μετά από 22
μέρες. Εγώ όμως δεν μπορούσα να χαρώ και συνέχεια έκλαιγα γιατί
άκουσα ότι βομβάρδισαν την Λάπηθο. Έκλαιγα συνεχώς γιατί νόμιζα ότι
οι γονείς μου και τα αδέλφια μου ήταν νεκροί.
Την επόμενη μέρα καθόμουν πάλι και έκλαιγα, πάνω στα σκαλιά του
ορφανοτροφείου. Με μάτια δακρυσμένα ένα αυτοκίνητο σταματά και
να βγαίνει η μαμά μου. Στην αρχή νόμισα ότι έβλεπα οπτασία, αλλά
μετά κατάλαβα ότι δεν είχα παραισθήσεις. Η μάνα μου με αγκάλιασε
και κλαίγοντας μου είπε ότι τα τρία ξαδέλφια μου τα σκότωσαν οι
Τούρκοι μπροστά στις γυναίκες και τα παιδιά τους διότι το σπίτι τους
ήταν δίπλα από την θάλασσα. Εκεί που έγινε η αποβίβασή τους. Επίσης
μου είπε ότι τους κατοίκους του Κάρμι τους σκότωσαν οι Τούρκοι.
Αποχαιρετήσαμε τον παππού, την γιαγιά, τις θείες και τα ξαδέλφια και
πήγα μαζί της μητέρας μου στη Μόρφου. Εκεί όμως μια μέρα έμεινα
γιατί δυστυχώς την άλλη μέρα έγινε η δεύτερη εισβολή και φύγαμε από
τη Μόρφου και πήγαμε στη Λεμεσό. Στη Λεμεσό μένουμε προσωρινά
εδώ και 41 χρόνια περιμένοντας την ελευθερία του νησιού μας.
Εργασία γραμμένη από το Σωτήρη Πουρίκκο, μαθητή της Στ΄1.