2. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών
και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις
θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την
αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Ακόμη, η
κοινωνική κριτική που ασκούσε γενικότερα σε θέματα
ήταν ένας επιπρόσθετος παράγοντας που έπαιξε
σημαντικό ρόλο στον αφορισμό του.
Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς
Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη
τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω
του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και
φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί
και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16
Φεβρουαρίου 1856). Ο Λασκαράτος καταφεύγει
κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου
1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της,
Νικόλαο Κοκκίνη.
3. Στο κείμενο και ιδιαίτερα στη τελευταία παράγραφο, αναφέρεται η άποψη του Ανδρέα
Λασκαράτου για τον τρόπο που πρέπει να αναθρέφεται μία κοπέλα ώστε να κάνει έναν
ευτυχισμένο γάμο
Οι προτάσεις του αναφέρονται παρακάτω:
Πρέπει το μέλλον των κοριτσιών να απεξαρτηθεί από την απόφαση των γονέων. Δεν
θα πρέπει η κοπέλα να μεγαλώνει με μόνο σκοπό να βρεθεί ένας γαμπρός ο οποίος θα
βολευτεί με την προίκα της.
Τα κορίτσια πρέπει να έχουν την ελευθερία να διαλέγουν μόνες τους τον σύζυγο και όχι
αυτός να τους επιβάλλεται από του γονείς τους.
Οι κοπέλες πρέπει να αισθάνονται την αγάπη και την φροντίδα των γονέων τους από
το σπίτι και να μην αισθάνονται σκλαβωμένες, με αποτέλεσμα να θέλουν να φύγουν.
Οι γονείς πρέπει να φροντίζουν ώστε να καλλιεργείται το πνεύμα τους, με αποτέλεσμα
να αποκτούν κρίση και να μπορούν να επιλέξουν μόνες τους το σύντροφο τους για την
υπόλοιπη ζωή τους και έτσι να μην γίνονται θύματα εκμετάλλευσης του κάθε επιτήδειου
που αποσκοπεί στην προίκα τους.
Αντίθετα, στην σύγχρονη κοινωνία οι αντιλήψεις που υπάρχουν είναι διαφορετικές. Το
μέλλον του κοριτσιού πλέον, εξαρτάται από τη δική της απόφαση και λιγότερο από τη
γνώμη και την άποψη των γονέων της για τον ιδανικό σύζυγο και άνδρα. Ο θεσμός της
προίκας καταργήθηκε, διότι ο πιθανός γαμπρός δεν <<εξαγοράζει>> την νύφη αλλά την
<<κερδίζει>> μέσω του χαρακτήρα του.
4. Η προίκα είναι ένας θεσμός κατά τον οποίο η οικογένεια παραχωρεί στη νύφη την περιουσία της
όταν παντρεύεται. Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή
της γυναίκας στον κοινό βίο.
Οι συνήθεις λόγοι που επιβαλλόταν ήταν αρχικά οικονομικοί και στη συνέχεια κοινωνικοί. Πέρα από τα
φυσικά προσόντα της νύφης, αιτία γάμου αποτελούσε και η προίκα. Η προίκα ήταν ένα συμβόλαιο
γάμου, έγγραφο και ενυπόγραφο, το οποίο επιβεβαιωνόταν από το προικοσύμφωνο. Ήταν μια ενέργεια
στην οποία το συναίσθημα είχε ανύπαρκτο ρόλο στην διαδικασία λήψεως της απόφασης.
Οι γονείς κάθε κοπέλας προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια της μέχρι τη στιγμή που θα την ζητούσε
κάποιος να συλλέξουν όση περισσότερη προίκα μπορούσαν για να παντρευτεί. Συνήθως η προίκα
αποτελούνταν από ρούχα, αλλά οι πιο εύποροι έδιναν κοσμήματα, κτήματα γης, ζώα, καθώς και
κατοικίες. Στην ουσία η προίκα ήταν μια αποζημίωση στον άντρα, καθώς εξασφάλιζε την ελάφρυνση
της οικογένειας σε πολλούς τομείς και του συζύγου από τα βάρη της. Τέλος ,η προίκα είναι ένα
σύμβολο μέσα από το οποίο μπορούσε κανείς να διακρίνει την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας.
Σήμερα, οι αντιλήψεις γύρω από το θεσμό της προίκας και η εφαρμογή της, έχουν οριστικά εκλείψει
στην Ελλάδα. Επιβεβαίωση της έκλειψης ήταν ο νόμος που θεσπίστηκε επί Κυβέρνησης Α.
Παπανδρέου το 1983 που κατάργησε τον θεσμό της προίκας.
Στην περίπτωση του προξενιού την πρωτοβουλία είχαν οι γονείς κατά κύριο λόγο, οι συγγενείς στη
συνέχεια , αλλά και διάφοροι προξενητάδες αναλάμβαναν να μεταφέρουν στην άλλη πλευρά το
ενδιαφέρον.
Στα προξενιά μέσα στο χωριό δεν χρειάζονταν πολλά λόγια γιατί όλα ήταν γνωστά για τους
υποψήφιους συζύγους. Τα οικονομικά, τα οικογενειακά, τα προσόντα ακόμα και τα κουσούρια τους
ήταν γνωστά.
Έτσι το ναι ή το όχι ήταν εκ των προτέρων γνωστό, γιατί το προξενιό γίνονταν μόνο όταν υπήρχαν
πιθανότητες συμφωνίας. Αν το προξενιό γίνονταν από άλλο χωριό τότε την πρόταση συνόδευαν και τα
προσόντα της νύφης. Αν είναι από καλό σόι, νοικοκυρά, δουλευταρού, χρυσοχέρα, αν είχε προίκα,
ρουχισμό, χωράφια κλπ.
Αν υπήρχε αρχική συμφωνία ορίζονταν η μέρα επίσκεψης - γνωριμίας στο σπίτι της μέλλουσας νύφης,
όπου θα γίνονταν η πρώτη γνωριμία μελλονύμφων, πεθερικών και κοντινότερων συγγενών.
5. Γεννήθηκε στο Ληξούρι(1811-1900). Στην Κέρκυρα,
όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Ιόνιο
Ακαδημία, είχε δάσκαλο τον Κάλβο. Γνώρισε επίσης
το Σολωμό. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και Γαλλία
και διορίστηκε ειρηνοδίκης στην πατρίδα του. Μετά
τον αφορισμό για το βιβλίο του <<Τα μυστήρια της
Κεφαλονιάς>> (1856) αντιμετώπισε πολλούς
εξευτελισμούς και ταπεινώσεις και αναγκάστηκε να
καταφύγει στη Ζάκυνθο και από εκεί στο Λονδίνο. Οι
κατατρεγμοί του τελείωσαν, όταν ένα χρόνο πριν από
το θάνατό του με τη μεσολάβηση ενός φωτισμένου
και φιλελεύθερου δεσπότη λύθηκε ο αφορισμός του.
Έργα: <<Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς>>, <<Ιδού ο
άνθρωπος>>, <<Άπαντα>>.
6. 4β)Στο έργο του Λασκαράτου κυριαρχεί πνεύμα φιλελεύθερο,
κριτικό, δεικτικό και το ύφος του συχνά γίνεται έντονα καυστικό.
Συνεπής στους λόγους και τα έργα του διώχτηκε για την
ελευθεροστομία του, δεν έχασε ποτέ όμως τη μαχητικότητά του.
Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τον χαρακτήρισαν ως τον
κυριότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Α΄
Αθηναϊκή Σχολή.
4γ) Ο Ανδρέας Λασκαράτος σύμφωνα με το έργο του έχει
χαρακτηριστεί ως ένας από τους πρώτους φεμινιστές
λογοτέχνες. Σύμφωνα με το κείμενο χαρακτηρίζει τη γυναίκα
τυραννεμένο, κακομεταχειρισμένο, υβρισμένο και αδικημένο
ων, ενώ δεν υπάρχει άλλο μέσο ελευθέρωσης από τη σκλαβιά
της, πάρα μόνο με τον γάμο. Η άποψη του Ανδρέα Λασκαράτου
για την κοινωνία της εποχής του είναι: η κοινωνία παραμένει
σταθερή και δεν εξελίσσεται και δεν ακολουθεί τους νέους
ρυθμούς με αποτέλεσμα οι κύριοι μέθοδοι για γάμο να
περιλαμβάνουν τη προίκα και το προξενιό.