3. [ 3 ]
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Καταραμένοι ποιητές,
αφήσατε τις θλιμμένες στιγμές σας
στα αχτένιστα μαλλιά μου·
να χτενίζομαι και κόμποι
να γίνονται οι στίχοι,
σάρκα μία με το χτενάκι.
Κι εγώ στεγνή, κατάστεγνη
με τ’ αχυρένια μου μολύβια,
άγκυρα να ’χω ρίξει στο χαρτί
οδυνηρά παρούσα στις σελίδες σας.
4. [ 4 ]
ΠΩΣ ΝΙΩΘΩ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Νιώθω το ποίημα
στο πρώτο ανοιχτό κουμπί της ζακέτας,
στο δάχτυλο που φτιάχνει σχέδια στη σκόνη,
στα κίτρινα φύλλα που οδηγούνται στη φυσική πτώση
αφού πρώτα γίνουν κόκκινα,
στη βροχή που ανακαλύπτει χρόνους παλιούς,
στους πάγκους που πωλείται η ανεργία,
σε διαμερίσματα των πενήντα τετραγωνικών
που κοιμούνται θυμωμένοι και ερωτευμένοι άνθρωποι.
Στα βράδια που η κουβέρτα ζεσταίνει τα εναπομείναντα,
τα γενικά και αόριστα συναισθήματα
αρκεί να είναι βελουτέ με λουλούδια,
στις βεράντες με τον βασιλικό και τις τριανταφυλλιές,
τόσο στενές που χωράει μονάχα το χρώμα και η ευωδία τους,
στον δρόμο που ρίχνει μικρά ανθάκια η ιτιά η κλαίουσα,
στο αναγκαίο αδιαίρετο όνειρο.
Στον λυγμό του κλαρίνου, σε τραγουδιστές τρίτης ευκαιρίας,
σε εκείνο που δεν φαίνεται κι ας πονά κι ας χαίρεται,
σε εκείνο που προσπερνάμε ως δεδομένο
ως συνηθισμένο, ως ανάξιο να κεντρίσει
τον ανώτερο πνευματικά εαυτό μας.
Στην απόσταση και στο δίπλα του έρωτα,
στις στιγμές που αγνοούμε,
στις αιτίες της φθοράς, της γέννησης και της χαράς,
στα αμαρτωλά μήλα, σε ό,τι έρχεται και φεύγει
σε ό,τι μένει στην πενιχρή και εύθραυστη ψυχή μας.
5. [ 5 ]
ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ
Ο ήρωας δεν μιλά πολύ,
γεμίζει το στομάχι με εμπειρίες της ζήσης του.
Φυτεύει λουλούδια για τις μελλοντικές γενεές,
κρεμά τα ρούχα του δίπλα στους λογαριασμούς.
Δεν έχει χρήματα για βιβλία,
τον απωθούν οι ειδήσεις στην τηλεόραση,
τις βλέπει, τις μασάει και τις φτύνει.
Δεν κάνει μακρινά ταξίδια,
ξαναερωτεύεται με τραγούδια,
μιλά, γελά και είναι τίμιος με τον εαυτό του.
Γνωρίζει τι είναι ηρωικό,
αφήνει τη νύχτα να μπει στο σπίτι του
και το πρωί τη διώχνει.
Πάει στο ψαράδικο και αγοράζει μαρίδες.
Ο πατέρας του ήταν οποιοσδήποτε,
η μάνα του μαγείρευε τις Κυριακές κοκκινιστό.
Η καθημερινότητα τον καταπίνει,
βγαίνει στη βεράντα με θέα ώς το επόμενο τετράγωνο,
βλέπει μακριά σε μέρη που δεν πήγε,
αγαπά τα ταπεινά γονατίσματα.
Ο ήρωας είναι πάντα έτοιμος, δεν γνωρίζει ακριβώς γιατί
μα νιώθει έτοιμος για κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ζει.
Ξεχωρίζει την απόσταση απ’ το ναι ώς το όχι,
γράφει στα κλεφτά στιχάκια και τα χαρίζει
χωρίς να ζητά πνευματικά δικαιώματα.
Νιώθει το ίσως πιθανό,
πως το ανέφικτο είναι και εφικτό
στον δρόμο που διασχίζει.
Ο ήρωας ξέρει πως είναι τυχερός που γνωρίζει
πως υπάρχουν κι άλλοι σαν αυτόν.
6. [ 6 ]
ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ
Ζούμε εντός των τειχών υπό διαρκή επίβλεψη.
Ο ήχος της σιωπής σιωπά,
ήσυχος ησυχασμός το σύννεφο στο κεφάλι μας.
Καιρός αίθριος μετά φόβου προσεχών καταιγίδων,
χωροταξία στην ύπαρξη,
χωροαταξία στη σκέψη.
Νομάδες στίχων-στιγμών
υπακούμε στην πίστη της γέννησης,
–Λόλα, να πάρε ένα μήλο–
συναίνεση της τροφής
που χορταίνει αχυράνθρωπους
και χρυσό χάρισμα από τη διδακτέα ύλη.
Εμείς ζούμε τους τίτλους του παρελθόντος.
Ποιος θα νιώσει τις λέξεις σου;
Ποιος θα διαβάσει τα μάτια σου;
Ποιος θα αισθανθεί την αγάπη σου;