1. «Ο καθημερινός καταιγισμός με ειδήσεις που αναφέρονται στις βιοϊατρικές εξελίξεις προκαλεί
ανάμεικτα συναισθήματα δέους, θαυμασμού και απορίας. Δέος και θαυμασμό μπροστά στις νέες
προοπτικές που ανοίγονται σχετικά με τη δημιουργία ή τη θεραπεία της ζωής και απορία ως προς τις
δυνατότητες των ατόμων και των κοινωνιών να επεξεργασθούν, να εκμεταλλευθούν και να
διαχειρισθούν τις νέες γνώσεις και δυνατότητες και να τις συμβιβάσουν με παγιωμένες ηθικές και κοι-
νωνικές αντιλήψεις.
Και ενώ η ζωή μονοπωλεί το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης, λόγω των συνεχών
προοπτικών που ανοίγονται στο χώρο της υποβοηθούμενης τεκνοποιίας, το άλλο άκρο της ζωής, ο
θάνατος, έχει πάψει πια να είναι αυτό που ήταν. Οι δυνατότητες μηχανικής υποστήριξης του ασθενούς
στην περίπτωση του εγκεφαλικού θανάτου ή οι δυνατότητες «συντήρησης» ασθενών σε άλλες
περιπτώσεις, που πολλές φορές συνοδεύονται από αφόρητο πόνο, προκαλούν σωρεία ερωτημάτων
σχετικά με το όριο της ζωής και τα όρια της ανθρώπινης επέμβασης». (Απόστολος Γεωργιάδης,
www.bioethics.org.gr)
Το ζήτημα, λοιπόν, αν θα πρέπει να δίνεται ή όχι τέλος στη ζωή όποιου πάσχει από ανίατη και
επώδυνη ασθένεια, το ζήτημα της ευθανασίας, γίνεται ένα από τα ακανθώδη προβλήματα της εποχής
μας, καθώς αγγίζει τα ακραία όρια της ηθικής και του δικαίου επιβάλλοντας την επανεξέταση των
εννοιών της ελευθερίας, της αυτονομίας και της ευθύνης.
Αρχικά η λέξη ευθανασία σήμαινε τον εύκολο ή ευτυχή θάνατο. Σήμερα, με την έννοια που
χρησιμοποιείται διεθνώς, σημαίνει την πράξη ή την παράλειψη πράξης, που προκαλεί για
ανθρωπιστικούς λόγους τον καίριο θάνατο αρρώστου που πάσχει από ανίατη επώδυνη ασθένεια.
Η ευθανασία διακρίνεται σε:
α) Ενεργητική. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για την ευθεία θανάτωση του πάσχοντος από
ανίατη ασθένεια, μετά από απαίτησή του ή και χωρίς αυτή.
β) Παθητική. Πρόκειται για τη διακοπή της υποστήριξης που προσφέρεται στον ασθενή με
τεχνικά ιατρικά μέσα, εφόσον κρίνεται από τους γιατρούς ότι δεν έχει νόημα να παρατείνεται μια
ζωή που σβήνει επώδυνα και αναπότρεπτα. Αυτή η μορφή ευθανασίας σχετίζεται με την εξέλιξη της
σύγχρονης ιατρικής, με την οποία αυξήθηκαν οι δυνατότητες και οι πιθανότητες για τη διατήρηση
και παράταση της ζωής πέρα από τα φυσιολογικά όρια.
γ) Έμμεση. Πρόκειται για τη χορήγηση φαρμάκων σε ασθενείς που πάσχουν από ανίατη ή βαριά
ασθένεια, ώστενα μετριαστούν οι αφόρητοι πόνοι που νιώθουν. Στην περίπτωση αυτή ο θάνατος δεν
επιδιώκεται, αλλά επέρχεται ως πιθανή παρενέργεια των φαρμάκων που χορηγούνται στον ασθενή.
Την απόφαση να δοθεί τέλος, με ευθανασία, στη ζωή του αρρώστου που πάσχει από ανίατη και
επώδυνη ασθένεια την παίρνουν μέλος ή μέλη της οικογένειάς του και ο γιατρός, που κρίνει πότε
έχει εκλείψει κάθε ελπίδα θεραπείας του αρρώστου. «Για το γιατρό είναι μια στιγμή πραγματικά
τραγική. Για τον ταγμένο να υπηρετεί τον άρρωστο με αφοσίωση και αυταπάρνηση, κάτι τέτοιο σημαίνει
βαθιά απόγνωση. Μια απόγνωση που ξεκινά από την αδυναμία του να ανακουφίσει, έστω και για λίγο,
τον πόνο του συνανθρώπου του, από τη βαθιά οδύνη που νιώθει βλέποντας το χάσιμο κάθε ελπίδας για
ζωή». (Αντ. Κουτσελίνης) Εκτελεστής της απόφασης για ευθανασία είναι ο ίδιος ο γιατρός ή κάποιος
από το νοσηλευτικό προσωπικό, κατόπιν εντολής του.
Υπέρ
Η ανάγκη να εφαρμόζεται η ευθανασία, εφόσον συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις,σχετίζεται
με το δικαίωμα που έχει ο άνθρωπος όχι μόνο να ζει με αξιοπρέπεια, αλλά και να πεθάνει με
αξιοπρέπεια. Και ο θάνατος με ευθανασία μπορεί να θεωρηθεί αξιοπρεπής, όταν κάποιος δεν
εξαναγκάζεται να ζειμαρτυρική και αξιολύπητη ζωή. Μπροστά σεμια τέτοια κατάσταση ο άνθρωπος
δικαιούται να «ρυθμίσει» τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις,
ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
2. ώστε τα «τέλη του να είναι ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά».
Όπως ένας άρρωστος μπορεί εκ των προτέρων να αποκλείσει μια θεραπεία, έτσι μπορεί και να
σταματήσει μια θεραπεία που τον κρατάει με μηχανικά μέσα στη ζωή. Η κατάσταση μετατροπής του
ανθρώπου σε φυτό είναι τραγική και οικτρή. Γι’ αυτό είναι προτιμότερος ο θάνατος. Και για άτομα
που δεν είναι σε θέση να εκφράσουν τη βούλησή τους, επειδή για παράδειγμα βρίσκονται σε κώμα,
την απόφαση για ευθανασία μπορεί να πάρει νόμιμος αντιπρόσωπός τους ή μια ειδική αρχή.
Για αρρώστους που υποφέρουν από επώδυνες ασθένειες,παραδείγματος χάρη καρκινοπαθείς που
η αρρώστια τους βρίσκεται σε τελευταίο στάδιο, ο θάνατος είναι λύτρωση, καθώς φέρνει οριστικά
στον καταδικασμένο άρρωστο που υποφέρει ανακούφιση και γαλήνη. Η σύντμηση της ζωής για να
απαλλαγεί ο ασθενής από αβάσταχτους πόνους, είναι προτιμότερη από την ενδεχόμενη διατήρηση
της ζωής λίγο χρόνο ακόμα.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνεται ευθανασία
Καταρχήν, η θεραπεία μπορεί να διακόπτεται, όταν πλέον δεν πρόκειται για παράταση της ζωής,
αλλά για παράταση της διαδικασίας του θανάτου· όταν πια ο άρρωστος βασανίζεται από αφόρητους
πόνους ή έχει χάσει την ικανότητα αντίδρασης και επικοινωνίας με το περιβάλλον, όταν η απώλεια
της συνείδησης είναι οριστική.
Ειδικότερα οι γιατροί μπορούν να καταφεύγουν σε ευθανασία, αν:
1. Ο ασθενής υποφέρει από ανυπόφορους και ακατάπαυστους πόνους εξαιτίας κάποιας ασθένειας
που έχει ιατρικά διαγνωσθεί.
2. Η ορθότητα της διάγνωσης έχει επιβεβαιωθεί και από δεύτερο γιατρό.
3. Ο γιατρός έχει καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα
ανάρρωσης του ασθενούς.
4. Ο ασθενής έχει επανειλημμένα ζητήσει βοήθεια, προκειμένου να θέσει τέρμα στη ζωή του.
5. Ο ασθενής είναι ανήλικος, έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους οι γονείς του.
6. Η ζωή του ασθενούς τερματίζεται με τον πρόσφορο ιατρικό τρόπο.
Κατά
Η ευθανασία θεωρείται ηθικά απαράδεκτη, επειδήμε αυτή κόβεται το νήμα της ζωής ενός ανθρώπου,
όπως συμβαίνει με την αυτοκτονία και το φόνο.
Από θεολογική, λοιπόν, άποψη είναι ανεπίτρεπτη, γιατί η ζωή είναι δώρο του Θεού, είναι ιερή
και απαραβίαστη και για κανένα λόγο δεν μπορεί κανείς να την αφαιρέσει. Εκτός αυτού ο άρρωστος
δείχνει απιστία, όταν ο ίδιος, ή ο θεράπων ιατρός, βάζει τέλος στη ζωή του χωρίς να περιμένει την
απόφαση του Θεού που είναι δίκαιος και φιλεύσπλαχνος.
Τα παθήματα και οι αρρώστιες είναι συνυφασμένες με την ύπαρξή μας. Χρέος των γιατρών είναι
η ανακούφιση και η θεραπεία του αρρώστου. Η πρόταση της ευθανασίας ως λύσης του πολύπλοκου
προβλήματος των ανθρώπινων δεινών είναι πολύ επικίνδυνη τακτική. Η νομιμοποίηση της
ευθανασίας θα διαταράξει τη σχέση του αρρώστου με το ιατρικό προσωπικό. Θα κλονιστεί η
εμπιστοσύνη, όταν θα γνωρίζουν ότι εκείνοι στους οποίους ανέθεσαν τη φροντίδα της ζωής τους
έχουν δικαίωμα να τους θανατώσουν.
Εξάλλου, από την αρχαιότητα ακόμα έχει καταδειχθεί η ηθική υποχρέωση του γιατρού για την
προστασία της ζωής του αρρώστου. Με τον όρκο του Ιπποκράτη ο γιατρός υπόσχεται: «θα δίνω
αγωγή-δίαιτα για το καλό των ασθενών μου σύμφωνα με την ικανότητα και την κρίση μου και δε θα
βλάψω ποτέ κανένα. Δε θα δώσω θανατηφόρο φάρμακο σε κανένα, ακόμα κι αν μου ζητηθεί, ούτε θα
δώσω συμβουλή που μπορεί να προξενήσει το θάνατό του».
Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το χρόνο επέλευσης του θανάτου.
Ενδεικτικά αναφέρονται περιπτώσεις ασθενών οι οποίοι θεραπεύτηκαν, αν και σύμφωνα με ιατρική
γνωμάτευση έπασχαν από καρκίνο που βρισκόταν σετελικό στάδιο. Σήμερα, μάλιστα, με την πρόοδο
της ιατρικής και της φαρμακευτικής πάντα υπάρχει η ελπίδα καταπολέμησης ασθενειών που μέχρι
χτες θεωρούνταν ανίατες. Κι αν αυτό δε συμβεί, ο γιατρός έχει στη διάθεσή του θεραπευτικά μέσα
και φάρμακα με ισχυρή αναλγητική και ανακουφιστική δράση, που εξασφαλίζουν στον άρρωστο
3. ήρεμη και αξιοπρεπή επιβίωση, μέχρις ότου επέλθει το μοιραίο.
Στην περίπτωση κατά την οποία τίθεται θέμα ευθανασίας, ο άρρωστος θεωρείται βάρος για την
οικογένειά του και την κοινωνία. Πρόκειται ουσιαστικά για μια καθαρά ωφελιμιστική αντίληψη της
ζωής, ένα είδος κοινωνικού δαρβινισμού, σύμφωνα με την οποία αξίζει να ζουν μόνο οι υγιείς και οι
δυνατοί. Η νομιμοποίηση της ευθανασίας θα δημιουργήσει μια κατηγορία ανθρώπων που θα
αισθάνονται ότι είναι -ή θα γίνουν- ανεπιθύμητοι, για παράδειγμα άνθρωποι που πάσχουν από
χρόνιες παθήσεις, ανάπηροι ή άνθρωποι που βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία. Και τι μπορεί να
συμβεί, αν το κριτήριο για να χορηγηθεί ή όχι η θεραπεία που χρειάζεται ένας άρρωστος είναι το
κόστος της και όχι η προστασία της ζωής του; Θα αποφασίζουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί αν θα
πρέπει-ακριβέστερα αν συμφέρει-να θεραπευτεί; Το ίδιο ωφελιμιστικά μπορεί να είναι και τα
κίνητρα των μελών της οικογένειας, όταν ζητούν για τον άρρωστό τους ευθανασία. Το αίτημα αυτό
δεν αποκλείεται να οφείλεται σε απαλλαγή από το βάρος της αρρώστιας, σε κληρονομικές υποθέσεις
και γενικότερα σε οικονομικά οφέλη.
Τέλος, ο κίνδυνος να γίνει κατάχρηση του νόμου είναι πολύ μεγάλος. Το αποδεικνύει το
παράδειγμα της Ολλανδίας, όπου η ευθανασία είναι νόμιμη. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1991
αναφέρθηκαν 1990 περιπτώσεις ευθανασίας από τις οποίες στις 1030 δεν υπήρχε ξεκάθαρη έκφραση
της θέλησης του αρρώστου. Το 70% των περιπτώσεων ευθανασίας αναφέρθηκαν παράνομα ως
θάνατοι από φυσικά αίτια. Σε μια πρόσφατη μελέτη στο Lancet αναφέρεται πάλι για την Ολλανδία
ότι μέχρι το Μάιο του 1993 το 41% των περιπτώσεων ευθανασίας έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του
ασθενούς.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι δεν αρκεί μόνο η απαγόρευση της ευθανασίας από την πολιτεία
ούτε η καταδίκη της από την κοινωνία. Πρέπει η πολιτεία να δίνει τη δυνατότητα και τα μέσα σε
όσους πάσχουν από βαριές και επώδυνες ασθένειες να νοσηλεύονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα χωρίς
να βασανίζονται και οι ίδιοι και οι οικείοι που τους περιθάλπουν. Και η κοινωνία πρέπει να μην είναι
ηθικά ανάλγητη στον πόνο, στην εξαθλίωση και στη δυστυχία αρρώστων, ανάπηρων και
ηλικιωμένων. Γιατί το δικαίωμα όλων των ανθρώπων για αξιοπρεπή ζωή προηγείται του δικαιώματος
για αξιοπρεπή θάνατο.