3. Η ΕΝΗΛΙΚΊΩΣΗ
Κάποτε ζούσε μια μικρή φώκια με γυαλιστερό δέρμα και
λαμπερά μάτια. Ήταν έξυπνη, τολμηρή και πολύ ευχαρι-
στημένη με τα χορευτικά παιχνίδια της στο νερό. Πολλές φο-
ρές έκανε μεγαλύτερα ταξίδια, γιατί ήθελε να γνωρίσει μακρι-
νούς, καινούριους κόσμους.
Μια μέρα, σε αυτές τις αποδράσεις της έφτασε μέχρι μια
μακρινή ακτή. Αποκαμωμένη, ξάπλωσε πάνω σ’ έναν βράχο
κοντά στην αμμουδιά για να ξεκουραστεί. Ήταν μια παράξε-
νη βραδιά, αλλιώτικη από τις σκοτεινές νύχτες του βυθού. Το
φως του φεγγαριού έκανε το νερό να λαμπυρίζει και ο παφλα-
σμός των κυμάτων ακουγόταν στ’ αυτιά της σαν απόκοσμη
μουσική.
Ήθελε να χορέψει αλλά το δέρμα της, καθώς αυτή μεγά-
λωνε τόσο γρήγορα, τη στένευε στις κινήσεις της. Έτσι, σκέ-
φτηκε να το βγάλει και να μείνει γυμνή κάτω απ’ το φεγγαρό-
φωτο. Το άφησε πάνω στον βράχο για να το φορέσει πάλι με-
τά. Ανάλαφρη πια, σαγηνεμένη απ’ την πρωτόγνωρη εμπειρία,
άρχισε να χορεύει.
Χωρίς το όριο του δέρματος είχε γίνει ένα με τις αισθήσεις
της. Ξεκίνησε τότε να τραγουδάει τον ύμνο της ιερής ευγνω-
μοσύνης στη θάλασσα, που από μικρή είχε μάθει από τη γιαγιά
4. 4 ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ
της. Η μητέρα της μητέρας της ήταν ταυτόχρονα και η αρχέγο-
νη μητέρα του βυθού.
Ψάρια πολλά μαζεύτηκαν γύρω της. Άκουγαν γοητευμέ-
να το τραγούδι και με έκθαμβα μάτια έβλεπαν τους ιριδισμούς
στο γυμνό κορμί της. Σιγά σιγά άρχισαν να χορεύουν και αυτά
μαζί της. Πόσος χρόνος πέρασε δεν κατάλαβε η μικρή φώκια.
Όταν η μαγεία τελείωσε και το φεγγάρι ήταν έτοιμο να απο-
συρθεί, γύρισε στον βράχο να φορέσει το δέρμα της για να επι-
στρέψει στο κοπάδι της. Αλλά αυτό δεν ήταν εκεί.
Χωρίς αυτό ένιωσε αποπροσανατολισμένη· δεν ήξερε πού
βρίσκεται, είχε χάσει πλέον τον δρόμο του γυρισμού.
Βάλθηκε να σκάβει στην άμμο της ακροθαλασσιάς, να ψά-
χνει στις εσοχές του βράχου. Σήκωνε τις πέτρες και τα φύκια,
όμως το δέρμα δεν υπήρχε πουθενά. Αισθάνθηκε μόνη και πα-
γιδευμένη. Τα δάκρυά της κυλούσαν πάνω στο γυμνό κορμί
που πάγωνε όλο και πιο πολύ. Το καθένα έσταζε πάνω στο άλ-
λο και σχημάτιζαν λέπια που την έκαναν να μοιάζει με ψάρι.
Ο πόνος για την απώλεια του δέρματος ήταν τόσο καυτός
που ανέβασε τη θερμοκρασία της θάλασσας και τα ψάρια εξα-
τμίστηκαν. Το μολυσμένο νερό έγινε κατάμαυρο, γεμάτο δί-
νες, έτοιμο να την καταπιεί.
Τότε, με την πιο δυνατή φωνή της ρώτησε τη Μεγάλη Μη-
τέρα του βυθού, τη γιαγιά της, τι να κάνει. Ένα μεγάλο κύμα
ανέβηκε από τα βάθη της θάλασσας μαζί μ’ έναν ήχο δυνατό,
όμοιο με το τραγούδι της φώκιας. Σταμάτησε στην άκρη της
αμμουδιάς κοντά στα πόδια της. Μ’ ένα πήδημα σκαρφάλωσε
επάνω του και αυτό την παρέσυρε στην υπόγεια σπηλιά που
ήταν καλά κρυμμένη ανάμεσα στους βράχους. Επάνω σε μία
πέτρα είδε το δέρμα της, στιλπνό και γυαλιστερό, να την περι-
μένει. Το φόρεσε. Είχε περάσει τη δοκιμασία έξω από τα γνω-
στά νερά και ένιωθε με την εμπειρία ολοκλήρωση.
Με γρήγορες κινήσεις βούτηξε στον βυθό. Τώρα γνώριζε
καλά τον δρόμο της επιστροφής.
5. Η ΣΠΗΛΙΆ
Οψαροντουφεκάς Νότης έπαιρνε πάντα μαζί του τη δεκα-
πεντάχρονη Ινώ. Η μοναχοκόρη του είχε από μικρή πά-
θος να κατασκευάζει γλυπτά με πέτρες, κοχύλια και ξύλα που
έβρισκε στην αμμουδιά.
Πατέρας και κόρη άφησαν τα ρούχα τους σε μία αβαθή εσο-
χή σπηλιάς καλά κρυμμένη ανάμεσα σε δύο βράχους. Όπως
πάντα, αυτός ανοίχτηκε στα βαθιά με το ψαροντούφεκο και
το κορίτσι περπάτησε στην αμμουδιά ψάχνοντας για τα δώρα
της θάλασσας.
Η Ινώ επέστρεψε στη σπηλιά κουρασμένη, με το δίχτυ της
γεμάτο γυαλιστερές και αστερίες. Τότε άκουσε έναν ασυνή-
θιστο θόρυβο και φοβισμένη κρύφτηκε πίσω από τον μεγά-
λο βράχο.
Είδε δέκα γυναίκες να προβάλλουν μέσα από τη διπλανή
υγρή σπηλιά. Καθεμία κρατούσε μια μικρή υδρία στο χέρι και
έπινε μέσα απ’ αυτήν ένα αρωματικό ποτό. Επάνω στα ρούχα
τους ήταν κολλημένα κόκκινα κοράλλια και παράξενα αστρα-
φτερά κοχύλια.
Οι γυναίκες άναψαν φωτιά με ξύλα που ξέβραζε η θάλασ-
σα. Ύστερα άρχισαν να χορεύουν σε κύκλους και να τραγου-
δούν σε μια παράξενη, ακατάληπτη γλώσσα.
6. 6 ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ
Η Ινώ κατάλαβε ότι επικαλούνταν συνέχεια κάποιον θεό
με το όνομα Ζοάν, του οποίου μάλλον ήταν ιέρειες. Η επανά-
ληψη του φθόγγου ζζζ μετέτρεπε το τραγούδι σε ηχηρή ιερή
επίκληση που έβγαινε από τα σωθικά της θάλασσας.
Οι χορευτικές κινήσεις τους σταδιακά γίνονταν άγριες και
απειλητικές. Ύψωναν τα χέρια τους σε δέηση και ύστερα τα
ένωναν δημιουργώντας μία θέση στο κέντρο του κύκλου, σαν
βωμό έτοιμο για θυσία.
Τότε ήταν η στιγμή που μία από αυτές αντιλήφθηκε την
Ινώ και στύλωσε το βλέμμα πάνω της. Κάτι ψιθύρισε στις υπό-
λοιπες και όλες μαζί στράφηκαν προς το μέρος της. Πριν προ-
λάβει εκείνη να τραπεί σε φυγή, όρμησαν επάνω της και την
περικύκλωσαν. Τη σήκωσαν στα χέρια τους και με ιαχές την
έβαλαν στο κέντρο του κύκλου. Με το ζόρι τής άνοιξαν το
στόμα και την πότισαν με το ποτό τους.
Η Ινώ ένιωσε μια ελαφριά ζάλη και συγχρόνως μούδια-
σε το κορμί της. Με τελετουργικές κινήσεις ξεγύμνωσαν το
σώμα της και το σκέπασαν με φύκια και λευκά κρίνα της άμ-
μου. Το εναπόθεσαν στον πρόχειρο βωμό που είχαν φτιάξει
από μεγάλα όστρακα πίνας, αρμυρίκια και κλαδιά αγριοτζι-
τζιφιάς.
Οι γυναίκες, αυτήν τη φορά, άρχισαν έναν ξέφρενο ερωτι-
κό χορό. Πρώτα χάιδευαν με τα χέρια τα κορμιά τους και ύστε-
ρα την Ινώ. Ο φθόγγος ζζζ στο τραγούδι τους ολοένα και δυ-
νάμωνε.
Και τότε η Ινώ τον είδε. Αναδυόταν μέσα από το νερό.
Ένιωσε πως τον περίμενε από πάντα. Το κεφάλι του έλαμπε
σαν ένας μικρός ήλιος και της φάνηκε πως από τη μέση και κά-
τω το κορμί του ήταν γεμάτο λέπια.
Οι κραυγές των γυναικών είχαν γίνει ένα με τους ήχους
της θάλασσας. Τα ξέπλεκα μαλλιά κυμάτιζαν όμοια με πλοκά-
μια χταποδιών που θα τη ρουφούσαν ολόκληρη με τις βεντού-
ζες τους. Τα χέρια τους έτοιμα να τη διαμελίσουν. Άρχισε να