Ο Λουκιανός και η Αληθής Ιστορία.




   •   Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα,
       πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120
       μ.χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
       Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον
       έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε
       πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του
       τον επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και
       επέστρεψε στο σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να
       στραφεί στα γράμματα (στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς
       ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της
       επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη
       ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη
       δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη
       σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον
       προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις
       ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας,
       της Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας.

Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε,
θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και
στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του
Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο,
εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των
Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του.
Θαύμαζε τη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους
χαρακτήρες πολλών διαλόγων του. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωϊκούς,
ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες
ύφος τους και τον δογματισμό τους.

Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες
φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στο

διάλογό του Ἑρμότιμος, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη
ψυχολογία του "οπαδού" μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης.

Το 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής
εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον
τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό,
πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως,
ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό.
Είναι ένας λόγος οξύς, όσο και υπεύθυνος.

Προς το τέλος της ζωής του έκανε μια δραστική στροφή σε σχέση με τα παλιά ιδανικά
του. Καλλιέργησε σχέσεις με ισχυρούς ανθρώπους και έκανε αυτό ακριβώς που τόσο
συχνά στηλιτεύει στα έργα του: εξασφάλισε μια θέση ανώτατου διοικητικού στην
Αίγυπτο, με παχυλό μισθό.

Ο θάνατός του χρονολογείται μεταξύ των ετών 180 και 192 μ.Χ.



   •   Ο Λουκιανός έγραψε πολλά έργα που σώζονται μέχρι και σήμερα. Ένα απ’ αυτά
       είναι η Αληθής Ιστορία. Σε αυτή διακωμωδεί μια κατηγορία λογοτεχνικών
       έργων που ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στην εποχή του,. Ήταν όμως γεμάτα από
       υπερβολές και εξωπραγματικές καταστάσεις. Ο συγγραφέας ξεκινά για ένα
       θαλάσσιο ταξίδι με πολλά απρόοπτα. Επισκέπτεται ,μεταξύ άλλων, και το νησί
       των Φελλόποδων, όπου όλα είναι ασυνήθιστα και παράξενα. Ενδεικτική της
       δροσιάς που αποπνέει ο λόγος του είναι και η αφέλεια με την οποία εξηγούνται
       όλα τα δυσεξήγητα που περιγράφει. Εδώ σας παρουσιάζουμε ένα απόσπασμά
       της το οποίο έχει αποδοθεί στα Νέα Ελληνικά:

Πλέουμε περίπου 300 στάδια και αγκυροβολούμε σε ένα μικρό και έρημο νησί. Και, αφού
μείναμε στο νησί πέντε ημέρες, την έκτη ξεκινάμε και την όγδοη διακρίνουμε στο πέλαγος να
τρέχουν εδώ κι εκεί πολλούς ανθρώπους, που έμοιαζαν μ’ εμάς σε όλα, και στα σώματα και
στα μεγέθη, εκτός από τα πόδια μόνο, γιατί αυτά τα έχουν κατασκευασμένα από φελλό• γι’
αυτό το λόγο μάλιστα, νομίζω, και ονομάζονται Φελλόποδες. Απορούμε, λοιπόν, βλέποντας
αυτούς να μη βουλιάζουν, αλλά να μένουν πάνω στα κύματα και να βαδίζουν χωρίς φόβο.
Κι αυτοί πλησιάζουν και χαιρετούν εμάς και λένε σε ελληνική γλώσσα ότι βιάζονται (να
φτάσουν) στη Φελλώ, την πατρίδα τους. Μέχρι ενός σημείου, λοιπόν, μας συνοδεύουν
τρέχοντας δίπλα μας, έπειτα αλλάζουν δρόμο και προχωρούν ευχόμενοι σ’ εμάς «καλό
ταξίδι».
•   Να και κάποιες συνέχειες της ιστορίας του Λουκιανού που έγραψαν
       μαθητές του σχολείου μας από την πρώτη Γυμνασίου:



       ...Εκατό στάδια αργότερα συναντάμε κάτι περίεργα όντα. Έχουν πέντε παράξενα
       πόδια από χαλκό, με μικρά ισιώματα για να επιπλέουν. Έχουν τέσσερα μάτια και, αν
       καταλαβαίνω καλά, τρέφονται με χρυσό. Δείχνουν μάλιστα ιδιαίτερη προτίμηση
       στα χρυσά πλοία. Είναι πεινασμένα. Έχουν να δουν χρυσό... Μόλις μας βλέπουν ,
       θυμώνουν πολύ που δεν έχουμε χρυσάφι. Για καλή αλλά και κακή μας τύχη, το
       πλοίο είναι ξύλινο. Εξοργισμένοι σηκώνουν κύμα και μας πηγαίνουν στάδια
       μακριά. Τελικά, μετά από αυτό συνεχίζουμε ήρεμα το ταξίδι μας γι’ άλλους τόπους.
       Πού θα μας στείλει άραγε στο μέλλον η μοίρα;




                                     Από τον μαθητή του τμήματος Α`5 Τερζή Δημήτριο.




       ΠΛΕΟΥΜΕ ΜΕ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΉΣΟΥΜΕ ΑΚΌΜΑ ΚΑΙ…

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΕΞΩΤΙΚΟ ΝΗΣΙ. ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΟΥΜΕ. ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΥΜΕ ΤΡΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΡΟΥΤΑ. ΕΧΟΥΝ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΡΙΑ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΟΜΩΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΦΡΟΥΤΕΝΙΟ. ΤΑ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΜΕ ΣΙΓΑ-
ΣΙΓΑ ΚΑΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΙ ΤΟΥΣ ΜΙΛΑΜΕ.

- ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΛΕΜΕ ΔΕΙΛΑ.

- ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΕΞΩΤΙΚΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ, ΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ                            Η ΚΥΡΙΑ
ΜΠΑΝΑΝΑ.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ-ΦΡΟΥΤΩΝ,
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΦΡΟΥΤΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΦΡΟΥΤΑ
ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΞΑΦΝΙΑΣΜΕΝΑ

 - ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΠΟΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΜΗ ΜΑΣ ΣΥΜΒΕΙ
ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ.

  -  ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ, ΠΑΜΕ ΝΑ ΤΟ ΔΟΚΙΜΑΣΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ,
ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΤΡΕΧΟΥΜΕ.
ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΚΟΝΤΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ . ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΒΟΥΤΗΞΟΥΜΕ,
ΕΝΩ ΤΑ ΦΡΟΥΤΑ ΔΙΣΤΑΖΟΥΝ … ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΟΜΩΣ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΑΣ ΣΤΗ
ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ .
ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ &
ΦΡΟΥΤΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΖΙ .ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΛΗ ΩΡΑ, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ

ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ


ΞΑΝΑΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ          ...
                                        Από τις μαθήτριες του Α1

                                Αμιράλη Κων/να και Δήμητσα Αντιγόνη



       Συνεχίζουμε να πλέουμε προς τη γλυκιά μας πατρίδα ήρεμα με την καταγάλανη θάλασσα
να μας περιτριγυρίζει. Ακούγονται μόνο το κύμα, οι γλάροι και τίποτα άλλο. Μετά από λίγη
ώρα αρχίζει να σκοτεινιάζει, αλλά όχι επειδή πέφτει ο ήλιος, αλλά επειδή ανεβαίνουν τα
σύννεφα. Ένα μπουμπουνητό απ’ το πουθενά μας τρομάζει όλους εκτός από τον καπετάνιο
που, αφού μας ηρεμεί, λέει:

«Θα αγκυροβολήσουμε στο κοντινότερο νησί».

  Πολύ σύντομα αντικρίζουμε στεριά, πλησιάζουμε, κατεβαίνουμε από το πλοίο και κοιμόμαστε
σε μια θεόρατη σπηλιά γεμάτη βράχους. Βγαίνοντας έξω την επόμενη μέρα, βλέπουμε κάτι
ανθρώπους πολύ περίεργους. Μοιάζουμε σε όλα, όμως είναι όλοι τους χωρίς μαλλιά και αντί
για πνεύμονες έχουν κάτι «ασκούς»γεμάτους αέρα οι οποίοι μπορούν να δημιουργήσουν μια
θύελλα ολομόναχοι. Με ειρηνικό και ευγενικό τρόπο τους ζητάμε, αν μπορούν, να μας
βοηθήσουν δημιουργώντας έναν δυνατό άνεμο ώστε να φουσκώσουν τα πανιά μας και να
φτάσουμε πιο γρήγορα. Το δέχονται με χαρά και εμείς ξαναβρισκόμαστε στο πέλαγος στο
δρόμο για την πατρίδα…



                                      Από τους μαθητές του Α1

                                Γαρείο Νίκο και Δεληγιάννη Στράτο



        Ξαφνικά μας πιάνει μεγάλη τρικυμία. Με δυσκολία ελέγχουμε το καράβι. Μετά από
λίγο όλοι κοιτάμε αριστερά και αντικρίζουμε ένα γιγάντιο κύμα να έρχεται κατά πάνω μας!
Προσπαθούμε να το αποφύγουμε, αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Το κύμα είναι τόσο δυνατό,
που μας χτυπάει και το καράβι διαλύεται! Από εκεί και πέρα δε θυμάμαι τίποτα.
Την επόμενη μέρα ξυπνάμε στις ακτές ενός νησιού. Ευτυχώς δε λείπει κανείς.
Μόλις συνερχόμαστε, αρχίζουμε την εξερεύνηση του νέου τόπου. Βλέπουμε μια μεγάλη
ζούγκλα μπροστά μας. Είμαστε περίεργοι για το τι υπάρχει εκεί. Λοιπόν, πηγαίνουμε να
δούμε. Περνούμε ανάμεσα από πανύψηλα δέντρα και ακούμε παράξενους θορύβους, οι
οποίοι μας τρομάζουν.

       Το μόνο που βλέπουμε είναι καταπράσινα δέντρα και θάμνοι, μέχρι που μια ακτίνα
φωτός ξεπροβάλλει στο βάθος. Απελπισμένοι, πηγαίνουμε να δούμε τι είναι. Μόλις
φτάνουμε, κάνουμε στην άκρη τα φύλλα και βγαίνουμε έξω. Ελπίζουμε να βρούμε
ανθρώπους, αλλά κάνουμε λάθος. Το μόνο που υπάρχει είναι ένας μικρός λόφος κι ένας
μικρός καταρράκτης. Διψασμένοι, πηγαίνουμε να πιούμε με λαχτάρα νερό. Όμως, καθώς
σκύβουμε, συνειδητοποιούμε πως υπάρχει μια σπηλιά πίσω από τον καταρράκτη. Μπαίνουμε
μέσα, με την ελπίδα ότι μπορεί να ζουν άλλοι άνθρωποι εκεί. Για άλλη μία φορά
απογοητευόμαστε. Η σπηλιά είναι άδεια.

        Δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε .Είμαστε παγιδευμένοι σε ένα άγνωστο νησί, χωρίς
κανέναν. Τότε γίνεται το θαύμα: εμφανίζεται ο Αίολος, ο θεός όλων των ανέμων. Έχουμε
μείνει άφωνοι. Μοιάζει με γέρο. Έχει άσπρα, μακριά μαλλιά και μια χιονοπλασμένη
γενειάδα. Φοράει έναν μακρύ, κάτασπρο χιτώνα με χρυσά κεντήματα στο τέλος των μανικιών
και του λαιμού. Μας δίνει ένα άδειο σακί. Μετά, με μαγικές κινήσεις, γεμίζει το σακί με
ανέμους. Μας λέει πως, αν θέλουμε να γυρίσουμε στην πατρίδα μας, θα πρέπει να πάμε στην
παραλία όπου μας έριξε το κύμα, να κλείσουμε τα μάτια και να ανοίξουμε το σακί με τους
μαγικούς ανέμους. Αυτό θα μας βοηθήσει.

Στο μυαλό μας έρχεται ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του. Η χαρά μας είναι απερίγραπτη.
Οι θεοί μας βοηθούν να γυρίσουμε πίσω και αλλάζουν την κακή μας μοίρα. Γεμάτοι
ενθουσιασμό αλλά και αγωνία πάμε στην παραλία και εκτελούμε με ακρίβεια τις οδηγίες του
Αιόλου. Μόλις ανοίγουμε τα μάτια μας, βρισκόμαστε σ΄ ένα όμορφο καράβι και με ανείπωτη
χαρά αντικρίζουμε τον τόπο μας. Καπνοί ανεβαίνουν στον ουρανό από τις καμινάδες των
σπιτιών μας κι εμείς δοξάζουμε το θεό Αίολο που μας βοήθησε. Είμαστε μια ανάσα από τον
τόπο μας…….

                                 Από το μαθητή του Α1

                                   Βιτωράτο Διονύση
ο λουκιανός και η αληθής ιστορία

ο λουκιανός και η αληθής ιστορία

  • 1.
    Ο Λουκιανός καιη Αληθής Ιστορία. • Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120 μ.χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα (στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. Θαύμαζε τη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους
  • 2.
    χαρακτήρες πολλών διαλόγωντου. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωϊκούς, ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες ύφος τους και τον δογματισμό τους. Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στο διάλογό του Ἑρμότιμος, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη ψυχολογία του "οπαδού" μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης. Το 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό, πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό. Είναι ένας λόγος οξύς, όσο και υπεύθυνος. Προς το τέλος της ζωής του έκανε μια δραστική στροφή σε σχέση με τα παλιά ιδανικά του. Καλλιέργησε σχέσεις με ισχυρούς ανθρώπους και έκανε αυτό ακριβώς που τόσο συχνά στηλιτεύει στα έργα του: εξασφάλισε μια θέση ανώτατου διοικητικού στην Αίγυπτο, με παχυλό μισθό. Ο θάνατός του χρονολογείται μεταξύ των ετών 180 και 192 μ.Χ. • Ο Λουκιανός έγραψε πολλά έργα που σώζονται μέχρι και σήμερα. Ένα απ’ αυτά είναι η Αληθής Ιστορία. Σε αυτή διακωμωδεί μια κατηγορία λογοτεχνικών έργων που ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στην εποχή του,. Ήταν όμως γεμάτα από υπερβολές και εξωπραγματικές καταστάσεις. Ο συγγραφέας ξεκινά για ένα θαλάσσιο ταξίδι με πολλά απρόοπτα. Επισκέπτεται ,μεταξύ άλλων, και το νησί των Φελλόποδων, όπου όλα είναι ασυνήθιστα και παράξενα. Ενδεικτική της δροσιάς που αποπνέει ο λόγος του είναι και η αφέλεια με την οποία εξηγούνται όλα τα δυσεξήγητα που περιγράφει. Εδώ σας παρουσιάζουμε ένα απόσπασμά της το οποίο έχει αποδοθεί στα Νέα Ελληνικά: Πλέουμε περίπου 300 στάδια και αγκυροβολούμε σε ένα μικρό και έρημο νησί. Και, αφού μείναμε στο νησί πέντε ημέρες, την έκτη ξεκινάμε και την όγδοη διακρίνουμε στο πέλαγος να τρέχουν εδώ κι εκεί πολλούς ανθρώπους, που έμοιαζαν μ’ εμάς σε όλα, και στα σώματα και στα μεγέθη, εκτός από τα πόδια μόνο, γιατί αυτά τα έχουν κατασκευασμένα από φελλό• γι’ αυτό το λόγο μάλιστα, νομίζω, και ονομάζονται Φελλόποδες. Απορούμε, λοιπόν, βλέποντας αυτούς να μη βουλιάζουν, αλλά να μένουν πάνω στα κύματα και να βαδίζουν χωρίς φόβο. Κι αυτοί πλησιάζουν και χαιρετούν εμάς και λένε σε ελληνική γλώσσα ότι βιάζονται (να φτάσουν) στη Φελλώ, την πατρίδα τους. Μέχρι ενός σημείου, λοιπόν, μας συνοδεύουν τρέχοντας δίπλα μας, έπειτα αλλάζουν δρόμο και προχωρούν ευχόμενοι σ’ εμάς «καλό ταξίδι».
  • 3.
    Να και κάποιες συνέχειες της ιστορίας του Λουκιανού που έγραψαν μαθητές του σχολείου μας από την πρώτη Γυμνασίου: ...Εκατό στάδια αργότερα συναντάμε κάτι περίεργα όντα. Έχουν πέντε παράξενα πόδια από χαλκό, με μικρά ισιώματα για να επιπλέουν. Έχουν τέσσερα μάτια και, αν καταλαβαίνω καλά, τρέφονται με χρυσό. Δείχνουν μάλιστα ιδιαίτερη προτίμηση στα χρυσά πλοία. Είναι πεινασμένα. Έχουν να δουν χρυσό... Μόλις μας βλέπουν , θυμώνουν πολύ που δεν έχουμε χρυσάφι. Για καλή αλλά και κακή μας τύχη, το πλοίο είναι ξύλινο. Εξοργισμένοι σηκώνουν κύμα και μας πηγαίνουν στάδια μακριά. Τελικά, μετά από αυτό συνεχίζουμε ήρεμα το ταξίδι μας γι’ άλλους τόπους. Πού θα μας στείλει άραγε στο μέλλον η μοίρα; Από τον μαθητή του τμήματος Α`5 Τερζή Δημήτριο. ΠΛΕΟΥΜΕ ΜΕ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΉΣΟΥΜΕ ΑΚΌΜΑ ΚΑΙ… ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΕΞΩΤΙΚΟ ΝΗΣΙ. ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΟΥΜΕ. ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΥΜΕ ΤΡΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΡΟΥΤΑ. ΕΧΟΥΝ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΟΜΩΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΦΡΟΥΤΕΝΙΟ. ΤΑ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΜΕ ΣΙΓΑ- ΣΙΓΑ ΚΑΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΙ ΤΟΥΣ ΜΙΛΑΜΕ. - ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΛΕΜΕ ΔΕΙΛΑ. - ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΕΞΩΤΙΚΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ, ΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΜΠΑΝΑΝΑ. ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ-ΦΡΟΥΤΩΝ, ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΦΡΟΥΤΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΦΡΟΥΤΑ ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΞΑΦΝΙΑΣΜΕΝΑ - ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΠΟΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΜΗ ΜΑΣ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ. - ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ, ΠΑΜΕ ΝΑ ΤΟ ΔΟΚΙΜΑΣΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΤΡΕΧΟΥΜΕ.
  • 4.
    ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΙΟΚΟΝΤΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ . ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΒΟΥΤΗΞΟΥΜΕ, ΕΝΩ ΤΑ ΦΡΟΥΤΑ ΔΙΣΤΑΖΟΥΝ … ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΟΜΩΣ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΑΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ . ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ & ΦΡΟΥΤΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΖΙ .ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΛΗ ΩΡΑ, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΞΑΝΑΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ... Από τις μαθήτριες του Α1 Αμιράλη Κων/να και Δήμητσα Αντιγόνη Συνεχίζουμε να πλέουμε προς τη γλυκιά μας πατρίδα ήρεμα με την καταγάλανη θάλασσα να μας περιτριγυρίζει. Ακούγονται μόνο το κύμα, οι γλάροι και τίποτα άλλο. Μετά από λίγη ώρα αρχίζει να σκοτεινιάζει, αλλά όχι επειδή πέφτει ο ήλιος, αλλά επειδή ανεβαίνουν τα σύννεφα. Ένα μπουμπουνητό απ’ το πουθενά μας τρομάζει όλους εκτός από τον καπετάνιο που, αφού μας ηρεμεί, λέει: «Θα αγκυροβολήσουμε στο κοντινότερο νησί». Πολύ σύντομα αντικρίζουμε στεριά, πλησιάζουμε, κατεβαίνουμε από το πλοίο και κοιμόμαστε σε μια θεόρατη σπηλιά γεμάτη βράχους. Βγαίνοντας έξω την επόμενη μέρα, βλέπουμε κάτι ανθρώπους πολύ περίεργους. Μοιάζουμε σε όλα, όμως είναι όλοι τους χωρίς μαλλιά και αντί για πνεύμονες έχουν κάτι «ασκούς»γεμάτους αέρα οι οποίοι μπορούν να δημιουργήσουν μια θύελλα ολομόναχοι. Με ειρηνικό και ευγενικό τρόπο τους ζητάμε, αν μπορούν, να μας βοηθήσουν δημιουργώντας έναν δυνατό άνεμο ώστε να φουσκώσουν τα πανιά μας και να φτάσουμε πιο γρήγορα. Το δέχονται με χαρά και εμείς ξαναβρισκόμαστε στο πέλαγος στο δρόμο για την πατρίδα… Από τους μαθητές του Α1 Γαρείο Νίκο και Δεληγιάννη Στράτο Ξαφνικά μας πιάνει μεγάλη τρικυμία. Με δυσκολία ελέγχουμε το καράβι. Μετά από λίγο όλοι κοιτάμε αριστερά και αντικρίζουμε ένα γιγάντιο κύμα να έρχεται κατά πάνω μας! Προσπαθούμε να το αποφύγουμε, αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Το κύμα είναι τόσο δυνατό, που μας χτυπάει και το καράβι διαλύεται! Από εκεί και πέρα δε θυμάμαι τίποτα.
  • 5.
    Την επόμενη μέραξυπνάμε στις ακτές ενός νησιού. Ευτυχώς δε λείπει κανείς. Μόλις συνερχόμαστε, αρχίζουμε την εξερεύνηση του νέου τόπου. Βλέπουμε μια μεγάλη ζούγκλα μπροστά μας. Είμαστε περίεργοι για το τι υπάρχει εκεί. Λοιπόν, πηγαίνουμε να δούμε. Περνούμε ανάμεσα από πανύψηλα δέντρα και ακούμε παράξενους θορύβους, οι οποίοι μας τρομάζουν. Το μόνο που βλέπουμε είναι καταπράσινα δέντρα και θάμνοι, μέχρι που μια ακτίνα φωτός ξεπροβάλλει στο βάθος. Απελπισμένοι, πηγαίνουμε να δούμε τι είναι. Μόλις φτάνουμε, κάνουμε στην άκρη τα φύλλα και βγαίνουμε έξω. Ελπίζουμε να βρούμε ανθρώπους, αλλά κάνουμε λάθος. Το μόνο που υπάρχει είναι ένας μικρός λόφος κι ένας μικρός καταρράκτης. Διψασμένοι, πηγαίνουμε να πιούμε με λαχτάρα νερό. Όμως, καθώς σκύβουμε, συνειδητοποιούμε πως υπάρχει μια σπηλιά πίσω από τον καταρράκτη. Μπαίνουμε μέσα, με την ελπίδα ότι μπορεί να ζουν άλλοι άνθρωποι εκεί. Για άλλη μία φορά απογοητευόμαστε. Η σπηλιά είναι άδεια. Δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε .Είμαστε παγιδευμένοι σε ένα άγνωστο νησί, χωρίς κανέναν. Τότε γίνεται το θαύμα: εμφανίζεται ο Αίολος, ο θεός όλων των ανέμων. Έχουμε μείνει άφωνοι. Μοιάζει με γέρο. Έχει άσπρα, μακριά μαλλιά και μια χιονοπλασμένη γενειάδα. Φοράει έναν μακρύ, κάτασπρο χιτώνα με χρυσά κεντήματα στο τέλος των μανικιών και του λαιμού. Μας δίνει ένα άδειο σακί. Μετά, με μαγικές κινήσεις, γεμίζει το σακί με ανέμους. Μας λέει πως, αν θέλουμε να γυρίσουμε στην πατρίδα μας, θα πρέπει να πάμε στην παραλία όπου μας έριξε το κύμα, να κλείσουμε τα μάτια και να ανοίξουμε το σακί με τους μαγικούς ανέμους. Αυτό θα μας βοηθήσει. Στο μυαλό μας έρχεται ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του. Η χαρά μας είναι απερίγραπτη. Οι θεοί μας βοηθούν να γυρίσουμε πίσω και αλλάζουν την κακή μας μοίρα. Γεμάτοι ενθουσιασμό αλλά και αγωνία πάμε στην παραλία και εκτελούμε με ακρίβεια τις οδηγίες του Αιόλου. Μόλις ανοίγουμε τα μάτια μας, βρισκόμαστε σ΄ ένα όμορφο καράβι και με ανείπωτη χαρά αντικρίζουμε τον τόπο μας. Καπνοί ανεβαίνουν στον ουρανό από τις καμινάδες των σπιτιών μας κι εμείς δοξάζουμε το θεό Αίολο που μας βοήθησε. Είμαστε μια ανάσα από τον τόπο μας……. Από το μαθητή του Α1 Βιτωράτο Διονύση