3. [ 3 ]
ΑΜΑΖΟΝΟΜΑΧΊΑ
Κάποτε περίπτερος
κάποτε ερείπιο ο ναός
έτσι που ’στεκε πεπρωμένος
από μάρμαρο αμάσητης
λευκής φτερούγας
ό,τι δηλαδή ’χε απομείνει
στις γύρω πέτρες και
κάτω από τον αμέτωπο ουρανό
και προς τον κόσμο όμοια, όμοια
ακύλιστο όπως και λίγο αργότερα
και πιο πέρα, κάπου
με λίγο σκάψιμο –
εύλογο είναι– κι ως σήμερα
στο χώμα πάνω μια στρώση κάστανα
και καρύδια
που αργά καταχωνιάζονται
ένα σωρό οι κόρφοι αστόχαστοι
από γεννησιμιού τους
τρεις φορές κρεμασμένοι στην ορφάνια
του στόματος
το χωρίς να πω μια λέξη
το χωρίς να έχω δόντια να μασήσω
και το σάλιο ολόβαθα
και φιδοσέρνοντας στην έρημη
και μπουχτισμένη γλώσσα
που ψευδίζει
Αλλιώς να το παραδεχτούμε
μόνο ο αέρας στριγκά
4. [ 4 ]
διαβατικός μα δρεπανίσιος
κι αζάρωτος υπερέχει γύρ’
απ’ τη βαριά μάζα των κροτάφων
και προπάντων επαφίεται
πάνω στ’ άλλα τα μισόλογα
τα κάπως σαν αρμυροτσάκιστα σκαριά
μπροστά μπροστά στην έρημη τρύπα
του κανονιού
και με την πλάτη γυρισμένη
στον σπάγγο
πάλι σέρνει από κάτω
μία μία τις κολόνες
σαν δεκανίκια αυτότοκα
Λοιπόν, να,
έτσι είναι η ενατένιση
ανάσα μέσα από χαντάκι,
πρόσωπο χήνας
πάνω σε ρυτιδιασμένο νερό
μέσα από τη σιωπή των φτερών
κανείς τους δεν θίγεται,
το μάρμαρο κοιμάται γεμάτο πόρους:
λαγοκοιμάται και βρίθει αλατιού
άπληστου
ανταύγειες από καθρέφτη
νύχτας σκοτεινής
π’ ακουμπά στα τείχη δίπλα στις τσουκνίδες
και τότε τα βλέφαρα
σαν σφυριά χτυπούν το προσχέδιό της
στο κέλυφος της συνήθειας
χτίζοντας κοπιαστικά
τ’ αλλόκοτο μήκος της συνείδησης,
τον βόμβο της που
’ρχεται από κάτω
5. [ 5 ]
απ’ τη ρημαγμένη σιωπή
του μετώπου
εκεί όπου
τζόγος και γούστα της ιπποδρομίου
αντηχούν πηχτά πηχτά σαν λαιμητόμοι
με μανία λαφροκόκαλη
καλαμπούρι τυλιγμένο στην εφημερίδα
Σάββατο, νύχτα
κι απ’ εκεί στ’ απειροελάχιστο
αυτό που κρέμεται απ’ τα ψαρόχειλα
το σύνθημα, το παραλήρημα, η πλάνη
του τυφλού –πώς αλλιώς;–
και το σημαντικότερο
χτυπά κι αφηνιάζει σιδερένιο
ξορκίζοντας μ’ όφελος μια φοράδα κατάδικη
που μέχρι το χθες έσουρνε τα κρέατά της
στις στυφές κοιλιές των άλλων
Και με τα μάτια γουρλωμένα
που για μια στιγμή γλιστράν
στο τηλεσκόπιο αναρωτιέσαι
Στεριά ή θάλασσα;
δεν ξέρω τι απ’ τα δύο
Στο τέλος λες Φάληρο, ή και Πειραιάς –
τι σημασία έχει;–
κι έρχονται οι γλάροι
σαν στήθια π’ αναπνέουν με δυσκολία
πότε σμίγοντας πότε χωριστά
μα πάντ’ άπραγοι
και κρώζουν ένα τσούρμο
ξελαρυγγιασμένες μομφές,
παλαβές, ατενείς
κι έτσι είναι
6. [ 6 ]
σημεία των καιρών
τα σκήπτρα
γιατί κιόλας δεν έχει πού να πας,
δεν έχει, στεριά άφαντη
μ’ ένα φτυάρι οι νεκροθάφτες
και δεν έμεινε τίποτα
κι όλα είναι στριμωγμένα
αποδώ κι αποκεί
πειθήνιοι έρανοι
καρποί ενός σκοταδιού πιο γλιτσερού
κι απ’ τις λάσπες ξεδοντιασμένων
στομάτων στο εφικτό τους πλησίασμα,
ναι! Το ταχύτερο δυνατόν
με το βλέμμα καρφωμένο –
πώς να το κάνουμε;–
κι έπειτα είναι κι οι ερωταποκρίσεις
π’ αδράχνουν στη φαντασία
παραγγελίες λαιμόκοψης
από πάνω προς τα κάτω
κι απ’ τ’ αριστερά προς τα δεξιά
ρώτα ό,τι θες
δηλαδή σταυρωτά κι υποζύγια
και χωρίς κανένα αντιστάθμισμα
απ’ τη μεριά της διαιώνισης
γιατί κι αυτό αναμφίβολα
πρέπει το δίχως άλλο
να γίνει, να γίνει
είτε κλοτσώντας την κοιλιά από μέσα
είτε γουργουρίζοντας γατίσια
πάνω σ’ εύπυρους φράχτες
χα, για φαντάσου!
Ευ, ευ, ευ
όπου η σάρκα στουμπωμένη,