1. ΠΟΥΣΙ
Εργασία για το ποίημα «Πούσι» στα Κείμενα
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Του Νίκου Καββαδία
2. Εισαγωγικό Σημείωμα
Το ποίημα του ποιητή και πεζογράφου Νίκου Καββαδία, «Πούσι» , γράφτηκε το 1940 και
αποτελούσε μέρος της ομώνυμης συλλογής. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1947.
Ο Ν. Καββαδίας στα έργα του είχε την τάση να περιγράφει καταστάσεις και εμπειρίες που βίωναν
οι ναυτικοί εκείνη την εποχή. Είναι εύλογο να αναφερθεί ότι η κλίση του αυτή οφείλονταν κυρίως
σε προσωπικά βιώματα, αφού και ο ίδιος για αρκετά χρόνια βρίσκονταν σε διαρκή ταξίδια.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910 – 1975)
Ζωή και ΕργοβιογραφικάΣτοιχεία
Ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας γεννήθηκε στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του
Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910, γιος του μεγαλεμπόρου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας
που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή και δυο μικρότερους αδερφούς.
Το 1914 μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια Καββαδία επισκέφτηκε
την Ελλάδα και κατέληξε στο Αργοστόλι ως το 1921, όπου και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Είχε
προηγηθεί η επιστροφή του πατέρα (ως το 1921) στη Ρωσία και η εκεί οικονομική καταστροφή του.
Στον Πειραιά ο Νίκος τέλειωσε τη γαλλική σχολή του Saint Paul και το Γυμνάσιο. Παράλληλα
δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με
το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, μετά το θάνατο του
πατέρα του όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σε ναυτικό γρα φείο,
συνεχίζοντας τη συνεργασία του με φιλολογικά περιοδικά. Το 1929 μπάρκαρε στο φορτηγό πλοίο
Άγιος Νικόλαος και από το 1930 ξεκίνησε η περίοδος των διαρκώνταξιδιών του ως το 1936. Το 1932
δημοσίευσε σε συνέχειες την Απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο στην εφημερίδα
Πειραϊκόν Βήμα. Το 1933 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μαραμπού, που έγινε δεκτή με
ενθουσιασμό από την κριτική. Ακολούθησαν το «Πούσι» (1947) και η «Βάρδια» (μυθιστόρημα-1954),
ενώ μετά το θάνατό του εκδόθηκε και η συλλογή Τραβέρσο (1975). Το 1934 η οικογένειά του
μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1938 κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στην Ξάνθη. Το 1939
πήρε δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή. Το 1940 υπηρέτησε στην Αλβανία και πήρε μέρος στην Εθνική
Αντίσταση ως μέλος του Κ.Κ.Ε.. Από το 1945 ναυτολογήθηκε ως ραδιοτηλεγραφητής. Το 1953 πήρε
το δίπλωμα του Ασυρματιστή Α’. Το 1965 πέθανε η μητέρα του, ενώ το 1968 επισκέφτηκε την
Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί έγραψε το πεζό «Λι». Πέθανε στην
Αθήνα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει σχηματικά στη γενιά του τριάντα,
στο χώρο της οποίας όμως κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Ο ποιητικός του λόγος εξέφρασε την ανάγκη
απόδρασης από τη σύγχρονη του ποιητή ελληνική πραγματικότητα κυρίως μέσα από τα στοιχεία
του κοσμοπολιτισμού και του εξωτισμού. Η γραφή του υπήρξε κυρίως βιωματική και ακολούθησε
μια εξελικτική πορεία προς την αφαίρεση και τα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως μέσα στα
πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής.
Περιεχόμενο Ποιήματος
Το ποίημα «Πούσι» έχει ως κεντρικό θέμα τη ζωή των ναυτικών, τις εμπειρίες από τις σχέσεις τους,
από τα ταξίδια και τις περιπέτειες. Το συγκεκριμένο ποίημα, μας περιγράφει την εμπειρία ενός
ναυτικού, που εγκαταλείπει την γυναίκα του και φεύγει σε μακρινό ταξίδι. Παρόλα αυτά, η
στέρηση της γυναίκας του τον οδηγεί σε μία φανταστική κατάσταση, αφού φαντάζεται μία
γυναικεία μορφή να παρουσιάζεται στη τιμονιέρα του πλοίου ως μορφή οπτασίας.
3. Στιχουργικές Παρατηρήσεις
1. Στροφή, Στίχος και Μέτρο.
Το ποίημα χωρίζεται σε πέντε (5) τετράστιχες στροφές, ενώ το μέτρο είναι τροχαϊκό, δηλαδή,
περιλαμβάνει δύο συλλαβές όπως και ο ίαμβος, αλλά τονίζεται αντίστροφα από αυτόν. Με άλλα
λόγια, η πρώτη συλλαβή είναι αυτή που τονίζεται, ενώ η δεύτερη είναι άτονη. Οι στίχοι είναι
εννεασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι. Στις τρεις πρώτες στροφές, ο πρώτος και ο τελευταίος στίχος
είναι εννεασύλλαβοιενώ οι δύο ενδιάμεσοι στίχοι δεκασύλλαβοι. Στις άλλες δύο στροφές, οι στίχοι
εναλλάσσονται, ξεκινώντας με εννεασύλλαβο στίχο και καταλήγοντας σε δεκασύλλαβο.
Μοναδική παρέκκλιση είναι η οι έντεκα συλλαβές του δέκατου πέμπτου (15) στίχου.
Επίσης, υπάρχει ομοιοκαταληξία, με τις τρεις πρώτες στροφές να είναι σταυρωτή και στις άλλες
δύο πλεχτή. Ανάμεσα στους στίχους υπάρχει νοηματική αυτοτέλεια, δηλαδή, απουσιάζουν οι
διασκελισμοί με εξαίρεση τους στίχους έντεκα (11) και δώδεκα (12) που εμφανίζουν. Τέλος,
υπάρχει παντελής έλλειψη χασμωδιών, ενώ οι συνιζήσεις είναι ελάχιστες.
[ βλ. στίχους τρία (3) , πέντε (5) , δέκα τέσσερα (14) , δέκα οχτώ (18) , δέκα εννέα (19) και είκοσι (20) ]
2. Γλώσσα και Ύφος.
Όσον αφορά τη γλώσσα, υπάρχει πληθώρα ναυτικών ορολογιών και άγνωστων, μακρινών τόπων.
Επίσης, δεν υπάρχει ωραιολογία ( = έλλειψη επιθέτων κ.α ) στο λεξιλόγιο, ενώ το ρήμα και το
ουσιαστικό κυριαρχούν. Υπάρχει παρατακτικός λόγος, με σύντομες προτάσεις, ενώ οι
δευτερεύουσες προτάσεις είναι ελάχιστες.
Όσον αφορά το ύφος, είναι απλό και λιτό, δίχως σχήματα λόγου και γλωσσικών στοιχείων. Επίσης,
υπάρχει πληθώρα εικόνων που προσδίδουν παραστατικότητα και ζωντάνια ενώ το β’ πρόσωπο
δίνει και αυτό μία αμεσότητα και ενισχύει το αίσθημα της ζωντάνιας.
ΣχολιασμόςΠοιήματος
1. Η οπτασία –γυναικεία μορφή- , οι πραγματικές καταστάσεις και οι σκέψεις του
ποιητικού υποκειμένου.
α. Η οπτασία είναι η γυναικεία μορφή, η οποία επισκέπτεται το ναυτικό στην τιμονιέρα του
πλοίου. Είναι βρεγμένη με λευκά ρούχα και μακριά μαλλιά, ενώ η αγάπη του ποιητή προς αυτή
διαφαίνεται από τη στοργή που επιδεικνύεται από αυτόν πλέκοντας τα μαλλιά της αγαπημένης
του ( στίχος 6 ).
β. Στο ποίημα, επίσης, αναφέρονται πραγματικές καταστάσεις. Αρχικά, το πλοίο βρίσκεται κατά
μεσοίς του Ειρηνικού Ωκεανού, κοντά στην Νέα Ζηλανδία, έχοντας να διανύσει μεγάλη απόσταση
μέχρι το τέλος του ταξιδιού του ( στίχος 14 ). Επιπλέον, βρέχει και επομένως η γυναικεία μορφή
είναι βρεγμένη ( στίχοι 5 και 8 ) ενώ υπάρχει θαλασσοταραχή ( στίχος 12 ). Ζεσταίνουν τα πόδια
τους με τη χρήση της θερμαστρας, αναπαύοντας το κουρασμένο τους κορμί. ( στίχοι 9 και 10 ).
2. Η στάση του ποιητή απέναντι στη γυναικεία μορφή –οπτασία- .
Ο ποιητής τρέφει ιδιαίτερη αγάπη, τρυφερότητα και στοργή για την αγαπημένη του. Παρόλα
αυτά, η ίδια δεν είναι συνηθισμένη στη δύσκολη ζωή του ναυτικού και την καθημερινή
αντιμετώπιση ακραίων συνθηκών και έτσι τη διώχνει. Επίσης, παραμελεί τα συναισθήματά του
προς αυτή, προσπαθώντας να επιβιώσει στη θάλασσα, αφού σύμφωνα με τον ίδιο, οτιδήποτε σε
φέρνει κοντά στη στεριά σε απομακρύνει από τη θάλασσα. Επομένως, ενώ ο ποιητής την αγαπάει,
επιδιώκει να παραμένει ξεκομμένος από τη στεριά.
4. 3. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα τις ζωής του ναυτικού.
Στο ποίημα αναφέρονται έντονοκάποιες από τις δυσκολίες που έχει η ζωή ενός ναυτικού. Πρώτα
από όλα, στο ποίημα επισημαίνεται ο συνεχής κίνδυνος πρόσκρουσης των πλοίων σε τυχόν
υφάλους ( στίχοι 1 και 2 ). Επίσης, οι κακουχίες που βιώνουν οι ναυτικοί είναι επώδυνες, αφού όχι
μόνο αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σωματικής υγείας λόγω του κλίματος και τις αντίξοες
καιρικές συνθήκες, αλλά και σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα κυρίως εξαιτίας της αποκοπής για
μεγάλα χρονικά διαστήματα από συγγενείς και φίλους, ενώ η αναπόληση τους από τους
ναυτικούς τους προκαλεί το αίσθημα τρυφερότητας και μόνο ( στίχοι 5, 6, 7 και 8 αντίστοιχα ). Το
κάλεσμα για μακρινά ταξίδια και προορισμούς είναι αναπόφευκτο σε αυτό το επάγγελμα, όπως
μας υπονοείται στους στίχους επτά (7) , δέκα τέσσερα (14) και είκοσι (20). Τέλος, πρέπει να τονιστεί
η τολμηρότητα και η αποφασιστικότητα που θα πρέπει να διακατέχει τους ναυτικούς, όπως μας
γίνεται γνωστό στους στίχους δέκα επτά (17) και δέκα οχτώ (18).
4. Πραγματικά και εξωπραγματικά στοιχεία.
Στο ποίημα εκδηλώνεται έντονα το παραμυθιακό ( -εξωπραγματικό- ) στοιχείο. Πρώτα πρώτα, η
παράξενη εμφάνιση μίας γυναίκας – οπτασίας στην τιμονιέρα του πλοίου, καθώς και το γεγονός
ότι στον τελευταίο στίχο του ποιήματος μας ενημερώνει το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο ότι είναι
νεκρός αποτελούν στοιχεία εξωπραγματικά. Τελευταία, το πλοίο, η καταιγίδα, η φουρτούνα, οι
καιρικές συνθήκες, τα ταξίδια είναι στοιχεία πραγματικά, που ανταποκρίνονται, δηλαδή, στην
πραγματικότητα.
Προσωπική Άποψη
Το ποίημα αποτελεί αναμφισβήτητα ένα αξιόλογο και προσεγμένο ποίημα το οποίο προκαλεί δέος
και φόβο , αλλά συνάμα και θαυμασμό για τη δύσκολη ζωή στην οποία οι ναυτικοί είναι
υποχρεωμένοι να ανταπεξέρχονται αδιάλειπτα. Το σημείο στο ποίημα που με εντυπωσία σε
περισσότερο είναι οι στίχοι δέκα πέντε (15) και δέκα έξι (16) που υπερτονίζει το δεσμό που
δημιουργείται ανάμεσα σε ένα ναυτικό και τη θάλασσα, σαν να είναι το μέρος στο οποίο ανήκει
και απαρνιόντας την ασφάλεια που του προσφέρει η στεριά, ερχόμενος αντιμέτωπος καθημερινά
με κάτι τόσο ξένο και επικίνδυνο για τον άνθρωπο που στο τέλος το θεωρεί ως «σπίτι» του.
Οπισθόφυλλο Βιβλίου
Πόσο εύκολη ή δύσκολη να είναι άραγε η ζωή του ναυτικού; Πως είναι να ζεις μακριά από την
οικογένεια και τους αγαπημένους σου; Μέσα σε ένα πλωτό μέσο με μόνη συντροφιά πολλές φορές
τους γλάρους, να παλεύεις με την φύση, να μην έχεις επίγνωση των αποστάσεων , την μία ημέρα
να βρίσκεσαι σε τροπικές περιοχές και την άλλη σε πολικές; Στο ποίημα αυτό τα ερωτήματα σας
θα απαντηθούν σε λίγες μόνο προτάσεις…
ΒΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦΙΑ :
http://el.wikipedia.org/
http://tiny url.com /pezfu5r
Εθν ικό Κέντρο Βιβλίου:http://www.ekebi.gr ή πιο συγκεκριμένα http://tiny url.com /q3g6874
Σχολικό Βοήθημα «Μεταίχμιο»
o Ατομική εργασία για τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, «Πούσι», του μαθητή
Τσιότσικα Ευθύμη.