Independence day - Araw ng Kalayaan (09/06/2024). Πρόσκληση - Αφίσα
Κρητικός Δ.Σολωμού
1. 1
Ερμηνευτικά σχόλια
Ενότητα 1[18]
Η πρώτη εικόνα αποτελεί ένα βιβλικό τοπίο,
απόλυτο σκοτάδι, θαλασσοταραχή και
αστραπόβροντα.
Η περιγραφή: εστιάζει στο ακρογιάλι, μετά στον
ουρανό και μετά γύρω γύρω (πέλαγα, ουρανός,
ακρογιαλιές, βουνά) – σφαιρική σκηνοθεσία,
σύμφωνα με το Μαρωνίτη.
Η εικονοπλασία στη συγκεκριμένη ενότητα
υπογραμμίζει την εχθρική σχέση του ανθρώπου με
τη φύση και την απεγνωσμένη προσπάθεια του
ανθρώπου να εξευμενίσει τα άγρια φυσικά στοιχεία
και να αποκαταστήσει την επικοινωνία μαζί τους. Συγχρόνως, το κοσμογονικό
σκηνικό «ρίχνει τη γέφυρα για το μεταφυσικό τοπίο της επόμενης παρένθετης
ενότητας-η εμβρόντητη αυτή φύση προοιμιάζει τη γέννηση και τη συντέλεια του
κόσμου- σε δεύτερο επίπεδο τη γέννηση και το τέλος του ποιήματος» (Δ. Ν.
Μαρωνίτης).
Στ. 1: οι δεκαέξι γραμματικές συλλαβές περιέχουν οκτώ άλφα, το οποίο είναι το
μακρύτερο φωνήεν της ελληνικής λαλιάς. Η χασμωδία μεταξύ όγδοης και
ένατης συλλαβής καταργεί την τομή και δίνει την εντύπωση ενός αγεφύρωτου
κενού. Η έκθλιψη «τ’ ακρογιάλι», δημιουργεί μια ψευδαίσθηση πλησιάσματος.
Στ. 2: Ο Κρητικός κάνει επίκληση στην αστραπή. Η επίκληση-έκκληση σε κάτι
μη ανθρώπινο συνηθίζεται στο Σολωμό, αποτελεί προσωποποίηση και
δημιουργεί την προσδοκία μιας απάντησης. Το αστροπελέκι αποκτά
ανθρώπινες ιδιότητες, χαρακτηρίζεται καλό (ευφημισμός), γιατί θα βοηθήσει τον
Κρητικό στην προσπάθειά του να σώσει την κοπέλα.
Στ. 3: Η «μαγική πραγματοποίηση της ευχής» (Μαρωνίτης) μπορεί να
συσχετιστεί με το μαγικό αριθμό 3, συνηθισμένο στα δημοτικά τραγούδια
Στ. 4: παρά την ευφημιστική επίκληση, το αστροπελέκι δε φαίνεται να
εξευμενίζεται, αντίθετα το ότι πέφτει κοντά στην κορασιά μάλλον αποτελεί
δυσοίωνη πρόβλεψη για την τύχη του ερωτικού ζευγαριού.
Στ. 5-6: ο πληθυντικός αριθμός (πέλαγα, ακρογιαλιές, βουνά) υπογραμμίζουν
την απεραντοσύνη της πλάσης. Στους ίδιους στίχους η ομοιοκαταληξία μιμείται
την ηχώ που περιγράφει ο Κρητικός (Π. Μάκριτζ)
Ενότητα 2[19]
στ. 1: Ο αφηγητής απευθύνεται σε ένα
υποθετικό ακροατήριο και διαβεβαιώνει ότι
όσα θα αφηγηθεί είναι αληθινά. Η αποστροφή
ισοδυναμεί με έκκληση εμπίστευσης.
Στ.2: Οι διαβεβαιώσεις ενισχύονται με τριπλό
όρκο, η σύνθεση των τριών στοιχείων αποτελεί
επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό της δομής
του ποιήματος και παραπέμπει –όπως
προαναφέρθηκε- στο δημοτικό τραγούδι.
Οι όρκοι μας μεταφέρουν στο παρελθόν του
ήρωα και σκιαγραφούν μια εποχή ηρωισμού
και αγωνιστικότητας, μας δίνουν τις βασικές αξίες που σκιαγραφούν το προφίλ
και το ήθος του ήρωα και τονίζουν ότι κάθε αγώνας συνεπάγεται και κάποια
απώλεια, που λειτουργεί καταλυτικά στην ψυχή του ήρωα. Σύμφωνα με το
Μάκριτζ, το τελευταίο από τα τρία στοιχεία είναι και το πιο σημαντικό, η
τελευταία απώλεια, ο θάνατος της αγαπημένης του, έχει στη συνείδηση του
ήρωα, την πιο σημαντική θέση.
2. Αξίζει να σχολιάσουμε τα τρία ρήματα (μόφαγαν, πόπεσαν, μ’έκαψε) που
χρησιμοποιούνται μεταφορικά και ορίζουν τις συνέπειες που έχει ο αγώνας του
ανθρώπου για την προάσπιση των ιδανικών του.
Στ. 4 έχουμε ένα επιπλέον καινούριο στοιχείο,. Την προσδοκία της
μεταθανάτιας συνάντησης, που προετοιμάζει το έδαφος για την επόμενη
ενότητα.
Στ. 5 και εξής: Η παρένθετη εικόνα.
Η ενότητα αυτή ανοίγει με επίκληση στη Σάλπιγγα
της Δευτέρας Παρουσίας, ένα άψυχο αντικείμενο
το οποίο προσωποποιείται, ο αναστημένος
κρητικός απευθύνεται στη σάλπιγγα και της ζητά
να σημάνει την ανάσταση των νεκρών και την
έσχατη κρίση. Το μοτίβο της φωτιάς κυριαρχεί κι
εδώ καταστροφικό και καθαρτήριο.
Στ. 9: δεν έχει μείνει ούτε καπνός από το κάψιμο της γης, το μόνο που έχει
μείνει είναι η αγάπη του Κρητικού για την κορασιά.
Στ.7 και στ. 10: υποφορά ανθυποφορά, ο Κρητικός ρωτά τους αναστημένους
νεκρούς αν είδαν πουθενά την όμορφη αγαπημένη του. Το τοπίο παρουσιάζεται
μεταφυσικό, η δράση τοποθετείται στην κοιλάδα Ιωσαφάτ, τον τόπο της έσχατης
κρίσης. Στην απόκριση με την παρουσία και την κάθοδο της κόρης το
παραδείσιο τοπίο εγκοσμιώνεται (Μαρωνίτης). Η κοπέλα βρίσκεται ακόμη ψηλά
και κινείται προς τα κάτω από τη θύρα της Παράδεισος στον τόπο της Έσχατης
Κρίσης. Για την περιγραφή του τόπου των νεκρών χρησιμοποιούνται στοιχεία
του επίγειου κόσμου, γεγονός το οποίο κάνει των κόσμο των νεκρών να μοιάζει
με τον επίγειο, όπως και στα δημοτικά τραγούδια.
Οι εικόνες της φύσης στον Κρητικό είναι παραδεισιακές (επίδραση από την
ποίηση του Δάντη) και η φύση δίνεται στην ενότητά της, ταυτίζεται με τις
πνευματικές ουσίες (Μάρκος Αυγέρης).
Στ. 15: ο ουρανός προσωποποιείται και ακούει
σαστισμένος τη φωνή του Θεού, το ίδιο και ο
επίγειος κόσμος παρουσιάζεται να καθυστερεί το
κάψιμο. Μοιάζει να ακινητοποιείται ο χρόνος και
να σταματά η διαδικασία καταστροφής του
επίγειου κόσμου. Στους στίχους 15,16 υπάρχει
χιασμός με τον οποίο αισθητοποιούνται οι
αμήχανες αντιδράσεις των δύο
προσωποποιημένων κόσμων, του ουρανού (ο ουρανός ολόκληρος) και της γης
(ο κόσμος ο αναμμένος).
Στο όραμα της Δευτέρας Παρουσίας η κόρη αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο,
είναι όμορφη (στίχος 7) αγιάζει την κοιλάδα,
διακρίνεται δηλαδή για το καλό και το αγαθό,
είναι αγνή (αναφορά στα λουλούδια της
παρθενίας, στίχος 11), είναι χαρούμενη και
ανυπομονεί για την ενσάρκωσή της. Η χαρά
της κόρης οφείλεται προφανώς στην
προσμονή της ανάστασής της και συγχρόνως
στη μεταθανάτια συνάντηση με τον Κρητικό.
Στο στίχο 17,18 η κοπέλα κινείται γρήγορα
κοιτάζοντας τριγύρω να συναντήσει τον αγαπημένο της. Η εξαγνισμένη αγάπη
είναι αυτή που υπερβαίνει τη φθορά του χρόνου και συνεχίζει να υφίσταται και
μετά θάνατον.
Ενότητα 3[20]
2
3. στ. 1: Μετά την παρέκβαση της ενότητας 19 με μια ηχητική εικόνα που
αποδίδει τον απόηχο της βροντής, μεταφερόμαστε στο χρόνο του βασικού
επεισοδίου, στη στιγμή που αντήχησε όλη η πλάση από τα τρία αστραπόβροντα.
Στ. 2-3: διασκελισμός, σηματοδοτείται η διάρκεια που απαιτείται για τη
μεταστροφή της ταραχής σε άκρα ησυχία. Η επανάληψη της έννοιας της
ησυχίας δηλώνει την έγνοια του ποιητή για την αλλαγή των συνθηκών. Δε
σηματοδοτείται όμως μόνο η επικράτηση της ησυχίας στον εξωτερικό κόσμο
αλλά και στον εσωτερικό, την ψυχή του αφηγητή. Στην ενότητα του Κρητικού
που μας απασχολεί ο Σολωμός αναπτύσσει το αρχαίο και γνωστό σ’ αυτόν
μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια, που στη συνέχεια
επιδρά με τρόπο θαυματουργικό σε ολόκληρη τη φύση μεταμορφώνοντας και
καθαγιάζοντας τα πάντα.
Στ. 2-4: στις δύο παρομοιώσεις των στίχων αυτών βρίσκουμε τουλάχιστον δύο
μεταφορές. Αυτές υποβάλουν την αγριάδα της θάλασσας και μετά την απέραντή
της γαλήνη. Και στις δύο περιπτώσεις η θάλασσα παρομοιάζεται με κάτι, ενώ
στη μεταφορά συγκρίνεται με δύο πράγματα. Στο στίχο 4 το χιαστικό σχήμα
στη δεύτερη και τρίτη λέξη είναι ε-ι-ό-ι-ε-ό-ι-ε, όπου και από τις δύο μεριές του
ε τα φωνήεντα είναι τοποθετημένα αντικρυστά, όπως σε
καθρέφτη, με το ο τονισμένο και τις δύο φορές. Έτσι,
έχουμε μια μίμηση της αντανάκλασης των άστρων που
καθρεφτίζονται στη θάλασσα (Π. Μάκριτζ).
Συμφιλίωση των φυσικών στοιχείων με την
παρομοίωση και τη μεταφορά η οποία μας κάνει να
φανταστούμε τη θάλασσα και τη στεριά συγχρόνως σαν
έναν τόπο φιλόξενο και όχι εχθρικό.
Στ. 5: αφετηρία φάσεων μυστικής εμβίωσης του
κόσμου: αίσθηση εισόδου και διάχυσης του μυστηρίου, μυστική αγωνία
επερχόμενης αλλαγής, κατάληψη του χώρου και της ψυχής του ανθρώπου,
γαλήνη, κύρια φάση της μυστικής ένωσης.
Μέσα το μυστήριο αυτό δύο είναι οι δρόμοι: ο λογισμός και το όνειρο που τα
βρίσκουμε ζευγαρωμένα στο Σολωμό. Με αυτά πορεύεται ο θνητός στο κρυφό
μυστήριο της ζωής.
Στ. 6: Και εδώ συνδυάζεται το καλό και αγαθό των αρχαίων Ελλήνων, Ο Γκαίτε
υποστηρίζει ότι το όμορφο είναι πιο πάνω από το αγαθό γιατί το όμορφο έχει
μέσα του την αγαθότητα.
Στ. 7: Οι εικόνες που ακολουθούν προβάλλουν το στοιχείο της άπνοιας,
ενισχύοντας την εντύπωση της απόλυτης γαλήνης. Η περιγραφή διαγράφει ένα
ευρύ σκηνοθετικό πλαίσιο, αγκαλιάζοντας όλο το φυσικό κόσμο: τον ουρανό, τη
θάλασσα και τη στεριά.
Στ. 9: ευτυχισμένη η κορασιά τον έσφιξε στην αγκαλιά της και κατόπιν
λιποθύμησε ή ξεψύχησε, χωρίς να το αντιληφθεί ο αγαπημένος της.
Στ. 10: το φεγγάρι παρουσιάζεται με αυτόν τον τρόπο και σε στίχους του
Βιργιλίου
Στ. 11-12: το φεγγάρι ξετυλίγει κάτι κρυμμένο, κάτι τυλιγμένο στο σημείο της
θάλασσας. Το αόριστο άρθρο που συνοδεύει τη Φεγγαροντυμένη φανερώνει την
πίστη στην ύπαρξη τέτοιων πλασμάτων, ενισχύοντας την άποψη ότι η
φεγγαροντυμένη είναι μορφή υπαρκτή, δεν είναι πλάσμα της φαντασίας ή
ψευδαίσθηση.
Στ. 13-14: το πρώτο μισό του πρώτου στίχου περιλαμβάνει τρεις συχνές στο
Σολωμό εικόνες: φως, δροσιά και τρέμει. Αυτά τα τρία στοιχεία σχηματίζουν το
κατάλληλο κλίμα για τη θεϊκή θωριά της γυναίκας, της οποίας τα μαύρα μάτια
έρχονται σε αντίθεση με τα χρυσά μαλλιά (Μάκριτζ). Το φως που τρεμοπαίζει
πάνω της γίνεται αντιληπτό όχι μόνο με την όραση αλλά και με την αφή χάρη
στον ευρηματικό λεκτικό συνδυασμό «δροσάτο φως» που συναιρεί τις δύο
3
4. αισθήσεις (σχήμα συναισθησίας) δημιουργώντας ένα φαινομενικό οξύμωρο: η
αντίθεση που δημιουργεί το φως ως πηγή θερμότητας με το επίθετο δροσάτο
αίρεται, αν σκεφτεί κανείς ότι το φως του φεγγαριού δεν είναι θερμό.
Ο Λίνος Πολίτης παρατηρεί ότι το επίθετο
χρυσός ρίχνει στα αντικείμενα που
προσδιορίζει μια αναλαμπή εσωτερικότερη και
μεταφυσική.
Ενότητα 4[21]
Στ. 1-4: Η περιγραφή της φύσης ακολουθεί με
τη φορά της ματιάς, αρχικά εστιάζει στα
αστέρια, μετά αγκαλιάζει όλη την πλάση. Στο τέλος επικεντρώνεται στον
Κρητικό. Είναι χαρακτηριστική η προσωποποίηση των αστεριών που τα καθιστά
φορείς ανθρώπινων συναισθημάτων (χαράς, αγαλλίασης) τονίζοντας τη θερμή
επικοινωνία φύσης και φεγγαροντυμένης. Η αντίδραση των αστεριών στη θεική
ματιά της φεγγαροντυμένης είναι τριπλή «αναγαλλιάσαν, αχτινοβόλησαν, δε την
εσκεπάσαν». Χαρακτηριστικές είναι και οι μεταφορές που αποδίδουν στην
φεγγαροντυμένη ιδιότητες θαυμαστές: το φως των αστεριών τη λούζει χωρίς να
την καλύπτει, πατά πάνω στη θάλασσα χωρίς να βυθίζεται, αιωρείται ψηλή και
ανάερη πάνω στη θαλασσινή επιφάνεια.
Στ. 5-6: στο υπερφυσικό προστίθεται και το ερωτικό στοιχείο, η
φεγγαροντυμένη ανοίγει την αγκαλιά της με διάθεση ερωτικής ένωσης με τη
φύση. Τις αποδίδονται ιδιότητες αισθητικές (ομορφιά), ηθικές (ταπεινοσύνη,
καλοσύνη) και μάλιστα στον απόλυτο βαθμό που είναι ίδιες μ’ αυτές που
δόθηκαν στη φύση (σχήμα υπερβολής).
Στ.1-8: το φως λύνει το τοπίο και το ανασυνθέτει σε ένα τοπίο μη φυσικό. Το
φως στο σολωμικό τοπίο είναι το θείο φως, φως που ταυτίζεται με το θεό, την
αλήθεια, τη σωτηρία.
Το εκθαμβωτικό φως που αναβλύζει από τη μετέωρη
μορφή της θεικής οπτασίας δεν τυφλώνει μόνο την
όραση του εξαντλημένου ναυαγού αλλά απειλεί με
τύφλωση και το διαπεραστικό βλέμμα του αναγνώστη
που επιζητεί υποτάξει το εκστατικό της νόημα στην
ερμηνευτική του επίνοια (Νίκος Καλταμπάνος).
Το πολυσύνδετο σχήμα δημιουργεί την αίσθηση της
κλιμάκωσης αυτής της επικοινωνίας, η οποία
κορυφώνεται με την εικόνα της λαμπρής φωτοχυσίας
που κάνει τη νύχτα μέρα και μεταμορφώνει τη «χτίσι»
σε ναό, σε χώρο που λατρεύεται το θείο. Το φυσικό τοπίο, κάτω από την
επίδραση του φωτός, γίνεται μεταφυσικό, αποκαλύπτει δηλαδή τη θεϊκή του
ουσία.
Στ. 10-16: Η φεγγαροντυμένη προσηλώνεται στον Κρητικό, ασκείται
μεταξύ τους αμοιβαία έλξη, η οποία παρομοιάζεται με την ελκτική
δύναμη που ενεργεί ανάμεσα στο Βορρά και τη μαγνητική βελόνα.
- Ο κρητικός μαγνητίζεται και μεταφέρεται σε κατάσταση έκστασης με
αποτέλεσμα να χάνει επαφή με τον έξω κόσμο. Η αμοιβαία έλξη
τονίζεται με το σχήμα άρσης και θέσης και την επανάληψη (κοίταζα)
- Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της εκστατικής προσήλωσης, οι οποίες
έρχονται να προστεθούν στις σκληρές δοκιμασίες που έχει περάσει ο
Κρητικός, συνοψίζονται στο επίθετο βαριόμοιρος που αποδίδει ο
Κρητικός στον εαυτό του.
- Η παρατεταμένη ματιά της φεγγαροντυμένης θέτει σε κίνηση μια
διαδικασία μνημονικής αναζήτησης, που στηρίζεται στην ομοιότητα της
οπτασίας με κάποια ακαθόριστη μορφή από το παρελθόν.
4
5. - Η σύνθεση των στοιχείων ανά τρία, σε συνδυασμό με την επαναφορά της
λέξης καν, αποδίδει παραστατικά αυτή την επίμονη συνειρμική
διαδικασία με την οποία ανασύρεται από τα βάθη της μνήμης
συγκριτικό υλικό για την περιγραφή της φεγγαροντυμένης. Οι μορφές
που ανακαλεί μας οδηγούν πίσω στη βρεφική και την εφηβική ηλικία.
Πρόκειται για τη ζωγραφική αναπαράσταση κάποιας αγίας σε ένα
εικόνισμα, το ερωτικό ίνδαλμα της εφηβείας του, την αγαπημένη
γυναικεία μορφή των βρεφικών του ονείρων. Κοινό στοιχείο και στις
τρεις μορφές είναι η άνευ όρων αγάπη, που γεννά τη διάθεση για
αφιέρωση ολοκληρωτική, απόλυτη ταύτιση με το λατρευόμενο
αντικείμενο.
- Πρόκειται για αίσθημα διονυσιακό που οι σκληρές δοκιμασίες
απώθησαν στο βάθος της συνείδησης, απ΄όπου το ανασύρει η
φεγγαροντυμένη, προκαλώντας συγκίνηση
Στ. 17: η ορμή με την οποία ξεπροβάλλει η
ξεχασμένη ανάμνηση του κρητικού
συγκρίνεται με την ορμή που αναβρύζει το
νερό από τα βάθη του βουνού. Η γλυκιά
ανάμνηση που ήταν κρυμμένη στα βάθη του
μυαλού του βγαίνει με ορμή από το σκοτάδι
στο φως, αποκαλύπτοντας ξεχασμένες ιδέες
και συναισθήματα.
Στ. 21: στα μάτια του κρητικού αποδίδεται η ιδιότητα της βρύσης, τα
δάκρυα δεν είναι άλλο από την εξωτερική έκφραση της συγκίνησης που
του προκαλούν οι αναμνήσεις. Η διαδικασία της μνημονικής ανάκλησης
συγκρίνεται με μια φυσική λειτουργία, το κλάμα. Με αυτόν τον τρόπο ο
ποιητής συνδέει το μέσα με το έξω, δίνοντας έτσι την εκτός του κόσμου
τούτου κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κρητικός (Μάκριτζ).
Στ. 23: εδώ κυριαρχεί η προσωποποίηση, η θεοποίηση των ματιών.
Αποδίδονται στα μάτια θεϊκές ιδιότητες. Τα μάτια παίζουν βασικό ρόλο
στη διαδικασία της εσωτερικής
αναζήτησης. Το παρατεταμένο βλέμμα
της φεγγαροντυμένης γίνεται ο μοχλός
που θέτει σε κίνηση τη μνημονική
διαδικασία. Καθώς αυτή συντελείται,
δάκρυα θολώνουν τα μάτια του κρητικού
και ταυτόχρονα αισθάνεται τα μάτια της
φεγγαροντυμένης μέσα του. Το βλέμμα
της τον ορίζει, ελέγχοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Τα
μάτια της γίνονται οι πύλες που οδηγούν στον εσωτερικό κόσμο του
κρητικού, με άλλα λόγια γίνονται μέσο ενόρασης.
Στ. 27: η ματιά της φεγγαροντυμένης φέρνει στο φως νέα μνημονικά
κοιτάσματα. Αναφέρονται οι οικογενειακές μνήμες του κρητικού, η
αιχμαλωσία των αδερφών του, η σφαγή της αδερφής του ο φρικτός
θάνατος των γονιών του και ο εκπατρισμός του. Γράφονται σε α ενικό
πρόσωπο και σε ευθύ λόγο. Η συνεκδοχή θλίψη του χειλιού και οι
μεταφορές αισθητοποιούν τον πόνο του. Αξίζει να επισημανθεί το χιαστό
των στίχων 33-34 που τονίζει την ταχύτατη εξέλιξη της καταστροφής (το
βράδυ και την αυγή).
Στ. 35: μένει ανολοκλήρωτος και δημιουργεί την αίσθηση μιας έντονης
συναισθηματικής φόρτισης.
Στ. 36: κλείσιμο της αναδρομής στις συμφορές του κρητικού με την
εικόνα του ήρωα να γεμίζει τις χούφτες του με χώμα της πατρίδας του
5
6. και να την εγκαταλείπει. Ο εκπατρισμός αποτελεί την τελευταία του
συμφορά.
Στ. 37-38: ακολουθεί η επίκληση της φεγγαροντυμένης, η προσφώνηση
θεά, αποτελεί δήλωση της θεϊκής φύσης της φεγγαροντυμένης, στην
οποία ο κρητικός στηρίζει την ελπίδα για βοήθεια. Κρέμεται σε βαθύ
γκρεμό και κρατιέται από ένα τρυφερό κλωνάρι, την αγαπημένη του
κορασιά που αποτελεί τον τελευταίο δεσμό αγάπης που δίνει αξία στη
ζωή του.
Ενότητα 5[22]
Στ. 2: η σχέση της αγάπης, του ερωτικού δεσμού που
εκφράζει το επίθετο καλός, γίνεται πιο φανερή στο
ουσιαστικοποιημένο επίθετο «η καλή μου». Η λέξη είναι
λαϊκή, κληρονομημένη από παλιά. Απαντά στη
Φαρμακωμένη στον Άδη του Σολωμού και δύο φορές
στον Κρητικό.
Μοιάζουν με εκείνα της κόρης τα μάτια της
φεγγαροντυμένης γιατί είναι ίδια η ουσία που αυτές οι
μορφές εκπροσωπούν μέσα στην πρόθεση του ποιητή.
Η δύναμη του γέλιου της κατευνάζει τον πόνο του ήρωα και γαληνεύει την
ταραγμένη του ψυχή. Η εικόνα των δακρυσμένων ματιών της φεγγαροντυμένης-
που παραπέμπει στα δακρυσμένα μάτια του Κρητικού –είναι δηλωτική της
συγκίνησης που της προκαλεί η θλιβερή του ιστορία και της συμπόνιας που
νιώθει γι’ αυτόν. Το γλυκό χαμόγελο και το δάκρυ της φεγγαροντυμένης θα
μπορούσαν να αποδοθούν στη λύπη που νιώθει γιατί ξέρει ως θεά, ότι η κόρη
δε θα σωθεί τελικά (Τσαντσάνογλου Ελένη). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι
υπάρχει τραγική ειρωνεία γιατί ο Κρητικός αντιλαμβάνεται διαφορετικά το
χαμόγελο της.
Στ. 3: αμέσως μετά το επιφώνημα, φανερώνει ο κρητικός τον πόνο του για την
εξαφάνιση της θεϊκής μορφής, η οποία από τη μία του κατεύναζε τον πόνο από
την άλλη, του θύμιζε την αγαπημένη του.
Το δάκρυ της φεγγαροντυμένης αποτελεί στοιχείο της λεγόμενης εισφοράς, που
λειτουργεί ως επιβεβαίωση της αντικειμενικότητας του ονείρου ή του οράματος
και παραπέμπει στην ονειρική και οραματική λογοτεχνική παράδοση (Ελ.
Τσαντσάνογλου).
Στ. 5-8: το κατάλοιπο δάκρυ της στην παλάμη του Κρητικού ευνοεί καινούρια
απόδραση προβολή τώρα έξω και μπρος από τον επεισοδιακό χρόνο
(Μαρωνίτης). Η προβολή στο μέλλον γίνεται συνειρμικά μέσω του χεριού που
δέχτηκε το δάκρυ της φεγγαροντυμένης. Οι ιδιότητες που απέκτησε αργότερα
το χέρι του αποδίδονται στον ίδιο τον Κρητικό (συνεκδοχή). Ακολουθεί αλλαγή
στο ήθος του ήρωα (σχήμα άρσης και θέσης). Σύμφωνα με την Ελένη
Τσαντσάνογλου η αλλαγή δεν επέρχεται άμεσα αλλά από τη στιγμή που ο
Κρητικός κατάλαβε το νόημα των δακρύων της, δηλαδή στο τέλος της
δοκιμασίας του, όταν βλέπει την κόρη νεκρή. Ο Κρητικός έχει χάσει κάθε ίχνος
αγωνιστικότητας και δεν αγωνίζεται πια ούτε για τη ζωή του. Έχει καταντήσει
ζητιάνος, δυστυχής και αξιολύπητος.
Αυτή η αλλαγή, κατά τον Καψωμένο είναι συνειδητή επιλογή και όχι
αποτέλεσμα ανάγκης. Η αρνητική εξέλιξη στη ζωή του ήρωα σηματοδοτείται ως
μεταβολή ήθους και επανιεράρχηση αξιών, δηλαδή ως ριζική ψυχική
μεταμόρφωση του ήρωα, που βρίσκει την πλήρωση στην αγάπη του άλλου και
όχι όπως πριν, στον εξοντωτικό ανταγωνισμό.
Στ. 9: τα μάτια χρησιμοποιούνται συνεκδοχικά για να δηλώσουν τον άνθρωπο.
Το δακρυσμένο μάτι του διαβάτη αισθητοποιεί τον οίκτο που προκαλεί ο
κρητικός και τα χορτάτα δυστυχιά μάτια του ήρωα που βαραίνουν από την
κούραση ή την αγρύπνια εκφράζουν παραστατικά τη δυστυχία του.
6
7. Στ. 10: όταν τα μάτια του κλείνουν και χάνει την επαφή με τον έξω κόσμο
μεταφερόμαστε μέσω του ονείρου στο παρελθόν, στο χρόνο του ναυαγίου. Τα
όνειρά του που η μεταφορά σκληρά τα καθιστά εφιάλτες, ξαναζωντανεύουν την
πάλη με τα άγρια φυσικά στοιχεία, την αγωνία του για την τύχη της κόρης και
το συγκλονιστικό όραμα της φεγγαροντυμένης. Να προσέξουμε τη χρήση του
δραματικού ενεστώτα που τονίζει την ένταση με την οποία αναβιώνει το μοιραίο
συμβάν και το πολυσύνδετο σχήμα με το οποίο δημιουργείται η κλιμάκωση της
έντασης, με κορύφωση τη στιγμή που ξυπνά.
Στ. 13: το τριμερές σχήμα των ρημάτων περιγράφει με παραστατικότητα και
πυκνότητα την ψυχική ταραχή του Κρητικού
Στ. 14: η προβολή στο μέλλον κλείνει όπως άνοιξε, με αναφορά στο χέρι του
κρητικού που δέχτηκε το θαυματουργό δάκρυ της φεγγαροντυμένης. Το δάκρυ
έχει την ίδια δύναμη με τη φεγγαροντυμένη, μετατρέπει την ταραχή σε γαλήνη.
Στ. 15-16: Το χέρι δημιουργεί συνειρμούς που μας μεταφέρουν ξανά στον
επεισοδιακό χρόνο. Οι επιπτώσεις από το δάκρυ είναι όχι μόνο απώτερες αλλά
και άμεσες, κολυμπάει με δύναμη πρωτόγνωρη προς την ακτή
(Τσαντσάνογλου).
Υπάρχει συσσώρευση μεταφορών που εκφράζουν παραστατικά τη μεταβολή των
συνθηκών και το επίθετο μυρωδάτα αποδίδει ένα χαρακτηριστικό της θάλασσας
και ίσως μπορεί να συσχετιστεί με το στίχο 4 στην ενότητα 20 και να
αναφέρεται στο άρωμα της φεγγαροντυμένης που ακόμα πλανιέται σαν
τελευταίο ίχνος της παρουσίας της.
Στ. 17-20: με όχημα τη μνήμη ο κρητικός
επιστρέφει πάλι στο παρελθόν, την εποχή του αγώνα
του εναντίο των Τούρκων για να προσδιορίσει το
μέγεθος της δύναμης που ένιωσε να τον κυριεύει. Η
ένταση της δύναμης αποδίδεται με τριπλή
σύγκριση, η οποία εκφέρεται αποφατικά και
τονίζεται με την επανάληψη (μήτε, μήτε, μήτε). Η
μάχη ήταν σώμα με σώμα και άνιση, γινόταν με
γυμνά σπαθιά, οι σύντροφοί του αποκαλούνται
παλληκάρια, αξίζει να προσέξουμε την αντίθεση
πολλούς ολίγα και το επίρρημα αλαίμαργα.
Στ. 21-23: η επιστροφή στον επεισοδιακό χρόνο γίνεται ομαλά με το θεματικό
μοτίβο της δύναμης. Η δύναμη τώρα αναφέρεται στο κολύμπημα και έτσι
επανερχόμαστε ακριβώς στο σημείο όπου διακόπηκε ο επεισοδιακός χρόνος. Η
έντονη σωματική προσπάθεια, η αγωνία της σωτηρίας ή η παρουσία της κόρης
εντείνει το χτυποκάρδι.
Στ. 23-24: ο γρήγορος ρυθμός αναστέλλεται άλλη
μια φορά με τη διάχυση του μαγικού ήχου, που
εκτρέπει τον κρητικό σε μνήμες και βιώματα της
κρητικής του προϊστορίας. Με το σχήμα της
αναδίπλωσης γίνεται μια απόπειρα
προσδιορισμού του ήχου. Ο ήχος ασκεί όπως και
το χαμόγελο της φεγγαροντυμένης, στον κρητικό
μαγική δύναμη στον υπέρτατο βαθμό, παραλύει
τις δυνάμεις του, κάνει τις κινήσεις του αργές,
χαλαρώνει την ένταση της προσπάθειάς του. Ο κρητικός προσπαθεί μάταια να
ταυτίσει το μαγευτικό ήχο με κάποιον από τους γλυκούς ήχους που γνωρίζει,
αλλά μάταια. Τη μάταιη προσπάθεια αποδεικνύουν οι τρεις αποφατικές
παρομοιώσεις, οι οποίες λένε τι δεν είναι ήχος.
Στ. 25-28: η πρώτη παρομοίωση ανακαλεί στη
μνήμη μια ειδυλλιακή εικόνα. Στους δύο πρώτους
στίχους ορίζεται ο χρόνος, ο τόπος, η υφή και η
7
8. πηγή του ήχου. Ο χρόνος είναι η ώρα του δειλινού, όταν αρχίζει να
σκοτεινιάζει, το τοπίο είναι φυσικό. Η περιγραφή με κέντρο τα δάση αγκαλιάζει
όλο το φυσικό κόσμο, τον ουρανό και το υγρό στοιχείο. Η πηγή του ήχου είναι
μια κορασιά που τραγουδά τον κρυφό ερωτικό της πόθο. Στη συνέχεια, το τοπίο
περιορίζεται στη βρύση, το λουλούδι και το δέντρο που αποτελούν αποδέκτες
του τραγουδιού. Με έναν πρωτότυπο χιασμό δίνεται η ανταπόκριση του δέντρου
και του λουλουδιού στο τραγούδι της κορασιάς. Το δέντρο λυγάει και το
λουλούδι ανοίγει.
Στ. 29-34: και στη δεύτερη εικόνα ορίζονται η πηγή, η υφή του ήχου, ο χώρος
και ο χρόνος που τον πλαισιώνει, καθώς και η ανταπόκριση της φύσης σ’
αυτόν. Ο ήχος είναι το παρατεταμένο κελάιδισμα ενός κρητικού αηδονιού. Η
γλυκάδα που χαρακτηρίζει την υφή του είναι το κοινό στοιχείο με το μαγευτικό
ήχο που ακούει. Η περιγραφή του τοπίου κινείται από τα κοντινά στα μακρινά,
από το κέντρο προς την περιφέρεια και από κάτω προς τα πάνω. Με την
επανάληψη πολύ μακριά και το χιαστό στο στίχο 32 αισθητοποιείται η τεράστια
έκταση που καταλαμβάνει το κελάηδημα του αηδονιού. Το αηδόνι κελαηδά
όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα. Το φως αρχικά απουσιάζει, με την ανατολή
του ήλιου όμως αυξάνει, επισκιάζοντας το φως των αστεριών, όπως δείχνει η
μεταφορά έλιωσαν τα αστέρια. Η ανταπόκριση της φύσης δίνεται με την
ηχητική εικόνα στους στίχους 31-32, η οποία αισθητοποιεί το μακρινό
αντίλαλο του κελαηδήματος. Ακολουθεί μια εικόνα
στους στίχους 33-34, η οποία φαίνεται να
παραπέμπει στην ομηρική μεταφορά ροδοδάκτυλος
αυγή. Η αυγή, προσωποποιημένη, παρουσιάζεται να
προβάλει, να ακούει μαγεμένη το μελωδικό
κελάηδημα του αηδονιού και να της πέφτουν τα
ρόδα από τα χέρια.
Στ. 35: φιαμπόλι: κρητική ονομασία για το σουραύλι, το μέρος από το οποίο
φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοικτό. Διαφοροποιείται από τη φλογέρα,
έχει έξι τρύπες μπροστά, ή έξι μπροστά και μία πίσω.
Στ. 40: ο εθνικότερος και ο πατριωτικότερος
δεκαπεντασύλλαβος που υπάρχει στη νεότερη ποίησή μας
Στ. 42: στίχος που γράφεται και ξαναγράφεται από το
Σολωμό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Για το
άνθρωπο που αναθυμάται τη μητρική γη ακόμη και τα πιο
ταπεινά και άσχημα παίρνουν μια άλλη όψη. Η σχέση
αγάπης του ανθρώπου προς τη μητρική γη, ανάλογα με το
φυσικό δεσμό του παιδιού προς τη μητέρα και της μητέρας
προς το παιδί, μεταμορφώνει την υφή και το χρώμα τν
πραγμάτων. Η μαύρη πέτρα δεν είναι πια μαύρη ούτε και
το χορτάρι ξερό, για τη μυστική αλλαγή των οποίων ο
ποιητής χρησιμοποιεί τη λέξη καλή. Θα μπορούσαμε να
πούμε πως ο στίχος αυτός αποτελεί ένα μοτίβο στο Σολωμό. Δύο υποκείμενα με
τους προσδιορισμούς τους ισόρροπα κατανεμημένα στα δύο ημιστίχια του
15σύλλαβου και ένα επιθετικό κατηγορούμενο στην αρχή με ή χωρίς συνδετικό
ρήμα.
Ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι σε ένα τέτοιο πρότυπο κάλλους ο μόνος αντάξιος
είναι η κατάσταση της ελευθερίας (Πολίτης, Αποστολάκης).
Στ. 43: ύστερα από τις εικόνες έρχονται οι λογικές έννοιες και διαφωτίζουν το
θέμα. Το λαλούμενο, το πουλί, η φωνή και ακόμα γενικότερα ο ήχος δίνουν με
λογικές έννοιες ό,τι μας δίνεται παραπάνω με εικόνες. Το νόημα των λόγων του
Κρητικού είναι ότι δεν μπορεί να βρει τίποτε που να συγκρίνεται με τους
μαγικούς ήχους που άκουσε μετά την εξαφάνιση της φεγγαροντυμένης. Ήχος
απαράμιλλος δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με κοριτσίστικο ερωτικό τραγούδι
8
9. ούτε με κρητικό αηδόνι ούτε με τη φλογέρα του βοσκού. Ο Σολωμός
ανακεφαλαιώνει τα τρία αυτά στοιχεία με αντίστροφη σειρά απ΄αυτή που
πρωτοαναφέρονται (αντίστροφη κλιμάκωση, χιασμός).
Στ. 44: ένα άλλο μοτίβο που απασχόλησε τον Κρητικό είναι η εντύπωση του
πρώτου ανθρώπου. Η θέση του μοτίβου στην οικονομία του ποιήματος είναι
φανερή.
Στ. 45: μπορεί να σημαίνει ότι ο ήχος δεν περιείχε λόγια ή ότι δεν υπάρχουν
λόγια να τον περιγράψει κανείς. Η δεύτερη ερμηνεία ίσως εξηγεί γιατί μένει
ημιτελής ο στίχος και σβήνει στη σιωπή.
Στ. 48: ο Σολωμός είχε αναμφίβολα συνείδηση της τυχαίας ομοιότητας
ανάμεσα στις λέξεις του Μαγιού και μάγια.
Στ. 50: η σύζευξη του έρωτα με το Χάρο, στοιχείο της Ορφικής και Ελευσίνιας
λατρείας μας δίνει δύο γνωστές και ομοειδείς εκδηλώσεις του ίδιου καταλυτικού
ενστίκτου, που ερεθίζει μέσα στην ψυχή του Κρητικού ο γλυκύτατος ήχος. Το
ένστικτο του θανάτου είναι ακριβώς η αντίθετη ροπή προς το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης και της επιβολής. Αντίστοιχα, ο έρωτας αντιπροσωπεύει
μερική κατάργηση της ατομικότητας (Καψωμένος).
Ο Σολωμός στην αρχή είχε σκεφτεί να παραλληλίσει απλά την εντύπωση που
προκαλεί ο ήχος στον Κρητικό με τη γλύκα που μεθά το νου, όπως ο
παράδεισος, και με τη δύναμη του έρωτα και του θανάτου. Αργότερα, όμως ο
ποιητής δοκιμάζει, αναπτύσσοντας το θέμα του Αδάμ να περιγράψει έμμεσα την
άρρητη εντύπωση που προκαλεί στον Κρητικό ο μαγικός εξωγήινος ήχος. Το
ξύπνημα του πρωτόπλαστου λειτουργεί ποιητικά σε συσχετισμό με την
αντιστροφή της εικόνας στο τέλος του ποιήματος. Η παραδείσια μαγεία
διαλύεται και ο Κρητικός ανακτά τις φυσικές του αισθήσεις για να αποθέσει στο
ακρογιάλι νεκρό το άλλο του μισό. Έτσι, ο γήινος κύκλος που ανοίγεται με την
εμφάνιση του πρώτου ερωτικού ζεύγους στο φωτεινό χώρο του παραδείσου
(θέμα του Αδάμ) κλείνει με τον αφανισμό του ερωτικού ζεύγους του ποιήματος
και ο επίγειος παράδεισος ερημώνει και σκοτεινιάζει. Ο στίχος αυτός
προβάλλοντας την αντικειμενικά ισοδύναμη παρουσία του έρωτα και του χάρου
στη ζωή, φαίνεται να συνοψίζει απλά το περιεχόμενο του θέματος του Αδάμ (Ελ.
Τσαντσάνογλου).
Χάρη στη συνεργασία αυτών των δύο του έρωτα και του θανάτου, που κατέληξε
στο θάνατο της αγαπημένης του,
μπόρεσε εκείνος να υπερβεί το χρόνο.
Παρόλη τη βαθιά πληγή που του
άνοιξε ο θάνατος του κοριτσιού,
μπορεί τώρα να προσμένει με χαρά
μια αιώνια ευδαίμονα ύπαρξη
στον Παράδεισο με την αγαπημένη
του. Αυτή η αίσθηση της
ασημαντότητας της επίγειας ζωής, αν τη συγκρίνει κανείς με την αιωνιότητα,
είναι παρόμοια με τα αισθήματα που εκφράζουν κι άλλα πρόσωπα στην ποίηση
του Σολωμού. Ο πάναγνος έρωτας του κρητικού για την αρραβωνιαστικιά του
είναι αυτός που του επέτρεψε να ρίξει μια ελάχιστη ματιά την αιωνιότητα
(Μάκριτζ).
Στ. 51-54: εδώ γίνεται η προσπάθεια να πλαστεί έκφραση για τη μέθη του νοός
και της καρδιάς, για την έκσταση δηλαδή του ανθρώπου μπρος στην ομορφιά,
να εκφραστεί δηλαδή κάτι που είναι υπερλογικό και γι΄ αυτό μένει στο τέλος
πάντα ανέκφραστο, όπως υπερλογικά κι ανέκφραστα είναι τα θεμέλια της ζωής
μας (Αποστολάκης).
9