Γιορτή της μητέρας-Φύλλα εργασιών για όλες τις τάξεις
Kεφάλαιο 37συνοψη
1. Ερμηνευτική προσέγγιση
Στο κεφάλαιο 36 ο Περικλής με την πρόθεση του λόγου του προσδιόρισε τα
βασικά σημεία στα οποία θα εστιαζόταν η ομιλία του, λέγοντας ότι θα εκτεθούν
αναλυτικά η επιτήδευσις, το πολίτευμα και οι τρόποι, οι γενεσιουργές δηλαδή
αιτίες του αθηναϊκού μεγαλείου, και θα ακολουθήσει κατόπιν ο έπαινος των
προκειμένων νεκρών.
Ο ρήτορας ωστόσο δεν ακολουθεί ακριβώς την τριμερή διάταξη του επαίνου
όπως ακριβώς την ανακοίνωσε αλλά επιλέγει να ξεκινήσει το λόγο του (κεφ. 37-
45) από τον έπαινο του πολιτεύματος, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στην
επιτήδευση. Αυτό πιθανόν συμβαίνει διότι η επιτήδευση αποτελεί το γενικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική
ταυτότητα των Αθηναίων.
Στην πράξη, ο έπαινος ακολουθεί την εξής πορεία: στην πρώτη παράγραφο του
κεφ. 37 ο ρήτορας πλέκει το εγκώμιο του πολιτεύματος, κάτι που επιβάλλεται και
από τα όσα ο ίδιος έχει εξαγγείλει αλλά και από την τυπική δομή που έχει
καθιερωθεί να έχουν οι επιτάφιοι λόγοι. Ακολουθεί ο έπαινος των «τρόπων» των
Αθηναίων, στοιχείο στο οποίο μετουσιώνονται η επιτήδευση και το πολίτευμα και το
οποίο αποτελεί τον πυρήνα του λόγου (καταλαμβάνει το υπόλοιπο του κεφ. 37
καθώς και τα κεφ. 38-μέρος του 41).
Με ιδιαίτερη λοιπόν περηφάνια, που γεννιέται από την πίστη του πολιτικού στην
παιδευτική συμβολή του πολιτεύματος, ο Περικλής χρησιμοποιώντας το α΄
πληθυντικό πρόσωπο «χρώμεθα» διεκδικεί για τη γενιά του την τιμή που πηγάζει από
την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία αυτού του πολιτεύματος.
Εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αθηναϊκού πολιτεύματος είναι η
γνησιότητα, η πρωτοτυπία και η διάρκειά του. Αντίθετα με ό,τι συνέβη σε άλλες
περιοχές που συγκροτήθηκαν πολιτικά καταφεύγοντας στη μίμηση, η Αθήνα
διαμόρφωσε μόνη της τους δημοκρατικούς θεσμούς στους οποίους στήριζε την
οργάνωσή της. Σύμφωνα με την άποψη σχολιαστών του Επιταφίου λόγου, στο σημείο
αυτό ο Περικλής υπαινίσσεται έμμεσα τη Σπάρτη η οποία σύμφωνα με την παράδοση
μιμήθηκε όσον αφορά την νομοθεσία της το νομοθετικό σύστημα της Κρήτης. Ο
έμπειρος πολιτικός και ρήτορας όμως προχωρεί ακόμα περισσότερο και καυχιέται όχι
μόνο για την αυτοχθονία του πολιτεύματος, αλλά για το γεγονός ότι αυτό αποτέλεσε
πρότυπο για άλλες ελληνικές πόλεις ή και για άλλους λαούς.
Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη το πολίτευμα θεωρείται ένας από τους
καθοριστικούς παράγοντες σφυρηλάτησης ήθους στους πολίτες και σχετίζεται άμεσα
με την επίδειξη ανδρείας από την πλευρά των προκείμενων νεκρών. Η αρετή των νεκρών
δεν είναι δώρο που εκπορεύεται από τη φύση αλλά αγαθό που προέρχεται από τους
νόμους και αναπτύσσεται χάρη στην παιδευτική επενέργεια του πολιτεύματος στη
συμπεριφορά και τις συνήθειες των πολιτών, οι οποίοι επιλέγουν αυτόβουλα να
2. θυσιαστούν ως υπέρτατη απόδειξη καθήκοντος και προσφορά τιμής προς την
πατρίδα.
Στη συνέχεια ο Περικλής προσδιορίζει το υποδειγματικό αθηναϊκό πολίτευμα
ονομάζοντάς το «δημοκρατία», επειδή η εξουσία ασκείται από τους «πλείονας» και όχι
από τους «ολίγους». Οι «ολίγοι» ήταν οι αριστοκράτες, οι ευγενείς, οι οικονομικά ισχυροί,
από τους οποίους μετά από σκληρούς και μακροχρόνιους αγώνες αφαιρέθηκε η εξουσία
και δόθηκε στο πολυάριθμο σώμα των ελευθέρων και παραγωγικά ενεργών πολιτών, είτε
αυτοί ήταν πλούσιοι είτε φτωχοί και κοινωνικά άσημοι. Αυτοί ήταν οι «πλείονες» και αυτοί
αποτελούσαν το δήμο. Έτσι, η δημοκρατία είναι το πολιτειακό εκείνο σύστημα που
στηριζόταν στους περισσοτέρους.
Με αφορμή τις εξαιρέσεις κάποιων κοινωνικών κατηγοριών, όπως οι μέτοικοι, οι
δούλοι και οι γυναίκες από το σώμα των Αθηναίων πολιτών νεότεροι μελετητές
προσπαθούν να αμφισβητήσουν ή και να αρνηθούν την πραγματικότητα του ότι η Αθήνα
ήταν μια πραγματική δημοκρατία. Το σφάλμα που γίνεται είναι προπάντων μεθοδολογικό,
καθώς επιδιώκουν με σύγχρονα μέτρα και σημερινά κριτήρια να ερμηνεύσουν μια άλλη
εποχή με διαφορετικές κοινωνικές και ιστορικές παραμέτρους, παραβλέποντας δεδομένα
όπως ότι οι γυναίκες μόλις πρόσφατα στις σύγχρονες δημοκρατίες απέκτησαν πολιτικά
δικαιώματα, η δουλεία ήταν θεσμός η κατάργηση του οποίους έγινε στους νεότερους
χρόνους και σχετικά πρόσφατα, ενώ ότι η χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους
αποτελεί θέμα έντονου προβληματισμού και κοινωνικών εντάσεων ακόμα και σήμερα.
Μετά τον ακριβή προσδιορισμό του πολιτεύματος και την έμμεση αναφορά του στην
πρώτη βασική αρχή του πολιτεύματος αυτού, την αρχή της πλειοψηφίας, ο Περικλής
παρουσιάζει μία δεύτερη βασική αρχή: την ισονομία ή ισοπολιτεία, την ισότητα δηλαδή
όλων των πολιτών απέναντι στους νόμους, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την κοινωνική
τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση.
Κι ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα και οι νόμοι του δίνουν σε όλους αδιακρίτως τους
πολίτες τα ίδια δικαιώματα σε ζητήματα ιδιωτικών σχέσεων μεταξύ τους, για την
ανάδειξη και την επιβολή του ατόμου στη δημόσια ζωή και μάλιστα σε υπεύθυνες κρατικές
θέσεις δεν ισχύει η νομική ισότητα. Εκεί εφαρμόζεται η αρχή της αξιοκρατίας (τρίτη
αρχή), υπάρχει δηλαδή ιεράρχηση με βάση την ιδιαίτερη ευδοκίμηση σε κάποιον τομέα της
δημόσιας ζωής, με βάση δηλαδή την αξία, το προσωπικό κύρος, , την αξίωση του καθενός.
Είναι σημαντικό ότι ο πολιτικός και ρήτορας Περικλής αποσυνδέει αυτό το κύρος από
την κοινωνική τάξη (από μέρους) ή τον πλούτο (κατά πενίαν). Το κριτήριο ανάδειξης
είναι αποκλειστικά συνδεδεμένο με την καταξιωμένη και αναγνωρισμένη προσωπική
ικανότητα του πολίτη να προσφέρει στην πόλη κάτι αγαθό. Την ενσάρκωση αυτού του
αξιοκρατικού ιδεώδους της δημοκρατίας αποτελούσε ο ίδιος ο Περικλής , τον οποίο ο
αθηναϊκός δήμος εξέλεγε στο ανώτατο αξίωμα της πόλης, το αξίωμα του στρατηγού, για
δεκαπέντε συνεχή χρόνια εκτιμώντας αυτήν ακριβώς την αρετή που τον διέκρινε.
3. Μετά την τελική διαπίστωση ότι στη δημόσια ζωή των Αθηναίων βρήκε λαμπρή
ενσάρκωση ο ηθικός κανόνας να μετέχει στα αξιώματα της πόλης το άτομο που διαθέτει
τα προσόντα, χωρίς να εμποδίζεται από την καταγωγή ή τη φτώχια, ο Περικλής περνά
στον έπαινο τον τρόπων (παρ. 2-3) όπου διερευνώνται οι σχέσεις του πολίτη με το
κράτος, οι σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και οι σχέσεις των πολιτών με τους νόμους
τις οποίες διέπει στην καθημερινή τους συνάφεια η ελευθερία (τέταρτη βασική αρχή
πολιτεύματος).
Αφού λοιπόν ο ομιλητής τονίζει με μια διάθεση ανακεφαλαίωσης ότι το αθηναϊκό
κράτος δε λειτουργεί καταπιεστικά και δεσμευτικά για τους πολίτες, εξαίρει την
ελευθερία που διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις των πολιτών της Αθήνας
προβάλλοντας τρία επιχειρήματα:
α) οι Αθηναίοι είναι απαλλαγμένοι από την αμοιβαία καχυποψία στις καθημερινές τους
απασχολήσεις,
β) δε δυσανασχετεί ο ένας κατά του άλλου για επιλογές που ευχαριστούν κάποιον
γ) η ειλικρινής ανεκτικότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιτών στις καθημερινές
εκδηλώσεις δεν τους επιτρέπει να παίρνουν το ύφος πειραγμένου, γεγονός που δε
ζημιώνει βέβαια αλλά στεναχωρεί τους άλλους.
Αυτή η ανεμπόδιστη έκφραση της προσωπικότητας των πολιτών και η απουσία
οποιασδήποτε αστυνόμευσης στην ιδιωτική ζωή, παρά την εξιδανίκευση πιστοποιούν την
παιδευτική αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος και αποτελούν τις έμπρακτες
εκδηλώσεις ενός ανώτερου πολιτισμού. Από την άλλη, η αναφορά στην έλλειψη ηθικής
αυστηρότητας στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων αποτελούν σαφή υπαινιγμό για τη
Σπάρτη, στην οποία ο κοινωνικός καταναγκασμός ήταν έντονος και η συμμόρφωση με την
αυστηρή καθοδήγηση που επέβαλλε η πολιτεία ακόμα και στις πιο προσωπικές πτυχές
της ζωής των πολιτών (διαγωγή, ενδυμασία, εμφάνιση) ήταν υποχρεωτική.
Κλείνοντας ο Περικλής, αφού ανακεφαλαιώνει όσα προανέφερε, επανέρχεται στις
σχέσεις του πολίτη με το κράτος και εξαίρει το σεβασμό των Αθηναίων απέναντι στους
νόμους. Οι Αθηναίοι πολίτες, αν και έχουν μεγάλη ελευθερία στη σχέση τους με το
κράτος αλλά και στις διαπροσωπικές τους επαφές, αισθάνονται την υποχρέωση να
πειθαρχούν στους εκλεγμένους άρχοντες και να μην υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται
από τους νόμους, γραπτούς και άγραφους.
Κι ενώ την υπακοή στους νόμους την υπαγορεύει στους ανθρώπους συνήθως ο φόβος της
αυστηρής τιμωρίας, ο Αθηναίος πολίτης πειθαρχεί «διά δέος μάλιστα», από εσωτερικό
σεβασμό, υψηλή αίσθηση ευθύνης, από επιταγή της ηθικής συνείδησης, γεγονός που αποδεικνύει
μια ακεραιωμένη και αυτόνομη προσωπικότητα. Για πρώτη και τελευταία φορά ο Θουκυδίδης
χρησιμοποιεί τη λέξη «δέος» με τη σημασία της λέξεως «αιδώς» φέρνοντας έτσι στο νου του
ακροατή ή του αναγνώστη μια σύγκριση με τη Σπάρτη: εκεί η πειθαρχία και η περίφημη ευνομία
ήταν κάτι που επιβαλλόταν από εξωτερικούς παράγοντες, από τους αυστηρούς και απαράβατους
νόμους, ενώ στην Αθήνα η ευθυγράμμιση της βούλησής του με το περιεχόμενο των νόμων της
πόλης ήταν κάτι που πήγαζε από την ελεύθερη και αυτόβουλη επιλογή των πολιτών.
4. Ολοκληρώνοντας την ερμηνευτική προσέγγιση του κεφαλαίου πρέπει να επισημάνουμε ότι ο
τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει ο Περικλής και κατ΄ επέκταση ο Θουκυδίδης τη ζωή στην
Αθήνα, τόσο σε σχέση με τη λειτουργία του άψογου αξιοκρατικού συστήματος όσο και με τη
αψεγάδιαστη συμπεριφορά των πολιτών στις σχέσεις τους με το κράτος, με τους άλλους και
τους νόμους είναι εξιδανικευμένος.
Η τάση αυτή για εξιδανίκευση δικαιολογείται διπλά:
α) από τη μια ο Περικλής προβάλλοντας με έμφαση το μεγαλείο της Αθήνας προσπαθεί να
δείξει πόσο σπουδαίες είναι οι αξίες για τις οποίες πολέμησαν και σκοτώθηκαν οι νεκροί, να
εμψυχώσει τους συμπολίτες υπενθυμίζοντας με υπερβάλλοντα ζήλο την αίγλη της πόλης, τις
πολιτικές και πολιτισμικές αξίες, την ελευθερία και τα αγαθά που απολαμβάνουν στην πόλη την
οποία έχουν χρέος να υπερασπιστούν στον κίνδυνο και επιπλέον να μιλήσει για το πολιτικό και
πολιτιστικό θαύμα της Αθήνας, του οποίου κύριος συντελεστής και εμπνευστής υπήρξε ο ίδιος.
Έτσι στα πλαίσια της ορθής πολιτικής του κρίσης και ευαισθησίας δράττεται της ευκαιρίας να
περιγράψει μια πολιτική, κοινωνική και πνευματική ατμόσφαιρα που ο κάθε πολίτης θα
ήθελε να βιώσει και για διατήρηση της οποίας θα δεχόταν να θυσιαστεί.
β) Ο Θουκυδίδης συνθέτοντας την εικόνα του αθηναϊκού πολιτεύματος και με στόχο να
παρουσιάσει την πολιτική του Περικλή της οποίας υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής, έδωσε μια
κοινωνικοπολιτική κατάσταση περισσότερο σαν ιδανικό παρά σαν συντελεσμένη
πραγματικότητα. Έτσι, διέσωσε τον ορισμό του βαθύτερου πνεύματος της αθηναϊκής
δημοκρατίας, θεωρημένης στο σύνολό της, την εικόνα του πολιτισμού της σε όλο του το πλάτος
και την πληρότητα. Την εικόνα μιας πόλης γεμάτης από μετρημένη ελευθερία και εσωτερική
αξιοπρέπεια.