SlideShare a Scribd company logo
1 of 66
Download to read offline
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Ι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
Υπεύθυνος μαθήματος: Θωμάς Νουτσόπουλος
Ρέθυμνο 2011
Οι σημειώσεις που ακολουθούν αφορούν τις παραδόσεις του μαθήματος
Πολιτική Θεωρία Ι όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέσα από πολυετή
διδασκαλία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ο
σκοπός τους είναι κατά βάση, αν και όχι αποκλειστικά, διδακτικός.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή αναδημοσίευσή τους με οποιαδήποτε
μορφή, έντυπη, ψηφιακή ή άλλη. Οι σημειώσεις επιδιώκουν να εισάγουν
τους φοιτητές του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στις βασικές έννοιες της
πολιτικής θεωρίας όπως αυτές αναπτύχθηκαν στον ορίζοντα της αρχαίας
ελληνικής πόλης. Βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους οικοδομείται το
μάθημα είναι οι Θουκυδίδης, Πλάτωνας και Αριστοτέλης. Κρίνεται σκόπιμο
να επισημανθεί ότι η ανάγνωση των σημειώσεων πρέπει να γίνεται
παράλληλα με την ανάγνωση των συναφών χωρίων από τα πρωτότυπα
κείμενα. Επισημαίνεται επίσης ότι στις εν λόγω σημειώσεις δεν παρέχονται
πληροφορίες σχετικά με τη βιογραφία των κλασικών της αρχαιότητας.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το έργο του Θουκυδίδη με τίτλο Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου1
έχει ως
βασικό θέμα την κρίση της αρχαίας ελληνικής πόλης που εκδηλώθηκε με σαφή
τρόπο στο τρίτο μισό του 5ουπ.Χ αιώνα και πήρε τη μορφή μιας μακρόχρονης
πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης (και των αντίστοιχων
συμμάχων τους). Είθισται να θεωρείται ως το πρώτο συστηματικό έργο του
επιστημονικού κλάδου της ιστορίας, αν και έχει προηγηθεί αυτού το έργο του
Ηροδότου το οποίο καταπιάνεται με την εξιστόρηση των γεγονότων την περίοδο
των Μηδικών πολέμων. Μας ενδιαφέρει στις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις να
διερευνήσουμε το εξής ερώτημα: για ποιους λόγους ένα εκ πρώτης όψεως ιστορικό
έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, οι προφανείς μελετητές του οποίου είναι
αφενός οι ιστορικοί και αφετέρου οι φιλόλογοι, αφορά το πεδίο της πολιτικής
επιστήμης; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι μονοσήμαντη όπως επίσης
δεν είναι και απλή. Το ίδιο αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να διευρυνθεί με τέτοιο
τρόπο ώστε να θέτει το ζήτημα του επιστημονικού ενδιαφέροντος σε σχέση με το
σύνολο των θεωρητικών της αρχαίας πόλης, δηλαδή οφείλουμε να αναρωτηθούμε
για τους λόγους για τους οποίους κεντρίζει το ενδιαφέρον μας η επιστημονική
ενασχόληση με την πολιτική σκέψη της αρχαίας ελληνικής πόλης.
Μια σύντομη απάντηση είναι ότι στη βάση της αρχαίας ελληνικής πόλης
αναδείχτηκε με σαφήνεια και σχετική διακριτότητα το φαινόμενο το οποίο συνιστά
το βασικό περιεχόμενο της πολιτικής επιστήμης, δηλαδή το φαινόμενο της
πολιτικής. Η απάντηση αυτή μοιάζει και, έως ένα βαθμό, είναι ταυτολογική.
Πληρέστερη απάντηση μπορούμε να έχουμε μόνο όταν διερευνήσουμε τις
βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν στη σχετική αυτή αυτονόμηση του
πολιτικού πεδίου. Για τους σκοπούς του εισαγωγικού αυτού μαθήματος αρκεί να
τονιστεί ότι: στην αρχαία ελληνική πόλη της κλασικής περιόδου, το πεδίο της
πολιτικής εμφανίζεται ως σχετικά αυτονομημένο κυρίως από το πεδίο της
θρησκείας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων δεν αποτελεί
βασική συνιστώσα διαμόρφωσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Κεντρικής
σημασίας γεγονός εδώ είναι ότι, σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους και τους λαούς της
Μέσης Ανατολής της περιόδου, κυρίως δε τους Ισραηλίτες, στην αρχαία Ελλάδα,
ειδικότερα δε στην Αθήνα για την οποία έχουμε και τις περισσότερες σωζόμενες
πληροφορίες, δεν υφίσταται ένα ιερατείο το οποίο να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο
στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Αυτή η υποταγή του ιερατείου στους
πολιτικούς εξουσιαστικούς φορείς αποτελεί μια από τις βασικές προκείμενες για τη
διακριτότητα του πεδίου της πολιτικής στην αρχαία ελληνική πόλη.
1
Για τα χωρία που παρατίθενται εδώ χρησιμοποιήθηκε η έκδοση Θουκυδίδης, Ιστορία του
Πελοποννησιακού Πολέμου, μτφ. Α.Σ. Βλάχος, Εστία, Αθήνα, 1999. Τα χωρία παρατίθενται σε
μονοτονικό και, συχνά, με αλλαγμένη ορθογραφία.
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
2
Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι μιλώντας για την αρχαία ελληνική πόλη αισθανόμαστε
ως σύγχρονοι άνθρωποι, τουλάχιστο στο Δυτικό κόσμο και ανεξαρτήτως της
ιθαγένειας, μια εγγύτητα και μια οικειότητα που απουσιάζουν όταν ασχολούμαστε,
για παράδειγμα, με τις σχέσεις στην ύπαιθρο την περίοδο του Μεσαίωνα. Για ποιο
λόγο; Η απάντηση και εδώ δεν μπορεί να είναι πλήρης εφόσον δεν ανατρέξουμε σε
δομικά γνωρίσματα των αντικειμένων που εξετάζουμε. Εντούτοις, αφοριστικά
μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην αρχαία ελληνική πόλη συναντάμε για πρώτη φορά
αναπτυγμένα τα στοιχεία εκείνα που στην περαιτέρω ιστορική τους εξέλιξη και
αναδιαμόρφωση αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τις κύριες συνιστώσες
του σύγχρονου κόσμου όπως, για παράδειγμα, σχετικά αναπτυγμένες ανταλλαγές,
έναν αρκετά προοδευμένο εκχρηματισμό της οικονομίας, μια σχετική ανάπτυξη της
παραγωγής για την αγορά, την ύπαρξη του χρήματος ως νομίσματος κλπ. Η μελέτη
της πολιτικής θεωρίας της αρχαίας ελληνικής πόλης λοιπόν δεν περιορίζεται σε ένα
απλουστευτικά ιστορικό, εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον, αλλά μας εισάγει με
προνομιακό τρόπο στο ζήτημα της ιστορικής μεταβολής των κοινωνικών μορφών,
ζήτημα το οποίο συνοψίζεται στην έννοια της ιστορικότητας. Η έννοια της
ιστορικότητας αν και προϋποθέτει τη γνώση των ιστορικών γεγονότων, δεν
ισοδυναμεί με αυτή αλλά αξιώνει κάτι περισσότερο. Αξιώνει τη γνώση του
παρελθόντος μέσα από την ίδια τη γνώση του παρόντος (μια αντίληψη, που όπως
θα δούμε στη συνέχεια, μπορεί να ανιχνευτεί ήδη στο Θουκυδίδη). Μια τέτοιου
είδους γνώση μας επιτρέπει να κρίνουμε ποια ζητήματα που έθεσε μια παρελθούσα
κοινωνική μορφή είναι σημαντικά για εμάς, το βαθμό αυτής της σημαντικότητας,
τον τελεσίδικο ή προσωρινό χαρακτήρα της απώλειας παρελθουσών πρακτικών
δυνατοτήτων. Μας βοηθά, εν τέλει, αφενός να αποκτήσουμε επίγνωση της
ιστορικής διαφοράς της σύγχρονης κοινωνίας από τις παρελθούσες και αφετέρου
προδιαγράφει με έλλογο τρόπο τον ορίζοντα των πρακτικών δυνατοτήτων της
σημερινής, σύγχρονης κοινωνίας.
Το έργο του Θουκυδίδη μας ενδιαφέρει για όλους αυτούς τους λόγους αλλά και για
έναν επιπλέον: η ίδια η μακρόχρονη πολεμική αναμέτρηση που αποτελεί το θέμα
της Ιστορίας του προϋποθέτει την οργάνωση πολιτικών δομών. Ως εκ τούτου, στο
πλαίσιο της ιστορικής αφήγησής του κεντρικό ρόλο καταλαμβάνει ένα πλήθος
ζητημάτων που είναι αξεδιάλυτα από το πεδίο της πολιτικής. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει επίσης ο τρόπος, η μέθοδος, με τον οποίο ο Θουκυδίδης προσεγγίζει το
πεδίο της πολιτικής. Ο Θουκυδίδης είθισται να θεωρείται ο θεμελιωτής της
ρεαλιστικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου. Αυτή η προσέγγιση έχει για
εμάς διπλή διάσταση: 1) στο έργο του Θουκυδίδη δεν βρίσκουμε ένα καθαρό
πλαίσιο εννοιών, για παράδειγμα, δικαιοσύνη, συμφέρον, αρετές κλπ., που
προτάσσεται της ιστορικής αφήγησης όπως συμβαίνει αργότερα με τον Πλάτωνα
και τον Αριστοτέλη. Υπό αυτή τη σημασία, η ιστορική αφήγηση χρησιμεύει σαν
όχημα για τη συναγωγή εννοιών περί πολιτικής, 2) ρεαλισμός σημαίνει όμως και
κάτι βαθύτερο. Σημαίνει ότι αφετηρία της προσέγγισης δεν είναι με ρητό τρόπο
κάποιες αξίες, δηλαδή κάποια κανονιστικά περιεχόμενα στη βάση των οποίων ο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
3
συγγραφέας επιχειρεί να κρίνει και να αξιολογήσει την υφιστάμενη πραγματικότητά
του (κάτι που συναντάμε τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Αριστοτέλη, παρά τις
επιμέρους διαφορές τους). Αντιθέτως, αφετηρία της ανάλυσης είναι οι
πραγματολογικές σχέσεις δύναμης που διέπουν το αντικείμενο. Αυτό συνιστά τη
βαθύτερη ρίζα της ρεαλιστικής προσέγγισης. Οφείλουμε όμως εδώ, προκειμένου να
αποφευχθεί η όποια παρανόηση, να τονίσουμε ότι η ρεαλιστική προσέγγιση δεν
αποκλείει απόλυτα και εξ αρχής τη δυνατότητα συναγωγής κάποιων αξιών, κάποιων
κανονιστικών περιεχομένων μέσα ακριβώς από την ανάλυση αυτών των σχέσεων
δύναμης.
Από την άποψη της μορφής η Ιστορία του Θουκυδίδη συντίθεται από τρία διακριτά
μέρη: 1) το βιβλίο ξεκινά με μια εκτενή εισαγωγή που είθισται να ονομάζεται
Αρχαιολογία, 2) από τις καθαρά ιστορικές παραθέσεις που είναι γραμμένες σε
πλάγιο λόγο και 3) από τις επονομαζόμενες δημηγορίες που παρεμβάλλονται μέσα
στην ιστορική παράθεση και είναι γραμμένες σε ευθύ λόγο. Όσα ακολουθούν
αναφέρονται στο σημείο 1 και 3.
Αρχαιολογία. Βασικά στοιχεία της αντίληψης περί πολιτικής
Στην επονομαζόμενη Αρχαιολογία που αποτελεί την εισαγωγή όλου του έργου ο
Θουκυδίδης έχει σαν βασικό στόχο να καταδείξει την κοσμο-ιστορική σημασία του
αντικειμένου με το οποίο καταπιάνεται, του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο όρος
Αρχαιολογία έχει εδώ τη σημασία ότι κρίνεται αναγκαία η αναδρομή στο ιστορικό
παρελθόν προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος. Η αναδρομή αυτή
έχει διπλό χαρακτήρα: αφενός βασίζεται σε καθαυτό ιστορική έρευνα από τη μεριά
του Θουκυδίδη, αφετέρου λαμβάνει το χαρακτήρα της υποθετικής ιστορικής
αφήγησης, δηλαδή μιας αφήγησης η οποία αναφέρεται σε εποχές για τις οποίες δεν
υφίστανται μαρτυρίες και στοιχεία και για τις οποίες είναι αναγκαίο να τεθούν
έλλογες υποθέσεις προκειμένου να ανακατασκευαστεί η σημασία τους. Στην
ιστορική αυτή αναδρομή, η οποία εκκινεί από το απώτατο παρελθόν και διερχόμενη
μέσα από το ιστορικό παρελθόν καταλήγει στο παρόν, μπορούμε να διακρίνουμε
τέσσερα στάδια: α) αυτό που μπορούμε, για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω,
να ονομάσουμε προ-πολιτικό στάδιο, β) περίοδος τρωικού πολέμου, γ) Μηδικά
(περσικοί πόλεμοι) και, τέλος, δ) Πελοποννησιακός Πόλεμος όπου προσεγγίζουμε
το σύγχρονο ιστορικό ορίζοντα, το ιστορικό παρόν του Θουκυδίδη.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: στη βάση ποιων κριτηρίων προχωρά ο
Θουκυδίδης στην εν λόγω περιοδολόγηση; Το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη
εστιάζεται πρώτον στην ύπαρξη πλεονάσματος. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η
παραγωγή του πολιτικού φαινομένου προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινωνικής
οργάνωσης η οποία δεν παράγει απλώς και μόνο για να αυτοσυντηρηθεί, αλλά
παράγει πλούτο. Χωρίς την παραγωγή πλούτου δεν είναι δυνατή η ιστορική
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
4
ανάδυση του πεδίου της πολιτικής. Αναφερόμενος στο πρώτο ιστορικό στάδιο ο
Θουκυδίδης, μεταξύ άλλων, γράφει ότι «τότε δεν υπήρχε ούτε εμπόριο, ούτε
ασφάλεια στις χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες και οι κάτοικοι καλλιεργούσαν
τόση μόνο γη, όση τους ήταν αναγκαία για να ζουν. Δεν δημιουργούσαν απόθεμα
από χρήματα ούτε φύτευαν δένδρα γιατί, μη έχοντας τείχη για προστασία, δεν
ήξεραν ποτέ αν και πότε θα εμφανιζόταν κάποιος να τους τα αρπάξει» (Α2). Η
υπέρβαση της αναγκαίας αναπαραγωγής αποτελεί ως εκ τούτου τον πρώτο όρο για
την ύπαρξη της πολιτικής. Το δεύτερο σημείο στο οποίο εστιάζεται το ενδιαφέρον
του Θουκυδίδη είναι η μορφή αυτού του κοινωνικού πλεονάσματος. Ο Θουκυδίδης
εξοπλίζεται με κριτήρια σχετικά με τη μορφή του κοινωνικού πλεονάσματος από τη
σύγχρονή του πόλη των Αθηνών. Αντλεί συνεπώς αυτά τα κριτήρια από το ίδιο το
ιστορικό παρόν του. Τα τρία βασικά κριτήρια είναι: α) η ναυτική δύναμη όπως
μορφοποιείται στα πολεμικά πλοία (στόλος), β) τα τείχη της πόλης που,
οριοθετώντας εδαφικά την ύπαρξη του πολιτικού φαινομένου σε έναν έσωθεν και
έναν έξωθεν χώρο, οριοθετούν και την ίδια την έννοια της πολιτικής –εσωτερική και
εξωτερική πολιτική και γ) ο πλούτος υπό τη μορφή των χρηματικών πόρων.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για τους λόγους για τους οποίους ο
Θουκυδίδης επιλέγει την πόλη της Αθήνας ως πρότυπο. Προφανώς δεν μπορεί να
πρόκειται εδώ για απλή μεροληψία του Αθηναίου Θουκυδίδη, διότι κάτι τέτοιο θα
ακύρωνε εξ αρχής την αξίωση επιστημονικότητας της Ιστορίας του. Επιστήμη
σημαίνει πάντα αντικειμενικότητα, δηλαδή άρση της μεροληψίας, άρση των
προκαταλήψεων. Μια ερμηνεία που μπορεί να προταθεί εδώ είναι η ακόλουθη: η
Αθήνα συνιστά πρότυπο για τον Θουκυδίδη διότι συνιστά την πιο αναπτυγμένη
δομή πολιτικής στον ιστορικό του ορίζοντα. Η σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης
αποτελεί εμφύλιο πόλεμο για δύο τουλάχιστο λόγους: Πρώτον, μετά τον κοινό
αγώνα τους εναντίον των Περσών είχε δημιουργηθεί ένας ελάχιστος κοινός
παρανομαστής κοινής συνείδησης ώστε να μπορούμε να κάνουμε λόγο για εμφύλια
σύρραξη. Δεύτερον, η σύγκρουση μεταξύ τους ήταν συγχρόνως και σύγκρουση
μεταξύ δύο διαφορετικών αρχών συγκρότησης της ίδιας της πόλης ως δομής. Η
Σπάρτη αποτελούσε γνήσιο εκπρόσωπο του αρχαϊκού προτύπου συγκρότησης της
πόλης, γεγονός που συνάγεται και από την ίδια της τη χωροθεσία και τοπογραφία
από την οποία απουσίαζε η ύπαρξη μιας ακρόπολης, ενώ η Αθήνα αποτελούσε
εκπρόσωπο του νεωτερικού προτύπου συγκρότησης. Όπως σημειώνει ο
Θουκυδίδης η πολιτεία των Σπαρτιατών «δεν αποτελείται από έναν, αλλά από
πολλούς μικρούς συνοικισμούς –κατά την παλαιότερη συνήθεια» (Α10). Η ουσιώδης
αυτή διαφορά αντικαθρεφτίζεται και στο χαρακτήρα των ανθρώπινων
συμπεριφορών. Το γεγονός αυτό δεν είχε περάσει απαρατήρητο. Οι Κορίνθιοι, στη
συνέλευση που συγκαλείται στη Σπάρτη πριν από τον πόλεμο, προκειμένου να
εξεταστούν οι κατηγορίες ότι οι Αθηναίοι παραβιάζουν τις σπονδές ειρήνης,
σημειώνουν σχετικά: «Εκείνοι [εννοούνται οι Αθηναίοι] είναι καινοτόμοι και
επινοητικοί και ταχείς στο να εκτελούν τα σχέδιά τους, ενώ εσείς [εννοούνται οι
Σπαρτιάτες] περιορίζεστε στο να διατηρείτε τα όσα έχετε χωρίς ποτέ να επινοείτε
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
5
τίποτε και όταν ενεργείτε δεν καλύπτετε ούτε το απαραίτητο. Εκείνοι αποτολμούν …
ριψοκινδυνεύουν […]. Ενώ εσείς επιχειρείτε πάντα πράγματα κατώτερα απ’ τις
δυνάμεις σας, είστε διστακτικοί … Εκείνοι είναι δραστήριοι, ενώ εσείς αναβλητικοί,
εκείνοι συνεχώς ξενιτεύονται εύκολα, ενώ εσείς δεν ξεκολλάτε από τον τόπο σας.
Εκείνοι πιστεύουν ότι, αποδημώντας πλουτίζουν, ενώ εσείς νομίζετε ότι, αν
μετακινηθείτε, θα ζημιώσετε κι αυτά που έχετε» (Α70). Και λίγο παρακάτω: «… τα
συστήματά σας [εννοείται των Σπαρτιατών], συγκρινόμενα με τα δικά τους [των
Αθηναίων], είναι απηρχαιωμένα, και μοιραίο είναι, όπως και στην τεχνική, να
επικρατούν στην πολιτική τα πιο συγχρονισμένα συστήματα» (Α71).
Οι διαφορές μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας εξετάζονται από τον Θουκυδίδη με
αφορμή τη συγκρότηση των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων μετά τον κοινό
αγώνα τους εναντίον των Περσών (Α18-19). Η πελοποννησιακή συμμαχία δεν
επέβαλλε φόρους, ενώ η Αθήνα απαιτούσε από τους συμμάχους της είτε την
καταβολή φόρου είτε την παράδοση πολεμικών πλοίων. Πρώτιστη έγνοια της
Σπάρτης ήταν να είναι ολιγαρχικό το πολίτευμα των συμμάχων της. Αντιθέτως, η
Αθήνα, αν και δημοκρατική πολιτεία, δεν ενδιαφερόταν τόσο για το πολίτευμα, όσο
για την έγκαιρη καταβολή φόρων ή παράδοση των πλοίων. Η δύναμη της Σπάρτης,
της ισχυρότερης ελληνικής χερσαίας δύναμης της εποχής, απορρέει από τη
σταθερότητα του πολιτεύματός της. Μόνιμο πρόβλημά της ήταν ο διαρκής
κίνδυνος εξέγερσης των ειλώτων (οι οποίοι ήταν δούλοι της πόλης και όχι των
μεμονωμένων Σπαρτιατών). Η σχέση αυτή, όπου ελληνικό φύλο (οι Μεσσήνιοι)
ήταν υποδουλωμένο σε άλλο ελληνικό φύλο (στους Λακεδαιμονίους) ήταν σχεδόν
μοναδική για την ελληνική επικράτεια και προσέδιδε έναν σκληρά ταξικό
χαρακτήρα στο σπαρτιατικό πολίτευμα (ενδεικτικό είναι ότι κάθε νέος έφορος που
οριζόταν στη Σπάρτη, η πρώτη πράξη στην οποία προχωρούσε ήταν η κήρυξη
πολέμου εναντίον των ειλώτων). Βασικός στόχος λοιπόν της Σπάρτης ήταν η
αποτροπή της εισβολής ξένων δυνάμεων στα εδάφη της που κατ’ ανάγκη θα
οδηγούσε σε ταυτόχρονη εξέγερση των ειλώτων. Από εδώ εξηγείται και η ανάγκη
μιας ισχυρής χερσαίας δύναμης. Αντιθέτως η δύναμη της Αθήνας απέρρεε από το
ναυτικό. Η συγκρότησή της ως ναυτικής δύναμης, που ξεκινά εν πολλοίς με τη
ναυμαχία της Σαλαμίνας και καθίσταται συστηματική πολιτική από τον
Θεμιστοκλή, είχε αντίκτυπο και στη μορφή του πολιτεύματός της: μεγάλο μέρος
του λαού της Αθήνας ήταν ανάγκη να εξοπλίσει τα πολεμικά πλοία και συνεπώς να
αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα. Η εισαγωγή μεγάλου μέρους του αθηναϊκού δήμου
στα ναυτικά πληρώματα κατέστησε αναγκαία τη μετάβαση στη δημοκρατία. Βασικό
πρόβλημα της Αθήνας ήταν η αυτάρκεια σε μέσα συντήρησης, με κυριότερο για την
εποχή το σιτάρι (σιτάρκεια). Από εδώ μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό και η
εξωτερική πολιτική της. Η Αθήνα, προϊόντος του χρόνου, μείωσε την καλλιέργεια
σταριού λόγω του ανταγωνισμού από τις καλλιέργειες σταριού στην Αίγυπτο και
στην περιοχή του Πόντου (έτσι γίνεται κατανοητή, φερ’ ειπείν, η εκστρατεία στην
Αίγυπτο το 459π.Χ αλλά και η καταστροφή το 405π.Χ στη ναυμαχία στους Αιγός
Ποταμούς, περιοχή στη Θράκη, που σήμανε και το τέλος του Πελοποννησιακού
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
6
Πολέμου). Η Αθήνα είχε προνοήσει για μια σειρά πολιτικών που είχαν σαν στόχο να
εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη εισαγωγή σταριού όπως α) την απαγόρευση των
εξαγωγών, β) την παροχή ναυτοδανείων μόνο σε καράβια που μετέφεραν σιτάρι
προς τα αθηναϊκά λιμάνια, γ) για τον έλεγχο των διακυμάνσεων στην τιμή του
σταριού είχε τεθεί όριο στις 50 φόρμες. Τέλος, σε συνθήκες κρίσεις η αθηναϊκή
πόλη προέβαινε σε σιτοδοσίες είτε προχωρώντας σε απευθείας δωρεές σε είδος είτε
πουλώντας σιτάρι κάτω από την πραγματική τιμή.
Επιλέγοντας τα κριτήριά του από την ηττημένη εν τέλει Αθήνα ο Θουκυδίδης
φαίνεται να αναστοχάζεται τη μοίρα και το μέλλον της ίδιας της αρχαιοελληνικής
πόλης ως πολιτικής δομής και να συνδέει και τα δύο με το νεωτερικό πρότυπο
συγκρότησης που αντιπροσώπευε η Αθήνα. Η Αθήνα, λόγω ακριβώς της θέσης της
Σπάρτης, δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο. Νίκη
σήμαινε τότε κάτι πολύ συγκεκριμένο: εισβολή στο ξένο έδαφος και καταστροφή
της σοδειάς (αυτό που κάνουν συστηματικά οι Λακεδαιμόνιοι από τον πρώτο χρόνο
του πολέμου). Ως εκ τούτου, νίκη για την Αθήνα θα ήταν να μην χάσει (το πλαίσιο
αυτό οριοθετείται με σαφήνεια από τον Περικλή στη δημηγορία που προηγείται της
έναρξης του πολέμου και διαγράφει τη γενική στρατηγική που πρέπει να
ακολουθήσουν οι Αθηναίοι, Α140-144). Εν πάση περιπτώσει, αν δούμε αναδρομικά
το αποτέλεσμα της όλης διαμάχης καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ηττημένη από
αυτή βγαίνει εν τέλει η ίδια η πολιτική οργάνωση της ελληνικής πόλης.
Ένας άλλος βασικός όρος για την ανάδειξη του πολιτικού πεδίου είναι η άρση της
γενικευμένης οπλοφορίας (σιδηροφορίας). Οι συλλογισμοί του Θουκυδίδη μας
επιτρέπουν να συνδέσουμε εδώ την έννοια της πολιτικής με την έννοια της δύναμης.
Ο εκάστοτε φορέας όπλων είναι αφενός με άμεσο τρόπο φορέας δύναμης
αφετέρου δε αποτελεί δυνητικά φορέα πολιτικής εξουσίας. Για να μετατραπεί όμως
ο φορέας δύναμης σε φορέα πολιτικής εξουσίας προϋποτίθεται μια συγκεκριμένη
μορφή οργάνωσης των υφιστάμενων δυνάμεων. Ο Θουκυδίδης, σχετικά με το
καθεστώς που επικρατούσε τις παλαιές εποχές στην Ελλάδα, γράφει: «Όλη η
Ελλάδα οπλοφορούσε, γιατί οι μικροί οικισμοί ήσαν ατείχιστοι και οι μεταξύ τους
συγκοινωνίες δεν είχαν ασφάλεια. Έτσι είχαν συνηθίσει να ζουν οπλισμένοι, όπως
ζουν οι βάρβαροι […]. Οι Αθηναίοι ήσαν οι πρώτοι που έπαψαν να οπλοφορούν και
άρχισαν να ζουν πιο άνετα και ευχάριστα» (Α6). Ο φαινομενικά παράδοξος
συλλογισμός του Θουκυδίδη που συνάγει τον ανετότερο βίο από την εγκατάλειψη
των όπλων εξηγείται μόνο εφόσον αναστοχαστούμε ότι η εγκατάλειψη των όπλων
(εδώ: εκ μέρους των Αθηναίων) δεν αναφέρεται στο ότι οι φορείς των όπλων τα
παρέδωσαν ώστε να παραδοθούν στις απολαύσεις, αλλά, αντιθέτως, ότι οργάνωσαν
τους όρους υπό τους οποίους γινόταν ανεκτή η ίδια η οπλοφορία. Η πολιτική
αναδεικνύεται με αυτό τον τρόπο ως μορφή οργάνωσης των δυνάμεων και αποτελεί
αφενός ένα εγχείρημα αποφυγής της διαρκούς βίας στο εσωτερικό των κοινωνιών
και αφετέρου προστασίας της από εξωτερικές επιβουλές.
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
7
Είμαστε τώρα σε θέση να προσεγγίσουμε έναν ενδεχόμενο ορισμό του πολιτικού
φαινομένου συνδυάζοντας το στοιχείο του πλούτου με αυτό της οργάνωσης της
δύναμης. Ο πλούτος, το κοινωνικό πλεόνασμα, συνιστά αφενός αντικείμενο της
πολιτικής αφετέρου αναγκαίο όρο της, καθώς η ύπαρξή του προκαλεί είτε
εξωτερικές επιδρομές είτε εσωτερικές επαναστάσεις. Η οργάνωση των δυνάμεων
συνιστά το υποκείμενο της πολιτικής. Ο μεμονωμένος φορέας δύναμης δεν
αποτελεί αυτομάτως πολιτικό φορέα, αλλά, αντιθέτως, η ύπαρξη πολυπληθών
μεμονωμένων φορέων δύναμης δηλώνει σχεδόν πάντα πολιτική αδυναμία (και με
πολιτισμικούς όρους υποδηλώνει τη βαρβαρική κατάσταση των κοινωνιών). Η
συγκρότηση του υποκειμένου της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει πάντα την
υπέρβαση της σκοπιάς του ατόμου και των μεμονωμένων αξιώσεων δύναμης,
προϋποθέτει, με άλλα λόγια, τη συνένωση δυνάμεων βάσει ενός σκοπού υπέρτερου
του ατομικού, δηλαδή ενός κοινού σκοπού. Κατά συνέπεια, ως υποκείμενο της
πολιτικής προβάλλει όχι το μεμονωμένο άτομο, αλλά το συλλογικό άτομο, η πόλη,
σκοπός της οποίας είναι η διαχείριση του αντικειμένου της πολιτικής, δηλαδή του
κοινωνικά παραγμένου πλεονάσματος. Άπαξ και συγκροτηθεί το πολιτικό
υποκείμενο, η πόλη, μετατρέπεται και ο πλούτος ως αναγκαίος όρος της πολιτικής
σε αιτιώδες αποτέλεσμα και σκοπό της: η οργάνωση των δυνάμεων ως πολιτική
εξουσία αποτελεί με τη σειρά της όρο για την περαιτέρω συσσώρευση του πλούτου.
Ο Θουκυδίδης παρακολουθεί αυτή την αλληλόδραση μεταξύ οργάνωσης δυνάμεων
και συσσώρευσης πλούτου κατά μήκος όλης της Αρχαιολογίας του. Ορισμένα
παραδείγματα: 1) στο πρώτο, προ-πολιτικό στάδιο, δεσπόζει η φυσιογνωμία του
Μίνωα, καθώς ήταν ο πρώτος που οργάνωσε ναυτικό. «Φυσικό ήταν να καταδιώξει
την πειρατεία όσο μπορούσε, ώστε να του περιέρχονται ασφαλέστερα τα
εισοδήματα των νησιών» (Α4). Ακόμα όμως και τα κίνητρα της ίδιας της πειρατείας
δεν ήταν στενά ατομικά. Πρόκειται για ισχυρούς ανθρώπους «που είχαν κίνητρο και
το προσωπικό τους κέρδος, αλλά και την ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τους
πιο φτωχούς» (Α5). 2) Η αλληλεπίδραση μεταξύ πλούτου και ναυτικής δύναμης
αποτελεί μοχλό εξήγησης και των Τρωικών (εδώ: Αγαμέμνονας). Στο σημείο αυτό,
μαθαίνουμε επίσης και κάτι εξίσου σημαντικό: η ίδια η διάρκεια της εκστρατείας
στην Τροία (δέκα έτη) αλλά και η μορφή της, δηλαδή το ότι οι Έλληνες (Αχαιοί)
επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καλλιέργεια της γης, εξηγούνται όχι τόσο από την
έλλειψη ανθρώπων όσο από την έλλειψη χρημάτων (Α11). Η χρηματοδότηση του
πολέμου αποτελεί σταθερή μέριμνα όχι μόνο του Θουκυδίδη, αλλά και των
ιστορικών υποκειμένων του. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος λέει: «Ο πόλεμος
γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα τα οποία πρέπει να ξοδεύει
κανείς για να είναι πιο αποτελεσματική η πολεμική προσπάθεια» (Α83). Ομοίως ο
Περικλής, στη δημηγορία που συζητιέται η κήρυξη του πολέμου, χαράσσει
ολόκληρη τη στρατηγική της Αθήνας με γνώμονα τις δυνατότητες και τις πηγές
χρηματοδότησης των δύο στρατοπέδων (Α141) και καταλήγει: «Αλλά το μεγαλύτερο
εμπόδιο που θα συναντήσουν [οι Σπαρτιάτες] θα είναι η έλλειψη χρήματος» (Α142).
Προκύπτει έτσι το συμπέρασμα ότι ο πλούτος και η μορφή του δεν αποτελούν μόνο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
8
όρο της πολιτικής, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες μετασχηματίζονται και σε
όριό της. 3) Η ίδια σχέση εξετάζεται και την περίοδο προ και κατά τη διάρκεια των
Μηδικών πολέμων με το Θουκυδίδη να σημειώνει: «Όσο αύξανε η δύναμη της
Ελλάδας, αύξανε ταυτόχρονα ο πλούτος της» (Α13).
Η αντίληψη περί πολιτικής που μπορούμε να συνάγουμε από τις αναλύσεις του
Θουκυδίδη στην Αρχαιολογία εμπλουτίζεται εφόσον στραφούμε στην εξέταση των
δημηγοριών. Εδώ αναδεικνύεται αρχικά ότι η απόφαση για την άρση της ειρήνευσης
είναι βαθύτατα πολιτική. Οι εναγώνιες δημηγορίες που προηγούνται της κήρυξης
του πολέμου αποτυπώνουν το εν λόγω συμπέρασμα με ανάγλυφο τρόπο, ενώ αυτές
οι δημηγορίες συνιστούν μια αντιπαράθεση σε επίπεδο λεκτικού επιχειρήματος που
προηγείται της πραγματικής πολεμικής αντιπαράθεσης. Η πολιτική αναδεικνύεται
με αυτό τον τρόπο ως διαδικασία μεσολάβησης, επικοινωνίας, διαλόγου,
διαβούλευσης, στοιχεία των οποίων η απόφαση για την αναστολή τους είναι η
ύψιστη πολιτική απόφαση. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης δηλώνει κατηγορηματικά ότι οι
δημηγορίες δεν αποτελούν απλή καταγραφή λόγων, αλλά ανακατασκευή στη βάση
των εκάστοτε περιστάσεων και της γενικής έννοιας των όσων ειπώθηκαν
πραγματικά (Α22). Ο διάλογος επιτρέπει τη θέαση του ίδιου αντικειμένου από
διαφορετικές οπτικές γωνίες, οφείλει να πείθει (εδώ η σημασία της χρήσης του ευθύ
λόγου), να είναι σε θέση να υποστηρίξει και να δικαιολογήσει τις προθέσεις των
εμπλεκομένων, ακόμα και να τις συγκαλύψει εξαπατώντας τον αντίπαλο, τέλος, να
ενισχύσει το θάρρος και να αποτινάξει το φόβο από τον ακροατή δήμο. Οι
δημηγορίες μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε μια μονομαχία σε επίπεδο
νοητικό, πίσω από την οποία λανθάνει ένα κοινό υπόβαθρο: το εγχείρημα των
ανθρώπων να υποτάξουν με νοητικά μέσα την ίδια την πραγματικότητα και να
προδιαγράψουν την ενδεχόμενη πορεία της προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της
εκάστοτε δημηγορίας, η ίδια η μορφή της αποτυπώνει ουσιώδη στοιχεία της
πολιτικής ως διαδικασίας διαβούλευσης.
Ο πόλεμος μεταξύ των ελληνικών πόλεων, η ύψιστη πολιτική απόφαση όπως
είδαμε, δεν συνιστά όμως ένα απώτατο όριο βίας και παραλογισμού. Τέτοιο όριο
αντιθέτως είναι ο εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό μιας πόλης. Με αφορμή την
εμφύλια σύρραξη στην Κέρκυρα (Γ69-84), ο Θουκυδίδης περιγράφει τις ακρότητες
του εμφυλίου: φανατισμός με άρση κάθε μετριοπάθειας που τον συνοδεύει,
στρέβλωση εννοιών, λέξεων και συμπεριφορών, κομματισμός που υπερβαίνει
ακόμα και τους οικογενειακούς δεσμούς, υπέρβαση κάθε ηθικού φραγμού. Ο
εμφύλιος αναδεικνύεται ως το πραγματικό βασίλειο της βίας και του θανάτου.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης «ο θάνατος πήρε χίλιες μορφές» (Γ81).
Βαθύτερή αντίληψη που διέπει αυτές τις αναλύσεις είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος
καταστρατηγεί το ίδιο το πλαίσιο άσκησης της πολιτικής: η πολιτική ως
μεσολάβηση και εγχείρημα πειθούς του αντιπάλου αίρεται μέσω του φανατισμού, οι
όροι επικοινωνίας καταστρέφονται μέσα από την αλλοίωση του περιεχομένου
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
9
αυτών των όρων, η πολιτική ως διαδικασία συγκρότησης ενός κοινού συμφέροντος
αντιτιθέμενων φορέων καταρρέει στον άκριτο δογματισμό του εκάστοτε κόμματος,
η πολιτική ως επιδίωξη προάσπισης αξιών εκμηδενίζεται και η κοινωνία επιστρέφει
σε μια κατάσταση οιονεί βαρβαρότητας. Αντιθέτως, ο πόλεμος, αν και συνιστά
προσωρινή άρση της ειρήνης, δεν σηματοδοτεί επ’ ουδενί μια τελεσίδικη διαδικασία
καταστροφής του πολιτικού πλαισίου: ο ίδιος διέπεται από κανόνες που επιτρέπουν
την επανεδραίωση της ειρήνης (συλλογή των νεκρών μετά τη μάχη, στήσιμο
τροπαίων κλπ). Ως κορύφωση της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας δεν θα μπορούσε
παρά να συγκροτείται μέσα από την τήρηση θεσπισμένων ή εθιμικών κανόνων. Ο
εμφύλιος, με την άρση κάθε κανόνα, δηλαδή κάθε πολιτικού ίχνους, μας διδάσκει,
σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ότι από την απουσία κανόνων δεν εξασφαλίζεται ούτε
ο εκάστοτε νικητής από την ενδεχόμενη βία. Το ελάχιστο που οφείλει να
διασφαλίζει κάθε πολιτική διαδικασία είναι ακριβώς να αποτρέψει την
παλινδρόμηση σε μια κατάσταση όπου απουσιάζει η πολιτική και κυριαρχεί η βία.
Ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου, οι εμπόλεμοι θα πρέπει να έχουν κατά νου να
μην υπερβούν αυτό το όριο.
Όπως έχει επισημανθεί, η σημασία του Θουκυδίδη εμφαίνεται από το ότι μέσω της
Αρχαιολογίας του καθιστά κεντρικό ζήτημα της ιστορίας τις ίδιες τις μακροδομές:
το γενικό πολιτισμικό επίπεδο, το εμπόριο, τον τρόπο ζωής, τη μορφή του
στρατεύματος (με έμφαση στο ναυτικό), τον κοινωνικό πλούτο ως όρο και
αποτέλεσμα της ισχύος. Η στροφή αυτή στην εξέταση των μακροδομών αποτελεί
το εξωτερικό γνώρισμα της ίδιας της επιστημονικής εργασίας. Μέσω αυτής της
στροφής ο Θουκυδίδης έρχεται σε ρήξη με δύο μεγάλες παραδόσεις της
αρχαιοελληνικής σκέψης: 1) της πρώιμης επικής, μυθολογικής παράδοσης όπως τη
συναντάμε στον Όμηρο. Σε αυτόν αναφέρεται ο Θουκυδίδης στην αποτίμησή του
για τα Τρωικά (Α3 και 11). Η Ιλιάδα του Ομήρου, στην πράξη το αναγνωστικό των
Ελλήνων, συνιστά ένα πολεμικό έργο, το οποίο όμως δεν περιέχει αφηγήσεις
μαχών, αλλά αποκλειστικά και μόνο μονομαχιών. Δύο βασικά γνωρίσματα που
εξοβελίζει ο Θουκυδίδης από τη δική του αφήγηση σε σχέση με το ομηρικό έπος
είναι: α) ότι υποβιβάζει τη σημασία της μεμονωμένης μονομαχίας (αριστείας),
καθώς ο φακός του εστιάζει σε κίνηση πληθών είτε σε χερσαίες μάχες είτε σε
ναυμαχίες και β) αρνείται να ακολουθήσει τον Όμηρο στη διαρκή παρέμβαση των
Θεών στα ανθρώπινα πεπραγμένα. Ενδεικτικό παράδειγμα της στροφής αυτής από
τη μυθώδη στην επιστημονική εξήγηση αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ο
Θουκυδίδης ερμηνεύει έναν χρησμό του Πυθικού Μαντείου σχετικά με ένα κτίριο
κάτωθεν της Ακρόπολης, το Πελασγικό. Ο χρησμός έλεγε: «καλύτερα ακατοίκητο
το πελασγικόν» (Β17). Με την έναρξη του πολέμου, πολλοί Αθηναίοι
συγκεντρώθηκαν μέσα στα τείχη της πόλης, η οποία γέμισε με καταυλισμούς. Κατ’
ανάγκη χρησιμοποιήθηκε και το Πελασγικό. Η ερμηνεία του Θουκυδίδη έχει ως
εξής: «Ο χρησμός … βγήκε σωστός, αλλά κατά την αντίθετη έννοια απ’ ό,τι
περίμεναν. Η χρησιμοποίηση του Πελασγικού παρά τον χρησμό δεν ήταν η αιτία
των συμφορών, αλλά η συμφορά ήταν η ανάγκη να χρησιμοποιηθεί, ανάγκη που
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
10
την δημιούργησε ο πόλεμος τον οποίο εννοούσε ο χρησμός χωρίς να τον ονομάζει,
προβλέποντας ότι το Πελασγικόν δεν θα χρησιμοποιούταν ποτέ σ’ ευτυχισμένες
μέρες» (Β17). Η αιτία δεν αναζητείται από τη σκοπιά του νεφελώδους, του
μυθώδους, αλλά το μυθώδες επιχειρείται να αναχθεί με έλλογους όρους σε
πραγματικές διαδικασίες εξήγησης. 2) Ο δεύτερος αντίπαλος είναι οι
χρονικογράφοι: ο Θουκυδίδης έχει εδώ υπόψη του τον Ηρόδοτο. Στον Ηρόδοτο
βρισκόμαστε ήδη εντός της επικράτειας της πόλης, αλλά το πρότυπο της ιστορικής
αφήγησης επιβαρύνεται ακόμα από το έπος. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας εστιάζει
στο μεμονωμένο και όχι στο γενικό. Ο Θουκυδίδης, αντιθέτως, δεν ενδιαφέρεται
ποτέ για τις βιογραφίες των μεμονωμένων προσώπων του, για τις προσωπικές
ιδιότητές τους, τα κατορθώματά τους κλπ., παρά μόνο στο βαθμό που όλα αυτά τα
στοιχεία εντάσσονται σε μακρο-ιστορικές δομές εξήγησης. Ο Μίνωας, ο
Αγαμέμνονας και τα άλλα πρόσωπα που συναντάμε στην Αρχαιολογία ενδιαφέρουν
την αφήγηση εφόσον και υπό την προϋπόθεση ότι συνιστούν μεμονωμένα
υποδείγματα μακρο-δομικών συναφειών.
Όλα αυτά τα στοιχεία μας επιτρέπουν να κωδικοποιήσουμε τα ουσιώδη γνωρίσματα
της ίδιας της επιστημονικής σκέψης. Με τον Θουκυδίδη μεταβάλλεται πρώτα απ’
όλα ο ίδιος ο στόχος της αφήγησης: μεταβαίνουμε από την τέρψη στην αναζήτηση
της αλήθειας. Οι ποιητές και οι χρονογράφοι «έγραψαν περισσότερο για να
τέρψουν τους ακροατές τους παρά για να πουν την αλήθεια» (Α21). Η αλλαγή αυτή
συμβαδίζει με την αλλαγή του ίδιου του αντικειμένου του ιστορικού πεδίου: η
επιστήμη δεν μπορεί να βασίζεται σε δοξασίες ούτε σε μυθολογικές παραστάσεις,
διότι αναζητάει τις αιτίες των πραγμάτων. Το μυθώδες πρέπει να εξοβελιστεί, οι
δοξασίες πρέπει να ελεγχθούν κριτικά. Επιστήμη = διερεύνηση αιτιών. Η γνώση των
αιτιών ενός φαινομένου φανερώνει αφενός το νοητικό έλεγχο αυτού του
φαινομένου, ενώ αφετέρου παρέχει, έως ένα βαθμό, τη δυνατότητα πρόγνωσης,
καθώς γνωρίζοντας τις αιτίες παραγωγής ενός φαινομένου, γνωρίζω τους όρους
που το καθιστούν από δυνατό πραγματικό. Παρατηρούμε ότι η συγκρότηση της
ίδιας της επιστήμης διαπλέκεται εγγενώς με το στοιχείο της πολιτικής. Δεν μπορώ
να πράξω ορθά εφόσον δεν γνωρίζω εις βάθος το αντικείμενο επί του οποίου
επιθυμώ να παρέμβω για να το μεταβάλλω σύμφωνα με τους σκοπούς μου. Η σχέση
αυτή μεταξύ επιστημονικής γνώσης και πολιτικής πράξης παραπέμπει στο βασικό
ζήτημα της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Στον Θουκυδίδη αυτό το ζήτημα
τίθεται με έμμεσο τρόπο μέσα από την αντιπαραβολή της εικονικής. νοητικής
μονομαχίας όπως αποτυπώνεται στις δημηγορίες και της πραγματικής πολεμικής
αναμέτρησης. Στις πρώτες, όπως είδαμε και νωρίτερα, επιχειρείται να ελεγχθεί το
πραγματικό νοητικά και να υπαχθεί στην ανθρώπινη προθετικότητα. Το στοιχείο
αυτό ανοίγει και τη δυνατότητα συγκρότησης της πολιτικής ως επιστήμης: καθιστά
δυνατή την ίδια την πολιτική επιστήμη. Το πεδίο της πράξης όμως περιέχει
συνθήκες και περιστάσεις που το καθιστούν έως ένα βαθμό απροσδιόριστο και μη
δυνάμενο ολοκληρωτικής υπαγωγής στην ανθρώπινη νόηση. Υπό αυτή την έννοια,
το πεδίο της πράξης εμφανίζεται ως ευρύτερο από αυτό της θεωρίας: αυτή η
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
11
ευρύτητα δεν είναι τίποτε άλλο από τον παράγοντα του τυχαίου. Η πολιτική
εκδηλώνεται συνεπώς και ως προσπάθεια ελέγχου και εμποδισμού των τυχαίων
παραγόντων που επιβαρύνουν το πεδίο της πράξης. Αυτή η απροσδιοριστία του
πρακτικού πεδίου κορυφώνεται ιδιαίτερα όταν αυτό τελεί σε συνθήκες κρίσης,
δηλαδή κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Τέλος, η στροφή του Θουκυδίδη στην επιστημονική διερεύνηση των αιτιών του
επιτρέπει να αναστοχαστεί δύο άλλα ουσιώδη στοιχεία της πολιτικής διαδικασίας:
τη νομιμότητα και την νομιμοποίηση. Τα δύο αυτά στοιχεία εισέρχονται έμμεσα
στην ανάλυση του Θουκυδίδη μέσα από τη διάκριση μεταξύ πραγματικών και
αληθοφανών αιτιών (Α23). Ο Θουκυδίδης θεωρεί ως πραγματική αλλά
ανομολόγητη αιτία του πολέμου το φόβο των Λακεδαιμονίων ενώπιον της
αλματώδους ανάπτυξης των Αθηνών. Στο ανομολόγητο της πραγματικής αιτίας
λανθάνει τόσο το υφιστάμενο πλαίσιο νομιμότητας όσο και το αναγκαίο εγχείρημα
νομιμοποίησης της πολιτικής απόφασης για προσφυγή στην πολεμική βία. Η
πραγματική αιτία είναι ανομολόγητη διότι δεν μπορεί να τεθεί ανοιχτά στη δημόσια
σφαίρα της εποχής από τους Σπαρτιάτες. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι Σπαρτιάτες
προσβάλλουν το υφιστάμενο πλαίσιο νομιμότητας, ακυρώνουν και παραβιάζουν τις
σπονδές ειρήνης, και άρα εντείνεται για αυτούς η ανάγκη νομιμοποίησης της
προσφυγής στον πόλεμο. Αντιθέτως, στη δημόσια σφαίρα της εποχής
φανερώνονται οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι διάφορες αφορμές του πολέμου. Σκοπός
αυτών των προβαλλόμενων λόγων είναι να αυξήσουν για τον αντίπαλο το κόστος
νομιμοποίησης του πολέμου, με άλλα λόγια να του χρεώσουν την ευθύνη για την
παραβίαση των σπονδών ειρήνης και να δυσχεράνουν την δημόσια εικόνα του
απέναντι τόσο στους συμμάχους του όσο και στα ουδέτερα μέρη. Η διαδικασία αυτή
απόκρυψης του πραγματικού και προβολής του αληθοφανούς εγγράφει μεταξύ του
πλαισίου νομιμότητας και του πλαισίου νομιμοποίησης το στοιχείο της ιδεολογίας
ως πρακτική συγκάλυψης. Οι Αθηναίοι πρέπει να παρουσιαστούν ως τύραννοι του
ελληνικού χώρου, ο πόλεμος πρέπει να εμφανιστεί ως αμυντικός πόλεμος εκ
μέρους των απελευθερωτών Σπαρτιατών κοκ («Δεν παραβιάζουν τις συνθήκες
εκείνοι που αμύνονται, αλλά εκείνοι που πρώτοι αρχίζουν τις επιθέσεις» δηλώνουν
οι βασικοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών Κορίνθιοι στη δημηγορία σχετικά με την
απόφαση κήρυξης του πολέμου, Α123). Η ιδεολογική αυτή χρήση των εκάστοτε
λόγων κορυφώνεται όπως είναι φυσικό προ της έναρξης του πολέμου.
Χρησιμοποιούνται όλα τα δυνατά μέσα ώστε να αυξηθεί το κόστος νομιμοποίησης
για το αντίπαλο στρατόπεδο. Αντιθέτως, το ιδεολογικό αυτό στοιχείο, χωρίς να
εξαφανίζεται στη διάρκεια του πολέμου, υπάρχουν στιγμές που εκμηδενίζεται από
την ίδια την ροή της πραγματικότητας. Οι εμπόλεμοι πλέον έχουν τη δυνατότητα
(την οποία και ασκούν ενίοτε) να προσφύγουν χωρίς καμία ιδεολογική κάλυψη στο
συμφέρον τους (όπως αυτοί το εννοούν). Έτσι οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν
ολοσχερώς τις Πλαταιές όπως και οι Αθηναίοι τη Μήλο.
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
12
Δημηγορία μεταξύ Κερκυραίων και Κορινθίων πριν την έναρξη του πολέμου:
αξίες και συμφέροντα στην πολιτική (Α32-43).
Η δημηγορία αυτή αποτελεί την πρώτη δημηγορία του συνολικού έργου. Υπό αυτή
την έννοια, θα ανέμενε κανείς να βρει εδώ συμπυκνωμένα όλα τα ζητήματα που
τέθηκαν στην Αρχαιολογία και θα αποτελέσουν στη συνέχεια τη βάση για
περαιτέρω ανάπτυξη συλλογισμών και κρίσεων. Η δημηγορία αυτή πράγματι
συνιστά παραδειγματική ανάπτυξη αυτού που αποκαλέσαμε ρεαλιστική προσέγγιση
του Θουκυδίδη: με αφετηρία τις πραγματολογικές σχέσεις δύναμης διερευνάται η
δυνατότητα να οριοθετηθεί ο ορίζοντας των αξιών στις οποίες οφείλει να ανατρέχει
για τη θεμελίωσή της η διαδικασία της πολιτικής απόφασης. Πρόκειται συνεπώς
εδώ για τη σχέση μεταξύ αξιών και συμφερόντων.
Πριν περάσουμε στην ανάλυση της δημηγορίας προτάσσεται σε κωδικοποιημένη
μορφή ένα σύντομο χρονικό της διαμάχης μεταξύ Κέρκυρας και Κορίνθου που
βασίζεται στην περιγραφή του Θουκυδίδη (Α24-31).
Σύντομο χρονικό: α) Στην Επίδαμνο, μια αποικία της Κέρκυρας, με ιδρυτή της
ωστόσο τον Κορίνθιο Φάλιο του Ερατοκλείδου, ο δήμος εξορίζει τους ολιγαρχικούς,
β) οι ολιγαρχικοί ενώνονται με βαρβάρους και πραγματοποιούν ληστρικές
επιδρομές κατά της πόλης, γ) οι Επιδάμνιοι σπεύδουν για βοήθεια στην Κέρκυρα η
οποία τους αποπέμπει, δ) μετά από συμβουλή του μαντείου των Δελφών οι
Επιδάμνιοι ζητούν βοήθεια από την Κόρινθο η οποία δεσμεύεται να τους συντρέξει,
ε) μετά την άφιξη της κορινθιακής βοήθειας στην Επίδαμνο η Κέρκυρα εξοργίζεται
και στέλνει στόλο είκοσι πέντε καραβιών απαιτώντας να αποχωρήσει η κορινθιακή
φρουρά και να δεχθούν οι Επιδάμνιοι την επιστροφή των εξόριστων, στ) μετά την
απόρριψη των αιτημάτων της Κέρκυρας, οι Κερκυραίοι πολιορκούν την Επίδαμνο,
ζ) οι Κορίνθιοι ετοιμάζουν εκστρατεία προς βοήθεια της Επιδάμνου, η) οι
Κερκυραίοι ζητούν την απόσυρση του κορινθιακού στρατού από την Επίδαμνο και
την προσφυγή σε διαιτησία εφόσον οι Κορίνθιοι επιμένουν ότι έχουν δικαιώματα
στην πόλη της Επιδάμνου, θ) η Κόρινθος απορρίπτει το κερκυραϊκό αίτημα για
διαιτησία, ι) στη ναυμαχία που ακολουθεί σημειώνεται νίκη της Κέρκυρας κατά της
Επιδάμνου και των Κορινθίων, κ) προετοιμασία Κορίνθου για μεγάλη ναυτική
εκστρατεία κατά της Κέρκυρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν είχαν συμμαχία με καμία
ελληνική πόλη, στέλνουν πρεσβευτές στην Αθήνα με το αίτημα να συμμαχήσουν με
την πόλη των Αθηνών. Ενάντια στο αίτημα αυτό αποστέλλουν πρεσβεία και οι
Κορίνθιοι. Η δημηγορία που ακολουθεί λαμβάνει χώρα ενώπιον της Εκκλησίας του
Δήμου των Αθηνών.
Στην αρχή της δημηγορίας οι Κερκυραίοι προτάσσουν τους δύο βασικούς όρους
γύρω από τους οποίους περιστρέφεται όλη η δημηγορία: επικαλούνται τόσο την
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
13
έννοια του συμφέροντος όσο και αυτή των αξιών. Επιχειρούν να αποδείξουν αφενός
ότι η παροχή βοήθειας από τη μεριά της Αθήνας είναι συμφέρουσα για αυτήν ή
τουλάχιστο δεν είναι επιζήμια, αφετέρου ότι μια τέτοια παροχή βοήθειας θα
επιφέρει κατ’ ανάγκη ευγνωμοσύνη. Εμφανίζεται συνεπώς εδώ, στην αφετηρία της
επιχειρηματολογίας των Κερκυραίων, τόσο ο σκληρός, πραγματολογικός πυρήνας
της πολιτικής υπό τη μορφή του συμφέροντος όσο και το αξιακό περίβλημα αυτού
του πυρήνα υπό τη μορφή της αξίας της ευγνωμοσύνης. Ας έχουμε δε υπόψη μας
ότι πρόκειται για μια ευγνωμοσύνη όχι σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο
πόλεων. Η αναφορά στην ευγνωμοσύνη εισάγει ενώπιον του αθηναϊκού δήμου την
προοπτική του μέλλοντα χρόνου, καθώς υποδηλώνει την ευνοϊκή δέσμευση των
Κερκυραίων με τα αθηναϊκά συμφέροντα δυνητικά εις το διηνεκές. Προκειμένου
όμως να πειστεί ο αθηναϊκός δήμος για τις προθέσεις των Κερκυραίων, οι
τελευταίοι οφείλουν να δώσουν εξηγήσεις για τη στάση ουδετερότητας την οποία
είχαν τηρήσει μέχρι τώρα και η οποία τους είχε οδηγήσει να μην συμμαχήσουν με
καμία πόλη. Προς εξήγηση τίθεται ως εκ τούτου η μεταστροφή της πολιτικής των
Κερκυραίων η οποία εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται υπό τη μορφή της ακόλουθης
αντίφασης: δεν έχω συμμαχήσει ποτέ με κανέναν, σήμερα ζητώ να συμμαχήσω μαζί
σας. Προκειμένου να εξαλείψουν αυτή την αντίφαση και να δικαιολογήσουν τη
μεταστροφή της πολιτικής τους οι Κερκυραίοι πρεσβευτές καταφεύγουν σε έναν
κοινό τόπο της αντίληψης του Θουκυδίδη για την ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με
την οποία ενώ η τελευταία παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη, οι συνέπειες της
ανθρώπινης πράξης παραλλάσσουν και γι’ αυτό το λόγο δημιουργούν ιστορία,
δηλαδή επιφέρονται μεταβολές στην κατάσταση των ανθρώπων και των κοινωνιών,
λόγω του ότι παραλλάσσουν οι συνθήκες υπό τις οποίες ενεργοποιείται αυτή η
φύση. Αυτή η αντίληψη επιτρέπει στον Θουκυδίδη να αξιώνει τη θεώρηση της
Ιστορίας του ως «αιώνιο κτήμα των ανθρώπων» (Α22).
Με αναδρομή σε αυτό τον κοινό τόπο, οι Κερκυραίοι επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό
που πιθανά εμφανίζεται στα μάτια του αθηναϊκού δήμου ως μεταστροφή όχι μόνο
πολιτικής, αλλά και αξιακής στάσης. Το συγκεκριμένο χωρίο έχει ως εξής: «…
εκείνο που άλλοτε θεωρούσαμε σωφροσύνη, δηλαδή να μην μετέχουμε σε
συμμαχίες για να μην διατρέχουμε κινδύνους που θα ήσαν συνέπεια της πολιτικής
άλλων, είναι τώρα αφροσύνη και αιτία αδυναμίας […]. Βρισκόμαστε στην ανάγκη να
ζητήσουμε βοήθεια και από σας και από οποιουσδήποτε άλλους και θα πρέπει να
μας συγχωρεθεί το ότι σφάλαμε πρωτύτερα, περισσότερο από αφροσύνη παρά από
εχθρότητα, κ’ ερχόμαστε τώρα να ζητήσουμε πράγματα αντίθετα προς την
προηγούμενη πολιτική μας» (Α32). Οι Κερκυραίοι δεν επικαλούνται σε αυτό το
σημείο μια οποιαδήποτε αρετή, αλλά την αρετή της σωφροσύνης η οποία αποτελεί
μία από τις τέσσερις κύριες αρετές της αρχαιοελληνικής πόλης (οι υπόλοιπες τρεις,
όπως θα δούμε στον Πλάτωνα, είναι η σοφία, η ανδρεία και η δικαιοσύνη).
Επιδιώκουν να δείξουν ότι οι περιστάσεις είναι υπεύθυνες για τη μεταστροφή της
αρετής της σωφροσύνης σε αφροσύνη και όχι κάποια εχθρότητα εκ μέρους τους. Η
επιχειρηματολογία των Κερκυραίων προσεγγίζει μια πρώτη κορύφωση στην αμέσως
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
14
επόμενη συλλογιστική που αναπτύσσουν, στην οποία συγκεντρώνεται το σύνολο
των δυνατών περιεχομένων της πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, εκθέτοντας τις
ωφέλειες που θα προκύψουν για την Αθήνα από τυχόν συμμαχία με την Κέρκυρα, οι
Κερκυραίοι εισάγουν στον ορίζοντα τη βασικότερη από όλες τις αξίες, την αξία της
δικαιοσύνης. Απευθυνόμενοι στους Αθηναίους υποστηρίζουν πρώτα ότι «θα
βοηθήσετε μια πολιτεία που, ενώ δεν αδικεί κανέναν, αδικείται» (Α33), στη συνέχεια
ότι «θα εξασφαλίσετε την αιώνια ευγνωμοσύνη μας» και, τέλος, με δεδομένο ότι η
Κέρκυρα συνιστά τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη μετά την Αθήνα, την ανέξοδη
εξασφάλιση της συμμαχίας του δεύτερου ισχυρότερου στόλου στον ελληνικό χώρο.
Αν συγκρίνουμε αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας με την αφετηρία της
διαπιστώνουμε ότι εδώ δεν προστίθεται μόνο η επίκληση της ύστατης αξίας της
δικαιοσύνης, αλλά, επιπλέον, ότι ενώ στην αφετηρία οι Κερκυραίοι εισήγαν αρχικά
την έννοια του συμφέροντος και κατόπιν την αξία της ευγνωμοσύνης, τώρα η
ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους ξεκινά από την ύστατη αξία, κατέρχεται σε μια
ενδιάμεση αξία (ευγνωμοσύνη) για να ολοκληρωθεί στην έννοια του συμφέροντος
στην οποία υποκρύπτεται η έννοια της ισχύος, η ένωση δηλαδή των δύο
ισχυρότερων στόλων της Ελλάδας. Μια παραστατική απεικόνιση της
επιχειρηματολογίας θα είχε τη μορφή: συμφέρον – ενδιάμεση αξία – ύστατη αξία –
ενδιάμεση αξία – συμφέρον, ένας πλήρης κύκλος με περίμετρο την έννοια του
συμφέροντος, κέντρο την αξία της δικαιοσύνης και ακτίνα την αξία της
ευγνωμοσύνης.
Για ποιο λόγο όμως νομιμοποιούμαστε να αποκαλέσουμε την ευγνωμοσύνη
ενδιάμεση αξία, ενώ τη δικαιοσύνη ύστατη; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σκεφτούμε τη
δυνατότητα γενίκευσης των εν λόγω αξιών. Είναι δυνατή η γενίκευση της αξίας της
ευγνωμοσύνης; Είναι δυνατόν, πιο συγκεκριμένα, οι Κερκυραίοι να οφείλουν
ευγνωμοσύνη στο σύνολο των πόλεων του ελληνικού χώρου; Η προφανής
απάντηση είναι αρνητική. Η ευγνωμοσύνη, ακόμα και στη μορφή με την οποία τη
συναντάμε στη δημηγορία αυτή ως ευγνωμοσύνη μεταξύ πόλεων, συνιστά μια μη
γενικεύσιμη αξία. Η αδυναμία γενίκευσής της πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι
σαν αξία η ευγνωμοσύνη είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια του συμφέροντος
και μάλιστα του επιμέρους συμφέροντος: είμαι ευγνώμων λόγω μιας παρεχόμενης
ευεργεσίας, μιας παρεχόμενης ωφέλειας. Μόνο υπό αυτό τον όρο μπορεί να
επιδειχθεί η ευγνωμοσύνη ή, αντίθετα, το ενάντιό της, η αγνωμοσύνη, η αχαριστία.
Δεν είμαι υποχρεωμένος είτε ως άτομο είτε ως πόλη να είμαι ευγνώμων (ή
αγνώμων) έναντι κάποιου ο οποίος δεν με έχει ευεργετήσει, ούτε είναι δυνατόν να
με ευεργετούν όλοι. Κατά αντιπαράθεση με την ευγνωμοσύνη, η δικαιοσύνη
συνιστά αυτή την αξία που δύναται να συσταθεί μόνο υπό γενικεύσιμους όρους.
Αυτή η αναγκαία συνθήκη γενίκευσης για τη σύσταση της δικαιοσύνης προκύπτει
από το γεγονός ότι η δικαιοσύνη κατ’ ανάγκη έρχεται σε σύγκρουση με αυτό το
επιμέρους συμφέρον, καθώς για να συγκροτηθεί προϋποθέτει την υπέρβασή του. Η
δικαιοσύνη συστήνεται έτσι πάνω από το πεδίο των επιμέρους συμφερόντων ως η
σφαίρα του κοινού συμφέροντος. Η αρτιότητα του επιχειρήματος των Κερκυραίων
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
15
διαφαίνεται στο ότι, προκειμένου να κινητοποιήσουν ευμενώς τον αθηναϊκό δήμο,
επιχειρούν να εντάξουν τα στοιχεία επιμερισμού, δηλαδή τις αξίες και τα
συμφέροντα, που συνέχουν τις δύο πόλεις, την Αθήνα και την Κέρκυρα, στο
ευρύτερο δυνατό πλαίσιο γενικότητας που εγκαθιδρύει η δικαιοσύνη. Ο επιμέρους
κόσμος της μεταξύ τους συμμαχίας εναρμονίζεται έτσι με τον ευρύτερο κόσμο της
δικαιοσύνης.
Αυτή η ένταξη όμως του επιμέρους στο γενικό δεν είναι αυτονόητη, αλλά χρήζει
υποστήριξης. Το ερώτημα που τίθεται εμφατικά είναι: όντως η εν λόγω συμμαχία
δεν παραβιάζει τον ορίζοντα της δικαιοσύνης, αλλά εντάσσεται αρμονικά σε αυτόν;
Οι Κερκυραίοι οφείλουν σε αυτό το σημείο να υποστηρίξουν πρώτον ότι δεν έχουν
αδικήσει κανέναν, δεύτερον ότι έχουν αδικηθεί οι ίδιοι, και τρίτον ότι η συμμαχία
που προτείνουν στην Αθήνα δεν συνιστά αδικία, καθώς δεν παραβιάζει τις σπονδές
ειρήνης που έχουν οι Αθηναίοι με τους Λακεδαιμονίους. Με άλλα λόγια, να
υποστηρίξουν ενώπιον των Αθηναίων ότι η προσφορά της συμμαχίας δεν
ισοδυναμεί με μια πρόσκληση να παρασυρθούν οι Αθηναίοι στην αδικία.
Προκειμένου όμως να αναπτύξουν τη συλλογιστική τους σε σχέση με τα τρία αυτά
ερωτήματα (Α34-35), οι Κερκυραίοι καταθέτουν την κρίση τους σχετικά με την
τροπή που φαίνεται να παίρνουν τα πράγματα υπό τις δεδομένες περιστάσεις:
«Αν κανείς από σας νομίζει ότι ο πόλεμος στον οποίο μπορούμε να σας φανούμε
χρήσιμοι δεν θα γίνει, πλανάται και δεν καταλαβαίνει ότι οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή
σας φοβούνται, επιδιώκουν τον πόλεμο, ότι οι Κορίνθιοι, οι οποίοι είναι εχθροί σας,
έχουν μεγάλη επιρροή απάνω τους και ότι ο σημερινός εναντίον μας πόλεμος είναι
προετοιμασία της εναντίον σας αναμέτρησης, και τούτο για να μην μπορέσουμε,
κινημένοι από κοινή έχθρα, να συγκροτήσουμε κοινό μέτωπο εναντίον τους προτού
κατορθώσουν ένα από τα δύο: ή να μας εξασθενίσουν ή να ενισχυθούν. Χρέος μας
είναι να τους προλάβουμε, εμείς προσφέροντας την συμμαχία μας κ’ εσείς
δεχόμενοι την προσφορά μας. Θα προλάβουμε έτσι τα σχέδια τους αντί να
προσπαθήσουμε να τα ματαιώσουμε εκ των υστέρων» (Α33).
Η εκτίμηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι φανερώνει ότι το υφιστάμενο
πλαίσιο δικαιοσύνης βρίσκεται ήδη υπό απειλή. Με το δεδομένο του πολέμου εν
όψει, πρέπει να αποκαλυφθεί ο φορέας αυτής της απειλής, τρόπον τινά ο υπαίτιος.
Επισημάναμε νωρίτερα την τεράστια σημασία της διάκρισης στην οποία προχωρά ο
Θουκυδίδης μεταξύ πραγματικών και προβαλλόμενων λόγων. Οι πραγματικοί
λόγοι, οι πραγματικές αιτίες δεν μπορούν να αποκτήσουν εγκυρότητα όταν
κατατίθενται από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να
υποστηρίξουν δημόσια ότι ο φόβος τους για την ανάπτυξη της Αθήνας αποτελεί την
πραγματική αιτία του επερχόμενου πολέμου: η αιτία παραμένει ως εκ τούτου
ανομολόγητη. Οι Αθηναίοι με τη σειρά τους, αν και μπορούν να το πράξουν, δεν θα
γίνουν καθολικά πιστευτοί, καθώς αποτελούν μέρος της ενδεχόμενης σύγκρουσης.
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
16
Η αλήθεια όμως μπορεί να ειπωθεί από έναν τρίτο, από κάποιον ο οποίος δεν
αποτελεί μέρος της σύγκρουσης και είναι εξ αντικειμένου αμερόληπτος. Οι
Κερκυραίοι είναι σαν να λένε στους Αθηναίους: ούτε ο δικός σας λόγος, ούτε ο
λόγος των Σπαρτιατών, ούτε και αυτών ακόμα των Κορίνθιων που είναι ήδη
σύμμαχοι των Σπαρτιατών έχει εγκυρότητα. Στο ζήτημα του επερχόμενου πολέμου
εγκυρότητα έχει μόνο ο δικός μας λόγος, καθότι δεν είμαστε σύμμαχοι κανενός. Το
σημείο αυτό έχει στρατηγική σημασία για το επιστημονικό εγχείρημα του
Θουκυδίδη. Βάζοντας τους Κερκυραίους να αποκαλύπτουν στην πρώτη δημηγορία
όλου του έργου την κατ’ αυτόν πραγματική αιτία του επερχόμενου πολέμου θέτει
έμμεσα τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να αρθρώνεται ο επιστημονικός λόγος,
τους όρους που πρέπει να διασφαλίζονται ώστε ένας επιμέρους λόγος να τίθεται ως
γενικά έγκυρος λόγος, δηλαδή ως επιστημονικός λόγος. Ανακόπτεται έτσι ο
σχετικισμός των λόγων και τίθενται τα κριτήρια του επιστημονικού ελέγχου
γενίκευσης του επιμέρους. Ως εκ τούτου, η ρεαλιστική προσέγγιση του Θουκυδίδη
δεν ισοδυναμεί με απάρνηση της κανονιστικότητας.
Στην εκτίμηση αυτή των Κερκυραίων όμως υπάρχει και ένα επιπλέον σημαντικό
στοιχείο. Με το δεδομένο του πολέμου εν όψει, το ζήτημα της δικαιοσύνης
μετασχηματίζεται σε ζήτημα νομιμοποίησης. Πρώτον, το ζήτημα της δικαιοσύνης
δεν τίθεται αυτό καθαυτό, καθώς ο πόλεμος αίρει το υφιστάμενο πλαίσιο
δικαιοσύνης μεταξύ εχθρών, η δε πίστη των Κερκυραίων στην Αθήνα είναι
εγγυημένη λόγω αυτού του κοινού εχθρού. Δεύτερον, απορροφάται στη σκοπιά του
συμφέροντος, δηλαδή ό,τι είναι δίκαιο για εμάς εμφανίζεται άδικο για τους άλλους
και αντίστροφα. Είναι δίκαιο να κάνουμε συμμαχία διότι στην αντίθετη περίπτωση
είτε θα μας εξασθενίσουν είτε θα ενισχυθούν, ενώ η επιχειρηματολογία των
Κορινθίων που έπεται θα επιδιώξει ακριβώς να εμφανίσει ως άδικη την
προτεινόμενη συμμαχία για να μας εξασθενίσουν ή να ενισχυθούν οι ίδιοι. Τρίτον,
αποκτά σημασία ο προληπτικός χαρακτήρας της πολιτικής που νομιμοποιεί τη
συμμαχία μας ακριβώς λόγω του ότι ο πόλεμος είναι προαποφασισμένος από τη
μεριά των εχθρών μας, οι οποίοι είναι αυτοί που πλήττουν το υφιστάμενο πλαίσιο
νομιμότητας (σπονδές ειρήνης) και θα επικαλεστούν αληθοφανείς λόγους για να
παρουσιάσουν εμάς ως επιτιθέμενους. Τέλος, σε συνδυασμό με όσα ακολουθούν
σχετικά με το ζήτημα της παραβίασης των σπονδών ειρήνης οι Κερκυραίοι
υπερβαίνουν την ίδια τη σκοπιά της δικαιοσύνης και επιστρέφουν στη σκοπιά του
συμφέροντος: ακόμα και αν η πρότασή μας για συμμαχία παραβίαζε τις σπονδές
ειρήνης (κάτι που δεν ισχύει με όσα υποστηρίξαμε προηγουμένως), ακόμα και σε
αυτή την περίπτωση το ζήτημα της δικαιοσύνης έχει εκμηδενιστεί, καθώς ο
επερχόμενος πόλεμος, όπως και κάθε πόλεμος, δεν αποτελεί ζήτημα δικαιοσύνης
αλλά ζήτημα ισχύος. Άρα η προσφορά μας δεν συνιστά μονοσήμαντα ζήτημα του
συμφέροντος της Κέρκυρας, αλλά προπαντός ζήτημα των αθηναϊκών
συμφερόντων, από το οποίο συνάγεται εμμέσως ότι η ευγνωμοσύνη θα είναι
αμοιβαία. Για να αποτιμηθεί μάλιστα αυτή η προσφορά πρέπει να συγκριθεί με το
απόλυτο συμφέρον των Αθηναίων το οποίο έγκειται στο «να μην επιτρέπετε σε
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
17
κανέναν, αν μπορείτε, να έχει στόλο. Αλλιώς, συμφέρον σας είναι να έχετε φίλους
όσους έχουν το ισχυρότερο ναυτικό» (Α35). Η συμμαχία που προτείνουν οι
Κερκυραίοι είναι συνεπώς το εγγύτερο στο τελικό ιδεώδες της Αθήνας: να ενωθούν
οι δύο από τους τρεις ισχυρότερους στόλους της Ελλάδας (ο τρίτος είναι των
Κορινθίων). Από το ιδεώδες ανέφικτο μεταβαίνουμε στο καλύτερο εφικτό που τείνει
προς αυτό: ένα γνήσιο μάθημα πολιτικής.
Με την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων των Κερκυραίων παίρνουν το λόγο οι
Κορίνθιοι με προφανή στόχο να καταρρίψουν το σύνολο της κερκυραϊκής
συλλογιστικής σημείο προς σημείο.
Στην αφετηρία της επιχειρηματολογίας τους οι Κορίνθιοι καταφεύγουν σε ένα
στρατήγημα τυπικό σε κάθε ρητορική διαμάχη. Θέτουν ως πρώτο στόχο τους να
υπονομεύσουν την αξιοπιστία του αντίπαλου-διάδικου και να τον παρουσιάσουν ως
ψευδόμενο. Έτσι, αξιοποιούν και αυτοί με τη σειρά τους τη θέση περί της σχετικής
σταθερότητας της ανθρώπινης φύσης όχι όμως για να υποστηρίξουν τη
μεταστροφή πολιτικής της Κέρκυρας, αλλά για αποδείξουν ότι υπάρχουν
ανθρώπινες φύσεις οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες παρά την αλλαγή των
περιστάσεων. Πρόκειται για την κακία της ανθρώπινης φύσης που αντέχει κάθε
περίστασης. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν ως άνθρωποι οι Κερκυραίοι: δεν
τίθεται ζήτημα μεταστροφής της αρετής στο ενάντιο της, της αξίας σε απαξία, αλλά
πρόκειται για μια εξαρχής κακία. Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της
«απομονωτικής» πολιτικής που ακολουθούσαν μέχρι σήμερα, στην οποία
συνέδραμε και η φυσική, γεωγραφική θέση της πολιτείας της Κέρκυρας (Α37). Η
απομόνωση δεν υποδηλώνει σωφροσύνη, αλλά υποκρύπτει έμφυτη κακία.
Εξ αυτού έπεται με φυσικό τρόπο και η εν γένει άδικη συμπεριφορά της Κέρκυρας.
Ως αποικία της Κορίνθου η Κέρκυρα επέδειξε αγνωμοσύνη αντί της οφειλόμενης
ευγνωμοσύνης, διακόπτοντας κάθε δεσμό με τη μητρόπολη. Η μομφή αυτή
συμπληρώνεται από μιαν εις άτοπον απαγωγή: «Και είναι φανερό ότι, αφού οι
περισσότεροι [εννοείται από τους άλλους αποίκους μας] μας αγαπούν, αυτοί εδώ
μας εχθρεύονται χωρίς εύλογη αιτία» (Α38). Το μέγεθος της εκστρατείας που
ετοιμάζουν οι Κορίνθιοι δικαιολογείται από το μέγεθος της αδικίας που διέπραξαν
εις βάρος τους οι Κερκυραίοι. Η Κέρκυρα αιτήθηκε προσφυγή σε διαιτησία από
θέση ισχύος. Η συμμαχία που προτείνεται στην Αθήνα αποτελεί ουσιαστικά αίτημα
συνεργασίας στις αδικίες των Κερκυραίων και ως εκ τούτου συνενοχή και
συνυπαιτιότητα. Η πρόταση μάλιστα αυτή περί συμμαχίας έχει το ιδιόμορφο
γνώρισμα να χωρίζει τις ωφέλειες από τις συνέπειες: οι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν
έχουν ωφελήσει σε τίποτε έως τώρα τους Αθηναίους, επιχειρούν τεχνηέντως να
μοιραστούν τις συνέπειες της κακίας τους με άλλους.
Μέχρι αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας τους οι Κορίνθιοι καταπιάνονται
μόνο με το να καταδείξουν την εξίσωση κακίας–αδικίας που διέπει τη συμπεριφορά
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις
18
των Κερκυραίων. Στη συνέχεια στρέφονται στο ζήτημα της τήρησης των σπονδών
ειρήνης. Στόχος είναι προφανώς να δειχτεί ότι η συμμαχία Κέρκυρας και Αθήνας
αποτελεί ωμή παραβίαση των σπονδών. Για αυτό το σκοπό, δεν περιορίζονται στο
γράμμα του νόμου, που ορίζει «ότι οποιαδήποτε πολιτεία δεν αναφέρεται μέσα στο
κείμενο, είναι ελεύθερη να συνταχτεί με την μία ή με την άλλη παράταξη» (Α40),
αλλά προχωρούν σε επίκληση του πνεύματος του νόμου σύμφωνα με το οποίο
προτάσσεται η πρόθεση του ουδέτερου μέρους που επιδιώκει την εκάστοτε
συμπαράταξη, εάν δηλαδή προσβλέπουν στη βλάβη του αντίπαλου μέρους.
Τονίζουν εκ νέου τη σκοπιά της δικαιοσύνης επιχειρώντας να κάνουν τους
Αθηναίους να συναισθανθούν την ενεχόμενη αδικία στην κερκυραϊκή πρόταση περί
συμμαχίας. Οι εναλλακτικές που παρουσιάζονται ως σύμμετρες με τη δικαιοσύνη
είναι δύο: είτε οι Αθηναίοι πρέπει να παραμείνουν ουδέτεροι, είτε θα πρέπει να
ταχθούν με τους ίδιους τους Κορίνθιους με δεδομένο ότι με αυτούς έχουν συνθήκη
συμμαχίας (Α40). Υπενθυμίζουν μάλιστα στους Αθηναίους την περίπτωση της
εξέγερσης της Σάμου στην οποία οι Κορίνθιοι αλλά και οι υπόλοιποι σύμμαχοι της
πελοποννησιακής συμμαχίας θεώρησαν το όλο ζήτημα εσωτερική υπόθεση της
Αθήνας και δεν αναμίχθηκαν. Υπενθυμίζουν επιπλέον, αυτή τη φορά με γνώμονα
την αξία της ευγνωμοσύνης, ότι και στον πόλεμο της Αθήνας εναντίον των
Αιγινητών η Κόρινθος είχε συντρέξει με είκοσι καράβια τους Αθηναίους.
Παρατηρούμε ότι μέχρι σχεδόν το τέλος της επιχειρηματολογίας των Κορινθίων,
αυτοί αποφεύγουν να θέσουν τα δύο καυτά ζητήματα της περίστασης: το συμφέρον
των Αθηνών και το ενδεχόμενο του πολέμου. Αυτό λαμβάνει χώρα ακριβώς στις
δύο τελευταίες παραγράφους της δημηγορίας και μάλιστα παίρνει το χαρακτήρα
της συμβουλής (σε αντίθεση με την επίκληση της απειλής στην οποία προέβησαν
κατά κόρον οι Κερκυραίοι). Έτσι η απάντηση των Κορινθίων ολοκληρώνεται αίφνης
με την επανεισαγωγή της έννοιας του συμφέροντος, η οποία μάλιστα φαίνεται να
συνάγεται απ’ ευθείας από την έννοια της δικαιοσύνης: «όσο λιγότερο κανείς αδικεί
τόσο καλύτερα προστατεύει τα συμφέροντά του» (Α42).
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic
σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic

More Related Content

What's hot

Πλάτωνος Πρωταγόρας
Πλάτωνος ΠρωταγόραςΠλάτωνος Πρωταγόρας
Πλάτωνος Πρωταγόραςfabioabazzi
 
Σουλτάτη Ε. Αριστοτελης
Σουλτάτη Ε. ΑριστοτεληςΣουλτάτη Ε. Αριστοτελης
Σουλτάτη Ε. Αριστοτεληςstratism
 
Πλάτωνος, Πρωταγόρας
Πλάτωνος, ΠρωταγόραςΠλάτωνος, Πρωταγόρας
Πλάτωνος, Πρωταγόραςgina zaza
 
Αριστοτέλης- Πολιτικά (Γ΄Λυκείου) - Μεταφράσεις
Αριστοτέλης- Πολιτικά  (Γ΄Λυκείου) - ΜεταφράσειςΑριστοτέλης- Πολιτικά  (Γ΄Λυκείου) - Μεταφράσεις
Αριστοτέλης- Πολιτικά (Γ΄Λυκείου) - ΜεταφράσειςOlga Paizi
 
Αριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15η
Αριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15ηΑριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15η
Αριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15ηgina zaza
 
Πρωταγόρας, ενότητα 7
Πρωταγόρας, ενότητα 7Πρωταγόρας, ενότητα 7
Πρωταγόρας, ενότητα 7gina zaza
 
εισαγωγη ερωτησεισ
εισαγωγη ερωτησεισεισαγωγη ερωτησεισ
εισαγωγη ερωτησεισΜΙΧΑΗΛ ΚΤΧ
 
η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1
η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1
η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1FOTIOS ZYGOULIS
 
Πλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότητας
Πλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότηταςΠλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότητας
Πλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότηταςThanos Stavropoulos
 
ενότητα 1
ενότητα 1ενότητα 1
ενότητα 1skimnos
 
δημοκρατία
δημοκρατίαδημοκρατία
δημοκρατίαnikosas
 
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗGeorgia Sofi
 
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑdrallis
 
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑChristiana Agapiou(Ioannou)
 
Τρόποι ανάπτυξης παραγράφου
Τρόποι ανάπτυξης παραγράφουΤρόποι ανάπτυξης παραγράφου
Τρόποι ανάπτυξης παραγράφουStella Karioti
 
Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...
Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...
Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...Thanos Stavropoulos
 
Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...
Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...
Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...akargas
 
γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.Νῖκος Γεωργόπουλος
 
Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...
Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...
Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...Thanos Stavropoulos
 
Λυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕ
Λυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕΛυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕ
Λυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕgina zaza
 

What's hot (20)

Πλάτωνος Πρωταγόρας
Πλάτωνος ΠρωταγόραςΠλάτωνος Πρωταγόρας
Πλάτωνος Πρωταγόρας
 
Σουλτάτη Ε. Αριστοτελης
Σουλτάτη Ε. ΑριστοτεληςΣουλτάτη Ε. Αριστοτελης
Σουλτάτη Ε. Αριστοτελης
 
Πλάτωνος, Πρωταγόρας
Πλάτωνος, ΠρωταγόραςΠλάτωνος, Πρωταγόρας
Πλάτωνος, Πρωταγόρας
 
Αριστοτέλης- Πολιτικά (Γ΄Λυκείου) - Μεταφράσεις
Αριστοτέλης- Πολιτικά  (Γ΄Λυκείου) - ΜεταφράσειςΑριστοτέλης- Πολιτικά  (Γ΄Λυκείου) - Μεταφράσεις
Αριστοτέλης- Πολιτικά (Γ΄Λυκείου) - Μεταφράσεις
 
Αριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15η
Αριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15ηΑριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15η
Αριστοτέλους πολιτικά, ενότητα 15η
 
Πρωταγόρας, ενότητα 7
Πρωταγόρας, ενότητα 7Πρωταγόρας, ενότητα 7
Πρωταγόρας, ενότητα 7
 
εισαγωγη ερωτησεισ
εισαγωγη ερωτησεισεισαγωγη ερωτησεισ
εισαγωγη ερωτησεισ
 
η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1
η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1
η διακριση αναμεσα στο κοινωνικο και στο πολιτικο στο εργο τησ Hannah arendt1
 
Πλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότητας
Πλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότηταςΠλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότητας
Πλάτωνος "Πρωταγόρας", δομή 1ης ενότητας
 
ενότητα 1
ενότητα 1ενότητα 1
ενότητα 1
 
δημοκρατία
δημοκρατίαδημοκρατία
δημοκρατία
 
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
 
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
 
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ-ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
 
Τρόποι ανάπτυξης παραγράφου
Τρόποι ανάπτυξης παραγράφουΤρόποι ανάπτυξης παραγράφου
Τρόποι ανάπτυξης παραγράφου
 
Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...
Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...
Ρητορικά Κείμενα Β' Λυκείου - Τράπεζα Θεμάτων Ι.Ε.Π.: Εισαγωγή - Ερωτήσεις & ...
 
Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...
Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...
Εξετάζοντας το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωση...
 
γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
 
Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...
Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...
Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (Αρχαία Ελληνικά Θεωρητικής κατ/νσης Γ' Λυκείου): Κριτήρ...
 
Λυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕ
Λυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕΛυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕ
Λυσία Υπέρ Μαντιθέου, 1 – 3, ερωτήσεις ΚΕΕ
 

Viewers also liked

00523 aloe hand-soap-de
00523 aloe hand-soap-de00523 aloe hand-soap-de
00523 aloe hand-soap-demajda1987
 
Produktblatt forever bright
Produktblatt forever brightProduktblatt forever bright
Produktblatt forever brightmajda1987
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσεις
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσειςΑριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσεις
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσειςgina zaza
 
Heineken Strategy Analysis and Discussion
Heineken Strategy Analysis and DiscussionHeineken Strategy Analysis and Discussion
Heineken Strategy Analysis and DiscussionRui Barata
 
Marketing plan coca cola zero 2012-13 greek
Marketing plan coca cola zero 2012-13 greekMarketing plan coca cola zero 2012-13 greek
Marketing plan coca cola zero 2012-13 greekClio Siragaki
 
Ομήρου Ιλιάδα Γ 121-244 φύλλο εργασίας 5
Ομήρου Ιλιάδα Γ  121-244 φύλλο εργασίας 5Ομήρου Ιλιάδα Γ  121-244 φύλλο εργασίας 5
Ομήρου Ιλιάδα Γ 121-244 φύλλο εργασίας 5varalig
 
2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare
2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare
2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShareSlideShare
 
What to Upload to SlideShare
What to Upload to SlideShareWhat to Upload to SlideShare
What to Upload to SlideShareSlideShare
 
Getting Started With SlideShare
Getting Started With SlideShareGetting Started With SlideShare
Getting Started With SlideShareSlideShare
 

Viewers also liked (14)

1
11
1
 
00523 aloe hand-soap-de
00523 aloe hand-soap-de00523 aloe hand-soap-de
00523 aloe hand-soap-de
 
Produktblatt forever bright
Produktblatt forever brightProduktblatt forever bright
Produktblatt forever bright
 
Heineken
HeinekenHeineken
Heineken
 
Marketing FIX Beer vs MYTHOS Beer
Marketing FIX Beer vs MYTHOS BeerMarketing FIX Beer vs MYTHOS Beer
Marketing FIX Beer vs MYTHOS Beer
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσεις
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσειςΑριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσεις
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, ασκήσεις
 
Heineken Strategy Analysis and Discussion
Heineken Strategy Analysis and DiscussionHeineken Strategy Analysis and Discussion
Heineken Strategy Analysis and Discussion
 
Fix Hellas
Fix HellasFix Hellas
Fix Hellas
 
Fix Hellas Marketing Plan
Fix Hellas Marketing Plan Fix Hellas Marketing Plan
Fix Hellas Marketing Plan
 
Marketing plan coca cola zero 2012-13 greek
Marketing plan coca cola zero 2012-13 greekMarketing plan coca cola zero 2012-13 greek
Marketing plan coca cola zero 2012-13 greek
 
Ομήρου Ιλιάδα Γ 121-244 φύλλο εργασίας 5
Ομήρου Ιλιάδα Γ  121-244 φύλλο εργασίας 5Ομήρου Ιλιάδα Γ  121-244 φύλλο εργασίας 5
Ομήρου Ιλιάδα Γ 121-244 φύλλο εργασίας 5
 
2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare
2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare
2015 Upload Campaigns Calendar - SlideShare
 
What to Upload to SlideShare
What to Upload to SlideShareWhat to Upload to SlideShare
What to Upload to SlideShare
 
Getting Started With SlideShare
Getting Started With SlideShareGetting Started With SlideShare
Getting Started With SlideShare
 

Similar to σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic

ιστορική μνήμη
ιστορική μνήμηιστορική μνήμη
ιστορική μνήμηEleniKarafoti
 
φιλοσοφία και κοινωνία
φιλοσοφία  και κοινωνίαφιλοσοφία  και κοινωνία
φιλοσοφία και κοινωνίαAthina Georgiadou
 
Παναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-Πολέμου
Παναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-ΠολέμουΠαναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-Πολέμου
Παναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-ΠολέμουΝῖκος Γεωργόπουλος
 
Methodologikaproblimataistorias1
Methodologikaproblimataistorias1Methodologikaproblimataistorias1
Methodologikaproblimataistorias1nikosmyl
 
ΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗGeorgia Sofi
 
φιλοσοφία εισήγηση
φιλοσοφία εισήγησηφιλοσοφία εισήγηση
φιλοσοφία εισήγησηstratism
 
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑΣτέλλα Ναλμπάντη
 
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία
Εισαγωγή στην Κατανοητική ΦιλοσοφίαΕισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία
Εισαγωγή στην Κατανοητική ΦιλοσοφίαERGASTIRIO SKEPSIS
 
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζος
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης ΚαρπούζοςΕισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζος
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζοςalexis karpouzos
 
κεφάλαιο 372
κεφάλαιο 372κεφάλαιο 372
κεφάλαιο 372Eleni Kots
 
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdfl_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdfMalakasDenEimai1
 
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdfl_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdfMalakasDenEimai1
 
Kεφάλαιο 37συνοψη
Kεφάλαιο 37συνοψηKεφάλαιο 37συνοψη
Kεφάλαιο 37συνοψηEleni Kots
 
αξιολόγηση ιστορικών πηγών
αξιολόγηση ιστορικών πηγώναξιολόγηση ιστορικών πηγών
αξιολόγηση ιστορικών πηγώνThanos Stavropoulos
 
τροποι αναπτυξης παραγραφου
τροποι αναπτυξης παραγραφουτροποι αναπτυξης παραγραφου
τροποι αναπτυξης παραγραφουEleni Kots
 
Γιατί διδασκόμαστε το μάθημα της ιστορίας
Γιατί διδασκόμαστε το μάθημα της  ιστορίαςΓιατί διδασκόμαστε το μάθημα της  ιστορίας
Γιατί διδασκόμαστε το μάθημα της ιστορίαςAntonis Stergiou
 
Ρητορικά κείμενα εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησης
Ρητορικά κείμενα   εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησηςΡητορικά κείμενα   εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησης
Ρητορικά κείμενα εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησηςThanos Stavropoulos
 
ενότητα 7η
ενότητα 7ηενότητα 7η
ενότητα 7ηprotagoras74
 
πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1
πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1
πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1Eugenia Siapera
 
VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας
VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της ΦιλοσοφίαςVIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας
VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της ΦιλοσοφίαςIRINI MALEGIANNAKI
 

Similar to σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic (20)

ιστορική μνήμη
ιστορική μνήμηιστορική μνήμη
ιστορική μνήμη
 
φιλοσοφία και κοινωνία
φιλοσοφία  και κοινωνίαφιλοσοφία  και κοινωνία
φιλοσοφία και κοινωνία
 
Παναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-Πολέμου
Παναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-ΠολέμουΠαναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-Πολέμου
Παναγιώτης-Κονδύλης-Θεωρία-του-Πολέμου
 
Methodologikaproblimataistorias1
Methodologikaproblimataistorias1Methodologikaproblimataistorias1
Methodologikaproblimataistorias1
 
ΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΑΡΧΑΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
 
φιλοσοφία εισήγηση
φιλοσοφία εισήγησηφιλοσοφία εισήγηση
φιλοσοφία εισήγηση
 
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΧΟΛΙΑ
 
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία
Εισαγωγή στην Κατανοητική ΦιλοσοφίαΕισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία
 
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζος
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης ΚαρπούζοςΕισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζος
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζος
 
κεφάλαιο 372
κεφάλαιο 372κεφάλαιο 372
κεφάλαιο 372
 
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdfl_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
 
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdfl_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
l_b_philosophy_bm__168-193__28b.pdf
 
Kεφάλαιο 37συνοψη
Kεφάλαιο 37συνοψηKεφάλαιο 37συνοψη
Kεφάλαιο 37συνοψη
 
αξιολόγηση ιστορικών πηγών
αξιολόγηση ιστορικών πηγώναξιολόγηση ιστορικών πηγών
αξιολόγηση ιστορικών πηγών
 
τροποι αναπτυξης παραγραφου
τροποι αναπτυξης παραγραφουτροποι αναπτυξης παραγραφου
τροποι αναπτυξης παραγραφου
 
Γιατί διδασκόμαστε το μάθημα της ιστορίας
Γιατί διδασκόμαστε το μάθημα της  ιστορίαςΓιατί διδασκόμαστε το μάθημα της  ιστορίας
Γιατί διδασκόμαστε το μάθημα της ιστορίας
 
Ρητορικά κείμενα εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησης
Ρητορικά κείμενα   εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησηςΡητορικά κείμενα   εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησης
Ρητορικά κείμενα εισαγωγή. κριτήρια αξιολόγησης
 
ενότητα 7η
ενότητα 7ηενότητα 7η
ενότητα 7η
 
πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1
πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1
πολυπολιτισμικότητα και δημοσιογραφία αναπαραστάσεις 7.1
 
VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας
VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της ΦιλοσοφίαςVIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας
VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας
 

σημειώσεις παραδόσεων-πολιτική- Utf-8-b_im6_yzrx_pic

  • 1. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Ι ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ Υπεύθυνος μαθήματος: Θωμάς Νουτσόπουλος Ρέθυμνο 2011
  • 2. Οι σημειώσεις που ακολουθούν αφορούν τις παραδόσεις του μαθήματος Πολιτική Θεωρία Ι όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέσα από πολυετή διδασκαλία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ο σκοπός τους είναι κατά βάση, αν και όχι αποκλειστικά, διδακτικός. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή αναδημοσίευσή τους με οποιαδήποτε μορφή, έντυπη, ψηφιακή ή άλλη. Οι σημειώσεις επιδιώκουν να εισάγουν τους φοιτητές του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στις βασικές έννοιες της πολιτικής θεωρίας όπως αυτές αναπτύχθηκαν στον ορίζοντα της αρχαίας ελληνικής πόλης. Βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους οικοδομείται το μάθημα είναι οι Θουκυδίδης, Πλάτωνας και Αριστοτέλης. Κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η ανάγνωση των σημειώσεων πρέπει να γίνεται παράλληλα με την ανάγνωση των συναφών χωρίων από τα πρωτότυπα κείμενα. Επισημαίνεται επίσης ότι στις εν λόγω σημειώσεις δεν παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τη βιογραφία των κλασικών της αρχαιότητας.
  • 3. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ Εισαγωγικές παρατηρήσεις Το έργο του Θουκυδίδη με τίτλο Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου1 έχει ως βασικό θέμα την κρίση της αρχαίας ελληνικής πόλης που εκδηλώθηκε με σαφή τρόπο στο τρίτο μισό του 5ουπ.Χ αιώνα και πήρε τη μορφή μιας μακρόχρονης πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης (και των αντίστοιχων συμμάχων τους). Είθισται να θεωρείται ως το πρώτο συστηματικό έργο του επιστημονικού κλάδου της ιστορίας, αν και έχει προηγηθεί αυτού το έργο του Ηροδότου το οποίο καταπιάνεται με την εξιστόρηση των γεγονότων την περίοδο των Μηδικών πολέμων. Μας ενδιαφέρει στις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις να διερευνήσουμε το εξής ερώτημα: για ποιους λόγους ένα εκ πρώτης όψεως ιστορικό έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, οι προφανείς μελετητές του οποίου είναι αφενός οι ιστορικοί και αφετέρου οι φιλόλογοι, αφορά το πεδίο της πολιτικής επιστήμης; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι μονοσήμαντη όπως επίσης δεν είναι και απλή. Το ίδιο αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να διευρυνθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να θέτει το ζήτημα του επιστημονικού ενδιαφέροντος σε σχέση με το σύνολο των θεωρητικών της αρχαίας πόλης, δηλαδή οφείλουμε να αναρωτηθούμε για τους λόγους για τους οποίους κεντρίζει το ενδιαφέρον μας η επιστημονική ενασχόληση με την πολιτική σκέψη της αρχαίας ελληνικής πόλης. Μια σύντομη απάντηση είναι ότι στη βάση της αρχαίας ελληνικής πόλης αναδείχτηκε με σαφήνεια και σχετική διακριτότητα το φαινόμενο το οποίο συνιστά το βασικό περιεχόμενο της πολιτικής επιστήμης, δηλαδή το φαινόμενο της πολιτικής. Η απάντηση αυτή μοιάζει και, έως ένα βαθμό, είναι ταυτολογική. Πληρέστερη απάντηση μπορούμε να έχουμε μόνο όταν διερευνήσουμε τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν στη σχετική αυτή αυτονόμηση του πολιτικού πεδίου. Για τους σκοπούς του εισαγωγικού αυτού μαθήματος αρκεί να τονιστεί ότι: στην αρχαία ελληνική πόλη της κλασικής περιόδου, το πεδίο της πολιτικής εμφανίζεται ως σχετικά αυτονομημένο κυρίως από το πεδίο της θρησκείας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων δεν αποτελεί βασική συνιστώσα διαμόρφωσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Κεντρικής σημασίας γεγονός εδώ είναι ότι, σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους και τους λαούς της Μέσης Ανατολής της περιόδου, κυρίως δε τους Ισραηλίτες, στην αρχαία Ελλάδα, ειδικότερα δε στην Αθήνα για την οποία έχουμε και τις περισσότερες σωζόμενες πληροφορίες, δεν υφίσταται ένα ιερατείο το οποίο να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Αυτή η υποταγή του ιερατείου στους πολιτικούς εξουσιαστικούς φορείς αποτελεί μια από τις βασικές προκείμενες για τη διακριτότητα του πεδίου της πολιτικής στην αρχαία ελληνική πόλη. 1 Για τα χωρία που παρατίθενται εδώ χρησιμοποιήθηκε η έκδοση Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, μτφ. Α.Σ. Βλάχος, Εστία, Αθήνα, 1999. Τα χωρία παρατίθενται σε μονοτονικό και, συχνά, με αλλαγμένη ορθογραφία.
  • 4. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 2 Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι μιλώντας για την αρχαία ελληνική πόλη αισθανόμαστε ως σύγχρονοι άνθρωποι, τουλάχιστο στο Δυτικό κόσμο και ανεξαρτήτως της ιθαγένειας, μια εγγύτητα και μια οικειότητα που απουσιάζουν όταν ασχολούμαστε, για παράδειγμα, με τις σχέσεις στην ύπαιθρο την περίοδο του Μεσαίωνα. Για ποιο λόγο; Η απάντηση και εδώ δεν μπορεί να είναι πλήρης εφόσον δεν ανατρέξουμε σε δομικά γνωρίσματα των αντικειμένων που εξετάζουμε. Εντούτοις, αφοριστικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην αρχαία ελληνική πόλη συναντάμε για πρώτη φορά αναπτυγμένα τα στοιχεία εκείνα που στην περαιτέρω ιστορική τους εξέλιξη και αναδιαμόρφωση αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τις κύριες συνιστώσες του σύγχρονου κόσμου όπως, για παράδειγμα, σχετικά αναπτυγμένες ανταλλαγές, έναν αρκετά προοδευμένο εκχρηματισμό της οικονομίας, μια σχετική ανάπτυξη της παραγωγής για την αγορά, την ύπαρξη του χρήματος ως νομίσματος κλπ. Η μελέτη της πολιτικής θεωρίας της αρχαίας ελληνικής πόλης λοιπόν δεν περιορίζεται σε ένα απλουστευτικά ιστορικό, εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον, αλλά μας εισάγει με προνομιακό τρόπο στο ζήτημα της ιστορικής μεταβολής των κοινωνικών μορφών, ζήτημα το οποίο συνοψίζεται στην έννοια της ιστορικότητας. Η έννοια της ιστορικότητας αν και προϋποθέτει τη γνώση των ιστορικών γεγονότων, δεν ισοδυναμεί με αυτή αλλά αξιώνει κάτι περισσότερο. Αξιώνει τη γνώση του παρελθόντος μέσα από την ίδια τη γνώση του παρόντος (μια αντίληψη, που όπως θα δούμε στη συνέχεια, μπορεί να ανιχνευτεί ήδη στο Θουκυδίδη). Μια τέτοιου είδους γνώση μας επιτρέπει να κρίνουμε ποια ζητήματα που έθεσε μια παρελθούσα κοινωνική μορφή είναι σημαντικά για εμάς, το βαθμό αυτής της σημαντικότητας, τον τελεσίδικο ή προσωρινό χαρακτήρα της απώλειας παρελθουσών πρακτικών δυνατοτήτων. Μας βοηθά, εν τέλει, αφενός να αποκτήσουμε επίγνωση της ιστορικής διαφοράς της σύγχρονης κοινωνίας από τις παρελθούσες και αφετέρου προδιαγράφει με έλλογο τρόπο τον ορίζοντα των πρακτικών δυνατοτήτων της σημερινής, σύγχρονης κοινωνίας. Το έργο του Θουκυδίδη μας ενδιαφέρει για όλους αυτούς τους λόγους αλλά και για έναν επιπλέον: η ίδια η μακρόχρονη πολεμική αναμέτρηση που αποτελεί το θέμα της Ιστορίας του προϋποθέτει την οργάνωση πολιτικών δομών. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της ιστορικής αφήγησής του κεντρικό ρόλο καταλαμβάνει ένα πλήθος ζητημάτων που είναι αξεδιάλυτα από το πεδίο της πολιτικής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο τρόπος, η μέθοδος, με τον οποίο ο Θουκυδίδης προσεγγίζει το πεδίο της πολιτικής. Ο Θουκυδίδης είθισται να θεωρείται ο θεμελιωτής της ρεαλιστικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου. Αυτή η προσέγγιση έχει για εμάς διπλή διάσταση: 1) στο έργο του Θουκυδίδη δεν βρίσκουμε ένα καθαρό πλαίσιο εννοιών, για παράδειγμα, δικαιοσύνη, συμφέρον, αρετές κλπ., που προτάσσεται της ιστορικής αφήγησης όπως συμβαίνει αργότερα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Υπό αυτή τη σημασία, η ιστορική αφήγηση χρησιμεύει σαν όχημα για τη συναγωγή εννοιών περί πολιτικής, 2) ρεαλισμός σημαίνει όμως και κάτι βαθύτερο. Σημαίνει ότι αφετηρία της προσέγγισης δεν είναι με ρητό τρόπο κάποιες αξίες, δηλαδή κάποια κανονιστικά περιεχόμενα στη βάση των οποίων ο
  • 5. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 3 συγγραφέας επιχειρεί να κρίνει και να αξιολογήσει την υφιστάμενη πραγματικότητά του (κάτι που συναντάμε τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Αριστοτέλη, παρά τις επιμέρους διαφορές τους). Αντιθέτως, αφετηρία της ανάλυσης είναι οι πραγματολογικές σχέσεις δύναμης που διέπουν το αντικείμενο. Αυτό συνιστά τη βαθύτερη ρίζα της ρεαλιστικής προσέγγισης. Οφείλουμε όμως εδώ, προκειμένου να αποφευχθεί η όποια παρανόηση, να τονίσουμε ότι η ρεαλιστική προσέγγιση δεν αποκλείει απόλυτα και εξ αρχής τη δυνατότητα συναγωγής κάποιων αξιών, κάποιων κανονιστικών περιεχομένων μέσα ακριβώς από την ανάλυση αυτών των σχέσεων δύναμης. Από την άποψη της μορφής η Ιστορία του Θουκυδίδη συντίθεται από τρία διακριτά μέρη: 1) το βιβλίο ξεκινά με μια εκτενή εισαγωγή που είθισται να ονομάζεται Αρχαιολογία, 2) από τις καθαρά ιστορικές παραθέσεις που είναι γραμμένες σε πλάγιο λόγο και 3) από τις επονομαζόμενες δημηγορίες που παρεμβάλλονται μέσα στην ιστορική παράθεση και είναι γραμμένες σε ευθύ λόγο. Όσα ακολουθούν αναφέρονται στο σημείο 1 και 3. Αρχαιολογία. Βασικά στοιχεία της αντίληψης περί πολιτικής Στην επονομαζόμενη Αρχαιολογία που αποτελεί την εισαγωγή όλου του έργου ο Θουκυδίδης έχει σαν βασικό στόχο να καταδείξει την κοσμο-ιστορική σημασία του αντικειμένου με το οποίο καταπιάνεται, του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο όρος Αρχαιολογία έχει εδώ τη σημασία ότι κρίνεται αναγκαία η αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος. Η αναδρομή αυτή έχει διπλό χαρακτήρα: αφενός βασίζεται σε καθαυτό ιστορική έρευνα από τη μεριά του Θουκυδίδη, αφετέρου λαμβάνει το χαρακτήρα της υποθετικής ιστορικής αφήγησης, δηλαδή μιας αφήγησης η οποία αναφέρεται σε εποχές για τις οποίες δεν υφίστανται μαρτυρίες και στοιχεία και για τις οποίες είναι αναγκαίο να τεθούν έλλογες υποθέσεις προκειμένου να ανακατασκευαστεί η σημασία τους. Στην ιστορική αυτή αναδρομή, η οποία εκκινεί από το απώτατο παρελθόν και διερχόμενη μέσα από το ιστορικό παρελθόν καταλήγει στο παρόν, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα στάδια: α) αυτό που μπορούμε, για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω, να ονομάσουμε προ-πολιτικό στάδιο, β) περίοδος τρωικού πολέμου, γ) Μηδικά (περσικοί πόλεμοι) και, τέλος, δ) Πελοποννησιακός Πόλεμος όπου προσεγγίζουμε το σύγχρονο ιστορικό ορίζοντα, το ιστορικό παρόν του Θουκυδίδη. Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: στη βάση ποιων κριτηρίων προχωρά ο Θουκυδίδης στην εν λόγω περιοδολόγηση; Το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη εστιάζεται πρώτον στην ύπαρξη πλεονάσματος. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η παραγωγή του πολιτικού φαινομένου προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινωνικής οργάνωσης η οποία δεν παράγει απλώς και μόνο για να αυτοσυντηρηθεί, αλλά παράγει πλούτο. Χωρίς την παραγωγή πλούτου δεν είναι δυνατή η ιστορική
  • 6. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 4 ανάδυση του πεδίου της πολιτικής. Αναφερόμενος στο πρώτο ιστορικό στάδιο ο Θουκυδίδης, μεταξύ άλλων, γράφει ότι «τότε δεν υπήρχε ούτε εμπόριο, ούτε ασφάλεια στις χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες και οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τόση μόνο γη, όση τους ήταν αναγκαία για να ζουν. Δεν δημιουργούσαν απόθεμα από χρήματα ούτε φύτευαν δένδρα γιατί, μη έχοντας τείχη για προστασία, δεν ήξεραν ποτέ αν και πότε θα εμφανιζόταν κάποιος να τους τα αρπάξει» (Α2). Η υπέρβαση της αναγκαίας αναπαραγωγής αποτελεί ως εκ τούτου τον πρώτο όρο για την ύπαρξη της πολιτικής. Το δεύτερο σημείο στο οποίο εστιάζεται το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη είναι η μορφή αυτού του κοινωνικού πλεονάσματος. Ο Θουκυδίδης εξοπλίζεται με κριτήρια σχετικά με τη μορφή του κοινωνικού πλεονάσματος από τη σύγχρονή του πόλη των Αθηνών. Αντλεί συνεπώς αυτά τα κριτήρια από το ίδιο το ιστορικό παρόν του. Τα τρία βασικά κριτήρια είναι: α) η ναυτική δύναμη όπως μορφοποιείται στα πολεμικά πλοία (στόλος), β) τα τείχη της πόλης που, οριοθετώντας εδαφικά την ύπαρξη του πολιτικού φαινομένου σε έναν έσωθεν και έναν έξωθεν χώρο, οριοθετούν και την ίδια την έννοια της πολιτικής –εσωτερική και εξωτερική πολιτική και γ) ο πλούτος υπό τη μορφή των χρηματικών πόρων. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για τους λόγους για τους οποίους ο Θουκυδίδης επιλέγει την πόλη της Αθήνας ως πρότυπο. Προφανώς δεν μπορεί να πρόκειται εδώ για απλή μεροληψία του Αθηναίου Θουκυδίδη, διότι κάτι τέτοιο θα ακύρωνε εξ αρχής την αξίωση επιστημονικότητας της Ιστορίας του. Επιστήμη σημαίνει πάντα αντικειμενικότητα, δηλαδή άρση της μεροληψίας, άρση των προκαταλήψεων. Μια ερμηνεία που μπορεί να προταθεί εδώ είναι η ακόλουθη: η Αθήνα συνιστά πρότυπο για τον Θουκυδίδη διότι συνιστά την πιο αναπτυγμένη δομή πολιτικής στον ιστορικό του ορίζοντα. Η σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης αποτελεί εμφύλιο πόλεμο για δύο τουλάχιστο λόγους: Πρώτον, μετά τον κοινό αγώνα τους εναντίον των Περσών είχε δημιουργηθεί ένας ελάχιστος κοινός παρανομαστής κοινής συνείδησης ώστε να μπορούμε να κάνουμε λόγο για εμφύλια σύρραξη. Δεύτερον, η σύγκρουση μεταξύ τους ήταν συγχρόνως και σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών αρχών συγκρότησης της ίδιας της πόλης ως δομής. Η Σπάρτη αποτελούσε γνήσιο εκπρόσωπο του αρχαϊκού προτύπου συγκρότησης της πόλης, γεγονός που συνάγεται και από την ίδια της τη χωροθεσία και τοπογραφία από την οποία απουσίαζε η ύπαρξη μιας ακρόπολης, ενώ η Αθήνα αποτελούσε εκπρόσωπο του νεωτερικού προτύπου συγκρότησης. Όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης η πολιτεία των Σπαρτιατών «δεν αποτελείται από έναν, αλλά από πολλούς μικρούς συνοικισμούς –κατά την παλαιότερη συνήθεια» (Α10). Η ουσιώδης αυτή διαφορά αντικαθρεφτίζεται και στο χαρακτήρα των ανθρώπινων συμπεριφορών. Το γεγονός αυτό δεν είχε περάσει απαρατήρητο. Οι Κορίνθιοι, στη συνέλευση που συγκαλείται στη Σπάρτη πριν από τον πόλεμο, προκειμένου να εξεταστούν οι κατηγορίες ότι οι Αθηναίοι παραβιάζουν τις σπονδές ειρήνης, σημειώνουν σχετικά: «Εκείνοι [εννοούνται οι Αθηναίοι] είναι καινοτόμοι και επινοητικοί και ταχείς στο να εκτελούν τα σχέδιά τους, ενώ εσείς [εννοούνται οι Σπαρτιάτες] περιορίζεστε στο να διατηρείτε τα όσα έχετε χωρίς ποτέ να επινοείτε
  • 7. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 5 τίποτε και όταν ενεργείτε δεν καλύπτετε ούτε το απαραίτητο. Εκείνοι αποτολμούν … ριψοκινδυνεύουν […]. Ενώ εσείς επιχειρείτε πάντα πράγματα κατώτερα απ’ τις δυνάμεις σας, είστε διστακτικοί … Εκείνοι είναι δραστήριοι, ενώ εσείς αναβλητικοί, εκείνοι συνεχώς ξενιτεύονται εύκολα, ενώ εσείς δεν ξεκολλάτε από τον τόπο σας. Εκείνοι πιστεύουν ότι, αποδημώντας πλουτίζουν, ενώ εσείς νομίζετε ότι, αν μετακινηθείτε, θα ζημιώσετε κι αυτά που έχετε» (Α70). Και λίγο παρακάτω: «… τα συστήματά σας [εννοείται των Σπαρτιατών], συγκρινόμενα με τα δικά τους [των Αθηναίων], είναι απηρχαιωμένα, και μοιραίο είναι, όπως και στην τεχνική, να επικρατούν στην πολιτική τα πιο συγχρονισμένα συστήματα» (Α71). Οι διαφορές μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας εξετάζονται από τον Θουκυδίδη με αφορμή τη συγκρότηση των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων μετά τον κοινό αγώνα τους εναντίον των Περσών (Α18-19). Η πελοποννησιακή συμμαχία δεν επέβαλλε φόρους, ενώ η Αθήνα απαιτούσε από τους συμμάχους της είτε την καταβολή φόρου είτε την παράδοση πολεμικών πλοίων. Πρώτιστη έγνοια της Σπάρτης ήταν να είναι ολιγαρχικό το πολίτευμα των συμμάχων της. Αντιθέτως, η Αθήνα, αν και δημοκρατική πολιτεία, δεν ενδιαφερόταν τόσο για το πολίτευμα, όσο για την έγκαιρη καταβολή φόρων ή παράδοση των πλοίων. Η δύναμη της Σπάρτης, της ισχυρότερης ελληνικής χερσαίας δύναμης της εποχής, απορρέει από τη σταθερότητα του πολιτεύματός της. Μόνιμο πρόβλημά της ήταν ο διαρκής κίνδυνος εξέγερσης των ειλώτων (οι οποίοι ήταν δούλοι της πόλης και όχι των μεμονωμένων Σπαρτιατών). Η σχέση αυτή, όπου ελληνικό φύλο (οι Μεσσήνιοι) ήταν υποδουλωμένο σε άλλο ελληνικό φύλο (στους Λακεδαιμονίους) ήταν σχεδόν μοναδική για την ελληνική επικράτεια και προσέδιδε έναν σκληρά ταξικό χαρακτήρα στο σπαρτιατικό πολίτευμα (ενδεικτικό είναι ότι κάθε νέος έφορος που οριζόταν στη Σπάρτη, η πρώτη πράξη στην οποία προχωρούσε ήταν η κήρυξη πολέμου εναντίον των ειλώτων). Βασικός στόχος λοιπόν της Σπάρτης ήταν η αποτροπή της εισβολής ξένων δυνάμεων στα εδάφη της που κατ’ ανάγκη θα οδηγούσε σε ταυτόχρονη εξέγερση των ειλώτων. Από εδώ εξηγείται και η ανάγκη μιας ισχυρής χερσαίας δύναμης. Αντιθέτως η δύναμη της Αθήνας απέρρεε από το ναυτικό. Η συγκρότησή της ως ναυτικής δύναμης, που ξεκινά εν πολλοίς με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και καθίσταται συστηματική πολιτική από τον Θεμιστοκλή, είχε αντίκτυπο και στη μορφή του πολιτεύματός της: μεγάλο μέρος του λαού της Αθήνας ήταν ανάγκη να εξοπλίσει τα πολεμικά πλοία και συνεπώς να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα. Η εισαγωγή μεγάλου μέρους του αθηναϊκού δήμου στα ναυτικά πληρώματα κατέστησε αναγκαία τη μετάβαση στη δημοκρατία. Βασικό πρόβλημα της Αθήνας ήταν η αυτάρκεια σε μέσα συντήρησης, με κυριότερο για την εποχή το σιτάρι (σιτάρκεια). Από εδώ μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό και η εξωτερική πολιτική της. Η Αθήνα, προϊόντος του χρόνου, μείωσε την καλλιέργεια σταριού λόγω του ανταγωνισμού από τις καλλιέργειες σταριού στην Αίγυπτο και στην περιοχή του Πόντου (έτσι γίνεται κατανοητή, φερ’ ειπείν, η εκστρατεία στην Αίγυπτο το 459π.Χ αλλά και η καταστροφή το 405π.Χ στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, περιοχή στη Θράκη, που σήμανε και το τέλος του Πελοποννησιακού
  • 8. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 6 Πολέμου). Η Αθήνα είχε προνοήσει για μια σειρά πολιτικών που είχαν σαν στόχο να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη εισαγωγή σταριού όπως α) την απαγόρευση των εξαγωγών, β) την παροχή ναυτοδανείων μόνο σε καράβια που μετέφεραν σιτάρι προς τα αθηναϊκά λιμάνια, γ) για τον έλεγχο των διακυμάνσεων στην τιμή του σταριού είχε τεθεί όριο στις 50 φόρμες. Τέλος, σε συνθήκες κρίσεις η αθηναϊκή πόλη προέβαινε σε σιτοδοσίες είτε προχωρώντας σε απευθείας δωρεές σε είδος είτε πουλώντας σιτάρι κάτω από την πραγματική τιμή. Επιλέγοντας τα κριτήριά του από την ηττημένη εν τέλει Αθήνα ο Θουκυδίδης φαίνεται να αναστοχάζεται τη μοίρα και το μέλλον της ίδιας της αρχαιοελληνικής πόλης ως πολιτικής δομής και να συνδέει και τα δύο με το νεωτερικό πρότυπο συγκρότησης που αντιπροσώπευε η Αθήνα. Η Αθήνα, λόγω ακριβώς της θέσης της Σπάρτης, δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο. Νίκη σήμαινε τότε κάτι πολύ συγκεκριμένο: εισβολή στο ξένο έδαφος και καταστροφή της σοδειάς (αυτό που κάνουν συστηματικά οι Λακεδαιμόνιοι από τον πρώτο χρόνο του πολέμου). Ως εκ τούτου, νίκη για την Αθήνα θα ήταν να μην χάσει (το πλαίσιο αυτό οριοθετείται με σαφήνεια από τον Περικλή στη δημηγορία που προηγείται της έναρξης του πολέμου και διαγράφει τη γενική στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν οι Αθηναίοι, Α140-144). Εν πάση περιπτώσει, αν δούμε αναδρομικά το αποτέλεσμα της όλης διαμάχης καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ηττημένη από αυτή βγαίνει εν τέλει η ίδια η πολιτική οργάνωση της ελληνικής πόλης. Ένας άλλος βασικός όρος για την ανάδειξη του πολιτικού πεδίου είναι η άρση της γενικευμένης οπλοφορίας (σιδηροφορίας). Οι συλλογισμοί του Θουκυδίδη μας επιτρέπουν να συνδέσουμε εδώ την έννοια της πολιτικής με την έννοια της δύναμης. Ο εκάστοτε φορέας όπλων είναι αφενός με άμεσο τρόπο φορέας δύναμης αφετέρου δε αποτελεί δυνητικά φορέα πολιτικής εξουσίας. Για να μετατραπεί όμως ο φορέας δύναμης σε φορέα πολιτικής εξουσίας προϋποτίθεται μια συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης των υφιστάμενων δυνάμεων. Ο Θουκυδίδης, σχετικά με το καθεστώς που επικρατούσε τις παλαιές εποχές στην Ελλάδα, γράφει: «Όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε, γιατί οι μικροί οικισμοί ήσαν ατείχιστοι και οι μεταξύ τους συγκοινωνίες δεν είχαν ασφάλεια. Έτσι είχαν συνηθίσει να ζουν οπλισμένοι, όπως ζουν οι βάρβαροι […]. Οι Αθηναίοι ήσαν οι πρώτοι που έπαψαν να οπλοφορούν και άρχισαν να ζουν πιο άνετα και ευχάριστα» (Α6). Ο φαινομενικά παράδοξος συλλογισμός του Θουκυδίδη που συνάγει τον ανετότερο βίο από την εγκατάλειψη των όπλων εξηγείται μόνο εφόσον αναστοχαστούμε ότι η εγκατάλειψη των όπλων (εδώ: εκ μέρους των Αθηναίων) δεν αναφέρεται στο ότι οι φορείς των όπλων τα παρέδωσαν ώστε να παραδοθούν στις απολαύσεις, αλλά, αντιθέτως, ότι οργάνωσαν τους όρους υπό τους οποίους γινόταν ανεκτή η ίδια η οπλοφορία. Η πολιτική αναδεικνύεται με αυτό τον τρόπο ως μορφή οργάνωσης των δυνάμεων και αποτελεί αφενός ένα εγχείρημα αποφυγής της διαρκούς βίας στο εσωτερικό των κοινωνιών και αφετέρου προστασίας της από εξωτερικές επιβουλές.
  • 9. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 7 Είμαστε τώρα σε θέση να προσεγγίσουμε έναν ενδεχόμενο ορισμό του πολιτικού φαινομένου συνδυάζοντας το στοιχείο του πλούτου με αυτό της οργάνωσης της δύναμης. Ο πλούτος, το κοινωνικό πλεόνασμα, συνιστά αφενός αντικείμενο της πολιτικής αφετέρου αναγκαίο όρο της, καθώς η ύπαρξή του προκαλεί είτε εξωτερικές επιδρομές είτε εσωτερικές επαναστάσεις. Η οργάνωση των δυνάμεων συνιστά το υποκείμενο της πολιτικής. Ο μεμονωμένος φορέας δύναμης δεν αποτελεί αυτομάτως πολιτικό φορέα, αλλά, αντιθέτως, η ύπαρξη πολυπληθών μεμονωμένων φορέων δύναμης δηλώνει σχεδόν πάντα πολιτική αδυναμία (και με πολιτισμικούς όρους υποδηλώνει τη βαρβαρική κατάσταση των κοινωνιών). Η συγκρότηση του υποκειμένου της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει πάντα την υπέρβαση της σκοπιάς του ατόμου και των μεμονωμένων αξιώσεων δύναμης, προϋποθέτει, με άλλα λόγια, τη συνένωση δυνάμεων βάσει ενός σκοπού υπέρτερου του ατομικού, δηλαδή ενός κοινού σκοπού. Κατά συνέπεια, ως υποκείμενο της πολιτικής προβάλλει όχι το μεμονωμένο άτομο, αλλά το συλλογικό άτομο, η πόλη, σκοπός της οποίας είναι η διαχείριση του αντικειμένου της πολιτικής, δηλαδή του κοινωνικά παραγμένου πλεονάσματος. Άπαξ και συγκροτηθεί το πολιτικό υποκείμενο, η πόλη, μετατρέπεται και ο πλούτος ως αναγκαίος όρος της πολιτικής σε αιτιώδες αποτέλεσμα και σκοπό της: η οργάνωση των δυνάμεων ως πολιτική εξουσία αποτελεί με τη σειρά της όρο για την περαιτέρω συσσώρευση του πλούτου. Ο Θουκυδίδης παρακολουθεί αυτή την αλληλόδραση μεταξύ οργάνωσης δυνάμεων και συσσώρευσης πλούτου κατά μήκος όλης της Αρχαιολογίας του. Ορισμένα παραδείγματα: 1) στο πρώτο, προ-πολιτικό στάδιο, δεσπόζει η φυσιογνωμία του Μίνωα, καθώς ήταν ο πρώτος που οργάνωσε ναυτικό. «Φυσικό ήταν να καταδιώξει την πειρατεία όσο μπορούσε, ώστε να του περιέρχονται ασφαλέστερα τα εισοδήματα των νησιών» (Α4). Ακόμα όμως και τα κίνητρα της ίδιας της πειρατείας δεν ήταν στενά ατομικά. Πρόκειται για ισχυρούς ανθρώπους «που είχαν κίνητρο και το προσωπικό τους κέρδος, αλλά και την ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τους πιο φτωχούς» (Α5). 2) Η αλληλεπίδραση μεταξύ πλούτου και ναυτικής δύναμης αποτελεί μοχλό εξήγησης και των Τρωικών (εδώ: Αγαμέμνονας). Στο σημείο αυτό, μαθαίνουμε επίσης και κάτι εξίσου σημαντικό: η ίδια η διάρκεια της εκστρατείας στην Τροία (δέκα έτη) αλλά και η μορφή της, δηλαδή το ότι οι Έλληνες (Αχαιοί) επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καλλιέργεια της γης, εξηγούνται όχι τόσο από την έλλειψη ανθρώπων όσο από την έλλειψη χρημάτων (Α11). Η χρηματοδότηση του πολέμου αποτελεί σταθερή μέριμνα όχι μόνο του Θουκυδίδη, αλλά και των ιστορικών υποκειμένων του. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος λέει: «Ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα τα οποία πρέπει να ξοδεύει κανείς για να είναι πιο αποτελεσματική η πολεμική προσπάθεια» (Α83). Ομοίως ο Περικλής, στη δημηγορία που συζητιέται η κήρυξη του πολέμου, χαράσσει ολόκληρη τη στρατηγική της Αθήνας με γνώμονα τις δυνατότητες και τις πηγές χρηματοδότησης των δύο στρατοπέδων (Α141) και καταλήγει: «Αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο που θα συναντήσουν [οι Σπαρτιάτες] θα είναι η έλλειψη χρήματος» (Α142). Προκύπτει έτσι το συμπέρασμα ότι ο πλούτος και η μορφή του δεν αποτελούν μόνο
  • 10. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 8 όρο της πολιτικής, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες μετασχηματίζονται και σε όριό της. 3) Η ίδια σχέση εξετάζεται και την περίοδο προ και κατά τη διάρκεια των Μηδικών πολέμων με το Θουκυδίδη να σημειώνει: «Όσο αύξανε η δύναμη της Ελλάδας, αύξανε ταυτόχρονα ο πλούτος της» (Α13). Η αντίληψη περί πολιτικής που μπορούμε να συνάγουμε από τις αναλύσεις του Θουκυδίδη στην Αρχαιολογία εμπλουτίζεται εφόσον στραφούμε στην εξέταση των δημηγοριών. Εδώ αναδεικνύεται αρχικά ότι η απόφαση για την άρση της ειρήνευσης είναι βαθύτατα πολιτική. Οι εναγώνιες δημηγορίες που προηγούνται της κήρυξης του πολέμου αποτυπώνουν το εν λόγω συμπέρασμα με ανάγλυφο τρόπο, ενώ αυτές οι δημηγορίες συνιστούν μια αντιπαράθεση σε επίπεδο λεκτικού επιχειρήματος που προηγείται της πραγματικής πολεμικής αντιπαράθεσης. Η πολιτική αναδεικνύεται με αυτό τον τρόπο ως διαδικασία μεσολάβησης, επικοινωνίας, διαλόγου, διαβούλευσης, στοιχεία των οποίων η απόφαση για την αναστολή τους είναι η ύψιστη πολιτική απόφαση. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης δηλώνει κατηγορηματικά ότι οι δημηγορίες δεν αποτελούν απλή καταγραφή λόγων, αλλά ανακατασκευή στη βάση των εκάστοτε περιστάσεων και της γενικής έννοιας των όσων ειπώθηκαν πραγματικά (Α22). Ο διάλογος επιτρέπει τη θέαση του ίδιου αντικειμένου από διαφορετικές οπτικές γωνίες, οφείλει να πείθει (εδώ η σημασία της χρήσης του ευθύ λόγου), να είναι σε θέση να υποστηρίξει και να δικαιολογήσει τις προθέσεις των εμπλεκομένων, ακόμα και να τις συγκαλύψει εξαπατώντας τον αντίπαλο, τέλος, να ενισχύσει το θάρρος και να αποτινάξει το φόβο από τον ακροατή δήμο. Οι δημηγορίες μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε μια μονομαχία σε επίπεδο νοητικό, πίσω από την οποία λανθάνει ένα κοινό υπόβαθρο: το εγχείρημα των ανθρώπων να υποτάξουν με νοητικά μέσα την ίδια την πραγματικότητα και να προδιαγράψουν την ενδεχόμενη πορεία της προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της εκάστοτε δημηγορίας, η ίδια η μορφή της αποτυπώνει ουσιώδη στοιχεία της πολιτικής ως διαδικασίας διαβούλευσης. Ο πόλεμος μεταξύ των ελληνικών πόλεων, η ύψιστη πολιτική απόφαση όπως είδαμε, δεν συνιστά όμως ένα απώτατο όριο βίας και παραλογισμού. Τέτοιο όριο αντιθέτως είναι ο εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό μιας πόλης. Με αφορμή την εμφύλια σύρραξη στην Κέρκυρα (Γ69-84), ο Θουκυδίδης περιγράφει τις ακρότητες του εμφυλίου: φανατισμός με άρση κάθε μετριοπάθειας που τον συνοδεύει, στρέβλωση εννοιών, λέξεων και συμπεριφορών, κομματισμός που υπερβαίνει ακόμα και τους οικογενειακούς δεσμούς, υπέρβαση κάθε ηθικού φραγμού. Ο εμφύλιος αναδεικνύεται ως το πραγματικό βασίλειο της βίας και του θανάτου. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης «ο θάνατος πήρε χίλιες μορφές» (Γ81). Βαθύτερή αντίληψη που διέπει αυτές τις αναλύσεις είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος καταστρατηγεί το ίδιο το πλαίσιο άσκησης της πολιτικής: η πολιτική ως μεσολάβηση και εγχείρημα πειθούς του αντιπάλου αίρεται μέσω του φανατισμού, οι όροι επικοινωνίας καταστρέφονται μέσα από την αλλοίωση του περιεχομένου
  • 11. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 9 αυτών των όρων, η πολιτική ως διαδικασία συγκρότησης ενός κοινού συμφέροντος αντιτιθέμενων φορέων καταρρέει στον άκριτο δογματισμό του εκάστοτε κόμματος, η πολιτική ως επιδίωξη προάσπισης αξιών εκμηδενίζεται και η κοινωνία επιστρέφει σε μια κατάσταση οιονεί βαρβαρότητας. Αντιθέτως, ο πόλεμος, αν και συνιστά προσωρινή άρση της ειρήνης, δεν σηματοδοτεί επ’ ουδενί μια τελεσίδικη διαδικασία καταστροφής του πολιτικού πλαισίου: ο ίδιος διέπεται από κανόνες που επιτρέπουν την επανεδραίωση της ειρήνης (συλλογή των νεκρών μετά τη μάχη, στήσιμο τροπαίων κλπ). Ως κορύφωση της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας δεν θα μπορούσε παρά να συγκροτείται μέσα από την τήρηση θεσπισμένων ή εθιμικών κανόνων. Ο εμφύλιος, με την άρση κάθε κανόνα, δηλαδή κάθε πολιτικού ίχνους, μας διδάσκει, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ότι από την απουσία κανόνων δεν εξασφαλίζεται ούτε ο εκάστοτε νικητής από την ενδεχόμενη βία. Το ελάχιστο που οφείλει να διασφαλίζει κάθε πολιτική διαδικασία είναι ακριβώς να αποτρέψει την παλινδρόμηση σε μια κατάσταση όπου απουσιάζει η πολιτική και κυριαρχεί η βία. Ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου, οι εμπόλεμοι θα πρέπει να έχουν κατά νου να μην υπερβούν αυτό το όριο. Όπως έχει επισημανθεί, η σημασία του Θουκυδίδη εμφαίνεται από το ότι μέσω της Αρχαιολογίας του καθιστά κεντρικό ζήτημα της ιστορίας τις ίδιες τις μακροδομές: το γενικό πολιτισμικό επίπεδο, το εμπόριο, τον τρόπο ζωής, τη μορφή του στρατεύματος (με έμφαση στο ναυτικό), τον κοινωνικό πλούτο ως όρο και αποτέλεσμα της ισχύος. Η στροφή αυτή στην εξέταση των μακροδομών αποτελεί το εξωτερικό γνώρισμα της ίδιας της επιστημονικής εργασίας. Μέσω αυτής της στροφής ο Θουκυδίδης έρχεται σε ρήξη με δύο μεγάλες παραδόσεις της αρχαιοελληνικής σκέψης: 1) της πρώιμης επικής, μυθολογικής παράδοσης όπως τη συναντάμε στον Όμηρο. Σε αυτόν αναφέρεται ο Θουκυδίδης στην αποτίμησή του για τα Τρωικά (Α3 και 11). Η Ιλιάδα του Ομήρου, στην πράξη το αναγνωστικό των Ελλήνων, συνιστά ένα πολεμικό έργο, το οποίο όμως δεν περιέχει αφηγήσεις μαχών, αλλά αποκλειστικά και μόνο μονομαχιών. Δύο βασικά γνωρίσματα που εξοβελίζει ο Θουκυδίδης από τη δική του αφήγηση σε σχέση με το ομηρικό έπος είναι: α) ότι υποβιβάζει τη σημασία της μεμονωμένης μονομαχίας (αριστείας), καθώς ο φακός του εστιάζει σε κίνηση πληθών είτε σε χερσαίες μάχες είτε σε ναυμαχίες και β) αρνείται να ακολουθήσει τον Όμηρο στη διαρκή παρέμβαση των Θεών στα ανθρώπινα πεπραγμένα. Ενδεικτικό παράδειγμα της στροφής αυτής από τη μυθώδη στην επιστημονική εξήγηση αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης ερμηνεύει έναν χρησμό του Πυθικού Μαντείου σχετικά με ένα κτίριο κάτωθεν της Ακρόπολης, το Πελασγικό. Ο χρησμός έλεγε: «καλύτερα ακατοίκητο το πελασγικόν» (Β17). Με την έναρξη του πολέμου, πολλοί Αθηναίοι συγκεντρώθηκαν μέσα στα τείχη της πόλης, η οποία γέμισε με καταυλισμούς. Κατ’ ανάγκη χρησιμοποιήθηκε και το Πελασγικό. Η ερμηνεία του Θουκυδίδη έχει ως εξής: «Ο χρησμός … βγήκε σωστός, αλλά κατά την αντίθετη έννοια απ’ ό,τι περίμεναν. Η χρησιμοποίηση του Πελασγικού παρά τον χρησμό δεν ήταν η αιτία των συμφορών, αλλά η συμφορά ήταν η ανάγκη να χρησιμοποιηθεί, ανάγκη που
  • 12. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 10 την δημιούργησε ο πόλεμος τον οποίο εννοούσε ο χρησμός χωρίς να τον ονομάζει, προβλέποντας ότι το Πελασγικόν δεν θα χρησιμοποιούταν ποτέ σ’ ευτυχισμένες μέρες» (Β17). Η αιτία δεν αναζητείται από τη σκοπιά του νεφελώδους, του μυθώδους, αλλά το μυθώδες επιχειρείται να αναχθεί με έλλογους όρους σε πραγματικές διαδικασίες εξήγησης. 2) Ο δεύτερος αντίπαλος είναι οι χρονικογράφοι: ο Θουκυδίδης έχει εδώ υπόψη του τον Ηρόδοτο. Στον Ηρόδοτο βρισκόμαστε ήδη εντός της επικράτειας της πόλης, αλλά το πρότυπο της ιστορικής αφήγησης επιβαρύνεται ακόμα από το έπος. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας εστιάζει στο μεμονωμένο και όχι στο γενικό. Ο Θουκυδίδης, αντιθέτως, δεν ενδιαφέρεται ποτέ για τις βιογραφίες των μεμονωμένων προσώπων του, για τις προσωπικές ιδιότητές τους, τα κατορθώματά τους κλπ., παρά μόνο στο βαθμό που όλα αυτά τα στοιχεία εντάσσονται σε μακρο-ιστορικές δομές εξήγησης. Ο Μίνωας, ο Αγαμέμνονας και τα άλλα πρόσωπα που συναντάμε στην Αρχαιολογία ενδιαφέρουν την αφήγηση εφόσον και υπό την προϋπόθεση ότι συνιστούν μεμονωμένα υποδείγματα μακρο-δομικών συναφειών. Όλα αυτά τα στοιχεία μας επιτρέπουν να κωδικοποιήσουμε τα ουσιώδη γνωρίσματα της ίδιας της επιστημονικής σκέψης. Με τον Θουκυδίδη μεταβάλλεται πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο στόχος της αφήγησης: μεταβαίνουμε από την τέρψη στην αναζήτηση της αλήθειας. Οι ποιητές και οι χρονογράφοι «έγραψαν περισσότερο για να τέρψουν τους ακροατές τους παρά για να πουν την αλήθεια» (Α21). Η αλλαγή αυτή συμβαδίζει με την αλλαγή του ίδιου του αντικειμένου του ιστορικού πεδίου: η επιστήμη δεν μπορεί να βασίζεται σε δοξασίες ούτε σε μυθολογικές παραστάσεις, διότι αναζητάει τις αιτίες των πραγμάτων. Το μυθώδες πρέπει να εξοβελιστεί, οι δοξασίες πρέπει να ελεγχθούν κριτικά. Επιστήμη = διερεύνηση αιτιών. Η γνώση των αιτιών ενός φαινομένου φανερώνει αφενός το νοητικό έλεγχο αυτού του φαινομένου, ενώ αφετέρου παρέχει, έως ένα βαθμό, τη δυνατότητα πρόγνωσης, καθώς γνωρίζοντας τις αιτίες παραγωγής ενός φαινομένου, γνωρίζω τους όρους που το καθιστούν από δυνατό πραγματικό. Παρατηρούμε ότι η συγκρότηση της ίδιας της επιστήμης διαπλέκεται εγγενώς με το στοιχείο της πολιτικής. Δεν μπορώ να πράξω ορθά εφόσον δεν γνωρίζω εις βάθος το αντικείμενο επί του οποίου επιθυμώ να παρέμβω για να το μεταβάλλω σύμφωνα με τους σκοπούς μου. Η σχέση αυτή μεταξύ επιστημονικής γνώσης και πολιτικής πράξης παραπέμπει στο βασικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Στον Θουκυδίδη αυτό το ζήτημα τίθεται με έμμεσο τρόπο μέσα από την αντιπαραβολή της εικονικής. νοητικής μονομαχίας όπως αποτυπώνεται στις δημηγορίες και της πραγματικής πολεμικής αναμέτρησης. Στις πρώτες, όπως είδαμε και νωρίτερα, επιχειρείται να ελεγχθεί το πραγματικό νοητικά και να υπαχθεί στην ανθρώπινη προθετικότητα. Το στοιχείο αυτό ανοίγει και τη δυνατότητα συγκρότησης της πολιτικής ως επιστήμης: καθιστά δυνατή την ίδια την πολιτική επιστήμη. Το πεδίο της πράξης όμως περιέχει συνθήκες και περιστάσεις που το καθιστούν έως ένα βαθμό απροσδιόριστο και μη δυνάμενο ολοκληρωτικής υπαγωγής στην ανθρώπινη νόηση. Υπό αυτή την έννοια, το πεδίο της πράξης εμφανίζεται ως ευρύτερο από αυτό της θεωρίας: αυτή η
  • 13. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 11 ευρύτητα δεν είναι τίποτε άλλο από τον παράγοντα του τυχαίου. Η πολιτική εκδηλώνεται συνεπώς και ως προσπάθεια ελέγχου και εμποδισμού των τυχαίων παραγόντων που επιβαρύνουν το πεδίο της πράξης. Αυτή η απροσδιοριστία του πρακτικού πεδίου κορυφώνεται ιδιαίτερα όταν αυτό τελεί σε συνθήκες κρίσης, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τέλος, η στροφή του Θουκυδίδη στην επιστημονική διερεύνηση των αιτιών του επιτρέπει να αναστοχαστεί δύο άλλα ουσιώδη στοιχεία της πολιτικής διαδικασίας: τη νομιμότητα και την νομιμοποίηση. Τα δύο αυτά στοιχεία εισέρχονται έμμεσα στην ανάλυση του Θουκυδίδη μέσα από τη διάκριση μεταξύ πραγματικών και αληθοφανών αιτιών (Α23). Ο Θουκυδίδης θεωρεί ως πραγματική αλλά ανομολόγητη αιτία του πολέμου το φόβο των Λακεδαιμονίων ενώπιον της αλματώδους ανάπτυξης των Αθηνών. Στο ανομολόγητο της πραγματικής αιτίας λανθάνει τόσο το υφιστάμενο πλαίσιο νομιμότητας όσο και το αναγκαίο εγχείρημα νομιμοποίησης της πολιτικής απόφασης για προσφυγή στην πολεμική βία. Η πραγματική αιτία είναι ανομολόγητη διότι δεν μπορεί να τεθεί ανοιχτά στη δημόσια σφαίρα της εποχής από τους Σπαρτιάτες. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι Σπαρτιάτες προσβάλλουν το υφιστάμενο πλαίσιο νομιμότητας, ακυρώνουν και παραβιάζουν τις σπονδές ειρήνης, και άρα εντείνεται για αυτούς η ανάγκη νομιμοποίησης της προσφυγής στον πόλεμο. Αντιθέτως, στη δημόσια σφαίρα της εποχής φανερώνονται οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι διάφορες αφορμές του πολέμου. Σκοπός αυτών των προβαλλόμενων λόγων είναι να αυξήσουν για τον αντίπαλο το κόστος νομιμοποίησης του πολέμου, με άλλα λόγια να του χρεώσουν την ευθύνη για την παραβίαση των σπονδών ειρήνης και να δυσχεράνουν την δημόσια εικόνα του απέναντι τόσο στους συμμάχους του όσο και στα ουδέτερα μέρη. Η διαδικασία αυτή απόκρυψης του πραγματικού και προβολής του αληθοφανούς εγγράφει μεταξύ του πλαισίου νομιμότητας και του πλαισίου νομιμοποίησης το στοιχείο της ιδεολογίας ως πρακτική συγκάλυψης. Οι Αθηναίοι πρέπει να παρουσιαστούν ως τύραννοι του ελληνικού χώρου, ο πόλεμος πρέπει να εμφανιστεί ως αμυντικός πόλεμος εκ μέρους των απελευθερωτών Σπαρτιατών κοκ («Δεν παραβιάζουν τις συνθήκες εκείνοι που αμύνονται, αλλά εκείνοι που πρώτοι αρχίζουν τις επιθέσεις» δηλώνουν οι βασικοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών Κορίνθιοι στη δημηγορία σχετικά με την απόφαση κήρυξης του πολέμου, Α123). Η ιδεολογική αυτή χρήση των εκάστοτε λόγων κορυφώνεται όπως είναι φυσικό προ της έναρξης του πολέμου. Χρησιμοποιούνται όλα τα δυνατά μέσα ώστε να αυξηθεί το κόστος νομιμοποίησης για το αντίπαλο στρατόπεδο. Αντιθέτως, το ιδεολογικό αυτό στοιχείο, χωρίς να εξαφανίζεται στη διάρκεια του πολέμου, υπάρχουν στιγμές που εκμηδενίζεται από την ίδια την ροή της πραγματικότητας. Οι εμπόλεμοι πλέον έχουν τη δυνατότητα (την οποία και ασκούν ενίοτε) να προσφύγουν χωρίς καμία ιδεολογική κάλυψη στο συμφέρον τους (όπως αυτοί το εννοούν). Έτσι οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν ολοσχερώς τις Πλαταιές όπως και οι Αθηναίοι τη Μήλο.
  • 14. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 12 Δημηγορία μεταξύ Κερκυραίων και Κορινθίων πριν την έναρξη του πολέμου: αξίες και συμφέροντα στην πολιτική (Α32-43). Η δημηγορία αυτή αποτελεί την πρώτη δημηγορία του συνολικού έργου. Υπό αυτή την έννοια, θα ανέμενε κανείς να βρει εδώ συμπυκνωμένα όλα τα ζητήματα που τέθηκαν στην Αρχαιολογία και θα αποτελέσουν στη συνέχεια τη βάση για περαιτέρω ανάπτυξη συλλογισμών και κρίσεων. Η δημηγορία αυτή πράγματι συνιστά παραδειγματική ανάπτυξη αυτού που αποκαλέσαμε ρεαλιστική προσέγγιση του Θουκυδίδη: με αφετηρία τις πραγματολογικές σχέσεις δύναμης διερευνάται η δυνατότητα να οριοθετηθεί ο ορίζοντας των αξιών στις οποίες οφείλει να ανατρέχει για τη θεμελίωσή της η διαδικασία της πολιτικής απόφασης. Πρόκειται συνεπώς εδώ για τη σχέση μεταξύ αξιών και συμφερόντων. Πριν περάσουμε στην ανάλυση της δημηγορίας προτάσσεται σε κωδικοποιημένη μορφή ένα σύντομο χρονικό της διαμάχης μεταξύ Κέρκυρας και Κορίνθου που βασίζεται στην περιγραφή του Θουκυδίδη (Α24-31). Σύντομο χρονικό: α) Στην Επίδαμνο, μια αποικία της Κέρκυρας, με ιδρυτή της ωστόσο τον Κορίνθιο Φάλιο του Ερατοκλείδου, ο δήμος εξορίζει τους ολιγαρχικούς, β) οι ολιγαρχικοί ενώνονται με βαρβάρους και πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές κατά της πόλης, γ) οι Επιδάμνιοι σπεύδουν για βοήθεια στην Κέρκυρα η οποία τους αποπέμπει, δ) μετά από συμβουλή του μαντείου των Δελφών οι Επιδάμνιοι ζητούν βοήθεια από την Κόρινθο η οποία δεσμεύεται να τους συντρέξει, ε) μετά την άφιξη της κορινθιακής βοήθειας στην Επίδαμνο η Κέρκυρα εξοργίζεται και στέλνει στόλο είκοσι πέντε καραβιών απαιτώντας να αποχωρήσει η κορινθιακή φρουρά και να δεχθούν οι Επιδάμνιοι την επιστροφή των εξόριστων, στ) μετά την απόρριψη των αιτημάτων της Κέρκυρας, οι Κερκυραίοι πολιορκούν την Επίδαμνο, ζ) οι Κορίνθιοι ετοιμάζουν εκστρατεία προς βοήθεια της Επιδάμνου, η) οι Κερκυραίοι ζητούν την απόσυρση του κορινθιακού στρατού από την Επίδαμνο και την προσφυγή σε διαιτησία εφόσον οι Κορίνθιοι επιμένουν ότι έχουν δικαιώματα στην πόλη της Επιδάμνου, θ) η Κόρινθος απορρίπτει το κερκυραϊκό αίτημα για διαιτησία, ι) στη ναυμαχία που ακολουθεί σημειώνεται νίκη της Κέρκυρας κατά της Επιδάμνου και των Κορινθίων, κ) προετοιμασία Κορίνθου για μεγάλη ναυτική εκστρατεία κατά της Κέρκυρας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν είχαν συμμαχία με καμία ελληνική πόλη, στέλνουν πρεσβευτές στην Αθήνα με το αίτημα να συμμαχήσουν με την πόλη των Αθηνών. Ενάντια στο αίτημα αυτό αποστέλλουν πρεσβεία και οι Κορίνθιοι. Η δημηγορία που ακολουθεί λαμβάνει χώρα ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου των Αθηνών. Στην αρχή της δημηγορίας οι Κερκυραίοι προτάσσουν τους δύο βασικούς όρους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται όλη η δημηγορία: επικαλούνται τόσο την
  • 15. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 13 έννοια του συμφέροντος όσο και αυτή των αξιών. Επιχειρούν να αποδείξουν αφενός ότι η παροχή βοήθειας από τη μεριά της Αθήνας είναι συμφέρουσα για αυτήν ή τουλάχιστο δεν είναι επιζήμια, αφετέρου ότι μια τέτοια παροχή βοήθειας θα επιφέρει κατ’ ανάγκη ευγνωμοσύνη. Εμφανίζεται συνεπώς εδώ, στην αφετηρία της επιχειρηματολογίας των Κερκυραίων, τόσο ο σκληρός, πραγματολογικός πυρήνας της πολιτικής υπό τη μορφή του συμφέροντος όσο και το αξιακό περίβλημα αυτού του πυρήνα υπό τη μορφή της αξίας της ευγνωμοσύνης. Ας έχουμε δε υπόψη μας ότι πρόκειται για μια ευγνωμοσύνη όχι σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο πόλεων. Η αναφορά στην ευγνωμοσύνη εισάγει ενώπιον του αθηναϊκού δήμου την προοπτική του μέλλοντα χρόνου, καθώς υποδηλώνει την ευνοϊκή δέσμευση των Κερκυραίων με τα αθηναϊκά συμφέροντα δυνητικά εις το διηνεκές. Προκειμένου όμως να πειστεί ο αθηναϊκός δήμος για τις προθέσεις των Κερκυραίων, οι τελευταίοι οφείλουν να δώσουν εξηγήσεις για τη στάση ουδετερότητας την οποία είχαν τηρήσει μέχρι τώρα και η οποία τους είχε οδηγήσει να μην συμμαχήσουν με καμία πόλη. Προς εξήγηση τίθεται ως εκ τούτου η μεταστροφή της πολιτικής των Κερκυραίων η οποία εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται υπό τη μορφή της ακόλουθης αντίφασης: δεν έχω συμμαχήσει ποτέ με κανέναν, σήμερα ζητώ να συμμαχήσω μαζί σας. Προκειμένου να εξαλείψουν αυτή την αντίφαση και να δικαιολογήσουν τη μεταστροφή της πολιτικής τους οι Κερκυραίοι πρεσβευτές καταφεύγουν σε έναν κοινό τόπο της αντίληψης του Θουκυδίδη για την ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με την οποία ενώ η τελευταία παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη, οι συνέπειες της ανθρώπινης πράξης παραλλάσσουν και γι’ αυτό το λόγο δημιουργούν ιστορία, δηλαδή επιφέρονται μεταβολές στην κατάσταση των ανθρώπων και των κοινωνιών, λόγω του ότι παραλλάσσουν οι συνθήκες υπό τις οποίες ενεργοποιείται αυτή η φύση. Αυτή η αντίληψη επιτρέπει στον Θουκυδίδη να αξιώνει τη θεώρηση της Ιστορίας του ως «αιώνιο κτήμα των ανθρώπων» (Α22). Με αναδρομή σε αυτό τον κοινό τόπο, οι Κερκυραίοι επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό που πιθανά εμφανίζεται στα μάτια του αθηναϊκού δήμου ως μεταστροφή όχι μόνο πολιτικής, αλλά και αξιακής στάσης. Το συγκεκριμένο χωρίο έχει ως εξής: «… εκείνο που άλλοτε θεωρούσαμε σωφροσύνη, δηλαδή να μην μετέχουμε σε συμμαχίες για να μην διατρέχουμε κινδύνους που θα ήσαν συνέπεια της πολιτικής άλλων, είναι τώρα αφροσύνη και αιτία αδυναμίας […]. Βρισκόμαστε στην ανάγκη να ζητήσουμε βοήθεια και από σας και από οποιουσδήποτε άλλους και θα πρέπει να μας συγχωρεθεί το ότι σφάλαμε πρωτύτερα, περισσότερο από αφροσύνη παρά από εχθρότητα, κ’ ερχόμαστε τώρα να ζητήσουμε πράγματα αντίθετα προς την προηγούμενη πολιτική μας» (Α32). Οι Κερκυραίοι δεν επικαλούνται σε αυτό το σημείο μια οποιαδήποτε αρετή, αλλά την αρετή της σωφροσύνης η οποία αποτελεί μία από τις τέσσερις κύριες αρετές της αρχαιοελληνικής πόλης (οι υπόλοιπες τρεις, όπως θα δούμε στον Πλάτωνα, είναι η σοφία, η ανδρεία και η δικαιοσύνη). Επιδιώκουν να δείξουν ότι οι περιστάσεις είναι υπεύθυνες για τη μεταστροφή της αρετής της σωφροσύνης σε αφροσύνη και όχι κάποια εχθρότητα εκ μέρους τους. Η επιχειρηματολογία των Κερκυραίων προσεγγίζει μια πρώτη κορύφωση στην αμέσως
  • 16. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 14 επόμενη συλλογιστική που αναπτύσσουν, στην οποία συγκεντρώνεται το σύνολο των δυνατών περιεχομένων της πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, εκθέτοντας τις ωφέλειες που θα προκύψουν για την Αθήνα από τυχόν συμμαχία με την Κέρκυρα, οι Κερκυραίοι εισάγουν στον ορίζοντα τη βασικότερη από όλες τις αξίες, την αξία της δικαιοσύνης. Απευθυνόμενοι στους Αθηναίους υποστηρίζουν πρώτα ότι «θα βοηθήσετε μια πολιτεία που, ενώ δεν αδικεί κανέναν, αδικείται» (Α33), στη συνέχεια ότι «θα εξασφαλίσετε την αιώνια ευγνωμοσύνη μας» και, τέλος, με δεδομένο ότι η Κέρκυρα συνιστά τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη μετά την Αθήνα, την ανέξοδη εξασφάλιση της συμμαχίας του δεύτερου ισχυρότερου στόλου στον ελληνικό χώρο. Αν συγκρίνουμε αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας με την αφετηρία της διαπιστώνουμε ότι εδώ δεν προστίθεται μόνο η επίκληση της ύστατης αξίας της δικαιοσύνης, αλλά, επιπλέον, ότι ενώ στην αφετηρία οι Κερκυραίοι εισήγαν αρχικά την έννοια του συμφέροντος και κατόπιν την αξία της ευγνωμοσύνης, τώρα η ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους ξεκινά από την ύστατη αξία, κατέρχεται σε μια ενδιάμεση αξία (ευγνωμοσύνη) για να ολοκληρωθεί στην έννοια του συμφέροντος στην οποία υποκρύπτεται η έννοια της ισχύος, η ένωση δηλαδή των δύο ισχυρότερων στόλων της Ελλάδας. Μια παραστατική απεικόνιση της επιχειρηματολογίας θα είχε τη μορφή: συμφέρον – ενδιάμεση αξία – ύστατη αξία – ενδιάμεση αξία – συμφέρον, ένας πλήρης κύκλος με περίμετρο την έννοια του συμφέροντος, κέντρο την αξία της δικαιοσύνης και ακτίνα την αξία της ευγνωμοσύνης. Για ποιο λόγο όμως νομιμοποιούμαστε να αποκαλέσουμε την ευγνωμοσύνη ενδιάμεση αξία, ενώ τη δικαιοσύνη ύστατη; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σκεφτούμε τη δυνατότητα γενίκευσης των εν λόγω αξιών. Είναι δυνατή η γενίκευση της αξίας της ευγνωμοσύνης; Είναι δυνατόν, πιο συγκεκριμένα, οι Κερκυραίοι να οφείλουν ευγνωμοσύνη στο σύνολο των πόλεων του ελληνικού χώρου; Η προφανής απάντηση είναι αρνητική. Η ευγνωμοσύνη, ακόμα και στη μορφή με την οποία τη συναντάμε στη δημηγορία αυτή ως ευγνωμοσύνη μεταξύ πόλεων, συνιστά μια μη γενικεύσιμη αξία. Η αδυναμία γενίκευσής της πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι σαν αξία η ευγνωμοσύνη είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια του συμφέροντος και μάλιστα του επιμέρους συμφέροντος: είμαι ευγνώμων λόγω μιας παρεχόμενης ευεργεσίας, μιας παρεχόμενης ωφέλειας. Μόνο υπό αυτό τον όρο μπορεί να επιδειχθεί η ευγνωμοσύνη ή, αντίθετα, το ενάντιό της, η αγνωμοσύνη, η αχαριστία. Δεν είμαι υποχρεωμένος είτε ως άτομο είτε ως πόλη να είμαι ευγνώμων (ή αγνώμων) έναντι κάποιου ο οποίος δεν με έχει ευεργετήσει, ούτε είναι δυνατόν να με ευεργετούν όλοι. Κατά αντιπαράθεση με την ευγνωμοσύνη, η δικαιοσύνη συνιστά αυτή την αξία που δύναται να συσταθεί μόνο υπό γενικεύσιμους όρους. Αυτή η αναγκαία συνθήκη γενίκευσης για τη σύσταση της δικαιοσύνης προκύπτει από το γεγονός ότι η δικαιοσύνη κατ’ ανάγκη έρχεται σε σύγκρουση με αυτό το επιμέρους συμφέρον, καθώς για να συγκροτηθεί προϋποθέτει την υπέρβασή του. Η δικαιοσύνη συστήνεται έτσι πάνω από το πεδίο των επιμέρους συμφερόντων ως η σφαίρα του κοινού συμφέροντος. Η αρτιότητα του επιχειρήματος των Κερκυραίων
  • 17. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 15 διαφαίνεται στο ότι, προκειμένου να κινητοποιήσουν ευμενώς τον αθηναϊκό δήμο, επιχειρούν να εντάξουν τα στοιχεία επιμερισμού, δηλαδή τις αξίες και τα συμφέροντα, που συνέχουν τις δύο πόλεις, την Αθήνα και την Κέρκυρα, στο ευρύτερο δυνατό πλαίσιο γενικότητας που εγκαθιδρύει η δικαιοσύνη. Ο επιμέρους κόσμος της μεταξύ τους συμμαχίας εναρμονίζεται έτσι με τον ευρύτερο κόσμο της δικαιοσύνης. Αυτή η ένταξη όμως του επιμέρους στο γενικό δεν είναι αυτονόητη, αλλά χρήζει υποστήριξης. Το ερώτημα που τίθεται εμφατικά είναι: όντως η εν λόγω συμμαχία δεν παραβιάζει τον ορίζοντα της δικαιοσύνης, αλλά εντάσσεται αρμονικά σε αυτόν; Οι Κερκυραίοι οφείλουν σε αυτό το σημείο να υποστηρίξουν πρώτον ότι δεν έχουν αδικήσει κανέναν, δεύτερον ότι έχουν αδικηθεί οι ίδιοι, και τρίτον ότι η συμμαχία που προτείνουν στην Αθήνα δεν συνιστά αδικία, καθώς δεν παραβιάζει τις σπονδές ειρήνης που έχουν οι Αθηναίοι με τους Λακεδαιμονίους. Με άλλα λόγια, να υποστηρίξουν ενώπιον των Αθηναίων ότι η προσφορά της συμμαχίας δεν ισοδυναμεί με μια πρόσκληση να παρασυρθούν οι Αθηναίοι στην αδικία. Προκειμένου όμως να αναπτύξουν τη συλλογιστική τους σε σχέση με τα τρία αυτά ερωτήματα (Α34-35), οι Κερκυραίοι καταθέτουν την κρίση τους σχετικά με την τροπή που φαίνεται να παίρνουν τα πράγματα υπό τις δεδομένες περιστάσεις: «Αν κανείς από σας νομίζει ότι ο πόλεμος στον οποίο μπορούμε να σας φανούμε χρήσιμοι δεν θα γίνει, πλανάται και δεν καταλαβαίνει ότι οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή σας φοβούνται, επιδιώκουν τον πόλεμο, ότι οι Κορίνθιοι, οι οποίοι είναι εχθροί σας, έχουν μεγάλη επιρροή απάνω τους και ότι ο σημερινός εναντίον μας πόλεμος είναι προετοιμασία της εναντίον σας αναμέτρησης, και τούτο για να μην μπορέσουμε, κινημένοι από κοινή έχθρα, να συγκροτήσουμε κοινό μέτωπο εναντίον τους προτού κατορθώσουν ένα από τα δύο: ή να μας εξασθενίσουν ή να ενισχυθούν. Χρέος μας είναι να τους προλάβουμε, εμείς προσφέροντας την συμμαχία μας κ’ εσείς δεχόμενοι την προσφορά μας. Θα προλάβουμε έτσι τα σχέδια τους αντί να προσπαθήσουμε να τα ματαιώσουμε εκ των υστέρων» (Α33). Η εκτίμηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι φανερώνει ότι το υφιστάμενο πλαίσιο δικαιοσύνης βρίσκεται ήδη υπό απειλή. Με το δεδομένο του πολέμου εν όψει, πρέπει να αποκαλυφθεί ο φορέας αυτής της απειλής, τρόπον τινά ο υπαίτιος. Επισημάναμε νωρίτερα την τεράστια σημασία της διάκρισης στην οποία προχωρά ο Θουκυδίδης μεταξύ πραγματικών και προβαλλόμενων λόγων. Οι πραγματικοί λόγοι, οι πραγματικές αιτίες δεν μπορούν να αποκτήσουν εγκυρότητα όταν κατατίθενται από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να υποστηρίξουν δημόσια ότι ο φόβος τους για την ανάπτυξη της Αθήνας αποτελεί την πραγματική αιτία του επερχόμενου πολέμου: η αιτία παραμένει ως εκ τούτου ανομολόγητη. Οι Αθηναίοι με τη σειρά τους, αν και μπορούν να το πράξουν, δεν θα γίνουν καθολικά πιστευτοί, καθώς αποτελούν μέρος της ενδεχόμενης σύγκρουσης.
  • 18. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 16 Η αλήθεια όμως μπορεί να ειπωθεί από έναν τρίτο, από κάποιον ο οποίος δεν αποτελεί μέρος της σύγκρουσης και είναι εξ αντικειμένου αμερόληπτος. Οι Κερκυραίοι είναι σαν να λένε στους Αθηναίους: ούτε ο δικός σας λόγος, ούτε ο λόγος των Σπαρτιατών, ούτε και αυτών ακόμα των Κορίνθιων που είναι ήδη σύμμαχοι των Σπαρτιατών έχει εγκυρότητα. Στο ζήτημα του επερχόμενου πολέμου εγκυρότητα έχει μόνο ο δικός μας λόγος, καθότι δεν είμαστε σύμμαχοι κανενός. Το σημείο αυτό έχει στρατηγική σημασία για το επιστημονικό εγχείρημα του Θουκυδίδη. Βάζοντας τους Κερκυραίους να αποκαλύπτουν στην πρώτη δημηγορία όλου του έργου την κατ’ αυτόν πραγματική αιτία του επερχόμενου πολέμου θέτει έμμεσα τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να αρθρώνεται ο επιστημονικός λόγος, τους όρους που πρέπει να διασφαλίζονται ώστε ένας επιμέρους λόγος να τίθεται ως γενικά έγκυρος λόγος, δηλαδή ως επιστημονικός λόγος. Ανακόπτεται έτσι ο σχετικισμός των λόγων και τίθενται τα κριτήρια του επιστημονικού ελέγχου γενίκευσης του επιμέρους. Ως εκ τούτου, η ρεαλιστική προσέγγιση του Θουκυδίδη δεν ισοδυναμεί με απάρνηση της κανονιστικότητας. Στην εκτίμηση αυτή των Κερκυραίων όμως υπάρχει και ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο. Με το δεδομένο του πολέμου εν όψει, το ζήτημα της δικαιοσύνης μετασχηματίζεται σε ζήτημα νομιμοποίησης. Πρώτον, το ζήτημα της δικαιοσύνης δεν τίθεται αυτό καθαυτό, καθώς ο πόλεμος αίρει το υφιστάμενο πλαίσιο δικαιοσύνης μεταξύ εχθρών, η δε πίστη των Κερκυραίων στην Αθήνα είναι εγγυημένη λόγω αυτού του κοινού εχθρού. Δεύτερον, απορροφάται στη σκοπιά του συμφέροντος, δηλαδή ό,τι είναι δίκαιο για εμάς εμφανίζεται άδικο για τους άλλους και αντίστροφα. Είναι δίκαιο να κάνουμε συμμαχία διότι στην αντίθετη περίπτωση είτε θα μας εξασθενίσουν είτε θα ενισχυθούν, ενώ η επιχειρηματολογία των Κορινθίων που έπεται θα επιδιώξει ακριβώς να εμφανίσει ως άδικη την προτεινόμενη συμμαχία για να μας εξασθενίσουν ή να ενισχυθούν οι ίδιοι. Τρίτον, αποκτά σημασία ο προληπτικός χαρακτήρας της πολιτικής που νομιμοποιεί τη συμμαχία μας ακριβώς λόγω του ότι ο πόλεμος είναι προαποφασισμένος από τη μεριά των εχθρών μας, οι οποίοι είναι αυτοί που πλήττουν το υφιστάμενο πλαίσιο νομιμότητας (σπονδές ειρήνης) και θα επικαλεστούν αληθοφανείς λόγους για να παρουσιάσουν εμάς ως επιτιθέμενους. Τέλος, σε συνδυασμό με όσα ακολουθούν σχετικά με το ζήτημα της παραβίασης των σπονδών ειρήνης οι Κερκυραίοι υπερβαίνουν την ίδια τη σκοπιά της δικαιοσύνης και επιστρέφουν στη σκοπιά του συμφέροντος: ακόμα και αν η πρότασή μας για συμμαχία παραβίαζε τις σπονδές ειρήνης (κάτι που δεν ισχύει με όσα υποστηρίξαμε προηγουμένως), ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα της δικαιοσύνης έχει εκμηδενιστεί, καθώς ο επερχόμενος πόλεμος, όπως και κάθε πόλεμος, δεν αποτελεί ζήτημα δικαιοσύνης αλλά ζήτημα ισχύος. Άρα η προσφορά μας δεν συνιστά μονοσήμαντα ζήτημα του συμφέροντος της Κέρκυρας, αλλά προπαντός ζήτημα των αθηναϊκών συμφερόντων, από το οποίο συνάγεται εμμέσως ότι η ευγνωμοσύνη θα είναι αμοιβαία. Για να αποτιμηθεί μάλιστα αυτή η προσφορά πρέπει να συγκριθεί με το απόλυτο συμφέρον των Αθηναίων το οποίο έγκειται στο «να μην επιτρέπετε σε
  • 19. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 17 κανέναν, αν μπορείτε, να έχει στόλο. Αλλιώς, συμφέρον σας είναι να έχετε φίλους όσους έχουν το ισχυρότερο ναυτικό» (Α35). Η συμμαχία που προτείνουν οι Κερκυραίοι είναι συνεπώς το εγγύτερο στο τελικό ιδεώδες της Αθήνας: να ενωθούν οι δύο από τους τρεις ισχυρότερους στόλους της Ελλάδας (ο τρίτος είναι των Κορινθίων). Από το ιδεώδες ανέφικτο μεταβαίνουμε στο καλύτερο εφικτό που τείνει προς αυτό: ένα γνήσιο μάθημα πολιτικής. Με την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων των Κερκυραίων παίρνουν το λόγο οι Κορίνθιοι με προφανή στόχο να καταρρίψουν το σύνολο της κερκυραϊκής συλλογιστικής σημείο προς σημείο. Στην αφετηρία της επιχειρηματολογίας τους οι Κορίνθιοι καταφεύγουν σε ένα στρατήγημα τυπικό σε κάθε ρητορική διαμάχη. Θέτουν ως πρώτο στόχο τους να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του αντίπαλου-διάδικου και να τον παρουσιάσουν ως ψευδόμενο. Έτσι, αξιοποιούν και αυτοί με τη σειρά τους τη θέση περί της σχετικής σταθερότητας της ανθρώπινης φύσης όχι όμως για να υποστηρίξουν τη μεταστροφή πολιτικής της Κέρκυρας, αλλά για αποδείξουν ότι υπάρχουν ανθρώπινες φύσεις οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες παρά την αλλαγή των περιστάσεων. Πρόκειται για την κακία της ανθρώπινης φύσης που αντέχει κάθε περίστασης. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν ως άνθρωποι οι Κερκυραίοι: δεν τίθεται ζήτημα μεταστροφής της αρετής στο ενάντιο της, της αξίας σε απαξία, αλλά πρόκειται για μια εξαρχής κακία. Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της «απομονωτικής» πολιτικής που ακολουθούσαν μέχρι σήμερα, στην οποία συνέδραμε και η φυσική, γεωγραφική θέση της πολιτείας της Κέρκυρας (Α37). Η απομόνωση δεν υποδηλώνει σωφροσύνη, αλλά υποκρύπτει έμφυτη κακία. Εξ αυτού έπεται με φυσικό τρόπο και η εν γένει άδικη συμπεριφορά της Κέρκυρας. Ως αποικία της Κορίνθου η Κέρκυρα επέδειξε αγνωμοσύνη αντί της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης, διακόπτοντας κάθε δεσμό με τη μητρόπολη. Η μομφή αυτή συμπληρώνεται από μιαν εις άτοπον απαγωγή: «Και είναι φανερό ότι, αφού οι περισσότεροι [εννοείται από τους άλλους αποίκους μας] μας αγαπούν, αυτοί εδώ μας εχθρεύονται χωρίς εύλογη αιτία» (Α38). Το μέγεθος της εκστρατείας που ετοιμάζουν οι Κορίνθιοι δικαιολογείται από το μέγεθος της αδικίας που διέπραξαν εις βάρος τους οι Κερκυραίοι. Η Κέρκυρα αιτήθηκε προσφυγή σε διαιτησία από θέση ισχύος. Η συμμαχία που προτείνεται στην Αθήνα αποτελεί ουσιαστικά αίτημα συνεργασίας στις αδικίες των Κερκυραίων και ως εκ τούτου συνενοχή και συνυπαιτιότητα. Η πρόταση μάλιστα αυτή περί συμμαχίας έχει το ιδιόμορφο γνώρισμα να χωρίζει τις ωφέλειες από τις συνέπειες: οι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν έχουν ωφελήσει σε τίποτε έως τώρα τους Αθηναίους, επιχειρούν τεχνηέντως να μοιραστούν τις συνέπειες της κακίας τους με άλλους. Μέχρι αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας τους οι Κορίνθιοι καταπιάνονται μόνο με το να καταδείξουν την εξίσωση κακίας–αδικίας που διέπει τη συμπεριφορά
  • 20. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης - Θ. Νουτσόπουλος – Πολιτική Θεωρία Ι - Σημειώσεις 18 των Κερκυραίων. Στη συνέχεια στρέφονται στο ζήτημα της τήρησης των σπονδών ειρήνης. Στόχος είναι προφανώς να δειχτεί ότι η συμμαχία Κέρκυρας και Αθήνας αποτελεί ωμή παραβίαση των σπονδών. Για αυτό το σκοπό, δεν περιορίζονται στο γράμμα του νόμου, που ορίζει «ότι οποιαδήποτε πολιτεία δεν αναφέρεται μέσα στο κείμενο, είναι ελεύθερη να συνταχτεί με την μία ή με την άλλη παράταξη» (Α40), αλλά προχωρούν σε επίκληση του πνεύματος του νόμου σύμφωνα με το οποίο προτάσσεται η πρόθεση του ουδέτερου μέρους που επιδιώκει την εκάστοτε συμπαράταξη, εάν δηλαδή προσβλέπουν στη βλάβη του αντίπαλου μέρους. Τονίζουν εκ νέου τη σκοπιά της δικαιοσύνης επιχειρώντας να κάνουν τους Αθηναίους να συναισθανθούν την ενεχόμενη αδικία στην κερκυραϊκή πρόταση περί συμμαχίας. Οι εναλλακτικές που παρουσιάζονται ως σύμμετρες με τη δικαιοσύνη είναι δύο: είτε οι Αθηναίοι πρέπει να παραμείνουν ουδέτεροι, είτε θα πρέπει να ταχθούν με τους ίδιους τους Κορίνθιους με δεδομένο ότι με αυτούς έχουν συνθήκη συμμαχίας (Α40). Υπενθυμίζουν μάλιστα στους Αθηναίους την περίπτωση της εξέγερσης της Σάμου στην οποία οι Κορίνθιοι αλλά και οι υπόλοιποι σύμμαχοι της πελοποννησιακής συμμαχίας θεώρησαν το όλο ζήτημα εσωτερική υπόθεση της Αθήνας και δεν αναμίχθηκαν. Υπενθυμίζουν επιπλέον, αυτή τη φορά με γνώμονα την αξία της ευγνωμοσύνης, ότι και στον πόλεμο της Αθήνας εναντίον των Αιγινητών η Κόρινθος είχε συντρέξει με είκοσι καράβια τους Αθηναίους. Παρατηρούμε ότι μέχρι σχεδόν το τέλος της επιχειρηματολογίας των Κορινθίων, αυτοί αποφεύγουν να θέσουν τα δύο καυτά ζητήματα της περίστασης: το συμφέρον των Αθηνών και το ενδεχόμενο του πολέμου. Αυτό λαμβάνει χώρα ακριβώς στις δύο τελευταίες παραγράφους της δημηγορίας και μάλιστα παίρνει το χαρακτήρα της συμβουλής (σε αντίθεση με την επίκληση της απειλής στην οποία προέβησαν κατά κόρον οι Κερκυραίοι). Έτσι η απάντηση των Κορινθίων ολοκληρώνεται αίφνης με την επανεισαγωγή της έννοιας του συμφέροντος, η οποία μάλιστα φαίνεται να συνάγεται απ’ ευθείας από την έννοια της δικαιοσύνης: «όσο λιγότερο κανείς αδικεί τόσο καλύτερα προστατεύει τα συμφέροντά του» (Α42).