Κεφάλαιο 3: Αναζητώντας τη γνώση. Ενότητα 1. Το ερώτημα για τη δυνατότητα της...Kostas Vakouftsis
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. Ενότητα 1. Το ερώτημα για τη δυνατότητα της γνώσης 1. Η σκεπτικιστική πρόκληση-Διαφορετικά είδη σκεπτικισμού. α) Αμφισβήτηση της δυνατότητας γνώσης και επιδίωξη της αταραξίας (αρχαίος σκεπτικισμός), στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. ENOTHTA ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. 2. Eμπειρισμός, στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Κεφάλαιο 3: Αναζητώντας τη γνώση. Ενότητα 1. Το ερώτημα για τη δυνατότητα της...Kostas Vakouftsis
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. Ενότητα 1. Το ερώτημα για τη δυνατότητα της γνώσης 1. Η σκεπτικιστική πρόκληση-Διαφορετικά είδη σκεπτικισμού. α) Αμφισβήτηση της δυνατότητας γνώσης και επιδίωξη της αταραξίας (αρχαίος σκεπτικισμός), στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. ENOTHTA ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. 2. Eμπειρισμός, στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. ENOTHTA ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. 1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός), στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. ENOTHTA ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. 3. Η ανάγκη μιας συνθετικής προσέγγισης (Καντ), στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Συνοπτικη αναπτυξη του «προβληματος του κακου στο αστρικο πεδιο» μερος πρωτοVaggelis Karabinis
Βρισκόμαστε στην Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα. Μία «παλιοπαρέα» από νεαρούς μεταξύ 20 - 24 ετών αποφασίζει πως δεν της ταιριάζει το Δόγμα του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Αποφασίζει, επίσης,πως δεν της ταιριάζει ο στείρος υλισμός του Βολταίρου ή ο μηδενισμός του Νίτσε. Έτσι, η εσωτερική τους έφεση τούς έσπρωξε στα μονοπάτια του Εσωτερισμού, τον οποίο αποκαλούσαν σκωπτικά «οι καταραμένες επιστήμες»! (Les sciences maudites).
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. ENOTHTA ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. 1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός), στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Διδακτική πρόταση - Παρουσίαση με διαφάνειες του Κεφαλαίου 3: Αναζητώντας τη γνώση. ENOTHTA ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. 3. Η ανάγκη μιας συνθετικής προσέγγισης (Καντ), στο μάθημα της Φιλοσοφίας της Β’ τάξης Ημερησίου Γενικού Λυκείου με βάση το σχολικό βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας των Σ. Βιρβιδάκη, Β. Καρασμάνη, Χ. Τουρνά.
Συνοπτικη αναπτυξη του «προβληματος του κακου στο αστρικο πεδιο» μερος πρωτοVaggelis Karabinis
Βρισκόμαστε στην Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα. Μία «παλιοπαρέα» από νεαρούς μεταξύ 20 - 24 ετών αποφασίζει πως δεν της ταιριάζει το Δόγμα του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Αποφασίζει, επίσης,πως δεν της ταιριάζει ο στείρος υλισμός του Βολταίρου ή ο μηδενισμός του Νίτσε. Έτσι, η εσωτερική τους έφεση τούς έσπρωξε στα μονοπάτια του Εσωτερισμού, τον οποίο αποκαλούσαν σκωπτικά «οι καταραμένες επιστήμες»! (Les sciences maudites).
George rossolatos seminar on branding, brand equity, brand semiotic models an...//disruptiVesemiOtics//
Seminar on Branding, brand equity, brand semiotic models and research methods
Tartu University, Estonia 13-14 May 2014
George Rossolatos MSc, MBA, PhD
//disruptiVesemiOtics// email: georgerossolatos123@gmail.com
http://uni-kassel.academia.edu/georgerossolatos
George rossolatos post doctoral application march 2014: For a semiotic model ...//disruptiVesemiOtics//
George rossolatos post doctoral application march 2014: For a semiotic model of cultural branding and the dynamic management of a brandosphere in the face of User Generated Advertising
Με την έλευση της Καρτεσιανής υποκειμενικότητας και εντεύθεν, η φιλοσοφική σκέψη σχετίζει όλα όσα είναι και γίνονται με το ανθρώπινο υποκείμενο (αντικειμενικό) και τα θεμελιώνει στην ορθολογική βεβαιότητα. Το ανθρώπινο εγώ, το οποίο μετουσιώνεται σε αληθές ον, αποτελεί τον άξονα του Είναι και αποβλέπει στην κατάκτησή του. Όλη η νεώτερη φιλοσοφία, από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Κάντ, το Χέγκελ, αναζητούν το θεμέλιο του Είναι στην υποκειμενικότητα, λησμονώντας το Είναι που «είναι» διάφορο από κάθε ον (αυτή είναι η έννοια της οντολογικής διαφοράς στον Χάιντεγγερ). Για τον Χάιντεγγερ, ακόμα και φιλόσοφοι, όπως ο Μάρξ και η σκέψη της αλλοτρίωσης του ανθρώπου και ο Νίτσε με τη σκέψη της θέλησης της δύναμης, παραμένουν δέσμιοι της μεταφυσικής παράδοσης, από την οποία, άλλωστε, προήλθαν. Για τον Χάιντεγγερ, «η μεταφυσική στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου και του αντιπάλου της, του θετικισμού, μιλά τη γλώσσα του Πλάτωνα». Και αυτό, γιατί όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έμειναν προσκολλημένοι στη διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα φαινόμενα ή ανάμεσα στο ορθολογικό και το ανορθολογικό. Ακόμα και ο εμπειρισμός και ο θετικισμός θεώρησαν δεδομένες αυτές τις αντιθέσεις και μ΄ αυτή την έννοια δεν ήταν παρά αντεστραμμένες μορφές του μεταφυσικού στοχασμού. Ο Μάρξ κάνει ως αφετηρία της σκέψης την ύλη και ο Νίτσε αντιστρέφει την πλατωνική αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι και θέτει ως πρωταρχικό το Γίγνεσθαι, υπό τη μορφή της αέναης ροής δύναμης απο σημείο σε σημείο. Ο Χάιντεγγερ, παραθέτει τη φράση του Νίτσε για να τεκμηριώσει την κριτική του, «Το να αποτυπωθεί στο Γίγνεσθαι ο χαρακτήρας του Είναι, αυτή είναι η υπέρτατη βούληση για Δύναμη». Ο Χάιντεγγερ θεωρεί τη σταδιακή μετάβαση από τον Πλατωνισμό, στον ανεστραμμένο πλατωνισμό του Νίτσε, ως βαθμιαία λήθη του Είναι». Η λήθη του Είναι, συμπίπτει, κατά τον Χάιντεγγερ, με τη σύγχυση ανάμεσα στο Είναι και τα όντα. Ο Πλάτωνας, όπως υποστηρίζει, ο Χάιντεγγερ, διατυπώνει συγχρόνως το ερώτημα «τί είναι το Είναι;» και «ποιό είναι το πιο γενικό χαρακτηριστικό των όντων;». Η παράθεση αυτών των δύο ερωτημάτων και η εξομοίωσή τους, συσκοτίζει την έννοια που ο Χάιντεγγερ ονομάζει «οντολογική διαφορά», τη διαφορά, δηλαδή ανάμεσα στο Είναι και τα όντα και η οποία είναι παράλληλη της διαφοράς ανάμεσα στην αποδοχή «ακρόασης» του Είναι και της επιθυμίας σχηματοποίησης και ελέγχου που προκύπτει από τον αντικειμενικό στοχασμό, τη λογική ανάλυση και την επιστημονική ταξινόμηση.
Η Βουδική διδασκαλία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην Ινδία σε μια εποχή που η Ινδουϊστική και Βραχμανιστική παράδοση της μεταφυσικής θρησκευτικότητας, όπως νοηματοδούνταν μέσα στα πλαίσια των ιερών κειμένων, των Βεδών και των Ουπανισάδων, είχε αρχίσει να εξασθενεί. Οι μαγικοθρησκευτικές ιεροτελεστίες των Βεδών και οι αφηρημένες έννοιες της μεταφυσικής θρησκευτικότητας της Ουπανισαδικής σκέψης, δεν ενέπνεαν τον λαό. Η αντίδραση σ’ αυτή την κατάσταση ήταν η έξαρση υλιστικών και σκεπτικιστικών ρευμάτων που αποδομούσαν την μεταφυσική ευλάβεια της θρησκείας και αμφισβητούσαν την ιερή αυθεντία των πηγών. Αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια την μεταβολή των φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από τον αφηρημένο στοχασμό και την μεταφυσική έννοια στην βιωμένη έρευνα της ηθικής αξίας.
Στη σκέψη του Ιουδαϊκού και αργότερα Χριστιανικού κόσμου, η Ολότητα του Σύμπαντος Κόσμου αναδύεται από το Μηδέν, εξαιτίας της Δημιουργικής παρέμβασης του κατ’ εξοχήν Όντος, του άπειρου Θεού που τον διατηρεί στην ύπαρξη με μια πράξη θέλησης. Η αρχαιοελληνική σκέψη που στοχάζεται τον Αιώνιο Κόσμο της Φύσης και την ένθεη Φύση του Λόγου μεταμορφώνεται σε Δημιουργία του Αιώνιου Θεϊκού Πνεύματος που προορίζεται τελεολογικά, διαμέσου του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας Του, να γνωρίσει την Αποκάλυψη σ’ ένα επέκεινα του Φυσικού Κόσμου, ο οποίος χαρακτηρίζεται εφήμερος.
(Η Χριστιανική Θεολογία στο Μεσαίωνα • Η Υποταγή του Λόγου στην Πίστη • Αυγουστίνος • Οι τάσεις αυτονόμησης του Λόγου • Ακινάτης • Ο Μυστικισμός και η Αποφατική Θεολογία • Ο Θεός ως “Άκτιστο” Φως • Οι πολύπλοκες σχέσεις οικονομίας, πολιτικής και δικαίου)
SUBSCRIBE AND GET THE BOOK OF PLATON - thinkfamilyvacation.com - the 1st creaTive Tourist website - with..many pioneer projects on sports tourism - combine the..history - 1 .secret- one of them is about platon..... - like/share all the socials and inform - looking for partners on marketing the idea ....
ΠΛΑΤΩΝ ...- Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ = SUBSCRIBE to the forum and download this ebook - A 7 days work of scan ] - THIS IS FOR PIONEER TOURIST/EDU/SPORT PROJECT ..with..PLATON in the..center.= called= PLATON- BUS 051 = they ll be the most pioneer park in Athens IF i find support/partners = GO to the page - like/share-SUBSCRIBE = https://www.magikdo.info/forum
HANDBOOK OF BRAND SEMIOTICS
Semiotics has been making progressively inroads into marketing
research over the past thirty years. Despite the amply
demonstrated conceptual appeal and empirical pertinence of
semiotic perspectives in various marketing research streams,
spanning consumer research, brand communications, branding
and consumer cultural studies, there has been a marked deficit in
terms of consolidating semiotic brand-related research under a
coherent disciplinary umbrella with identifiable boundaries and
research agenda.
The Handbook of Brand Semiotics furnishes a compass for the
perplexed, a set of anchors for the inquisitive and a solid corpus
for scholars, while highlighting the conceptual richness and
methodological diversity of semiotic perspectives.
Written by a team of expert scholars in various semiotics and
branding related fields, such as John A. Bateman, David Machin,
Xavier Ruiz Collantes, Kay L. O’Halloran, Dario Mangano,
George Rossolatos, Merce Oliva, Per Ledin, Gianfranco
Marrone, Francesco Mangiapane, Jennie Mazur, Carlos Scolari,
Ilaria Ventura, and edited by George Rossolatos, Chief Editor of
the International Journal of Marketing Semiotics, the Handbook is
intended as a point of reference for scholars who wish to enter
the ‘House of Brand Semiotics’ and explore its marvels.
The Handbook of Brand Semiotics, actively geared towards an
inter-disciplinary dialogue between perspectives from the
marketing and semiotic literatures, features the state-of-the-art,
but also offers directions for future research in key streams, such
as:
- Analyzing and designing brand language across media
- Brand image, brand symbols, brand icons vs. iconicity
- The contribution of semiotics to transmedia storytelling
- Could transmedia storytelling turn out to be what IMC
forgot (i.e., the message)?
- Narrativity and rhetorical approaches to branding
- Semiotic roadmap for designing brand identity
- Semiotic roadmap for designing logos and packaging
- Comparative readings of structuralist, Peircean and
sociosemiotic approaches to brandcomms
- Sociosemiotic accounts of building brand identity online
- Multimodality and Multimodal critical discourse analysis
- Challenging the omnipotence of cognitivism in brandrelated
research
- Semiotics and (inter)cultural branding
- Brand equity semiotics
George rossolatos building strong brands with structuralist rhetorical semiot...//disruptiVesemiOtics//
George Rossolatos
Building strong brands with structuralist rhetorical semiotics
New Bulgaria University 19 9 2014
12th International Association for Semiotic Studies World Congress
Brand equity planning with structuralist operations and operations of rhetori...//disruptiVesemiOtics//
This paper furnishes a structuralist rhetorical semiotic conceptual framework for brand equity
planning. The main source of brand equity that is employed for exemplification purposes is the
advertising filmic text. The conceptual framework assumes as its general blueprint Greimas’s
generativist model of the trajectory of signification. Structuralist operations and operations of
rhetorical transformation are posited as the basis for the generation of superior brand associations.
The conceptual model put forward challenges the Greimasian assumption that
a
depth
semantic
structure is
reducible
to a binarist rationale, while adopting a connectionist approach
in
the form of associative networks. At the same time,
the
proposed
framework
deviates from
the
application of conceptual graphs in textual semiotics,
while
portraying in the form of
associative
networks how the three strata of a brand’s trajectory of signification interact with
view
to generating brand associations.
Exploring the rhetorical semiotic brand image structure of ad films with mult...//disruptiVesemiOtics//
The aim of this paper is to demonstrate the applicability of multivariate
mapping techniques to the exploration of the rhetorical semiotic brand image
structure of ad films. By drawing on correspondence analysis and multidimen
sional scaling, two techniques that are amply used in corpus linguistics and in
marketing research, but also on the data reduction technique of factor analysis, it
will be displayed how a set of nuclear semes and classemes or an intended semic
structure that underlies ad filmic discursive structures may be projected along
side rhetorical figures by its internal stakeholders (i.e., a brand management
team, an account planning team or a marketing research team) with view to
attaining differential brand associations. The illustration of the exploratory ana
lytical methods takes place by recourse to a corpus of 62 ad filmic texts from 13
subbrands of the 3 major brands in the UK cereals market and 321 ad filmic seg
ments that resulted from the segmentation procedure. This paper seeks to con
tribute to advancements in the brand image and advertising rhetoric research
streams by addressing distinctive modes of advertising rhetorical configuration at
the level of the ad filmic text (as against print ads where the bulk of research on
advertising rhetoric has concentrated), and moreover on a segmentbysegment
level, rather than treating the ad film as a standalone unit of analysis, by adopt
ing a multimodal outlook to advertising configurations that takes into account
not only the verbal or the visual mode, but also interactions among modes, by
adopting a product categoryspecific approach to advertising/brand textuality
that draws on rhetorical semiotics and by employing exploratory statistical
methods against the background of content analytic output.
George rossolatos seminar on branding, brand equity, brand semiotic models an...//disruptiVesemiOtics//
Seminar on Branding, brand equity, brand semiotic models and research methods
Tartu University, Estonia 13-14 May 2014
George Rossolatos MSc, MBA, PhD
//disruptiVesemiOtics// email: georgerossolatos123@gmail.com
http://uni-kassel.academia.edu/georgerossolatos
George rossolatos seminar on branding, brand equity, brand semiotic models an...//disruptiVesemiOtics//
Seminar on Branding, brand equity, brand semiotic models and research methods
Tartu University, Estonia 13-14 May 2014
George Rossolatos MSc, MBA, PhD
//disruptiVesemiOtics// email: georgerossolatos123@gmail.com
http://uni-kassel.academia.edu/georgerossolatos
George rossolatos seminar on branding, brand equity, brand semiotic models an...//disruptiVesemiOtics//
Seminar on Branding, brand equity, brand semiotic models and research methods
Tartu University, Estonia 13-14 May 2014
George Rossolatos MSc, MBA, PhD
//disruptiVesemiOtics// email: georgerossolatos123@gmail.com
http://uni-kassel.academia.edu/georgerossolatos
George rossolatos seminar on branding, brand equity, brand semiotic models an...//disruptiVesemiOtics//
Seminar on Branding, brand equity, brand semiotic models and research methods
Tartu University, Estonia 13-14 May 2014
George Rossolatos MSc, MBA, PhD
//disruptiVesemiOtics// email: georgerossolatos123@gmail.com
http://uni-kassel.academia.edu/georgerossolatos
Διδακτέα - Εξεταστέα ύλη για το μάθημα "Οικονομία" (ΑΟΘ) της Γ τάξης του Επαγγελματικού λυκείου. Μπορείτε να δείτε και αναλυτικά την ύλη του μαθήματος επιλέγοντας τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://view.genially.com/6450d17ad94e2600194eb286
Αρχές Οικονομικής Θεωρίας - Το γραπτό των πανελλαδικών εξετάσεωνPanagiotis Prentzas
Αρχές Οικονομικής Θεωρίας (ΑΟΘ): Τι πρέπει να προσέξουν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων στη δομή των απαντήσεών τους, αλλά και στην εμφάνιση του γραπτού τους.
Μπορείτε να δείτε και τη διαδραστική παρουσίαση στο www.study4economy.edu.gr.
H τριτη χωρα The Third Realm 1996 http://grossolatos.blogspot.com/
1. Η ΤΡΙΤΗ Χ ΡΑ
Σχετικά µε το χώρο της φιλοσοφίας και το χώρο της ποίησης
Γιώργος Ροσσολάτος (1996)
«τριτον δε αυ γενος ον το της χωρας αει,
φθοραν ου προσδεχοµενον, εδραν δε παρεχον
οσα εχει γενεσιν πασιν, αυτό δε µετ’αναισθησιας
απτον λογισµω τινι νοθω, µογις πιστον, προς ο
δη ονειροπολουµεν βλεποντες και φαµεν
ανακγαιον είναι που το ον απαν εν τινι τοπω και
κατεχον χωρα τινα, το δε µητε εν γη µητε που
κατ’ουρανον ουδεν είναι» (Πλάτωνας, Τίµαιος 52 Β)
Το ‘παρόν’ κείµενο αποτελεί µία ανίχνευση, µία συλ-λογή, ένα regressus in
infinitum. Η προ-έλευση του είναι φιλοσοφική, αλλά συγχρόνως απλώνεται πέραν της
φιλοσοφίας, εκτός του φιλοσοφικού χώρου. «∆ιότι η φιλοσοφία, κατά τη διάρκεια της
ιστορίας της, ορίστηκε ως ο αναστοχασµός της ποιητικής διάνοιξης»1. Υπάρχει ‘κύριος’
ποιητικός χώρος στον οποίο κατοικεί αυτό που γίνεται αντικείµενο αναστοχασµού στη
φιλοσοφική θεω-ρία;
Η επίµοχθη προσπάθεια του φιλοσόφου να παράγει έργο, η προοδευτική τάση που
υποκινείται από µία ιδανική τελεολογία, τελείται υπό τη φαντασµατική πλάνη της
αυτοπαρουσίας του όντως Όντος, της αυτενέργειας του πλαισίου της έρευνας. Στα περιθώρια
του πλαισίου (le tain de miroir, Dissemination, σ.39), όµως, το actus purus του φιλοσοφικού
θεωρού απ-ενεργοποιείται. Η µουσική υπόκρουση που περι-γράφει την κίνηση της
παρουσίας του περιθωρίου του πλαισίου από-εναρµονίζεται. Το γεγονός της έλευσης του
πέραν του φιλοσοφικού πλαισίου, της ηρακλείτειας «κρυφής αρµονίας», «είναι ακατανόητο,
διότι γίνεται σ’ εκείνη την πρότερη χώρα την οποία δεν µπορούµε να ορίσουµε παρά υπό το
κάλλυµα ενός ‘Όχι’»2. Αυτό το πέραν δεν γίνεται αντικείµενο αναπαράστασης ως
συµπλήρωµα του φιλοσοφικού πλαισίου, όπως θέλει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία και στον
Φαίδρο, ή ο Καντ στην πρώτη και δεύτερη Κριτική του, διότι δεν δύναται να τοποθετηθεί
είτε στην απουσία, είτε σε µία ενδεχόµενη παρουσία. Όπως προαναφέραµε, δεν αποτελεί το
τι που δύναται να παρουσιαστεί ως απάντηση στο οντολογικό ερώτηµα «Τι το Όν;», ως το
άρρητο βάθρο που προκαλεί ο φιλοσοφικός λόγος στην διαδικασία της εκδίπλωσης του.
«Αυτή η απουσία βάθρου, που δεν µπορούµε να µεταφράσουµε σε απόν βάθρο ή σε απουσία
ως βάθρο, προκαλεί και ανθίσταται σε κάθε διπολικό ή διαλεκτικό καθορισµό, σε κάθε
εκλογίκευση φιλοσοφικού τύπου και πιο αυστηρά κάθε οντολογικού τύπου»3.
Η εµµονή του Ντερριντά στην απεµπλοκή του φιλοσοφικού λόγου από το
χαιντεγγεριανό πρόταγµα της ιδιοποίησης του Όντος (Das Ereignis), το γεγονός, δηλαδή, της
παρουσίασης του Sein στο Dasein, έχει ως σηµείο αναφοράς την τρίτη χώρα όπου η
ενδιαίτηση του ανθρώπου καθίσταται αδύνατη. Το γεγονός της ιδιοποίησης εγκαθιδρύει ένα
οντολογικό µετρικό σύστηµα, του οποίου η πιο χαρακτηριστική έκφανση απαντάται στο
ποιητικό έργο, σύµφωνα µε τον Χάιντεγγερ. «Η λήψη του µέτρου γεφυρώνει το µεταξύ, που
φέρνει τον ουρανό και την γη κοντά. Αυτή η λήψη έχει το δικό της µέτρο, το δικό της
µετρικό σύστηµα»4. Για τον Χάιντεγγερ η ποιητική δραστηριότητα έχει εποικοδοµητικό
χαρακτήρα, καθώς εγείρει το ναό που στεγάζει τον Θεό. Ο Θεός είναι το ίδιον (proprius) του
1
Jacques Derrida, Force and Signification, (στην συλλογή Writing and Difference, trans. By Alan Bass,
Routledge, London 1995), σ.28.
2
Maurice Blanchot, The Space of Literature, University of Nebraska 1982, σ.222.
3
Jacques Derrida, Khora, Editions Galilee, Paris 1993, σ.37.
4
Martin Heidegger, «...Poetically Man Dwells», Poetry, Language, Thought, Harper Colophon Books,
New York 1971, σ.221. Πρβλ. Maurice Blanchot, L’ entretien infini, Gallimard, Paris, σ.135 : «La
parole est la mesure; toutefois, non pas qu’importe quelle parole».
2. ανθρώπου, δηµιουργία του ανθρώπου-ποιητή, ο οποίος προλειαίνει το γήινο έδαφος για την
καρποφόρηση της έλευσης του Όντος. Ο άνθρωπος κατοικεί ποιητικά (υπάρχει - ek-sist -
ποιητικά, όπως λέει ο Μπλανσώ), όπως παρουσιάζει το ποίηµα του Χέρντερλιν. Έτσι, η
ποίηση για τον Χάιντεγγερ έχει λειτουργικό χαρακτήρα, το ίδιον της οποίας είναι η
χωροθεσία του ταυτού που παρ-είναι, η πρόσληψη του µέτρου που κανονίζει την κίνηση της
παρουσίασης της α-λήθειας. Η προτεραιότητα του ποιητή έγκειται στην α-µεσότητα της
ακοής του µηνύµατος του Είναι, προτού αναδιπλασιαστεί στην γραφηµατική διαδικασία της
φιλοσοφικής απόδειξης. «Τα πάντα µπορούν ν’ αποδειχθούν, συναρτήσει των προϋποθέσεων
που έχουν ληφθεί»5. Το αναπόδεικτο βάσει της προτασιακής λογικής, παρ’ολ’αυτά,
δεικνύεται εντός του χώρου της ποίησης. Ακολουθώντας µία καθαρά Καντιανή στρατηγική
ιδεώδους µετάθεσης6, ο Χάιντεγγερ συµπληρώνει (supplement) την αδυναµία του
φιλοσοφικού λόγου να ανταποκριθεί στην κλήση του Είναι, επανεγγράφοντας αυτή την
αδυναµία στη δύναµη του ποιητικού λόγου. Επανεγγράφοντας κατ’αυτόν τον τρόπο την
εσωτεριστική λογική που χαρακτηρίζει το έργο του εν γένει, ανάγει το ποιητικό έργο σε µία
συµβολική πύκνωση, όπως την ονοµάσαµε στον πρόλογο µας, του Παρµενίδειου ‘Εόν
έµµεναι’7. Η τρίτη χώρα µετα-φράζεται ως ο χώρος της πρωταρχικής διαµάχης, ως το
σιωπηρό υπό-βαθρο ή άρρητη προ-υπό-θεση8 της διαλεκτικής παρουσίασης του Είναι, την
οποία ο ποιητής καλείται να εγγράψει στο έργο του. Η εγγραφή αποκτά προνοµιακό
χαρακτήρα βάσει των οντολογικά διακριβώσιµων κριτηρίων που παρουσιάζει ο Χάιντεγγερ.
Παρόµοια στρατηγική ακολουθεί και ο Χέγκελ στην Αισθητική του, όπου διατείνεται ότι η
λέξη στο ποιητικό έργο χάνει τον αόριστο χαρακτήρα της, ενώ µας προσθέτει στην αντίληψη
µία ενόραση του νοητού αντικειµένου, που δεν είναι άλλη παρά η γνώση του Πνεύµατος εν
εαυτού και αφ’εαυτού. Έτσι, η ποίηση συµπληρώνει µε άµεσο τρόπο αυτό που η φιλοσοφία
ξεχνά στη διαδικασία αναθύµησης του.
Ο Ντερριντά, τώρα, αντιστρέφοντας το χαιντεγγεριανό µοντέλο,
χαρακτηρίζει την ποίηση όχι ως ιδιοποίηση (appropriation) του Είναι, αλλά ως αποστέρηση
(expropriation) του Είναι. To Είναι, απλώνοντας την κυριαρχία του σε όλο το φάσµα του
εσωτερικού του πλαισίου, παραµένει τυφλό στο εκτός του πλαισίου, στο πέραν που εξωθεί
το εντός σε µία καταλυτική αποπλαισίωση. Η ποίηση για τον Ντερριντά είναι η γραφηµατική
αποτύπωση της µοναδικής σύγκρουσης του εντός µε το εκτός, µία σύγκρουση που δύναται
και δεν δύναται να επανεγγραφεί στο ολιστικό πλαίσιο του φιλοσοφικού λόγου, πόσο
µάλλον να µετα-φρασθεί. Το αµετάφραστο του ποιητικού λόγου, εάν µπορούµε ακόµα να
µιλάµε για λόγο, δεν σηµαίνει το οντολογικό θεµέλιο του φιλοσοφικού λόγου, αλλά την
απουσία θεµελίου, δηλαδή την πλήρη εξωτερικότητα της τρίτης χώρας. Ας αναθυµηθούµε τα
λόγια του Σωκράτη: «το δε µήτε εν γη µήτε που κατ’ουρανον ουδέν είναι». Άρα η Χώρα δεν
παρουσιάζεται στον ποιητικό λόγο ως το µετρικό σύστηµα που κανονίζει την εγγύτητα του
ουρανού στη γη, όπως διατείνεται ο Χάιντεγκερ, αλλά προυπάρχει αυτού: «και το µεν δη προ
τουτου παντα ταυτ’εχειν αλογως και αµετρως...πανταπασι γε µην διακειµενα ωσπερ εικος
εχειν άπαν όταν απη τινι θεός»9. Η αναφορά στη Χώρα εκπληρώνεται όχι µέσω µιας
5
idem, σ.222.
6
Όπως εκφαίνεται στο φιλοσόφηµα του τελευταίου που παρουσιάζεται στο «Θεµέλιο της
Μεταφυσικής της Ηθικής», η απόδειξη της θετικής ελευθερίας επιτελείται µέσω της ιδεώδους
µετάθεσης στην άχρονη χώρα του mundus intelligibilis, αποκαθαρµένου από κάθε αισθησιακό
στοιχείο. Η ίδια πουριτανική διάθεση διαφαίνεται στο κείµενο του Χάιντεγκερ, για παράδειγµα στην
σελ.216, όπου γράφει «Όσο πιο ποιητικός είναι ο ποιητής, τόσο πιο ελεύθερος ο λόγος του- τόσο
καθαρότερα υποτάσσει τον λόγο του σε ένα όλο και πιο επίπονο άκουσµα» (δική µας έµφαση). Την
ίδια φωνοκεντρική γραµµή ακολουθεί ο Μπλανσώ στο κείµενο που παραθέσαµε: «Ο ποιητής µιλάει
µόνον ακούγοντας» (οπ.παρ., σ. 226).
7
Πρβλ. Martin Heidegger, Early Greek Thinking- The Dawn of Western Philosophy, σσ.79-101.
Επίσης βλ. Hugh Silverman, Inscriptions, Routledge, New York 1987, Ch.16 ‘The limits of
logocentrism’, pp.281-293.
8
Για την χρήση της προυπόθεσης στον Χάιντεγγερ βλέπε Being and Time, sec.44 ( c ), και του ίδιου
Hegel’s Phenomenology of Spirit, Indiana University Press 1980, σ.32-39.
9
Πλάτωνας, Τίµαιος 53 Α-Β.
3. ιδεώδους µετάθεσης, αλλά µέσω της µετωνυµίας: «Αυτή θα αυτοµετατίθετο, µεταθέτοντας
τα ονόµατα, τα γένη του είναι σε γένη του λόγου»10. Έτσι αναιρείται και το επιχείρηµα του
Μπλανσώ, που αποδίδει στη Χώρα το κατηγόρηµα ‘πρότερη’. Η χρονογράφηση της
παρουσίας προϋποθέτει την παρουσία του πλαισίου. Η πρώτη είναι ο χρονισµός του
δευτέρου, δηλαδή η διαδικασία του έρχεσθαι-εις-φως. Η Χώρα µόνον σχηµατικά µπορεί να
χαρακτηρισθεί ως αρχαιότερη της διαλεκτικής φωτός/σκότους11, καλού/κακού. Ουσιωδώς,
είναι πέραν του καλού και του κακού, στο επέκεινα της µεταφυσικής της παρουσίας. «Το
‘πριν’ δεν σηµαίνει καµία χρονική προτεραιότητα»12. Μάρτυρας της είναι το καταπιεσµένο
ίχνος που επιζεί στη διαλεκτική αναίρεση των σταδίων της κίνησης του Απόλυτου
Πνεύµατος στον Χέγκελ13 ή η µοναδικότητα του αισθησιακού στοιχείου που εµπίπτει στην
λειτουργία της εµπειρικής διαίσθησης (intuitus empiricus), προτού επιτελεστεί η διανοητική
του διασπορά στις κατηγορίες της νόησης (σύµφωνα µε τον Καντ), ή ακόµα το αισθησιακό
stimulus προτού µετα-φρασθεί σε µνηµονικό ίχνος, στην πρώτη τοπολογία του Φρόυντ.
Ενώ η ποίηση αποκτά καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα για τους Καντ και Χέγγελ,
όπως και για τον Πλάτωνα ο οποίος την απεµπολεί από το πλαίσιο της ιδανικής Πολιτείας,
φοβούµενος την µιµητική της διάσταση, δηλαδή την δηµιουργία ανυπόστατων
φαντασµάτων, ο Ντερριντά καταφάσκει την δηµιουργική της αδυναµία. Αυτή η αδυναµία
έγκειται στον εξοβελισµό των σηµείων, στην αποκέντρωση τους αναφορικά µε ένα ιδεώδες
κέντρο που αποτελεί το προβολικό σηµείο προσέγγισης κάθε φιλοσοφήµατος. Η ποίηση δεν
παράγει έργο, δεδοµένου ότι δεν δουλεύει πάνω σε υλικό το οποίο έχει γίνει αντικείµενο
ιδιοποίησης του Πνεύµατος. Στο κείµενο του «Τι είναι η Ποίηση;» ο Ντερριντά προτείνει ότι
η αυτό-κατοχή του ποιήµατος το εκθέτει συγχρόνως στον κίνδυνο του τυχαίου. Το τυχαίο
εδώ δεν ορίζεται διαλεκτικά µέσω του αναγκαίου, ως το συµπληρωµατικό στοιχείο της
παντοδυναµίας του Πνεύµατος, αλλά ως αυτό που διακόπτει την κίνηση της αναγκαιότητας
και την εκθέτει σε κίνδυνο. Ο κίνδυνος δεν αποκαλύπτει τη δυνατότητα παρουσίας του Είναι,
όπως θα ήθελε ο Χάιντεγγερ, αλλά την παρείσφρηση στη διαλεκτική κίνηση του Είναι αυτού
του στοιχείου της µη-αναγώγιµης εξωτερικότητας την οποία καταφάσκει το ποίηµα. «Ένα
ποίηµα πάντοτε διατρέχει τον κίνδυνο να µην σηµαίνει,...και δεν θα ήταν τίποτα χωρίς αυτόν
τον κίνδυνο»14. Έτσι, το ποίηµα δεν καθορίζεται πλήρως µέσω της «έξεως του αληθεύειν»,
της κατοχής από το ίδιον που το εγγράφει στο ολοκληρωτικό του πλαίσιο, αλλά διατηρεί το
διαφορικό στοιχείο, προερχόµενο από την πρότερη κίνηση της διαφωράς (differance). Η
διαφωρά χωρίζει την φιλοσοφία και την ποίηση, ενώ καθιστά την τελευταία τόσο εγγύτερη,
όσο και πιο αποξενωµένη από την κίνηση της. Η αντιστροφή του Πλατωνικού µοντέλου
επιτελείται στο βαθµό που το τελευταίο έθεσε ως ύστατη κανονιστική αρχή τη θέαση της
Ιδέας του Καλού- ραίου. Οι συλλογισµοί που ξετυλίχθηκαν υπό την προϋπόθεση αυτής της
αρχής εξώθησαν την ποίηση τρεις βαθµίδες µακριά από την αλήθεια ως παρουσίας της Ιδέας.
Η χειρονοµία της αντιστροφής τοποθετεί την αναζήτηση της αλήθειας τρεις βαθµίδες µακριά
από την κίνηση της διαφωράς, τοποθετώντας την φιλοσοφία στο φαντασµατικό βάθρο που
γέννησε η προηγούµενη. Η τρίτη χώρα, το «εξ’ων η γένεσις», όπως ποίησε ο Αναξίµανδρος,
10
Jacques Derrida, Κhora, οπ.παρ., σ.20.
11
Ο Ντερριντά χαρακτηρίζει στο δοκίµιο του ‘Force and Signification’ την µεταφορά του φωτός ως
την «θεµελιώδη µεταφορά της δυτικής φιλοσοφίας ως µεταφυσικής» (βλ. Writing and Difference, σ.27)
Για έναν παραλληλισµό της χρήσης του ‘Lichtung’ µεταξύ των Χέγγελ και Χάιντεγγερ βλ. Werner
Marx, Heidegger and the Tradition, Northwestern University Press 1971, σ.57. Επίσης πρβλ. D.F.Krell,
Intimations of Mortality, Pennsylvania State University Press 1986, σσ.80-94.
12
Jacques Derrida, Khora, oπ.παρ., σ.92.
13
πρβλ.Jacques Derrida, Margins of Philosophy, trans. Alan Bass, Chicago University Press 1982,
σ,226: Η εγελιανή µέθοδος βασίζεται «στην κίνηση µίας ιδανικοποίησης. Αυτή περικλείεται στην
κυρίαρχη κατηγορία του διαλεκτικού ιδεαλισµού, δηλαδή της αναίρεσης (Aufhebung), συλ-λογής
(Erinnerung) που παράγει σηµεία, που τα εσωτερικεύει ανάγοντας, καταπιέζοντας, και διατηρώντας
την αισθησιακή εξωτερικότητα».
14
Jacques Derrida, Edmond Jabes and the Question of the Book,), στο Writing and Difference, σ.74.
4. το «τρίτο γένος»15, όπως ποίησε ο Σωκράτης στον Τίµαιο, η Χώρα, όπως επαναποίησε ο
Ντερριντά, αποτελεί τον χώρο της διαφωράς. Η γραφηµατική αποτύπωση της στην ποίηση
επαναλαµβάνει την κίνηση της αλλοίωσης που επιτελείται εντός-της, πέραν του φιλοσοφικού
πλαισίου, στα περιθώρια του. Ο Ντερριντά ονοµάζει αυτή την κίνηση «δοµικό
αναχρονισµό»16, εννοώντας την αναχρονία εντός του λογοκεντρικού πλαισίου που
ξεφυτρώνει στην απόπειρα λογοδοσίας για την Χώρα. Κάθε λόγος επί της χώρας αποτελεί
ήδη αναδιπλασιασµό της κίνησης της διαφωράς, χωρίς πρωτότυπο. Υπάρχει µόνον µία
ακουστική ψευδαίσθηση, όπως λέει ο Κίρκεγκωρ στο Postscript των ‘Φιλοσοφικών
Αποσπασµάτων’ του, µία αέναη σπειροειδής κίνηση στον κοχλία του αυτιού χωρίς
πρωταρχικό χτύπηµα (‘le coup dedans’, όπως το ονοµάζει ο Ντερριντά στο Eperons/Styles de
Nietzsche). Η σύµπλευση µε την κίνηση της διαφωράς, θα γεννούσε µία αέναη κατάφαση. Ο
σκοπός όµως είναι αδύνατος- τα µέσα περιορισµένα. Από την στιγµή που ο λόγος µπαίνει
ενεργά στο παιχνίδι, έχει ήδη υποστεί αναδιπλασιασµό- κάτι σαν την «διπλόην» στον
Σοφιστή του Πλάτωνα17, δηλαδή την κειµενική ραφή που διατείνεται ότι αντικατοπτρίζει τη
συνεκτική διαδοχή και υπερπήδηση των στοιχείων που σηµειώνει. Από τη στιγµή όµως που
σηµειώνει, έχει ήδη αρχίσει το παιχνίδι της αν-ίχνευσης, του αναχρονισµού, του
αναδιπλασιασµού. Το όνοµα µεθίσταται, η χώρα µετονοµάζεται. Μήπως δεν αποκτούµε την
µεταφυσική σιγουριά που µας δίνει το όνοµα «Χώρα» παραµένοντας «κακή τη πίστει» σε µία
κατάσταση νευρωτικής άγνοιας αναφορικά µε την (α)δυνατότητα εγγραφής της πρότερης
κίνησης της διαφωράς;
Η18 Χώρα είναι το ‘πανδεχές’, αλλά δεν πρέπει να περιµένουµε τίποτα από αυτήν. Ο
ποιητής καταφάσκει την άρνηση της, την αποδέχεται και σέβεται την ετερογενή φύση της. Ο
ποιητής δίνει χώρο (donner lieu) στην κίνηση της διαφωράς, πολύ προτού το δώρο του Είναι
15
Πρέπει να κατανοήσουµε τον αριθµό τρία όχι ως την ανώτερη σύνθεση δύο διαλεκτικών αντιθέσεων,
αλλά ως τον αριθµό «που δεν δίνει την ιδεώδη θεωρητική (speculative) επίλυση, αλλά το αποτέλεσµα
µίας στρατηγικής εν-τύπωσης (remarque) που αναφέρει, µέσω της µετωνυµίας και του simulacrum, το
όνοµα του ενός απ’τους δύο [διαλεκτικούς] όρους της αντιθέσεως στην απόλυτη εξωτερικότητα
(dehors absolu) , σ’ αυτή την απόλυτη ετερότητα που τυπώνεται στην διήγηση της διαφωράς» (Jacques
Derrida, La Dissemination, Editions du Seuil 1972, σ.31).
16
idem, σ.26.
17
βλ. Σοφιστής 265 Β «µίµησις ποίησις τις εστι, ειδώλων µεντοι, φαµέν, αλλ’ουκ αυτων εκαστων...».
Προτρέχοντας τον Αριστοτελιανό ορισµό της τραγωδίας, ο Ξένος στον Σοφιστή εξιχνιάζει την ποιητική
διάσταση της µίµησης, και αντίστροφα, ως δηµιουργία ειδώλων. Το είδωλο είναι απείκασµα του
ευατού του, χωρίς υπερβαίνουσα αλήθεια. Ο Ξένος, που δεν είναι άλλος από τον Σωκράτη, προσπαθεί
να εγείρει µία αναλογική σκάλα µεταξύ των διαφόρων µορφών της ‘ειδωλοποιικης τέχνης’ (264 C),
λαµβάνοντας ως βασική αρχή την εγγύτητα τους στη επιστήµη του όντως Όντος (Θεω-ρία). Έτσι,
προβάλλει δύο θεµελιώδη γένη: Ι. Η ‘µετά δόξης µίµησις, δοξοµιµητικήν προσείπωµεν’. ΙΙ. ‘µετ’
επιστήµης ιστορική τινά µίµησις’ (267 D-E). Σ’ αυτές τις µορφές αντιστοιχούν ο ειρωνικός και ο
απλούς µιµητής. Οι Σοφιστές, Ποιητές συγκαταλέγονται στην πρώτη οµάδα. Ο Ξένος παροµοιάζει το
έργο τους µε αυτό του καλού ράφτη, δηλαδή του κειµενο-γράφου, του παραγωγού κειµενικών ιστών,
χωρίς θεωρητική γνώση του υποβάθρου τους. Ο κειµενογράφος, ‘διπλόην ετ’ έχων’, αναδιπλασιάζει τις
δόξες, χωρίς να ενδιαφέρεται για το ‘ίδιον’ τους. Κάθε τι αυθεντικό (eigentliche) έχει ήδη βυθιστεί
στην λήθη, στην απάτη, κατά την διαδικασία συγγραφής-συρραφής, έχει γίνει αντικείµενο
αναδιπλασιασµού (dedoublement) χωρίς πρωτότυπο. «...το επιτυγχάνει [ενν. η κειµενικότητα] όχι µε το
να ανάγει την διπλότητα [double-effects], αλλά µε το να την επεκτείνει χωρίς πρωτότυπο» (Jacques
Derrida, The Post Card, From Socrates to Freud and Beyond, trans. By Alan Bass, University of
Chicago Press 1987).
18
Σε αυτό το σηµείο, η διαγραφή του οριστικού άρθρου ‘Η’ θα βοηθούσε στην κατανόηση της
αοριστίας της «Χώρας». Σε αυτή την στυλιστική κίνηση ακολουθούµε τον Λακάν, ο οποίος επιλέγει
στο κείµενο του «Le Dieu et la jouissance de la femme» να διαγράψει το άρθρο ‘la’ προκειµένου να
καταδείξει την (α)δυνατότητα πλήρους ένταξης της ‘γυναίκας’ στην συµβολική δοµή της γλώσσας.
Έτσι και µε την Χώρα, το όνοµα που της δίνουµε την υποκαθορίζει. «Άρα αυτό που λέγεται περί της
χώρας είναι ότι αυτό το όνοµα δεν καθορίζει κάποιον από τους γνωστούς τύπους,...προσληφθέντες από
τον φιλοσοφικό λόγο, δηλαδή από τον οντολογικό λόγο που αποτελεί τον Νόµο στον Τίµαιο» (Jacques
Derrida, oπ.παρ., σ.30).
5. (Es Gibt). ∆εν αποτελεί φιλοσοφούν υποκείµενο, αλλά ούτε προνοµιούχο παραλήπτη της
θείας έµπνευσης, όπως διατείνεται η εποποιική παράδοση. Ο λόγος περί Xώρας δεν µετα-
φέρει την κίνηση πέραν του ποιητικού κειµένου, αλλά το κείµενο γίνεται εντός της κίνησης
της διαφωράς, εκτός-εαυτού, πέραν του βιβλίου (hors-livre, hors soi). To ποιητικό κείµενο
δεν περι-κλείεται µέσα στα όρια του ποιητικού χώρου, διότι απλά δεν υπάρχει περι-
ορισµένος ποιητικός χώρος.
Εύλογα θα µπορούσε να τεθεί το εξής ερώτηµα σ’ αυτό το σηµείο: Γιατί η Χώρα
αποτελεί τον τόπο καταγωγής της φιλοσοφίας; Η απάντηση έχει ήδη δοθεί ως άρνηση- Η
Χώρα δεν είναι κύριο όνοµα, δεν υπάρχει τίποτα που θα αποτελούσε το αναφορικό
αντικείµενο της λέξης, διότι η λέξη αυτή δεν εν-τυπώνει το πράγµα. Το πράγµα, στην
συγκεκριµένη περίπτωση, είναι το πράγµα της ποίησης (la chose poetique, για να
παραφράσουµε τον Μπλανσώ), δηλαδή ένα µη-πράγµα. Το µη-πράγµα δεν ορίζεται
διαλεκτικά µέσω της δυνατότητας παρουσίας του πράγµατος στην κίνηση του γίγνεσθαι-
άλλος, αλλά σηµαίνει την ριζική απουσία (radical absence) κάθε σηµαινόµενου (signifie
transcendental) που θα ανταποκρινόταν στο σηµαίνον Χώρα. Εάν υπάρχει κάποια σχέση µε
ένα δυνητικό σηµαινόµενο είναι µία σχέση αναβολής και αναχρονισµού. Το παράδοξο είναι
ότι αυτή η σχέση καθίσταται σαν τέτοια εκτός του φιλοσοφικού εγχειριδίου, αποτελεί
δηλαδή µία µη-σχέση, σηµαίνει την απουσία σχέσης. Ο λόγος περί Χώρας δεν ανάγεται στην
λογοδοσία που επιβάλλει η αποφαντική οντολογία, αλλά ούτε διατηρεί το ερωτηµατικό που
θέτει η τελευταία, όπως κάνει ο Χάιντεγγερ. Μάλλον, διατηρεί το ερωτηµατικό, αλλά
συγχρόνως (du meme coup, at the same stroke) µας µεταθέτει πέραν αυτού, εκεί όπου η
ερώτηση πια δεν έχει σηµασία. Η Χώρα θα µπορούσε να σηµειωθεί µόνον µε την συνδροµή
µίας µακροχρόνιας έλλειψης: «.....................................................................». Η διάνοιξη του
ποιητικού χώρου θα γινόταν εφικτή υπό την προϋπόθεση η έναρξη του ποιήµατος να
αποτύπωνε µία έλλειψη. Η φιλοσοφική mise en scene θα άρχιζε µε µία manque en scene
(ή mise en abyme). Mία έλλειψη που εγγράφεται σαν ανοιχτή πληγή στο ποιητικό έργο, που
δεν παράγει έργο. Όπως λέει ο Ντερριντά στην ανάλυση του ποιητικού έργου του Jabes, «O
ποιητικός λόγος είναι ριζωµένος σε µία πληγή»19, ένα ανοιχτό τραύµα που δεν επουλώνεται
στην φαντασµατική αναίρεση του αρχι-ίχνους (arche-trace) κατά την κίνηση του Πνεύµατος.
Ίσως αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο η ποιητική γραφή είναι πιο επίπονη, δηλαδή το ότι
λείπει ο τόπος καταγωγής, η Καρτεσιανή σιγουριά που γεννά την χαρά στον πόνο. Ο
ποιητικός τόπος καταγωγής είναι ένας µη-τόπος, µία ου-τοπία. Το ποιητικό κείµενο δεν
εγείρει µία υπερ-τοπία, όπως το φιλοσοφικό κείµενο που εξοµοιώνει και αφοµοιώνει την
αρχή, αλλά ακούει προσεκτικά την πρωταρχική τριβή εντός της Χώρας και την
αναδιπλασιάζει. Ο αναδιπλασιασµός δεν επιτελείται εν είδει αναστοχασµού (εκλιπούσης,
δηλαδή, της δοµής της αυτοπάθειας-reflexion), διότι δεν υπάρχει τίποτα που να αποτελεί το
αντικείµενο ποιητικού στοχασµού. Μάλλον, αναδιπλασιάζει το κενό σηµείο,
επικαλύπτωντας το µε µία αέναη σειρά αλλοιωµένων σηµαινόντων. To κενό σηµείο ασκεί
την ύστατη βία στο κείµενο που εργάζεται εντός της Χώρας, αποτελεί το σηµείο µηδέν της
γραφής, για να χρησιµοποιήσουµε έναν προσφιλή µπαρτιανό όρο. «Πρέπει να κατανοήσουµε
το έργο στη βία που το ενώνει ως το µοναδικό γεγονός της ουσιώδους τριβής, εντός της
οποίας µόνον αυτό που βρίσκεται σε διαµάχη µπορεί να συλληφθεί και να
συγκεκριµενοποιηθεί»20.
Η Χώρα είναι και δεν είναι συγχρόνως στο ποιητικό κείµενο. Συλ-λέγεται εντός
αυτού, αλλά και διασπείρεται (se disseminer, se germiner) εκτός-εαυτού. «Το βιβλίο µπορεί
να απειληθεί µόνον από το τίποτα, το µη-Είναι, το µη-σηµαίνον»21, είναι «εκτός σηµασίας,
19
Jacques Derrida, Edmond Jabes and the Question of the Book, οπ.παρ., σ. 64. Πρβλ. Che Cos’e la
poesia?, σ.36: «Κανένα ποίηµα χωρίς ατύχηµα, κανένα ποίηµα που να µην ανοίγει σαν πληγή, αλλά και
κανένα ποίηµα που συνάµα να µην πληγώνει. Θα ονοµάσεις ποίηµα µια σιωπηλή επωδή, την άφωνη
πληγή, που από σένα επιθυµώ να την µάθω από στήθους».
20
Maurice Blanchot, οπ.παρ., σ.226.
21
Jacques Derrida, οπ.παρ., σ.76.
6. αλλότρια στην αλήθεια»22. Ο τόπος καταγωγής της φιλοσοφίας και της ποίησης, η Τρίτη
χώρα, γέννηµα του εαυτού της, πέραν της δηµιουργικής πνοής που ποιεί και ποιείται
εµφυσώντας ζωή στα νεκρά σηµεία, είναι η µόνιµη απειλή που στοιχειώνει την δοµική
συνοχή του φιλοσοφικού κειµένου.
H βασική διαφορά του Ντερριντά από τον Μπλανσώ έγκειται στο ότι ο ύστερος, ενώ
αναγνωρίζει την ουσιώδη έλλειψη που καθιστά το ποιητικό έργο ως τέτοιο, εν τούτοις
θεωρεί ότι αυτή η έλλειψη µπορεί να ερµηνευθεί µέσω της επανεγγραφής του αλλότριου
στοιχείου που απειλεί το έργο εντός του έργου ως δυνατότητας παρουσίας του σιωπηλού
θεµελίου του. Ο Μπλανσώ αναπαράγει την συµπληρωµατική διάσταση της παραδοσιακής
µεταφυσικής της παρουσίας, απλά µεταθέτει την δυνατότητα παρουσίας της θετικής άρνησης
που αντιπροσωπεύει το Απόλυτο Πνεύµα στον Χέγγελ, από το φιλοσοφικό πλαίσιο της
διαλεκτικής κίνησης, στην ποίηση. Έτσι, µπορούµε να πούµε ότι η ποίηση είναι εγγύτερη
στο όριο του ορίζοντα της δυνατότητας της εµπειρίας, σηµαίνει το µη-ιδιοποιήσιµο
περιθώριο του φιλοσοφικού πλαισίου, και µας δίνει την δυνατότητα να διαδούµε την
κατάλυση του. Η επανεγγραφή της ποίησης στο µυθολογικό πλαίσιο της φιλοσοφίας δίνει
την ψευδαίσθηση της κατοχής της από µία ανώτερη αλήθεια23, η οποία ταυτίζεται, µε µία
τυπική χειρονοµία διαλεκτικής αντιστροφής, µε την ουσιώδη µη-αλήθεια, ως η άλλη όψη του
ίδιου νοµίσµατος. Έτσι, ο Μπλανσώ κάνει λόγο για µία «κενή δύναµη», πού δεν είναι άλλη
από την δύναµη του εγελιανού Πνεύµατος, η οποία αναιρεί τις στιγµές της κίνησης του,
κατοικώντας σε αυτές και όντας συγχρόνως ανέστιο (τουλάχιστον µέχρι την επιστροφή στον
ιδεώδη εαυτό του στο τέλος της εµπειρίας). Αυτή η δύναµη φαίνεται να είναι « ο κύριος
(proprius) ορισµός της αόριστης και ασήµαντης ύπαρξης»24. Η ύπαρξη ανάγεται σε σκιά της
ανώτερης ύπαρξης του Πνεύµατος, τίποτα αµετάκλητα ορισµένο δεν δύναται να υπάρξει
εντός της εµπειρίας. Η εµπειρία σηµαίνει κατ’ουσίαν το εκφανέστατο, όπως στον Πλάτωνα,
όριο της, το οποίο ταυτίζεται µε το ά-πειρο. Το στερητικό δεν καταδείχνει, για τον
Μπλανσώ, όπως παρόµοια για τους Πλάτωνα, Χέγγελ, Χάιντεγγερ, την µη-ιδιοποιήσιµη
διαφωρά εκτός του φιλοσοφικού πλαισίου, αλλά το όριο του πλαισίου. Το όριο τίθεται
διαλεκτικά ως η αρνητική δύναµη που αναιρεί τα ιστορικά στάδια της εκδίπλωσης του
εαυτού του, «είναι η ζωή που υποβαστάζει τον θάνατο και διατηρείται εντός αυτού- ο
θάνατος, η εκπληκτική δύναµη της άρνησης, ή της ελευθερίας, µέσω του έργου του οποίου η
ύπαρξη αποξενώνεται από τον εαυτό της και αποκτά σηµασία»25. ∆ιαφορετικά (και όχι
αντιθέτως), για τον Ντερριντά, το στερητικό καταδείχνει την πρότερη έλλειψη, την οποία
εξοµοιώνει το φιλοσοφικό πλαίσιο ως τον τόπο καταγωγής του στο εντός, που δεν δύναται
να γίνει αντικείµενο αναπαράστασης από τον φιλοσοφικό αφαιρετισµό. Μία πρότερη
έλλειψη, πριν τον ιστορικό ή αυθεντικό χρόνο (όπως θα ήθελαν οι Χέγγελ και Χάιντεγγερ)
ωθείται αφ’εαυτής, χωρίς καµία αιτιώδη σχέση που θα την καθιστούσε εξαρτηµένη από κάθε
φιλοσοφική τελεολογία, σαν την επιστροφή του αισθησιακού ίχνους προτού µεταφρασθεί σε
µνηµονικό ίχνος. Η ποίηση κατά τον Μπλανσώ εντάσσεται στην κίνηση µίας µετα-γραφής,
µίας γραφής που έχει τις ρίζες της στην προφορική παράδοση του Πνεύµατος, σε µία
θανατογραφία, όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί ο Ντερριντά το θανατηφόρο έργο του
Απόλυτου Πνεύµατος στο Glas. Eάν κάτι αρνείται την ένταξη στους κόλπους του ποιητικού
έργου, αυτό δεν είναι άλλο από το υποτιθέµενο όριο του, το οποίο καθίσταται νόµιµο µόνον
ως εσωτερική συστηµατική αναγκαιότητα. Πέραν τούτου, το ποιητικό έργο καταφάσκει
χωρίς αναίρεση και αναχρονισµό στην πρότερη κίνηση εκτός του έργου (hors oeuvre), η
οποία εξοµοιώνεται στην κίνηση του Πνεύµατος, αποκτώντας τις γκρίζες αποχρώσεις της
αρνητικής Θεολογίας. «∆εν είναι τυχαίο ότι η διαλεκτική παράγει µόνον ένα φάντασµα της
22
Μaurice Blanchot, οπ.παρ., σ.229.
23
πρβλ. Jacques Derrida, The Post Card: From Socrates to Freud and Beyond, σ.468 για την ανώτερη
αλήθεια που αποδίδει ο Gide στο έργο τέχνης, ως αποτέλεσµα του επαγωγικού ορισµού της µίµησης
ως πισωγύρισµα (detour) της αλήθειας.
24
Maurice Blanchot, The Gaze of Orpheus, Station Hill Press 1981, σ.50.
25
idem, σ.61.
7. κατάφασης»26. «Αυτό που γράφεται παραδίδει αυτόν που πρέπει να γράψει σε µία κατάφαση
επί της οποίας δεν έχει καµία ισχύ, που δεν έχει καµία συνάρτηση, που δεν καταφάσκει
τίποτα...»27. Πέραν της αναίρεσης, υπάρχει (il y a) µία πρότερη αναβολή και διαφωρά
(differance) η οποία αναστέλλει την ιστορική κίνηση της φιλοσοφίας προτού καν
µεταφρασθεί σε ιστορία. Η ιστορική κίνηση της παρά-δοσης, της συγκατοίκησης µε αυτό
που παρα-δηλώνεται πάνω από/κάτω από την εµφάνιση της ιστορικής εποχής, στεγάζεται
στα µυθολογήµατα που γεννά ο αυτογέννητος καθαρός λόγος. Η έλευση του Όντος ως
επιστροφή στον τόπο καταγωγής (Οrt)28 γίνεται εντός του βιβλίου, σηµαίνει την τελείωση
του βιβλίου, το κλείσιµο του. «Το πρώτο βιβλίο, το µυθικό βιβλίο, η παραµονή πριν από
κάθε επανάληψη, έζησε µε την ψευδαίσθηση ότι το κέντρο φυλαγόταν από το παιχνίδι¨
αναντικατάστατο, αποµακρυσµένο από την µεταφορά και την µετωνυµία, ένα είδος
αδιαφοροποίητου πρώτου ονόµατος που θα µπορούσε να επικληθεί, αλλά όχι να
επαναληφθεί»29. Η υποτιθέµενη παρθενικότητα αυτού του πρωταρχικού τόπου, αυτού του
πρώτου ονόµατος, του υπερβατικού σηµαίνοντος, «φαίνεται τόσο παρθένα ώστε να µην έχει
πια παρθενική µορφή»30. Μόνον ένας ‘νόθος λογισµός’ θα µπορούσε να την διαµορφώσει,
παραµορφώνοντας την συγχρόνως. Ένας λογισµός που είναι το ‘ίδιον’ της ποίησης. Το
ποιητικό έργο, που δεν παράγει έργο, αποτελεί έναν αιωρούµενο ιστό ιχνών, των οποίων η
αρχή δεν υπάρχει στον λόγο. Αυτό που υπάρχει- il y a - είναι κάτι πρότερο του λόγου ως
ιεραρχικού συστήµατος καθαρών λογισµών, κάτι που δεν υπεισέρχεται στο καθεστώς των
κατηγοριών της νόησης ή του ιδεοληπτικού συστήµατος του Λόγου, µη δυνάµενο να
προκληθεί από αυτές. «Συνεπώς το ποίηµα λαµβάνει χώρα, κατ’ουσίαν, χωρίς να χρειάζεται
κάποιος να το κάνει: Αφήνεται να γίνει χωρίς ενεργητικότητα, χωρίς εργασία, µε το πιο
νηφάλιο πάθος, ξένο προς κάθε παραγωγή, προπάντων κάθε δηµιουργία»31.
Υπάρχει κάποιο σηµείο στο εντός του χώρου της φιλοσοφίας όπου η Χώρα κάνει την
παρουσία της εν απουσία; Ναι, στην «ρωγµή µέσα από την οποία διαφαίνεται, ακατονόµαστο
ακόµα, το είδωλο του πέραν του κλοιού»32. Μέσα από αυτή την ρωγµή διαβλέπουµε το τέλος
της ‘εποχής’ της µεταφυσικής της παρουσίας, και συγχρόνως την διάνοιξη του φιλοσοφικού
χώρου στην κίνηση της διαφωράς, µία διάνοιξη που επιτελείται µέσω της ποίησης.
«Ήταν µόνον µία τρύπα
στον τοίχο,
τόσο στενή που ποτέ
δεν θα µπορούσες να διέλθεις
για να πετάξεις.
Πρόσεχε τις κατοικίες. ∆εν είναι πάντοτε φιλόξενες».
Με αυτούς τους στίχους απ’το ‘Βιβλίο των ερωτήσεων’ ο Edmond Jabes µετα-φέρεται στο
τυφλό σηµείο του φιλοσοφικού κλοιού, απ’ όπου κάνει ένα µελαγχολικό πισωγύρισµα. ∆εν
αποτελεί, άραγε, αυτή η δυσβάσταχτη µελαγχολία την διαίσθηση του πάντοτε-ήδη (toujours-
deja, always already) εκπατρισµού του ίχνους από το πλαίσιο της φιλοσοφίας, εν ονόµατι
µίας αυτενεργούσας φαντασµατικής δοµής, ενός ασφυκτικού κλοιού? Πέραν τούτου, δεν
26
Gilles Deleuze, Nietzsche and Philosophy, σ.196.
27
Μaurice Blanchot, Space of Literature, σ.16.
28
Για µία κατατοπιστική ανάλυση της χαιντεγγεριανής έννοιας ‘Das Ort’, βλ. Jacques Derrida,
Geschlecht II (in Deconstruction and Philosophy, ed. By John Sallis, Chicago University Press 1987),
σ.192¨ «Αυτή η λέξη πρωταρχικά σηµαίνει την χώρα της συλ-λογής. Αυτός ο ορισµός της χώρας (site),
εκτός της υπόνοιας µίας ‘πρωταρχικής σηµασίας’, καθορίζει και όλη την αναζήτηση, ...και αυτό που
αποκαλεί ο Χάιντεγγερ ‘µεγάλος ποιητής’, µεγάλος ενόσω συνδέεται µε την ενικότητα της συλ-λογής
και ανθίσταται στις δυνάµεις της διασποράς και της µετάθεσης». (δική µας έµφαση)
29
Jacques Derrida, Ellipsis (in Difference and Repetition), σ.296.
30
Jacques Derrida, Khora, σ.95.
31
Jacques Derrida, Che cos’e la poesia?, µτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Ποίηση, Φθινώπορο-Χειµώνας
96, σ.36.
32
Jacques Derrida, Περί Γραµµατολογίας, µτφρ. Κωσής Παπαγιώργης, Εκδ.Γνώση 1990, σ.32.
8. είναι το «ίδιον» της φιλοσοφικής γραφής πάντοτε-ήδη εκπατρισµένο, µετα-φορικό? «Το
ζήτηµα λοιπόν δεν θα ήταν να αντιστρέψουµε την κυριολεξία και την µεταφορά, αλλά να
προσδιορίσουµε το ‘κυρίως’ νόηµα της γραφής ως την ίδια την µεταφορικότητα»33. Το
‘κυρίως’ της φιλοσοφικής γραφής ήταν πάντοτε το Άλλο, η µη αναγώγιµη εξωτερικότητα της
Χώρας. Σύµφωνα µε την χειρονοµία αντιστροφής που καταδείξαµε νωρίτερα, η φιλοσοφία
ως αληθειολογία απέχει τρεις βαθµίδες από την κίνηση της διαφωράς. Τώρα, τροποποιούµε
την χειρονοµία προκειµένου να αποφύγουµε τους διαλεκτικούς της απόηχους. Η φιλοσοφία
απέχει από την διαφωρά όχι ως προσεγγίσιµη ‘ουσία όντως ούσα’, όπως θα έλεγε ο
Αριστοτέλης, αλλά ως κατ’ουσίαν αφ’εαυτής εκπατρισµένη κίνηση, ως η «Άλλη νύχτα»,
όπως την αποκαλεί ο Μπλανσώ στο ‘L’espace litterraire’. Παρ’ολ’αυτά, «Μόνον µέσα
απ’την ευρύτατη και διηνεκή επανάλειψη της χαιντεγγεριανής σκέψης αναδύεται η έλλειψη,
από την οποία µπορεί να προσεγγιστεί το Άλλο του χαιντεγγεριανού σκέπτεσθαι»34.Η
µεταφορικότητα του φιλοσοφικού σηµείου είναι ακριβώς η αντεστραµµένη εικόνα της
κύριας σηµασίας-του, το είδωλο του χάσµατος εντός-του-βιβλίου. Το εγελιανό γίγνεσθαι-
άλλος συνυφαίνεται µε ένα γίγνεσθαι-ανέστιος, χωρίς επιστροφή. Ο πολλαπλασιασµός των
ιχνών και η ασυµπτωτική συρραφή τους κενώνουν τον χώρο της ποίησης, εντός του οποίου
«το τίποτα είναι πρωταρχικό»35. Αυτό δεν σηµαίνει, πρέπει να το επισηµάνουµε για µία
ακόµη φορά, το nihili locus ή τον ουράνιο θόλο όπου κατοικεί ο Θεός, απ’ όπου προέρχεται
η σηµασία του σε όλη της την διαύγεια και προς την οποία τείνει η διαδοχή των κοσµικών
σηµείων. Μάλλον, σηµαίνει το τρίτο γένος, όπου το γίγνεσθαι λαµβάνει χώρα εντροπικά, θα
λέγαµε, χωρίς κατεύθυνση και προ-ορισµό («τα δε κινούµενα άλλα αλλοσε αει φέρεσθαι
διακρινόµενα...» Τίµαιος 52 Ε36). Εκεί, στην τρίτη χώρα, όπου το γίγνεσθαι-ίδιος εν τω
άλλω37 αντιστρέφεται στην ανακοπή της διαλεκτικής πορείας, στην ειδωλική εξοµοίωση38
του γίγνεσθαι-άλλος εν απουσία κάθε δηµιουργικής πνοής.
33
idem, σ.34.
34
Simon Critchley, The Ethics of Deconstruction, σ.88.
35
Jacques Derrida, Edmond Jabes and the Question of the Book, σ.74. Και σ’ αυτή την φράση δεν
µπορούµε να κλείσουµε τα’ αυτιά στην ηχώ της φράσης του Γοργία ‘Μηδέν είναι’.
36
Aυτή η φράση του Σωκράτη συνοψίζει, πιστεύουµε, την ντερριντιανή διαφωρά, ως έναν «ετερογενή
και συγκρουόµενο ιστό» (όπως ορίζεται στο κείµενο ‘Le facteur de la verite’, στο Post Card, σ.414). Η
διαφωρά, βέβαια, διατηρεί µακρινούς απόηχους από τον Εµπεδοκλή (βλ. Απ.35, στ.6¨ «άλλα θέληµα
συνιστάµεν’ άλλοθεν άλλα»), καθώς και την αριστοτελική έννοια της ‘ετεροίωσης’, όπως συναντάται
στα Φυσικά. Πρβλ. La Dissemination, σ.338: «...il n’y a rien avant le groupe, aucune verite simple et
originaire [σ絨και εδώ θα προσθέταµε ‘κανένας χαιντεγγεριανός ‘Das Ort’] avant cette division par
laquelle la vie vient a se voir et la semence d’ entree de jeu se multiplie». H Xώρα δεν ορίζεται, όπως
συνεχίζει το παράθεµα από το Facteur de la Verite. Είναι χωρίς όριο και Αρχή, αποτελεί το ‘γενικό
κείµενο’, ή την ‘γενική οικονοµία’, όπως ορίζεται στο κείµενο ‘From Restricted to General Economy:
A Hegelianism without reserve’, δανειζόµενος τον σχετικό όρο από τον G.Bataille. Σε αυτόν τον
φιλοσοφικό λόγο περί Χώρας ο Ντερριντά συναντά τον Λεβινάς, στην προσπάθεια του τελευταίου να
αδράξει την αν-αρχία, όπως την αποκαλεί στο Autrement qu’ Etre ou Au dela de la Metaphysique, της
µη-αναγώγιµης πολλαπλότητας που δεν συν-οψίζεται στον Οντοθεολογική παράδοση, αλλά την
υπερβαίνει, σε αναζήτηση - και ας µας επιτραπεί το πισογύρισµα στον Αριστοτέλη- της κίνησης της
ετεροίωσης. Πρβλ. Gilles Deleuze, Athlone Press, London 1994, σ.37 και αντιπαράβαλλε µε την
ανάλυση της χαιντεγγεριανού µετρικού συστήµατος, όπως το εκθέσαµε πιο πάνω: «Αυτό το
οντολογικό µέτρο είναι εγγύτερο στην απροσµέτρητη κατάσταση πραγµάτων, παρά στο πρώτο µέτρο.
Αυτή η οντολογογική ιεραχρχία είναι εγγύτερη στην ύβρη και αναρχία των όντων, παρά στην πρώτη
ιεραρχία [σηµ. εν είδει µίας Analogia Entis]». Aυτή την κατάσταση ονοµάζει ο Ντελέζ ‘νοµαδικό
νόµο’.
37
Σ’ αυτό το σηµείο, διατηρώντας κάποια επιφύλαξη σχετικά µε τον διαφορετικό λόγο που
χρησιµοποιούν οι Ντελέζ και Ντερριντά, ας παραθέσουµε ένα απόσπασµα από το ‘∆ιαφορά και
Επανάληψη’ του πρώτου, που µας βοηθάει να διαδούµε τις οµοιότητες µεταξύ της νιτσεικής έννοιας
της ‘Αιώνιας επιστροφής του Ίδιου’, που εισήχθη στον Ζαρατούστρα, και της αρχής του γίγνεσθαι που
πρωτοεµφανίστηκε µε τον Ηράκλειτο, αποτέλεσε θεµέλιο λίθο των διακλαδώσεων της σκεπτικιστικής
παράδοσης και, σύµφωνα µε την γνώµη µας, παραµένει σε λειτουργία στο πλαίσιο της ντερριντιανής
στρατηγικής έννοιας που ονοµάζεται ‘Γενική Οικονοµία’, ενώ οριοθετεί (ή σκηνοθετεί) την κίνηση της
9. Ας ανακεφαλαιώσουµε, αναστοχαζόµενοι τα παρελθόντα γραφήµατα, αλλοιώνοντας
τα στην διαδικασία ανα-κεφαλαίωσης, αποφεύγοντας το κλείσιµο του κειµένου.
Προσπαθήσαµε να καταδείξουµε πως η µη λειτουργική διάσταση της ποίησης έγκειται στην
αδυναµία της να συµπληρώσει την φιλοσοφία στην θεµελίωση του οντολογικού της
υπόβαθρου. Το οντολογικό υπόβαθρο διασπείρεται (se disseminer) στην παρείσφρηση της
πρότερης κίνησης της διαφωράς, που χωρίζει, χωρίς αναγκαία να χωροθετεί, την φιλοσοφία
στον ιδιάζοντα (proprius) χώρο της. Ο ιδιάζων χώρος της φιλοσοφίας επανατίθεται στην
κίνηση που προυπάρχει της διαλεκτικής επανάληψης/επιστροφής του Πνεύµατος µέσω των
ρηγµάτων (lacunae) στην δοµή της. Τα ρήγµατα ως κενά σηµεία του Λόγου δεν
επανασυλλέγονται στην ολιστική του δοµή39, αλλά εξοµοιώνονται (se simuler, αλλά και se
dissimuler) στα ποιητικά σηµεία που δηλώνουν την απουσία της τρίτης χώρας.
διαφωράς (Η οποία, όπως πιστεύουµε, αποτελεί επανεγγραφή της ροµαντικής έννοιας της άπειρης
παραγωγικότητας της φύσης. Βλ. Ideas of a Philosophy of Nature: An Introduction to the study of this
Science, trans. E.E.Harris & P.Heath, Cambridge University Press 1988, σ.289: «Σκεφτείτε έναν
ποταµό που είναι καθαρή ταυτότητα...Στην φύση τίποτα δεν µπορεί πρωταρχικά να διαφοροποιηθεί.
Όλα τα προιόντα [παράγωγα, ποιήµατα] βρίσκονται ακόµα διεσπαρµένα και αόρατα σε µία κατάσταση
γενικής παραγωγικότητας). «Η αιώνια επιστροφή δεν φέρνει πίσω ‘το ίδιο’, αλλά η επιστροφή συνιστά
το ίδιο αυτού που γίγνεται. Η επιστροφή είναι το γίγνεσθαι-ίδιος του ίδιου του γίγνεσθαι» (Gilles
Deleuze, Difference and Repetition, σ.41. Για µία ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση των ερµηνειών της
νιτσεικής ‘έννοιας’ της αιώνιας επιστροφής του Ίδιου που έδωσαν οι Ντελέζ και Χάιντεγγερ, βλέπε το
τελευταίο µέρος του δοκιµίου του David Wood µε τίτλο ‘Nietzsche’s Transvaluation of Time
’ (στο Exceedingly Nietzsche: Aspects of Contemporary Nietzsche Interpretation, ed. By David Farrell
Krell and David Wood, Routledge, London 1988), σσ.31-62). Mε αυτούς τους όρους µία ταυτολογική
πρόταση που θα εντύπωνε συµβολικά την ταυτότητα του γίγνεσθαι µε τον εαυτό του θα σηµείωνε απλά
την επ’ άπειρον αναδροµική κίνηση των detours σε αναζήτηση του arche-trace. Το αρχι-ίχνος δεν είναι
άλλο από το αρνητικό όριο που περι-γράφει η ποίηση, δηλαδή η αποστέρηση στον πυρήνα της
φιλοσοφίας του τέλους της επαναληψιµότητας στην διαδικασία του γίγνεσθαι-άλλος. Εποµένως, η
(αν)αρχή της διαφωράς είναι αδύνατον να αρθρωθεί προτασιακά, δηλαδή εντός του ολιστικού
πλέγµατος της δυτικής µεταφυσικής. Η εξοµοίωση (simulation), υποταγή δηλαδή του γίγνεσθαι-άλλος
στο γίγνεσθαι-ίδιος επιτελείται µέσω του Ίδιου, που δεν είναι άλλο παρά η ιδανικοποίηση (sublimation)
της επανάληψης σε επιστροφή, µε την παρεµβολή της θεµελιώδους θεολογικής έννοιας της
δυνατότητας (potentia) ολοκλήρωσης της κίνησης. H (πρότερη) έλλειψη αναφοράς ανάγεται, κατ’
αυτόν τον τρόπο, στην αυτό-αναφορικότητα του ιδιο-ποιητικού ολοκληρωτισµού.
38
Πρβλ. το παράθεµα από το Dissemination, στην υπ.15.
39
Βλ. Gilles Deleuze, οπ.παρ., σ.35. «Συνεπακόλουθα, η διαφορά παύει να είναι αυτοπαθής και αποκτά
µία πραγµατική έννοια µόνον σηµαίνοντας καταστροφές¨ είτε ρήγµατα στην συνεχή σειρά των
οµοιοτήτων, είτε ανυπέρβλητα κενά µεταξύ των αναλογικών δοµών».
10. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μaurice Blanchot, The Space of Literature, University of Nebraska 1982
Maurice Blanchot, The Gaze of Orpheus, Station Hill Press 1981
Maurice Blanchot, L’ Entretien Infini, Gallimard, Paris 1969
Simon Critchley, The Ethics of Deconstruction, Blackwell, Oxford 1993
Gilles Deleuze, Difference and Repetition (trans. by Paul Patton), Athlone Press, London
1994
Gilles Deleuze, Nietzsche and Philosophy (trans. by Hugh Tomlinson), Athlone Press,
London 1993
Jacques Derrida, Writing and Difference (trans. By Alan Bass), Routledge, London 1995
Jacques Derrida, Khora, Editions Galilee, Paris 1993
Jacques Derrida, La Dissemination, Editions du Seuil, Paris 1972
Jacques Derrida, Che Cos’e la Poesia, µετφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Ποίηση Φθινώπορο-
Χειµώνας 1996
Jacques Derrida, Περί Γραµµατολογίας, µτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση 1990
Jacques Derrida, The Postcard: From Socrates to Freud and Beyond, trans. by Alan Bass,
University of Chicago Press 1987
Jacques Derrida, Margins of Philosophy, trans. Alan Bass, University of Chicago Press 1982
Martin Heidegger, Poetry, Language, Thought, Harper Colophon Books, New York 1971
Πλάτωνας, Τίµαιος, the Loeb Classical Library, Harvard University Press 1956
Πλάτωνας, Σοφιστής, the Loeb Classical Library, Harvard University Press 1977
John Sallis (ed.), Deconstruction and Philosophy, Chicago University Press 1987.