1. Ενότητα 1: Σο ερώτημα για τη
δυνατότητα τησ γνώςησ
Υελλαχύδου οφύα, Υιλόλογοσ
2.
3. Μπορούμε
να γνωρύςουμε τον κόςμο μασ;
Οι γνώςεισ μασ εύναι αληθεύσ;
Ρενϋ Μαγκρύτ, Ξεπατίκωμα 1966
Η αριςτερό μορφό μοιϊζει να
ϋχει κοπεύ από την
κουρτύνα, αφόνοντϊσ μασ να
δούμε την αμμουδιϊ και τη
θϊλαςςα. Αυτό όμωσ δεν εύναι
ςωςτό.
4. Ο
κόςμοσ που μασ περιβϊλλει εύναι
αληθινόσ;
Οι αιςθόςεισ μασ εύναι αξιόπιςτοι μϊρτυρεσ
τησ πραγματικότητασ; ό μασ εξαπατούν;
8. Οπαδού του
Πύρρωνα από την Ηλεύα (3οσ
αι. π.Φ.), Αινιςήδιμοσ, Αγρίππασ, έξτοσ
Εμπειρικόσ.
κεπτικιςμόσ με
πρακτικό χαρακτόρα
απϋβλεπε ςτην αταραξία, την ψυχικό
γαλόνη, ύςτερα από την αποδοχό τησ
ϊποψησ ότι η γνώςη εύναι ανϋφικτη.
9. Για
κϊθε θϋμα υπϊρχουν δύο αντύθετεσ
αλλϊ ιςοδύναμεσ απόψεισ: ιςοςθένεια
λόγων οφεύλουμε να «επέχουμε» = να
τηρούμε ςτϊςη ουδετερότητασ.
Δϋκα τρόποι = επιχειρόματα (διαφορετικϋσ
εντυπώςεισ για το ύδιο πρϊγμα, ανϊλογα με
τη ςυναιςθηματικό κατϊςταςη, την
απόςταςη, τη ζωηρότητα και την ευκρύνεια
ςύλληψησ των αντικειμϋνων...).
10.
Παραθέτουμε ςτη ςυνέχεια κάποιουσ από τουσ δέκα
"τρόπουσ" των ςκεπτικών:
α. Σα ύδια πρϊγματα γύνονται αντιληπτϊ με διαφορετικό τρόπο από
τα διϊφορα ζώα. Σο θαλαςςινό νερό, για παρϊδειγμα, δεν το πύνει ο
ϊνθρωποσ, ενώ για τα ψϊρια εύναι πόςιμο και πολύ ευχϊριςτο.
β. Σο ύδιο πρόςωπο ςχηματύζει διαφορετικϋσ εντυπώςεισ για τα ύδια
πρϊγματα, ανϊλογα με το αν εύναι ϊρρωςτο ό υγιϋσ, μεθυςμϋνο ό
νηφϊλιο, λυπημϋνο ό χαρούμενο κτλ. Όςοι κοιμούνται, για
παρϊδειγμα, βλϋπουν όνειρα που βϋβαια δεν τα βλϋπουν όςοι
βρύςκονται ςε εγρόγορςη. Και οι πειναςμϋνοι βρύςκουν νόςτιμα
οριςμϋνα φαγητϊ, που ςτουσ χορτϊτουσ προκαλούν αποςτροφό.
γ. Σα πρϊγματα μασ φαύνονται διαφορετικϊ ανϊλογα με την
απόςταςη από την οπούα τα παρατηρούμε και με τον τόπο ςτον
οπούο βρύςκονται. Από μακριϊ, για παρϊδειγμα, ϋνα πλούο φαύνεται
μικρό και ακύνητο, ενώ από κοντϊ φαύνεται μεγϊλο και κινούμενο.
Και το κουπύ τησ βϊρκασ, όταν εύναι ϋξω από το νερό, εύναι ύςιο, ενώ
μϋςα ςτο νερό φαύνεται "ςπαςμϋνο".
11.
δ. Ποτϋ δεν αντιλαμβανόμαςτε ϋνα αντικεύμενο ωσ κϊτι
ξεχωριςτό και απομονωμϋνο, αλλϊ πϊντοτε ςε ςυνδυαςμό με
ϊλλα αντικεύμενα, πρϊγμα που μασ εμποδύζει να ςχηματύςουμε
ςαφό εικόνα για τη φύςη και τισ ιδιότητϋσ του. Ένα ςώμα, για
παρϊδειγμα, μϋςα ςτο νερό φαύνεται ελαφρύτερο από ό,τι ϋξω
από αυτό.
ε. Οι εντυπώςεισ μασ εξαρτώνται από τη ςυχνότητα εμφϊνιςησ
των αντύςτοιχων αντικειμϋνων. Όςο πιο ςπϊνια εύναι η
εμφϊνιςη ενόσ πρϊγματοσ, τόςο πιο ζωηρό εύναι η εντύπωςη
που αυτό μασ προκαλεύ. Ο όλιοσ, για παρϊδειγμα, παρϊ το
εκτυφλωτικό φωσ του, δεν αποτελεύ αντικεύμενο θαυμαςμού,
γιατύ εμφανύζεται καθημερινϊ, ενώ δε ςυμβαύνει το ύδιο με ϋναν
κομότη που ςυγκριτικϊ εύναι αςόμαντοσ.
ςτ. Οι αντιλόψεισ και τα όθη, οι θρηςκευτικϋσ πεποιθόςεισ και οι
κϊθε εύδουσ δοξαςύεσ διαφϋρουν από τόπο ςε τόπο και από
εποχό ςε εποχό. Ενώ οριςμϋνοι πρωτόγονοι, για παρϊδειγμα,
θεωρούν τισ ανθρωποθυςύεσ κϊτι το φυςικό και το αυτονόητο,
για τουσ πολιτιςμϋνουσ εύναι κϊτι το αποτρόπαιο και το
αδιανόητο".
έξτοσ Εμπειρικόσ, Πυρρώνειαι Υποτυπώςεισ
12.
"ύμφωνα με τον Σύμωνα, ο Πύρρων διακόρυξε ότι εύναι
εξύςου αδύνατο να διακρύνουμε, να μετρόςουμε και να
κρύνουμε τα πρϊγματα
(αδιϊφορα, αςτϊθμητα, ανεπύκριτα). Γι' αυτόν τον
λόγο, ούτε τα δεδομϋνα των αιςθόςεών μασ ούτε οι
κρύςεισ μασ εύναι ψευδεύσ ό αληθεύσ. Δεν πρϋπει ςυνεπώσ
να ςτηριζόμαςτε ς' αυτϋσ, αλλϊ πρϋπει να αποφεύγουμε
να διατυπώνουμε κρύςεισ, να μην κλύνουμε προσ τη μύα ό
την ϊλλη ϊποψη, και να εύμαςτε
κατηγορηματικού, λϋγοντασ για κϊθε επιμϋρουσ πρϊγμα
ότι εύναι όχι περιςςότερο από ότι δεν εύναι, ό ότι και
εύναι και δεν εύναι, ό ότι ούτε εύναι ούτε δεν εύναι. Για
όςουσ υιοθετούν αυτό τη ςτϊςη η ςυνϋπεια θα εύναι να
φτϊςουν πρώτα ςτην ϊρνηςη να διατυπώνουν
ιςχυριςμούσ (αφαςύα) και κατόπιν ςτην ψυχικό ηρεμύα
(αταραξύα). […]
13. Καρνεάδησ,
Δύδαξαν
Αρκεςίλαοσ
ςτην Ακαδημύα του Πλϊτωνα
Τποςτόριξαν ότι
μπορούμε να δεχτούμε πωσ
οι πεποιθόςεισ μασ ϋχουν κϊποιον βαθμό
πιθανότητασ να εύναι αληθεύσ, και δε μασ
παρϋχουν καμιϊ βεβαιότητα.
16.
Γενικεύοντασ τη διαπύςτωςη ότι ςυχνϊ μασ εξαπατούν οι
αιςθόςεισ μασ, διατύπωςε κϊποιεσ υπερβολικϋσ
ςκεπτικιςτικϋσ υποθϋςεισ.
Τποςτόριξε ότι δεν μπορούμε να ξεχωρύςουμε με
βεβαιότητα την κατϊςταςη του ονεύρου από εκεύνη τησ
εμπειρύασ μασ, όταν εύμαςτε ξύπνιοι.
Τπϋθεςε ότι οι «αλήθειεσ» θα μπορούςαν να μην ιςχύουν
ςτην πραγματικότητα, αλλϊ κϊποιοσ “μοχθηρόσ
δαύμονασ” να μασ κϊνει να τισ πιςτεύουμε. Η υπόθεςη
μϊλιςτα αυτό του “μοχθηρού δαύμονα” ϋχει αναβιώςει
ςτισ μϋρεσ μασ ςε μυθιςτορόματα επιςτημονικόσ
φανταςύασ, ςτα οπούα τον ρόλο του πανούργου δαύμονα
παύζει τώρα κϊποιοσ τρελόσ επιςτόμονασ που μασ
εξαπατϊ, χωρύσ να το γνωρύζουμε.
18.
“Η πιο ακραύα εκδοχό του ςκεπτικιςμού για τον εξωτερικό κόςμο και τη
ςχϋςη μου μαζύ του εύναι το να φανταςτώ ότι δεν ϋχω καν ςώμα. Δεν εύμαι
παρϊ ϋνασ εγκϋφαλοσ που επιπλϋει μϋςα ς’ ϋνα δοχεύο με χημικϋσ ουςύεσ.
Ένασ ςατανικόσ επιςτόμονασ ϋχει ςυνδϋςει με καλώδια τον εγκϋφαλό μου
κατϊ τϋτοιον τρόπο, ώςτε να ϋχω την ψευδαύςθηςη τησ αιςθητηριακόσ
εμπειρύασ. Ο επιςτόμονασ ϋχει καταςκευϊςει κϊτι ςαν μηχανό εμπειριών.
Μπορώ να ςηκωθώ και να πϊω ςτα μαγαζιϊ για ν’ αγορϊςω εφημερύδα.
Ωςτόςο, όταν το κϊνω αυτό, το μόνο που ςυμβαύνει ςτην ουςύα εύναι ότι ο
επιςτόμονασ ενεργοποιεύ οριςμϋνα νεύρα ςτον εγκϋφαλό μου, ϋτςι ώςτε
να ϋχω την ψευδαύςθηςη ότι το κϊνω. Όλεσ οι εμπειρύεσ που νομύζω ότι
βιώνω μϋςα από τισ πϋντε αιςθόςεισ μου εύναι ςτην πραγματικότητα
αποτϋλεςμα τησ διϋγερςησ του αςώματου εγκεφϊλου μου απ’ αυτόν τον
ςατανικό επιςτόμονα. […] Αυτό η κατϊςταςη δεν εύναι τόςο τραβηγμϋνη
όςο ύςωσ ακούγεται. Οι επιςτόμονεσ κϊνουν όδη πειρϊματα με
προςομούωςη τησ πραγματικότητασ ςε ηλεκτρονικούσ υπολογιςτϋσ, που
ονομϊζεται “εικονικό πραγματικότητα”.
19. ERGO SUM (ςκέφτομαι, άρα
υπάρχω):
Για ϋνα πρϊγμα μπορεύ ο ϊνθρωποσ να εύναι
βϋβαιοσ: ότι τη ςτιγμό που αμφιβϊλλει
πρϋπει να υπϊρχει ο ύδιοσ.
COGITO
20.
«κεπτόμενοσ ότι όλεσ αυτϋσ οι ύδιεσ ςκϋψεισ που κϊνουμε
ξύπνιοι μπορούν να μασ ϋλθουν όταν κοιμόμαςτε, χωρύσ όμωσ
και να εύναι καμιϊ τουσ αληθινό, αποφϊςιςα να υποθϋςω ότι
δϋχομαι πωσ όλα τα πρϊγματα που εύχαν ποτϋ μπει ςτο πνεύμα
μου δεν όταν περιςςότερο αληθινϊ από τισ ψευδαιςθόςεισ των
ονεύρων μου. Αμϋςωσ όμωσ κατόπιν πρόςεξα ότι, ενώ εγώ όθελα
να ςκεφτώ ϋτςι, πωσ όλα όταν ψεύτικα, ϋπρεπε αναγκαςτικϊ
εγώ που το ςκεφτόμουν να όμουν κϊτι. Και παρατηρώντασ πωσ
αυτό η αλόθεια: ςκϋφτομαι, ϊρα υπϊρχω όταν τόςο γερό και
τόςο ςύγουρη, ώςτε όλεσ μαζύ οι εξωφρενικϋσ υποθϋςεισ των
ςκεπτικών φιλοςόφων δεν όταν ικανϋσ να την
κλονύςουν, ϋκρινα πωσ μπορούςα να την παραδεχτώ δύχωσ
ενδοιαςμούσ ςαν την πρώτη αρχό τησ φιλοςοφύασ που
αναζητούςα».
21.
«Σο ότι λ.χ. περπατώ μπορεύ να εύναι κϊτι που το φαντϊζομαι ςτο όνειρό
μου, το ότι όμωσ εύμαι ϋνα ον που ϋχει ςυνεύδηςη δεν εύναι δυνατόν να
αποτελεύ απλώσ και μόνο αποκύημα τησ φανταςύασ μου, γιατύ και η
φανταςύα εύναι ϋνα εύδοσ ςυνεύδηςησ. […] Θα υποθϋςω ότι δεν υπϊρχει
ϋνασ ϊριςτοσ Θεόσ, πηγό τησ αλόθειασ, αλλϊ κϊποιοσ κακόβουλοσ
δαύμονασ, παντοδύναμοσ και παμπόνηροσ, που χρηςιμοποιεύ όλη την
πανουργύα του για να με ξεγελϊ. Θα θϋςω ότι ο ουρανόσ, ο αϋρασ, η γη, τα
χρώματα, τα ςχόματα, οι όχοι και όλα τα εξωτερικϊ πρϊγματα δεν εύναι
τύποτα ϊλλο από ονειρικού εμπαιγμού διϊ των οπούων εκεύνοσ ςτόνει
παγύδεσ ςτην ευπιςτύα μου. Θα θεωρόςω τον εαυτό μου ςαν να μην ϋχω
χϋρια, μϊτια, ςϊρκα, αύμα ό αιςθόςεισ, αλλϊ να νομύζω εςφαλμϋνα ότι τα
ϋχω αυτϊ. […] Αν όμωσ με ξεγελϊ εύναι αναμφύβολο ότι υπϊρχω· και ασ με
ξεγελϊ όςο θϋλει, αφού δε θα με κϊνει ποτϋ να μην εύμαι τύποτα όςο θα
ςκϋφτομαι ότι εύμαι κϊτι. Ώςτε […] πρϋπει εντϋλει να καταλόξω ότι η
απόφανςη, Εγώ εύμαι, εγώ υπϊρχω, αληθεύει αναγκαύα όποτε την
προφϋρω ό τη ςυλλαμβϊνω ςτο πνεύμα μου. […] Αλλϊ τι εύμαι λοιπόν;
κεπτόμενο πρϊγμα. Σι εύναι αυτό; Εύναι ϋνα πρϊγμα που
αμφιβϊλλει, νοεύ, βεβαιώνει, αρνεύται, θϋλει, δε θϋλει, φαντϊζεται επύςησ
και αιςθϊνεται…»
22. Οντολογικό
επιχείρημα:
την ψυχό μασ ϋχουμε ϋμφυτεσ ιδϋεσ.
Μια ϋμφυτη ιδϋα μασ εύναι αυτό τησ
τελειότητασ.
Ωσ ατελό όντα δεν μπορεύ να την
δημιουργόςαμε εμεύσ, ϊρα μασ υπαγορεύθηκε
από ϋνα τϋλειο ον, όπωσ ο Θεόσ.
Ωσ τϋλειο ον ο Θεόσ, πρϋπει να υπϊρχει. (η
τελειότητα κρύβει την ύπαρξη ενώ η
ανυπαρξύα εύναι ϋνα εύδοσ ατϋλειασ).
23. Ο
Θεόσ υπϊρχει.
Φϊρη ςτην ϊπειρη καλοςύνη, την απϋραντη
ςοφύα και την ατελεύωτη δύναμη του δε θα
μασ ϊφηνε να ζούμε μόνιμα μϋςα ςε
ψευδαιςθόςεισ και παραιςθόςεισ.
Άρα δεν εύμαςτε ϋρμαιο του κακού
δαύμονοσ.
24. Έτςι,
οι υπερβολικϋσ ςκεπτικιςτικϋσ
αμφιβολύεσ τισ οπούεσ επινόηςε ο Ντεκϊρτ,
ςτο ςύνολό τησ, παραμϋνουν αναπϊντητεσ:
Τπϊρχουν ϊραγε ϊλλα υλικϊ αντικεύμενα και
πρόςωπα πϋρα από τον νου του υποκειμϋνου
που γνωρύζει πωσ υπϊρχει εφόςον ςκϋφτεται;
Πώσ μπορεύ κϊποιοσ να ςιγουρευτεύ ότι οι
πεποιθόςεισ του για τον κόςμο δεν εύναι απλώσ
προώόντα ονεύρου ό παραύςθηςησ;
26.
Η γνώςη μασ προϋρχεται από τισ αιςθόςεισ
επειδό οι αιςθόςεισ μασ απατούν, δεν μπορούμε να
εύμαςτε βϋβαιοι ότι υπϊρχει αντικειμενικό
πραγματικότητα.
Ακραύοσ ςκεπτικιςμόσ: κϊθε γνώςη που αποδεικνύει
ότι η εξωτερικό πραγματικότητα υπϊρχει =
ανεπαρκόσ.
Γνόςια επιςτημονικό γνώςη μόνο αυτό που
ερμηνεύει τισ ςχϋςεισ των ιδεών, όπωσ εύναι τα
μαθηματικϊ. Η γνώςη που προϋρχεται από τισ
φυςικϋσ επιςτόμεσ εύναι επιςφαλόσ.
27. Αυθαίρετη
Ανϊμεςα
η αρχή τησ αιτιότητασ:
ςτο γεγονόσ-φαινόμενο που
προηγεύται και ς' αυτό που ϋπεται υπϊρχει
μόνο μια χρονικό αλληλουχύα. Η αιτιώδησ
ςχϋςη που τουσ αποδύδουμε εύναι
αποτϋλεςμα τησ ςυνόθειασ που ϋχουμε να
τα ταυτύζουμε.
28.
Αυθαύρετη η ϊποψη ότι ςτον κόςμο επικρατεύ αρχό
τησ ομοιομορφύασ, που καθορύζεται από
κανόνεσ, τουσ φυςικούσ νόμουσ.
Νόμοι τησ φύςησ = περιγραφϋσ γεγονότων που
ςυνϋβηςαν ςτο παρελθόν.
Η επανϊληψη ςτο παρελθόν των γεγονότων αυτών
δύνει την ψευδαύςθηςη ότι θα εξακολουθόςουν να
ςυμβαύνουν και ςτο μϋλλον (αρχό τησ ομοιομορφύασ
ςτη φύςη).
Μόνο ςτο τϋλοσ του κόςμου μπορούμε να
διαπιςτώςουμε με βεβαιότητα ότι δεν υπόρξε καμιϊ
εξαύρεςη.
Σώρα η φύςη ακόμα βρύςκεται ςε εξϋλιξη.
29. “Η
υπόθεςη ότι το μϋλλον μοιϊζει με το
παρελθόν δε θεμελιώνεται ςε επιχειρόματα
οποιουδόποτε εύδουσ, αλλϊ ςτηρύζεται εξ
ολοκλόρου ςτο ϋθοσ, που μασ καθορύζει να
περιμϋνουμε και ςτο μϋλλον την ύδια
ακολουθύα αντικειμϋνων την οπούα ϋχουμε
ςυνηθύςει να παρατηρούμε ςτο παρελθόν…”
30. Ο ύδιοσ ο Φιουμ χαρακτηρύζει όλο τον προβληματιςμό του
«φιλοςοφικό μελαγχολύα» και «παραλόρημα».
“Εφόςον ο λόγοσ δεν μπορεύ να διαλύςει τα
ςύννεφα, εύναι μεγϊλη τύχη που η φύςη φροντύζει γι’
αυτό από μόνη τησ να με θεραπεύςει από τη φιλοςοφικό
μελαγχολύα και από το παραλόρημα ςτο οπούο ϋχω πϋςει.
Και το πετυχαύνει αυτό εύτε μϋςω τησ χαλϊρωςησ του νου
μου εύτε μϋςω τησ απαςχόληςησ με μια ϋντονη εντύπωςη
των αιςθόςεών μου, που διώχνει όλεσ αυτϋσ τισ χύμαιρεσ.
Γευματύζω, παύζω μια παρτύδα τϊβλι και διαςκεδϊζω με
τουσ φύλουσ μου και, όταν ϋπειτα από ψυχαγωγύα τριών ό
τεςςϊρων ωρών επιςτρϋφω ςε αυτούσ τουσ
διαλογιςμούσ, μου φαύνονται τόςο ψυχρού και
βεβιαςμϋνοι και γελούοι, ώςτε δεν ϋχω την παραμικρό
διϊθεςη να εμβαθύνω περιςςότερο”.
Ντϋιβιντ Φιουμ, Πραγματεία για την ανθρώπινη φύςη
31. Καντ: η
λύςη που
υιοθετεύ ο Φιουμ
ιςοδυναμεύ με πλόρη
παραύτηςη του ορθού
λόγου.
32. Ο
ςκεπτικιςμόσ μπορεύ να ξεπεραςτεύ εφόςον
το ανθρώπινο πνεύμα προοδεύςει και
«ωριμϊςει».
Οριςμϋνοι ςύγχρονοι φιλόςοφοι ϋχουν
υποςτηρύξει πωσ οι ςκεπτικιςτικϋσ ανηςυχύεσ
εύναι ανόητεσ, επειδό θϋτουν ερωτόματα που
εύναι αδύνατον να απαντηθούν.
Ο ςκεπτικιςμόσ αναζητεύ υπερβολικϊ και
ϊχρηςτα κριτόρια βεβαιότητασ για τουσ
γνωςτικούσ μασ ιςχυριςμούσ.
33. “Ο
ςκεπτικιςμόσ δεν εύναι μη
αναςκευϊςιμοσ, αλλϊ προφανόσ
ανοηςύα, όταν επιμϋνει να αμφιβϊλλει εκεύ
όπου δεν μπορεύ να υπϊρξει ερώτημα. Γιατύ
αμφιβολύα υπϊρχει εκεύ όπου υπϊρχει
ερώτημα· και ερώτημα εκεύ όπου υπϊρχει
απϊντηςη· και απϊντηςη μονϊχα εκεύ όπου
κϊτι μπορεύ να λεχθεύ”. Ludwig
Wittgenstein, Tractatus Logico Philosophicus
34.
«Η απόπειρα να αντιμετωπύςει κανεύσ τη
ςυςτηματικό ςκεπτικιςτικό αμφιβολύα με
επιχειρόματα που υποςτηρύζουν αυτϋσ τισ
πεποιθόςεισ, με ορθολογικό δηλαδό
δικαιολόγηςη, φανερώνει απλώσ μια ριζικό
παρανόηςη του ρόλου που αυτϋσ παύζουν ςτο
ςύςτημα των πεποιθόςεών μασ. Ο ςωςτόσ τρόποσ
αντιμετώπιςησ τησ ςυςτηματικόσ αμφιβολύασ δεν
εύναι η απόπειρα αναςκευόσ τησ με
επιχειρόματα, αλλϊ η κατϊδειξη ότι εύναι
ανενεργό, μη πραγματικό και προςποιητό…».
Πύτερ Υρϋντερικ τρόςον, Σκεπτικιςμόσ και
φυςιοκρατία