42. Της ελιάς τα φυλλαράκια θα τα κάνω φορεσιά
να περνώ στη γειτονιά σου, να σου καίω την καρδιά.
Σου ‘πα βλάμη μην περάσεις από τούτη γειτονιά
είν’ ο άνδρας μου ζηλιάρης, θα με βάλεις σε μπελά.
Θα περάσω, θα περάσω ζηλεμένη ομορφονιά
και ας ζηλεύει όσο θέλει όλη σου η γειτονιά.
43. Έφτασ’ ο καιρός, καλέ, που πέφτουν, οι ελιές
και στα λιόφυτα αρχίζουν πανηγύρια και χαρές.
Θα τινάζουν τα κοπέλια, θα μαζεύουν κοπελιές
τα τραγούδια θ’ αντηχούνε, σε λαγκάδια και πλαγίες. (δις)
Πάρε το καλάθι κι έλα, όμορφή μου κόπελια.
Κράτα μου καλέ τη σκάλα για ν΄ανέβω στην ελιά.
Στρώσε κάτω τα πανιά μας, για να πιάσουμε δουλειά
να γεμίζουν τα καλάθια απ’ την καρπερή ελιά. (δις)
Όλες οι γειτονοπούλες τα καλάθια τους βαστούν
στα λιοτρίβια μέσα μπαίνουν, κάθε βράδυ και ρωτούν
και θερμά παρακαλούνε για τσ’ ελιές τους ν’ ασεστούνε
κι αναλόγως καθεμιά, θα πληρώσει αλέστικά. (δις)
44. Πέρα στους πέρα κάμπους, πέρα στους πέρα κάμπους,
πέρα στους πέρα κάμπους, που είναι οι ελιές,
είν’ ένα μοναστήρι, είν’ ένα μοναστήρι,
είν’ ένα μοναστήρι που πάν’ οι κοπελιές.
Πάω κι εγώ ο καημένος, Πάω κι εγώ ο καημένος,
Πάω κι εγώ ο καημένος, για να προσευχηθώ,
να κάνω το σταυρό μου, να κάνω το σταυρό μου,
να κάνω το σταυρό μου, και να λειτουργηθώ.
Βλέπω μια Παναγιά άλλη, βλέπω μια Παναγιά άλλη
βλέπω μια Παναγιά άλλη, κι απέξω μια μηλιά,
τα μήλα φορτωμένη, τα μήλα φορτωμένη
τα μήλα φορτωμένη, κι απάνω κοπελιά