Μεταβείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://www.stougiannidis.gr/byz_officia.htm
Μελετήστε τον πλούσιο κατάλογο αξιωμάτων της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Επιλέξτε δέκα από τα πιο παράξενα, πρωτότυπα ή που σας έκαναν εντύπωση και δημιουργήστε με αυτά ένα κατάλογο αξιωμάτων. Τι μπορούμε να συμπεράνουμε για τη βυζαντινή γραφειοκρατία;
Εργασία της μαθήτριας Κωνσταντάκη Σταυρούλας
3. Ο Ιωάννης ο Ζαχαρίου, Actuarius (γ. 1275
- γ. 1328 [1]), ήταν ένας Βυζαντινός
γιατρός στην Κωνσταντινούπολη.
Ασκησε ικανοποιητικά τα κθηκοντά του,
άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, και
τιμήθηκε με τον τίτλο του Actuarius,
αξίωμα που συχνά δίνονταν τότε σε
γιατρούς.
4. Υπευθυνος της κοσμιότητας των
αγώνων. Καμία σχέση με τους αλήτες
των γηπέδων της σήμερον.
5. Οι αρχοντόπουλοι της Κρήτης και Αρχων
της Ανι και Μεγάλης Αρμενίας, Αρχων
της Κρήτης, Αλεξιος Καλλέργης Μέγας
Αρχων, ο Αρχων του Αρμαμέντου
(οπλοστασίου), ο Αρχων της Χαλδαίας, ο
Αρχων του τειχείου κλπ
6. Θηριοτρόφος του Ιπποδρόμου. (Απο το
Αρκτος=αρκούδα) να μην τον συγχέετε με
τον Ακτουάριο.
7. Ο εξ απορρήτων γραμματεύς του
παλατίου (a secretis) Click
8. Σκανδιναβοί και Σλάβοι μισθοφόροι
στρατιώτες. Διακρίθηκαν ως τμήμα της
σωματοφυλακής των Βυζαντινών
αυτοκρατόρων.
9. Το βεστιάριον, (από το λατινικό: vestiarium,
«ιματιοφυλάκιον, γκαρνταρόμπα»), μερικές φορές με το
προτασσομενα τα επίθετα «Ιερό», «αυτοκρατορικό» ή
«Μέγα», ήταν μια από τις σημαντικότερες φορολογικές
υπηρεσίες της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Στην αγγλική
γλώσσα, είναι συχνά γνωστό ως το Δημόσιο
θησαυροφυλακιο. Πριν τα τέλη του 7ου αιώνα το Ιερό
Βεστιάριον, έγινε ένα ανεξάρτητο τμήμα του στο πλαίσιο
διοικούμενο από Χαρτουλάριο. Μέχρι τα τέλη της
Βυζαντινής περιόδου, που είχε αποτελέσει το μοναδικό
τμήμα διαχείρισης του κράτους. Το δημόσιο βεστιάριο δεν
πρέπει να συγχέεται με το ιδιωτικό ιματιοφυλάκιο του
αυτοκράτορα, η «οικειακόν βεστιάριον», με επικεφαλής τον
πρωτοβεστιάριο και υπαλλήλους βεστιαρίους
(ιματιοφύλακες).
10. Εβάζε στον αυτοκράτορα τον μανδύα
του (ο «Αμπιγέρ» θα λεγαμε σήμερα).
Διάφορος του Βεστιάριου (που φύλαγε
τα ρούχα του).
11. Επιθεωρητής τών ίππων του
Ιπποδρομίου. Μέλος της επιτροπής του
Σωσίππου
12. Ο προστάτης των βόθρων είχε την επιμέλεια της
συντήρησης της πλατείας και της υπονόμου
του Αμαστριανού όπου γίνονταν
ζωοπανήγυρη. Ο Αμαστριανός[1] φόρος,
βρίσκονταν μεταξύ του Ξηρόλοφου και του
Φόρου του Ταύρου (ή Θεοδοσίου). Όμως
βόθροι ονομάζονταν και άτομα (εκτιμητές) που
έπρεπε να εκτιμούν επακριβώς την αξία των
αλόγων, τα οποία πωλούνταν υποχρεωτικά
στον φόρο του Αμαστριανού, ώστε να
αποφεύγεται το λαθρεμπόριο αλόγων και να
μην ταξιδεύουν γι’ αυτό μακριά από την Πόλη
για να εξιχνιάζουν τις ζωοκλοπές.
13. Ο επί των αυτοκρατορικών
διασκεδάσεων. (Λατ. Voluptas = ηδονή,
διασκέδαση)
14. Υπάλληλος του ιπποδρόμου με καθήκον
να εμποδίζει τους θεατές να μπουν στον
στίβο και εμποδίζουν τους δρομείς κατά
την τέλεση του βοτού πεζοδρόμιου.
15. Μάλλον Τίτλος παρά οφφίκιο. Δίνονταν
στα μέλη της Βασιλικής οικογενείας χωρίς
ιδιαίτερα δικαιώματα ή καθήκοντα. Τον
αυτοκράτορα πάντως το
προσφωνούσαν «Δέσποτα» ή «η
Βασιλεία Σου» ή «Το Μεγαλείον Σου» (πβ.
your Majesty, Votre Majesté, Maestà)
16. Απέδιδε τα λεγόμενα, προφορικά και σε
πραγματικό χρόνο, από την γλώσσα του
ομιλούντος στην γλώσσα του ακροατή.
Κυρίως σε διεθνείς συναντήσεις
διπλωματικού επιπέδου.
ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Δραγουμάνος, Τσιαούσιος
ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Μεταφραστής, αυτός που
μετέφραζε έγγραφα, και βιβλία.
ΕΠΩΝΥΜΑ: Συμεών ο Μεταφραστής.
18. Αντικαταστάτης του Δημάρχου. Βγάλτε
από το νου σας την σημερινή πολιτική
σημασία. Η Βυζ. Αυτοκρατορία ήταν ελέω
θεού μοναρχία.
19. Ο «θησαυροφύλακας» («δοχειάριος») ήταν
υπεύθυνος για οικονομικά ζητήματα και την αγορά
προμηθειών, όπως τροφής και ενδυμάτων για τους
μοναχούς. Δημιούργησε το επώνυμο του κτίτορα της
Μονής Δοχειαρίου, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά
της Αθωνικής χερσονήσου. Η Μονή ιδρύθηκε τον 11ο
αιώνα από τον μοναχό Ευθύμιο που ήταν Δοχειάριος
δηλαδή αποθηκάριος της Μέγιστης Λαύρας.
Προφανώς αφου εξετέλεσε τα καθήκοντα του
Δοχειαρίου ( για οικονομικά ζητήματα και την αγορά
προμηθειών ... ο νοών νοείτω) σε άλλη μονή, έφαγε
ότι έφαγε και μετά ίδρυσε την Μονή του για να σώσει
την ψυχή του.
20. Ανιχνευτής των ενεδρών. Στην Δύση
γνωστός ως Δραγώνος. Βλ. και
χωσιάριος
ΕΠΩΝΥΜΟ: Δραγώνας
21. Επόπτευε την δημόσια τάξη μέσα στην
Πόλη και συνελάμβανε τους κλέφτες.
22. Σωματοφύλακας. Το τάγμα των εξκουβιτόρων ή
εξκουβιτών ή εξκουσίτων ήταν έφιππες μονάδες
της αυτοκρατορικής φρουράς που είχαν ως
αποστολή τη φύλαξη των ανακτόρων. Το τάγμα
ιδρύθηκε από τον Λέοντα Α΄ το 468 και σύντομα
ακολούθησε η συγκρότηση του σε σώμα με
περισσότερες της μιας μονάδας μεγέθους
τάγματος. Διοικητικά το σώμα είχε ως
επικεφαλής τον Κόμη των εξκουβιτόρων και
υπάγονταν διοικητικά στον δομέστικο των
εξκουβιτόρων. Στρατωνίζωνταν στον Τρίκλινο
των εξκουβιτόρων στο χώρο του Ιερού
Παλατιού.
23. Έπαρχος της πόλεως
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής
περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την
πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το
αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης.
Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με
αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί
νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που
κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντί-αυτοκράτωρρ». Οι
αρμοδιότητες του έπαρχου σταδιακά επεκτάθηκαν
στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον
εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων
θεαμάτων.
24. Μόνο του καθήκον να μεταφέρει την
προφορική εντολή του πραιπόζιτου «βάλε
άνω» (ενν. το βήλον[1]) στον κουστωδιάριο.
Ο πραιπόζιτος ειχε ήδη λάβει την εντολή το
πρωί από τον Βασιλέα.
1. το βήλον vellum (λατ.), λέξη που
προέρχεται από το υποκοριστικό vitellus
«μοσχαράκι», και σήμαινε το βέλο, το
παραπέτασμα, το καταπέτασμα, την
σημαία, που η έπαρση της στον ιπποδρομο
σήμαινε την έναρξη των αγωνισματων.
25. Ο τίτλος του κουροπαλάτη ήταν ένα από τα υψηλότερα
τιμητικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον
6ο ως τον 11ο αιώνα. Ο τίτλος προέρχεται από το λατινικό
cura palatii («διαχείριση/φροντίδα του παλατιού»), και
εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα ως curapalati.
Αυτός ήταν ένας αξιωματούχος της τάξης των περίβλεπτων
(vir spectabilis), υπό τον καστρήνσιο του παλατιού, που
ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του παλατιού. Το 552
όμως, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' έδωσε το αξίωμα
αυτό στον ανιψιό και μετέπειτα διάδοχό του, Ιουστίνο. Το
αξίωμα μετατράπη από τότε σε τιμητικό τίτλο, τον
υψηλότερο μετά από αυτούς του Καίσαρα και του
νωβελισσίμου. Όπως και οι προηγούμενοι, ο τίτλος του
κουροπαλάτη απονεμόταν αρχικά αποκλειστικά στα μέλη
της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά αργότερα και σε
26. διάφορους σημαντικούς ξένους ηγεμόνες που
συνδέονταν με το Βυζάντιο, όπως οι σύμμαχοι
ηγεμόνες της Ιβηρίας του Καυκάσου, καθώς και
διάφοροι Αρμένιοι δυνάστες. Στο «Κλητορολόγιον»
του Φιλόθεου, τα διακριτικά του κουροπαλάτη ήταν
ερυθρός χιτώνας, μανδύας και ζωστήρας. Η
απονομή τους από τον αυτοκράτορα γινόταν σε
ειδική τελετή αναγόρευσης. Σταδιακά ο τίτλος έχασε
την αρχική του σημασία, ιδιαίτερα τον 11ο αιώνα,
οπότε άρχισε να απονέμεται ευρύτερα και εκτός της
αυτοκρατορικής οικογένειας, π.χ. σε στρατηγούς.
Ταυτόχρονα, οι αρμοδιότητές του σχετικά με τη
διοίκηση του παλατιού παραχωρήθηκαν σταδιακά
στον πρωτοβεστιάριο. Ο τίτλος του
πρωτοκουροπαλάτη δημιουργήθηκε εκείνη την
περίοδο ως αντιστάθμισμα στην απώλεια κύρους του
αρχικού τίτλου. Ο τίτλος επιβίωσε και στην
Παλαιολόγεια περίοδο, αλλά κατείχε χαμηλή θέση και
απονεμόταν σπάνια.
27. Ο Μέγας Λογοθέτης ήταν κάτι σαν
διορισμένος πρωθυπουργός. Οι άλλοι
Λογοθέτες είχαν αντίστοιχες θέσεις μέ
τους σημερινούς Υπουργούς. Υπήρχε
Λογοθέτης του Δρόμου (Επικοινωνιών),
Λογοθέτης των Αγγελών (Μεταφορών),
Λογοθέτης του Στρατιωτικού, Λογοθέτης
του Γενικου (Οικονομικών), Λογοθέτης
του Ειδικού (Κρατικών προμηθειών), κα.
28. Επικεφαλής ομάδας υπηρεσιών της
κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας
κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-
610). Κατά τό Κλητορολόγιον του
Φιλοθέου για τους μαγιστρους συμβολο
του αξιώματος τους (βραβείον άξιας)
ηταν χυτών λευκός χρυσοΰφαντος και
επωμίς χρυσοταβλος, και ζώνη δερματίνη
κόκκινος εκ λίθων τιμίων κεκοσμημένη
ήτις λέγεται βαλτίδιν. [347 , σ.135]
29. Αγγελιαφορος (απο το Λατ. Mandatum =
εντολή, αλλά και μήνυμα, αγγελία, είδηση)
Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για
τους πρωτοσπαθάριους των Βασιλικών
μανδατόρων σύμβολο του αξιώματός τους
(βραβείον αξίας) 'ηταν «ραβδος
ερυθροδανωμένη , εκ χειρός βασιλικής
επιδιδομένη»
πρβλ. Ερωτόκριτο
«Ηκουσες (Αρετούσα μου) τα μαντάτα
που ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενητιάς τη
στράτα;»
30. Ευγενέστατος. Προήλθε ως επίθετο του τίτλου του Καίσαρα,
ο κάτοχος της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας οι οποίος,
μετά την Γέτα το 198, επεκαλείτο nobilissimus Caesar.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο , ο Κωνσταντίνος Α'
δημιούργησε αρχικά το «nobilissimus» σε ένα ξεχωριστό
τιμητικό αξίωμα, έτσι ώστε να τιμήσει ορισμένους από τις
συγγενείς του χωρίς να συνεπάγεται την απαίτηση στον
αυτοκρατορικό θρόνο. Ο τίτλος έρχεται στην τάξη αμέσως
μετά από τον του Καίσαρα, και παρέμεινε έτσι σε όλη την
πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, μέχρι τα μέσα του
11ου αιώνα. Στό Κλειτορολόγιό του (γραμμένο το 899) ο
Φιλόθεος περιγράφει τα διακριτικά του βαθμού: πορφυρό
χιτώνα, μανδύα και ζώνη. Ο ιδιος ο αυτοκράτορας άπενειμε
στον δικαιούχο το αξίωμα σε ειδική τελετή.
33. Αριστοκρατική κοινωνική Τάξη με μεγάλο κύρος κατά
το χρόνο της πρωϊμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και
των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το κύρος και η σημασία
της τάξης των πατρικίων υποβαθμίστηκε σταδιακά, και
μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, η τάξη των πατρικίων,
έπαψε να έχει νόημα στην καθημερινή ζωή. Ο
αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επανέφερε τον όρο ως
ανώτερο τιμητικό τίτλο της αυτοκρατορίας, αλλά δεν
συνδέθηκε με καμία συγκεκριμένη διοικητική θέση. Ο
ιστορικός Ζώσιμος αναφέρει ακόμη ότι στην εποχή
του Κωνσταντίνου, οι κάτοχοι του τίτλου,
κατατάσσονται πάνω από τους επάρχους τν
πραιτωρίων. Ο Θεοδόσιος Β απέκλειε τους ευνούχους
από την τάξη των πετρικίων, παρόλο που ο
περιορισμός αυτός είχε ανατραπεί από τον 6ο αιώνα.
34. Διεβίβαζε παρακλήσεις του λαού προς
τον αυτοκράτορα και μετέφερε τις
σχετικές απαντήσεις του.
35. σακελλάριος,(ή ο επι της σακέλλης) ο
απο τη λέξη σακέλλιον (το), Βυζαντινός διοικητικός όρος με δύο
βασικέςσημασίες:
1. Το αυτοκρατορικό ταμείο. Σημαντικός θεσμός στη διοίκηση και τη
διάθεση πόρων.
2. Το ταμείο της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ήτοι της
ΑγίαςΣοφίας. Στην πατριαρχική σακέλλη φυλάσσονταν έγγραφα που
πιστοποιούσαν τα περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου.
Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της
σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου
(ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος»
αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των
βασιλικών χρημάτων». Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το
αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι «μέγας σακελλάριος»ή ο (επι του)
σακελλίου. Επιζει σαν επωνυμο. πχ. ο Θεατρικός Συγραφέας Αλέκος
Σακελλάριος αλλά και ο Καθ. Γ. Σακέλλης και Γ. Σακελλαριδης κλπ
37. Παρουσίαζε στις Αρχές (στον έπαρχο
πιθανως) καθημερινά κατάλογο των
προφυλακισμένων ώστε να
επισπεύδονται οι δίκες.
38. Υπάλληλος του ιπποδρόμμου
επιφορτισμένος με την κύλιση της όρνας
(κληρωτίδας)
39. Χωροστάτης φατρίας του Ιπποδρόμου
που φωναζε - καθοριζε τα συνθηματα
στον Ιπποδρομο, στα οποια απαντούσε
ο λαος. πχ. «Έχετε βοηθούντα υμιν
Ιησούν» και ο λαος απαντουσε «αεί νικά»
40. Τηρουσε τα αρχεια των Μερών (Δήμων
δηλ. Πρασινων, Βενετων κλπ). Υπήρχε
επίσης χαρτουλάριος του δρόμου,
χαρτουλάριος επι του σακκελίου,
χαρτουλάριος του Θέματος,
χαρτουλάριος του Βασιλικου Σακκελίου
41. Ανιχνευτής των ενεδρών. Στην Δύση
εμειναν ως και σήμερα γνωστοί ως
«ουσάροι».
42. Υπάλληλοι στήν ακολουθία του Μεγάλου
Παπίου που μεριμνούσαν για την καλή
λειτουργία των ορολογίων των Παλατίων