2. Επαγγέλματα που χάθηκαν
για πάντα από τα Γιάννενα
Επιμέλεια: Εκπαιδευτικοί
Σύλβια Γκουργκούλη- Άννα Τζιούτζιου
3. Έξω από το Δημαρχείο Ιωαννίνων: Ένα… στρατηγικό
σημείο, στέκι, κάποτε, για τους λούστρους, για τους
αγωνιστές μιας παλιάς και δύσκολης καθημερινότητας
που ολημερίς, σκυφτοί και με τα κασελάκια στα πόδια
τους, προσπαθούσαν να βγάλουν ένα μεροκάματο.
Ένα ταπεινό επάγγελμα το οποίο «άνθισε» κατά την
περίοδο της εσωτερικής μετανάστευσης, τη δεκαετία
’50. Λούστρος, λαχειοπώλης, κουλουράς, όλα τους
επαγγέλματα που δεν αποτελούσαν ιδιαίτερες γνώσεις
ούτε κάποιο κεφάλαιο.
Οι λούστροι, με τη βούρτσα και την αλοιφή, φρόντιζαν
να έχουν καλογυαλισμένα παπούτσια οι πελάτες τους,
σε μια εποχή που οι δρόμοι των πόλεων ήταν χωμάτινοι
ή είχαν πολλή σκόνη και που τα παπούτσια δεν
αποτελούσαν ακόμη είδος προς γρήγορη
αντικατάσταση.
Ο εξοπλισμός του ήταν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές
θήκες που έβαζε τις μπογιές και τις βούρτσες. Το
κασελάκι αυτό με το μακρύ λουρί για το περνά χιαστί
κατά τη μεταφορά του κι ένα καρεκλάκι για να κάθεται
την ώρα της δουλειάς είναι όλος και όλος ο
“επαγγελματικός εξοπλισμός” του λούστρου.
Τα μόνιμα στέκια των λούστρων στα Γιάννενα ήταν το
πεζοδρόμιο έξω από την παλιά βιβλιοθήκη, το σημερινό
Δημαρχείο, το πεζοδρόμιο έξω από τη Ζωσιμαία
Παιδαγωγική Ακαδημία και το τζαμί της Καλούτσιανης.
Οι λούστροι έδιναν ένα ξεχωριστό χρώμα στα Γιάννενα
την εποχή εκείνη…
Λούστρος
4. Ανάμεσα στα επαγγέλματα του τόπου μας που έχουν χαθεί
στην πορεία του χρόνου, είναι και αυτό του πλανόδιου
φωτογράφου.
Γιάννενα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν
χαρακτηριστικές φιγούρες της πόλης, οι πλανόδιοι
φωτογράφοι που καθημερινά τους συναντούσαμε στο πάρκο
στο Ρολόι της κεντρικής Πλατείας. Εξυπηρετούσαν την
ανάγκη των γιαννιωτών και κυρίως των επισκεπτών-
τουριστών της εποχής να …βγάλουν μια οικογενειακή ή μια
αναμνηστική φωτογραφία με φόντο το κέντρο της πόλης. Το
πολύτιμο υλικό των πλανόδιων φωτογράφων συνέβαλε τα
μέγιστα στην ιστορική μνήμη του τόπου μας.
Η μηχανή που χρησιμοποιούσαν οι πλανόδιοι φωτογράφοι
ήταν ένα τετράγωνο κουτί στηριγμένο σε τρίποδα. Το χαρτί
στο οποίο τυπωνόταν η φωτογραφία βρίσκονταν μέσα σε
σκαφάκι με χημικά και στο τέλος ο πλανόδιος φωτογράφος
σκούπιζε το χαρτί, το έπλενε με νερό και αφού στέγνωνε
παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία στον πελάτη!
Φωτογράφος στο Ρολόι της πόλης
5. Η αργυροτεχνία συνδέεται άρρηκτα με την παράδοση και την πολιτιστική
κληρονομιά των Ιωαννίνων και της Ηπείρου γενικότερα. Το ασήμι δουλεύεται
στα Ιωάννινα από τους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Τότε που η πόλη, λόγω της
θέσης της και της στήριξής της από τοπικούς ηγεμόνες, αναπτύσσονταν
οικονομικά.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας, επί κυριαρχίας του Αλή Πασά (1788-1822), η
περιοχή εξελίχθηκε σε εμπορικό κέντρο. Ο ίδιος ο Αλή Πασάς, λάτρης
αντικειμένων λαϊκής τέχνης, δημιούργησε μέσα στο παλάτι του εργαστήρια με
τους καλύτερους αργυροτεχνίτες και οι δημιουργίες τους κατάφεραν να
φτάσουν έως τις περιοχές της Δυτικής Ευρώπης.
Πέρα από τα Γιάννενα η τέχνη άνθισε και σε άλλα μέρη της Ηπείρου, όπως
στους Καλαρρύτες (Τζουμέρκα), το Μέτσοβο και την Κόνιτσα. Ποιος δεν γνωρίζει
άλλωστε τον παγκοσμίου φήμης ιταλικό οίκο BVLGARI που δημιουργήθηκε από
τον Σωτήρη Βούλγαρη, έναν αργυροχόο με καταγωγή από τους Καλαρρύτες, που
κατάφερε να γίνει από τους πιο καταξιωμένους οίκους κοσμημάτων στον κόσμο.
Αργυροτεχνίτης
6. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνώριμες στο κέντρο της πόλης
των Ιωαννίνων οι εικόνες με τους πλανόδιους εφημεριδοπώλες,
που κρατούσαν στα χέρια τις εφημερίδες και τις πουλούσαν στο
δρόμο, διαλαλώντας το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας μαζί με
την κλασική επαναλαμβανόμενη λέξη: "Εφημερίδεεες,
εφημερίδεεες!" Οι παλαιότεροι θυμόμαστε τον Τηλέμαχο Τζίμα,
τον Μήτσο Μπάρκα και τον Μήτσο Μπούκα, οι οποίοι ήταν...
κλασικές φιγούρες στο κέντρο της πόλης, ενώ με την καθημερινή
εργασία τους διακινούσαν τις ειδήσεις και τα νέα της εποχής.
Περιφέρονταν σε όλους τους κεντρικούς δρόμους και τα
πολυσύχναστα καφενεία και εστιατόρια της εποχής πεζοί
έχοντας τις εφημερίδες στη μασχάλη. Εικόνες του χθες από ένα
επάγγελμα που αποτελεί παρελθόν στα Γιάννενα εδώ και
δεκαετίες!
Εφημεριδοπώλης
7. Ο Παγοπώλης ήταν ένα επάγγελμα πολύ χρήσιμο την περίοδο του 1945.
Παλιά τα ψυγεία ήταν ξύλινα και έτσι ο πάγος ήταν απαραίτητος για να
διατηρηθούν τα τρόφιμα τους φρέσκα. Τα ψυγεία λοιπόν αυτά είχαν ένα
δοχείο (κατασκευασμένο από λαμαρίνα), που τοποθετούσαν τον πάγο σε
κολόνες που αγόραζαν από τον παγοπώλη.
Συνήθως κυκλοφορούσε με άμαξα και περνούσε μία φορά την ημέρα. Κάθε
γειτονιά είχε τον δικό της παγοπώλη. Η μεταφορά του πάγου γίνονταν με
χειράμαξες. Έστρωνε λινάτσες, τοποθετούσε επάνω τον πάγο και τον
κάλυπτε ξανά με λινάτσες . Αργότερα άρχισε να μεταφέρεται με κάρο.
Το επάγγελμα του παγοπώλη εξαφανίστηκε γύρω στην δεκαετία του 1970.
Παγοπώλης
8. Ο μπακάλης, μετά τον πρόεδρο, τον παπά και το δάσκαλο του χωριού, ήταν ο
σημαντικότερος παράγοντας. Ήταν η ψυχή της εμπορικής ζωής, το αποκούμπι
των φτωχών. Στον δικό μας τόπο, με τους πολλούς ξενιτεμένους και με τα
πενιχρά παλιότερα μέσα επικοινωνίας και συγκοινωνίας, έπαιζε το ρόλο του
πιστωτή, του τραπεζίτη της οικογένειας ώσπου να πάρει από τον ταξιδεμένο το
έμβασμα του χρέους με τρίτο πρόσωπο, ή από τον ίδιο, όταν επέστρεφε από τα
ξένα, ύστερα από χρόνια. Ορισμένα βασικά και απαραίτητα στο σπίτι είδη, όπως
το αλάτι, το λάδι, τα σπίρτα, το πετρέλαιο, τα τσαρούχια, τα βελόνια κ.α, τα
προμήθευε στις οικογένειες όταν τα είχαν ανάγκη, και το αντίτιμό τους το
εισέπραττε με τον καιρό στη σοδειά, ή με το ταξιδιωτικό έμβασμα.
Ο μπακάλης μάζευε από τους πελάτες του για το χρέος τους ό,τι κι αν είχαν σε
είδος, από τα αυγά, που ήταν το κυριότερο μέσο συναλλαγής, ως τα φασόλια,
τις φακές, τα ρεβίθια, τα τομάρια από τα σφάγια, τα μαλλιά κι ό,τι άλλο προϊόν
έπαιρνε από τη γεωργική, ή την κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Το χρήμα ήταν
δυσεύρετο και η έλλειψή του ανάγκαζε τους ανθρώπους να συναλλάσσονται με
είδος.
Το μπακάλικο ήταν επίσης το εντευκτήριο, το κέντρο συναντήσεων, ο τόπος της
επικοινωνίας, ο χώρος ενημέρωσής για όλα τα νέα του χωριού και των
γειτονικών χωριών. Το μπακάλικο ήταν το κέντρο διασκέδασής του.
Μπακάλης-Καφετζής
9. Γαλατάς
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα
γκιούμια με το φρέσκο γάλα στο γαϊδουράκι του και ξεκινούσε πρωί-πρωί απ' το
χωριό του για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους
πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το
ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Έπαιρνε στο ένα χέρι το γκιούμι (βαθύ
μπακιρένιο σκεύος με στόμιο) και στο άλλο τη μικρή κούπα, που ζύγιζε 1/2 της
οκάς και χτυπούσε τις πόρτες. Ήξεραν οι νοικοκυρές κι έβγαιναν με την
μπακιρένια κανάτα ή την κατσαρόλα στο χέρι. Μερικές πάλι για να μη σηκωθούν
απ' το κρεβάτι, άφηναν στην εξώπορτα το κατσαρολάκι να το γεμίσει ο γαλατάς.
Το γέμιζε αυτός και έβαζε και μια πέτρα από πάνω για να μην αναποδογυρίσει το
σκεύος καμιά γάτα.
Μέχρι τη δεκαετία του '70 περνούσαν ακόμη γαλατάδες απ' τις γειτονιές. Με τη
λειτουργία όμως των εργοστασίων γάλακτος, χάθηκαν.
10. Βυρσοδέψης
Ο βυρσοδέψης ήταν αυτός που κατεργαζόταν τα δέρματα. Πίσω απ’ την
ανατολική πλευρά του κάστρου, στη άκρη-άκρη της λίμνης, πάνω στην όχθη της,
βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκηδων. Έτσι λέγανε λέγανε τους βυρσοδέψες.
Και ταμπάκικα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια, ξυπόλητοι,
δούλευαν οι ταμπάκοι τα δέρματα.
Η βυρσοδεψία αποτελούσε μια βασική βιοτεχνική δραστηριότητα για τους
Γιαννιώτες από τον 17ο αιώνα και μετά. Ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα όμως
όταν η δραστηριότητα αυτή αναπτύχθηκε πολύ, σε συνδυασμό και με την
πολεοδόμηση των Ιωαννίνων. Το παραλίμνιο κομμάτι της συνοικίας Σιαράβα,
έχει καταγραφεί στην ιστορία της πόλης ως «Ταμπάκικα».
Η δουλειά του ταμπάκου δεν ήταν καθόλου εύκολη. «Χειμώνα καλοκαίρι μέσα
στα νερά και στις ασβεσταριές. . Σκληρή η δουλειά του ταμπάκου και βαριά.
Μαυρισμένα χέρια σαν τα πετσιά και ψημένο πρόσωπο» αναφέρει ο λόγιος
Δημήτρης Σαλαμάγκας στα «Άπαντα».
Η εργασία στα ταμπάκικα, μεταπολεμικά, άρχισε να γίνεται υποτονική. Τη
δεκαετία του ’70 η δύσκολη και βρόμικη αυτή βιοτεχνία έγραψε τον επίλογό της.
Ο ταμπάκος έμεινε όμως στην ιστορία, στην κοινωνική μνήμη και στη λογοτεχνία.
11. Σαλεπιτζής
Το επάγγελμα του σαλεπιτζή είναι από τα ελάχιστα
παραδοσιακά που έχουν επιβιώσει μέχρι και σήμερα
στο πέρασμα του χρόνου στα Γιάννενα. Ο Μητσάρας
αποτελούσε μια διαχρονική φιγούρα πλανόδιου
πωλητή στο κέντρο της πόλης, αφού εδώ και
δεκαετίες κάθε χειμώνα με το παραδοσιακό εποχιακό
ρόφημα που πουλούσε, ζέσταινε τους γιαννιώτες. Η
παρουσία του Μητσάρα στους κεντρικούς δρόμους
των Ιωαννίνων με την χαρακτηριστική του φωνή
έσπαγε τη μονοτονία της πολύβουης πόλης. “Σαλέπ’
ζεστό, ζεστό σαλέπι”, φώναζε ο Μητσάρας και οι
γιαννιώτες έσπευδαν να απολαύσουν το απολαυστικό
ρόφημα.