2. Νερουλάς ή Νεροκόπος
Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος
Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου.
Το επάγγελμά του ήταν νερουλάς , και έπρεπε να προμηθεύει με νερό την
σταθερή του πελατεία.
Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες ή μπακιρένια
γκιούμια. Ο νερουλάς γέμιζε τους τενεκέδες από την κεντρική βρύση , τους
έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο.Ήταν δε
στους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ αφού για να εξυπηρετήσει όλη
του την πελατεία έκανε αμέτρητα δρομολόγια. Με τον καιρό βέβαια που οι
ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, το νερό κουβαλούσε κάποιο ζώο , γαϊδούρι ή
μουλάρι, το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 περίπου
οκάδων. Στα βαρέλια υπήρχε και μια κάνουλα από την οποία γέμιζαν οι
κανάτες του κάθε σπιτιού. Δεν έλειπαν βέβαια και οι νερουλάδες με τις
βοϊδάμαξες, στις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων, πουλώντας
το νερό με τον κουβά για οικιακή κυρίως χρήση...
3.
4. Ντελάλης
Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα
μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας.
Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις
αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες.
Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η
τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν
με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που
τους αφορούσαν. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν
συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς
στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις
γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο
κολατσιό.
Τα νεώτερα χρόνια τους πλήρωνε ηΚοινότητα ή μια ομάδα κατοίκων. Ο
ντελάλης ήταν ο ενημερωτής της πόλης για το τι γινόταν και το τι θα γίνει.
Τους έλεγε για τις μεγάλες εκδηλώσεις. Με λίγα λόγια ήταν μια κινητή
εφημερίδα.
Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα δε χρειάζεται ο ντελάλης. Τους
συναντάμε στις λαϊκές εγορές, που βροντοφωνάζουν την πραμάτεια ή τα
προϊόντα τους
5. Ντενεκετζής
Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του
νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως
χωνιά, λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια,
μπρίκια του καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και
άλλα.
6. Ντιβανάς
Πλανόδιος και περιπλανώμενος από γειτονιά σε γειτονιά ήταν και ο
ντιβανάς άλλων εποχών. Η φθαρτή φύση των κρεβατιών που ήταν
φτιαγμένα από συρματένιο δίχτυ, επέβαλε εκτός από την ύπαρξη
του κατασκευαστή κι εκείνη του συντηρητής ή επισκευαστής τους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που με ένα ζεμπίλι, μια κουλούρα σύρμα,
τανάλιες, πένσες, καρφιά και σφυριά, ο ντιβανάς τριγύριζε στις
γειτονιές διαλαλώντας την ιδιότητά του μέχρι να εμφανιστεί κάποια
νοικοκυρά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Τότε το ντιβάνι έβγαινε στην αυλή κι ο ειδικός, μετά την εκτίμηση,
όριζε το κόμιστρο της επισκευής. Βέβαια πάντα υπήρχαν επιλογές
για αυξομειώσεις της τιμής, όπως το τι σύρμα, ανοξείδωτο ή
γαλβανιζέ, θα επιλεγόταν χωρίς να λείπουν βέβαια και τα γνωστά
παζάρια… Η συμφωνία έκλεινε κι ο μάστορας έπιανε δουλειά.
Έσφιγγε με τη μέγγενη τις άκρες ώστε να τεντώσουν καλά και να
μην πάρουν κάνουν γούβα. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα,
γνωστά και ως υφάδια, τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις
σανίδες. Στη συνέχεια τοποθετούσε το στρώμα και το κρεβάτι ήταν
έτοιμο να χρησιμοποιηθεί καλά.
7. Ξυλοκερατάς
Ο ξυλοκερατάς ήταν ειδικός στην επεξεργασία των κεράτων των ζώων και
ιδίως των κριαριών. Οταν πάρουμε κάποιο κέρατο από ζώο και ιδίως από
κριό, επειδή αυτό έχει σαν συστατικό το βούτυρο και την κερατίνη και άλλα
υλικά, και το ζεστάνουμε αυτό γίνεται εύπλαστη ύλη. Έτσι ο τεχνίτης μπορεί
να κάνει κοχλιάρια κοινώς χουλιάρια ή κουτάλια, πιρούνια, τσατσάρες,
κουμπιά και ότι άλλο σοφιστεί εκείνη τη στιγμή. Το πελέκημα που κάνει σε
αυτά τα κέρατα μπορεί να είναι ένα σκάψιμο για να γίνει κάποιο κουτάλι που
θέλει πλατύ κεφάλι .Αυτό γίνεται με αιχμηρό εργαλείο, φαλτσέτα ή κοφτερό
μαχαίρι. Αυτά τα υλικά από το κέρατο, μπορούσαν να συνδυαστούν και με
ξύλινη λαβή , καμιά φορά για οικονομία στα μαχαίρια και στα πιρούνια…
Πολλές φορές ατόφια εχρησιμοποιούντο για λαβές σπαθιών, κρητικών
μαχαιριών, κατασκευές χτενών και πολλών άλλων διακοσμητικών ειδών. Στην
αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν χαυλιόδοντες από αγριογούρουνα, όπως και
ελεφαντόδοντες .Πολλά είδη στολισμού των γυναικών στην αρχαιότητα, όπως
τα περιδέραια ήταν από κόκαλα, όπως και πολλά γεωργικά εργαλεία. Αρα δεν
είναι των τελευταίων ετών η δουλειά του ξυλοκερατά.
8. Ομπρελάς
Ο ομπρελάς που κάπου - κάπου κάνει την εμφάνισή του
ακόμα και στις μέρες μας επισκεύαζε κατεστραμμένες
ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την
ομπρέλα μας. Αν χαλάσει αγοράζουμε καινούργια.
9. Οργανοπαίχτες
Οι οργανοπαίχτες εργάζονταν κατά κομπανίες, που αποτελούνταν από
τέσσερα με πέντε άτομα. Η τέχνη μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο, και οι
κομπανίες απαρτίζονταν από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Τα πιο συνήθης
όργανα που εξασκούσαν οι οργανοπαίχτες ήταν το βιολί, το κλαρίνο, το
ντέφι, το λαούτο και το σαντούρι. Σύχναζαν σε πανηγύρια και ήταν
περιζήτητοι στους γάμους και στα γλέντια.
Παλιότερα ήταν πολύ σημαντικό να βρεις καλούς και γνωστούς
οργανοπαίχτες που θα έντυναν μουσικά ένα γάμο. Οι οργανοπαίχτες
διάλεγαν και αυτοί με τη σειρά τους σε ποιον γάμο θα παρείχαν τις
υπηρεσίες τους, ανάλογα με τον κόσμο που θα μαζευόταν. Αν ήξεραν ότι το
σόι ήταν μεγάλο και είχε πολλούς χορευταράδες, έβγαζαν πολλά ‘τυχερά’ και
δεν ζητούσαν μεγάλη αμοιβή από τον πελάτη τους. Αν όμως ήξεραν ότι δεν
θα είχαν πολλά ‘τυχερά’, στη συμφωνία ζητούσαν περισσότερα χρήματα ή
βρίσανε δικαιολογίες για να μην παρευρεθούν στο γάμο.
Συνήθως σε κάθε περίσταση του γάμου έπαιζαν συγκεκριμένα τραγούδια,
άλλο όταν ξύριζαν το γαμπρό, άλλο όταν ντυνόταν η νύφη, άλλο όταν
έβγαινε από το πατρικό της σπίτι για να πάει στην εκκλησία, και έτσι ο
κόσμος ήξερα σε ποια φάση βρίσκεται ο γάμος.
Τέλος όταν υπήρχε έλλειψη μπάντας στις εθνικές γιορτές και στις
παρελάσεις, παρείχαν τις υπηρεσίες σου.
10.
11. Παγοπώλης
Οι παγοπώλες είχαν ένα καρότσι ( ή τρίκυκλο) και πάνω σε αυτά
μετέφεραν τον πάγο (που κατασκευαζόταν σε ειδικά εργοστάσια) και
περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά. Για να προστατέψουν τα χέρια
τους από την ψύξη , φορούσαν χοντρά γάντια . Χρησιμοποιούσαν ένα
εργαλείο όπου τους βοηθούσε να σπάνε τον πάγο. Από τη μία μεριά
ήταν κοπίδι και από την άλλη γάντζος. Χάραζε με το κοπίδι την
παγοκολόνα και ύστερα με το γάντζο χτυπούσε στο άνοιγμα και ο
πάγος σχιζόταν αμέσως. Οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο στις
«παγωνιέρες» , ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο
εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε και δύο πόρτες , μια πάνω και μία κάτω.
Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα
ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα . Γέμιζαν το
ντεπόζιτο με νερό , και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό.
Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και
τα ποτά. Κάτω κάτω υπήρχε ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από
τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε για να
μην πλημμυρίσει.
12.
13. Παγωτατζής
Οι παγωτατζήδες βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη,
αυγά , κακάο ή βανίλια , ανάλογα με τη γεύση που θέλανε
να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα , το κατέβαζαν από τη
φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο , ο
οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που
υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στον κάδο , έβαζαν
πάγο και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να
πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι , με μια ειδική
μεταλλική κουτάλα , παίρνανε μαζί και τα χωνάκια τους και
γύριζαν τις γειτονιές «γλυκαίνοντας» μικρούς και
μεγάλους. Κατά διαστήματα έριχναν και κομμάτια πάγου
εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό.
14.
15. Πασουμτζής
Ο πασουμτζής έπαιρνε έτοιμα, επεξεργασμένα δέρματα,
συνήθως μαύρα και καφέ γιατί αυτά είχαν περισσότερη ζήτηση.
Έβαζαν τον πελάτη να πατήσει με γυμνό πόδι πάνω σε ένα
χαρτί και έκανε το περίγραμμα του ποδιού με μολύβι.
Μετρούσε με τη μεζούρα το πάχος του ποδιού στα δάχτυλα και
στην καμάρα. Στήριζε το δέρμα στην τάβλα και το έκοβε με τη
φαλτσέτα, λάμα 30 εκατοστών περίπου, σύμφωνα με το
στάμπο που ήταν από χαρτόνι. Στη συνέχεια έκοβε τη φόδρα
που ήταν από δέρμα προβιάς ή γίδας και τη γάζωνε από την
ανάποδη.
Αφού τέλειωνε με το πανώδερμα, το φόντι, έπαιρνε το
καλοπόδι (υπήρχαν καλοπόδια σε διάφορα μεγέθη) έκοβε τους
πάτους που ήταν από μαλακό δέρμα (παρικόπετσο) και πάνω
σε αυτό μόνταρε το φόντι. Δηλαδή τραβούσε με μια τανάλια το
πανώδερμα και το κάρφωνε πάνω στους πάτους με τις πρόκες,
γνωστές ως σπράγγες.
16.
17. Πεταλωτής
Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού
κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή
μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε
τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής
ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην
αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το
παλιό φθαρμένο πέταλο.
- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού
τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την
ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα
ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να
προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα
πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα
πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το
πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για
να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να
πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
.
18. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και
κατασκευάζονταν χειροποίητα
στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που
τα έφτιαχναν αναλάμβαναν
ταυτόχρονα και το πετάλωμα
των ζώων, που απαιτούσε
μεγάλη εμπειρία και
δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά
ασκούσαν παράλληλα και το
επάγγελμα του σιδερά, ενώ
κάποιοι από αυτούς ήταν και
πρακτικοί κτηνίατροι ή
αναλάμβαναν και τον
ευνουχισμό (μουνούχισμα) των
ζώων.
20. Ρινιαστής
Λιγότερο γνωστό ίσως σήμερα αλλά συνήθης φιγούρα σε
επαρχίες πρότερων χρόνων, υπήρξε και το επάγγελμα
του ρινιαστή. Οι έρινοι, ορνιοί ή, στην κοινή, τα αρσενικά
σύκα, χρησιμοποιούνται για την γονιμοποίηση των
θηλυκών συκιών. Οι ρινιαστές ήταν εκείνοι που
συνέλεγαν τα αρσενικά σύκα, αγριόσυκα, τα περνούσαν
σε κλωστές, και στη συνέχεια τα αποθήκευαν ή τα
πωλούσαν στους ενδιαφερόμενους. Όσοι τα έπαιρναν τα
κρεμούσαν στις θηλυκές ώστε όταν έσκαγαν ο αέρας και
τα έντομα να μεταφέρουν τα ωάρια για γονιμοποίηση
21.
22. Σαμαρτζής ή σαμαράς
Μπορούσε να είναι και αλμπάνης= πεταλωτής. Παλιότερα η
μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με
ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή
μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το
γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα
μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο
εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις
υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι που
κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία
σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις
αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές
δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο
σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
23.
24. Σαματατζής
Πανομοιότυπος με τον αυτοφοράκια , με τη διαφορά ότι το δεύτερο συναντάται
μέχρι και σήμερα, ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος
ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων».
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτείτο από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή
παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι
έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή. Κατά την άσκηση του
«επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο
«εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε
άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό
των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίασης».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται
ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό
χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να
προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας
έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε
να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από
υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε
πάντοτε του ξύλου.
Οι καριερίστες του επαγγέλματος άλλων εποχών, στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι»
απαντούσαν γενικά κι αόριστα «επιχειρήσεις». Και δεν είχαν άδικο άλλωστε,
εκείνοι επιχειρούσαν κι ότι βγει…
25. Σαλεπιτζής
Εν έτει 2015, στην Ομόνοια ή στους γύρω δρόμους, δεν είναι απίθανο να
συναντήσει κανείς, τους τελευταίους εκπροσώπους του εν λόγω
επαγγέλματος, αν και κατά γενική ομολογία κι αυτός ο επαγγελματικός
προσανατολισμός τείνει προς εξαφάνιση…
Το σαλέπι, η σκόνη δηλαδή που βγαίνει από τους αποξηραμένους
κονδύλους διαφόρων ειδών της οικογένειας των ορχεΐδων, καθώς και το
ζεστό αφέψημα που παρασκευάζεται από αυτό, όταν η σκόνη βράζεται με
ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα ή κανέλα, αποτέλεσε για
χρόνια το δυναμωτικό της χώρας τόσο για τους ξενύχτηδες όσο και για
τους πρωινούς ανθρώπους του μεροκάματου.
Ο σαλεπιτζής, με τον άσπρο σκούφο και την λευκή ποδιά του, τα
πολύπλοκα και καλογυαλισμένα μπρούτζινα σκεύη, που συνήθιζε να
κουβαλά στον ώμο κρεμασμένα από μια ξύλινη σανίδα, αποτελεί μια
γραφική και συνηθισμένη εικόνα άλλων εποχών. Περιτριγυρισμένος
σχεδόν πάντα από παρέες, ψήνοντας το ρόφημα σε εύθυμο κλίμα,
κρατούσε το ενδιαφέρον των πελατών ανοίγοντας πάντα κάποιο πολιτικό
ή άλλο θέμα για συζήτηση , γι αυτό κι από πολλούς θεωρείται πως έβαλε
τις βάσεις για τα εξελιγμένα υπαίθρια καφενεία που ακολούθησαν στην
Ελλάδα, αφού οι θαμώνες πίνοντας το ποτό τους ενημερώνονταν για την
καθημερινότητα και αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
26.
27. Ο σαπουνοποιός
Η κατασκευή του σαπουνιού είναι μια εργασία που την γνωρίζουν
ακόμη μερικές γυναίκες και άνδρες στα χωριά, εκτός από τους
βιομηχάνους.
Το σαπούνι δεν είναι παλιά εφεύρεση. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν
κατά καιρούς διάφορα μέσα για την καθαριότητά τους. Από τους
αρχαίους χρόνους οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούσαν την αλισίβα,
δηλαδή το θολόστακτο. Τούτο ήταν το νερό που έπαιρναν από τη
βρασμένη στάχτη. Πήγαιναν μετά τα ρούχα στα ποτάμια ή στις λίμνες
ή χρησιμοποιούσαν ακόμη και ακαθαρσίες ανθρώπων, προκειμένου
να καθαρίσουν τα ρούχα τους. Το πιο συνηθισμένο μέσο καθαρισμού
ήταν το σαπουνόχαρτο.
Όταν ο Οδυσσέας βγήκε στο νησί των Φαιάκων – δηλαδή τη σημερινή
Κέρκυρα, βρήκε στο ποτάμι τις βασιλοπούλες να πλένουν και να
λευκαίνουν τα ρούχα τους. Το πρόβλημα απασχολούσε λοιπόν
πλούσιους και φτωχούς.
Για να υπολογίσουν το επίπεδο του πολιτισμού μιας χώρας
μετρούσαν, την ποσότητα του σαπουνιού που καταναλώνει κάθε
οικογένεια ή και κάθε χώρα.
28. Σφουγγαράδες
Οι πρώτες αναφορές στο επάγγελμα
των σφουγγαράδων γίνονται ήδη από τον Όμηρο, αλλά και
μεταγενέστερους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς. Η
δουλειά των σφουγγαράδων είναι η αλιεία, έπειτα η
επεξεργασία και τέλος το εμπόριο των σφουγγαριών.
Σφουγγαράδες δεν θεωρούνται μόνο οι δύτες, αλλά και
όσοι βρίσκονται στο σκάφος χειριζόμενοι τον μηχανικό
εξοπλισμό προς βοήθεια των σφουγγαράδων-δυτών. Το
επάγγελμα άκμασε στα μέσα του 19ου με αρχές 20ου
αιώνα στα Δωδεκάνησα και κυρίως στην Κάλυμνο και
τη Σύμη ,ενώ έπειτα επεκτάθηκε και σε άλλα μέρη.
29. Οι πρώτοι σφουγγαράδες εμφανίστηκαν γύρω στο 1800. Οι
πρώτοι δύτες, γνωστοί και ως "βουτηχτάδες", έκαναν γυμνή
κατάδυση φτάνοντας σε βάθος 30 μ. χρησιμοποιώντας τη
σκανδαλόπετρα, ένα κομμάτι μάρμαρο, που βοηθούσε στην γρήγορη
κατάδυση. Τη δεκαετία του 1860 κάνει την εμφάνιση του το
σκάφανδρο, η πρώτη στολή κατάδυσης , που ωστόσο ευθυνόταν σε
μεγάλο ποσοστό για την Νόσο των δυτών, λόγω της γρήγορης
ανάδυσης. Το 1920 άρχισε να χρησιμοποιείται η μέθοδος Φερνέζ,
ένας αναπνευστικός μηχανισμός που ελάττωσε τα ατυχήματα. Τη
δεκαετία του 1970 καταργήθηκαν οι προηγούμενες μέθοδοι
κατάδυσης και υιοθετήθηκε το "σύστημα του ναργιλέ", μία στολή
βατραχανθρώπου με την προσθήκη ενός αεροσυμπιεστής του
παρέχει αέρα από το σκάφος. Παράλληλα εκείνη την εποχή ιδρύθηκε
στην Κάλυμνο η Κρατική Σχολή δυτών,η μοναδική στην Ελλάδα που
παρείχε σε νέους δύτες κρατικό επαγγελματικό δίπλωμα. Τα
σφουγγάρια ήταν τόσο διαδεδομένα που το εμπόριο τους έφτανε
μέχρι και μέρη όπως η Κωνσταντινούπολη, η Οδησσός, το Κίεβο και η
Μόσχα, καθώς και στον Ελλαδικό χώρο στη Σύρο και το Ναύπλιο.
Λόγω των επικίνδυνων συνθηκών το επάγγελμα πλέον έχει εκλείψει.