3. [ 3 ]
ΕΧΩ ΠΙΑ…;
Δεν απαξιώ χαλίκια ή χειμάρρους,
απάγκια εδάφη,
οφθαλμαπάτες ή δρόμους κρυστάλλινους.
Ούτε και το φαινόμενο ντόμινο καθώς φορές κελαηδιστή υπήρξα
και ξεκάθαρα cantabile1
άλλες
λαβωμένη και κουφή.
Κι επίσης σιωπηλή.
Αυτό που μετρά:
Μπας κι έχω μια γλώσσα αξιόπλοη τώρα πια;
Πες μου
πες
10-2-19
1. «Τραγουδιστή» (ιταλικά στο πρωτότυπο).
4. [ 4 ]
ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ
Κληρονόμησε χέρι γόνιμο κι άνθη ταπεινά σπέρνει
ενώ απλόχερα της δίνονται καπνός καλλωπιστικός, ρόδα
και γιασεμιού συστάδα.
Φορές, χέρια από νεράιδα
5. [ 5 ]
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΟΥΣΜΟΥΛΙΕΣ
Δεν είναι που μ’ αρέσουν μήτε κι είναι ιδιαίτερα καλαίσθητες κι ούτε
καν ευωδιαστές.
Είν’ ένα δέντρο καρποφόρο της σειράς.
Είναι γωνίτσα σ’ ένα χωριουδάκι που πάει καιρός, επιμένω, που δεν
υπάρχει.
Ήμασταν φτωχή οικογένεια και δεν ζητούσε τίποτα. Της αρκούσαν
κάθε τόσο τα σαπουνόνερα που από το πλύσιμο των ρούχων μένανε.
Είχε κάθε δικαίωμα να μη δίνει πολλά. Ούτ’ ένα βάζο μαρμελάδα.
«Γλυκό μούσμουλο; πού είδες να ’χει;»
Όμως άντεξε κι έμαθε απάγκιο να βρίσκει κάτω από τη μαρκίζα
της ραγισμένης μου καρδιάς.
Κι ούτε που το κουνά.
6. [ 6 ]
ΝΑΡΝΤΟΥΤΣΟ
Το τοπίο των παιδικών μου χρόνων έχει πια χαθεί. Δεν υπάρχει.
Νέα ρυμοτομία, νέα σπίτια. Για μένα έπαψε πια να ’ναι γεωγραφικό
πλάτος και μήκος.
Είν’ ένα μέρος μιας μοναχά ανάμνησης και μιας μοναχά συγκίνησης.
Εκεί, βύθισα έναν κόσμο: παιδική ηλικία, γείτονες, συγγενείς, ζιζάνια.
Πρώτοι χειμώνες και παιχνίδι: βουτιές στη λάσπη.
Ο φούρνος ενός αρτοποιείου κι ο Ναρντούτσο, στην αλάνα, που αντί
για παπούτσια είχε ξυλαράκια στα πόδια τυλιγμένα με ρετάλια
λινάτσας και στο χέρι προς πάσα χρήση, ένα τενεκεδάκι. Σαν μικρή
γκραβούρα του αϊ-Φραγκίσκου. Ή αθώου σε έπος ρωσικό.
Μουρλός άκακος, μουρλός της γειτονιάς, στο Σάντος Λουγάρες,
π’ ούτε αυτό υπάρχει.
*Το Google maps που λέει λίγο ψέματα μόλις μου επιβεβαίωσε πως ούτε η εφηβεία μου
υπάρχει. Κατεδάφισαν το σπίτι για να χτίσουν ποιος ξέρει τι. Στη θέση του, μπροστά,
έβαλαν διαφημιστικές πινακίδες. Είναι ακόμη εκεί τα κόκκινα τούβλα του πεζοδρομίου.
Το δεντράκι, τότε καχεκτικό, επέζησε. «Για πόσο καιρό», αναρωτιέται.
Από τα νιάτα μου είναι φυσιολογικό να μη μείνει ούτε στάχτη. Τραβούσαμε για πανσιόν
της κακιάς ώρας. Ζούσαμε σε υπόγεια. Σε άχυρα την πέφταμε.
Σύνορα με τρένα και φορτηγά διασχίζαμε. Γκουανό2
καπνίζαμε. Την σκαπουλάραμε
όσο καλύτερα μπορούσαμε. Το δάκρυ αυτό μένει κι ανθίζει ή κάλλιο ξεπετάγεται.
2. Μείγμα αποσυντεθειμένων περιττωμάτων και πτωμάτων θαλάσσιων πουλιών.