3. Ηφωνή στο ραδιόφωνο αναφέρει ότι το Βόρειο Σέλας θα
είναι ορατό από κάποια σημεία της ανατολικής Νορβη-
γίας απόψε. Δεν το έχω δει ποτέ, αλλά λένε πως μοιάζει με
πράσινες φλόγες που γλείφουν τον νυχτερινό ουρανό. Ανοίγω
τη Wikipedia στο κινητό μου. Τα παλιά χρόνια οι πρόγονοί
μας θεωρούσαν το φαινόμενο προάγγελο λιμού και πανού-
κλας. Βάζω και πάλι το τηλέφωνο στην εσωτερική τσέπη της
μπλε ζακέτας μου.
Με το ένα μου χέρι τραβάω την κουρτίνα. Κινώ το αναπη-
ρικό αμαξίδιο εμπρός για να ρίξω μια ματιά από το παράθυρο
του καθιστικού. Ο ουρανός είναι κατάμαυρος. Δεν φαίνεται
ούτε ένα αστέρι. Οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη δεν
έχουν δει ποτέ το Βόρειο Σέλας, κι όμως μοιάζει να τα κατα-
φέρνουν μια χαρά και χωρίς αυτό.
Τη χρονιά που μας πέρασε άρχισα να εξαρτώμαι όλο και
περισσότερο από το αναπηρικό μου αμαξίδιο. Το έχω πια
αποδεχτεί· μπορεί τουλάχιστον να αντισταθμίσει κάπως τα
άχρηστα πόδια μου. Πριν έναν χρόνο έπεφτα τόσο συχνά
που η γυναίκα μου, η Σουνίβα ανησυχούσε ότι θα σπάσω
κανένα κόκαλο. Είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Αν πέσω,
δεν μπορώ να σηκωθώ χωρίς βοήθεια. Μου είναι δύσκολο
να παραδεχτώ ότι η μυϊκή δυστροφία έχει φτάσει πια σε
τέτοιο στάδιο που το καροτσάκι είναι η μόνη ασφαλής επι-
λογή μου.
Ψάχνω στα ράφια της βιβλιοθήκης για την αγγλική βιο-
4. 4 ΤΟΎΡΒΑΛΝΤ ΣΤΕΝ
γραφία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Μήπως την έχω δανεί-
σει σε κάποιον;
Χτυπάει το κινητό μου.
Είχα την εντύπωση ότι ήταν στο αθόρυβο. Προσπαθώ να
το κλείσω, αδέξια, έπειτα δέχομαι την κλήση.
«Ποιος είναι;» ρωτάω εκνευρισμένος.
«Προσπαθώ να βρω τη μητέρα σου» ακούγεται μια γυναι-
κεία φωνή. «Δεν απαντάει. Της συμβαίνει κάτι;»
«Νομίζω πως έχετε πάρει λάθος νούμερο» λέω έτοιμος να
το κλείσω.
«Μπορείς να της πεις ότι πέθανε ένας συγγενής της;»
Μου αναφέρει ένα όνομα που δεν μου θυμίζει τίποτα.
«Τα συλλυπητήριά μου» ψελλίζω δίχως να καταλαβαίνω τι
σχέση έχουν όλα αυτά.
«Ήταν πάνω από ενενήντα».
«Παραμένει το ίδιο θλιβερό» αποκρίνομαι.
«Έτσι γίνεται.Το να χάνεις κάποιον δεν είναι ποτέ εύκολο».
«Μα ποια είσαι;» αναρωτιέμαι.
Ακολουθεί μια παύση προτού μου απαντήσει:
«Η Ελίνε».
«Θα έπρεπε να ξέρω τον εκλιπόντα;» τη ρωτάω.
Προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου όλους τους συγγενείς
μου: τη μητέρα μου, με τις μπούκλες της, βαμμένες κόκκινες,
τα ζυγωματικά, το σφιχτό πιγούνι της και τη λεπτή μύτη είναι
πιο εύκολο να τη θυμηθώ, αλλά και τα μαύρα, χτενισμένα προς
τα πίσω μαλλιά του πατέρα μου, με τη χωρίστρα στη μέση και
τα στενά, καλοσυνάτα μάτια του είναι αρκετά ξεκάθαρα στο
μυαλό μου, παρότι εκείνος έχει πεθάνει εδώ και καιρό. Έχω
κάποιες αναμνήσεις από τη γιαγιά μου, αν και έχουν περάσει
περισσότερα από σαράντα χρόνια. Είχε χλωμό δέρμα, καστα-
νοπράσινα μάτια, κάπνιζε αρειμανίως τσιγάρα Pall Mall και
είχε τρέλα με την πασιέντζα. Οι κάρτες είχαν γίνει κίτρινες
από τη νικοτίνη. Δεν έλεγε πολλά αλλά άκουγε –τόσο το καλύ-
5. 5
Η ΛΕΥΚΉ ΚΑΛΎΒΑ
τερο– και δεν με διόρθωνε ποτέ. Οι γονείς του πατέρα μου
είχαν πεθάνει προτού γεννηθώ. Η αδερφή του μετακόμισε
στην Αυστραλία όταν ήμουν τεσσάρων. Η οικογένειά του θα
μπορούσε να συνδέεται με μια φωτογραφία, μια ιστορία, ένα
επάγγελμα και μια διεύθυνση. Όλοι οι συγγενείς της μητέρας
μου, εκτός από τη γιαγιά και μία από τις αδερφές της, την Ινέ,
που είχα συναντήσει μία και μοναδική φορά, ήταν και παρα-
μένουν αόρατοι για μένα.
Το όνομα του παππού μου από την πλευρά της μητέρας
μου δεν το έμαθα ποτέ. Η ίδια αρνούνταν πεισματικά να το
αποκαλύψει. Όλη μου τη ζωή μού έδινε την εντύπωση πως δεν
είχε επαφές με τις οικογένειες κανενός από τους γονείς της.
Όποτε ρωτούσα γιατί, παρέμενε σιωπηλή ή θύμωνε επειδή δεν
ήθελε να αναφέρεται σε αυτό το θέμα. Σε μια εποχή που όλο
και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν το οικογενειακό τους
δέντρο, εγώ, στα δεκάξι μου, έπρεπε να αποδεχτώ το γεγονός
ότι δεν γνώριζα τίποτα για τις ρίζες μου.
«Μην ανησυχείς για τη μητέρα σου» συνέχισε η Ελίνε.
«Θα της γράψω για τον θείο της».
«Συγγνώμη» είπα. «Ίσως αργώ κάπως να τα πιάσω, αλλά
εμένα γιατί μου τηλεφώνησες; Και πού βρήκες τον αριθμό
μου;»
«Η ξαδέρφη σου είμαι».
«Κάποιο λάθος πρέπει να κάνεις. Δεν έχω ξαδέρφη».
«Και βέβαια έχεις» μου λέει με συγκρατημένο τόνο. «Εγώ
είμαι αυτή» επαναλαμβάνει. «Ξέρω ποιος είσαι. Δεν μου ήταν
δύσκολο να βρω το νούμερό σου».
«Περίμενε ένα λεπτό. Πρέπει να βγάλω το κατσαρολάκι
από το μάτι» τη διακόπτω για να μου δώσω χρόνο να σκεφτώ.
Δεν βλέπω όνειρο. Είμαι ξύπνιος. Συνειδητοποιώ ότι στο
ραδιόφωνο παίζει το «Let’s get lost» του Chet Baker. Αφήνω
το κινητό στα πόδια μου και σφίγγω πάνω μου τη ζακέτα μου.
6. 6 ΤΟΎΡΒΑΛΝΤ ΣΤΕΝ
Έχει κρύο, και σε λίγες μέρες ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση
πριν τα Χριστούγεννα. Όταν ήμουν μικρός περίμενα πώς και
πώς την Παραμονή των Χριστουγέννων τέτοια εποχή. Τώρα
προσμένω την άνοιξη και το τραγούδι του κότσυφα.
Βάζω το τηλέφωνο στο αυτί μου.