2. Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη-Μα
πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και
της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη
σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού
Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας
προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων
κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν
αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
3. –Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας
και της θάλασσας
Σου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό
τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των
πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου
ηρωίδα ιάμβου
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του
καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων -Μα πού
γύριζες;
4. Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους
κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που
μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας
τ΄ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των
βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.
Άκουσε ο λόγος των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων
παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο
ελπίδας
5. Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το
κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και
αύριο.
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της
θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
6. «ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ»
Στο ποίημα αυτό, το ποιητικό υποκείμενο απευθυνόμενο προς
την έφηβη Μαρίνα τη συμβουλεύει και την προειδοποιεί για τις
σημαντικές και ανέκκλητες αλλαγές που θα επιφέρει η
ενηλικίωση στη ζωή της.
Με όχημα τον υπερρεαλισμό ο Ελύτης δημιουργεί μια
πολυσήμαντη σύνθεση που παραμένει ανοιχτή σε πολλαπλές
αναγνώσεις, καθιστώντας ουσιαστικά ανέφικτη την επιλογή
μιας ερμηνείας.
Το ποίημα αποτελεί έναν διάλογο μεταξύ ποιητή (εγώ) -
Μαρίνας (εσύ) σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, το καλοκαίρι. Το
‘εγώ’ είναι ένα τεχνητό πρόσωπο, ένα προσωπείο, που κρύβει
ή α) τον ίδιο τον ποιητή ή β) την εικόνα που αυτός θέλει να
δώσει προς τα έξω ή γ) τον αναγνώστη στο ποσοστό που ο
καθένας δέχεται ότι θα συμμετείχε κάπως έτσι σε ανάλογα
δρώμενα. Το ‘εσύ’ δηλώνει κάποιο πραγματικό πρόσωπο, με
προσθαφαιρέσεις μια οποιαδήποτε κοπέλα. Όλα αυτά
εντάσσουν το ποίημα στη γενικότερη προσπάθεια των ποιητών
να τοποθετηθούν σε μια απόσταση από τα πράγματα, να
αποστασιοποιηθούν, να καταστούν απρόσωποι.
7. «ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ»
Πρώτη ενότητα (στ. 1-10) :
Στ. 1: Το ποίημα αρχίζει με τις φράσεις που χρησιμεύουν ως βασικά
μοτίβα του.
Ο πρώτος στίχος, με τις δυο φράσεις, που χρησιμεύουν και ως βασικά
μοτίβα του, δίνει: α) μια κυριαρχική συναισθηματική κατάσταση της
ηρωίδας («έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη») και β) τον
απορηματικό, ερωτηματικό τόνο, που διακόπτει κατά διαστήματα το
ποίημα.
Στ. 2: αποδίδεται στην πέτρα μια ιδιότητα που της ανήκει («σκληρή»)
και μια που ανήκει στην ηρωίδα, στον άνθρωπο («ρέμβη»):
Στ. 3: για να δώσει την ένταση και τη δύναμη του ανέμου χρησιμοποιεί
το επίθετο «αετοφόρος»: αυτός που φέρει τον αετό. Έτσι δίνεται η
εικόνα μιας επέλασης.
Στ. 5: Η «χίμαιρα» είναι μυθικό τέρας, που γεννήθηκε από την έχιδνα
και τον Τυφώνα. Στα νεοελληνικά σημαίνει: πλάσμα της φαντασίας,
απραγματοποίητος πόθος. Στο στίχο χρησιμοποιείται περισσότερο με τη
νεοελληνική σημασία.
Στ. 7-10: Ο ποιητής κάνει μια αναδρομή στο τοπίο και την εποχή (στ. 7)
και τις συντροφιές της ηρωίδας.
Στ. 9: «τους βαθιούς κυαμώνες» (κύαμος· κουκί, θηλή)· εδώ οι κόρφοι
των κοριτσιών.
8. Δεύτερη ενότητα (στ. 11-16):
Η ενότητα αρχίζει με την ερωτηματική φράση του στ. 1 της
πρώτης ενότητας («Μα πού γύριζες;»)
Στ. 12: Διαφέρει από το στ. 2 της πρώτης ενότητας μόνο στο
επίρρημα: «ολημερίς – ολονυχτίς».
Στ. 13-16: Το νόημα των παραινέσεων του ποιητή: να βλέπεις
τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων (στ. 13), να τα χαίρεσαι
αμέριμνη (στ. 14) ή να τριγυρνάς σαν ένα είδος ποιητικής
ηρωίδας (στ. 15-16: «ηρωίδα ιάμβου»).
Τρίτη ενότητα (στ. 17-20)
Να προσέξετε: α) την επανάληψη των δύο βασικών μοτίβων
(στ. 17, 20) και τη ζωγραφικότητα της όλης εικόνας (το κόκκινο
χρώμα του φορέματος και το χρυσαφί του καλοκαιριού είναι οι
εικόνες που δεσπόζουν).
9. Τέταρτη ενότητα (στ. 21-26)
Η ενότητα αυτή συνεχίζει κάπως την πρώτη (στη δεύτερη ο
ποιητής παρεμβαίνει με τις παραινέσεις του· στην τρίτη
δεσπόζουν τα χρώματα).
Στην τέταρτη την τοποθετεί πάλι στο θαλασσινό τοπίο (στ. 21-
22), προσπαθεί να δώσει κάτι από τη συναισθηματική
κατάσταση εκείνων των ημερών (στ. 23-25).
Η λέξη «των βυθών» παίζει ανάμεσα στις δύο σημασίες: οι
βυθοί της θάλασσας – το εσωτερικό του ανθρώπου. Στους
βυθούς αυτούς «σελαγίζει ο αστερίας της».
10. Πέμπτη ενότητα (στ. 27-36):
Ο ποιητής αρχίζει πάλι να μιλά παραινετικά. Ενώ όμως στη
δεύτερη ενότητα την παρότρυνε να γεύεται τη ζωή, εδώ,
αντίθετα, έχοντας υπόψη του πως κάποτε η νεότητα περνάει
τη συμβουλεύει:
Αυτό το καλοκαίρι μην περιμένεις να επαναληφθεί και να
είσαι όπως είσαι τώρα (στ. 32),
μην περιμένεις να ξαναγυρίσουν πίσω αυτές οι στιγμές (στ.
33-34).
Στον στ. 30 ο ποιητής τονίζει πως «σφίγγεις έναν έρωτα»,
έχεις τον έρωτα και
Στον στ. 31 προσθέτει το επίθετο «πικρή».
11. Έκτη ενότητα (στ. 37-39):
Το νόημα: Ως τώρα ήσουνα κάτι σαν αίνιγμα,
αινιγματική. Τώρα θα πάψεις να είσαι αίνιγμα (θ'
αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου) και θα μείνεις
«στυλωμένη στους βράχους» δίχως παρελθόν ή
μέλλον («δίχως χτες και αύριο») και στους
κινδύνους των βράχων με κάτι από τη θυελλώδη
σου εμφάνιση («με τη χτενισιά της θύελλας»).
12. «ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ»
Ο Ελύτης ξεκίνησε από τον
υπερρεαλισμό, αλλά δεν υπέταξε την
ποίησή του σε αυστηρές επιταγές και
προδιαγραφές του κινήματος.
Συμπορεύτηκε μαζί του για ένα
διάστημα, δανείστηκε στοιχεία και τα
αναμόρφωσε, σύμφωνα με το
προσωπικό του όραμα, σ’ έναν
έλλογο και γλωσσικά έκπαγλο
(=εκπληκτικό, υπέροχο σε ομορφιά,
θαυμάσιο, θαυμαστό) λυρισμό.
13. «ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ» (1)
τολμηρός συνδυασμός λέξεων
τολμηρές εικόνες με συνειρμική εναλλαγή
λατρεία του ελληνικού στοιχείου (γλώσσα, παράδοση,
ήθη, ορθοδοξία, ελληνική φύση,
πολιτισμός, ιστορία)
λυρικές περιγραφές
εφηβική αισιοδοξία
βαθιά αίσθηση της ζωής
αντίληψη των πραγμάτων μέσω των αισθήσεων
περιορισμένη στίξη
χαλαρή λογική αλληλουχία
14. «ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ (2)»
Το παράδοξο, η απόκλιση από την κοινή λογική διαψεύδει
τις διακειμενικές προσδοκίες του αναγνώστη προκαλώντας
ένα δημιουργικό ξάφνιασμα που οδηγεί τον αναγνώστη
στην ποιητικά αναπλασμένη πραγματικότητα του κόσμου
του ποιητή.
Για τον Ελύτη η Ελλάδα είναι η συνεχής και αδιάκοπη
αντίληψη που προκύπτει από την αρχαία κληρονομιά και τη
βυζαντινή περίοδο, από τη λαϊκή παράδοση και τη
σύγχρονη ιστορία ακόμα κι από τη γεωγραφική έκταση και
μορφολογία.
Χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά σύμβολα (: φως, θάλασσα,
ήλιος) όπου η μαγεία της φύσης και του φωτός δίνονται στη
μεταφυσική τους διάσταση.
Προσφεύγοντας πάντα στην προσωπική του εμπειρία,
κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις του και μπαίνει ολόκληρος
στο μυστήριο και στο θαύμα.