1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το
λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχεφάει η βρώμα.Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρόχαρές.
Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να
ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη.
Στην αρχή, το είδε όπως είτανε: ποτάµι. Είτανε µπροστά του αυτό το ποτάµι και τον περίµενε. Κι’
αυτός, γυµνός στην όχθη, δεν έπεφτε µέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάµι
µεταµορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, µελαχρινή, µε σφιχτοδεµένο κορµί. Γυµνή,
ξαπλωµένη στο γρασίδι, τον περίµενε. Κι’ αυτός, γυµνός µπροστά της, δεν έπεφτε πάνω της.
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες
ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική
ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και
δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του,
τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε
δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα
όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια
βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος
άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι
χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και
μακροβούτια... Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως
τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε
από πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνετο ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει
μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε
μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια
πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους.
Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του.
Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Το ποτάμι
2. Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα.
Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ
του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό.
Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε
αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να
πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα
στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα
μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός
ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί.
Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από
τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο,
τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να
δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσεαπό την αντικρινή όχθη η τουφεκιά,
κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
Α. Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου
Ο Αντώνης Σαμαράκης πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματά μας με μια συλλογή διηγημάτων με τον
τίτλο «Ζητείται ελπίς» (1954) και γνώρισε αμέσως την επιτυχία. Στη συνέχεια , το 1959, δημοσιεύει
το πρώτο μυθιστόρημά του «Σήμα κινδύνου», ενώ το 1961 επανέρχεται στο προσκήνιο με μια νέα
συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Αρνούμαι». Τέλος, το 1965 δημοσιεύει το δεύτερο μυθιστόρημά του,
το «Λάθος», με το οποίο απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. Τα βιβλία του μαρτυρούν πείρα ζωής και
υπεύθυνο αντίκρισμα των πραγμάτων. Παρουσιάζεται σαν άγρυπνη συνείδηση στα κοινωνικά
προβλήματα, όπως και στα καθημερινά και αιώνια προβλήματα του ανθρώπου και της ανθρωπιάς
του. Άγρυπνη στην «ηθική» αγωνία της εποχής μας, στα μέτρα της κρίσης, στη δικαιοσύνη ή στην
αδικία που τη χαρακτηρίζει. Στο έργο του υπάρχει σε μια αρμονική σύζευξη απαισιοδοξία και ελπίδα,
πόνος και σαρκασμός, πίκρα, διαμαρτυρία, αλλά και αρκετό χιούμορ.
Στο «Ποτάμι» ο συγγραφέας εκφράζει τον πόνο και την αγωνία του μεταπολεμικού ανθρώπου
για τις μεγάλες συμφορές και τα ποικίλα δεινά που επισωρεύει ο πόλεμος. Υποδηλώνεται η
στάση του συγγραφέα απέναντι στον πόλεμο, που με τη φρίκη του και τα καταλυτικά αποτελέσματά
του γίνεται εμπόδιο για έναν καλύτερο κόσμο, στον οποίο θα κυριαρχεί η ειρήνη, η συναδέλφωση
και ο αλληλοσεβασμός ανάμεσα στους ανθρώπους.
Β. Ερμηνευτική προσέγγιση
Το βασικό μήνυμα του κειμένου
Είναι αμιγώς αντιπολεμικό και δίνεται μέσα απ’ την τραγική ιστορία ενός 23χρονου στρατιώτη που
δολοφονείται από έναν σκόπιμα μη προσδιορισμένο εθνολογικά εχθρό -η ιστορία αποκτά έτσι
καθολικές διαστάσεις-, όταν παρά την εντολή της Μεραρχίας αποφασίζει να κολυμπήσει στο ποτάμι
που χωρίζει τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
«Η διαταγή είτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανείς
σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την
παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.»
3. Η αφήγηση
Η αφήγηση δίνεται σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη, μη δραματοποιημένο αφηγητή, ο
οποίος έχει πλήρη εποπτεία τόσο των διαδραματιζόμενων γεγονότων όσο και των σκέψεων του
κεντρικού ήρωα της σύντομης αυτής ιστορίας.
Η αφήγηση ξεκινά in medias res, από τη μέση δηλαδή των πραγμάτων, καθώς για λόγους
αφηγηματικής οικονομίας δε μας δίνονται τα γεγονότα από την αρχή του πολέμου. Μιας και
πρόκειται για διήγημα, στο περιορισμένο πλαίσιο του οποίου δεν υπάρχουν τα περιθώρια παράθεσης
πολλών πληροφοριών, η αφήγηση καλύπτει τα περιστατικά λίγων μόλις ημερών (η κορύφωσή του
αφορά λίγες ώρες ενός πρωινού), από έναν πόλεμο που διαρκεί ήδη δυόμιση χρόνια.
«Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε απ’ το ποτάμι. Κείθε απ’ το ποτάμι είταν ο
εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί».
Ο εχθρός δεν προσδιορίζεται εθνολογικά, καθώς ο συγγραφέας θέλει να λάβει το μήνυμα της
ιστορίας του ευρύτερες, καθολικές διαστάσεις, υπό την έννοια πως σε κάθε πόλεμο, όποιας
μορφής κι αν είναι αυτός, οι συνέπειες είναι εξίσου ολέθριες για τους συμμετέχοντες.
Ανεξάρτητα από την εθνικότητα του εχθρού, των Άλλων, ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για έναν
αμυντικό ή έναν επιθετικό πόλεμο, η εμπόλεμη κατάσταση φέρνει τους ανθρώπους σε οριακές
καταστάσεις τους αποκτηνώνει, ωθώντας τους σε πράξεις εντελώς απάνθρωπες, και τους φθείρει
ανεπανόρθωτα σε ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο.
«Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε κρύο. Μα εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη
πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι είτανε λοχίας. ..»
Ο αφηγητής αφού τονίζει πως οι στρατιώτες έχουν στρατοπεδεύσει ήδη τρεις εβδομάδες κοντά στο
ποτάμι, προχωρά σε μια σύντομη αναδρομή για να παρουσιάσει τη μοιραία κατάληξη όσων
τόλμησαν να μπουν στο ποτάμι (ένας λοχίας πρώτα, δύο φαντάροι έπειτα).
Παρά το γεγονός πως ο πόλεμος δεν τοποθετείται χρονικά σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο -
μαθαίνουμε μόνο πως διαρκεί δυόμιση χρόνια τώρα, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε πότε ακριβώς
συνέβη-, ο αφηγητής δίνει εμφατικά τη διάρκεια του «ειρηνικού» διαλλείματος (Τρεις βδομάδες!
Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες!), καθώς θέλει να καταστεί σαφές πως ο νεαρός στρατιώτης
πάλεψε με την επιθυμία του να πέσει στο ποτάμι αρκετές μέρες και πως όσο περνούσε ο καιρός,
χωρίς να απομακρύνονται από εκείνο το σημείο, τόσο πιο έντονη γινόταν μέσα του η επιθυμία αυτή.
«Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Είτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το
λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμιση χρόνια τους είχε φάει η βρώμα. …»
Με την αναφορά στη διαταγή της Μεραρχίας ολοκληρώνεται η αναδρομή στα γεγονότα των
προηγούμενων ημερών και συνάμα υπενθυμίζεται εμφατικά η σχετική απαγόρευση.
Το γεγονός πως ο 23χρονος στρατιώτης θα παραβλέψει τη διαταγή αυτή, η οποία προέκυψε
βέβαια λόγω των τριών θανάτων που έχουν προηγηθεί, υποδηλώνει το μέγεθος της ανάγκης του
να βουτήξει στα νερά του ποταμού και άρα να ξεχάσει, έστω και για λίγο, το ότι βρίσκεται
ακόμη στη δίνη ενός πολέμου.
4. «Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! Είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του, κείνη τη νύχτα. Γύριζε και
ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.»
Η διαταγή της Μεραρχίας επαναλαμβάνεται τρεις φορές σε μόλις δύο παραγράφους, αποκτώντας
σταδιακά μια τελείως διαφορετική διάσταση στη σκέψη του νεαρού στρατιώτη. Αίφνης, η διαταγή
αυτή είναι το μόνο που μπορεί να τον εμποδίσει απ’ το να γευτεί την ευτυχία που βρίσκεται τόσο
κοντά του. Οι απώλειες των συμπολεμιστών του περνούν σε δεύτερο πλάνο και ο ήρωας αγανακτεί
με τη διαταγή (Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!), αγανακτεί με την ιδέα πως προσπαθούν να
του στερήσουν μια πολύτιμη απόλαυση, παραγνωρίζοντας την ουσία της διαταγής, που δεν
είναι άλλη απ’ την προστασία των στρατιωτών.
Εκείνο, βέβαια, που κυριαρχεί στη σκέψη του∙ εκείνο που τον εμποδίζει να αντιληφθεί πλήρως την
επικινδυνότητα της κατάστασης είναι η ολοένα μεγεθυνόμενη μέσα του επιθυμία να βουτήξει στο
ποτάμι, να νιώσει ξανά ελεύθερος, να ζήσει ξανά χωρίς το διαρκή φόβο, που τους έχει καθηλώσει
τόσο καιρό σε μια ασφυκτική κατάσταση, όπου δεν μπορούν να χαρούν και να απολαύσουν τίποτε,
όσο λίγο ή ασήμαντο κι αν είναι αυτό.
Η αγανάκτηση του στρατιώτη -γέννημα της πολύμηνης ταλαιπωρίας του, γέννημα όλων των
στερήσεωνπου έχει βιώσειόσο διαρκεί ο πόλεμος- καταδεικνύει με σαφή τρόπο πόσο αφύσικος είναι
ο πόλεμος, πόσο ενάντια στις επιθυμίες του απλού ανθρώπου είναι το να βρίσκεται εγκλωβισμένος
σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Εύλογα, λοιπόν, το ποτάμι καθίσταται σύμβολο όλων εκείνων που οι
στρατιώτες έχουν στερηθεί τα δυόμιση χρόνια του πολέμου.
Η επιθυμία του νεαρού να κολυμπήσει στο ποτάμι δεν είναι απλώς η επιθυμία να πλυθεί (Αυτά τα
δυόμιση χρόνια του είχε φάει η βρώμα), ή η επιθυμία να γευτεί μια απλή χαρά, είναι πολύ
περισσότερο μια κραυγή απόγνωσης μπροστά στην απελπισία που τον έχει φέρει ο πόλεμος. Είναι
ένα ξέσπασμα της εσωτερικής του ανάγκης για ελευθερία∙ είναι ένα ξέσπασμα της νιότης του που
επιθυμεί και απαιτεί να ζήσει μακριά απ’ τα δεσμά του πολέμου.
Εντούτοις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως το κάλεσμα του ποταμού, που δεν τον αφήνει να
ησυχάσει, και η απολύτως δικαιολογημένη επιθυμία του νέου να ζήσει αυτή τη μικρή χαρά, δεν
μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα της πραγματικότητας. Ο πόλεμος συνεχίζεται και όσοι
τόλμησαν να πλησιάσουν το ποτάμι σκοτώθηκαν. Είναι, επομένως, σαφές πως αν ο νεαρός ενδώσει
στην επιθυμία του παίρνει ένα ιδιαίτερα μεγάλο ρίσκο.
«Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας, την
έγραφε στ’ απαυτά του.
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη.
…»
Η απόφαση του νεαρού στρατιώτη να πάει την άλλη μέρα στο ποτάμι, γίνεται όχι μόνο παρά τη
διαταγή της Μεραρχίας, η οποία στη σκέψη του μοιάζει να αποτελεί το μόνο ουσιαστικό
εμπόδιο, αλλά και αντίθετα προς τη λογική εφόσον γνωρίζει πόσο επικίνδυνο είναι αυτό που
σκοπεύει να κάνει. Η εστίασή του, άλλωστε, στο θέμα της διαταγής γίνεται σε πρώτο και συνειδητό
επίπεδο, καθώς έτσι του είναι πιο εύκολο να βλέπει την απόφασή του ως μια αντίδραση απέναντι
στις διαταγές της Μεραρχίας, του βασικού υπεύθυνου για το γεγονός πως βρίσκεται εκεί, σ’ έναν
ψυχοφθόρο πόλεμο. Ωστόσο, σε δεύτερο και ασύνειδο επίπεδο, αντιλαμβάνεται πως το αληθινό
πρόβλημα δεν είναι η διαταγή, αλλά ο κίνδυνος στον οποίο πρόκειται να θέσει τον εαυτό του, κι
αυτό εκφράζεται με το νυχτερινό του εφιάλτη.
Το αόρατο χέρι που τον κρατά απ’ το να βουτήξει στο ποτάμι, που τον κρατά απ’ το να ενδώσει
στον ακόμη μεγαλύτερο πειρασμό της γυμνής γυναίκας, είναι η επίγνωση του κινδύνου∙ είναι το
5. προφανές του θανάσιμου κινδύνου που παραμονεύει κι έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε τρεις
συμπολεμιστές του. Έτσι, αν και έχει ήδη αποφασίσει να βουτήξει στο ποτάμι, την ώρα που κοιμάται
έρχεται στην επιφάνεια η λογική της αυτοσυντήρησης, η λογική που του ζητά να αντισταθεί στον
πειρασμό του ποταμού. Συνάμα, πάντως, στο πλαίσιο του εφιάλτη γίνεται εξαιρετικά εμφανές το
πόσο πολύ θέλει ο νεαρός να πάει στο ποτάμι, αφού το ποτάμι τρέπεται σε «μια νέα γυναίκα,
μελαχρινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στο γρασίδι…».
«Ώρες-ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως είτανε μια φαντασία τους, μια
ομαδική ψευδαίσθηση.»
Το ποτάμι έχει καταστεί τόσο επιθυμητό στο νεαρό στρατιώτη, ώστε αποκτά μέσα του μυθικές
διαστάσεις∙ εξιδανικεύεται και ποθείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε μοιάζει σα να μην είναι κάτι το
υπαρκτό, κάτι το αληθινό. Έκφανση κι αυτό της έντασης με την οποία θέλει κι επιθυμεί να
κολυμπήσει σ’ αυτό, και παράλληλα ένας ακόμη τρόπος για να αιτιολογηθεί η μοιραία του απόφαση
που ήταν εξαρχής δεδομένο πως θα τον οδηγήσει στο τέλος του.
«Είχε βρει μιαν ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό είτανε θαύμα! Αν είτανε τυχερός
και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά
του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.»
Ο νεαρός στρατιώτης ενάντια στη διαταγή και τη σύνεση θα βρεθεί στο ποτάμι, υπακούοντας έτσι
στο ριψοκίνδυνο και στο απείθαρχο της νιότης του, υπακούοντας στην εσωτερική του ανάγκη να
αισθανθεί και πάλι ελεύθερος. Στοιχεία που φανερώνονται με το παιχνίδισμα στο νερό και με την
καθαρή ευδαιμονία που βιώνει∙ ευδαιμονία που τον επιστρέφει σε μια αθωότητα σχεδόν παιδική, και
λειτουργεί λυτρωτικά για το νεαρό στρατιώτη που έχει τραυματιστεί τόσο σωματικά όσο και ψυχικά
κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η λυτρωτική αυτή ευδαιμονία όμως δε θα διαρκέσει πολύ. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως μες
στο ποτάμι βρίσκεται και κάποιος άλλος. Κι ενώ για λίγες στιγμές θα αμφιταλαντεύεται για το αν
κινδυνεύει ή όχι, για το αν ο άλλος είναι δικός τους ή εχθρός, η συνήθειά του να βρίζει δυνατά κάθε
φορά που φτερνίζεται θ’ αποκαλύψει στον Άλλο την εθνικότητά του κι αμέσως θα ξεκινήσει ένας
αγώνας επιβίωσης.
Οι δύο αντίπαλοι στρατιώτες κολυμπούν όσο πιο γρήγορα μπορούν για να βρεθούν στην όχθη και να
πάρουν το όπλο τους. Κι ενώ ο 23χρονος στρατιώτης βγαίνει πιο γρήγορα απ’ τον εχθρό του, ωστόσο
δεν τον πυροβολεί, καθώς διστάζει απέναντι στο γεγονός πως κι οι δυο τους είναι γυμνοί, χωρίς τις
πολεμικές στολές, χωρίς τις εθνικότητες που τους χωρίζουν σε αντίπαλα στρατόπεδα∙ δύο νέοι
άνθρωποι γυμνοί, με την ίδια αξία, με παρόμοια όνειρα κι ελπίδες. Ο νεαρός στρατιώτης δεν
αποφασίζει,λοιπόν,να σκοτώσει τον εχθρό του, καθώς απέναντί του δε βλέπει παρά έναν ακόμη
άνθρωπο, όπως ακριβώς είναι κι αυτός∙ δε βλέπει έναν εχθρό, έναν μισητό αντίπαλο, αλλά έναν
απλό άνθρωπο.
Η ανθρωπιά του νεαρού στρατιώτη, ανθρωπιά που θα αποβεί μοιραία για τον ίδιο, τον οδηγεί να
αναλογιστεί το προφανές. Απέναντί του βρίσκεται ένας άνθρωπος, που έχει κάθε δικαίωμα στη
ζωή, ένας άνθρωπος που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ τον ίδιο (στοιχείο που ενισχύεται και
τονίζεται απ’ τη γύμνια των δύο στρατιωτών). Πώς, επομένως, να τραβήξει τη σκανδάλη; Πώς να
σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του, ιδίως τη στιγμή που είναι τόσο ευάλωτος;
Ο δισταγμός αυτό του στρατιώτη, ωστόσο, δεν γίνεται αντιληπτός απ’ τον αντίπαλο στρατιώτη,
όπως θα έπρεπε, ως μια ευκαιρία δηλαδή για μια αμοιβαία υποχώρηση, για μια σιωπηρή μεταξύ
τους εκεχειρία, που θα λειτουργούσε σωτήρια και για τους δύο. Αντιθέτως, ο άλλος στρατιώτης θα
εκμεταλλευτεί το δισταγμό του εχθρού του και θα τον σκοτώσει. Μέσα του υπερισχύει το ένστικτο
6. της επιβίωσης, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και φυσικά η δεδομένη δυσπιστία απέναντι στον
εχθρό. Έτσι, το γεγονός ότι ο άλλος στέκει απέναντί του χωρίς να τον πυροβολεί, δεν ερμηνεύεται
ως σωτήρια για εκείνον φιλευσπλαχνία, αλλά ως μια χαμένη ευκαιρία∙ λάθος που ο ίδιος δε σκοπεύει
να κάνει.
Ο νεαρός στρατιώτης συνειδητοποιεί τον παραλογισμό του πολέμου, την απόλυτη σκληρότητα και
το αφύσικο του να δολοφονείς έναν συνάνθρωπό σου, μόνο και μόνο γιατί ανήκει σε διαφορετικό
έθνος. Αντιλαμβάνεται πως όσα τους ενώνουν, αυτούς τους δυο γυμνούς ανθρώπους, είναι πολύ
περισσότερα απ’ όσα ενδεχομένως τους χωρίζουν, απ’ όσα οι ηγέτες τους θεωρούν πως τους
χωρίζουν. Ωστόσο, η δική του φιλανθρωπία, η δική του συναίσθηση της αξίας του άλλου
ανθρώπου, χάνεται μπροστά στον εύλογο φόβο που αισθάνεται ο Άλλος, χάνεται μπροστά στην
ανάγκη του Άλλου να διαφυλάξει τον εαυτό του.
Έτσι, η στιγμή που στέκουν γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο, η στιγμή που θα μπορούσαν να
θέσουν την ανθρωπιά τους πάνω από οποιαδήποτε άλλη διαφορά, χάνεται ολέθρια για το νεαρό
στρατιώτη. Ο φόβος, η δυσπιστία, το ένστικτο επιβίωσης και γιατί όχι η πίστη του Άλλου στην αξία
του πολέμου, φέρνουν το πρόωρο τέλος του νεαρού στρατιώτη.
Τα συναισθήματα του αναγνώστη:
Ο αναγνώστης δοκιμάζει αισθήματα αντιπολεμικά στην αρχή, πόνου και οίκτου για τον περιορισμό
των ελευθεριώντου στη συνέχεια, χαρά όταν κολυμπάει στο ποτάμι, αγωνία όταν συναντιέται με τον
Άλλο και, τέλος, θλίψη για την ήττα της ανθρωπιάς και της συναδέλφωσης.
Ιδιομορφίες του έργου:
Η ευρηματικότητά του: Ωραία ευρήματα στο «Ποτάμι» είναι το όνειρο του φαντάρου καθώς
και η τελευταία δραματική σκηνή με το αναπάντεχο και πρωτότυπο τέλος της, που αναδεικνύει
την άποψη του συγγραφέα και το απώτερο νόημα του διηγήματος.
Η τεχνική του κινηματογράφου: Λέει τις ιστορίες του με πλούσιες εναλλασσόμενες εικόνες,
γεμάτες κίνηση, χρώμα, ακουστική και κινητική. Χαρακτηριστικές είναι οι έξοχες εικόνες του
διηγήματος που όχι μόνο φανερώνουν τη μεγάλη εικονοπλαστική του δύναμη, αλλά παράλληλα
αισθητοποιεί μ΄ αυτές τα έντονα αντιπολεμικά συναισθήματά του και προβάλλει τις βαθύτερες
ιδέες του, την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την αλληλοκατανόηση των ανθρώπων.
Η λιτή αφηγηματική έκφραση: Αξίζει να προσεχθεί η λιτότητα στην αφηγηματική έκφραση
του συγγραφέα. Η απουσία περιττών λεπτομερειώνκαι η χρήση σύντομωνπροτάσεων που δίνουν
γοργό ρυθμό στην αφήγηση, εστιάζουν στο ουσιώδες και καθιστούν έτσι δραστικότερο το λόγο.
Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη του με περίπλοκες διατυπώσεις και
ευρηματικές εκφράσεις. Χρησιμοποιεί απλό λόγο -αποφεύγει ακόμη και τη συχνή χρήση
επιθέτων- θέλοντας να δώσει την απλούστερη δυνατή διατύπωση και να κρατήσει έτσι την
προσοχή στραμμένη σε ό,τι έχει κυρίως σημασία, στην ιστορία του νεαρού στρατιώτη.
Η τεχνική της επαναφοράς: Χαρακτηριστικό γνώρισμα της αφήγησής του είναι η συχνή
χρησιμοποίηση του σχήματος της επαναφοράς, με το οποίο αισθητοποιεί τα συναισθήματα και
τις σκέψεις του. Ιδιαίτερα στην παράγραφο «Δεν μπορούσε να τραβήξει … τίποτα περισσότερο»
είναι έντονη η χρήση της επαναφοράς με την οποία προβάλλει το μήνυμά του, ότι δηλαδή όλοι
οι άνθρωποι είναι αδέλφια αρκεί να τους απογυμνώσουμε από τα ονόματα, τη διαφορετική
γλώσσα και την εθνικότητα, που τους χωρίζουν τεχνητά και τους εξαναγκάζουν να πολεμούν
μεταξύ τους.
Έτσι, ο Σαμαράκης με την απλή και άμεση διατύπωσή του, την απλότητα και την πυκνότητα
της γραφής του, σε συνδυασμό με το απλό και γλαφυρό ύφος του πετυχαίνει να εκφράσει την
7. ανησυχία και την αγωνία του, που καταλήγει, όμως στην αισιόδοξη αναζήτηση κάποιαςελπίδας
και ανθρώπινης καλοσύνης.
Παράλληλο κείμενο
Αφού διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Καραγιάννη «Ιστορία
ενός στρατιώτη (1918-1922)» να εντοπίσετε τη διαφορά στη συμπεριφορά του δεκανέα της
ιστορίας σε σχέση με αυτή του φαντάρου στο διήγημα «Το ποτάμι» του Αντώνη Σαμαράκη και
να αιτιολογήσετε συνοπτικά τη στάση τους.
«Φτάσαμε εντέλει στο χωριό και είδαμε τη φάλαγγα του εχθρού να πέφτει στο ποτάμι για να περάσει
απέναντι και να επιβιβαστεί στα τραίνα που την περίμεναν εκεί και να αποφύγει την αιχμαλωσία.
Και εκεί όπου είχαμε σταματήσει, πέρασε ένας δεκανέας του ιππικού, που, κατά τύχη, βρήκε ένα
λαβωμένο Τούρκο. Σαν τον είδε χάμω, προσπαθούσε και επέμενε να πατήσει με το άλογό του τον
κατάκοιτο τραυματία. Ο ίππος του όμως δεν πατούσε πάνω στον άνθρωπο, αλλά πηδούσε δίχως να
τον πατάει. Αφού λοιπόν είδε ο δεκανέας πως ο ίππος του σεβόταν τον άνθρωπο, ξεσπάθωσε και
άρχισε να δίνει αλύπητα χτυπήματα. Τον πρόσεξε ο λοχαγός μας και τον παρατήρησε: “Τι κάνεις
εκεί, δεκανέα; Σκοτώνεις τον σκοτωμένο. Φύγε αμέσως, αυτός ο άνθρωπος είναι τραυματίας σε ώρα
μάχης”. Ο δεκανέας δεν έδωσε σημασία στο λοχαγό παρά συνέχισε το έργο του. Και όταν πρόσεξε
πως ο λοχαγός είχε θυμώσει και είχε βγάλει το πιστόλι του, κάρφωσε τη σπάθα του στο λαιμό του
τραυματία και με μια σπιρουνιά στον ίππο του χάθηκε καλπάζοντας. Και ακουγόταν η φωνή του:
“Θα μου κλάσεις τα αρχίδια, κυρ λοχαγέ, βάλε το πιστόλι στον κώλο σου”. Τέτοια γίνονται.»