2η Διεθνική Συνάντηση μαθητών και καθηγητών στο Σαλέρνο της Ιταλίας
καλλιέργεια της ελιάς
1. ΕΛΙΑ
Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ « ΕΧΘΡΟΙ» ΤΗΣ
Γενικά: Η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς βασίζεται σε μεθόδους αναζωογόνησης του
εδάφους του ελαιώνα, στην ανακύκλωση των υποπροϊόντων και άλλων διαθέσιμων
οργανικών υλικών και στην αναπαραγωγή και προστασία του περιβάλλοντος. Είναι η
μέθοδος ελαιοπαραγωγής που στοχεύει στην παραγωγή μιας άριστης ποιότητας
ελαιόλαδου, απαλλαγμένου από υπολείμματα αγροχημικών, που υποσκάπτουν την υγεία,
και περιορίζει τη μόλυνση με αγροχημικά του εδάφους, του νερού και του αέρα.
Συντελεί στη διατήρηση της ποικιλότητας πολύτιμων φυτών, ζώων και γενετικού υλικού.
Δημιουργία ελαιώνα βιολογικής παραγωγής
Κατάλληλη τοποθεσία:Πριν τη δημιουργία ή εγκατάσταση νέου ελαιώνα
βιολογικής παραγωγής είναι απαραίτητο να μελετηθούν και συνεκτιμηθούν οι
εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Τοποθεσίες με περιορισμένη ηλιοφάνεια,
μακρές περιόδους σκίασης και παγετόπληκτες περιοχές πρέπει όσο το δυνατό να
αποφεύγονται. Παραθαλάσσιες περιοχές και περιοχές που επικρατεί δροσερός καιρός και
ψηλή σχετική υγρασία, κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς κυρίως μήνες, δεν
πρέπει να προτιμούνται, γιατί τέτοιες περιοχές ευνοούν ψηλές προσβολές από το Δάκο.
Είναι, επίσης μεγάλης σημασίας η αρχή ότι η τοποθεσία όπου θα εγκατασταθεί η
βιολογική καλλιέργεια να μην επηρεάζεται από συμβατικούς ελαιώνες. Σε επικλινή
τοποθεσία πρέπει να ληφθούν μέτρα προστασίας από μεταφορά νερών βροχής από
συμβατικούς ελαιώνες ή άλλων συμβατικών καλλιεργειών. Επίσης, αν είναι δυνατό, η
φυτεία να είναι απομονωμένη με ψηλό φυσικό ανεμοθραύστη, έτσι ώστε να μην
επηρεάζεται από ψεκασμούς που θα διενεργούνται σε συμβατικούς ελαιώνες ή σε άλλες
καλλιέργειες.
2. Επιλογή εδαφών και μέτρα διόρθωσής τους:Βασικό μέλημα κάθε
βιοκαλλιεργητή ελιάς είναι από την αρχή της μετατροπής ή της εγκατάστασης του
ελαιώνα βιολογικής παραγωγής να κάνει όλες εκείνες τις ενέργειες για να βελτιώσει
σημαντικά τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του εδάφους για κανονική θρέψη και
ανάπτυξη των δέντρων. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το έδαφος είναι ένας ζωντανός
οργανισμός με πλήθος σημαντικών βιολογικών διεργασιών που με τη σειρά τους
μπορούν να δίνουν τροφή στα ελαιόδεντρα. Βαρετά εδάφη, με περιορισμένη
συγκέντρωση οργανικής ουσίας, δεν βοηθούν τα ελαιόδεντρα να αναπτυχθούν και να
αποδώσουν ικανοποιητικά. Βαρετά και συνεκτικά εδάφη που συγκρατούν αρκετή
υγρασία προκαλούν σηψιριζίες στα ελαιόδεντρα και περιορίζουν ή παρεμποδίζουν την
πρόληψη διαφόρων θρεπτικών στοιχείων. Εδάφη φτωχά σε οργανική ουσία
διορθώνονται, είτε με την προσθήκη οργανικής ουσίας ή ζωικής κοπριάς ή με την
εφαρμογή χλωρής λίπανσης, που γίνεται με την ενσωμάτωση στο έδαφος μείγματος
ψυχανθών (βίκος, κουκιά, μπιζέλι κτλ.) με αγρωστώδη φυτά, με στόχο την αύξηση της
οργανικής ουσίας και του αζώτου. Η χλωρή λίπανση είναι η πλέον φθηνή μέθοδος λόγω
των πλεονεκτημάτων που παρέχει τόσο στο οικολογικό σύστημα (μη εξάρτηση στο
εισαγόμενο ακριβό σύστημα οργανικής ουσίας), αλλά και από πλευράς καλλιεργητικής
(ανταγωνισμός με κάποια ζιζάνια κτλ). Επίσης, η προσθήκη οργανικής ουσίας στο
έδαφος βελτιώνει τη δομή του, κάνει πιο εύκολη την καλλιέργεια του εδάφους από τα
γεωργικά μηχανήματα και επιτρέπει την καλύτερη απορρόφηση και συγκράτηση της
υγρασίας.
Εγκατάσταση ελαιώνα και ποικιλίες:Τα ελαιόδεντρα του βιολογικού ελαιώνα
πρέπει να είναι φυτεμένα σε κανονικές αποστάσεις. Η πυκνή φύτευση δεν βοηθά τον
κανονικό αερισμό τους. Στην αραιή φύτευση δεν γίνεται οικονομική εκμετάλλευση
ολόκληρης της έκτασης του εδάφους. Τα ελαιόδεντρα είναι προτιμότερο να έχουν ένα
κορμό με κανονικό ύψος ώστε να διευκολύνονται οι αναγκαίες καλλιεργητικές φροντίδες
και ο κανονικός αερισμός. Οι καταλληλότερες ποικιλίες για βιοκαλλιέργεια θεωρούνται
εκείνες που παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στους εχθρούς και ασθένειες και είναι
προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Ποικιλίες
εμβολιασμένες στην αγριοελιά παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στις ασθένειες εδάφους και
αναπτύσσουν μεγάλο ριζικό σύστημα. Οι ποικιλίες «Κορωνέικη», «Ντόπια λαδοελιά»
και δευτερευόντως η «Πικουάλ» παρουσιάζουν αρκετή ανθεκτικότητα στους εχθρούς και
ασθένειες. Για παραγωγή βρώσιμων ελιών, καλές θεωρούνται οι ποικιλίες «Ντόπια
3. λαδοελιά», η «Καλαμών» και η «Μαντζανίλο».
Καλλιεργητικές φροντίδες
Θρεπτικές απαιτήσεις των ελαιόδεντρων:Σημαντικές ποσότητες από τα κύρια
θρεπτικά στοιχεία αζώτου, φωσφόρου και καλίου απομακρύνονται κάθε χρόνο από τον
ελαιώνα λόγω των αναγκών του φυτού για βλαστική ανάπτυξη και παραγωγή. Είναι
φυσικό όταν οι απομακρυνόμενες ποσότητες είναι μεγαλύτερες από τις διαθέσιμες να
σημειωθεί μείωση στην παραγωγή εκτός αν αυτά τα στοιχεία συμπληρωθούν. Η
ποσότητα των στοιχείων που πρέπει να προστεθούν στο έδαφος κάθε ελαιώνα εξαρτάται
από τον τύπο του εδάφους, τα διαθέσιμα αποθέματα, την ακολουθούμενη πρακτική
καλλιέργειας (κλάδεμα, άρδευση κτλ.) και την παραγωγή του έτους. Κατά συνέπεια δεν
είναι δυνατό να καταλήξει κανένας σε κάποια ιδανική στρατηγική λίπανσης που να
ισχύει σε όλες τις συνθήκες, μπορεί όμως να ξεχωρίσει κάποιες γενικές κατευθύνσεις.
Πιο σημαντική παράμετρος είναι πάντοτε οι θρεπτικές απαιτήσεις της καλλιέργειας, στην
προκειμένη περίπτωση της ελιάς. Πρώτο μέλημα είναι η αναπλήρωση τουλάχιστο των
θρεπτικών στοιχείων που απομακρύνθηκαν με τη συγκομιδή και το κλάδεμα. Έχει βρεθεί
ότι κατά μέσο όρο 100 κιλά ελαιόκαρπου απομακρύνουν από το έδαφος: 0,9 κιλά
Αζώτου (Ν), 0,2 κιλά Φωσφόρου (Ρ), 1,0 κιλό Κάλι (Κ) και 0,4 κιλά Ασβέστιο (Ca).
Πρέπει να συνεκτιμηθεί και μια ποσότητα θρεπτικών στοιχείων που δεσμεύεται στο
έδαφος, σε μη αφομοιώσιμη μορφή (κυρίως σε Φωσφόρο και Κάλι) ή ακόμη χάνεται με
έκπλυση προς τα κατώτερα στρώματα του εδάφους κυρίως σε Άζωτο.
Τρόποι λίπανσης:Η λίπανση του βιολογικού ελαιώνα στοχεύει στη βελτίωση της
παραγωγικότητας του εδάφους και στη στρατηγική που εξασφαλίζει μακροχρόνια
βελτίωση της υφής και δομής του εδάφους παράλληλα με την αύξηση της γονιμότητας
του. Η λίπανση της ελιάς θα πρέπει να βασιστεί σε ένα πρόγραμμα διατήρησης και
αναζωογόνησης του εδάφους των ελαιώνων. Το πρόγραμμα αυτό στηρίζεται κυρίως
στην εφαρμογή της μεθόδου της χλωρής λίπανσης με ψυχανθή, αγρωστώδη ή και
4. μείγματα, στην προσθήκη κομπόστας από οργανικά υλικά, καθώς και στην προσθήκη
ζωικής κοπριάς , η οποία απαραίτητα προέρχεται από ζώα πρώτιστα βιολογικής ή ακόμα
εκτατικής εκτροφής.
Οργανική λίπανση: Οικονομικός και πρακτικός τρόπος λίπανσης του βιολογικού
ελαιώνα είναι η παρασκευή κομπόστας χρησιμοποιώντας τα φυτικά υπολείμματα του
ελαιώνα με κοπριά από βιολογικής ή εκτατικής εκτροφής ζώα. Ένας τρόπος παρασκευής
οργανικής κομπόστας είναι η χρησιμοποίηση των φύλλων ελιάς από τα ελαιοτριβεία μαζί
με ένα ποσοστό 10-20% περίπου κοπριά αιγοπροβάτων. Η κατασκευή αυτού του τύπου
οργανικής κομπόστας στοιχίζει, γι’ αυτό χρησιμοποιείται συνήθως τα πρώτα 3-4 χρόνια
μετατροπής του ελαιώνα σε βιολογικό. Τα επόμενα χρόνια μπορούν να χρησιμοποιηθούν
φύλλα ελιάς και άλλα φυτικά υπολείμματα μαζί με 20-40% ελαιολύματα από τις
δεξαμενές των ελαιουργείων. Ως γνωστό τα απόβλητα των ελαιοτριβείων έχουν καλή
περιεκτικότητα σε διάφορα θρεπτικά στοιχεία, σε οργανική ουσία και σε
μικροοργανισμούς. Η καλύτερη περίοδος τοποθέτησης της κομπόστας είναι αμέσως μετά
τη συγκομιδή. Για κάθε δεκάριο συστήνονται κατά μέσο όρο 2 κυβικά μέτρα κομπόστας.
Η λίπανση συμπληρώνεται με την ενσωμάτωση της φυσικής βλάστησης του ελαιώνα, με
την ενσωμάτωση των φύλλων και κλαδιών πάχους μέχρι 5 εκ. που θρυμματίζονται με
την καλλιέργεια, με τη χρήση ειδικών μηχανικών εργαλείων-θρυμματιστών, καθώς και
με τη χρήση των απόνερων των ελαιοτριβείων. Η καταστροφή της φυσικής βλάστησης
(αγριόχορτων) γίνεται με μηχανική καλλιέργεια ή, στα μέρη που δεν μπορεί να εργαστεί
το τρακτέρ, με χορτοκοπτική μηχανή πλάτης. Η καλλιέργεια του εδάφους γίνεται αμέσως
μετά το κλάδεμα και την τοποθέτηση της οργανικής κομπόστας, έτσι ώστε με την
καλλιέργεια να γίνεται και ενσωμάτωση της στο έδαφος. Οι πιο πάνω ποσότητες έχουν
στόχο τη γενική κάλυψη των αναγκών και το λεγόμενο «χτίσιμο» της γονιμότητας του
εδάφους. Οι χημικές αναλύσεις εδάφους δείχνουν την εικόνα των θρεπτικών στοιχείων
στο έδαφος, ενώ η
φυλλοδιαγνωστική το επίπεδο των θρεπτικών στοιχείων που μπόρεσε να προσλάβει το
φυτό. Χρόνος και τρόπος εφαρμογής: Πιο κατάλληλη εποχή για την προσθήκη
θρεπτικών στοιχείων είναι το φθινόπωρο, από την άποψη ότι θα πρέπει το οργανικό
λίπασμα να μπορέσει να αξιοποιήσει όσο καλύτερα γίνεται τις χειμερινές βροχοπτώσεις
για να διαλυθεί και να προσληφθεί από τα ελαιόδεντρα. Συστήνεται επιφανειακός
διασκορπισμός των θρεπτικών στοιχείων και μετά ελαφριά ενσωμάτωση τους με
καλλιεργητή φρέζα κτλ.
5. Άρδευση
Η ελιά θεωρείται από τα πιο ανθεκτικά φυτά στην ξηρασία. Παρά τις ξηροφυτικές της
ιδιότητες, η ελιά για να αναπτυχθεί και αποδώσει οικονομικά ως δενδρώδης καλλιέργεια
απαιτεί την επάρκεια εδαφικής υγρασίας. Η άρδευση της ελιάς δεν επιδρά θετικά μόνο
στη βλάστηση, ανθοφορία, καρποφορία και κατ’ επέκταση στην αύξηση των αποδόσεων
αλλά και στον περιορισμό της παρενιαυτοφορίας των δέντρων. Η ελιά έχει ιδιαίτερα
μεγάλες απαιτήσεις σε νερό τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο όπου
διαφοροποιούνται οι ανθοφόροι οφθαλμοί, τον Απρίλιο-Μάιο, όπου έχουμε την άνθηση
και καρπόδεση της ελιάς και τον Ιούνιο όπου είναι η περίοδος σκλήρυνσης του πυρήνα.
Επίσης, η άρδευση της ελιάς κατά τους θερμούς μήνες περιορίζει τη συρρίκνωση του
καρπού. Η ποσότητα του νερού και συχνότητα άρδευσης εξαρτάται από την ανάπτυξη
του δέντρου, το βλαστικό στάδιο, την εποχή, το έδαφος, το σύστημα άρδευσης και τις
κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Ενδεικτικά, οι απαιτήσεις της ελιάς σε νερό
κυμαίνονται από 400-450 κυβικά μέτρα/δεκάριο/έτος για τις επιτραπέζιες ποικιλίες και
6. 200 κυβικά μέτρα/δεκάριο/έτος για τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες. Τέλος, για την
ορθολογιστική χρήση του νερού συστήνεται η χρήση βελτιωμένων συστημάτων
άρδευσης (σταγόνες, μικροεκτοξευτήρες), καθώς και η εφαρμογή ωραρίων άρδευ
Κλάδεμα
Το κλάδεμα των ελαιόδεντρων είναι μια σημαντική εργασία που αποσκοπεί στην
προσαρμογή της ανάπτυξης και καρποφορίας των δέντρων στις εδαφοκλιματικές
συνθήκες της περιοχής και στις καλλιεργητικές μας επιδιώξεις, ιδιαίτερα στην προστασία
από εντομολογικές παθήσεις και στη διευκόλυνση της συγκομιδής των ελιών, που είναι
το κύριο οικονομικό κόστος της ελαιοκαλλιέργειας. Στα ελαιόδεντρα βιολογικής
παραγωγής γίνονται δύο τύποι κλαδέματος: Το κλάδεμα διαμόρφωσης και το κλάδεμα
ανάπτυξης και καρποφορίας.
• Κλάδεμα διαμόρφωσης γίνεται συνήθως στα νεαρά δέντρα, με στόχο τη δημιουργία
ενός ανθεκτικού σκελετού και ενός σχήματος που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της
μηχανικής ελαιοσυλλογής.
• Κλάδεμα καρποφορίας γίνεται στα παραγωγικά δέντρα, για εξασφάλιση αερισμού και
φωτισμού, σταθερής καρποφορίας και καλής ποιότητας καρπού.
7. Σωστή διαχείριση των εχθρών των ελαιοδέντρων
Η σωστή διαμόρφωση των ελαιόδεντρων, με το κλάδεμα, η εδαφοκάλυψη, η λίπανση και
η άρδευση, καθώς και η διατήρηση φυσικής ισορροπίας συντελούν στην αποφυγή
προσβολών από εχθρούς της ελιάς. Ο σοβαρότερος εντομολογικός εχθρός είναι
ο Δάκος της ελιάς. Η αντιμετώπιση του στηρίζεται στα μέσα μαζικής παγίδευσης με τη
χρήση διαφόρων τύπων παγίδων. Με τη μέθοδο αυτή επιδιώκεται η σύλληψη όσο το
δυνατό μεγαλύτερου αριθμού τέλειων εντόμων του Δάκου ώστε να μειωθεί ο πληθυσμός
του σε επίπεδα που δεν προκαλούν οικονομική ζημιά. Οι παγίδες που χρησιμοποιούνται
μπορεί να είναι αυτοσχέδιες, που βασίζονται σε διάλυμα πρωτεΐνης για προσέλκυση του
Δάκου ή σε έτοιμες παγίδες που υπάρχουν στην αγορά. Οι τελευταίες είναι χάρτινες
εμποτισμένες με εντομοκτόνο και ελκύουν το Δάκο με φερομόνη και αμμωνία. Όταν
τοποθετούνται έγκαιρα και ο πληθυσμός του Δάκου είναι σχετικά χαμηλός, η προσβολή
στον καρπό είναι περιορισμένη και σε ανεκτό επίπεδο. Αντίθετα, σε ψηλό πληθυσμό του
Δάκου το αποτέλεσμα συνήθως δεν είναι ικανοποιητικό. Τα Λεπιδόπτερα έντομα, όπως
ο Ρυγχίτης, ο Πυρηνοτρήτης, ηΜαργαρόνια και η Ζευζέρα πρέπει να παρακολουθούνται
στενά από το γεωπόνο σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους αγρότες, με τη βοήθεια
σύγχρονων μεθόδων, όπως οι παγίδες φερομόνης. Η Ζευζέρα δημιουργεί προβλήματα
στα ελαιόδεντρα και δύσκολα αντιμετωπίζεται. Από τα Ημίπτερα, τα
Κοκκοειδή Saissetia olea (Λεκάνιο) και η Parlatoria oleae, καθώς και η Ψύλλα
Euphyllura olivina, δυνατό να προκαλέσουν ζημιές. Αντιμετωπίζονται με καλό κλάδεμα
και αερισμό των δέντρων, καθώς και με τη συμβολή των ωφέλιμων εντόμων. Ο
Φλοιοτρήβης αποτελεί συνήθως πρόβλημα σε αδύνατα δέντρα. Αντιμετωπίζεται με
καλλιεργητικά μέτρα, όπως καταστροφή με κάψιμο των κλαδιών που κόβονται με το
κλάδεμα και κατάλληλη άρδευση και λίπανση. Συνεχής θα πρέπει να είναι η προσπάθεια
ενίσχυσης της παρουσίας και αύξησης του πληθυσμού των ωφέλιμων εντόμων και ζώων
στην περιοχή για απαλλαγή από την ανάγκη κάποιων επεμβάσεων, κάτι που μειώνει το
κόστος παραγωγής αλλά ωφελεί και το περιβάλλον. Αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα, ο
έλεγχος των «επιβλαβών» εντόμων γίνεται είτε με παγίδες είτε με επιλεγμένα φυσικά
8. εντομοκτόνα, μη τοξικά για τον άνθρωπο, που επιτρέπονται στα πλαίσια της βιολογικής
γεωργίας (Θειάφι, Βάκιλος Θουριγγίας, Ροτενόνη, Πύρεθρο, ειδικά λάδια κτλ).
<<Η καλλιέργεια της Ελιάς>>
H ζώνη της ελιάς είναι η θερμή
εύκρατη υποτροπική σε
γεωγραφικό πλάτος μεταξύ 30ο και
42-45ο στο βόρειο και νότιο
ημισφαίριο που έχει μεσογειακό
κλίμα. Ο μεσογειακός τύπος
κλίματος (μικρό ύψος
βροχόπτωσης, γλυκός και ήπιος
χειμώνας, ξηρό και θερμό
καλοκαίρι, η μεγάλη ηλιοφάνεια) αποτελεί ιδεώδη περιβάλλον για την
ανάπτυξη του ελαιοδέντρου.
Απότομη πτώση της θερμοκρασίας το χειμώνα κάτω από -5οC
είναι καταστροφική για την καλλιέργεια ενώ με σταδιακή πτώση για
μικρότερα διαστήματα μπορεί να αντέξει μέχρι τους -10οC. Ένα
ασφαλές κριτήριο για την καταλληλότητα της περιοχής είναι να
υπάρχουν σε αυτήν ελαιόδεντρα τα οποία για μια 20ετια τουλάχιστον
δεν έχουν ζημιωθεί από παγετούς. Επίσης η μεγάλη ηλιοφάνεια
επιδρά θετικά στην ποσότητα αλλά κυρίως στην ποιότητα του
ελαιολάδου με πολλά αρωματικά συστατικά.
Το ελαιόδεντρο χρειάζεται υψηλές θερμοκρασίες την άνοιξη και το
καλοκαίρι για να δώσει νέα βλάστηση και για να γίνει καρπόδεση και
η ωρίμαση του καρπού. Η υψηλότερη θερμοκρασία που μπορεί να
αντέξει το ελαιόδεντρο καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την εδαφική
υγρασία και τη σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας. Όμως πολύ
υψηλές θερμοκρασίες και ξηροί άνεμοι είναι επιζήμιοι στη νέα
βλάστηση και στην καρπόδεση και προκαλούν συρρίκνωση του
καρπού. Η ελιά διαθέτει πολύ καλό μηχανισμό άμυνας στην ξηρασία
και για αυτό είναι δυνατή η καλλιέργεια της και σε συνθήκες μεγάλης
ξηρασίας, ενώ παράλληλα έχει την ικανότητα να αξιοποιεί τέλεια κάθε
ποσότητα νερού που της προσφέρεται μέχρι του επιπέδου της
επάρκειας.
Ο κυριότερος παράγοντας για την εξέλιξη της παραγωγής και της
ποιότητας είναι η κατανομή των βροχοπτώσεων κατά την διάρκεια
9. του έτους σε συνδυασμό με τις απαραίτητες ανθρώπινες επεμβάσεις
και κατά δεύτερο λόγο το συνολικό ύψος βροχής. Επιπρόσθετα, για
να επιτευχθεί υψηλή παραγωγή σε ελαιόλαδο/δένδρο είναι
απαραίτητο να εξασφαλιστεί κατά κύριο λόγο, ένας ικανοποιητικός
αριθμός καρπών ανά δένδρο και μια υψηλή περιεκτικότητα
ελαιόλαδου ανά καρπό.
Η επιτυχία ενός μεγάλου αριθμού καρπών ανά δένδρο εξαρτάται από
τις κλιματολογικές και καλλιεργητικές
10. συνθήκες κατά την περίοδο προ της ανθήσεως μέχρι την καρπόδεση
(Μάρτιο-Ιούνιο). Η συνεχή διαθεσιμότητα νερού από τις αρχές της
άνοιξης μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού αποτελεί καθοριστικό
παράγοντα τόσο για επιτυχημένη ανθοφορία όσο και για επαρκή
ανάπτυξη της νέας βλάστησης. Παράλληλα στις επιτραπέζιες
ποικιλίες για να εξασφαλιστεί ένα ικανοποιητικό μέγεθος καρπού και
να βελτιωθεί η ποιότητα του είναι απαραίτητη μια επαρκής
τροφοδοσία με νερό μετά το στάδιο της σκλήρυνσης του πυρήνα (την
περίοδο του τέλους του καλοκαιριού) ώστε να εξασφαλιστεί η
συνεχής ανάπτυξη του καρπού. Για τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες που
βρίσκονται σε εδάφη με υψηλή υδατοικανότητα ικανά να εφοδιάζουν
το φυτό με νερό η άρδευση δεν χρειάζεται. Παρακάτω δίνονται
συστάσεις σχετικά με την εξασφάλιση επαρκούς διαθέσιμου νερού:
Περίοδος άνοιξης-αρχές θέρους (Μάρτιος-Ιούνιος):
1. Σε επικλινείς περιοχές κατάλληλη διαμόρφωση του εδάφους
(λεκάνες βροχής σε κλίσεις<10-20%, λωρίδες για κλίσεις 10-20%,
πεζούλια για κλίσεις 20-30%) ώστε να αυξηθεί η αποθηκευμένη στο
έδαφος υγρασία
2. Μείωση των απωλειών της υγρασίας τους εδάφους από τα ζιζάνια
με μηχανική καλλιέργεια η ζιζανιοκτόνα.
3. Αναπλήρωση αποθεμάτων υγρασίας του εδάφους σε χρονιές με
χαμηλή βροχόπτωση μέσω συμπληρωματικών ανοιξιάτικων
αρδεύσεων με δόσεις.
Περίοδος Καλοκαιριού-Φθινοπώρου:
1. Επιτραπέζιες ποικιλίες: Επαρκής τροφοδοσία καθ' όλη την περίοδο
ώστε να εξασφαλιστεί μια συνεχής ανάπτυξη του καρπού.
2. Ελαιοποιήσιμες ποικιλίες: Σε ελαιώνες που βρίσκονται σε αβαθή
ελαφρά αμμώδη εδάφη με χαμηλή υδατοικανότητα η άρδευση κατά
το καλοκαίρι επιδρά θετικά στην ποσότητα κάθε καρπού σε
ελαιόλαδο και στο σχηματισμό τέλειων ανθέων κατά το επόμενο έτος.
11. Το ελαιόδεντρο προσαρμόζεται και φύεται σε μια ποικιλία εδαφών
με τελείως διαφορετική
φυσική και μηχανική
σύσταση με εξαίρεση τα
στεγνά αμμώδη εδάφη και τα
βαριά μη αποστραγγισμένα
εδάφη. Η ελιά έχει την
ιδιότητα να αξιοποιεί εδάφη
στα οποία πολύ λίγα
καρποφόρα δένδρα
μπορούν να ευδοκιμήσουν.
Αναπτύσσεται σε εδάφη με ηλεκτρική αγωγιμότητα που φθάνει μέχρι
τα 10 mmhos cm-1 καθώς και σε εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε
ασβέστιο (περισσότερο από 70% ολικό ασβέστιο) αλλά θα πρέπει να
αποφεύγονται εδάφη με pH >8.5. Αν και μπορεί να επιβιώνει η και να
αναπτύσσεται κάτω από συνθήκες χαμηλής διαθεσιμότητας εδαφικού
νερού αποδίδει και έχει πλούσια καρποφορία σε βαθιά αμμοπηλώδη
εδάφη, με ικανοποιητική υγρασία και καλή αποστράγγιση, ουδέτερα
ως ελαφρά αλκαλικά καθώς και στα γόνιμα ασβεστολιθικά εδάφη
Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου επηρεάζονται
από το κλίμα της περιοχής. Ελαιόδεντρα τα οποία καλλιεργούνται σε
ορεινές περιοχές παράγουν λάδι με ιδιαίτερα ευχάριστη γεύση σε
σχέση με εκείνα των πεδινών περιοχών. Επιπρόσθετα τα
οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του επηρεάζονται αισθητά από τη
σύσταση του εδάφους όπου καλλιεργείται η ελιά. Σε εδάφη ξηρά και
ασβεστολιθικά το ελαιόλαδο είναι λεπτόρρευστο πλουσιότερο σε
αρωματικά συστατικά από ότι σε εδάφη υγρά και αργιλώδη. Οι
καρποί της ελιάς με μόνο αζωτούχα λίπανση έχουν μεγάλο όγκο,
μεγάλα κύτταρα, μεγάλα χυμοτόπια, με λεπτά τοιχώματα, και αραιούς
χυμούς, είναι ευαίσθητα σε όλες τις επιδράσεις και χωρίς γεύση.
Παράλληλα οδηγούμαστε στην εμφάνιση προβλημάτων τροφοπενίας
ενώ υπάρχει πάντοτε κίνδυνος για διήθηση των νιτρικών λιπασμάτων
στο υπέδαφος και έξω από την ζώνη των ριζών. Εδάφη πλούσια σε
φώσφορο και κάλιο επιταχύνουν την ωρίμανση του ελαιοκάρπου και
βελτιώνουν αισθητά την ποιότητα του ελαιολάδου. Γενικά οι καρποί
με πλήρη λίπανση έχουν πιο σφιχτή σάρκα, περισσότερο ασβέστιο
και σάκχαρα, διατηρούνται καλύτερα.
12. Στόχος του παραγωγού θα πρέπει να είναι η εφαρμογή
προγράμματος ορθολογικής λίπανσης. Για να είναι ορθή η λίπανση
πρέπει να συσχετίζεται με ένα πλήθος παραμέτρων όπως με την
φυσικοχημική σύσταση του εδάφους, την ποσότητα των θρεπτικών
στοιχείων που απομυζούν κατ΄ έτος τα ελαιόδεντρα, τη διαθέσιμη
υγρασία, τη διατήρηση φυσιολογικής ισορροπίας, τη διατήρηση
ποσοστών συμμετοχής των τριών κυρίων λιπαντικών στοιχείων, την
απόδοση του ελαιώνα σε ελαιόκαρπο, το χρώμα των φύλλων, το
μέγεθος της ετησίας βλάστησης, πυκνότητα φύτευσης, τη μάζα και η
υγιεινή κατάσταση των ριζών, το κλάδεμα η ηλικία των ελαιοδέντρων.
Γίνεται έτσι φανερό η ανάγκη καθοδήγησης των παραγωγών από
υπεύθυνους φορείς που θα βασίζεται πάνω σε δεδομένα έρευνας της
επίδρασης των εδαφοκλιματικών παραμέτρων και των
καλλιεργητικών τεχνικών στην ποιότητα του ελαιολάδου.
Για τους λόγους αυτούς προτείνεται:
1. Η εύρεση υποκείμενων
ελιάς που δίνουν
ανθεκτικότητα στο ψύχος
καθώς και στην υψηλή
συγκέντρωση αλάτων στο
νερό ώστε να καταστεί δυνατή
η χρήση υφάλμυρων νερών
για την άρδευση των
ελαιώνων.
2. Η καταγραφή των φυσικοχημικών συστατικών και των
οργανοληπτικών χαρακτηριστικών των λαδιών των περιοχών μας σε
σχέση με τις διάφορες καλλιεργητικές και άλλες επεμβάσεις, τον τύπο
των εδαφών, στάδιο ωριμότητας του καρπού, κ.α. με σκοπό την
βελτίωση της ποιότητας και την προστασία του.
3. Η διερεύνηση των αναγκών των τοπικών ποικιλιών σε λιπαντικά
στοιχεία.
13. Καλλιεργητικές Φροντίδες της ελιάς
Η ελιά ή ελαιόδεντρο ή λιόδεντρο (επιστ. Ελαία, Olea) είναι γένος καρποφόρων
δέντρων της οικογένειας των Ελαιοειδών (Oleaceae), το οποίο συναντάται πολύ
συχνά και στην Ελλάδα.
Είναι δέντρο αειθαλές, έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή, δερματώδη,
σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια και αργυρόχροα στην κάτω. Τα άνθη της
είναι λευκωπά, μονοπέταλα και πολύ μικρά, σχηματίζουν ταξιανθία βότρυος και
εμφανίζονται προς το τέλος Μαΐου, ενώ ο καρπός ωριμάζει και συλλέγεται κατά
τα τέλη του φθινοπώρου και αρχές του χειμώνα. Ο κορμός της ελιάς είναι
οζώδης και καλύπτεται
από τεφρόφαιο φλοιό.
Η ελιά ευδοκιμεί σε
κλίματα εύκρατα χωρίς
ακρότητες θερμοκρασίας
(με μέση ετήσια
θερμοκρασία 16ο
C) και
υγρασίας, για αυτό είναι
ευρύτατα διαδεδομένη στη
μεσογειακή ζώνη (όπως
στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Τουρκία, την Αλγερία και αλλού).
Ευδοκιμεί σε πολλές περιοχές του κόσμου, αρκεί η θερμοκρασία να μη
κατέρχεται πολύ και για μεγάλα χρονικά διαστήματα κάτω από το μηδέν. Γι' αυτό
και ιδιαίτερα κατάλληλες περιοχές για την
καλλιέργειά της είναι οι παραθαλάσσιες. Τα
δένδρα φυτεύονται σε ευθείες σειρές ή σε
ρομβοειδείς διατάξεις. Ανάλογα με την
ποικιλία και την ποιότητα του εδάφους η
απόσταση μεταξύ των σειρών κυμαίνεται
από 7 έως 20 μέτρα. Η περιοχή στην οποία
καλλιεργούνται ελαιόδεντρα ονομάζεται
"ελαιώνας".
14. Kλάδεμα: Στα ώριμα δέντρα, το κλάδεμα χρειάζεται κυρίως για να ανανεώνει την
επιφάνεια καρποφορίας του δέντρου, την επίτευξη υψηλών αποδόσεων, να
διατηρεί την ανάπτυξη των βλαστών καρποφορίας, τη διατήρηση του σκελετού,
να περιορίζει το μέγεθος των δένδρων, να διευκολύνει τη διείσδυση του φωτός
και τη κυκλοφορία του αέρα μέσα στο δέντρο, να επιτρέπει τον καλύτερο έλεγχο
των εχθρών και των ασθενειών, να αποτρέπει τη γήρανση του δέντρου και να
αφαιρεί τα ξερά κλαδιά. Υπό ορισμένες συνθήκες, το κλάδεμα μπορεί να
επιβάλλεται για να μετριάζονται οι επιπτώσεις από το στρες που προκαλούν
περιβαντολλογικοί παράγοντες, για να σχηματιστούν νέα φυλλώματα μετά από
βλάβη από παγετούς, πυρκαγιά και παράσιτα ή για να ανανεωθούν παλιά ή
εγκαταλελειμμένα δέντρα.
Λίπανση: Πραγματοποιούμε αναλύσεις εδάφους για να προσδιορίσουμε το είδος
και την ποσότητα των οργανικών λιπασμάτων που είναι αναγκαία. Τα οργανικά
λιπάσματα που χρησιμοποιούμε βασίζονται κυρίως σε κοπριά και φυτικά
λιπάσματα (κόμποστ).
Ο έλεγχος εχθρών : Παραδοσιακά, οι μέθοδοι ελέγχου των εχθρών στις Ροβιές
ήταν φιλικές προς το περιβάλλον. Ο κύριος εχθρός της επιτραπέζιας ελιάς είναι
η μικρή μύγα δάκου που ονομάζεται Bactrocera Olea (Dacus).Λαμβάνοντας
υπόψη το γεγονός ότι περίπου το 95% του ελαιώνα είναι βιολογικής
καλλιέργειας, ο πληθυσμός του Δάκου παρακολουθείται και
καταγράφεται προσεκτικά σε εβδομαδιαία βάση με περίπου 60 παγίδες Mcfail
κατανεμημένες ομοιόμορφα σε όλο τον ελαιώνα.
Για την καταπολέμηση χρησιμοποιούνται δολωματικές παγίδες , αυτές
τοποθετούνται πολύ πυκνά στα δέντρα και εάν ο πληθυσμός αυξάνεται
επικίνδυνα στη συνέχεια γίνεται ψεκασμός κάλυψης με ένα εντομοαπωθητικό
σε όλη τον καρπό στα δέντρα.
15. Άρδευση: Όλος ο ελαιώνας αρδεύεται κυρίως από μικρο-εκτοξευτήρες (μπεκ),
ένα για κάθε δέντρο. Το νερό προέρχεται από γεωτρήσεις.
Συλλογή: Η συλλογή η οποία γίνεται με το χέρι είναι το πιο σημαντικό έργο που
επιτελείται και το πιο δαπανηρό. Αρχίζουμε τη συλλογή Πράσινων ελιών από τις
αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, των ξανθών ελιών από τα μέσα
Οκτωβρίου και φυσικά των μαύρων ελιών από τις αρχές Νοεμβρίου μέχρι τα
μέσα Δεκεμβρίου.
Ο καθαρισμός του δέντρου : Η επίγεια βλάστηση καθαρίζεται με μηχανικά μέσα,
όχι με ζιζανιοκτόνα