1. 1
κείμενα
ομάδα 1 : Της Λυγερής και του Χάρου, Γιατί είναι μαύρα τα βουνά
ομάδα 2 : Της νύφης που κακοπάθησε, Της Πάργας
ομάδα 3 : Η αρπαγή της γυναίκας του Διγενή, Η λυγερή στον Άδη
ομάδα 4 : Ο γιος της χήρας, Της Αγια – Σοφιάς
ομάδα 5 : Ήλιε μου και τρισήλιε μου, Το γεφύρι της Άρτας
Φύλλο εργασίας για όλες τις ομάδες
1. Να κατατάξετε το ποίημα στην παραδοσιακή ή μοντέρνα ποίηση. Να
αιτιολογήσετε την απάντησή σας εντοπίζοντας τέσσερα χαρακτηριστικά.
2. Να αξιολογήσετε αν ο τίτλος του κειμένου ανταποκρίνεται στο
περιεχόμενο. Να το αιτιολογήσετε παραπέμποντας στους σχετικούς
στίχους.
3. Να εντοπίσετε τα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών στο
κείμενο.
4. Να εντοπίσετε τα εκφραστικά στοιχεία του κειμένου.
5. Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος;
6. Ποιος είναι ο αφηγητής;
7. Να χαρακτηρίσετε τα πρόσωπα. Ποια είναι τα συναισθήματά τους; Να
δικαιολογήσετε την απάντησή σας παραπέμποντας στους αντίστοιχους
στίχους.
2. 2
Σημείωση : ακολουθούν τα κείμενα που δεν βρίσκονται στο σχολικό
εγχειρίδιο της Α’ Λυκείου
«Το γιοφύρι της Άρτας»
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».
Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
3. 3
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;
– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·
«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».
4. 4
«Της Λυγερής και του Χάρου»
Η Ευγενούλα η μοσχονιά κ’ η μικροπαντρεμένη
εβγήκε και παινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται,
γιατί έχει τα σπίτια της ψηλά, ο άντρας της παλικάρι,
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς τους καστροπολεμίτες ,
που όλα τα κάστρα πολεμούν και χώρες παραδίδουν.
Κι ο Χάρος απού τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
κι άγριο πουλί εγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
και πήγε και σαΐτεψε την μοναχή την κόρη
μες στο λιανό το δάχτυλο, που’ χε τον αρραβώνα,
και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δεν έχει
και μπαινοβγαίν’ η μάνα της με τα μαλλιά λυμένα.
-Τ’ έχεις, μανούλα μου, και κλαις, τ’ έχεις και αναστενάζεις;
-Πώς να μην κλάψω, κόρη μου, να μην αναστενάξω;
Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και μένα που μ’ αφήνεις;
-Σ’ αφήνω, μάνα μ’, έχε γεια και ντύσε με σα νύφη
κι όταν θα σου’ ρθει ο Κωνσταντής, να μη μου τον πικράνεις,
δώσε του γεύμα να γευθεί, δείπνο για να δειπνήσει
και βαλ’ το χέρι στην τζέπη μου και παρ’ τον αρραβώνα
και δώσε τον στον Κωνσταντή αλλού ν’ αρραβωνιάσει,
ωσάν εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρο άντρα.
Ο Κωνσταντής επρόβαλε στους κάμπους καβαλάρης
με τετρακόσιους άρχοντες, πεζούς, καβαλαραίους,
με δεκαπέντε φλάμπουρα, μ’ εννιά ζυγούς παιγνίδια,
βλέπει μεγάλη σύναξη στου πεθερού το σπίτι.
-Για σταματείστε, φλάμπουρα, και σεις παιγνίδια, πάψτε,
βλέπω μεγάλη σύναξη στου πεθερού το σπίτι,
5. 5
για πεθερά μου πέθανε, για πεθερός μου εχάθη
ή απ’ τα γυναικαδέρφια μου κανένα εσκοτώθη;
Βιτσιά βαρεί τ’ αλόγου του, στου πεθερού του πάει.
βρίσκει τον πρωτομάστορα πόφκιανε το κιβούρι.
-Για πες μου, πρωτομάστορα, ποιανού είναι το κιβούρι;
-Είναι τ’ ανέμου, του καπνού και της ανεμοζάλης.
-Για πες μου, πρωτομάστορα, καθόλου μην το κρύβεις.
-Η Ευγενούλα πέθανε, η μικροπαντρεμένη.
-Να ζήσεις, πρωτομάστορα, που φκιάνεις το κιβούρι,
φκιάσ’ το πλατύ, φκιάσ’ το φαρδύ, να φτάνει δυο νομάτους.
Βλέπει παπάδες πόψελναν, μοιρολογίστρες κλαίνε,
βλέπει την Ευγενούλα του να είναι πεθαμένη,
χρυσό μαντήλι σήκωσε και την φιλεί στο χέρι,
χρυσό μαχαίρι έβγαλε και στην καρδιά το βάζει.
Εκεί που θάψανε το νιο εβγήκε κυπαρίσσι
και κει που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμιώνα,
λυγογυρίζει η καλαμιά, στρέφει το κυπαρίσσι
κι ένα πουλί κελάηδησε και σ’ άλλο το ξηγιόταν:
-Για δες τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα
σα δε φιλήθ’καν ζωντανά, φιλιόνται πεθαμένα.
6. 6
Τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».