2. Μια φορά κι έναν καιρό ,ένας γέρος πήρε το σκύλο του και πήγε περίπατο στο δάσος . Όμως χωρίς να
το καταλάβει έχασε το γάντι του. Ήταν ένα όμορφο μεγάλο γάντι , με κόκκινη φόδρα. Ο σκύλος δεν το
είδε που έπεφτε και ο γέρος δεν κατάλαβε πως του είχε πέσει Έτσι, συνέχισαν το δρόμο τους μέσα στο
δάσος και το γάντι έμεινε πεσμένο πάνω στο χιόνι Ένα πουλάκι πέρασε, πετώντας χαμηλά. Είδε το
γάντι και πέταξε κοντά του να δει τι είναι. Πρώτα πέταξε χαμηλά, ένα γύρο και ύστερα έχωσε το
κεφαλάκι του μέσα: -Είναι κανείς εκεί, παρακαλώ; ρώτησε τραγουδιστά το πουλάκι. Καμιά απάντηση.
Σίποτα δεν ήταν μέσα. Σο πουλάκι λοιπόν τρύπωσε μέσα στο γάντι και ένοιωσε μια γλυκιά ζεστασιά,
γιατί έξω το κρύο ήταν φαρμάκι. ε λίγο ήρθε κοντά ένα ποντικάκι. ταμάτησε να δει το γάντι Έχωσε το
κεφαλάκι του για να δει τι ήταν μέσα. -Είναι κανείς εκεί παρακαλώ; τσίριξε το ποντίκι-Ναι, είναι,
απάντησε το πουλάκι από μέσα. Εσύ ποιός είσαι;-Είμαι ο Ξυλοφάγος, είπε το ποντίκι Και συ;-Είμαι ο
τραγουδιστής. Έλα μέσα Ξυλοφάγε αν θέλεις. Έχει τόπο και για σένα και για μένα και για κανέναν άλλο.
Σο πουλί έκανε τόπο στον ποντικό και τρύπωσαν και οι δυο τους στο γάντι Σι γλυκιά ζεστασιά εκεί μέσα!
ε λίγο ένας σκίουρος πέρασε από κει κοντά. Είδε το γάντι και έχωσε το μουσούδι του μέσα.- Είναι
κανείς εκεί παρακαλώ;-Ναι, είναι Εσύ ποιος είσαι;-Είμαι ο καρφαλωτής ο σκίουρος. Μπορώ να μπω
μέσα, παρακαλώ; Κάνει πολύ κρύο έξω.-Έλα κι εσύ μέσα αν θες. Έχει χώρο μονάχα για μας τους δυο
και για σένα και για κανέναν άλλο, είπε το ποντίκι. τριμώχτηκαν λοιπόν κι έκαναν θέση στο σκίουρο. Σι
γλυκιά ζεστασιά! ε λίγο πηδηχτός – πηδηχτός ήρθε στο γάντι ένας λαγός.- Είναι κανείς εκεί παρακαλώ;
-Ναι, είναι. Ποιος είσαι;-Είμαι ο Πηδηχτούλης ο λαγός. Μπορώ να έρθω μέσα; Κάνει παγωνιά έξω. Σο
πουλί, ο ποντικός και ο σκίουρος στριμώχτηκαν. Ο σκίουρος είπε:-Έλα μέσα Πηδηχτούλη. Έχει θέση για
τέσσερις και για έναν άλλον ακόμα. Κι έτσι ο λαγός πήδησε μέσα. Πόσο του άρεσε! Σι γλυκιά ζεστασιά!
ε λίγο μια αλεπού πέρασε από εκεί αν είδε το γάντι στάθηκε και το μύρισε.-Είναι κανείς μέσα;-Ναι,
είναι. Ποιος είσαι; ρώτησε το πουλί.-Είμαι η Φουντωτή η αλεπού και θα ήθελα να με παίρνατε μέσα.
Πάγωσα εδώ έξω.-Έλα και εσύ λοιπόν, είπε ο λαγός. Και τώρα γίναμε πέντε και δε χωράει άλλος κανείς
μέσα στο γάντι .τριμώχτηκαν λοιπόν ο καθένας σε ένα δάχτυλο και ήταν όμορφα και ζεστά εκεί μέσα,
μόνο που ήταν λίγο στενόχωρα. ε λίγο μια αρκούδα πέρασε από κοντά. Κρύωνε τρομερά και σκέφτηκε
πως το φουσκωμένο εκείνο γάντι θα την ζέσταινε. Με βραχνή φωνή ρώτησε:-Είναι κανείς εδώ μέσα;
Μπορώ να µπω;-Ποιος είναι; ρώτησε το πουλάκι.-Είµαι η αρκούδα. Θα µ’ αφήσετε να µπω;-Θα θέλαµε,
µα δε χωράς, είπε το ποντικάκι.-Είναι µικρό το γάντι, είπε ο σκίουρος. .-Ούτε εµείς δε χωράµε καλά
καλά, είπε ο λαγός.-Και είµαστε πέντε εδώ µέσα! φώναξε και η αλεπού.-Και το γάντι είναι µόνο για
πέντε. Και για κανέναν άλλο, είπε και το µικρό πουλάκι . .-ας παρακαλώ, είπε η αρκούδα. Ξεπάγιασα.
Δε θα σας στριµώξω πολύ.-Ε, τότε έλα. Μα πρόσεχε. Είναι στενό τώρα το γάντι Η αρκούδα άρχισε να
3. σέρνεται στο γάντι. Πρώτα έβαλε το ένα πέλμα, μετά το άλλο, μετά το κεφάλι. Σο γάντι έτριξε, και τα ζώα
κρατούσαν την αναπνοή τους. Η αρκούδα έσπρωχνε, τραβούσε, τσίτωνε από δω κι από κει, και πάσχιζε
να χώσει μέσα το κορμί της. Μα αδύνατον. Δε χωρούσε. Και το γάντι όλο έτριζε, έτριζε στις ραφές και
πήγαινε να σκάσει.-Πρόσεχε! της φώναξε ο ποντικός από μέσα. Οι ραφές παρατέντωσαν.-Πρόσεχε!
ακούστηκε το πουλάκι μέσα από το μεγάλο δάχτυλο. Η κόκκινη φόδρα δεν είναι γερή. Μα η αρκούδα
δεν άκουγε. Μούγκριζε, βογκούσε, γρύλιζε. Έσπρωχνε, τιναζόταν, τραβούσε, και πάσχιζε να χώσει τους
ώμους της μέσα. Και όλο έσπρωχνε δυνατά και ακόμα πιο δυνατά, ώσπου τα κατάφερε να χωθεί μέσα.
Μα τότε το γάντι έτριξε, οι ραφές άνοιξαν. η φόδρα σκίστηκε και το γάντι άνοιξε σε χίλια μικρά
κομματάκια. Σα ζώα φοβήθηκαν τόσο πολύ από τον κρότο, που έτρεξαν σαν τρελά να κρυφτούν στο
δάσος. Μόνο το πουλάκι έμεινε και μάζεψε τις σχισμένες κλωστές του όμορφου ζεστού γαντιού. Σο
πρωί όταν ο γέρος κύριος και ο σκύλος του περνούσαν πάλι μέσα από το δάσος δε βρήκαν παρά
κλωστές και κουρελάκια από το γάντι. Ο γέρος απόρησε, µα ποτέ, ποτέ .δεν έβαλε µε το νου του το τι
είχε γίνει µε εκείνο το γάντι.
Ρωσικό παραµύθι
Από το ανθολόγιο της Ρούλας Παπανικολάου