2. Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στον Πόντο
γιορταζόταν το Τριώδιο, γιορτή θρησκευτική που
σηματοδοτεί την έναρξη της ιερής νηστείας του
Πάσχα. Οι Πόντιοι κατά τη γιορτινή αυτή περίοδο
ήταν πιο ευδιάθετοι, γλεντούσαν και
μεταμφιέζονταν. Φυσικά δεν έλειπαν τα
πειράγματα, οι χοροί και τα τραγούδια.
3. Στον Πόντο η Αποκριά λεγόταν «Εμπονέστα», που
προέρχεται από τη λέξη «απονήστια». Στην
Τραπεζούντα την αποκαλούσαν «εμπονεστία» και
στη Χαλδία λεγόταν «εμπονέσια». Ενώ στα
Κοτύωρα η λέξη χρησιμοποιούνταν στον
πληθυντικό, δηλαδή «τα εμπονέστα».
4. Τα παιδιά και οι νέοι ντύνονταν μασκαράδες
συνήθως το τελευταίο Σαββατοκύριακο του
Τριωδίου. Οι στολές ήταν απλές. Φορούσαν ανάποδα
παλιά ρούχα του παππού και της γιαγιάς, σκέπαζαν
με τσεμπέρι το πρόσωπό τους και με μια κουδούνα ή
μια βέργα και τη λύρα στα χέρια, περιφέρονταν
στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας.
Επισκέπτονταν τα συγγενικά σπίτια και στο τέλος
πήγαιναν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς και
ζητούσαν συγχώρεση, γιατί την επόμενη ημέρα
ξεκινούσε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
5. Οι Πόντιοι πριν κοιμηθούν το βράδυ της Αποκριάς
σφράγιζαν το στόμα τους για τη περίοδο της
νηστείας, τρώγοντας ένα αυγό και λέγοντας:
«Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατό!»,
δηλαδή
«Με το αυγό το σφράγισα, με το αυγό θα το ανοίξω».
Αυτό το λέγανε διότι με το τέλος της νηστείας, μετά
την Ανάσταση, το πρώτο μη νηστίσιμο που θα
έτρωγαν θα ήταν το κόκκινο αυγό.
6. Στον Πόντο η Καθαρή Δευτέρα δεν ήταν ημέρα γλεντιού.
Ήταν ημέρα γενικού καθαρισμού όλων των σκευών
και αντικειμένων που είχαν σχέση με το φαγητό. Για
τον καθαρισμό χρησιμοποιούσαν την κατενή. Η
κατενή είναι η γνωστή αλισίβα. Σε ένα καζάνι
έβραζαν νερό με στάχτη και μ’ αυτό καθάριζαν τα
μεταλλικά και ξύλινα σκεύη και αντικείμενα.
Παρομοίως έπλεναν τα κρεατοκούρα, τα ξύλινα
κούτσουρα που επάνω έκοβαν τα κρέατα και
έφτιαχναν και κιμά αλλά και τα κοβλάκια (ξύλινα
δοχεία για βούτυρο) και τα καρσάνια (ξύλινες
λεκάνες). Τα χάλκινα σκεύη αφού τα έπλεναν, τα
έτριβαν με στάχτη για να γυαλίσουν.
7. Οι Πόντιοι μάθαιναν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία να
κρατάνε τη νηστεία. Ένα βοήθημα για τον σκοπό αυτόν ήταν ο
«Κουκαράς», ένα έθιμο που ξεκινούσε την Καθαρά Δευτέρα. Ο
«Κουκαράς» είχε διπλή χρησιμότητα, ήταν ένα αυτοσχέδιο
ημερολόγιο, αλλά και ένας είδος σκιάχτρου!
Ο κουκαράς δημιουργούνταν από κρεμμύδι ή πατάτα, το οποίο
το ζωγράφιζαν και του κάρφωναν εφτά φτερά, όσες, δηλαδή,
και οι εβδομάδες της νηστείας. Το κρεμούσαν στο ταβάνι τα
ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας, με σκοπό το πρωί, όταν
ξυπνούσαν τα παιδιά, να τον δουν και να φοβηθούν.
8. Σε αντιστοιχία με το έθιμο της κυρά-Σαρακοστής, με το
τέλος της κάθε εβδομάδας, αφαιρούσαν και από ένα
φτερό, ώστε το Μεγάλο Σάββατο να μην έχει απομείνει
κανένα, κάτι που σηματοδοτούσε, εκτός από το τέλος
της νηστείας και την εξαφάνιση του κουκαρά.
Το ρητό που υπήρχε για τον κουκαρά ήταν:
«Ρίζα μ’, ωρία παίρετεν τυρίν για βούτερον και τρώτεν,
αμάν θα χολιάσκεται και θα σείεται ο κουκαράς», δηλαδή
«Πουλάκι μου, κοίτα μη φας τυρί ή βούτυρο, γιατί
θα θυμώσει και θα κουνηθεί ο κουκαράς».
9. Ένα από τα έθιμα της περιοχής του Πόντου ήταν ο
χορός με το γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν στην
Ελλάδα με τον ξεριζωμό οι πρόσφυγες. Ο χορός
αποτελείται από 13 άτομα. Είναι κυκλικός γύρω
από έναν στύλο από τον οποίο είναι κρεμασμένες
δώδεκα κορδέλες διαφορετικού χρώματος. Οι
κορδέλες λέγονται γαϊτάνια, δηλαδή μεταξωτά
κορδόνια. Ένας κρατάει τον στύλο και οι άλλοι
12 χορευτές κρατούν από μία κορδέλα,
χορεύοντας αντικριστά σε ζευγάρια. Καθώς
γυρνούν γύρω από τον στύλο πλέκουν τις
κορδέλες και δημιουργούν μια ξεχωριστής
χρωματικής πανδαισίας πλεξούδα.