4. Το 19ο αιώνα η πόλη ήταν έδρα καϊμακάμη. Λειτουργούσε επίσης ένα επταμελές συμβούλιο που αποτελούνταν
από δύο μουσουλμάνους, έναν Αρμένιο, έναν εκπρόσωπο της ορθόδοξης κοινότητας, έναν ορθόδοξο
εκκλησιαστικό επίτροπο, ένα μουφτή* και τον ίδιο τον καϊμακάμη. Ο εκπρόσωπος της ορθόδοξης κοινότητας, ή
μουχτάρης, ήταν ελληνόφωνος ο οποίος ανήκε στο συμβούλιο του καϊμακάμη. Εκλεγόταν με την υποστήριξη της
δημογεροντίας από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης. Ο μουχτάρης ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των
φόρων των ομογενών του και την παράδοσή τους. Στις αρχές του 20ού αιώνα η θέση του καταργήθηκε.
ο 19ο αιώνα ιδρύθηκε η κοινότητα των ορθοδόξων της Τρίπολης. Μετά την ίδρυση της κοινότητας ο πιο
ευκατάστατος από τα μέλη της καταλάμβανε το αξίωμα του προέδρου. Ένας από τους πιο γνωστούς κοινοτικούς
άρχοντες ήταν ο Χατζή-Γιώργης Μαυρίδης, ο οποίος μονοπώλησε αυτό το αξίωμα σχεδόν 40 χρόνια. Λόγω του
πλούτου του είχε μεγάλη επιρροή στην Τραπεζούντα, στην Κωνσταντινούπολη και ανάμεσα στους μουσουλμάνους
της Τρίπολης. Ταυτόχρονα ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Τρίπολης, σύμβουλος του καϊμακάμη. Λόγω
της μακροχρόνιας παραμονής του στο αξίωμα του κοινοτικού άρχοντα αποκλήθηκε από τους συντοπίτες του
«δικτάτορας».
Ανάμεσα στο Μαυρίδη και την κοινότητα ξέσπασε μεγάλη διαμάχη. Η κοινότητα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να
επιτύχει την απομάκρυνσή του από την προεδρία. Για αυτόν το λόγο στις αρχές του 20ού αιώνα η κοινότητα
συνέταξε κανονισμό, το λεγόμενο «Κοινοτικό Συνταγματικό», σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος της κοινότητας
έπρεπε να εκλεγεί με ψηφοφορία. Ο Μαυρίδης μεταχειρίστηκε όλες τις δυνάμεις και τα μέσα που διέθετε για να
αντιμετωπίσει την καινούργια κατάσταση, η οποία τον απομάκρυνε από την προεδρία της κοινότητας. Στο τέλος
«αγόρασε εκατό συνδρομές που του δώσανε την εκλογική νίκη». Σύμφωνα με το «Κοινοτικό Συνταγματικό» έγιναν
εκλογές και πρόεδρος της κοινότητας έγινε και πάλι ο Μαυρίδης.
*Μουφτής (πληθ. μουφτήδες) είναι ιερατικός βαθμός ειδικότερα του σουνιτικού κλάδου της μουσουλμανικής θρησκείας. Είναι ο
ερμηνευτής του Κορανίου για την απόδοση δικαιοσύνης. Θεωρείται ο Μουσουλμάνος θεολόγος.
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛIΔΑ
5. Τα μέλη της κοινοτικής επιτροπής ήταν δεκατρία, πέντε δημογέροντες, τρεις στην
εφορία, ένας επόπτης του σχολείου, δύο επίτροποι της εκκλησίας και δύο επίτροποι
εισπράξεως καθυστερημένων φόρων. Η θητεία της δημογεροντίας ήταν διετής.
Καταβαλλόταν προσπάθεια ώστε όλες οι διαφορές που ανέκυπταν μεταξύ των Ελλήνων
να επιλύονται μέσα στα πλαίσια της κοινότητας και να αποφεύγεται η προσφυγή τους
στις οθωμανικές αρχές.
Οι Έλληνες πλήρωναν ένα φόρο προς την κοινότητα ο οποίος ονομαζόταν «σχολική
εισφορά». Το ποσό της εισφοράς ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση του
καθενός και όποιος δεν πλήρωνε δεν είχε δικαίωμα ψήφου στην κοινότητα. Οι φτωχοί
δεν πλήρωναν σχεδόν ποτέ, με συνέπεια να μη συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Η
περιουσία της κοινότητας περιλάμβανε κυρίως ακίνητα. Τα έξοδά της καλύπτονταν από
τη «σχολική εισφορά» ή από φιλανθρωπικές εισφορές.
Η κοινότητα δεν συντηρούσε δρόμους, ούτε έκανε κοινοτικά έργα, όμως βοηθούσε
φτωχούς και αρρώστους. Ο δεσπότης δεν επενέβαινε στη διοίκηση της κοινότητας παρά
μόνον αν το ζήτημα ήταν εκκλησιαστικό. Μετά την ίδρυση του δήμου το 1877 ο
δήμαρχος εκλεγόταν από τον πληθυσμό της πόλης και ήταν πάντα μουσουλμάνος. Το
1908 ιδρύθηκε από τη νεολαία της Τρίπολης ο Ελληνικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος
«Οδύσσεια» με σκοπό τη διάδοση της παιδείας στους νέους και τη ενίσχυση των
φτωχών της πόλης.
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛIΔΑ
6. Το 1461 η Τρίπολη κατακτήθηκε από το Μωάμεθ τον Πορθητή στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον
των Κομνηνών. Μετά την κατάληψη του οικισμού από τους Οθωμανούς εγκαταστάθηκαν εκεί οι
Τουρκομάνοι νομάδες Çepni. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη του μουσουλμανικού στοιχείου στην περιοχή.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, από το 15ο έως το 18ο αιώνα η Τρίπολη αναπτύχθηκε οικονομικά ως
λιμάνι αλλά δε συναντάμε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Για το λόγο αυτόν, ίσως, το 1701 ο Tournefort
την αναφέρει ως χωριό.
Το 18ο αιώνα αρκετοί μετανάστες μεταλλουργοί από την περιοχή της Χαλδίας εγκαταστάθηκαν στην
Τρίπολη και σε άλλες πόλεις. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις και περιοχές του Πόντου, οι κάτοικοί της δεν
εξισλαμίστηκαν, αλλά διατήρησαν τη θρησκευτική τους παράδοση. Η βασική αιτία ήταν η ύπαρξη των
μεταλλείων όπου εργάζονταν οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν ειδικά προνόμια, όπως απαλλαγή από κάποιους
φόρους.
Το 1806 εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ο Kel Alioğlu Ali Ağa, ύστερα από την εξέγερση της οικογένειας Tuzcu
oğulları στην περιοχή του Ερζερούμ. Το 1816 ο Kel Alioğlu Ali Ağa κατέλαβε την πόλη, αλλά στις 26
Οκτωβρίου 1816 τα οθωμανικά στρατεύματα επανέκτησαν τον έλεγχό της.
Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η κατάσταση για τους ορθόδοξους της πόλης ήταν εκρηκτική,
όπως φαίνεται από το φιρμάνι που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη προς τη διοίκηση της Τρίπολης
στα τέλη Απριλίου 1821. Σύμφωνα με το φιρμάνι, όσοι ορθόδοξοι υποστήριζαν την επανάσταση και
συμμετείχαν σε αυτή θα αντιμετώπιζαν αυστηρές ποινές.
Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου και την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αυτόν η
κατάσταση στην πόλη άλλαξε άρδην. Το Δεκέμβριο του 1914 ο ρωσικός στόλος βομβάρδισε την Τρίπολη. Στη
διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν άμαχοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες. Λιγότερο από ένα χρόνο
μετά, στα μέσα Ιουνίου 1915, ξεκίνησε ο εκτοπισμός των Αρμένιων κατοίκων της πόλης.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
7. Οι μαύρες ημέρες για τους Πόντιους της περιοχής ξεκινάει το 1916. Το ξημέρωμα της
Κυριακής 16 Νοεμβρίου 1916 , η καμπάνα στην εκκλησία του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ
στην Τρίπολη, χτυπά όπως κάθε Κυριακή. Αυτή τη φορά, όμως, χτυπάει και για άλλο
λόγο. Αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία, οι έλληνες ορθόδοξοι (γύρω στις 3000
άτομα) φορτώνουν όσα υπάρχοντα μπορούν να κουβαλήσουν και όλοι, ανάμεσά
τους γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι και άρρωστοι, αφήνουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους
για πάντα. Σε όλη τους την πορεία προς τις πιθανές νέες πατρίδες τους,
κακοποιούνται από τους στρατιώτες όπου βρεθούν.
Ξεκίνησε ο εκτοπισμός περίπου 3.000 ορθοδόξων από την πόλη της Τρίπολης. Οι
ορθόδοξοι χριστιανοί οδηγήθηκαν στο χωριό Μπρικ, ένα εγκαταλειμμένο
Αρμενοχώρι όπου κάποτε ζούσαν 500 οικογένειες. Τέσσερις μήνες μετά την
εγκατάστασή τους εκεί, σημειώθηκε επιδημία. Αργότερα προχώρησαν προς τη
Ρωσία, όπου παρέμειναν περίπου 9 μήνες. Τελικά τον Απρίλιο του 1919 αρκετοί από
τους Τριπολίτες εγκατέλειψαν τη Ρωσία και κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα.
.. Σε όλη τους την πορεία προς τις πιθανές νέες πατρίδες τους, κακοποιούνται από
τους στρατιώτες όπου βρεθούν.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛIΔΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
8. Από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά έθιμα των χριστιανών ορθόδοξων
κατοίκων της Τρίπολης ήταν το χατζηλίκι. Οι προσκυνητές ξεκινούσαν το
ταξίδι τους πριν από την Καθαρά Δευτέρα για να βρίσκονται στους Αγίους
Τόπους τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το ταξίδι προς τους Αγίους Τόπους γινόταν
μέσω της θαλάσσιας οδού. Διέσχιζαν τον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο Πέλαγος
και τη Μεσόγειο. Περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη, τα Δωδεκάνησα
και την Κύπρο, αγκυροβολούσαν στη Σκάλα Βηρυτού, κοντά στη Γιάφα, και
από εκεί προχωρούσαν με τα πόδια προς τα Ιεροσόλυμα. Μόνο οι
ευκατάστατοι Τριπολίτες πραγματοποιούσαν αυτό το ταξίδι, καθώς ήταν
πολυέξοδο.
Επίσης υπήρχαν γυναίκες προσκυνήτριες, τις οποίες αποκαλούσαν χατζάδες
ή χατζίνες. Επέστρεφαν στην πατρίδα τους στο διάστημα από την Κυριακή
του Θωμά μέχρι τα μέσα της εβδομάδας μετά από αυτήν. Όταν επέστρεφαν
οι προσκυνητές, έπρεπε να δώσουν διάφορες δωρεές σε φίλους και
συγγενείς και να ενισχύσουν τους φτωχούς. Είχαν επίσης την υποχρέωση να
φιλοξενούν τους ξένους που έρχονταν στην Τρίπολη.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
9. Στις αρχές του 19ου αιώνα στην πόλη της Τρίπολης δεν υπήρχε σχολείο. Την εκπαίδευση των
κατοίκων την είχε αναλάβει ένας εγγράμματος, που αποκαλούνταν «λογιώτατος». Στα μέσα
του 19ου αιώνα υπήρχε σχολείο, στο οποίο δίδασκε ο ιερέας της πόλης. Το 1866 στην πόλη
λειτουργούσε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, αλλά το 1870 συναντάμε το πρώτο ελληνικό
αρρεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν πολλοί μαθητές από τα γύρω χωριά.
Το δημοτικό σχολείο της πόλης χτίστηκε προφανώς στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Κυριάκο
Ξενόπουλο. Το κτήριό του βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Το 1896 στο
δημοτικό σχολείο της πόλης φοιτούσαν 120 μαθητές και δίδασκαν 3 δάσκαλοι. Το σχολείο
περιλάμβανε επτατάξιο αρρεναγωγείο και τριτάξιο παρθεναγωγείο. Από την τετάρτη τάξη οι
μαθήτριες παρακολουθούσαν κοινά μαθήματα με τα αγόρια. Στο κτήριο του δημοτικού σχολείο
στεγαζόταν και το νηπιαγωγείο.
Το 1905 με εισφορές της κοινότητας Τρίπολης ιδρύθηκαν τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια. Τότε
πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο Μαυρίδης, ο οποίος προσπάθησε να ονομαστεί το σχολείο στο
όνομά του, κάτι που δεν αποδέχθηκαν οι ορθόδοξοι της πόλης με συνέπεια να δημιουργηθεί
αναταραχή.
Τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια περιλάμβαναν επτατάξια αστική σχολή αρρένων και πεντατάξιο
παρθεναγωγείο, 6 δασκάλους και 350 μαθητές.
Τα σχολεία συντηρούνταν από την κοινότητα, η οποία διόριζε τον έφορο του σχολείου και τους
δασκάλους.
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
10. Στην Τρίπολη δεν υπήρχε κάποιος δρόμος που να συνδέει την πόλη με το εσωτερικό τμήμα της
Μικράς Ασίας. Υπήρχε πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα. Μέχρι το 1820 οι μεταφορές γίνονταν με
καΐκια, τα οποία έκαναν διαδρομές προς και από τις άλλες παραλιακές πόλεις του Πόντου. Με
αυτά μετέφεραν τα περισσότερα προϊόντα τους, εξαγωγικά και εισαγωγικά. Η ίδρυση του
ταρσανά το 1703 βοήθησε πολύ την οικονομική ζωή της πόλης. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα
η πόλη είχε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα προς τη Ρωσία. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στον
20ό τα μεγάλα πλοία έπλεαν με ρωσική σημαία στη Μαύρη Θάλασσα. Μετά το 1840 άρχισε η
ανάπτυξη της ναυπηγικής στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα να μπουν στην κυκλοφορία μεγαλύτερα
πλοία.
Οι σημαντικότερες εμπορικές συναλλαγές και ο εφοδιασμός της Τρίπολης με είδη γενικού
εμπορίου γίνονταν από την Τραπεζούντα και περισσότερο από την Κερασούντα. Τα κύρια
προϊόντα τα προμήθευε η Ρωσία: αλεύρι, ζάχαρη, πετρέλαιο. Δύο φορές την εβδομάδα γίνονταν
παζάρια, τη Δευτέρα στην Έσπιεν και την Τετάρτη στη Χαλκάβαλα. Σε αυτά τα παζάρια
συμμετείχαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών, οι οποίοι πουλούσαν τα προϊόντα τους. Στην πόλη δεν
είχε αναπτυχθεί η κτηνοτροφία διότι δεν υπήρχαν λιβάδια και βοσκοτόπια.
Η μοναδική καλλιέργεια που γινόταν σε τέτοιες ποσότητες ώστε να αποδίδει αξιόλογα εισοδήματα
στους κατοίκους της Τρίπολης ήταν η κάνναβη. Από αυτήν έφτιαχναν σκοινιά, υφάσματα και
χρησιμοποιούσαν τους σπόρους της στο φαγητό. Η υφαντουργία με βάση την κάνναβη ήταν
διαδεδομένη, αφού μέχρι τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο όλοι οι κάτοικοι φορούσαν αυτό το είδος
ρούχων.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
11. Από τα δημητριακά ευδοκιμούσε μόνο το καλαμπόκι. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν το μοναδικό της
πόλης και αποτελούσε μέρος της διατροφής όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Επίσης υπήρχε
παραγωγή σε φασόλια, ρύζι, καρύδια και μαύρα λάχανα. Τα αμπέλια τους ήταν γνωστά, όπως
επίσης και το κρασί τους, το οποίο εξαγόταν. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα το σημαντικότερο
εξαγωγικό προϊόν της Τρίπολης ήταν το μπρούσκο κρασί. Αργότερα, όταν παρατήρησαν ότι το
φουντούκι απέδιδε μεγαλύτερο κέρδος, ξερίζωσαν τα αμπέλια και καλλιέργησαν φουντουκιές. Με
την ανάπτυξη της ναυτιλίας τα φουντούκια εξάγονταν και σε μακρινές αγορές, όπως η Αλεξάνδρεια
και η Μασσαλία. Γύρω στο 1856 έγινε η επέκταση της καλλιέργειας του φουντουκιού και όλο το
εμπόριο της πόλης βασιζόταν σε αυτή. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επίπεδο της ζωής ήταν πολύ
χαμηλό λόγω μείωσης στις τιμές του φουντουκιού στην αγορά. Αλλά αργότερα, στις αρχές του 20ού
αιώνα, οι τιμές διπλασιάστηκαν.
Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου οι θαλάσσιες επικοινωνίες διακόπηκαν και οι κάτοικοι
στράφηκαν στην παραγωγή λαδιού από τα φουντούκια. Στην Τρίπολη παρήγαν δύο ειδών
φουντούκια: Το «Σιβρί», που ήταν μακρουλό και πιο νόστιμο και εξαγόταν όλο στη Ρωσία, και το
φτηνότερο, που ονομαζόταν «Μπουλκ», ήταν στρογγυλό και εξαγόταν στην Ευρώπη.
Το 19ο και τον 20ό αιώνα αρκετοί ψαράδες από την Τρίπολη πήγαιναν ως οικονομικοί μετανάστες
στη Ρωσία και συγκεκριμένα στα παράλια της Κριμαίας. Εργάζονταν με μισθό και ποσοστό σε
ψαράδικα εργοστάσια, όπου πάστωναν ψάρια. Εγκατέλειπαν τις οικογένειες τους το Μάρτη και
επέστρεφαν το Σεπτέμβρη. Το χειμώνα δεν εργάζονταν. Η πλειοψηφία των ξενιτεμένων δεν ήξερε
καμία τέχνη.
Οι ορθόδοξοι που έμειναν στην πόλη είχαν καταστήματα και οι περισσότεροι ήταν αρτοποιοί.
Υπήρχαν όμως και τεχνίτες χτίστες, μαραγκοί, ακόμα και μάγειροι.
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
12. Ο καζάς (αραβικά: قضاء
, qaḍāʾ, πληθυντικός: أقضية
, aqḍiyah, οθωμανικά τουρκικά: kazâ, τουρκικά: kaza) ή το
καϊμακαμλίκι (τουρκικά Kaymakamlığı) αποτελεί μια διοικητική διαίρεση που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία και έπειτα από τα διάδοχα κράτη της αυτοκρατορίας.
Η λέξη προέρχεται από οθωμανική τουρκική γλώσσα και σημαίνει "διοίκηση" και συχνά μεταφράζεται ως "επαρχία",
"υπο-επαρχία"] (επίσης αναφέρεται έτσι και ο "ναχιγές") ή "δικαστική περιφέρεια".
Στην ελληνική ιστοριογραφία μεταφράζεται και ως "νομός" μιμούμενος την μεταγενέστερη διοικητική διαίρεση της
Ελλάδας.
Σήμερα ο "καζάς" ή "καδάς" αποτελεί την δεύτερου επιπέδου διοικητική διαίρεση του Ιράκ και του Λιβάνου, ενώ
αποτελεί την τρίτου επιπέδου διοικητική διαίρεση της Ιορδανίας.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο καζάς ήταν «μια γεωγραφική περιοχή που υπόκειται σε νομική και διοικητική
δικαιοδοσία ενός δικαστή, του καδή».
Με τις πρώτες μεταρρυθμίσεις, που είναι γνωστές ως τανζιμάτ, του 1839 οι διοικητικές αρμοδιότητες του καδή
μεταφέρθηκαν σε έναν διοικητή, τον καϊμακάμη, με τον καδή να περιορίζεται στην άσκηση των δικαστικών του
αρμοδιοτήτων στα πλαίσια του ισλαμικού νόμου.
Αργότερα την εποχή των τανζιμάτ, ο καζάς γίνεται διοικητική διαίρεση με το «Σχέδιο Επαρχιακής Μεταρρύθμισης» του
1864, το οποίο υλοποιήθηκε κατά την επόμενη δεκαετία. Ο καζάς αποτελούσε υποδιαίρεση μιας διοικητικής
περιφέρειας, του σαντζακίου, που αυτό αποτελούσε διαίρεση του βιλαετίου, και αντιστοιχούσε περίπου σε μια πόλη
με τα γύρω χωριά της.
Με την σειρά τους, ο καζάς διαιρούνταν σε άλλες υπο-επαρχίες, τον ναχιγιέ, που διοικούνταν από έναν διοικητικό
τοποτηρητή, τον «μουντούρη", και την κοινότητα, το «καριέ", που διοικούνταν από τον «μουχτάρη". Σύμφωνα με την
αναθεώρηση του διοικητικού δικαίου το 1871, ο ναχιγές, που συνέχιζε να διοικείται από τον μουντούρη, αποτελούσε
το ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ του καζά και του χωριού, που διοικείται από τον "κιόι μουχτάρ".
Τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ο όρος καζάς μέχρι την
αντικατάστασή με τον "ίλσε" την δεκαετία του 1920.
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ