Παρουσίαση των πιο γνωστών βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη στα πλαίσια του προγράμματος "Νίκος Καζαντζάκης, ένας σύγχρονος Οδυσσέας" για την Γ' Δημοτικού.
2. Όσο θυμούμαι τον εαυτό μου, έγραφα. Διάβαζα κι
έγραφα. Μόνο τότε ησύχαζε ο νους μου από τη βουή κι
έβαζα τις σκέψεις μου σε τάξη.
Στα πρώτα μου βιβλία δεν αποκάλυπτα το πραγματικό
μου όνομα. Από τη μια μεριά δεν ένιωθα και τόσο
σίγουρος για το ταλέντο μου κι από την άλλη έτρεμα
μην το ανακαλύψει ο πατέρας μου!
Τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσα ήταν «Ακρίτας»,
«Κάρμα Νιρβαμή» και «Πέτρος Ψηλορείτης».
3. Έγραψα το πρώτο μου βιβλίο όταν ήμουν μόλις 20
χρόνων. Ήταν κάτι ανάμεσα σε ημερολόγιο και ιστορία
αγάπης. Το υπέγραψα ως Κάρμα Νιρβαμή.
Το αφιέρωσα στη Γαλάτεια Αλεξίου. Στην πρώτη του
σελίδα έγραψα «στην Τοτώ μου».
Το μυθιστόρημα μου έχει μεταφραστεί, μέχρι σήμερα,
στις γλώσσες στα Αγγλικά, Αλβανικά, Αραβικά,
Βουλγαρικά, Γαλλικά, Εβραϊκά, Ισπανικά, Πορτογαλικά,
Ρουμανικά και στη Μαλαγιαλάμ (γλώσσα ομιλούμενη στη
νοτιοδυτική Ινδία). Κάποιοι το θεώρησαν παράξενο και
διαφορετικό αλλά σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητο.
4.
5.
6. Το δεύτερό μου βιβλίο ήταν ένα θεατρικό έργο.
«Ξημερώνει». Μιλά κι αυτό για έναν άτυχο έρωτα. Η
πρωταγωνίστριά του, η Λαλώ, θυμίζει αρκετά τη
Γαλάτεια.
Ο πατέρας μου δεν ενέκρινε τη σχέση μας, όμως εμείς
αγαπιόμαστε και δεν μπορούσαμε να ζήσουμε ό ένας
μακριά από τον άλλον.
Τελικά παντρευτήκαμε κρυφά και πού νομίζετε; Στην
εκκλησία του νεκροταφείου του Ηρακλείου!
8. Το 1914, μαζί με τον φίλο μου τον Άγγελο Σικελιανό,
ταξιδέψαμε σε όλη την Ελλάδα , σ’ όλα εκείνα τα μέρη που οι
προγόνοι μας αφήσαν τα χνάρια τους: Κόρινθο, Δελφούς,
Μυστρά, Ελευσίνα, Σπάρτη…
Ψάχναμε, βλέπετε να βρούμε τις ρίζες μας, «τη συνείδηση της
γης και της φυλής μας».
Κι αφού αφουγκραστήκαμε τις αρχαίες πέτρες και
δρασκελίσαμε τα βυζαντινά τα κάστρα, αποφασίσαμε να πάμε
στο περιβόλι της Παναγιάς, το Άγιο Όρος, να ψάξουμε για τον
Θεό… Την απάντηση μας την έδωσε μια φτωχούλα αμυγδαλιά
που άνθισε μεμιάς όταν τη ρωτήσαμε αν υπάρχει Θεός…
Είδαμε πράματα πολλά και θάματα άλλα τόσα. Δε μου άρεσαν
όλα όσα είδα αλλά με έκαναν να σκεφτώ πολύ. Σε κείνο το
ταξίδι είναι που φύτρωσε στο μυαλό μου ο σπόρος της
Οδύσσειας, του μεγάλου μου ονείρου!
10. Η Οδύσσεια ήταν το έργο της ζωής μου. Εφτά φορές το
έγραψα όσο να το κάνω όπως το θέλω. 14 χρόνια δουλειάς,
33.333 στίχοι κι 7.500 περίπου λέξεις ολότελα δικές μου,
σμιλεμένες με μαεστρία από τον νου και την ψυχή μου!
Ποτέ μου δεν επίστεψα πως ο Οδυσσέας θα άντεχε να
γεράσει ήσυχα σαν κάθε άνθρωπος στη γαλήνια αγκάλη της
Ιθάκης. Τονε λυπήθηκα κι αποφάσισα να τον λευτερώσω από
τούτη τη θλιβερή μοίρα. Τον βόηθησα να δραπετεύσει για το
στερνό του, το αγύριστο ταξίδι.
Τον έριξα σε νέες περιπέτειες σε πιο βαθιά νερά. Από τη
Σπάρτη και την Κρήτη, στην Αίγυπτο τον έστειλα και από κει
βαθιά στην Αφρική όπου θεμέλιωσε μια νέα πολιτεία με τους
δικούς του δίκαιους νόμους. Μα δε του στάθηκε τυχερό να
τη χαρεί. Τη μέρα της γιορτής των εγκαινίων της, σεισμός
μεγάλος έγινε και κατασπάραξε τη νιόβγαλτη πολιτεία στα
έγκατα της γης.
12. «[...] Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν
τα ταξίδια και τα ονείρατα· από τους ανθρώπους, ζωντανούς
και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου.
Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν
βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα
τρεις τέσσερεις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και το
Ζορμπά». »
[...] ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη
φοβούμαι το θάνατο. [...] σα να ’χε μέσα του μια δύναμη
ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο
από βαθιά πηγή, βαθύτερη από το σπλάχνο τού ανθρώπου
[...] »Ας του δώσουμε λοιπόν το αίμα μας να ζωντανέψει. Ας
κάμουμε ό, τι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα η πιο πλατιά
ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, η πιο λεύτερη κραυγή που
γνώρισα στη ζωή μου.»
13. Στην πραγματικότητα ο Ζορμπάς δε
λεγόταν Αλέξης αλλά Γιώργης και
δεν είχε επισκεφτεί ποτέ του την
Κρήτη, όπως γράφω στο
μυθιστόρημα .
Μπήκε στη ζωή μου ένα βροχερό
πρωινό σ’ έναν καφενέ στον
Πειραιά.
Προσπαθήσαμε να γίνουμε
συνέταιροι και να εκμεταλλευτούμε
μαζί ένα λιγνιτωρυχείο, μα στην
πραγματικότητα ο Ζορμπάς με
έμαθε τι θα πει ζωή, τι θα πει
τραγούδι, χορός, φιλία!
Εκείνος ήταν που μου ενέπνευσε το
βιβλίο μου «Βίος και πολιτεία του
Αλέξη Ζορμπά»
14. Το βιβλίο μου κέρδισε το 1954 το βραβείο του καλύτερου
ξένου μυθιστορήματος που εκδόθηκε στη Γαλλία. Μέχρι
σήμερα έχει μεταφραστεί στις ακόλουθες γλώσσες: Αγγλικά,
Αλβανικά, Αραβικά, Βιετναμέζικα, Βουλγαρικά, Γαλλικά,
Γερμανικά, Δανικά, Εβραϊκά, Εσθονικά, Ιαπωνικά,
Ισλανδικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κινεζικά,
Κορεατικά, Κροατικά, Λιθουανικά, Νορβηγικά, Ουγγρικά,
Ουκρανικά, Ολλανδικά, Περσικά, Πολωνικά, Πορτογαλικά,
Ρουμανικά, Ρωσικά, Σερβοκροατικά, Σενεγαλέζικα,
Σλοβακικά, Σλοβενικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Τσέχικα,
Φιλανδικά, στην ομιλούμενη γλώσσα της πρώην
Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στην
ομιλούμενη γλώσσα του Λουξεμβούργου και στην
ομιλούμενη γλώσσα της Νότιας Αφρικής. Απίστευτο, ε;
Μάλιστα παίχτηκε και στον κινηματογράφο με τον τίτλο
«Ζορμπάς ο Έλληνας» σε σενάριο-σκηνοθεσία του Μιχάλη
Κακογιάννη και σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και πήρε
τρία βραβεία Oscar.
15.
16. Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος με διόρισε Γενικό Διευθυντή του
Υπουργείου Περιθάλψεως και ανέλαβα να μεταφέρω με ασφάλεια στην
Ελλάδα τους Έλληνες που εγκατέλειψαν από την περιοχή του
Καυκάσου.
Το πρώτο σου χρέος εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα είναι να νιώσεις μέσα σου
όλους τους προγόνους. Το δεύτερο να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το
έργο τους. Το τρίτο σου χρέος να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε
ξεπεράσει.
Ασκητική
Νίκος Καζαντζάκης
17. Οι εμπειρίες μου από την αποστολή αυτή αλλά και η
τραγωδία της Μικρασίας, η γερμανική κατοχή και ο
εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε ήταν η μαγιά για να
γράψω το μυθιστόρημά μου «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Πρωταγωνιστεί σ’ αυτό μια ομάδα προσφύγων που
προσπαθεί να χτίσει μια νέα ζωή, μια νέα πατρίδα, κάπου
στην Αττική και οι κάτοικοι της περιοχής, μοιρασμένοι,
άλλοτε αντιστέκονται και άλλοτε τους βοηθούν. Ίσως κάτι
να σας θυμίζει… Είναι αυτό που γίνεται και ξαναγίνεται στην
ιστορία της ανθρωπότητας κάθε φορά που οι πόλεμοι και οι
καταστροφές ξεριζώνουν τους ανθρώπους από τον τόπο
τους και τους σπρώχνουν μακριά σαν τα φυλλαράκια στον
άνεμο. Σπάνια βρίσκουν φιλόξενη γη για να ανθίσουν και να
καρπίσουν…
Κι αυτό το βιβλίο μου έγινε και ταινία, ενώ γυρίστηκε και
σειρά για την ελληνική τηλεόραση.
18.
19. Η Ελένη, η δεύτερη σύζυγός μου, και φύλακας άγγελός μου,
κι εγώ καταφθάνουμε στην πρεμιέρα συνοδευόμενοι από
τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασσέν.
20. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από τον πόλεμο, λένε… Κι
όμως εγώ σας λέω πως υπάρχει ένα θεριό που λαβώνει
πιότερο κι από τον πόλεμο: ο εμφύλιος σπαραγμός, το να
σκοτώνει ο Έλληνας τον Έλληνα, ο αδερφός τον αδερφό.
Η δική μας πατρίδα δεν πρόλαβε να λευτερωθεί από τον Β’
Παγκόσμιο , τον πιο φονικό πόλεμο ως τα τώρα. Όταν οι
άνθρωποι στις άλλες χώρες στάθηκαν παράμερα κι έγλειφαν
τις πληγές τους και βάλθηκαν να θάβουν τους νεκρούς τους
και να χτίζουν όσα με τα ίδια τους τα χέρια είχαν γκρεμίσει,
εμείς κινήσαμε ν’ ανοίξουμε στο Γένος μας μια πιο βαθιά
πληγή, ν’ ανοίξουμε καινούριους τάφους, να ξεριζώσουμε τα
νιόβγαλτα τ’ ανθάκια…
Στο βιβλίο μου «Αδερφοφάδες» ιστορώ τον αδελφοκτόνο
πόλεμο ανάμεσα στους κατοίκους ενός ελληνικού χωριού
από το 1946 ως το 1949, τότε που διαφέντευε τον τόπο μας το
μίσος….
21.
22. Όταν ήμουν μικρός, κάτω από τη γαζία διάβαζα στη
μάνα μου τους βίους των Αγίων. Τους θαύμαζα, για τη
δύναμη , για την πίστη, για την αφοσίωσή τους.
Ονειρευόμουν πως θα γινόμουν κι εγώ ένας από
αυτούς : άγιος και ήρωας!
Τον Χριστό τον αγάπησα βαθιά. Η μορφή του σφράγισε
την ψυχή μου, σ’ όλη μου τη ζωή τον έψαχνα, στα
βιβλία , στα ταξίδια, στους ανθρώπους.
Για κείνον τον Μεγάλο Δάσκαλο έγραψα τον
«Τελευταίο πειρασμό».
«Πολέμησε ως την τελευταία στιγμή ο Πειρασμός να
πλανέψει τον Χριστό , κι ο πειρασμός νικήθηκε.
Σταυρώθηκε ο Χριστός κι από τότε νικήθηκε ο
Θάνατος».
23.
24. Δεν κατάλαβαν όλοι με πόση αγάπη και με πόσο
σεβασμό είχα γράψει τούτο το βιβλίο κι ας έμοιαζε τόσο
τολμηρό. Είπαν πως ήταν προσβολή, πως ήταν «ύβρις».
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατέγραψε τον
«Τελευταίο Πειρασμό» στα απαγορευμένα βιβλία και η
Ορθόδοξη Εκκλησία αναστατώθηκε τόσο που
απείλησε να με αφορίσει, να με διώξει δηλαδή για πάντα
από τους κόλπους της. Όπου προβαλλόταν η ταινία
που βασίστηκε στο βιβλίο μου προκαλούσε θύελλα και
διχασμό. Άλλοι πήραν το μέρος μου κι άλλοι μάνιζαν
εναντίον μου.
Πληγώθηκα πολύ απ’ όλο τούτο κι ας μη με αφόρισαν
τελικά …
25.
26. Ως απάντηση στην απόφαση της Επιτροπής της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να απαγορεύσει το
βιβλίο μου, ο Καζαντζάκης τηλεγράφησα στο Βατικανό
τη φράση του Τερτυλλιανού: «Στο δικαστήριό σου,
Κύριε, κάνω έφεση!» .
Την ίδια φράση έγραψα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
μόνο που συμπλήρωσα «Μου δώσατε μιαν κατάρα,
άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να
’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου
και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.
Ν.Κ.».
28. Στο βιβλίο «Ο Φτωχούλης του Θεού» έγραψα για έναν Άγιο της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που θαύμαζα βαθιά. Ο Φραγκίσκος
της Ασίζης ήταν ένα πλούσιο αρχοντόπουλο, που άφησε την
οικογένειά του, αφιερώθηκε στον Θεό και σε όσους είχαν την
ανάγκη του: τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους πονεμένους...
Αγαπούσε με όλη του την ψυχή όλα τα πλάσματα στη γη. Ακόμη
και σήμερα συγκινεί η αγάπη του προς τα ζώα. Μάλιστα την
Ημέρα της Γιορτής του, οι πιστοί μπορούν να παρακολουθήσουν
τη λειτουργία μαζί με τα ζωάκια τους.
Κυκλοφορούσε πάντα με έναν απλό χιτώνα κι ένα σκοινί για να
τον συγκρατεί κι όταν ο πατέρας του τον έσυρε στο δικαστήριο
κατηγορώντας τον πως είχε σπαταλήσει άσκοπα το μερίδιό του
από την πατρική περιουσία μοιράζοντάς το στους φτωχούς,
εκείνος απαρνήθηκε το οικογενειακό του όνομα και έδωσε ό,τι
είχε και δεν είχε, ακόμα και το ράσο του, μένοντας εντελώς
γυμνός μπροστά στο κοινό του δικαστηρίου για να ξεπληρώσει
αυτά που χρωστούσε στον πατέρα του.
Τόσο με συγκίνησε το μεγαλείο του που ένιωσα να κυριαρχεί μέσα
μου η ανάγκη να γράψω γι’ αυτόν!
29. Στον γιατρό Αλμπερτ Σβάιτσερ αφιέρωσα το βιβλίο
μου, γιατί τον θαύμαζα και τον θεωρούσα τον Άγιο
Φραγκίσκο της εποχής μας.
30. «Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν
Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας
το με λέξεις, τ' όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το
δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ' όραμα του
κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης.
Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ' άλλα παιδιά της
λευτερωμένης Ελλάδας· μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν
αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν
Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματα μας και
συνάμα άρχιζαν ν' ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά
της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη
πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα
άντρες· οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την
πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους
Χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους
Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και
στεναχώριες του παιδιού.»
31.
32. Το τελευταίο μου βιβλίο… Η αναφορά μου στον Γκρέκο.
Ξεκίνησα να γράφω σ’ αυτόν τον σπουδαίο μου
πρόγονο, τον Μεγάλο Κρητικό «παππού» μου, τον
Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Έλληνα.
Όλα κίνησα να του τα στορίσω : γεγονότα και θρύλους,
βιώματα και ελπίδες, όνειρα και απογοητεύσεις,
οράματα και χίμαιρες, ιδέες, εμπνεύσεις και έργα,
ταξίδια φυσικά και πνευματικά, για την πατρίδα και τον
κόσμο, τους προγόνους και τους σύγχρονους, τοις
προσδοκίες μου για το πρότυπο του «μελλούμενου
ανθρώπου»…
Μα κοίτα παιδί μου, δεν πρόλαβα να το τελειώσω. Ήρθε
και μένα η ώρα μου να φύγω…
33. […] «-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν
χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου
περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να'βγαινε από το βαθύ λαρύγγι
της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου
δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μια πιο
δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον
αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις
περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή
του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!»
34.
35. «Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη,
όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το
μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι
μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν
κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους. Η
μάχη σκολάζει.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι
όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος. Κι έκαμα ό,τι
μπόρεσα, παππού, περισσότερο, απ’ ό,τι μου
παράγγειλες, Για να μη σε ντροπιάσω.
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον
ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα…»
36.
37. www.historical-museum.gr
http://www.kazantzaki.gr
whttp://www.fhw.gr
ww.kazantzakispublications.org/gr
http://www.kathimerini.gr
http://www.greek-language.gr
Wikipedia
Μηχανή του χρόνου
Σαν σήμερα
Antikleidi.wordpress.com
ethnos.gr
www.biblionet.gr
http://digitalschool.minedu.gov.gr
Χανιώτικα Νέα