2. Βασίλης Χαρωνίτης, «Φθινόπωρο»
Έρχεται Φθινόπωρο!
φώναξε τ’ αγέρι
χελιδόνια φύγετε
στου νοτιά τα μέρη.
Έρχεται Φθινόπωρο!
λέει το συννεφάκι
πρωτοβρόχια φτάνουνε
ξέψυχο δεντράκι.
Έρχεται Φθινόπωρο!
είπε το σχολείο
τα λουλούδια κλείστηκαν
μέσα στο βιβλίο.
3. Μιχάλης Στασινόπουλος, «Πρωινὴ προσευχή»
Με τη γλυκειὰ αυγούλα
χαρούμενα ξυπνώ
να στέλνω προσευχούλα
θερμὴ στον ουρανό
Αξίωσέ με, Θέ μου,
να μαι καλὸ παιδὶ
και πάντα χάριζέ μου
χαρὰ και προκοπή
Θέ μου σαν τα πουλάκια
χαρούμενα να ζω,
και τ' άλλα τα παιδάκια
πολὺ να τ' αγαπώ.
Και στέλνε μου απὸ πάνω
τη χάρη σου κι ευχὴ
να σ' έχω σ' ό,τι κάνω
προστάτη και σκεπή..
4. Αλέξανδρος Πάλλης, «Καλημερούδια»
Με τι καμάρι περιπατεί
την κούκλα της κρατώντας,
και μ' ένα σπάγκο το γατὶ
ξοπίσω της τραβώντας.
Κοντ ὰ στην πόρτα σταματά
πρὶν πάει πιὸ παραπέρα,
και τα πουλιά της χαιρετά
με μία καλημέρα.
"Καλημερούδια σας, πουλιά,
καλημερούδια χήνα...
την κούκλα λεν Τριανταφυλλιά,
και το γατὶ ψιψίνα.
Κι αν με ρωτάτε και για που,
νωρὶς τι τάχα βγήκα,
πάω να προφτάσω τον παπποὺ
που με φιλεύει σύκα."
5. Γιώργης Κρόκος, «Ο χορός των εφτά»
Η Δευτέρα με την Τρίτη
στης Τετάρτης παν’ το σπίτι.
Με την Πέμπτη κουβεντιάζουν
την Παρασκευή φωνάζουν
παίρνουνε και το Σαββάτο
και τραβάνε παρακάτω.
Να τη η Κυριακή απ’ το πλάι
το μαντήλι της πετάει
κι αρχινάνε ζωηρό
της βδομάδας το χορό!
6. Θέτη Χορτιάτη, «Οι μέρες της βδομάδας»
Σήμερα Δευτέρα
ας πούμε καλημέρα.
Αύριο είναι Τρίτη
θα ψάξω μες στο σπίτι.
να βρω κανένα χάρτη
τον μελετώ Τετάρτη
Πέμπτη θ’ αποφασίσω
και θα προγραμματίσω
Παρασκευή στο δρόμο
κι ο σάκος μου στον ώμο
Σάββατο πια δικός μου
γη κι ουρανός του κόσμου
την Κυριακή πίσω ξανά
σβούρα ο καιρός κύκλους γυρνά
Και πάλι τη Δευτέρα
θα πούμε καλημέρα
καινούρια εβδομάδα
πιο φρέσκα η λιακάδα
όμως και με συννεφιά
έξω η κακοκεφιά.
7. Τέλλος ΄Αγρας, «Φεγγαράκι»
Φεγγαράκι αληθινὸ
βγαίνει πίσω απ' το
βουνό.
Μια φωνὴ
τραγουδιστὴ
στα σοκάκια
κελαηδεί,
κάποιο αγόρι
περπατεί,
και γλυκὰ το
τραγουδεί.
Φεγγαράκι μου
λαμπρό,
φέγγε μου να
περπατώ.
Φεγγαράκι μου καλό,
χαϊδεμένο κι απαλὸ
Φέγγε μέσα στην αυλή,
φέγγε στ' άσπρα μας
σκαλιά,
του τζαμιού μας το γυαλί,
στου παππού τ' άσπρα
μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό.
Φεγγαράκι αληθινό,
συργιανά στον ουρανό.
Το τραγούδι
το γλυκὸ
σβήνει μες τη
γειτονιά.
Το παιδί, περαστικό,
θα χει στρίψει απ' τη
γωνιά.
Φεγγαράκι μου
λαμπρό,
σ’ αγαπώ σα
θησαυρό.
8. Γεώργιος Βιζυηνός «Η κλώσσα»
Κλοκ, κλοκ, κλοκ, μ' ένα θυμὸ
στην αυλὴ γυρνά η κλώσσα
με το φουντωτὸ λαιμὸ
και με τα παιδιὰ τα τόσα.
Κλώσσα, φίλη μου παλιά,
τί θυμώνεις σα ζυγώνω;
Δεν σου εγγίζω τα πουλιὰ
μόνο σου τα καμαρώνω.
Μια τα κράζεις τρυφερά,
κάτι που βρες να μοιράσουν,
μια απὸ κάτω απ' τα φτερά,
τα σκεπάζεις, να ησυχάσουν.
Κι όταν δεις κανα σκυλὶ
που ορέγεται πουλάκια,
χύνεσαι ωσὰν τρελὴ
να του βγάλεις τα ματάκια.
9. Ρένα Καρθαίου, «Σταφυλοπόλεμος»
Σταφυλόρωγες οι σφαίρες,
το ντουφέκι μας κλαρί.
Μπαμ και μπουμ, αρχίζει η μάχη.
Κάντε πίσω, πίσω, εχθροί!
Μπαμ και μπουμ, χαλάει ο κόσμος
και τραντάζει η γειτονιά.
Σπίτια, τζάμια, αυλές και δρόμοι
εγεμίσανε ζουμιά.
Πλιτς και πλατς, ρώγα στη ρώγα,
και φοβέρες και στριγκλιές.
Χάλια απ' την κορφή ως τα νύχια
οι μικροί πολεμιστές.
Το πεδίο πατητήρι,
μούστος βράζει η γειτονιά.
Κι ο Σεπτέμβρης ετοιμάζει
τη μουσταλευριά.
10. Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Ο ανυπόμονος»
Μόλις τ’ αυγά της ζέστανε η κλώσσα
και τα μικρ ὰ ετοιμάστηκε να βγάλει,
ένα πουλάκι σήκωσε κεφάλι
μες το τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
"Ὡς πότε εδώ θα μ' έχουνε κλεισμένο;
καθόλου δεν μπορώ να περιμένω!
Πώς; ΄Ετσι τὸν καιρό μου εδώ θα χάνω;
Εγὼ εχω κατορθώματα να κάνω!
Κόκορας βέβαια θα μαι δίχως άλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τη μέρα και τη νύχτα θα στολίσω,
θα φέρνω την αυγή, μόλις λαλήσω
στο φράχτη, στην αυλή, σε κάθε μέρος
στρατεύματα τις κότες θα οδηγώ".
Και τούπε τότε ὁ κόκορας ο γέρος:
"Στάσου να βγεις παιδάκι μου
απ' το αυγό!"
11. Ζαχαρίας Παπαντωνίου, « Ο κόκορας»
Ένας κόκορας ολάσπρος
με ψηλό λειρί,
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί,
και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.
Άμα βρει κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε Δύση
και σ' Ανατολή!
Τη στιγμή, που σουλατσάρει
με το βήμ' αργό,
«δεν ξανάειδα, λεν οι κότες,
τέτοιο στρατηγό»!
Μα κι ο ίδιος συλλογιέται:
«Μωρέ τ' είμαι 'γώ!»
Ξάφνου βλέπει ένα γεράκι.
Αχ! την ώρα αυτή
το βαρύ περπάτημά του
έχει μπερδευτεί,
κι αστραπή μες στο κοτέτσι
τρέχει να κρυφτεί.
12. «ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ»
Έχει τίτλο:
Το έγραψε:
Μου αρέσει γιατί:
13. Μιχάλης Στασινόπουλος, «Χειμωνιά»
Στο χωρι ὸ με τ' άσπρα σπίτια
ήρθε η χειμωνιά,
μαζευτήκαν τα σπουργίτια
και ζητάν ζεστὴ γωνιά,
έξω απ' του χωριού τα σπίτια
ήρθε η παγωνιά.
Τα κλαριὰ δεν έχουν φύλλα,
σπόρος πουθενά,
μες το τζάκι ανάψαν ξύλα
κι έξω το πουλὶ πεινά.
Τα κλαριὰ γυμνὰ απὸ φύλλα,
σπόρος πουθενά.
Το καλὸ παιδὶ θ' ανοίξει,
τότε τι χαρά!
Και τα ψίχουλα θα ρίξει
στα πουλάκια τα μικρά.
Το θολὸ τζάμι θ' ανοίξει,
τότε τι χαρά!
Μια και δυο θα φτερουγίσουν
μέσα στην αυλή,
την κοιλιά τους να γεμίσουν
που ταν άδεια ώρα πολλὴ
και γι' αλλού θα ξεκινήσουν,
ωρα τους καλή.
14. Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Το ευλογημένο καράβι»
«-Που πας καραβάκι,
με τέτοιον καιρό,
σε μάχεται ἡ θάλασσα,
δεν τη φοβάσαι;
Ανέμοι σφυρίζουν
και πέφτει νερό,
που πας καραβάκι,
με τέτοιον καιρό;"
«-Για χώρα πηγαίνω
πολὺ μακρινή,
θα φέξουνε φάροι
πολλοὶ να περάσω,
βοριάδες, νοτιάδες
θὰ βρω, μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι,
μ’ ακέριο πανί".
«-Κι οι κάβοι αν σου
στήσουν
τη νύχτα καρτέρι,
επάνω σου αν σπάσει
το κύμα, θεριό,
και πάρει τους ναύτες
και τον τιμονιέρη;
Που πας καραβάκι,
με τέτοιον καιρό;"
«-Ψηλὰ στο εκκλησάκι
του βράχου, που
ασπρίζει,
για μένα έχουν κάμει
κρυφή λειτουργία
ορθὸς ο Χριστὸς
το τιμόνι μου αγγίζει,
στην πλώρη μου
στέκει
η Παρθένα Μαρία".
15. Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Ο παπαγάλος»
Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
"Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικὰ
τι κάθομαι εδώ πέρα!"
Την πράσινη ζακέτα του φορεί και
στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει,
για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
και τοὺς λέει: καλησπέρα!
Ο λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τι διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θάναι σοφὸς αυτὸς πολὺ μεγάλος,
αφού μπορεί κι ανθρώπινα μιλεί!
Απ’ τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του να ‘χει φέρει,
με τι σοφούς εμίλησε, και πόσα
να ξέρει στων γραμματικών τη γλώσσα!
"Κυρ-παπαγάλε, θα ‘χουμε την τύχη
ν’ ακούσουμε τι λες και πάρα πέρα;"
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μα τι να πει; Ξανάπε: καλησπέρα
16. Γεώργιος Σουρής, «Να ήμουν παππούς»
«-Αχ, έλεγε ο Κοκός,
παππούς να ήμουν τώρα,
να κάνω το σοφό,
να βήχω να ρουφώ
ταμπάκο όλη την ώρα.
'Ασπρα να έχω γένια,
ποτέ να μη διαβάζω,
σχολειό να μην πηγαίνω,
στο σπίτι μου να μένω
κι όλο να νυστάζω.
Να παίζω κάθε μέρα
με κάποιο κομπολόγι,
να μη μου λένε για δουλειά,
και να φορώ γυαλιά,
και νάχω και ρολόγι.
Να λέω παραμύθια
επάνω από το στρώμα,
κι όλοι τους στη μιλιά μου,
να στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ορθάνοιχτο το στόμα.
Να μου φιλούν το χέρι,
ευχές πολλές να δίνω
και πάντα καθιστός
και σ᾿ όλους σεβαστός,
να τρώγω και να πίνω.
Νάχω και μια μαγκούρα,
να κάνω τον κακό
κι άμα θυμός με πάρει
ν᾿ αρχίζω στο στειλιάρι
και τον τρελλό-Κοκό».
Ετούτα κι άλλα λέει
με γνώση παιδική,
γιατί ο Κοκός δεν ξέρει
πως θέλουν κι όλοι οι γέροι
να γίνουνε Κοκοί...
17. Ν. Ποριώτης, «Ο Κύριος Κανείς»
• Ποιος να ’ν’ αυτός ο «Κύριος Κανείς»;
Χτες, σαν καθίσαμε να πιούμε τσάι,
μπράμ, να σου τον, ένα φλιτζάνι σπάει
και βρέχει το φουστάνι της Φανής,
ο σκανταλιάρης «Κύριος Κανείς».
Κι ύστερα τσίμπησε την άσπρη γάτα,
έσπασε και δυο τρία καλά πιάτα,
εζούληξε του Γιάγκου το καπέλο,
και ξέσκισε της Έλλης μας το βέλο,
και μούγκριζε φρικτά σαν Ερινύς,*
ο πεισματάρης «Κύριος Κανείς».
Έχει, θαρρώ, κακήν ανατροφή,
γιατί έβαλε μες στον καφέ μου αλάτι,
και μου έμπηξε καρφίτσες στο κρεβάτι,
και στο σκαμνί του μπέμπη ένα καρφί,
κι ύστερα τον ρωτούσε «που πονείς;»
ο κατεργάρης «Κύριος Κανείς».
Ποιος να ’ναι; Μπα! κανείς μας δεν τον ξέρει,
κανείς μας δεν τον είδε πουθενά…
Μ’ αυτός τα παιχνιδάκια μας χαλνά,
κι έσπασε και της πλύσης το πανέρι.
Δεν είναι, φαίνεται, καθόλου ευγενής
αυτός ο μάγκας «Κύριος Κανείς».
Δεν τον γνωρίζουμε! Ορκιζόμαστε.
Μας η μητερούλα μας χαμογελά
και λέγει πως τον ξέρουμε καλά
και πως δεν πρέπει να κρυβόμαστε
και ψέματα να λέμε στους γονείς,
γιατ’ είμαστε όλοι εμείς ο «Κύριος Κανείς».
18. Χ. Δέλιος, «Οι απόκριες»
Η Λίνα, ο Φώτης κι ο Τοτός,
φίλοι κι οι τρεις αχώριστοι,
μασκαρευτήκανε προχθές
και γίνηκαν αγνώριστοι.
Φόρεσαν ρούχα παρδαλά,
χαρτένια καπελίνα,
οι δυο πιερότοι γίνηκαν
κι η Λίνα κολομπίνα.
Τι γέλια, τι πανζουρλισμός!
Έχασαν το μυαλό τους!
Όσοι τους βλέπαν φώναζαν:
-Καλώς τους, τους πιερότους!
Μα σαν τους είδε κι ο Αζόρ,
από τη μέση εχάθη
και φοβισμένος τρύπωσε
βαθιά, σ’ ένα καλάθι!
26. Ρένα Καρθαίου, «Κικιρίκου Κικιρί»
Κόκορας χρυσός ο ήλιος
στης αυγής το φράχτη βγαίνει.
Κικιρίκου, όλοι ξυπνήστε,
κι είν' η ώρα περασμένη!
Φως ανοίγει τις φτερούγες,
το κεφάλι φως σηκώνει.
Φως στον κήπο, φως στο δρόμο,
φως στον κόσμο ώς πέρα απλώνει.
Κικιρίκου! Κι ανεβαίνει,
πάει ψηλά κλαρί κλαρί.
Φτάνει στ' ουρανού το θόλο:
Κικιρίκου! Κικιρί!
Σήκω, Τάσο, σήκω, Ρίνα,
Κώστα, Ελένη, Γιάννη, Λια!
Οι μικροί να παν σχολείο
κι οι μεγάλοι στη δουλειά!
27. Γεώργιος Βιζυηνός, «Το σκυλί»
Κάθε νύχτα στην αυλὴ
γάβου-γάβου το σκυλί,
δωσ' του και γαβγίζει.
Του σπιτιού εδώ αυτὸς
είναι φύλακας πιστός,
ποιός δεν τον γνωρίζει;
Αψηλὰ τ’ αφεντικὰ
κοιμηθήκανε γλυκά,
πέρασε ἡ ώρα.
Το γνωρίζει το σκυλὶ
και φωνάζει απ' την αυλὴ
γάβου, γάβου τώρα.
Για να ξέρουν οι κακοί,
που γυρνούν εδώ κι εκεί
κάτι να σουφρώσουν,
πως σαν έμπουν στην αυλή,
θα τους πιάσει το σκυλὶ
και δε θα τη γλυτώσουν.
28. Βασίλης Ρώτας, «Ο παππούλης»
Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ' αμπέλι.
Το ραντίζει, το θειαφίζει
και το διπλοκαθαρίζει.
Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς.
Κι ως να διπλοξεφυλλίσει,
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.
Τώρα φέρνει στο μαντίλι
κόκκινο, γλυκό σταφύλι.
Τώρα κάθεται δραγάτης
ο παππούς ο ανοιχτομάτης
και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευκή του,
μας φιλεύει και σταφύλια
σε καλάθια και μαντίλια.
29. Γιάννης Ρίτσος, «Το κυκλάμινο»
Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει.
Κι αν το τηράξεις μια φορά, θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις, θ' αρχίσεις το τραγούδι.
30. «ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ»
Έχει τίτλο:
Το έγραψε:
Μου αρέσει γιατί:
31. Κωστής Παλαμάς, «Το καλοκαίρι»
Ο κόσμος λάμπει
σαν ένα αστέρι,
βουνά και κάμποι,
δένδρα, νερά,
γιορτάζουν πάλι,
καθώς προβάλει
το καλοκαίρι.
Θεού χαρά!
Φωνούλες γέλια
φέρνει τ' αγέρι
μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια
τα καρπερά.
Παιδιά αγγελούδια
ψέλνουν τραγούδια
στο καλοκαίρι.
Θεού χαρά!
Την ώρα τούτη
σκορπά ένα χέρι
χάδια και πλούτη,
κι η γη φορά,
σαν μια πορφύρα.
Ζωής πλημμύρα
το καλοκαίρι.
Θεού χαρά!
Η φύσις πέρα
ω! νέοι και γέροι,
σα μια μητέρα
μας καρτερά.
Η φύσις όλη
σαν περιβόλι
το καλοκαίρι.
Θεού χαρά!
32. Θέτις Χορτιάτη, «Η προσευχή των ψαριών»
Τα ψαράκια τα καημένα
Με πτερύγια σταυρωμένα
Στην ψαρίσια προσευχή τους
λεν βουβά την προσευχή τους:
«Παναγιά μας Αϊ-Νικόλα,
σας παρακαλούμε όλα
πείτε στους τρελούς ανθρώπους
που βρομίζουνε τους τόπους
να προσέξουνε λιγάκι
το γαλάζιο μας νεράκι.
Αν σε μας βρομιές πετάνε,
Βρόμικα πως θα μας φάνε;
Κι ούτε ο ήλιος θα βουτάει
Σε νερό που θα βρομάει
Και τη μύτη του θα πιάνει,
Βόλτα στο γιαλό θα κάνει.»
33. Σοφία Παπάζογλου, «Ο παγωτατζής»
Ελάτε φίλοι! Ελάτε όλοι!
Τα παγωτά ήρθαν στην πόλη!
Πάρτε παιδάκια! Μικροί, μεγάλοι!
Εδώ η γρανίτα πορτοκάλι!
Αγαπώ το καλοκαίρι,
που τα παγωτά θα φέρει.
Κρέμα, βανίλια και μπισκότο,
που σαν το δαγκώνεις κάνει κρότο!
35. Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Η Μαριγώ»
Η κοπέλα η Μαριγὼ
μια δουλειὰ σωστὴ δεν κάνει.
Την κουζίνα μας ξεχνάει
και θυμάται το χωριό.
Τα χεράκια της εδώ,
τα μυαλά της εκεί κάτω.
Πέφτει κι έσπασε το πιάτο...
Μαριγούλα, Μαριγώ!
Φέρνει τὸ νερὸ στον ὦμο,
μα θυμήθηκε ξανά:
"Ποιος το δράκο μας κουνά;"
Χύνει το μισὸ στο δρόμο.
«Η άσπρη κότα τι να κάνει;
Το γουρούνι είναι γερό;
Ὁ παπποὺς να μην πεθάνει;..."
Μαριγούλα, Μαριγώ!
"Θάβγαλε χηνάκια η χήνα,
θαναι κίτρινα, σταχτιά,
θα τρυγάμε αυτὸ το μήνα,
θα με πόνεσε η γιαγιά".
"Τί έχεις σύννεφο στα μάτια,
τι έχεις αναφιλητό;
Κι άλλο πιάτο είναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;
Πάρε τ’ άσπρο γιορτινό σου,
τις ποδιὲς που σου φορώ.
Στο χωριό σου, στο χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!"
36. Γιώργος Σεφέρης, «Λίγο ακόμα»
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
37. Οδυσσέα Ελύτη, «Μαρίνα»
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα
στην άλλην άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του Αυγερινού
Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού
38. «ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ»
Έχει τίτλο:
Το έγραψε:
Μου αρέσει γιατί:
39. Μιχάλης Στασινόπουλος, «Νάνι»
Νάνι το παιδάκι, νάνι,
στα ματάκια ο ύπνος φτάνει
κι η κατάλευκη σελήνη
στη λευκή του πέφτει κλίνη,
νάνι το παιδάκι, νάνι,
στα ματάκια ο ύπνος φτάνει.
Γέρνουν κάτω απ' τη σελήνη
ν’ αποκοιμηθούν οι κρίνοι
και κουράστηκαν τ' αηδόνια
να θρηνούνε μες τα κλώνια.
Νάνι τα πουλιὰ κι οι κρίνοι
κάτω απ' τη λευκὴ σελήνη.
Νάνι το παιδάκι, νάνι,
στα ματάκια ο ύπνος φτάνει,
στο χιονάτο σου σεντόνι
φως λευκὸ η σελήνη απλώνει.
Νάνι τα πουλιὰ κι οι κρίνοι,
τα ματάκια ο ύπνος κλείνει.
40. ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
«του μικρού ντετέκτιβ της ποίησης»
απονέμεται ………………………….
(Children At Play, Elaine Lanoue)