1o ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ
ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ
ΝΙΚΟΛΗΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΠΑΣ
ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΟΜΝΑΣ
ΜΑΝΑ ΔΟΜΝΑΣ
ΕΥΑΝΘΙΑ ΚΑΪΡΗ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΪΡΗΣ
ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ
ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥΛΙΤΣΑΣ ἬΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ 2-3
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σκηνῆς. Αὐλὴ σπιτιοῦ. Γλάστρες μὲ λουλούδια. Ἡ
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ κάθεται σὲ χαμηλὸ σκαμνὶ καὶ κεντάει. Κάποια στιγμή ἀφήνει
τὸ κέντημα στὰ πόδια της κι ἀπομένει μὲ τὸ βλέμμα νὰ κοιτᾶ τὸ κενό, σὰν νὰ
ὀνειροπολεῖ.
Μπαίνει ἡ ΑΓΓΕΛΙΝΑ, τὴν κοιτάζει , πλησιάζει κοντά της καὶ τῆς λέει:
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ἔ, καπετάνισσα, τί συλλογιέσαι; Τὰ καράβια σου; (κάθεται κοντά
της)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Νοστάλγησα τὸν τόπο μου, Ἀγγελίνα! Φαίνεται πὼς γερνάω!
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Δὲν γερνᾶς, μωρέ Δόμνα! Εἶναι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ
μεγάλωσες, νὰ δῇς τα μέρη ποὺ ἀγάπησες, τοὺς ἀνθρώπους σου ποὺ σοῦ
λείπουν…
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Νὰ ἀνάψω ἕνα κεράκι στοὺς τάφους τῶν δικῶν μου, νὰ
σεργιανίσω στὸ ποτάμι μας, τὸν Ἔβρο, νὰ βρεθῶ ξανὰ στὴ Δρακοντίνα, στὸ
λιμάνι μας μὲ τὰ τριακόσια Αἰνίτικα καράβια, νὰ ξανανταμώσω τὶς ἀδερφές
μου, τὶς παιδικές μου φίλες, τὸν Ἀντώνη …
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τὸν Ἀντώνη σου μοῦ ‘λεγες πὼς τὸν ἔχεις πάντα στὴν ψυχή σου…
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ναὶ, μὰ τὸν θυμᾶμαι ὄπως ἦταν σὰν τὸν ἔχασα. Ἐγὼ σοῦ
μιλάω γιὰ τότε ποὺ μὲ ζήτησε γυναῖκα του. Ὀμορφάντρας! Κι ἐγὼ τοῦ ’κανα τὴν
δύσκολη, ὅπως σ’ ὅλους ποὺ μὲ ζητούσαν.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Θὰ ‘σουν ὄμορφη πολύ!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Μπά, τρομάρα μου! Ὄμορφη! Ἀγοροκόριτσο ἤμουνα! Μὲ τὴν
θάλασσα νὰ κυλάει στὸ αἷμα μου. Ὄχι πὼς δὲν μ’ ἔλεγες θηλυκό, ἀλλὰ τὸ 1807
ποὺ μὲ ζήτησε ὁ Ἀντώνης, δὲν μ’ἔκανες εἴκοσι τριῶν ποὺ ἤμουνα τότε. ( Τὰ λέει
γελῶντας) Θυμᾶμαι πὼς ἡ Φωτεινή, ἡ οἰκονόμος μας ἦρθε στὴν κάμαρά μου καὶ
μοῦ ’πε νὰ χτενιστῶ , νὰ φτιαχτῶ, νὰ γίνω ὅσο γινόταν πιὸ ὄμορφη, γιατὶ στὴν
σάλα ἦρθε ἕνας νέος γιὰ νὰ μὲ γνωρίσῃ.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Κι ἐσύ, τί ἔκανες;
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἔβγαλα ἐπίτηδες τὸ τσουλοῦφι μου ἔξω ἀπ’ τὸ μαντήλι, πῆρα
κι ἕνα ἄγριο ὕφος καὶ κατέβηκα στὴν σάλα νὰ τὸν τρομάξω , νὰ φύγῃ, νὰ
ἡσυχάσω. Νὰ σὰν τώρα δὰ μοῦ φαίνεται…( Κοκαλώνουν κι οἱ δύο, ἐνῶ στὴν
ὑπόλοιπη σκηνή, στήνεται μπροστὰ στὰ μάτια τῶν θεατῶν τὸ σαλόνι τοῦ
πατρικοῦ τῆς Δόμνας, ὅπου βρίσκονται ὁ Πατέρας μὲ τὴν Μάνα της, ὁ Ἀντώνης
Βισβίζης κι ὁ Νικολῆς, κοινὸς γνωστὸς καὶ προξενητής.
ΝΙΚΟΛΗΣ Ὁ καπετὰν-Ἀντώνης , ἄρχοντα εἶναι ξακουστὸς στὰ πέρατα τῆς
Μαύρης Θἀλασσας. Μὲ πλοῖο γερὸ καὶ τσοῦρμο διαλεχτό, ὅλοι Αἰνῖτες.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κι ἂν πᾶνε τὰ πράγματα ὅπως τὰ περιμένω, σύντομα θὰ ἀποκτήσω
ἄλλο καράβι, μεγαλύτερο.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΟΜΝΑΣ :Ἡ ὥρα ἡ καλή, καπετάν Ἀντώνη! ( Βλέπει τὴν ΔΟΜΝΑ νὰ
μπαίνῃ στὴν σάλα). Ἄ, ἔλα ἐπιτέλους , Δόμνα! Ὁ καπετάν -Ἀντώνης Βισβίζης
ζήτησε τὸ χέρι σου, κι ἐμεῖς τοῦ τὸ δώκαμε μὲ τὴν εὐχή μας.
ΔΟΜΝΑ: ( Μουτρωμένη)Δίχως νὰ μὲ ῥωτήσετε; ( Ὁ Βισβίζης κοιτᾶ τὴν Δόμνα
και χαμογελάει πλατιά)
ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΟΜΝΑΣ : Αὐτὸ δὰ ἔλειπε, νὰ πάρουμε καὶ τὴν γνώμη τῆς ἀφεντιᾶς
σου! Ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς εἶσαι ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Ἀντώνη καὶ λόγος δὲν
σοῦ πέφτει.
ΜΑΝΑ: Καλά σοῦ λέει ὁ Κύρης σου, κόρη μου! ( Τὴν παίρνει παράμερα καὶ τῆς
μιλᾶ χαμηλά, νὰ μὴν τὴν ἀκοῦν οἱ ἄλλοι) : Τί θαρρεῖς πὼς θὰ μᾶς μείνῃς στὸ
ῥάφι; Ἄλλες στὴν ἡλικία σου ταχταρίζουν μωρά, ἐσὺ ἀκόμα θὰ σεργιανᾶς στὶς
ῥοῦγες; Τῆρα τον καλὰ κακομοίρα μου, γιατὶ μαζί του ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς θὰ δέσῃς
τὴν ζωή σου. (Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν. ἀκοῦμε πάλι τὶς ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ καὶ
ΑΓΓΕΛΙΝΑ
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἔτσι μοῦ δώσαν τὸν Ἀντώνη, μὰ μοῦ βγῆκε σὲ καλό! Τὸ πρῶτο
σκαρὶ ποὺ ἔφτιαξε μετὰ τὸν ἀρραβῶνα μας, Δόμνα τὸ ἔβγαλε δίχως σὲ κανέναν
νὰ τὸ πῇ.Μέχρι καὶ κάμαρη γιὰ τοὺς δυό μας ἔφτιασε ἐκεὶ. Καὶ σὰν βρεθήκαμε
μόνοι πρώτη φορὰ στὸ λιμάνι μοῦ ‘πε: (Κοκαλώνουν καὶ βλέπουμε τὸν Ἀντώνη
καὶ τὴν Δόμνα νὰ βαδίζουν χέρι-χέρι στὴν σκηνή, σὰν νὰ εἶναι στὸ λιμάνι)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μὰ σοβαρὰ δὲν μὲ θυμόσουν;
ΔΟΜΝΑ: Ὄχι βέβαια! Ὄταν ἔπεσες μὲ τὴν βάρκα σου πάνω στὴν δική μου, μὲ
ἔσπρωξες ἀγνάντια στὸν ἥλιο καὶ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ τὸ πρόσωπό σου.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἐγὼ ὅμως εἶδα γιὰ καλὰ τὴν θυμωμένη ὄψη σου! Τὴν ἴδια ἀκριβῶς
ποὺ συνάντησα καὶ τὴν πρώτη φορά ποὺ ἤρθα στὸ σπίτι σου νὰ σὲ ζητήσω.
ΔΟΜΝΑ: Μ’ ἀρέσει ποὺ γιὰ νὰ σὲ διώξω ἔκανα ἐκεῖνα τὰ μοῦτρα.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καὶ γιὰ κεῖνα τὰ μοῦτρα σ’ ἀγάπησα πιότερο ἀπὸ πρίν. Μοῦ ἀρέσει
ποὺ θυμώνεις καὶ πολεμᾶς!
ΔΟΜΝΑ: Τὴν ἀδικία θέλω πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα νὰ πολεμήσω! Τὴν ἀδικία καὶ τὴν
σκλαβιά!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καὶ πῶς σκοπεύεις νὰ τὸ πράξῃς, σκληροτράχηλό μου;
ΔΟΜΝΑ: Πάνω στὸ καράβι, μαζί σου.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αὐτό, κυρά μου , βγάλ’το ἀπ’ τὸν νοῦ σου. Δὲν σὲ παντρεύτηκα γιὰ
νὰ μοῦ γίνῃς μαρινέρος! Γυναῖκα μου σὲ θέλω καὶ μάνα τῶν παιδιῶν μου. Θὰ
μένῃς τὸ λοιπὸν στὸ σπίτι καὶ στὸ καράβι θὰ ’ρχεσαι μόνο γιὰ νὰ μοῦ κουνᾶς τὸ
μαντήλι. Τελεῖα καὶ παῦλα! ( Ἀποχωροῦν καὶ μένουν ξανὰ οἱ δύο γερόντισσες)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Μεγάλη μπουκιὰ φᾶε, μεγάλη κουβέντα μῆν λὲς, λέει μιὰ
παροιμία, Ἀγγελίνα. Ὁ Ἀντώνης δὲν ἔλεγε πὼς δὲν θὰ ἀνέβαινα στὸ πλοῖο;
Μωρὲ ὁ ἴδιος μοῦ ’πε νὰ πάω μαζί του,σὰν πλάκωσε ἡ πανούκλα ποὺ θέριζε
στὴν στεριά. Ἤμουν ἔγκυος στὸν Θεμιστοκλῆ μου, θυμᾶμαι.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ποῦ τὸν γέννησες, ἀθεόφοβη;
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὸν γέννησα σὰν πιάσαμε λιμάνι στὴν Χιό. Θὰ παίρναμε
κάργο ξυλεία, γιὰ τὸν Καπετάν-Γιαννίτση ἀπ’ τὰ Ψαρά, φίλο τοῦ Ἀντώνη.
Πηγαίνοντας στὸ νησί, ἀνταμώσαμε μὲ καράβι ἄλλου Ψαριανοῦ, τοῦ καπετάν –
Κούτουκα, ποὺ ἔφερνε μᾶς εἶπε καρύδια ἀπὸ τὴν Τρωάδα. Ὁ Ἀντώνης τρόμαξε.
Στὴν Τρωάδα τὸ θανατικὸ θέριζε, μοῦ ’πε. Στὸ λαιμὸ τοῦ ἔπεσα νὰ μῆν πᾶμε στὰ
Ψαρά, νὰ πετάξουμε τὸ φορτίο στὴν θαλασσα νὰ γλυτώσουμε. Μέχρι καὶ πὼς
δὲν νοιαζόταν τὸ παιδί του, τοῦ πέταξα.Δὲν ἄκουγε κουβέντα. Πῆγε μονάχος
στὰ Ψαρά, ἐμᾶς μᾶς ἄφησε ἀρόδο, παρέδωσε τὴν ξυλεία καὶ γύρισε. Σὰν κάνω
μιὰ συμφωνία , μοῦ ’πε, αὐτὴ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα. Ξέρεις ἂν καὶ πόσο σᾶς
ἀγαπῶ, μὰ ὁ λόγοςμου εἶναι συμβόλαιο. Μὲ ἔπιασε ἀπ’ τὴν μέση, πήγαμε στὴν
κάμαρα καὶ μοῦ ‘σπειρε τὸν Γιωργή.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Μὴ μοῦν πεῖς πὼς τὸν γέννησες κι ἐκεῖνον σὲ λιμάνι!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Αὐτὸν τὸν ἔκανα μεσοπέλαγα, μὲ φουρτοῦνα.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Εἶσαι τελείως τρελή!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τί νὰ ’κανα; Ἑφταμηνήτικος μοῦ βγῆκε ἀνάμεσα Πᾶτμο καὶ
Σᾶμο. Ὁ Ἀντώνης μὲ τὸν Σταυρῆ, τὸν δεύτερο, παλεύαν μὲ τὰ κύματα. Κι ὁ
Θεμιστοκλῆς ,χρονιάρικο μωρό, νὰ κλαίει σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς κάμαρας. Σὰν
πέρασε ὁ χαλασμὸς, ἦρθε ὁ Ἀντώνης καὶ βρῆκε τὸν Γιωργὴ ἔτοιμο.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τοῦ ἔκανες τὸ καλύτερο δῶρο ποὺ σᾶς γλύτωσε ἀπ’ τὸ κακό.
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἐγὼ τοῦ χάρισα παιδί, αὐτὸς μοῦ πρόσφερε καράβι. Κίνησε σὲ
λιγάκι γιὰ τὴν Ὀντέσσα, νὰ ναυπηγήσῃ τὴν «Καλομοῖρα».
(Ἐπανέρχονται ΑΝΤΩΝΗΣ –ΔΟΜΝΑ)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπρίκι δίστηλο τὸ ὀνειρεύομαι, Δόμνα μου τὸ καράβι μας. Τὰ
τρίστηλα εἶναι βαριά, ἐγὼ τὸ θέλω νὰ σχίζῃ τὸ κῦμα σὰν δελφίνι. Δίστηλο τὸ
λοιπόν, μὲ ὀγδόντα γεμιτζῆδες καὶ δεκαοχτὼ κανόνια. Νὰ μὴν μπορῇ πειρατικὸ
νὰ βγῇ ποτὲ μπροστά του. ( Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλευρά ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος
τους ὁ Ἐμμανουὴλ Ππππᾶς)
ΕΜ. ΠΑΠΠΑΣ: Ὁ καπετάν -Ἀντώνης Βισβίζης;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ὁ ἴδιος , κι ἀπὸ δῶ ἡ γυναῖκα μου, καπετάνισσα Δόμνα.
ΕΜ. ΠΑΠΠΑΣ: Καπετάνισσα;
ΔΟΜΝΑ: Τὰ παραλέει ὁ Ἀντώνης. Ἔκανα ἁπλῶς κάποια ταξίδια

μαζί του

κύριε…
ΕΜ. ΠΑΠΠΑΣ: Συγγνώμην, παράλειψίς μου,

δὲν συστήθηκα.

Ἐμμανουὴλ

Παππᾶς, ἔμπορος ἐκ Σερρῶν. Ἔφτασα στὴν Αἶνο ἂπὸ τὸν Ἄθω. Καπετάνιε, θὰ
σᾶς ἤμην ὑπόχρεος ἂν μὲ παίρνατε μαζί σας εἰς Ὀδησσόν, ὅπου ἐπιχειρήσεις
σοβαραὶ μὲ περιμένουν. Θὰ πληρωθεῖτε καλά.
ΑΝΤΩΝΗΣ:

Δὲν

τίθεται

θέμα

χρημάτων.

Ἐφ’

ὅσον

μοῦ

ἐμπνεύσατε

ἐμπιστοσύνη, μὲ χαρὰ θὰ σᾶς ὁδηγήσω στὸν προορισμό σας. Κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν
στιγμή, εἶμαι γιὰ σένα ὁ Ἀντώνης κι εἶσαι γιὰ μένα ὁ Μανώλης. Κι ὅ, τι
χρειαστεῖς, ἀδερφέ μου, μὴν διστάσῃς νὰ τὸ ζητήσῃς. (Τοῦ σφίγγει τὸ χέρι κι
ἔπειτα ἀγκαλιάζονται).( Ἀποχωροῦν)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἕνα κομμάτι μάλαμα στάθηκε τοῦτος ὁ ἄνθρωπος γιὰ μᾶς καὶ
τὸν ἀγῶνα. Καὶ οἱ ἀδυναμίες τῶν Κυβερνητῶν τὸν ὀδήγησαν πρὶν τῆς ὥρας του
στὸν Θάνατο. Κι αὐτὸν κι ἄλλους πολλοὺς ἀκόμα!
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τί μοῦ τὰ λές, δὲν τὰ ξέρω θαρρεῖς; Τὰ χάλια τῶν Κυβερνητῶν μᾶς
γδάραν τὸ πετσί μας. Ἄλλαξε κουβέντα. Γιὰ τὸ καράβι σας πές μου.
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τέτοιο πλεούμενο δὲν εἶχα ματαδεῖ. Σὰν ἔφτασε, ὅλη ἡ Αἶνος
βγῆκε στὴ Δρακοντίνα νὰ τὸ ὑποδεχτεῖ. Βελοῦδα, καθρέφτες, πίνακες, ἀσημένιες
κοῦπες, ὅλα πολυτελῆ. Ἐγὼ ὅμως κάτι ἔνιωθα στὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ μὲ φόβιζε.
( Ἐσωτερικὸ πλοίου. ΑΝΤΩΝΗΣ, ΔΟΜΝΑ)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Πῶς σοῦ φαίνεται , κυρά μου , τὸ πλοῖο μας;
ΔΟΜΝΑ: Δὲν ἤξερα πὼς μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ στὸν κόσμο τέτοια πολυτέλεια.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καὶ ποῦ νὰ δῇς τὴν κάμαρά μας! Σὰν βρεθῇς έκεῖ, θὰ θελήσῃς
σίγουρα νὰ μεγαλώσουμε τὴν οἰκογένεια.
ΔΟΜΝΑ: Ξέρεις τί μοῦ ἄρεσε περισσότερο στὸ καράβι μας, Ἀντώνη; Τὸ ὄνομά
του.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τέτοιο ὄνομα χρειάζεται σ’ αὐτοὺς τοὺς καιρούς. Μακάρι νὰ φέρῃ
γούρι σ’ὅ, τι σχεδιάζουμε.
ΔΟΜΝΑ: Σὰν τί ,δηλαδή; Μὲ τρομάζουν τὰ λόγια σου.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἄκου, Δόμνα! Θυμᾶσαι ποὺ μοῦ’λεγες κάποτε πὼς θὲς νὰ
πολεμήσῃς τὴν ἀδικία καὶ τὴν σκλαβιά; Ἔφτασε ἡ ὥρα! Στὴν Ὀντέσσα ὑπάρχει
ὀργάνωση ποὺ προετοιμάζει τὸ ποθούμενο!
ΔΟΜΝΑ: Ἐννοεῖς δηλαδή, ἐπανάσταση; Μὰ αὐτὸ θὰ ἔχει συνέπειες!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σίγουρα, μὰ τίποτα δὲν κερδίζεται δίχως ἀγῶνες καὶ θυσίες. Δὲν θὲς
νὰ δῇς μιὰ μέρα τὰ παιδιά μας λεύτερα;
ΔΟΜΝΑ: Θέλω νὰ μᾶς βλέπω ὅλους μας γερούς!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δὲν μπορῶ νὰ στὸ ὑποσχεθῶ αὐτό! Σὲ πόλεμο μπαίνουμε. Καὶ στὸ
δηλώνω ἐξ ἀρχῆς. Μὲ τὸ πρῶτο μπὰμ, τὸ καράβι θὰ μπῇ στὸν ἀγῶνα. Ἐσὺ καὶ τὰ
παιδιὰ θὰ μείνετε στὴν Αἶνο.
ΔΟΜΝΑ: Ἀντώνη Βισβίζη, σὲ γελάσανε! Ἂν εἶναι νὰ κάνουμε κάτι, θὰ τὸ
κάνουμε μαζί! Καὶ τὰ παιδιὰ κι ἐμεῖς! Ὅλοι πάνω στὸ καράβι μας.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Γειὰ σου, καπετάνισσα. Αὐτὴ εἶναι ἡ γυναῖκα ποὺ ἀγαπάω.
(Ξανὰ κόκαλο. Μιλοῦν πάλι οἱ δυὸ γυναῖκες)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Έκεῖνο τὸ βράδυ μοῦ σκάρωσε τὴν Μαριορή. Καὶ στὸν χρόνο
πάνω, νὰ καὶ τὸ παιδί μου ὁ Χριστόδουλος.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Χρόνος καὶ παιδί ὁ Ἀντώνης!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Σχεδόν! Σὲ πέντε χρόνια τέσσερα παιδιά. Καὶ τὰ ταξίδια
ταξίδια! Μαζί του πάντα!

Ἔτσι γνώρισα τόσους καὶ τόσους ἀξιολο-γότατους

ἀνθρώπους, ὅπως τὰ ἀδέρφια Καΐρη, γιὰ παράδειγμα. Θυμᾶμαι σὰν τώρα τὴν
μέρα ποὺ τοὺς πρωτοεῖδα , στὰ Ψαρά…(κοκαλώνουν καὶ βλέπουμε στὴν σκηνὴ
τὸν Ἀντώνη, τὴν Δόμνα , τὸν Θεόφιλο καὶ τὴν Εὐανθία Καΐρη σὲ πολὺ νεαρή
ἠλικία, κοντὰ δεκαπέντε χρόνων. )
ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Τίποτα δὲν θὰ προχωρήσῃ, φίλτατοι, χωρὶς παιδεία. Δι’ αὐτὸ καὶ ἡ
ἀδερφή μου, Εὐανθία ἐζήτησε παρὰ τοῦ σοφοῦ Κοραῆ ὁλίγα βιβλία ἴνα τὰ
μεταφράσῃ ἐκ τῆς γαλλικῆς εἰς τὴν ἡμετέραν γλῶσσαν καὶ τοιουτοτρόπως νὰ
ὠφεληθῶσιν πλεῖστοι ὅσοι συμπατριῶται.
ΔΟΜΝΑ: Μὰ ἡ Εὐανθία εἶναι κοριτσάκι σχεδόν.
ΕΥΑΝΘΙΑ:Ὁμιλῶ παρὰ ταῦτα τὴν γαλλικήν!
ΘΕΟΦΙΛΟΣ : Καὶ τὴν ἰταλικήν! Ἐρμηνεύει δὲ μὲ ἰδιαιτέραν ἄνεσιν τὰ ἀρχαῖα
ἑλληνικὰ κείμενα, παρακολουθεῖ ἀνώτερα μαθηματικὰ καὶ φιλοσοφικὲς θεωρίες
ὑψηλοῦ ἐπιπέδου.
ΑΝΤΩΝΗΣ : Σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία! Δεσποινίς, εἶσθε ἀξιοθαύμαστη!
ΕΥΑΝΘΙΑ: Ἔχω ἁπλῶς ἐξαίρετο διδάσκαλο, τὸν ἀδερφό μου.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ :Ὑπερβολές! Ὁ διδάσκαλος μεταδίδει ἀπλῶς τὰς γνώσεις του. Στὸν
μαθητὴ ἐναπόκειται νὰ τὰς ἀξιοποιήσῃ ἐπ’ὠφελείᾳ δική του καὶ τοῦ συνόλου.
Ὅσο δι’ ἐμέ, τὸ μόνο ποὺ κάνω εἶναι νὰ προετοιμάζω ἅπαντας διὰ τὸν
ἐπερχόμενον ἀγῶνα. (Φεύγουν)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ὁ Καΐρης πράγματι προσέφερε τὰ πάντα στὸ Γένος. Φιλικὸς
ἤδη

ἀπὸ τὸ 1819, κήρυξε μόνος τὴν ἐπανάσταση σὸ νησί του τὴν Ἄνδρο,

πολέμησε τοὺς Τούρκους στὸν Ὄλυμπο ,ὅπου καὶ τραυματίστηκε καὶ στὸν τῦφο
ποὺ σκότωσε τὴν θυγατέρα μου, ταν συνάντησα στὸ νοσοκομεῖο νὰ βοηθᾶ τοὺς
ἀρρώστους. Εἶχε βλέπεις καὶ γνώσεις ἱατρικῆς. Ἔδωσε ὅσο λίγοι στὴν ὑπόθεση
τῆς Ἐπανάστασης .
ΑΓΓΕΛΙΝΑ:Ἐν ἀντιθέσει με κάποιους ποὺ σήμερα εἶναι μεγάλοι καὶ τρανοί .
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Καὶ μὲ κάποιους ποὺ ἦταν , ἀπὸ ὑπολογισμό, ἀντίθετοι στὸν
ἀγῶνα. Δὲν θὰ ξεχάσω πῶς ὁ ἴδιος μου ὁ πατέρας σκεφτόταν γιὰ τὸν ἀγῶνα
μας…( Ξανά τὸ σαλόνι τοῦ πατρικοῦ τῆς Δόμνας, Πατέρας, Δόμνα, Ἀντώνης)
ΠΑΤΕΡΑΣ: Θὰ χάσουμε τὶς δουλειὲς καὶ τὰ καλά μας! Τώρα τί μᾶς λείπει; Ἀπ’
ὅλα ἔχουμε. Ὅλοι πλουτίζουμε. Τότε ὅλοι θὰ φτωχύνουμε.
ΔΟΜΝΑ: Τὸ χρῆμα δὲν εἶναι τὸ πᾶν, πατέρα. Στὴν Καλλίπολη ἡ Θεώνη, ἡ φίλη
μου, ἀναγκάζεται νὰ κολακεύῃ καὶ νὰ πληρώνῃ ἀδρὰ τοὺς Τούρκους γιὰ νὰ
σώζῃ ὅσα περισσότερα παιδιὰ ποὺ τὰ παίρνουν γιὰ γενιτσάρους.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Βλέπεις λοιπὸν πὼς κι ἐδῶ τὸ χρῆμα ἔχει δύναμη;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἡ Δόμνα , πατέρα , θέλει νὰ πῇ πὼς ὁ δοῦλος, ὅσα χρήματα κι ἂν
ἔχῃ, δοῦλος εἶναι. Ἡ Θεώνη γνωρίζει τὴν δύναμη ποὺ τῆς δίνει τὸ χρῆμα. Ξέρει
ὅμως καὶ τὴν θέση στὴν ὁποία ἠ σκλαβιὰ τὴν ἔχει βάλει. Γιὰ αὐτό, ἐπειδὴ
θέλουμε νὰ ἀνασαίνουμε ἐλεύθεροι, εἴπαμε νὰ πουλήσουμε τὸ σπίτι , νὰ μποῦμε
ὅλοι μαζὶ στὸ πλοῖο μας καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε τὰ παιδιά μας τουλάχιστον νὰ
μεγαλώσουν ἐλεύθερα, ὅπως τοὺς πρέπει.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ἐγὼ μιὰ φορὰ σᾶς λέω πὼς τοῦτο ποὺ ξεκινᾶτε θὰ ἔχει πολλὴ πίκρα
καὶ δάκρυα. Ἴσως , φεύγοντας ἀπὸ δῶ, νὰ μὴν μπορέσετε νὰ ξαναγυρίσετε στὸν
τόπο σας ποτέ. Ἂν πάλι εἶστε ἀποφασισμένοι… κάμετε ὅ, τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός.
( Ὁ Πατέρας φεύγει) .
ΔΟΜΝΑ: Ἀντώνη, τί ἦταν πάλι αὐτὸ , πὼς ἴσως καὶ νὰ μὴν ξαναδοῦμε τὸν τόπο
μας;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἴσως νὰ ’ναι κι ἔτσι. Μὰ τί πειράζει; Στήνουμε τὸ σπιτικό μας ὅποια
ὥρα νὰ ’ναι, σ’ ὅποιον τόπο νὰ ’ναι.
ΔΟΜΝΑ: Μὰ τούτη εἶν’ἡ πατρίδα μας, ἡ ῥίζα μας, Ἀντώνη!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σὰν πατήσῃς στεριά, κι αὐτὴ ἡ στεριὰ θὰ ’ναι ἐλεύθερη, θὰ δῇς πὼς
ὁ ἄνεμος ποὺ θὰ πνέῃ ἐκεῖ, θὰ ’ναι ἀλλιώτικος, πιὸ ὡραῖος. Ἐκεῖ, Δόμνα , θὰ
στήσουμε τὸ σπιτικό μας! ( Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν).
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Κι εἶχε δίκιο ὁ πατέρας. Ἀπὸ τὸ ’21 ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὴν Αἶνο,
δὲν ξανάδαμε τὴν πατρίδα

μας. Μὰ δίκιο εἶχε κι ὁ Ἀντώνης. Ἐδῶ ποὺ

στεκόμαστε παρέα καὶ μιλᾶμε λεύτερα οἰ δυό μας, μοῦ φαίνεται καλλίτερα ἀπὸ
παντοῦ!
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Κι ἂς μὴν ἔχεις τὰ πλούτη, τὸ καράβι, τοὺς δικούς σου,…τὸν
Ἀντώνη;
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὰ πλούτη θὰ μποροῦσε ὁ Τοῦρκος νὰ τὰ πάρῃ ὅποτε ἤθελε. Τὰ
εἶχα , μὰ δικά μου δὲν ἦταν. Τώρα τὸ καλύβι μου τὸ ὁρίζω ἐγώ! Τὸ πλοῖο ἦταν τῆς
πατρίδας ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπήκαμε στὸν ἀγῶνα. Οἱ δικοί μου εἶναι τὰ παιδιά
μου καὶ δόξα τῷ Θεῷ εἶναι μαζί μου. Ὅσο γιὰ τὸν Ἀντώνη, αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔφυγε
ἀπὸ κοντά μου. Ὅποτε θέλω τὸν καλῶ καὶ μιλοῦμε, τοῦ κουβεντιάζω καὶ μ’
ἀποκρίνεται. Ἄχ, Ἀγγελίνα, τοὺς ἀγαπημένους μας μέσα μας τοὺς κουβαλοῦμε
ἴσαμε τὴν στερνὴ πνοή μας κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ
γεφυρώνει. Κάποτε ἔκανα μιὰ κουβέντα μὲ τὸν Ἀντώνη( Ἐμφανίζονται Ἀντώνης
καὶ Δόμνα. Οἱ γερόντισσες κοκαλώνουν)
ΔΟΜΝΑ: Πόσο θὰ πρέπει νὰ μισῇ κάποιος γιὰ νὰ πολεμήσῃ, Ἀντώνη;
ΑΝΤΩΝΗΣ :Πὲς καλλλίτερα πόσο θὰ πρέπει νὰ ἀγαπᾶ.
ΔΟΜΝΑ: Ὅταν πολεμᾶς τὸν Τοῦρκο, δὲν τὸν μισεῖς;
ΑΝΤΩΝΗΣ : Σκέφτομαι μονάχα πὼς σκοτώνοντας τὸν ἐχθρό, θὰ βοηθήσω τὴν
πατρίδα νὰ λευτερωθῇ, τὰ παιδιά μας νὰ ζήσουν λεύτερα, κι ἐμεῖς ν’
ἀποκτήσουμε ὅσα μᾶς στέρησε ἡ σκλαβιά. Πρέπει νὰ σκέφτομαι κάτι ὄμορφο
σὰν πολεμῶ, ἀλλιῶς δὲν μπορῶ ν’ ἀντέξω τὴν βία τοῦ πολέμου. ( Φεύγουν)
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Πρέπει νὰ ἦταν πολὺ σπουδαῖος ἄνθρωπος ὁ Ἀντώνης σου.
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Γιὰ τοῦτο τὸν ἀγαπῶ μέχρι σήμερα. Προσέφερε τὰ πάντα γιὰ
τὸν σκοπό μας, δίχως ὑστεροβουλίες. Τὸ πλήρωσε βέβαια μὲ τὴν ζωή του…Καὶ τὸ
πλοῖο ἀναγκάστηκα νὰ τὸ δώσω γιὰ πυρπολικό, μπᾶς κι ἀνασάνω οἰκονομικά,
μὰ ποῦ! ¨Η κυβέρνηση θέλει μόνο νὰ σοῦ πάρῃ, κι ἂν εἶναι νὰ δώσῃ αὐτὰ ποὺ
χρωστᾶ, ζητᾶ ἕνα κάρο χαρτιά καὶ σὲ ταλαιπωρεῖ γιὰ νὰ ἀπελπιστῆς καὶ νὰ μὴν
διεκδικήσῃς ὅ, τι δικαιοῦσαι.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τί ίδέα ὅμως κι αὐτὴ μὲ τὰ πυρπολικά!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὴν πρωτοσκέφτηκαν στὰ Ψαρά, καὶ μάλιστα ἔνας ποὺ δὲν
ἦταν Ψαριανός, μὰ ἀπὸ τὴν Πάργα. Κάπως ἔτσι ἐγινε:( Μπαίνουν στὴν σκηνὴ
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ, ΑΓΝΩΣΤΟΣ, ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ, ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥΛΙΤΣΑΣ Ἤ
ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ)
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ: Μὲ τὰ δίκροτα καὶ τρίκροτα τῶν Τούρκων πῶς θὰ τὰ βγάλουμε
πέρα;
ΑΓΝΩΣΤΟΣ:ἂς περιμένουμε νὰ δοῦμε τί γνώμη ἔχει ἡ Διοίκηση.
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ: Ὥσπου νὰ μᾶς πῇ τὴν γνώμη της ἡ Διοίκηση, ἐμεῖς θὰ ’μαστε οἱ
πρῶτοι ποὺ θ’ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὰ θεριά.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥΛΙΤΣΑΣ Ἤ ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ: Ὅταν ἤμουν στὴν Τουλών, εἶδα
νὰ φτιάνουν ἡφαίστεια. Θὰ ’ναι τὸ πιὸ καλὸ ὅπλο ἐνάντια στὰ τούρκικα πλοῖα.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ : Εἶναι δοκιμασμένα κι ἀπ’ τοὺς Ῥώσους.
ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ: Τὰ δούλεψα καὶ γνωρίζω πῶς νὰ γυρίζω σκαφίδια σὲ
μπουρλότα. Δῶστε μου καράβια καὶ δυὸ βοηθοὺς καὶ τί σᾶς μέλει;
ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ : Τὰ καράβια θὰ βρεθοῦν αὐτοὶ ποὺ θὰ πάρουν τὸ ῥίσκο νὰ τὰ
κολλήσουν στὰ τούρκικα ποῦ θὰ βρεθοῦν;
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: Θὰ ἀμειφθοῦν! Καὶ γιὰ νὰ τοὺς δελεάσουμε, καὶ γιατὶ εἶναι
δίκαιο.
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Κάποιοι ἄνθρωποι, ἐνῶ προσέφεραν πολλὰ στὴν ἐπανάσταση,
δὲν ἀκούστηκαν πολύ. Οὔτε κι ἀργότερα τοὺς δόθηκε ἡ ἀξία ποὺ τοὺς ἔπρεπε.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν κι ὁ Πατατοῦκος. ἀπὸ τὴν Πάργα ἦρθε στὰ Ψαρά. Ἔγινε
μετατροπέας πλοίων σὲ πυρπολικά. Αὐτὸς μετέτρεψε καὶ τὴν «Καλομοίρα» μου.
Λιγόλογος, σπάνια χαμογελοῦσε , καὶ τότε μόνο στὰ παιδιά. Δίδαξε τὴν τέχνη
του καὶ σὲ ἄλλους. Ἡ προσφορά του στὸν ἀγῶν ἦταν πολὺ σπουδαῖα.

Δὲν

ζήτησε ποτέ του ἄλλη ἀμοιβὴ γιὰ τὶς ὐπηρεσίες του, ἔξω ἀπὸ πλοῖα ποὺ τὰ ἔκανε
πυρπολικὰ γιὰ τὸν ἀγῶνα. Σήμερα δὲν τὸν θυμᾶται κανεῖς . Τί κρίμα!
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Μήπως εἶναι ὁ μόνος; Καημένη Ἑλλάδα, πόσα παιδιά σου ἔδωσαν τὰ
πάντα γιὰ σένα γιὰ νὰ πεθάνουν φτωχὰ καὶ ξεχασμένα ἀπ’ ὅλους; Καὶ κάποιοι
ἄλλοι νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα! Ποιὸς θυμᾶται σήμερα τὸν
Ἐμμανουὴλ Παππᾶ, αὐτὸν τὸν τίμιο πατριώτη;
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Πέθανε πάνω στο καράβι μας. Ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλους!
Ἀπὸ τὸν Μάη τοῦ ’21 ἐμεῖς κινήσαμε γιὰ τὰ Ψαρὰ νὰ μποῦμε στὸν ψαριανὸ
στόλο κι ἐκεῖνος σήκωσε μπαϊράκι στὸν Ἄθω. Μὰ μετὰ τὶς πρῶτες ἐπιτυχίες, ὁ
Γιουσούφ-Μπεης τῆς Θεσσαλονίκης ἐνισχυμένος μὲ στρατεύματα ἀπὸ τὴν
Θράκη, ἔπεσε πάνω στοὺς ἐπαναστᾶτες καὶ τοὺς λιάνισε. Ἔστελνε ὁ Παππᾶς
μηνύματα στὴν Διοίκηση νὰ τὸν συνδράμῃ, μὰ γιὰ ἄλλα νοιάζονταν οἱ κεφαλές.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ἡ ἔγνοια τους νὰ μὴν ξοδέψουν γρόσια! Κι ἂς χαθοῦν ἄδικα τόσες
ψυχές!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἔτσι ὁ Παππᾶς ἔμεινε μόνος! Τὸν ἐγκατέλειψαν ὡς κι οἱ
στρατιῶτες του. Κι αὐτὸς μέχρι τέλευταῖα στιγμή πάσχιζε νὰ σώσῃ τοὺς
ἐλάχιστους ποὺ τοῦ ἀπέμειναν , μαζί μὲ τὰ γυναικόπαιδα ποὺ ζήτησαν κοντά
του καταφύγιο. Πήγαμε νὰ τοὺς παραλάβουμε ἀπὸ τὸν Ἄθω. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Καλὰ
τοὺς ἄνδρες, μὰ οἱ γυναῖκες πῶς βρέθηκαν στὸ ἄδυτο;
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Οἱ καλόγεροι ἀποφάσισαν νὰ παράσχουν ἄσυλο σὲ ὅσους
εἶχανν ἀνάγκη. Εἶπαν πὼς καὶ ἡ Παναγία αὐτὸ θὰ ἔκανε. Ἐξ ἄλλου δὲν ἦταν γιὰ
καιρό. Τοὺς φορτώσαμε στὸ πλοῖο καὶ κινήσαμε γιὰ τὴν Ὕδρα. Ἔπρεπε νὰ
ἐνημερωθεῖ ἡ Διοίκησις γιὰ τὰ διατρέξαντα, εἶπε ὁ Ἐμμανουήλ. Δὲν πρόλαβε
ὅμως. ( Ἐμμανουήλ Παππᾶς ,Βισβίζης, Δόμνα)
ΠΑΠΠΑΣ: Ἀντώνη, ἀργοῦμε! Νὰ φτάσω στὴν Ὕδρα, νὰ ἐξηγήσω πῶς ἔχουν τὰ
πράγματα στὴν Κασσάνδρα, νὰ καταλάβουν τὰ προβλήματα, νᾶ νιώσουν γιατὶ ἡ
βοήθεια πρέπει νὰ φτάσῃ ταχιά.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μὰ οἱ ἄνεμοι εἶναι ἐνάντιοι. Ἑκατόν σαράντα ἄνθρωποι δὲν πρέπει
νὰ διακινδυνεύσουν. Μὴ χολώνεσαι! Ἐγὼ σὲ πῆγα στὴν Ὀντέσσα, ἐγὼ στὸν Ἄθω,
ἐγὼ θὰ σὲ πάω καὶ στὴν Ὕδρα.
ΠΑΠΠΑΣ: Φτάνει νὰ προλάβω νᾶ φτάσω ζωντανός! ( μὲ τὰ χέρια του στὸ
στῆθος, κάνει προσπάθεια γιὰ ἀέρα, , σὰν νὰ πνίγεται, παραπατᾶ καὶ πέφτει
νεκρός στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Δόμνας)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ:Στὰ χέρια μου ξεψύχησε! Πήγαμε τὸ νεκρό του σῶμα στὴν
Ὕδρα , ὅπως τὸ ὑποσχεθήκαμε. Δὲν πρόλαβε νὰ τοὺς τὰ πῇ , νὰ τοὺς
ταρακουνήσῃ.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Σιγὰ καὶ μὴν πάθαινε ἡ ὑγεία τους! Τοὺς τὰ ’πε κι ὁ Νικήτας μου,
τοὺς τὰ ’πε κι ὁ Δυσσέας!
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὸ θυμᾶμαι! Τότε γνωριστήκαμε μὲ τὸν Νικῆτα . Ἔβραζε κατὰ
τῆς διοικήσεως. ( Παρουσιάζεται ὁ Νικηταρᾶς μὲ τὸν Ἀντώνη καὶ τὴν Δόμνα)
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ: ( Συνεχίζοντας μιὰ ἤδη ἀρχινισμένη συζήτηση) Τοὺς γυρεύουμε
τσαπιὰ καὶ φτυάρια, ψωμὶ κι ἀλεύρι, κονταξῆδες γιὰ τὰ τουφέκια, γιατρό, πετσιὰ
γιὰ τσαρούχια, δὲν στέλνουν. Στρογγυλο-κάθησαν στήν Λιθάδα καὶ τρῶν καὶ
πίνουν καὶ καλοπερνοῦν καὶ γιὰ μᾶς ποὺ σκοτωνόμαστε ἀπέναντί τους δὲν
ἔχουν. Ἤ κάνουν κουμάντο, ἤ νὰ σηκωθοῦν νὰ φύγουν. Τὸ ἀσκέρι ἔχει ἀγριέψει.
Ὅλη ὥρα φωνάζουν: «Θὰ ῥιχτοῦμε κατὰ πάνω τους».Ἐμεῖς τοὺς κρατοῦμε μὲ τὸ
ζόρι κι ἐκεῖνοι στέλνουν εὐχὲς καὶ νουθεσίες.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Θὰ πάω νὰ τοὺς τὰ πῶ στοματικῶς. Ἴσως κὰὶ τοὺς συνετί σω.
(Φεύγουν οἱ ἄντρες, ἡ Δόμνα πλάτη)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τί ἦταν νὰ πάῃ;Μπαροῦτι γύρισε.( Δόμνα πρὸςν τὸ κοινό
,μπαίνει ὁ Ἀντώνης )
ΔΟΜΝΑ :Τί ἔγινε , τοὺς τὰ εἶπες;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τί νὰ τοὺς πῶ, Δόμνα; Τί νὰ καταλάβουν; Σάστισα μὲ δαύτους. Τοὺς
μίλησα ὁ ἴδιος τοὺς πῆγα καὶ γραφὴ τοῦ Δυσσέα ,. Τὴν διάβασαν μπροστά μου.
Μόνο ποὺ δὲν γελοῦσαν. «Μὰ τί θαρρεῖ ὁ Ὀδυσσεύς; Ὅτι ἔχουμε ἐδῶ κάποια
ἀποθήκη γεμάτη μόνο καὶ μόνο γιὰ τροφοδοτοῦμε τὸ δικό του σῶμα; Τρόφιμα!
Ἂς περιμένῃ! Ταᾶπες. Ἂς γυρέψῃ ἀπ’τοὺς χωριανούς. Ὅπλα, μπᾶλες. Ἄλλο
τίποτα; Πεῖτε του πὼς θὰ ἀποσταλλοῦν τὰ ὅσα γυρεύει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ». Καὶ οἱ
μᾶχες μαίνονται! Τὰ ἴδια κάναν καὶ τοῦ Παππᾶ! Κι ἂν ἐκεῖ δικαιολογία ἦταν ἡ
ἀπόσταση, ἐδῶ δὲν εἶναι. Θὰ τοῦ δώσουμε ἐμεῖς καὶ τὰ γυρεύουμε ὕστερα.
ΔΟΜΝΑ: Δὲν μᾶς ἔδωσαν λουφέδες, θὰ μᾶς δώσουν ὅσα θὰ στείλουμεν στὸν
Δυσσέα;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ὁ πόλεμος αὐτὸς ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὄχι ὅ, τι ἔχουμε, μὰ ἀκριβῶς αὐτὸ
ποὺ μᾶς λείπει. Καὶ μόνο ἂν τὸ προσφέρουμε θυσία, θὰ ἀξιωθοῦμε μιὰ μέρα τὴν
λευτεριά! (φεύγουν)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀντώνης μου Καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε μέχρι τέλους.
Ἤρθανε οἱ Ἀρεοπαγίτες στὸ πλοῖο μας. Ἐκεῖ κάλεσαν τὸν Δυσσέα, ὄχι γιὰ νὰ
τοῦ προσφέρουν τὴν ἀπαιτούμενη βοήθεια, μὰ γιὰ νὰ τὸν ἐρεθίσουν πιότερο μὲ
τὰ λόγια καὶ τὴν στάση τους. Ἔχω ἀκόμα στ’αὐτιὰ μου τὴν φωνή του.( Δωμάτιο
πλοίου. Δυσσέας Νικηταρᾶς καὶ ἀρεοπαγῖτες)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τί σκατὰ μοῦ μηνᾶτε νὰ κρατήσω τὶς θέσεις μου; Μὲ τί στρατό;Τὸν
ἔχετε ἀπαρατήσει πεινασμένο ,πληγωμένο , χωρίς γιατρό, χωρίς φαΐ, χωρίς
ὅπλα. Νὰ πᾶτε τοῦ λόγου σας νὰ πολεμήσετε τέτοιον πόλεμο! Παρατήσατε τὰ
παλικάρια μου στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Στὴνν μάνητα τῶν Τούρκων. Ἀχρηστοι!
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 1 Χαμήλωσε τὴν φωνή σου, Δυσσέα! Μὲ ξεφωνητὰ δὲν γίνονται
πόλεμοι! Οὔτε μπορεῖς νὰ ὁμιλῇς ἔτσι στὴν Ἀνωτέρα Πολιτικὴ Ἀρχή.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τὴν ἔχω χεσμένη τὴν Ἀνωτέρα Πολιτικὴ Ἀρχή τέτοια ποὺ ’ναι.
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ: Ἂς ἀφήσουμε τὰ πολλὰ λόγια. Γιὰ νὰδοῦμε τὰ πράγματα πῶς
ἔχουν. Μᾶς λέτε νὰ πᾶμε ἀπὸ τὴν στεριὰ καὶ νὰ χτυπήσουμε τὸ Πατρατζίκι. Μὰ
τότες θὰ πέσουμε στοῦ λύκου τὸ στόμα. Δὲν γίνεται!
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 2: Γίνεται, πῶς δὲν γίνεται! Θὰ περάσετε τὸ στράτευμα ἀπὸ τὸ
γεφύρι τῆς Ἀλαμάνας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ:Μωρέ, ξέρετε τοῦ λόγου σας καὶ τὸ γεφύρι τῆς Ἀλαμάνας! Καὶ
ποῦθε τὸ μάθατε; Ἀπὸ τούτους τοὺς χάρτες ὁποὺ ’χετε χώσει τὴν μύτη σας καὶ
κοιτᾶτε; Σᾶς δείχνουν ἐτοῦτοι τὰ βαλτοτόπια; Θὰ πάρω ἐγὼ τοὺς ἄντρες μου νὰ
τοὺς πνίξω στοὺς βάλτους; Φαίνονται ἐδῶ ποὺ κοιτᾶτε τ μιλιούνια τῶν Τούρκων,
ἔ; Ἄντε ντέ! Γιὰ πεῖτε. Δὲν μιλᾶτε;
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 1 Πῶς νὰ μιλήσουμε; Ποῦ νὰ φανταστοῦμε πὼς ὁ γιὸς τοῦ
Ἀνδρίτσου κι ὁ Νικῆτας ὁ Τουρκοφάγος τρέμουν τοὺς Τούρκους!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Ῥέ, ἄι σιχτίρι ποὺ θὰ μᾶς πεῖτε κι ἄνανδρους ἀπὸ πάνω , ποιοί; Τοῦ
λόγου σας ποὺ δὲν ἔχετε πιάσει τουφέκι κι ἔτσι καὶ τὸ δεῖτε ἀπὸ κοντὰ νὰ βαράει
θὰ χεστεῖτε πατόκορφα ἀπ’ τὸν φόβο σας!
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 3 Μὰ ἡμεῖς εἴμεθα μορφωμένοι, πράγμα ποὺ ἐσεῖς…
ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τί νὰ κάνουμε; Ὅταν ἐσεῖς σπουδάζατε στὶς Εὐρῶπες, μὲ τίνος
ἄραγε τὰ λεφτά, ὁ Ἀλὴς κι οἱ Τουρκαλᾶδες ἔσπαγαν τοὺς βούρδουλές τους πάνω
στὰ τομάρια μας.Γνωρίζετε, λέει γράμματα. Καί; Γιὰ τὸν πόλεμο ντὶπ ἄχρηστοι
εἶστε! Θὰ ἔρθουνε τώρα οἱ καλαμαρᾶδες νὰ μᾶς ποῦνε πῶς θὰ τουφεκᾶμε!
Τελείωσε! Ἄλλος δρόμος δὲν εἶναι. Μόνο ἀπὸ τὴν θάλασσα. Νὰ τσακιστεῖτε νὰ
μᾶς στείλετε καράβια νὰ μᾶς πάρουν, εἰ δὲ μὴ θὰ σᾶς παραδώσω στὰ παλικάρια
μου νὰ σᾶς περιποιηθοῦν ἐκεῖνα ὅπως ξέρουν. Πᾶμε, ὠρὲ Νικῆτα, τὶ ὁ ἀέρας ἐδῶ
μέσα ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ βρομάῃ. ( Φεύγει μὲ τὸν Νικηταρᾶ)
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 3 : Ἄ, Δυσσέα, μεγάλο ἀγκάθι μᾶς ἔγινες κι ἐμεῖς τὰ ἀγκαθια…
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 1 : …ξέρουμε νὰ τὰ βγάζουμε πρὶν μᾶς τρυπήσουν.
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 2 : Καπετάν –Βισβίζη! Ἔλα δυὸ λεπτὰ ποὺ θέλουμε κάτι νὰ σοῦ
ποῦμε!( Ὁ Ἀντώνης παρουσιάζεται. Οἱ Ἀρεοπαγῖτες τὸν κυκλώνουν καὶ κάτι
συζητοῦν. Ὁ Ἀντώνης τοὺς κοιτᾶ μὲ γουρλωμένα μάτια, σὰν νὰ βλέπει φίδια
φαρμακερὰ. ἀπομακρύνεται ἀπὸ κοντά τους καὶ λέει:)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τί μοῦ ζητᾶτε;Ξέρετε τί μοῦ ζητᾶτε; Δὲν μὲ κάλεσε ἡ Πατρίδα γιὰ
τέτοιες πράξεις! Ἐγὼ ἄφησα τὸν τόπο μου καὶ μπῆκα στὴν ὑπηρεσία τῆς
πατρίδας γιὰ ἄλλον σκοπό, ἱερό! Δὲν τὰ θαρροῦσα ἔτσι! Ἄλλον ἀγῶνα τὸν
ἤθελα, ἄλλον βρίσκω ἐδῶ. Πῶς τολμᾶτε καὶ νὰ σκεφτεῖτε ἕνα τέτοιο πράγμα;
(Φεύγει)
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 2 : Ἀντώνη Βισβίζη, μιὰ κι ἔμαθες , ἔπρεπε νὰ ἔρθῃς μαζί μας.
Δὲν τὸ ’πραξες; Κακὸ τοῦ κεφαλιοῦ σου.(Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὸ ἴδιο βράδυ ἕνα βόλι μοῦ πῆρε τὸν ἄνθρωπό μου. ἬμοΥν
ἔγγυος

ἕξι

μηνῶν στὸ πέμπτο μου παιδί. Ἀνέλαβα τὸ καράβι μὲ δεύτερο

καπετάνιο τὸν Σταυρῆ ἀπὸ τὴν Αἶνο, ὅπως τὸν εἶχε κι ὁ Ἀντώνης. Πέρασα τὴν
ζωή μας ἀπὸ σαράντα κύματα καὶ πορεύτηκα μ ’ἐνάντιους ἀνέμους. Πρὶν ἔρθω
σ’αὐτὴ τα

γειτονιὰ τοῦ Πειραιᾶ, ἔκανα ἕνα διάστημα στὴ Σύρα. Ἐκεῖ

ξαναντάμωσα τὴν Εὐανθία Καΐρη, ὥριμη γυναῖκα πιὰ. Στὸ θέατρο παιζόταν ἕνα
δρᾶμα ποὺ εἶχε φτιάσει ἐκείνη. Ἦταν ὁ «Νικήρατος» κι

ἀναφερόταν στὸ

Μεσολόγγι καὶ στὴν ἔξοδο. Τὸ εἶδα καὶ τὴν θαύμασα! Περισσότερο ὅμως
θαύμασα τὸν κοφτερό της νοῦ, σὰν βρέθηκα ἕνα βράδυ στὸ σπίτι της μαζί μὲ τὸν
ἔμπορο σταφίδας τὸν Πετρόπουλο καὶ τὴν ἄκουσα νὰ συζητάει, (Στὴν σκηνὴ
ἐσωτερικὸ σπιτιοῦ. Εὐανθία, Καΐρης, Δόμνα , Πετρόπουλος)
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ἩἙλλὰς οὐδὲν ἠμπορεῖνὰ ἐπιτύχῃ, ἀγαπητοί, ἄνευ τῆς ἔξωθεν
βοηθείας. Εὐτυχῶς αἱ Μεγάλαι Εὐρωπαϊκαὶ Δυνάμεις εἶναι παρὰ τὸ πλευρόνμας.
ΕΥΑΝΘΙΑ: Αὐτὸ πρεσβεύετε σεῖς; Τουναντίον δὲν βοηθοῦν καθόλου.
ΔΟΜΝΑ : Ἔ πῶς , κυρά μου, μιὰ βοήθεια μᾶς τὴν δίνουν. Τὸν Θεμιστοκλῆ μου,
τὸν πρωτότοκο, δὲν τὸν πῆραν ἔξω οἱ φιλέλληνες νὰ τὸν σπουδάσουν; Μοῦ
ἔγραφε πὼς μέχρι καὶ τὸν Κυβερνήτη μας τὸν Καποδίστρια γνώρισε στὸ Παρίσι.
Αὐτὸς τὸν συμβούλευσε νὰ σπουδάσῃ οἰκονομία καὶ διοίκηση. Κι ἕνας Γάλλος
ποιητής Οὐγκὼ μοῦ ἔγραφε τὸν λένε , ἔγραψε ἕνα ποίημα γιὰ τὴν καταστροφὴ
ποὺ πάθαμε στὴν Χιό, βάζοντας τὸ παιδί μου ὡς ἥρωα , νὰ ζητᾶ βόλια καὶ
μπαρούτη γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῇ. Τὸ ποίημα λέγεται «Τὸ Ἑλληνόπουλο». Κι εἶναι
κι ἄλλα παιδιὰ ἀγωνιστῶν ποὺ σπουδάζουν ἔξω . Χώρια τὰ δάνεια ποὺ μᾶς
ἔστειλαν.
ΕΥΑΝΘΙΑ: Νὰ τὰ ἐξετάσουμε ἕνα πρὸς ἕνα. Φιλέλληνες. Κάποια ἄτομα μὲ
ὀράματα, εὐαισθησία , αἴσθημα δικαίου. Οὐδεῖς ἀρνεῖται τὴν προσφορά τους, μὰ
πρόκειται γιὰ μεμονωμένες περιπτώσεις, ὄχι γιὰ ἐπίσημη κρατικὴ θέση. Ταὰ
δάνεια. Μόλις τὸ εἶπες, Δόμνα. ἶναι δάνεια, δὲν εἶναι δωρεαί. Μᾶς κάνουν
ὑποχείριο τῶν ξένων. Ἡ ἀδυναμία μας νὰ τὰ ἐξοφλήσωμεν εἶναι μὶα ἄλλη
μορφὴ ὑποδουλώσεως´
ΚΑΪΡΗΣ:Τὰ δάνεια μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὴν πλήρην ἐξαθλίωσιν. Προσφέρουνμίαν
προσωρινήν , φαινομενικὴν ἀνακούφισην, διὰ νὰ ἔλθῃ κατόπιν ἡ ἀπόγνωσις καὶ
ἡ ἐξάρτησις τῆς χώρας ἀπὸ τοὺς δανειστάς.
ΕΥΑΝΘΙΑ: Ὅσο γιὰ τὶς σπουδὲς τῶν νέων, εἶναι στάχτη στὰ μάτια, εἶναι χρέος!
Μᾶς ὀφείλει πολλὰ ἡ Εὐρώπη καὶ ἐξοφλεῖ κατὰ τὸ ἐλάχιστον.Ἡ μικρή μας
πατρίδα αἱματοκυλίστηκε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της,ὅμως ἔτσι ἀναχαιτίζει τὴν
ἐξάπλωση τὼν Ὀθωμανῶν.Χάρη σ’ ἐμᾶς ζεῖ ἀνέμελη ἡ Εὐρώπη.
ΔΟΜΝΑ: Ὅμως ὁ ξεσηκωμὸς ἦταν δική μας ἀπόφαση, δὲν ἦταν;
ΕΥΑΝΘΙΑ: Συμφωνῶ, ἀλλὰ ἐπωφελεῖται ἠ Εὐρώπη. Εἶναι ψευδὲς ὅτι Γάλλοι καὶ
Αὐστριακοὶ βοήθησαν καὶ ἐκπαίδευσαν τοὺς Ὀθωμανούς ; Ποιὸς εἶναι
ὑπεύθυνος

γιὰ

τὸν

θάνατο

τοῦ

Ῥῆγα;

Μία

λέξις

ἁρμόζει

εἰς

τὴν

Εὐρώπη:Ὑποκρισία!
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Μὰ ἡ τοιαύτη ἄποψις ἀκούγεται , τολμῶ νὰ εἴπω, αἰρετική!
ΕΥΑΝΘΙΑ: Καὶ αὐτὴ ἴσως νὰ εἶναι ἡ λέξις ποὺ ἀρμόζει στὴν οἰκογένειά μας. (
Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν)
ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Σ’αὐτὴν τὴν χῶρα, ὅποιος τολμᾶ νὰ πῇ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ
τὴν ἐπίσημη ἄποψη στιγματίζεται αὐτομάτως ὡς αἰρετικός.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ὅμως ὁ Λαὸς νιώθει καὶ ἀργὰ ἤ γρήγορα ἀποδίδει στὸν καθένα
ἐκεῖνο ποὺ τοῦ πρέπει. Ψύχρανε. Πᾶμε κι ἐμεῖς μέσα τώρα (Φεύγουν, ἐνῶ
ἀκούγεται ἀπόμακρα τὸ τραγοῦδι τῆς Δόμνας)

Πουλάκι,πόθεν ἔρχεσαι, πουλάκι, γι’ ἀποκρίσου
Μὴν εἶδες καὶ μὴν ἄκουσες γιὰ τὴν κυρά-Δομνίτσα
Τὴν ὄμορφη, τὴ δυνατή, τὴν ἀρχικαπετάνα
Ποὺ ’χει καράβι ἀτίμητο καὶ πρῶτο μὲς στὰ πρῶτα
Καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο
Καράβι ποὺ πολέμησε στῆς ἴμπρος τὸ μπουγάζι;
2ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
Η ΑΙΓΙΝΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Ἀφηγήτρια ΙΟΥΛΙΑ ΜΠΟΓΡΗ
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΕΛΛΕΣ ,
Μιχαὴλ Μούρτζης ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ,
Κυριᾶκος Μούρτζης, (ὁπλαρχηγὸς Πέρδικας.) ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΛΗΣ
Κύριλλος Λαμπαδάριος ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΕΣΗΣ
Χορὸς Αἰγινητῶν ΡΑΚΙ ΤΑΜΖΙΤ, ΜΑΡΙΑ ΜΕΡΤΙΚΑ, ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΝΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ
ΧΕΛΙΩΤΗ,

ΓΩΓΩ

ΓΚΑΡΓΚΑΝΙΤΗ,

ΦΛΩΡΙΤΑ

ΜΠΟΥΖΙ,

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
Γεώργιος Λογιοτατίδης ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΡΟΔΑΚΗΣ
Γεώργιος Τσελεπῆς ἤ Τσελέπης ΕΛΕΑΝΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ἕνας Αἰγινήτης: ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΝΑΚΗ
Στρατιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
Γέροντας: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ
Ψαριανοί

πρόσφυγες

ΕΙΡΗΝΗ

ΚΑΝΑΚΗ

ΜΑΡΙΑ

ΧΕΛΙΩΤΗ,

ΓΩΓΩ

ΓΚΑΡΓΚΑΝΙΤΗ
Πολεμιστής: ΚΥΡΙΑΚΙΑΝΝΑ ΚΟΤΣΗ
(Ὅλη ἡ δράση γίνεται στὴν πλατεία μπροστὰ ἀπὸ τὸν Πύργο τοῦ Μαρκέλλου. Ἡ
σκηνὴ ἀνοίγει καὶ βλέπουμε τὸν Πύργο, ὁ ὁποῖος καλλίτερα νὰ εἶναι στημένος
καὶ ὄχι ζωγραφιστὸς. Μπροστὰ του ὑπάρχει μιὰ πλατειὰ πέτρα, σὰν τὸ βῆμα τῆς
Πνύκας. Ἡ σκηνὴ κενή. Στὸν ἐμπρός της χῶρο ἐμφανίζεται ὁ ΑΦΗΓΗΤΗΣ/ἡ
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ποὺ κινεῖται μόνον ἐκεῖ καὶ στὰ σκαλοπάτια ἑκατέρωθεν.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ( ΜΟΥΣΙΚΗ 1 ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ ΝΟ 1)

Θὰ σᾶς πῶ μιὰ ἱστορία κι ἂς μὲ βλέπετε μικρή,
ποὺ συνέβη στὸ νησί μας τὴν παλιὰ τὴν ἐποχή.
Τότε Τοῦρκοι κυβερνοῦσαν κι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς
ἀπὸ τ’ ἄξια παιδιά του καρτεροῦσε λίγο φῶς.
Καὶ σὰν ἔφτασεν ἡ ὥρα ὅλη ἡ Δημογεροντία
συγκεντρώνει τοὺς πολῖτες σὲ ἐτούτη τὴν πλατεία…
(Μπαίνουν οἱ : Κύριλλος Λαμπαδάριος, Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος, Γεώργιος
Τσελεπῆς, χωρὸς Αἰγινητῶν μὲ κορυφαίους τοὺς ἀδερφοὺς Μιχαὴλ καὶ Κυριᾶκο
Μούρτζη. Ὁ Λαὸς θορυβεῖ, ἐνῶ οἱ προεστοὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν ἡσυχάσουν καὶ

νὰ τοῦ μιλήσουν.
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Χριστιανοί, χριστιανοί! Ἡσυχᾶστε λοιπόν!
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Δεν ἀκοῦν ἔτσι, Δέσποτα, μ’ἀφήνεις νὰ δοκιμάσω κι

ἐγώ; (Ὁ Κύριλλος κάνει νόημα πὼς συμφωνεῖ κι ὁ Μαρκέλλος φωνάζει δυνατά:

Πολῖτες τῆς Αἴγινας!

Πολῖτες τῆς Αἴγινας!

(Ὁ Λαὸς ἀμέσως

σταματᾶ τὶς κουβέντες, ἔτοιμος νὰ ἀκούσει).
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Ποῦ καταντήσαμε! Νὰ ἡσυχάζουμε τοὺς δούλους τοῦ

Θεοῦ ἀποκαλῶντας τους Πολῖτες!
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Πᾶμε γιὰ πόλεμο, παπά! Δὲν μποροῦμε νὰ κινήσουμε ,

ἂν οἱ πολεμιστές μας νιώθουν δοῦλοι, ἔστω καὶ τοῦ Θεοῦ! Μονάχα μὲ
ἐλεύθερους στρατιῶτες ἔχουμε ἐλπίδα νὰ βαρέσουμε τὸν Τοῦρκο. Θυμήσου τὰ
λόγια τῆς Ἐταιρείας!
Κυριᾶκος Μούρτζης : Τί θὰ γίνει, προεστοί; Θὰ μᾶς πεῖτε γιατὶ μᾶς καλέσατε, ἤ

θὰ συνωμοτεῖτε συναμεταξύ σας;
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Βαρὺν λόγον ἔλεξας, τέκνον μου! Οἱ ὧρες εἶναι ἱερές!

Δὲν ἔχουν θέση ἐδῶ αἱ συνωμοσίαι.
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Δίκιο ἔχει ὁ πατέρας,πατριῶτες. Βρισκόμαστε μπροστὰ

σὲ στιγμὲς ἱστορικὲς! Τὰ ἀδέρφια μας στὸν Μωριά, στὶς Σπέτσες καὶ στὴν Ὕδρα
ἔπιασαν ἤδη ἀπὸ τὶς εἴκοσι πέντε τοῦ περασμένου μηνὸς τὰ ὅπλα γιὰ νὰ
βαρέσουν τὴν Τουρκιά! Ἔστειλαν γραφὴ ὑπογεγραμμένη ἀπὸ τὸν Παπαφλέσσα
καὶ ζητοῦν τὴν συνδρομή μας. Ἐμεῖς , ὡς Δημογεροντία , εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ τοὺς
βοηθήσουμε. Οἱ ἐλάχιστοι Τοῦρκοι τοῦ νησιοῦ εἶναι ἤδη στὰ χέρια μας.
Κυριᾶκος Μούρτζης :Σὰν νὰ λέμε, προεστοί, μᾶς φωνάξατε γιὰ νὰ μᾶς πεῖτε πὼς

τὸ πράγμα εἶναι τελειωμένο. Πήρατε τὶς ἀποφάσεις δίχως νὰ ῥωτήσετε κανέναν
μας!
Κύριλλος :Μὰ κι ἐσύ, Κυριάκο τέκνον μου, ἤσουν σὲ ὅλα σύμφωνος , σὰν τὰ

συζητήσαμε στὴν ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν τῆς Παχείας Ῥάχης, πρὸ ἐβδομάδος!
Κυριᾶκος Μούρτζης :Ἤμουνα σύμφωνος, καὶ τὸ ξεκαθάρισα, μόνον ἐφ’ ὅσον

συμφωνοῦσαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι συμπατριῶτες. Τότε ναί! Ἔμπαινα στὴν φωτιά,
ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μὰ τοῦτο ποὺ γίνηκε σήμερις δὲν μοῦ φαίνεται σωστὸ!
Γεώργιος Λογιοτατίδης (Μπαίνει μὲ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Μούρτζη κρατῶντας

ἔνα ἔγγραφο καὶ ἀπευθυνόμενος σὲ αὐτὸν λέει):Ἔχεις δίκιο, καπεταν-Κυριᾶκο,
μὰ ἡ κατάσταση μᾶς ἐβίαζε ὅλους. Ἔχω ἐδῶ τὸ γράμμα τοῦ Παπαφλέσσα καὶ
σοῦ τὸ διαβάζω γιὰ νὰ καταλάβεις καὶ τοῦ λόγου σου τὴν κατάστασιν τοῦ
πράγματος.
«25 Μαρτίου 1821 Καλαμάτα
Πρὸς τοὺς ἀδερφοὺς τῶν νήσων Πόρου, Αἰγίνης,καὶ τοὺς κατοίκους περιοχῆς
Ἀθηνῶν καὶ Κάτω Ναχαγέ: Ἀδερφοί, ἡμεῖς ἐλάβαμεν ἤδη τὰ ὅπλα καὶ
ἀγωνιζόμεθα ὑπὲρ τῆς κοινῆς τῶν Ἕλλήνων Ἐλευθερίας, ὑπὲρ πίστεως καὶ
πατρίδος. Εἴμεθα ἀποφασισμένοι νὰ χύσωμεν τὸ αἷμα μας, ἂν καὶ ὅποτε
χρειαστεῖ, πρὸς ἐπίρρωσιν τοῦ ἁγίου σκοποῦ μας. Ὑφ’ ὑμῶν

ζητοῦμεν νὰ

συνταχθεῖτε οἱ φρόνιμοι καὶ συσκεφθεῖτε ζητοῦντες τοὺς ἀξιώτερους εἰς τὸ νὰ
ἀποδειχθῶσιν ἀξιωματικοί, καὶ διορίσαντες τοὺς ἀξιωματικούς, ἐκστρατεύσατε
καθὼς ὁ ὑπ’ ἐμοῦ ἀπεσταλμένος θέλει σᾶς παραστήσει τὴν γνώμην μας.
Ὑμέτερος Παπαφλέσσας». Νὰ, παιδί μου γιατὶ συγκεντρωθήκαμε σήμερα. Γιὰ
νὰ

ἐκλέξουμε

τοὺς

ὀπλαρχηγοὺς

καὶ

τοὺς

ἀξιωματικοὺς

μας.

Ὅπως

καταλαβαίνεις, κάτι τέτοιο δὲν μποροῦσε νὰ γίνει μὲ τοὺς , ἔστω καὶ ἐλάχιστους
Τούρκους ,ἐλεύθερους.
Μιχαὴλ Μούρτζης: Μὰ τὸ νησὶ δὲν ἔχει καράβια. Πῶς θὰ βαρέσουμε τὸν ἐχθρό;
Γεώργιος Τσελεπῆς: Γιὰ αὐτὸ μὴ σᾶς νοιάζει. Κι ἂν δὲν ἔχουμε καράβια,

φτιάνουμε σώματα καὶ πολεμᾶμε στὴν στεριά. Κι ὅσοι δὲν κάνουν γιὰ ἄρματα,
μπαίνουν στὰ καΐκια καὶ μεταφέρουν τροφές καὶ στρατεύματα, ὅπου τὸ κοινὸ
τοὺς διατάξει. Μὴγαρ δὲν εἶναι κι αὐτὸ προσφορὰ στὸν κοινὸν ἀγῶνα;
Ανώνυμος τοῦ Χοροῦ: Ὄμορφα τὰ κανόνισες, Γιώργη Τσελεπῆ, μὰ γιὰ τοὺς

λουφέδες τίποτα δὲν εἶπες.
Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες)ΜΟΥΣΙΚΗ 2 ( Οδυσσεβάχ νο 12 Ο βαρύγδουπος

Χρεμύλος)
Οἱ Δυνατοὶ ἀπ’ τὸν Λαὸ νὰ ὑπακούει θένε
Νὰ κάνει ἐκεῖνος μονομιᾶς ὅ, τι αὐτοὶ τοῦ λένε.
Νὰ θυσιάζουν οἱ φτωχοὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους
Γιὰ νὰ μὴν χάσουν οἱ ἔχοντες μιὰ λίρα ἀπ’ τὸ πουγκί τους.
Κι ἐνῶ εἶναι δύσκολοι καιροί, ὅπως οἱ ἴδιοι λέγουν ,
Βγάζουν διατάξεις γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὅλα τὰ βολεύουν.
Μιλοῦν γιὰ πατριωτισμό, μὰ σκέφτονται τοὺς ἄλλους,
Ἐνῶ κρυμμένους ἔχουνε λογαριασμοὺς μεγάλους.
Μὲ τὸν παπὰ τὰ ’χουν καλὰ καὶ μὲ τὸν χότζα φίνα
Καὶ τὸν κοσμάκη ἀφήνουνε νὰ τὸν θερίζει ἡ πείνα.
Μά, σὰν ὁ κίνδυνος φανεῖ κι ἡ χρεία περισσέψει
Ῥίχνουν τὰ χρέη στοὺς μικροὺς χωρὶς δεύτερη σκέψη.
Νὰ πᾶμε λὲν στὸν πόλεμο, μὰ θὰ ’ῤθουνε κι ἐκεῖνοι,
Ἤ τὴν φωτιὰ τὴ θέν γιὰ μᾶς, γιὰ κείνους τὴν γαλήνη;
Προύχοντες, πάρτε ἀπόφαση νὰ λείψει ἡ ἀδικία
Γιὰ θὰ σᾶς μακελέψουμε σ’ ἐτούτη τὴν πλατεία.
(Ἐνῶ λέγονται αὐτά, οἱ Πολῖτες τοῦ χοροῦ κινοῦνται ἀπειλητικά ἐναντίον τῶν
Δημογερόντων, ἔχοντας βγάλει τὰ σπαθιά.)
Γεώργιος Λογιοτατίδης: Βάλτε στὶς θῆκες τους τὰ χατζάρια, πατριῶτες! Αὐτὰ

περιμένουν οἱ ὀχτροί μας γιὰ νὰ μᾶς ἀφανίσουνδίχως καθόλου νὰ κουραστοῦν.
Νὰ φαγωθοῦμε μεταξύ μας. Θὰ τοὺς κάνουμε τὸ χατίρι;
Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες):Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται, γέροντα!
Γεώργιος Λογιοτατίδης : Τὸ κοινὸν τῆς Αἰγίνης ἀναλαμβάνει ἐξ ὁλοκλήρου τὴν

μισθοδοσία καὶ ἐπιμελητεία τῶν σωμάτων ποὺ θὰ δημιουργηθοῦν. Πρῶτος ἐγὼ
μαζὶ μὲ τὸν γαμπρό μου τὸν Σπῦρο Μαρκέλλο ἀναλαμβάνουμε ἐπὶ κεφαλῆς
σώματος Αἰγινητῶν ποὺ θὰ πολεμήσει μὲ ὁπλαρχηγοὺς αὐτοὺς ποὺ ἐσεῖς θὰ
ἐκλέξετε. Τὰ ἔξοδα τῆς ἐκστρατείας θὰ τὰ ἀναλάβουμε ὅλα ἐμεῖς.
Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες σηκώνοντας ψηλὰ τὰ ὅπλα τους): Ζήτω!
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Ἐμπρὸς λοιπόν, εὐλογημένοι! Προτείνετε ποίους θέλετε

γιὰ ἀρχηγοὺς σας.
Ἕνας Αἰγινήτης: Ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Αἴγενα τὸν Γιώργη τὸν Τσελεπῆ. Εἶναι παλικάρι

καὶ ξέρει ἀπὸ μάχες.
Μιχαὴλ Μούρτζης : Κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Πέρδικα , τὸ Σφεντοῦρι καὶ τὴν Παχιοράχη

τὸν Κυριάκο τὸν Μούρτζη ποὺ μᾶς φροντίζει σὰν πατέρας μας.
Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες) Ζήτω τῶν ὁπλαρχηγῶν μας!
Γεώργιος Λογιοτατίδης:

Καὶ τώρα ποὺ τὰ κανονίσαμε, ἐμπρὸς γιὰ τὸν

Ἀκροκόρινθο. Οἱ ἀναφορὲς λένε πὼς ἀπὸ τὴν πρώτη τοῦ Ἀπριλίου οἱ
συναγωνιστές μας ἔχουν στριμώξει ἐκεῖ τἠν μάνα τοῦ Κιαμήλμπεη μ’ὅλους τοὺς
θησαυρούς του.
Κυριᾶκος Μούρτζης : Ἂς μὴν ἀφήσουμε ἀβοήθητα τ’ ἀδέρφια μας τούτη τὴν ὥρα.
Γεώργιος Τσελεπῆς: Σωστἀ! Νὰ ὀργανώσουμε τὰ μπουλούκια μας καὶ γραμμὴ

γιὰ τὴν Κόρινθο.( Παγώνουν ὅλοι γιὰ μιὰ στιγμή, κι ἔπειτα ἀποχωροῦν , ἐνῶ ὁ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ-ΤΡΙΑ λέει:
Ἀφηγήτρια (ΜΟΥΣΙΚΗ 3 Βαγγέλης νο 15 )

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐτούτη Αἰγινῆτες πολεμοῦν
Καὶ τοὺς Τούρκους μὲ μανία ὅπου βροῦνε τοὺς χτυποῦν.
Ὄχι μόνον μὲ τουφέκια , μὰ καθένας τους προσφέρει
Εἰς τὸν ἱερὸ ἀγῶνα ὅ, τι τοῦ περνᾶ ἀπ’ τὸ χέρι.
Ὅπως ὁ Δημήτρης Μπόγρης, ἱερέας Περδικιώτης,
Ἔγραφε ὅ,τι χρειαζόταν καπετάνιος ἤ στρατιώτης.
Δυὸ ἀπ’τὴν Αἴγινα ἀδέρφια ποὺ τὰ λέν Μωραϊτάκια
Κανονιῶν ἐπισκευάζαν τὰ λεγόμενα «κοντάκια».
Καὶ τὸν Δράμαλη , τὴν σπάθα ἀρχηστρατήγου σὰν ἐζώστη,
Αἰγινῆτες τὸν χτυπήσαν στὸ στενὸ τοῦ Ἄη-Σώστη.
(Ἡ σκηνὴ ἄδεια πρὸς στιγμήν, ὅταν μπαίνει τρεχᾶτος ἕνας στρατιώτης καὶ
φωνάζει)
Στρατιώτης: Ἕλληνες! Ἕλληνες! Βγῆτε νὰ μάθετε τὰ σπουδαῖα νέα!
Λαμπαδάριος, ἐνῶ πλῆθος Αὶγινητῶν ἔρχεται ἀπὸ τοὺς γύρω τῆς πλατείας

δρόμους.
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Τί ἔτρεξε, ἀδερφέ;
Στρατιώτης:

Ὁ Δράμαλης χαλάστηκε. Καὶ τὰ αἰγενήτικα σώματα ποὺ

πολέμησαν μὲ τὸν Νικηταρὰ ἔρχονται τώρα νὰ γιορτάσουν τὴν νίκη! Να,
φτάνουν.
(Μπαίνουν Αἰγινῆτες πολεμιστὲς , μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς Γεώργιο Λογιοτατίδη,
Γεώργιο Τσελεπῆ καὶ Κυριᾶκο Μούρτζη. Ὁ τελευταῖος βαστᾶ μιὰ εἰκόνα ποὺ τὴν

κρατᾶ μὲ μεγάλη εὐλάβεια).ΜΟΥΣΙΚΗ 4 (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ 4 )
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Πατέρα, καλῶς ὁρίσατε. Μάθαμε κιόλας τὰ εὐχάριστα.

Κυριᾶκο, τί εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκόνα ποὺ κρατᾶς;
Κυριᾶκος Μούρτζης : Τὸ τᾶμα τῶν Αἰγινητῶν!
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Περὶ ποίου τάματος ὁμιλεῖς , τέκνον;
Κυριᾶκος Μούρτζης: Ἕνα τᾶμα ποὺ ἔγινε λίγες στιγμὲς πρὶν τὴν σημαντικότερη

,ὡς τώρα , μάχη μὲ τοὺς Τούρκους. Μιὰ μάχη ποὺ ἔσωσε τὴν ἐπανάσταση!
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : Περιμένουμε μὲ ἀγωνία νὰ ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλᾶτε

γιὰ αὐτήν.
Κυριᾶκος Μούρτζης: Ἤμαστε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Νικηταρᾶ, ὅταν λάβαμε μήνυμα

τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ τρέξουμε τὸ γρηγορότερο στὴν ἔξοδο τῶν Δερβενακίων.
Ἔγραφε πὼς ὁ Δράμαλης, ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφῶν , μὰ κυρίως ,
νεροῦ στὸν ἀργίτικο κάμπο, σχεδιάζει νὰ κατευθυνθεῖ στὴν Κόρινθο τὸ
γρηγορότερο. Μονάχα ἀπὸ τὰ Δερβενάκια μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει. Ὁ Γέρος μὲ
τοὺς δικούς του θὰ τὸν χτυπήσουν ἀπὸ τὰ πλάγια καὶ πίσω. Ἡ ἔξοδος ὅμως τοῦ
στενοῦ εἶναι δική μας δ δουλειά.
Γεώργιος Λογιοτατίδης :Φτερὰ ἔβγαλαν τὰ πόδια μας , μόλις διαβάσαμε τὸ

γράμμα. Φτάσαμε στὸ στενό, ὅπου μᾶς περίμενε ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης μὲ
τοὺς δικοὺς του.
Γεώργιος Τσελεπῆς: Εἴδαμε τότε ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι νὰ ὁρίζει τοῦ στενοῦ τὴν

ἐμπασιά. Ῥωτήσαμε καὶ μᾶς εἴπαν πὼς εἶναι ὁ Ἀη-Σώστης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο
ὀνομάστηκε ἡ περιοχή. Μπήκαμε , προσκυνήσαμε καὶ ζητήσαμε τὴν βοήθεια τοῦ
ἁγίου γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἀγῶνας μας.
Κυριᾶκος Μούρτζης: Τοῦ τάξαμε μάλιστα, ἂν τελειώσει νικηφόρα ἡ μάχη, νὰ

φτιάξουμε στὸ νησί μας ἕνα ἐκκλησάκι πρὸς τιμήν του. Ἡ μάχη τέλειωσε, ὁ
Δράμαλης καταστράφηκε κι ἐμεῖς εἴχαμε μόνον δυὸ τραυματίες κι αὐτοὺς
ἐλαφρά. Καιρὸς λοιπὸν νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ τᾶμα μας. Δέσποτα, σοῦ παραδίδω
τὴν εἰκόνα του, ποὺ μᾶς ἔφτιαξε ἕνας ντόπιος, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν
ὑπόσχεσή μας.
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Εὐλογημένοι νὰ εἶστε ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς

Ἐλευθερίας! Καὶ ποῦ λέτε νὰ φτιάσουμε τὸ ἐκκλησάκι;
Κυριᾶκος Μούρτζης: Εἴπαμε νὰ γίνει στὴν Πέρδικα. Τὸ κοινὸ καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι

τοῦ χωριοῦ θὰ προσφέρουμε ὅ,τι χρειαστεῖ γιὰ νὰ γίνει ἡ ἐκκλησία καὶ νὰ
θυμόμαστε τὴν βοήθεια ποὺ ὁ ἅγιος προσέφερε στὴν πατρίδα.
Κύριλλος Λαμπαδάριος: Θαῦμα χωριανοί! Ὁ ἅγιος Σώζων σώζει τὴν ἐπανάσταση

καὶ τὸ νησί μας! Θὰ κάνουμε τώρα λιτανεία τῆς εἰκόνος, καὶ μεγάλη λειτουργία ,
ἀμέσως μόλις οἰκοδομηθεῖ ὁ ναός. «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεῖ
καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων , ἀμήν.»(Φεύγουν ὅλοι ἀπὸ τὴν σκηνή,
ἀκολουθῶντας τὸν Κύριλλο, ποὺ προηγεῖται κρατῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου.)
Ἀφηγήτρια ( ΜΟΥΣΙΚΗ 5 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ2 )
Ἀπὸ τὰ εἴκοσι δύο εἶν’ ὁ ἅγιος ἐδῶ
Κι ἅπαντες οἱ Περδικιῶτες τὸν τιμοῦνε στὸ χωριό.
Στὰ παιδιά τους τ’ ὄνομά του δίνουν νὰ τὰ προστατεύει
Κάθε χρόνο στὴν γιορτή του ὅλο τὸ νησί μαζεύει.
Μὰ ἐνῶ ὁ ἀγῶνας εἶναι κόντρα σ’ ἐχθρικὸ στρατό,
Δὲν γλιτώσαμε κατάρα ἀπὸ ἐμφύλιο σπαραγμό.
Ἡ διχόνοια μας στὴν χώρα μύρια ἔφερε κακά,
Καὶ ὁδήγησε στὴν νῆσο πρόσφυγες ἀπ’ τὰ Ψαρά.
(Ὁμάδα ἐξαθλιωμένων προσφύγων ἔρχεται στὴν σκηνή. Μάνες μὲ μωρὰ στὴν
ἀγκαλιά,παιδιὰ πιασμένα ἀπὸ τὰ φουστάνια τους, τραυματίες,

γέροντες

στηριγμένοι σὲ ῥαβδιά, ὅλοι μὲ ἐμφανὴ τὰ σημάδια τῆς ταλαιπωρίας πάνω τους.
Ἀρχηγὸς τους ἕνας σεβάσμιος Γέροντας

Τοὺς ὑποδέχεται ἐκ μέρους τῆς

Δημογεροντίας ὁ Γεώργιος Λογιοτατίδης).
Γέροντας: Ἐλᾶτε, παιδιά μου! Κάπου ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ ὑπεύθυνος τῆς

Δημογεροντίας, ποὺ μᾶς εἶπαν.
Γεώργιος Λογιοτατίδης: Σωστά,πατριῶτες. Εἶμαι ὁ Γεώργιος Λογιωτατίδης καὶ

θὰ φροντίσω ἐκ μέρους τοῦ κοινοῦ τῆς Αίγίνης γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες σας.
Γέροντας:

Εἴμαστε ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς μὲ

τραύματα, ὅλοι ἔχουμε δικά μας μόνο τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦμε.
Γεώργιος Λογιοτατίδης: Πρῶτα πρέπει νὰ μείνετε κάπου, νὰ κοιτάξει κάποιος τὰ

τραύματά σας καὶ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν τροφή. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ
φροντίσουμε ἀργότερα. Πὲς μου ὅμως , γέροντα. Πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ κακό;
Γέροντας: Ἂς ὄψονται οἱ αἴτιοι. Ὅσοι δὲν φρόντισαν νὰ μᾶς στείλουν τὴν βοήθεια

ποὺ τόσες φορὲς ζητήσαμε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Μὰ τὰ λόγια μας ἔπεφταν στὸ
κενό. Εἴχαν βλέπεις οἱ ἄρχοντες ἄλλα νὰ φροντίσουν. Ἔσκαβε ὁ ἕνας τ’
ἀλλουνοῦ τὸν λάκκο. Τὴν θέση του κάθε ὑπουργὸς ἔπρεπε νὰ φυλάξει. Εἶχε
καιρὸ νὰ κοιτάει τὴν δική μας χρεία;
Γεώργιος Λογιοτατίδης: Σωστὰ μιλᾶς, γέροντα. Ἀπὸ ὅλους τοὺς πολέμους ὁ

ἐμφύλιος ἀγριότερος καὶ πιὸ καταραμένος!
Γέροντας: Φταῖμε ὄμως κι ἐμεῖς. Ναυτικὸς λαὸς διαλέξαμε νὰ ὀχυρωθοῦμε στὸ

νησί μας , ἀντὶ νὰ χτυπήσουμε μὲ ὄσα καράβια εἴχαμε, τὸν ἐχθρὸ στὴν θάλασσα.
Κι ὕστερα νὰ βγάλουμε τὰ πηδάλια ἀπὸ τὰ πλοία μας, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεῖς
μας νὰ φύγει ! Καὶ στὴν σφαγή, ἔφτανε κόσμος στὸ λιμάνι κι ἔβρισκε τὰ καράβια
μας ἀνήμπορα νὰ κινήσουν. Αἷμα, παντοῦ αἷμα! Τέτοιο κακὸ ἄλλο νὰ μὴν
συμβεῖ στὸν τόπο!
Γεώργιος Λογιοτατίδης: Φτάνει, γέροντα. Μὴν φαρμακώνεσαι ἄλλο. Πᾶμε νὰ

ξεκουραστεῖτε πρὸς ὥρας κι ἀπὸ αὔριο, πρῶτα ὁ Θεός, θὰ φροντίσουμε τὰ
χρειαζούμενά σας. Εἶναι ἕνα δάσος στὸν Νοτιὰ . Μπορεῖτε νὰ κόβετε τὰ δέντρα
του, νὰ τὰ κάνετε κάρβουνα καὶ νὰ τὰ πουλᾶτε. Ὥσπου νὰ βρεῖτε κάτι καλλίτερο
γιὰ νὰ ζεῖτε.(Φεύγουν ὅλοι ἀκολουθῶντας τοὺς δυὸ ἡλικιωμένους )
Ἀφηγήτρια: ( ΜΟΥΣΙΚΗ 6 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ 7 )

Κάρβουνα ἀπὸ τὰ δέντρα μας οἱ Ψαριανοὶ ἐκάναν
Ζήσαν αὐτοί, μὰ τὰ φυτὰ τοῦ τόπου μας πεθάναν.
Κι ἀπ’τὶς πολλὲς τὶς πέρδικες ποὺ ’ταν στὸν τόπο αὐτό,
Ἔμεινε μία μοναχά. Τὸ ὁμώνυμο χωριό.
Μὰ οἱ συμφορὲς στὴν Αἴγινα δὲν ἦταν μόνο αὐτὲς.
Ἦρθαν στὰ εἴκοσι ἑφτὰ οἱ ἄλλες, οἱ τρανὲς.
Σὲ μέρα μία μοναχά, στὴν μάχη τ’ Ἀναλάτου
Τὴν Αἴγινά μας χτύπησε βόλι διπλοῦ θανάτου.
(Μπαίνει ἕνας πολεμιστὴς , ματωμένος, μὲ σκισμένα ῥοῦχα ποὺ κοιτᾶ γύρω του
σὰν τρελός. Ἀπὸ τὸν Πῦργο βγαίνει ὁ Μαρκέλλος. Ὁ πολεμιστὴς τὸν κοιτᾶ
ἀλλαφιασμένος).
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : (προσπαθῶντας νὰ καθησυχάσει τὸν πολεμιστή, ποὺ ἡ

ταραχή του εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ φανερή): Γυρεύεις κάποιον, παλικάρι;
Πολεμιστής:Τὸν …Σπῦρο τὸν Μαρκέλλο…Μοῦ ’παν ἐδῶ θὰ τὸν ἐβρῶ.
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : Σωστὰ σοῦ εἶπαν. Στέκει τώρα μπροστά σου. Μίλησε, τί

θέλεις;
Πολεμιστής: Εἶ…εἶσαι σίγουρα ἐσύ;
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : Ὁλάκερος. Σ’ ἀκούω.
Πολεμιστής: Φέρνω μήνυμα…
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Λέγε το λοιπόν!
Πολεμιστής: (κατ’ἰδίαν) Καὶ πῶς νὰ τὸ εἰπῶ ποὺ δὲν ξεστομίζεται…Πῶς νὰ βγεῖ

τέτοιος λόγος ἀπὸ τὸ στόμα μου;
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Τί χάσκεις αὐτοῦ; Μίλα.
Πολεμιστής: Ἀφέντη, συμπάθα με, μὰ αὐτὸ ποὺ ἔχω γιὰ σὲ δὲν βγαίνει εὔκολα

ἀπὸ τὸ στόμα μου. Ἔρχομαι ἀπ’τὸν Ἀνάλατο…
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: (Μὲ ἔκδηλη πλέον τὴν ἀγωνία) Ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τοῦ

Καραϊσκάκη; Μίλα λοιπόν!
Πολεμιστής: Ἄχ, πάει ὁ καπετάνιος μας.
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: ( Μὴν πιστεύοντας στ’αὐτιά του) Ὁ Καραϊσκάκης;
Πολεμιστής: Αὐτός! Καὶ ὄχι μόνον . Ἔπεσε καὶ ὁ καπεταν –Κυριάκος.
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Ὁ Μούρτζης , μωρέ;
Πολεμιστής: Καὶ ζωγρίστηκε ὁ καπεταν-Τσελεπῆς .
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Μίλα καλά , μωρέ, τί εἶναι τοῦτα ποὺ τσαμπουνᾶς;
Πολεμιστής: Ἡ ἀλήθεια, ἀφέντη, ἡ μαύρη ἀλήθεια! Οἱ Ἄγγλοι ποὺ μᾶς

κουβαλήθηκαν γιὰ ἀρχηγοὶ ἔκαναν καλὰ τὴν δουλειά τους. Μᾶς ἀφάνισαν.
Ἔστειλαν ἀπὸ τὰ πλοῖα τους διαταγὲς νὰ ἐπιτεθεῖ ό Καραϊσκάκης στὸν Κιουταχή
ἀμέσως , χωρὶς νὰ λογαριάσουν πὼς ἀπὸ τὸ Κερατσίνι ὅπου εἴχαμε τὸ
στρατόπεδο ἴσαμε τὴν Ἀκρόπολη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ γυμνὴ πεδιάδα , χωρὶς ἕνα
φυσικὸ ταμποῦρι. Οἱ Τοῦρκοι θὰ πέφταν πάνω μας μὲ τὴν καβαλαρία καὶ θὰ μᾶς
λιάνιζαν στὴν στιγμή. Ὁ Ἀρχηγὸς χώρισε τὸ στάτευμα σὲ δυὸ κολῶνες, μιὰ στὸ
Φάληρο καὶ μιὰ στὸ Μοσχᾶτο καὶ τὴν Καλλιθέα. Μὰ ἀμέσως μετὰ τὸν ἔπιασε ἠ
καταραμένη ἠ θέρμη ποὺ χρόνια τὸν βασάνιζε. Καὶ πάνω στὰ ῥίγη καὶ τὸν
πυρετό, ἀκούστηκαν μπαταριές. Ἡ κολώνα Μοσχάτου-καλλιθέας μλέχτηκε σὲ
μάχη στὴν μεριὰ τοῦ Φαλήρου. Στὴν συμπλοκή πῆγε κι ὁ καπετάνιος. Μᾶς τὸν
ἔφεραν ἐτοιμοθάνατο. Ξεψύχησε στὸ καΐκι ποὺ τὸν πήγαινε στὴν Κούλουρη,
ἀνήμερα στὴν γιορτή του. Στὴν μάχη ἐκείνη ὁ καπεταν-Κυριάκος χτυπήθηκε
στὸ μεσόφρυδο. Οὔτε ἂχ δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ. Τὸν καπεταν-Γιώργη τὸν
ἔπιασαντραυματία δυὸ καβαλάρηδες Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸ σπαθὶ του τσάκισε ἀπὸ
τὰ πολλὰ χτυπήματα. Τὴν ἄλλη μέρα γυρνοῦσαν στὸ παλοῦκι τὸ κεφάλι του.
Ὅσοι μείναμε ζωντανοί, ταλαιπωρηθήκαμε μέρες ὡς νὰ γλιτώσουμε. Ὁ
καπεταν-Συμεῶν ὁ Καρύδης ποὺ βγάλαμε ἀρχηγὸ μετὰ τὸ κακό, μὲ ἔστειλε νὰ
σὲ εἰδοποιήσω. Μοῦ ’πε νὰ μπῶ στὸ πρῶτο καΐκι ποὺ θὰ βρω γιὰ τὴν Αἴγενα. Οἱ
ἄλλοι δὲν ἔχουν φτάσει ἀκόμη.
Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Ἀνάγκη νὰ εἰδοποιήσουμε ὅλους τοὺς πολῖτες. Νὰ γίνει

μνημόσυνο γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν νεκρῶν μας. Νὰ μάθουν ὅλοι πὼς ἡ Αἴγινα ξέρει
νὰ τιμᾶ τὰ παλικάρια της .(Καθῶς λέει αὐτὰ τὰ λόγια , πλῆθος λαοῦ ἔρχεται
στὴν σκηνὴ καὶ ξεσκούφωτοι, ψέλνουν ἅπαντες τὸ: «Τῇ Ὑπερμάχῳ», ὁπότε ἡ
σκηνή κλείνει. (ΜΟΥΣΙΚΗ 7 ΤΗι ΥΠΕΡΜΑΧΩι)
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ 8 ( ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ 8)

Κάπου ἐδῶ οἱ μάχες λήγουν, τοῦ πολέμου οἱ ἰαχές.
Ἀρχινοῦν γιὰ τὸ νησί μας μέρες ἔνδοξες, λαμπρές.
Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυβερνήτη τὴν μικρή Αἴγινα θὰ κάνει
Πρῶτον τόπο μὲς στὴν χώρα καὶ τοὺς πόνους μας θὰ γιάνει.
Θὰ μᾶς φέρει τὴν πατάτα, μέγα γιατρικὸ στὴν πείνα.
Θὰ χτίστει ἐκπαιδευτήριο γιὰ τὰ ὀρφανὰ ἐκεῖνα
Ποὺ χωρὶς γονεῖς ἐμείναν γιὰ νὰ ἔρθει ἡ Λευτεριά,
Καὶ ποὺ θέλαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ γλεντήσουνε μ’ αὐτὰ.
Μέχρι γιὰ τ΄ ἀρχαῖα Μουσεῖοθὰ φροντίσει νὰ φτιαχτεῖ
Καὶ Σχολὴ γιὰ τοὺς δασκάλους ἐδῶ θὰ οἰκοδομηθεῖ.
Μὰ, ἂν πρωτεύουσα ἐγίνη πρώτη ἡ Αἴγινα , παιδιά,
Δὲν χωρᾶ τοὺτη ἡ ἰστορία στὸ ἔργο μας , ἀληθινά!
Γιατὶ αὐτὴ ἤταν τῆς θυσίας τῶν προγόνων μας τιμὴ
Ποὺ μὲ τὸ αἷμα τους ποτίσαν τῆς πατρίδας μας τὴν γῆ
Καὶ δὲν δίστασαν νὰ πέσουν ὅλοι μέσα στὴν φωτιά
Νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γιὰ νὰ ἔρθει ἡ Λευτεριά.
3ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΑ

(25/2-2/3 2013 Κ. Σταυρόπουλος)

(ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ) ΉΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ)
ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ
ΧΟΡΟΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ ΠΡΟΕΣΤΩΝ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΘΩ
ΚΟΡΗ
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΠΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ
ΓΕΡΟ-ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ:(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ.ΓραφεῖοἈλεξάνδρου Σούτσου)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ

Πόλιν!

: Τέλος ἡ Μολδοβλαχία, Γεώργιε! Εἴμαστε πλέον εἰς τὴν

Καὶ δὲν εἶσαι μονάχα ὁ γραμματεύς μου. Εἶσαι ταμίας καὶ δεύτερος

λογοθέτης . Ἡ ἀξία σου εἶναι ὑφ’ ὅλων ἐγνωσμένη. Τὸ μέλλον σοῦ ἀνοίγεται
λαμπρόν. Μὰ ἐσύ, ἀντὶ νὰ χαρῇς , κρατᾶς στὸ χέρι τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ στέκεις
λυπημένος. Πές μου, τί μπορῶ νὰ κάνω γιὰ νὰ ἐπανέλθῃ τὸ φῶς εἰς τὸ
πρόσωπόν σου;
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

Αὐθέντα, εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον. Ὁ

ἐρχομός μας εἰς τὴν Πόλιν εἶναι γιὰ ἐμένα τὸ πιὸ εὐχάριστο γεγονὸς ποὺ
μποροῦσε νὰ συμβῇ. Ἀπὸ ἐδῶ μονάχα θὰ μπορέσω νὰ βοηθήσω τὴν ίδιαίτερη
πατρίδα μου, τὴν Σάμο, ἡ ὁποία , ὅπως πληροφοροῦμαι ἐκ τῆς ἐπιστολῆς ταύτης,
ἔχει μεγίστην χρεία τῶν ἐνεργειῶν καὶ τῆς ἐμῆς βοηθείας. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς
τὰ προνόμια ποὺ ἔχουν παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὴν Πύλη στὸ νησί τοῦ Πυθαγόρου.
: Βεβαίως! Ὁ καπουδὰν πασὰς μόνον τοὺς Σαμιῶτες ἀπὸ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ

ὅλους τοὺς κατοίκους τῶν νήσων τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ
ἐνοχλήσῃ. Μόνον ἡ Σᾶμος δικαιοῦται νὰ ἔχῃ χριστιανὸ ἡγεμόνα μὲ ταυτόχρονη
ἀπουσία τουρκικοῦ στρατοῦ. Τὰ προνόμια αὐτὰ προσφέρουν στὸν λαὸ εὐκαιρίες
νὰ ἀναπτυχθῇ οἰκονομικῶς καὶ νὰ βελτιώσῃ τὸ ἐπίπεδον τῆς ζωῆς του.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

Νὰ ὅμως ποὺ ὁ ἀνταγωνισμὸς τῶν προεστῶν τοῦ τόπου

μου γίνηκε ἀφορμὴ τὰ προνόμια τὰ τόσο ὠφέλιμα γιὰ ὅλους νὰ κινδυνεύουν νὰ
καταργηθοῦν. Κι ἡ Σᾶμος νὰ γίνῃ ἕνα ἀκόμα νησὶ σὰν ὅλα στὴν Ἄσπρη
Θάλασσα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ

: Νιώθω τὸν καημό σου! Πιστεύω ὅμως πὼς στὸ χέρι μας

εἶναι νὰ διορθωθοῦν τὰ πράγματα. Ὅσον μὲ ἀφορᾶ, σοῦ δίνω τὸ ἐλεύθερο νὰ
χρησιμοποιήσῃς ὅλες μου τὶς γνωριμίες στὸ Ντιβάνι , προκειμένου νὰ διοριστῇς
πληρεξούσιος τοῦ σαμιακοῦ λαοῦ . Ἂν τὰ καταφέρῃς, θὰ βρῇς σίγουρα τὸν τρόπο
νὰ ἀποσπάσῃς φιρμάνι ποὺ νὰ ξαναδίνῃ στὴν νῆσο τὰ ἀρχαῖα της προνόμια.
Μπορεῖς νὰ ἐπηρεάσῃς τοὺς συμπατριῶτας σου ὥστε νὰ

σὲ ὁρίσουν

ἀντιπρόσωπό τους;
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

:Ὅποιος ἀπὸ τοὺς πατριῶτες μου περνᾶ ἀπὸ τὴν Πόλη,

φροντίζω νὰ ἐνημερώνεται καὶ νὰ εἶναι θετικὸς στὰ σχέδιά μου. Ἔτσι πιστεύω
νὰ πάψουν οἱ προύχοντες τὴν διχόνοια ποὺ τόσο κακὸ ἔχει φέρει στοὺς Ἕλληνες.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ

: Τὸ ἔργον σου εἶναι θεάρεστον! Εἶθε , γιὰ τὸ καλὸ τοῦ

Γένους νὰ εὐοδωθεῖ!
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:(ΣΑΜΟΣ Ὑπόγειο σκοτεινό. Σύναξη Καλικαντζάρων)
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ)Γιὰ

αὐτὸ σᾶς λέγω, προεστοί. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς

εἶναι ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔμαθα ἀπὸ δικοὺς μου ποὺ ἔστειλα στην Πόλη νὰ τὸν
παρακολουθοῦν, ἔχει στὰ χέρια του φιρμάνι ποὺ τὸν ὁρίζει ὑπεύθυνο γιὰ τὴν
ἐφαρμογὴ τῶν προνομίων στὸ νησί.
ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Ποὺ θὰ πῇ πὼς οἱ Καρμανιόλοι μᾶς παίρνουν τὴν διοίκηση.

Αὐτὸ εἶναι συμφορά! Δὲν πρέπει νὰ τ’ ἀφήσουμε νὰ γενῇ.

Κάτι πρέπει νὰ κάνουμε, μὰ τί;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ)

Νὰ ἐνωθοῦμε ! Μονάχα ἐνωμένοι θὰ μπορέσουμε

νὰ κρατήσουμε τὴν ἐξουσία! Γιὰ τοῦτο σᾶς κάλεσα ἐδῶ μέσα στὴν νύχτα. Πρῶτα
νὰ γιὰ νὰ τὰ βροῦμε μεταξύ μας κι ἔπειτα νὰ δοῦμε πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε
τὸν Παπλωματὰ καὶ τοὺς Καρμανιόλους του. Ἂν καί…
ΠΡΟΕΣΤΟΣ

Μίλησε, Ἀγά μου, τί τρέχει;

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ(

ΑΓΑΣ)

Οἱ ἀναφορὲς ἀπὸ τὴν Πόλη λένε πὼς ὁ

Παπλωματάς δὲν λέγεται πιὰ ἔτσι. Ὅλοι τὸν ἀποκαλοῦν Λογοθέτη, μιὰ καὶ ὁ
Σοῦτσος τοῦ ’δωσε αὐτὸ τὸ ἀξίωμα. Ἔμαθα ἀκόμα πὼς σχετίστηκε μὲ κάποιον
Οὔγγρο γιατρὸ καὶ πῆρε μαθήματα ντοτόρου καὶ σπετσέρη.
ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ

Ἂς τὸν καλέσουμε τότε νὰ μᾶς γιατροπορέψῃ μὲ τὰ

ματζούνια του. ( Ὅλοι , ἐκτὸς τοῦ Ἀγᾶ γελοῦν)
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ)

( αὐστηρά) Μὴ γελᾶτε! Μανωλάκη Στεφανῆ αὐτὸ

δὲν εἶναι ἀστεῖο. Ὅταν ἔρθῃ ὁ Γιώργης ὁ Παπλωματὰς ἐδῶ, θὰ τὸ βροῦμε
μπροστά μας. Οἱ Καρμανιόλοι σ’ αὐτὸ θὰ πατήσουν γιὰ νὰ πείσουν τοὺς
χωριᾶτες νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἰδέες τους. Κι ἐμεῖς ποὺ δὲν ξέρουμε γράμματα ,
τί θὰ γενοῦμε τότες;
ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ

Καὶ γιατί νὰ ἔρθῃ, ἀγά μου; Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ

ἐπηρεάσουμε τὸν κοσμάκη , ὥστε νὰ μὴν τὸν ἀφήσῃ κἂν νὰ πατήσῃ τὸ ποδάρι
του στὸ νησί; Λίγες ὑποσχέσεις , λίγα παχιὰ λόγια΄στὴν ἀνάγκη λίγα γροσάκια
καὶ σοῦ τὸν στέλνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ’ρθε καὶ μὲ τὸ ἴδιο καράβι μάλιστα.
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Ὅλοι

ἐμεῖς οἱ Προεστοί , οἱ κεφαλὲς τοῦ τόπου

μὲ Βοεβόδα καὶ Καδὴ κατὰ ἑνὸς ἀνθρώπου
ποὺ τόλμησε τὴν θέση μας αὐτὸς νὰ ἀμφισβητήσῃ
καὶ στηριγμένος στοὺς φτωχούς τὴν Σάμο νὰ διοικήσῃ.

Ἂν εἶναι μὲ τοὺς χωρικοὺς νὰ γίνουμ’ ἴσα κι ὅμοια,
ἂς πᾶνε πέρα κι ἂς χαθοῦν τῆς Σάμου τὰ προνόμια.
Νὰ μὴν σηκώσουν οἱ φτωχοὶ ξανὰ ποτὲ κεφάλι
κι οἱ Καρμανιόλοι νὰ χωθοῦν στὴν τροῦπα τους καὶ πάλι.

Μὲς στὴν νύχτα ἐμεῖς γυρνοῦμε , μυστικὰ συνωμοτοῦμε,
ἔχουμε ἀδυναμία μοναχά στὴν ἐξουσία,
κι ὅσοι τὰ λεφτά μας θένε «καλικάντζαρους» μᾶς λένε.

Θὰ σοῦ δείξουμε ἐμεῖς κυρ- Παπλωματά θὰ δῇς
ποὺ μᾶς ἔρχεσαι ἀπ’ τὴν Πόλη νὰ σὲ προσκυνήσουμ’ ὅλοι
μὲ φιρμάνια καὶ καμάρι , τί θὰ πῇ «καλικαντζάροι».
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΑΘΩΣ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΘΩ :Αἰωνία

σοῦ ἡ μνήμη ἀξιομασκάριστε καὶ ἀείμνηστε

ἀδερφέ ἡμῶν.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:

Αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη.

Δι΄εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς
ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀμήν.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἐτελείωσε καὶ

αὐτό, υἱέ μου Γεώργιε. Εἶθε καὶ οἱ ἐπίλοιποι χριστιανοὶ

νὰ ἔχουν τὴν ἰδικήν σου μεγαλοθυμίαν.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Κάθεῖς λαμβάνει κατὰ τὰ ἔργα του, ἅγιε ἡγούμενε. Κι ἂν ὃ

ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκανε σφᾶλμα, δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν κρίνῃ. Ὁ
δυστυχὴς ἐκτελοῦσε ἐντολὲς τῶν συμπατριωτῶν μου ποὺ μὲ θεωροῦν ἐχθρό τους
, ἐνῶ κοινὸς ἐχθρὸς ὅλων μας εἶναι μονάχα ἕνας:Ὁ Τοῦρκος!
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Θαυμάζω
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

τὴν στάσιν σου μετὰ τὰ ὅσα πέρασες.
Οἱ προσωπικές μου περιπέτειες δὲν εἶναι τίποτα μπροστά

στὰ ὅσα θὰ περάσει τὸ νησί μου, ἂν δὲν κινηθοῦμε ὅλοι μαζὶ κατὰ τῶν τυράννων
μας. Τὰ ἀρχαῖα προνόμια τῆς Σάμου εἶναι ἁμαρτία νὰ παραδοθοῦν στοὺς
ἐχθρούς μας ἐξ αἰτίας τῆς μωροφιλοδοξίας τῶν προεστῶν. Τοὺς τὰ ἔγραψε ὁ
Πατριάρχης Καλλίνικος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν μητροπολίτη τῆς νήσου μας,
ὅταν σὲ μιὰ παρωδία συνελεύσεως , μὲ κήρυξαν ἀντάρτη καὶ ταραξία καὶ μοῦ
άπαγόρευσαν

νὰ ἀποβιβαστῶ , ἀπειλῶντας νᾶ κάψουν τὸ πλοῖο ποὺ μὲ

μετέφερε. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ πατριαρχικὴ ἐπίπληξη, οἱ κεφαλὲς θέλοντας
νὰ δείξουν διαλλακτικότητα, μὲ διόρισαν καπουκεχαγιά , ἀντιπρόσωπό τους
δηλαδὴ στὴν Πόλη · γιὰ νὰ μὴν γυρίσω ποτὲ στὸ νησί.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:

Αὐτὸ ἦτο τὸ ὁλιγότερον. Ἔβαλαν τὸν ἄνθρωπο ποὺ κατὰ

παράκλησίν σου μόλις πρὸ ὁλίγου ἐμνημονεύσαμεν, νὰ σὲ κατηγορήσῃ ψεύτικα
στοὺς Τούρκους , καὶ κινδύνευσες νὰ ἐκτελεστῇς.
ΛΥΚΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:

Ἀλήθεια ἔτσι ἔγινε , γέροντα, μὰ ἐσεῖς…

Πῶς τὸ ξέρω ἐννοεῖς; Ἔφτασαν ὡς ἐδῶ ἄνθρωποι κάνοντας ἔρανο

γιὰ τὴν σωτηρία σου.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:

Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά της .

Ποίας , τέκνον μου;

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Φυλακισμένος στὰ μπουντρούμια τῆς Πόλης, περίμενα

ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸν δήμιο. Κάποτε , τὰ μάτια μου ἔκλεισαν ἀπὸ τὴν ἐξάντληση.
Τότε τὴν εἶδα. Ψηλή, ἐπιβλητική, μὲ πρόσωπο ὅλο γλύκα. Μπῆκε δὲν ξέρω ἀπὸ
ποῦ στὸ κελί μου καὶ μοῦ εἶπε;( Κοκαλώνουν καὶ παρουσιάζεται Κόρη ντυμένη
σὰν τὴν Παναγία, μὲ κορμοστασιά ὅμως σὰν τὴν Ἐλευθερία ὅπως τὴν
παρουσιάζει ὁ Σολωμός στὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο)
ΚΟΡΗ:

Θαρσεῖν χρὴ, ὦ Ἕλλην! Θάνατός μεν οὐκ ἔστιν δι’ ἐσὲ, μέμνησω δὲ

ὀμονοίας, ἥς ἀνάγκη μεγίστη ἐν τῷ γένει ἡμῶν. Ὁ ἀγῶν πρὸ τῶν πυλῶν.
Ἔτοιμος ἴσθι.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Πετάχτηκα ἀπ’ τὸν ὕπνο ἀκούγοντας τὸ κλειδί στὴν

πόρτα τοῦ κελιοῦ μου, παραμονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐορτῆς ποὺ
τιμῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλην ἀπὸ τότε. Δὲν ἦταν ὁ δήμιος. Ἦταν ὁ ζαπτιὲς
ποὺ μοῦ ἔφερε τὸ φιρμάνι γιὰ τὴν ἐξορία μου ἐδῶ.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:

Ὅπου ἐξέπληξες πάντας ἡμᾶς μὲ τὴν διαγωγήν σου.

Μᾶς

συνεβούλευσες ὅταν χρειάστηκε, ἰάτρευσες τοὺς ἀσθενεῖς ἀδερφούς μας,
ὑπέμεινες ἀγογγύστως τὴν αὐστηρότητα τῶν ἡθῶν μας. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ
ἀμοιφθῇς γιὰ ὅλα αὐτά. Ἡ ἀδερφότης ἡμῶν ἐνήργησε καὶ πῆρε χάριν διὰ τὸ
ἄτομόν σου. Ἐρχόμουν νὰ σοῦ τὸ διαβιβάσω, ὅταν μὲ παρακάλεσες νὰ τελέσω τὸ
μνημόσυνο τοῦ ἐχθροῦ σου. Ἔχε τὴν εὐλογίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐργάζου πρὸς
ὄφελος τῆς ἡμετέρας πατρίδος.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ :ΣΜΥΡΝΗ

(Δωμάτιο Λυκούργου. Ἕνα ἀμναμμένο κερὶ

φωτίζει μόνο τὸν χῶρο).
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Γύρισα στὴν πατρίδα μου, παντρεύτηκα, ἔγινα προεστὸς

ἑφτά χωριῶν μὲ πρῶτο τὸ Καρλόβασι, μὰ δὲν κατάφερα νὰ ἡρεμήσω τοὺς
διῶκτες μου. Ἡ ἐκλογή μου ὡς ἐκπρόσωπος καὶ τοῦ Μαραθοκάμπου, τοὺς
ἐξόργισε τόσο, ὥστε ξεσήκωσαν τοὺς Τούρκους τοῦ νησιοῦ, τὸν Καδῆ καὶ τὸν
Βοεβόδα, ἐναντίον μου. Μόλις πρόλαβα νὰ φύγω μεταμφιεσμένος μὲ ἕνα πλοῖο
γιὰ τὴν Κέρκυρα ἀρχικὰ κι ἀπὸ

κεῖ γιὰ τὴν Πόλη.Ὅταν πίστεψα πὼς τὰ

πράγματα εἶχαν ἡρεμήσει κάπως, ξαναγύρισα · Μὲ τὸ ποὺ βγῆκα στὸ Βαθὺ μὲ
πιάνουν, μοῦ παίρνουν τὰ ἔγγραφα ποὺ εἶχα καταφέρει νὰ πάρω ὰπὸ τοὺς
Τούρκους, μὲ φυλακίζουν καὶ ζητοῦν τὴν ἐξόντωσή μου. Οἱ φίλοι μου πλήρωσαν
πολλὰ γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώσουν. Οὔτε τότε ὅμως οἱ Καλικάντζαροι μὲ δεχτῆκαν.
Ξανάβαλαν τοὺς Τούρκους νὰ μὲ συλλάβουν.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΠΑΣ :

Τότε βγῆκες στὸ βουνό;

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Εὐτυχῶς ὁ Κερκετέας ἔχει πολλὲς καὶ καλὲς κρυψῶνες.

Περίμενα σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτές, ὥσπου ἔφτασε καράβι ποὺ μὲ πῆγε

στην Νέα

Ἔφεσο. ἀπὸ κεῖ ἦρθα ἐδῶ, στὴν Σμύρνη.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΠΑΣ :

Ἀδερφὲ ἡ Ἑταιρία ἔχει διὰ τὸ ἄτομόν σου κάλλιστες

πληροφορίες. Ἐξ οὖ καὶ μοῖ ἐζητήθη νὰ σὲ μυήσω εἰς τὸ μυστικόν. Καὶ ἀφοῦ τὸ
ἀπεδέχθεις, δὲν μένει παρὰ νὰ λάβῃς καὶ τὸ κωδικόν σοι ὄνομα. Τοῦ λοιποῦ, ὡς
ἀναγνώρισιν τοῦ ἤθους καὶ τῆς φιλοπατρίας σου, καλεῖσαι Λυκοῦργος. Εἶθε νὰ
ἀνορθώσῃς τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδαν σου, ὅπως ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος ἀνόρθωσεν τὴν
ἀρχαῖαν Σπάρτην

καθιστῶν αὐτὴν

πρότυπον πολεμικῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ

χρειάζεται ὁ τα΄όπος μας τούτη τὴν ὥρα καὶ ἐσὺ εἶσαι εἷς ἐκ τῶν πλέον ἰκανῶν
νὰ τὸ πράξουν. Ὁ Θεὸς μαζί σου.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ὁ θεὸς βοηθὸς στὸ ἔργο μας, Ἀριστείδη Παππᾶ!

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ: (ΣΑΜΟΣ 8 ΜΑΪΟΥ 1821)
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Πουλὶ ἔγινα, καπεταν-Κωσταντῆ ,μόλις ἔφτασε στὴν

Σμύρνη τὸ μήνυμα τοῦ Σηκωμοῦ. Μὰ ἡ θαλασσοταραχὴ μὲ ἔριξε στὴν Πάτμο.
Ἀντάμωσα ἐκεῖ τὸν Θέμελη, σταλμένο ἀπὸ τὴν Ἑταιρία νὰ ξεσηκώσῃ τὰ νησιά.
Μοῦ ἔδωσε ἔγγραφο τοῦ Ὑψηλάντη ποὺ μὲ διορίζει ἀρχηγὸ τῶν ὅπλων στὴ
Σᾶμο. Φτάνοντας ἐδῶ εἶδα μὲ χαρά μου πὼς ὁ κόσμος εἶναι ἤδη ἔτοιμος νὰ
ἀγωνιστῇ γιὰ τὴν Λευτεριά.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Μάρτη ἦρθαν κάποια παιδιὰ ποὺ

σπουδάζανε στὶς ἡγεμονίες καὶ μᾶς ἔφεραν τὸ μαντάτο γιὰ τὴν κίνηση τοῦ
Ὑψηλάντη. Ὁ κόσμος ξεσηκώθηκε, οἱ Καλικάντζαροι λούφαξαν. Νὰ τοὺς
ἔβλεπες πῶς ἔκαναν ὅταν στὰ μέσα τοῦ Ἀπρίλη δυὸ σπετσιώτικα, τοῦ Σκλιᾶ καὶ
τοῦ Μπούκουρη , κύκλωσαν στὸ Βαθὺ ἕνα μεγάλο τούρκικο κι ἕνα αἰγυπτιακό
κατόπι. Φώναζαν πὼς θὰ τὸ πληρώσουμε, πὼς καλύτερα θὰ ’ταν νὰ κάτσουμε
στ’ ἀβγά μας, πὼς μὲ ὅλα τοῦτα θὰ ζημιωθοῦμε, θὰ πεινάσουμε, ὥσπου
ἐρέθισαν τόσο τὸν κόσμο ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ. Θὰ δῇς καὶ τί θὰ
ποῦν τώρα ποὺ ’ρχονται στὴν συνέλευση.( Μπαίνει κόσμος , οἱ ὁπλαρχηγοὶ κι οἱ
Καλικάντζαροι.)
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ἀδέρφια! Ἔφτασε ἡ ὤρα τῆς Λευτεριᾶς. Ἡ ὥρα ποὺ θὰ

διαφεντεύουμε μονάχοι τὸ νησί μας. Τοὺς Τοὺρκους τσοχανταραίους τοὺς
ξεκάναμε ψὲς τὴν νύχτα μὲ τοὺς καπεταναίους μας. Τοὺς λοιποὺς θὰ τοὺς
φορτώσουμε σ’ ἕνα καΐκι καὶ θὰ τοὺς ξεμπαρκάρουμε στὴν Ἰωνία. Κι ὅσο γιὰ
τοὺς Καλικάντζαρους( αὐτοὶ μαζεύονται , ἐνῶ ὁ κόσμος κινεῖται ἀπειλητικὰ
ἐναντίον τους) ὅσο λέω γιὰ τοὺς Καλικάντζαρους,( πάει ὁ ἴδιος καὶ τοὺς
προστατεύει ἀπὸ τὸ πλῆθος παίρνοντάς τους μαζί του) ἀπὸ τούτη τὴν στιγμὴ
εἶναι καλύτεροι κι ἀπὸ ἀδέρφια μου κι ἀλοὶ σ’ ὅποιον στοχαστεῖ κἂν νὰ τοὺς
πειράξῃ. ( Τοὺς ἀγκαλιάζει ἕναν ἕναν μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ τοὺς φιλάει, ἐνῶ
οἱ ὁπλαρχηγοὶ κουνοῦν ἀποδοκιμαστικὰ τὰ κεφάλια τους). Ὁ ἀγῶνας τοῦτος ,
πατριῶτες , εἶναι ἱερὸς καὶ πρέπει νὰ πετύχῃ. Μὰ γιὰ νὰ πετύχῃ , εἶναι πρὶν ἀπὸ
ὅλα ἀνάγκη νὰ τὸν δώσουμε ἐνωμένοι. Κανεῖς μας δὲν περισσεύει, κανεῖς δὲν
εἶναι ἄχρηστος. Πρῶτος ἐγὼ ἔδωσα τὸ παράδειγμα συμφιλιώμενος μὲ τοὺς
πρώην διῶκτες μου. Τὸ ἴδιο νὰ κάνετε κι ἐσεῖς μὲ ὅποιον εἶστε ὡς τὰ σήμερα
πικραμένοι. Ὅταν μᾶς βαρέσει ὁ Τοῦρκος , οἱ μπᾶλες θὰ ἔρθουν πάνω σ’ ὅλους
μας κι ὁ θάνατος θὰ εἶναι κοινός. Μονιᾶστε λοιπὸν, ἀδέρφια, και τὶς πράξεις μας
ὁ Θεὸς θὰ τὶς εὐλογήσῃ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ ,ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΟΝΤΑΞΗΣ: Ζήτω ἡ
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ :

Ἐπανάσταση, ζήτω ἡ Ἐλευθερία!

‘Ζήτω ἡ ἐλεύθερη Σᾶμος!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Ὁ πατριώτης Λυκοῦργος Λογοθέτης ἀπὸ δῶ, ἔχει γρᾶμμα

τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη ποὺ τὸν ὁρίζει γιὰ ἀρχηγό μας.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Μὰ αὐτὸ θὰ γίνῃ μονάχα μὲ τὴν δική σας θὲληση.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:

Δέχεστε λοιπὸν τὸν πατριώτη Λυκοῦργο πολιτικὸ καὶ

στρατιωτικὸ ἀρχηγὸ τοῦ νησιοῦ μας; Νὰ φροντίζῃ γιὰ τὸν ἀγῶνα καὶ νὰ μᾶς
καθοδηγῇ;
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ :

Δεχόμαστε!

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ:

Ὑπόσχεστε νὰ ὑπακοῦτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖτε τὶς ἐντολὲς

του;
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ : Ὑποσχόμαστε!
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ἀκοῦστε τότε τὶς πρῶτες μου ἀποφάσεις: Οἱ καπεταναῖοι

Κωνσταντῆς Λαχανᾶς, Σταμάτης Γεωργιάδης, Μανώλης Μελαχροινὸς καὶ
Κωνσταντῖνος Κονταξῆς ( κάθε ἕνας βγαίνει μπροστά ἀκούγοντας τὸ ὄνομά
του), ὁρίζονται χιλίαρχοι στὶς τέσσερις χιλιαρχίες τῆς νήσου μας. Κάθε χιλίαρχος
θὰ ἐπιλέξῃ προσωπικὰ τοὺς δύο πεντακοσιάρχους του, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶναι
προσωπικὰ ὑπεύθυνος. Οἱ πεντακοσίαρχοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ διαλέξουν τοὺς
ἑκατοντάρχους , αὐτοὶ τοὺς πεντηκοντάρχους, ἐκεῖνοι τοὺς δεκάρχους καὶ
ἕκαστος ἐξ αὐτῶν τοὺς δικοὺς του στρατιῶτες. Ἔτσι καθένας θὰ εἶναι ὑπεύθυνος
γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν διαγωγὴ τῶν ὑφισταμένων του. Ἀπὸ δῶ κι
ἐμπρὸς ἀρχίζει νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Καὶ λόγο σὲ αὐτὴν θὰ ἔχουμε
ὅλοι.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ :ΣΑΜΟΣ 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 1821
Ἄνδρες τῆς Σάμου! Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ προστατέψουμε τὸν

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

τόπο μας μὲ τὸ κορμί μας. Ὁ σουλτανικὸς στόλος βρίσκεται ἀπὸ τὸ ξημέρωμα
στὰ νερά μας. Ὁ Καρα-Ἀλὴς ἔχει στὴν φρεγάδα του ῥεέμια τὰ παλικάρια τούτου
τοῦ γέροντα ποὺ μᾶς τὸν ἔστειλε μὲ μήνυμά του.
ΓΕΡΟ-ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ:(Δίνει

τὴν ἐπιστολὴ στὸν Λυκοῦργο καὶ λέει):Ἴσαμε τὸ μεσημέρι

γυρεύει ἀπόκριση ἀπ’ τὸ κοινό τῆς Σάμου. Εἰδ’ ἀλλιῶς λέει δὲν θὰ φταίῃ αὐτὸς
γιὰ ὅ, τι συμβῇ.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ:

Νὰ διαβάσω τὴν γραφή τοῦ καπουδάν πασᾶ;

Σ’ἀκοῦμε!

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Χαιρετίσματα

εἰς τοὺς προεστοὺς καὶ ῥαγιάδες μικροὺς καὶ

μεγάλους. Καὶ ἂν εἶστε ῥαγιάδες πιστοὶ τῆς βασιλείας, νὰ ἐρθῆτε νὰ
προσκυνήσετε, διατὶ ἡ βασιλεία δὲν θέλει νὰ χάσῃ ῥαγιᾶδες · εἰ δὲ μὴ καὶ δὲν
προσκυνήσετε,νὰ εἶναι τὸ κρίμα τῶν ῥαγιάδων εἰς τὸν λαιμόν σας. Εἰ δὲ καὶ δὲν
ἐλθεῖτε, ἔχει ν’ ἀπεράσῃ ὁ Λεζόγλους μὲ ἀσκέρι νὰ σᾶς χαλάσῃ ὅλους , μικροὺς
καὶ μεγάλους. Καὶ ὁ βασιλέας μας ὁ πολυχρονεμένος σᾶς ἐσυγχώρεσε καὶ θὰ
σᾶς βάλῃ τὸν ἀγάν σας , ὡσὰν καὶ πρῶτα. Καὶ ἤρθαμε μὲ πενήντα καράβια καὶ
προσμένομεν ἀπάντησίν σας». Τί ἀπόκρισιν νὰ τοῦ δώκουμε , ἀδέρφια;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ)

Σὰν ζητᾶς τὴν γνώμην μας , νὰ σοῦ τὴν ποῦμε. Δὲν

πρέπει νὰ βάλουμε τὸ νησὶ σὲ κίνδυνο. Οἱ Τοῦρκοι εἶναι πανίσχυροι, θὰ μᾶς
περάσουν ὅλους ἀπὸ μαχαίρι. Κάλιο νὰ δεχτοῦμε τὴν πρότασιν κι ὕστερις
βλέπουμε.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ἀκούσατε τὴν γνώμη τοῦ Ἀγᾶ. Συμφωνεῖτε μαζί του;

ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ :
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ὅσον άφορᾶ ἐμένα…
Δὲν ῥώτησα ἐσένα, προεστέ, μὰ αὐτούς. Συμφωνεῖτε ,

Σαμιῶτες, νὰ ξαναγίνετε ῥαγιάδες; Μιλᾶτε ! Καθαρὲς κουβέντες. Ἀκούω.
ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ:

μᾶς χαλάσῃ ὅλους.

Μὰ ὁ Καρα-Ἀλῆς τὸ εἶπε καθαρά, ἂν δὲν δεχτοῦμε , θὰ
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ Τοῦρκος μποροῦσε νὰ ἀκονίζῃ τὸ

σπαθί του στὸν σβέρκο μας. Τώρα μποροῦμε νὰ ὑπερασπίζουμε τὸν τόπο καὶ
τοὺς ἀνθρώπους μας. Εἶναι ἔτσι , καπεταναῖοι;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ :
ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΑΜΙΩΤΕΣ: Κι

Ἔτσι , Ἀρχηγέ! Μιλῶ ἐξ ὀνόματος ὅλου τοῦ στρατεύματος

ἂν μᾶς νικήσῃ;

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Θὰ μᾶς νικήσῃ μονάχα ἂν ἐμεῖς τὸν ἀφήσουμε. Εἴμαστε

ὅλοι ἀποφασισμένοι νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν λευτεριά μας;
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ:Εἴμαστε!

Τότε , ἀδέρφια πᾶμε στὶς θέσεις μας καὶ μὴ φοβᾶστε

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

τίποτα. Ἡ νίκη εἶναι δική μας.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ)

: Καλὰ τὰ λόγια, Παπλωματᾶ , μὰ δύσκολα τὰ

ἔργα. Ἡμεῖς , ὡς κεφαλὲς φρονοῦμε πὼς σὲ τέτοιο λογικὸ γράμμα ἡ ὅποια
ἄρνησις θὰ ἦτο ἀσυγχώρητως.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Σὲ τέτοια γράμματα δὲν ἀπαντᾶνε μὲ λόγια, παρὰ μὲ τὰ

τουφέκια!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ)

(Πρὸς τὸν Μανωλάκη Στεφανῆ , ὑποτίθεται σιγά,

μὰ ἀρκετὰ δυνατὰ ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ὁ Λυκοῦργος καὶ οἱ συν αὐτῷ): Ἂν
νοιάζεται γιὰ τὸν λαό, ὅπως λέει, γιατὶ δὲν παραδίνεται μονάχος του στὸν
καπουδαν-πασᾶ, γιὰ νὰ σώσῃ τουλάχιστον τὰ γυναικόπαιδα; Κάλλιο νὰ χαθῇ
ἕνας , παρὰ τὸ σύνολο.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:

(Στὸν Λυκοῦργο τάχα κατ’ ἰδίαν , μὰ στὸν ἴδιο τόνο μὲ τὸν

προεστό) Ἐτοῦτοι εἶναι, άρχηγέ, ποὺ ’κανες ἀδερφούς σου;
Κάλλιο νὰ τοὺς ἐπρόσφερες στὸ πιάτο τοῦ ὀχτροῦ σου.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

(Χαμηλόφωνα , μὰ αὐστηρὰ στὸν Γεωργιάδη) Δὲν εἶναι

ὥρα γιὰ ἀντιδικίες, καπετὰν -Σταμάτη ! ( Δυνατά εἰς ἐπίκοον ὅλων): Πατριῶτες!
Ἧρθε ἡ ὥρα μας. Καθένας στὴν θέση του!
ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΑΜΙΩΤΕΣ:

Δὲν θὰ’ταν προτιμότερο νὰ τραβηχτοῦμε στὰ βουνά, ὅπου δὲν

θὰ μᾶς φτάνουν τὰ τούρκικα κανόνια;
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:(Χαμηλὰ

στοὺς καπεταναίους):Ξέρετε τί μοῦ λένε νὰ κάνω;

Νὰ ἀφήσω τοὺς Τοῦρκους νὰ πατήσουν ἀτουφέκιστοι τὸ νησὶ καὶ μετὰ νὰ μᾶς
πιάσουν σὰν ποντικοὺς στὴν φάκα.(Δυνατὰ σὲ ὅλους) : Ὅποιος θέλει νὰ φύγῃ,
νὰ ὁ δρόμος! Ὁ δικός μου τάφος εἶναι ἐδῶ!
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ :ΣΑΜΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1821( ΣΥΝΑΞΗ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΩΝ)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Τί γίνηκε τότες, ἀδέρφια! Τρία μερόνυχτα μπομπαρδισμὸς

ἀσταμάτητος.
:Κι ὁ Λυκοῦργος νὰ τρέχῃ καὶ νὰ ψυχώνῃ ὅλους! Πέντε

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ

κανονάκια ὅλα κι ὅλα. Οἱ πυροβολητὲς νὰ βρίζουν , νὰ παρακαλοῦν, κι αὐτὸς νὰ
μὴν ἀφήνῃ νὰ χτυπήσουν.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:

Τὴν τρίτη μέρα, ἐνῶ χαλάσματα εἶναι σ’ ὅλο τὸ νησί,

Σαράντα βάρκες κάνουν κατὰ τὴν στεριὰ. Ζυγώνουν ὡς τίρα κανονιοῦ. Τότε
διατάζει ὁ Λυκοῦργος κι ἀρχίζει τὸ πανηγύρι.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ:

Βουλιάζει ἡ πρώτη βάρκα. Πέφτουν οἱ μουρτᾶτες στὸ

νερό. Σ’ ἄλλη βάρκα τρομάζουν, γέρνουν ὅλοι ἀπ’ τὴν ἴδια πάντα, πάρ’ τους κι
αὐτοὺς μέσα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ

:Κάποιες βάρκες ὅμως προχωροῦν καὶ πλησιάζουν στὶς

ἀκτές.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:Ἀρχίζει

τότε τὸ λιανοτούφεκο. Κι ὁ Λυκοῦργος νὰ φωνάζῃ:

«Ἀπάνω τους , παλικάρια! Ἡ νίκη εἶναι κοντά»! Καὶ νὰ μὴν πηγαίνει οὔτε μιὰ
σφαῖρα του χαμένη!
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ:

Τί κρίμα ὅμως τὴν πρώτη μας νίκη νὰ τὴν πληρώσουν μὲ

τέτοιον τρόπο τὰ παιδιὰ τοῦ Γερο-καπετάνιου! Ἀλειμμένα μὲ κατράμι τὰ εἴδαμε
νὰ καίγονται στὶς τσίμες τῆς γάμπιας στὴν τούρκικη ναυαρχίδα.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ:

Θυμᾶστε τί εἶπε τότε ὁ Λυκοῦργος; Πὼς γιὰ αὐτὸ ἔχει τοὺς

ῥαγιάδες της ἡ Τουρκιά. Γιὰ νὰ ξεσπᾶ πάνω τους μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἄχτι της
γιὰ κάθε κάζο ποὺ παθαίνει.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:

Ὁ γερο-πατέρας εἶχε σκοτωθεῖ στὴν μάχη καὶ δὲν εἶδε τὸ

φρικτό τέλος τῶν παιδιῶν του.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Κι ἔπειτα ἔφυγε ὁ στόλος, μὰ ὁ Λυκοῦργος δὲν ἡσύχασε.

Ἔστειλε στὶς βίγλες παλικάρια νὰ δοῦν ἀπὸ ψηλά κάθε του κίνηση καὶ νὰ
ἀναφέρουν. Τί τρομάρα θὰ πῆρε , ὅταν , νομίζοντας πὼς θὰ ἀποβιβαστεῖ σὲ
ἔρημη ἀκτή, ἔπεσε πάνω στὸ σῶμα σου, καπετάν-Σταμάτη! Ἐσεῖς

μὲ τοὺς

Κρητικοὺς τοῦ Χατζηγιώργη Μουριάτη ἐκδικηθήκατε τὰ παλικάρια ποὺ χάθηκαν
τόσο ἄδικα.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ:

Ὡς κι ὁ δεσπότης μας ὁ Κύριλλος καβάλα στὴν φοράδα

του πολέμησε σ’ ἐκείνη τὴν πρώτη μάχη. Κι ὁ Κλεάνθης , ὁ ποιητής μας , τὰ
ἔκανε ποίημα ὅλα τοῦτα τὰ γεγονότα, νὰ μὴν ξεχαστοῦν ποτὲ , ὅσα χρόνια κι ἂν
περάσουν.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ:

«Κροῦσον, Ὀλυμπία Μοῦσα ὑψηκέλαδον χορδὴν
Πανεόρτιον κροτοῦσα νικητήριον ὠδήν»…

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Πάντα τέτοια, ἀδέρφια! Καὶ νὰ μᾶς ἔχῃ ὁ Θεὸς καλά τὸν

ἀρχηγό μας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ

:Ὁ ὁποῖος τιμήθηκε ,καὶ δικαίως, τόσο ἀπὸ ἐμᾶς, ὅσο κι

ἀπ’ τοὺς ἀγωνιστὲς στὸν Μοριᾶ καὶ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη γιὰ τὴν ἀνδρεῖα καὶ
τὸν στρατηγικὸ νοῦ του.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:Πόσο

σοφὰ ἀλήθεια συντήρησε τὰ στρατιωτικὰ σώματα

προτείνοντας νὰ κάνουμε ἐπιδρομές στὴν Ἰωνία καὶ νὰ παίρνουμε τὰ
χρειαζούμενά μας ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθρούς! Ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν πεινᾶμε, καὶ
κανεῖς δὲν φοβᾶται ἐπιδρομές Τούρκων ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴ ἀκτή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Μᾶλλον οἱ Τοῦρκοι τρέμουν μόλις μυριστοῦν Σαμιῶτες.

Ἀφοῦ ἔχουν φύγει οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὰ παράλια πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς
χερσονήσου. Μακάρι ὅπως πετύχαμε ὡς ἐδῶ νὰ πετύχουμε καὶ στὴν Χιὸ, στὴν
νέα ἐκστρατεῖα ποὺ σχεδιάζουμε.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ:

Μακάρι!

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ :ΣΑΜΟΣ 1824
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Νὰ ’μαστε πάλι ,ἀδέρφια, στὰ ἴδια καὶ χειρότερα! Μὲ τὸν

Χοσρέφ-πασὰ νὰ μᾶς ἀπειλεῖ στέλνοντας ῥαπόρτο μ’ ἕναν Ἄγγλο ναύαρχο. Μὲ
τοὺς Μοραΐτες χολιασμένους μὲ τὴν Σᾶμο ποὺ δὲν μπαίνει στὰ συντάγματά
τους. Μὲ ὅσους Ψαριανοὺς σώθηκαν ἀπ’τὴν καταστροφή, ἀπέναντί μας, γιατὶ
δεν δεχτήκαμε ἁρμοστῆ τὸν Χατζηαργύρη ποὺ μᾶς ἔστελναν καὶ ἐμποδίσαμε τὴν
ἀποβίβασή

του.

Μὲ

τοὺς

Καλικαντζαραίους

νὰ

δημιουργοῦν

διαρκῶς

προβλήματα. Καὶ μὲ τὸ ἀδικοχυμένο αἷμα τῆς Χίου νὰ μᾶς πνίγει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Μὲ συμπαθᾶς , Ἀρχηγέ, μὰ γιὰ τὴν συμφορὰ τῆς Χίου δὲν

φταίγαμε ἐμεῖς. ἂς ὄψεται ὁ Μπουρνιᾶς ποὺ μᾶς κουβάλησε τὰ τσιράκια του
καὶ μᾶς φλόμωσαν στὸ ψέμα. Πὼς τάχα ὅλα ἦταν ἔτοιμα ἀπ’ τοὺς Χιῶτες καὶ
μοναχὰ ἕνα σῶμα δικό μας περίμεναν γιὰ νὰ ξεσηκωθοῦν. Μήπως δὲν
πολεμήσαμε σὰν παλικάρια, ἔχοντας ἀκόμα καὶ τοὺς ντόπιους ἐνάντιούς μας;
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:

Γιατὶ βλέπεις οἱ λίγοι ποὺ πῆγαν μὲ τὸν Μπουρνιᾶ, στὸ

πλιάτσικο μονάχα εἶχαν τὸ μυαλό τους. Ὁ κόσμος πίστεψε πὼς κι ἐμεῖς θέλαμε
τὸ ἴδιο. Κλείστηκε λοιπὸν στὰ σπίτια του καὶ ἔδειξε ξεκάθαρα τὴν ἀντίθεσή του
στὰ κινήματα τοῦ Παρπαριᾶ, ὅπως εἶναι τοῦ Μπουρνιᾶ τὸ παρανόμι στὴ Χιό.
Οὔτε ἕνας δὲν τὸν ἤξερε μὲ τὸ ἐπίθετό του. Ὅλοι μὲ τ’ ὄνομα τοῦ χωριοῦ του τὸν
καλοῦσαν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ

: Δὲν ἔφταναν αὐτά, εἴχαμε καὶ τοὺς ξένους πρόξενους

νὰ μαρτυροῦν ὅλες τὶς δυσκολίες μας στοὺς κλεισμένους στὸ κάστρο Τούρκους.
Ἂν δὲν ἦταν ἀυτοὶ, σίγουρα οἱ πολιορκημένοι θὰ παραδίνονταν κι ἄλλη θὰ ἦταν
ἡ τύχη τῆς Χίου.
Οἱ ξένοι πάντα κατά τὰ συμφέροντά τους δουλεύουν.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ δράσουμε ἀλλιῶς. Ἔπρεπε νὰ πείσουμε τοὺς Χιῶτες νὰ
δράσουν, νὰ τοὺς κάνουμε νὰ μᾶς ἐμπιστευτοῦν, νὰ μὴν μᾶς τρώει τώρα ὁ χαμός
τους.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ:

Μά,

ὅταν εἴπαμε στοὺς προύχοντες τοῦ νησιοῦ νὰ

πληρώσουν στοὺς Ψαριανοὺς τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν, ἐκεῖνοι τί
ἔκαναν; Εἶπαν πὼς ἔπρεπε νὰ διαταχθεῖ ἱεραρχικῶς ὁ στόλος νὰ πλεύσῃ στὴν
Χίο, μονάχα γιὰ νὰ μην ἀνοίξουν τὸ κεμέρι τους καὶ νὰ πληρώσουν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Κι ὅ, τι δὲν ἔδωσαν στοὺς Ψαριανοὺς σὲ χρῆμα, τὸ ἔδωσαν

στοὺς Τούρκους σὲ αἷμα καὶ δάκρυα.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Δὲν

ξέρω, καπεταναῖοι, μὰ ἐμένα αὐτὸ τὸ αἷμα στοιχειώνει

τὶς νῦχτες μου. Δὲν τολμῶ νὰ κλείσω μάτι καὶ πετάγομαι πάνω μὲ τὶς φωνὲς τοῦ
ἀδικοσφαγμένου λαοῦ τὴς Χίου στ’ αὐτιά μου. Μπορεῖ νὰ ἀθωόθηκα ἀπὸ τοὺς
Μοραΐτες , χάρις στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Νικηταρᾶ, μπορεῖ νὰ ὀργάνωσα μὲ
τὴν βοήθειά σας τὸ νησί , νὰ χτίσαμε τὸ κάστρο στὸ Τηγάνι, νὰ ἐπισκευάσαμε τὸ
τεῖχος ποὺ εἶχε γκρεμίσει ὁ Περικλῆς μὰ εἶναι μιὰ σκέψη ποὺ δὲν μ’ ἀφήνει νὰ
ἡσυχάσω.
ΟΛΟΙ:

Ποια;

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

ὁ Περικλῆς πεθαίνοντας εἶπε πὼς γιὰ ἕνα πράγμα ἦταν

περήφανος. Πὼς καμιὰ Ἀθηναῖα δὲν μαυροφορέθηκε ἐξ αἰτίας του. Ἐγώ τί θὰ
πῶ κείνη τὴν ὥρα στὸν κριτή μου;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:

Τίποτα δὲν θὰ χρειαστῇ νὰ πῇς. Ὁ Κριτὴς τὰ βλέπει ὅλα

καὶ ξέρει νὰ σχωρνάῃ. Δὲν μᾶς ἐξήγησες ὅμως γιατὶ συγκάλεσες τὴν συνέλευση
σήμερα;
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Γιατὶ ὁ Ἄγγλος ποὺ φέρνει τὸ μήνυμα τοῦ Χοσρέφ μοῦ

ζήτησε νὰ γυρίσῃ μοναχὸς του τὸ νησί καὶ νὰ μιλήσῃ στοὺς πολίτες. Πρέπει
λοιπὸν νὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας δεκατέσσερα. Νὰ ενημερώσουμε τοὺς πατριῶτες
γιὰ τὸ τί μᾶς περιμένει. ( Μπαίνει ὁ Λαὸς τῆς Σάμου) Ἄνδρες Σάμιοι ! Χαίρομαι
ποὺ εἶστε τόσοι μαζεμένοι σήμερα έδῶ, γιατὶ τούτη τὴν ὥρα κρίνεται τὸ μέλλον
τοῦ νησιοῦ καὶ τοῦ ἀγῶνα μας. Σήμερα ἀποφασίζουμε ἂν θὰ διεκδικήσουμε τὸ
δικαίωμα νὰ ζήσουμε λεύτεροι, ἤ θὰ χαθοῦμε διὰ μιᾶς ἀπὸ τὸ σύνολο ὅσων τοὺς
ἀξίζει νὰ λέγονται ἄνθρωποι. Ἡ Χίος , ποὺ κάποτε ἦταν ζηλευτὴ γιὰ τὰ πλούτη
της, ἀπόμεινε, λόγῳ καὶ τῆς ἀτολμίας τῶν κατοίκων της, ἔρημη στὰ χέρια τοῦ
κατακτητῆ. Τὰ Ψαρά, φόβος καὶ τρόμος ἄλλοτε τῆς τούρκικης ἁρμάδας, εἶναι
σήμερα, ἐξ αἰτίας λάθος χειρισμῶν, βράχος γεμᾶτος στάχτη! Ἡ Κᾶσος, ἡ Κρήτη ,
μετροῦν τοὺς νεκρούς τους μέσα σὲ ποταμούς αἵματος. Σ’ ὁλάκερη τὴν Ἄσπρη
Θάλασσα ἄλλο νησὶ ποὺ νὰ ὀρθώνεται μπρὸς στὴν Τουρκιὰ καὶ νὰ τὴν
προκαλλῇ ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα μας δὲν εἶναι. Ὁ Χοσρέφ ἔστειλε μ’ ἕναν Ἄγγλο
καπετάνιο ὑπόσχεση γιὰ ἀμνηστεία καὶ συγχώρεση, ἂν δηλώσουμε ὑποταγὴ
στὸν σουλτάνο. Συγχώρεση δίνουν σ’ αὐτὸν ποὺ φταίει. Ἐμεῖς σὲ τί φταίξαμε ,
διεκδικῶντας τὸ δικαίωμά μας νὰ ζήσουμε ἐλεύθεροι; Κι ἀλήθεια, πατριῶτες,
ἐμπιστεύεστε τὴν ἀμνηστεία τοῦ Τούρκου; Δὲν μπορεῖ ἄραγε ὅπως τὴν ἔδωσε νὰ
τήνε πάρῃ πίσω; Μὰ ἔχουμε , θὰ πείτε τοῦ Ἄγγλου τὴν ἐγγύηση. Ξέρετε ,μωρέ, τί
θὰ πῇ Ἄγγλοι στὴν ἴδια τὴν δική τους γλῶσσα; Ugly σημαίνει ἄσχημος, σὲ
πρόσωπο καὶ ἦθος. Σᾶς ίκανοποιεῖ λοιπὸν ἑνὸς ἄσχημου ὁ λόγος; Μπορεῖ νὰ ἔχῃ
αὐτὸς τιμή; Ὅ, τι κάνουμε ἀπὸ δῶ κι ἐμπρός, βᾶλτε τὸ καλὰ στὸ τσερβέλο σας,
μονάχοι , ναι, μονάχοι θὰ τὸ πράξουμε. Κι ἔχουμε νὰ διαλέξουμε ἀνάμεσα σὲ
τρία: Νὰ γενοῦμε ξανὰ ῥαγιάδες, ἤ νὰ πάρουμε τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, εἴτε
νὰ πολεμήσουμε σὰν ἄντρες, τιμῶντας τοὺς ὡς τώρα ἀγῶνες μας. Ἂν πράξουμε
τὸ πρῶτο, θαρρεῖτε πὼς οἱ Τοῦρκοι θὰ ξεχάσουν ὅσα τοὺς ἔχει κάμει τὸ τουφέκι
μας; Δὲν θὰ τ’ ἀνταποδώσουν; Ἂν τὸ δεύτερο διαλέξετε, τί ζωὴ εἶναι αὐτὴ μακριὰ
ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ μέσα σ’ Ἕλληνες ἀκόμα, μὲ τὸ στίγμα πὼς μόνοι μας
διαλέξαμε τὴν προσφυγιά; Ὅποιος τόπος ἔξω ἀπὸ τὴν λατρευτή μου Σᾶμο, θὰ
τραβᾶ στὴν γῆ τὸ βλέμμα μου · πουθενὰ δὲν θὰ ξανακοιτάξω μὲ ψηλά τὰ μάτια.
Ἂν ὅμως σταθοῦμε καὶ πολεμήσουμε σὰν ἄντρες, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔσωσε στα
1821 καὶ τώρα θὰ μᾶς σώσῃ. Βοήθεια , ἂς τὸ γνωρίζουμε, δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπ’
Αὐτόν. Μὰ Αὐτὸς εἶναι τὰ πάντα. Τώρα ὅλα τὰ ξέρετε. Διαλέξτε!
ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ!

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι , στὰ ταμπούρια σας! Καθένας ἂς τρέξῃ

στὸν τόπο ποὺ εἶναι ταμένος νᾶ φυλάῃ. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ μὲ βρῇ

ἐδῶ ἡ

Λευτρειά, ἤ τὸ βόλι. (Ἡ σκηνὴ ἀδειάζει, μένουν μονάχα δυὸ τρεῖς ἀρματωμένοι
μὲ τὸν Λυκοῦργο ποὺ πυροβολοῦν , ἐνῶ ἀκούγονται πυροβολισμοὶ κι ἐκρήξεις.
Μπαίνει ἕνας Σαμιώτης ἀγγελιοφόρος)
ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

(Σκυφτός, φτάνει στὸν Λυκοῦργο καὶ τοῦ λέει:)Ἀρχηγέ,

ἔφτασε ὁ στόλος μὲ τὸν Κανάρη. Ἀπὸ τὴν ναυαρχίδα κάναν σινιάλο καὶ ῥωτοῦν
ἂν θὰ ἔχουν ἀσφαλῆ τὰ νῶτα τους , δίνοντας ναυμαχία στὸ στενό.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Στεῖλτε

κι ἐσεῖς σινιάλο: Οἱ Σαμιῶτες ἔχουν ἀποφασίσει νὰ

πεθάνουν. Τίποτε ἄλλο. Πήγαινε.( Ὁ ἀγγελιοφόρος φεύγει)
ΣΑΜΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ:

Ὀχτὼ μέρες τώρα καίγεται ἡ γῆς , ἀρχηγέ. Πόσο θ’ἀντέξουμε

ἀκόμη;
Ὡς τὸ τέλος! ( Μετὰ ἀπὸ λίγες στιγμὲς ἀκούγεται

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

ἐκκωφαντικὸς κρότος. Ὁ Λυκοῦργος σηκώνεται ἀπὸ τὴν θέση του, βάζει τὸ χέρι
ἀντήλιο καὶ παρατηρεῖ τὸ πέλαγος) Θάρρος, Σαμιῶτες! Ὁ Κανάρης φαίνεται πὼς
τίναξε μιὰ τούρκικη φρεγάτα. Οἱ ἐχθροὶ φεύγουν.
ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ:

( Μπαίνει ἔντρομος) Ἀρχηγέ, αἰγυπτιακά καράβια

πλέουν κατά τὸν Μαραθόκαμπο. Ἂν κάνουν ἀπὸ κεῖ ἀπόβαση, εἴμαστε χαμένοι.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

(Μὲ τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό.) Κοῖτα , παλικάρι κατὰ τὸν

Μαραθόκαμπο καὶ πὲς σὲ ὅλους τί βλέπεις.
ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ:

Σύννεφα, σύννεφα βαριὰ , καταιγίδα γεμάτη(βλέπουν

ἀστραπή, ἀκούγεται βροντή. Συνέχεια ἀστραπόβροντα καὶ φωνὲς ἀπελπισίας
τῶν Τούρκων.)
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:Σᾶς

τὸ εἶπα, ἀδέρφια! Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας!

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ :ΣΑΜΟΣ 1830
ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

:Λυποῦμαι βαθύτατα , τέκνον μου, μὰ ἡ ἀπόφασις τῶν

δυνάμεων δὲν μεταβάλλεται. Ἐφ’ ὅσον δὲν δέχεσαι νὰ γίνῃς ἡγεμὼν τῆς νήσου,
ὀφείλεις νὰ τὴν ἐγκαταλείψῃς.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Μά, δέσποτα, ἐγὼ ἀγωνίστηκα τόσα χρόνια γιὰ νὰ δῶ τὴν

Σᾶμο μιὰ μέρα λεύτερη, ἐνωμένη μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
δεχτῶ νὰ γίνω ἡγεμὼν ὑποτελῆς σὲ ὅσους τόσα χρόνια πολέμησα; Τώρα στὰ
γεράματα νὰ γενῶ προδότης;
ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ :

Μὰ θὰ ἀντέξῃς , τέκνον, ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ;

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀφοῦ

οἱ συμπατριῶτες μου , ὅλους ὅσοι ἀγωνιστήκαμε γιὰ

τὴν ἐλευθερία φρόντισαν νὰ μᾶς κηρύξουν ἀνεπιθύμητους ! Δὲν περίμενα ποτὲ
πὼς οἱ Καλικάντζαροι θὰ προσκαλοῦσαν στὸ νησὶ τοὺς Τούρκους νὰ
ὑπερασπιστοῦν τοὺς …πιστοὺς ὑπηκόους τοῦ Σουλτάνου. Ἀπὸ ποιους; Ἀπὸ ἐμᾶς
ποὺ ἀγωνιστήκαμε νὰ λευτερώσουμε τὸν τόπο!
ΕΞΑΡΧΟΣ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

: Δυστυχῶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ παραδόσει, δὲν ὑπάρχουν

Καρμανιόλοι. Ὑπήρχαν ὅμως καὶ θὰ ὑπάρχουν Καλικάντζαροι.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:

Ὅταν ἤμουν παρὰ τῷ Κυβερνήτῃ καὶ μὲ τὴν ἄφιξίν μου

ἐδῶ, ἐσεῖς τὸ γνωρίζετε καλά,

πάλεψα μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ

ἐπιτύχουμε τὴν ἔνωσιν τῆς Σάμου μετὰ τοῦ ἐλευθέρου ἑλληνικοῦ κράτους. Κι ἂν
ἀπέτυχα, ἔχω τὴν ἰκανοποίησιν ὅτι τουλάχιστον προσπάθησα. Θλίβομαι μόνον
ὅτι θὰ πεθάνω χωρὶς νὰ δῷ τὴν πατρίδα ἐλεύθερη. Καὶ εἶναι κρίμα γιὰ τοὺς
Σαμίους ποὺ θυσίασαν τὴν ζωήν τους στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα. Ὥρα ὅμως νὰ
πηγαίνω. Τὸ πλοῖο ἐντὸς ὁλίγου ἀναχωρεῖ. Οἱ σύντροφοί μου στὴν ἐξορία μὲ
περιμένουν.( φεύγει)
ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ :

Ὁ Θεὸς μαζί σου, ἄξιον τέκνον τῆς πατρίδος!

( Ἡ σκηνὴ κλείνει, κι ὅταν ξανανοίξῃ οἱ συντελεστὲς παρουσιάζονται
τραγουδῶντας τὸ τραγοῦδι τοῦ Λυκούργου).
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Ἀπὸ ὅσους πολεμήσαν τὴν Τουρκιὰ τὸ εἴκοσι ἕνα
σὰν τὸν ἥρωα Λυκοῦργο δὲν γνωρίζω ἄλλον κανένα.
Δέκα χρόνια γιὰ τῆς Σάμου πολεμᾶ τὴν λευτεριά ,
μὰ πεθαίνει ἀπ’ τὸ νησί του ἀποδιωγμένος μακριά,
θῦμα τῶν Καλικαντζάρων, τῶν ἀνόμων προεστῶν
ποὺ τὴν νῆσο εἰς τὰ χέρια δώσαν τῶν κατακτητῶν
κι ὅσους γιὰ τὴν λευτεριά της ἐπολέμησαν γενναῖα
μοναχὰ γιὰ τὸ συμφέρον κυνηγήσαν λυσσαλέα.
Τὴν πατρίδα του οἱ Δυνάμεις ἔξω ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα ἀφῆσαν
καὶ τὴν ἔδωσαν στοὺς Τούρκους ποὺ ποτὲ δὲν τὴν πατῆσαν.
Δὲν τὸ θέλαν ἡ Τουρκία ἔτσι νὰ ταπεινωθῇ.
Σὰν προστᾶτες τέτοιους ἔχῃς , τύφλα νὰ ’χουν οἱ ἐχθροί.
Μὰ ὁ ἀγὼν τοῦ Λογοθέτη , κι ἂς μὴν ἦτο νικηφόρος,
μὲς στὰ χρόνια ποὺ κυλήσαν ἦταν ἀγγελιοφόρος.
Φώναξε σ’ ὅλο τὸν κόσμο , νὰ τὸ μάθῃ, δυνατά:
Οἱ Ἕλληνες δὲν τὴν ἀντέχουν τὴν ζωή μὲς στὴν σκλαβιά!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ
4ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΜΕ ΛΕΝΕ ΜΑΝΤΩ !
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ (Ἡ ψυχή της· ντυμένη μὲ μαύρη κάπα καὶ λευκό
φόρεμα ἀπὸ κάτω. Ἂν δὲν ὑπάρχει, κάτι πολύχρωμο ποὺ νὰ ἐντυπωσιάζει .)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ
ΖΑΧΑΡΑΤΗ
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ
ΜΥΚΟΝΙΑΤΕΣ ΠΡΟΕΣΤΟΙ :ΚΑΜΠΑΝΗΣ, ΒΑΛΕΤΑΣ, ΧΑΤΖΗ-ΜΠΑΤΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Ἡ σκηνὴ ἔχει ἀνοίγοντας ἕναν σοφρά, πάνω στὸν ὁποῖο καίει ἕνα καντῆλι. Δὲν
ὑπάρχει κανεῖς. Μπαίνει ἡ Ψυχή μὲ ἀργά, τελετουργικὰ βήματα. Ἂν εἶναι
δυνατόν, νὰ καταλάβῃ ἤ τουλάχιστον νὰ ὑποψιαστῇ τὸ κοινὸ πὼς πρόκειται γιὰ
μὴ ἀνθρώπινο ὄν, πρὶν μιλήσῃ. Κοιτᾶ σοβαρὴ τὸ κοινὸ καἰ, ἀφοῦ καταλάβῃ πὼς
τὴν παρακουλουθοῦν ὅλοι μὲ προσοχή,λέει:) ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ Μὲ λένε
Μαντῶ! Μαντῶ Μαυρογένους. Ὁ πατέρας μου, Νικόλαος Μαυρογένης , ἦταν
πολὺ πλοὺσιος κι ἐγὼ γεννήθηκα μέσα στὰ πλούτη. Μὰ πέθανα πάμφτωχη καὶ
ξεχασμένη ἀπὸ ὅλους. Τὸ καντῆλι ποὺ καίει στὴν γωνιὰ εἶναι γιὰ μένα. Ἡ
καρδιά μου ἔπαψε νὰ χτυπᾶ ἐδῶ καὶ σαράντα μέρες! Σήμερα λοιπὸν εἶναι τὸ
μνημόσυνό μου! Ἐλάχιστοι θὰ τὸ παρακολουθήσουν! Ἀφοῦ τελειώσῃ, ἡ
φλογίτσα ποὺ βλέπετε θὰ σβήσῃ κι ἐγὼ θὰ βρεθῶ γιὰ πάντα στὸν κόσμο τῶν
ψυχῶν. Πρὶν γίνῃ ὅμως αὐτό, θέλω νὰ μάθετε τί ἔκανα στὸ πέρασμά μου ἀπὸ
τὴν ζωὴ καὶ τί ἔδωσα στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν λευτεριὰ τοῦ τόπου μας. Γιατὶ πιστεύω
πὼς καθένας ἀπὸ τὰ ἔργα του κρίνεται καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ἀπολαμβάνει.
Σήμερα λοιπόν, πρὶν τὴν θεία καὶ αἰώνια κρίση, ἀξίζει νομίζω νὰ προηγηθῇ ἡ
φθαρτὴ καὶ ἀνθρώπινη. Ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ νὰ δοῦν οἱ κατοπινοὶ καὶ
νὰ παραδειγματιστοῦν γιὰ ἀνάλογες περιπτώσεις στὸ μέλλον. Βλέπετε ἡ χῶρα
μας εἶναι ζηλευτὴ καὶ πολλοὶ θὰ θελήσουν νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ καὶ τὸν
λαό μας. Δεῖτε λοιπὸν ,Ἕλληνες , τὶς πράξεις μας, κρατῆστε τὶς σωστὲς καὶ
ἀποφύγετε τὶς λανθασμένες, γιὰ νὰ κάνετε μιὰ μέρα τὴν πατρίδα μας τόσο
δυνατή, ὅσο τῆς ἀξίζει. Αὐτὸς μου ὁ πόθος μ’ ἔσπρωξε κι ἐμένα νὰ ζητήσω κάποτε
ἀκρόαση ἀπὸ τὸν κατοπινό μας Κυβερνήτη, ὅταν τὰ βήματά του τὸν ἔφεραν κάποτε
στὴν Βιέννη…(ἐνῶ λέει αὐτά, κατεβαίνει μὲ ἀργό, τελετουργικὸ βηματισμὸ ἀπὸ
τὴν σκηνή, ἐνῶ συγχρόνως ἐμφανίζονται ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας καὶ ὁ
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης )
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: (περπατῶντας μιλᾶ φιλικὰ πρὸς τὸν Ὑψηλάντη)
Αὐτὴ ἡ νέα εἶναι πάντα ἐμψυχωμένη ἀπὸ ἅγιο ἐνθουσιασμό · πλὴν ὅμως εἶναι
ἀπερίσκεπτη μέχρις ἀφροσύνης. Τὸ μικρὸ ὁμολογουμένως διάστημα ποὺ
ἐβρισκόμεθα ἐν Βιέννῃ ἔλαβα πλείστας ἀναφορὰς διὰ τὸ ἄτομόν της ἀπὸ τὴν
μυστικήν μας ἀστυνομίαν. Φαντάζομαι πὼς ἡ διαγωγὴ τῆς Κόρης

δὲν θὰ

λανθάνῃ τῆς ἀντιστοίχου αὐστριακῆς ὑπηρεσίας ἀσφαλείας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Μοῖ προκαλλεῖ κατάπληξιν, κύριε Κόμη τὸ
ἀτρόμητον

τοῦ χαρακτῆρος της. Κινεῖται ἐντὸς τῶν ὁρίων μιᾶς ἐκ τῶν

ἰσχυροτέρων αὐτοκρατοριῶν τῆς ἠπείρου μας ὡσὰν νὰ ἐβρίσκεται εὶς τὴν σάλαν
τῆς οἰκίας της.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἐδέχθην τὴν
αἴτησίν της διὰ μίαν συνάντησιν. Διὰ νὰ προσπαθήσω νὰ κατευνάσω τὸ πάθος
ποὺ τὴν συνεπαίρνει. Πρόκειται, καθὼς θὰ γνωρίζετε ἀσφαλῶς , διὰ μιᾶς πολὺ
μορφωμένης κοπέλας ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρῃ μεγίστας ὑπηρεσίας εἰς τὸ
ἡμέτερον ἔθνος.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Ἂν εἶναι ἔτσι, θὰ ἤθελα πάρα πολὺ νὰ τὴν
γνωρίσω.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Μείνατε τότε ἐδῶ, Ἀλέξανδρε! Ἐντὸς ὁλίγου ἡ
περιλάλητος κόρη θὰ καταφθάσῃ.
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ : Ἡ δεσποσύνη Μαντῶ Μαυρογένους .
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Νὰ περάσῃ.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : (μὲ τὸ λευκό, ἤ πολύχρωμο φόρεμά της , κρατῶντας
τὴν κάπα στὰ χέρια.) Ἐξοχώτατε, γενναιότατε στρατηγέ, χαίρω πολὺ ποὺ σᾶς
συναντῶ καὶ τοὺς δύο μαζί ! ( πρὸς τὸν Ὑψηλάντη) Ἐσκόπευα,

ξέρετε, νὰ

ζητήσω καὶ ἀπὸ ὑμᾶς νὰ μὲ δεχθεῖτε.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: (μὲ ἐλαφρῶς εἰρωνικὸ ὕφος) Εἰς τί ὀφείλομεν τὴν
τιμὴν τῆς ἐπισκέψεώς σας ,φιλτάτη δεσποσύνη;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ἀναγνωρίζω πὼς ἦτο μέγα βῆμα ἐκ μέρους μου ἡ
αἴτησις συνεντεύξεως ποὺ σᾶς ὑπέβαλα, μὰ , πιστεύσατέ μοι, ἡ κίνησίς μου
αὔτη δὲν ὑπεβλήθη παρὰ ὑπὸ τῶν ἀναγκῶν τῆς ἡμετέρας πατρίδος καὶ , τὸ
γνωρίζετε βεβαίως πὼς «Ἀνάγκα καὶ Θεοὶ πείθονται». Σεῖς οἱ δύο εἶσθε σήμερον
αἱ μόναι τοῦ λαοῦ μας ἐλπίδαι διὰ τὴν βελτίωσιν τῆς θέσεώς του ἐντὸς τῆς
αὐτοκρατορίας τῶν Ὀθωμανῶν καὶ , ἂν ὁ Θεὸς τὸ συγχωρήσῃ , αἱ πηγαὶ ἐξ ὧν
μέλλει πηγάσῃ τὸ νάμα τῆς Ἐλευθερίας…
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Ὑπερβάλλετε , δεσποσύνη! Ἡ θέσις ἀμφοτέρων

ἡμῶν εἶναι λεπτή! Ἐβρισκόμεθα βλέπετε ἐδῶ ὑπηρετοῦντες κραταιὸν Μονάρχην
…
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Γνωρίζω ,κύριε Κόμη! Ἐθέσατε ἀμφότεροι τὰ

πλούτη τῆς διανοίας σας , ἀντὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ δυστυχοῦς ἡμῶν ἔθνους,
εἰς τὴν ὑπηρεσίαν ἰσχυροῦ ἀλλοτρίου!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Εἶναι ἔθνος ὁμόδοξον ἀπὸ τὸ ὁποῖον προσμένομεν
τὸν λυτρωμόν τοῦ Γένους.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Καὶ ποῖος ἀπὸ τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας, κύριοι,
ὅστις ἤθελε κατατροπώσει τὸν Ὀθωμανόν, ἤθελε μᾶς ἀφήσει ἐλευθέρους; Δὲν
ἠξεύρετε ὅτι οἱ Ἕλληνες μισοῦνται δοῦλοι, , ἐπειδὴ ἤθελε τοὺς φθονήσει
ἐλευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία ἀπὸ τὰς παροῦσας τῶν ἀλλογενῶν;

Τι

στοχάζεσθε, ἂν ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγὸν διὰ χειρὸς
ἄλλου δυνάστου νὰ γίνῃ ἀληθῶς εὐτυχής;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Ποῖος σᾶς ἔμαθε νὰ ὁμιλεῖτε τοιουτοτρόπως;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὁ τῆς Ἑλληνικῆς Νομαρχίας συγγραφεὺς καὶ τὰ
βάσανα τοῦ ἴδιου τοῦ Γένους!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Εἶσθε παρορμητική!
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ἂν παρόρμησις θεωρεῖται ὁ πόθος μου διὰ τὴν

Ἐλευθερίαν, συμφωνῶ μαζί σας. Καὶ ἐπαυξάνω μάλιστα: Εἶμαι ἡ πλέον
παρορμητικὴ τῶν συνομηλίκων μου!
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Μὰ ποῦ , δεσποσύνη ,θέλετε ἐπιτέλους νὰ
ὁδηγηθοῦν τὰ πράγματα; Εἰς τὴν…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Πεῖτε το, γενναιότατε, μὴ φοβεῖσθε. Εἰς τὴν στάσιν,
μάλιστα ! Εἰς τὴν ἔνοπλον Ἐπανάστασιν κατὰ τῶν τυράννων τῆς πατρίδος.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ἐστοχάσθητε ἄρά γε τὸ νόημα τῶν λόγων σας; Ἡ
Εὐρώπη ὅλη θὰ πέσῃ μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια πάνω στὸν ἀνυπεράσπιστο λαό μας.
Θὰ θρηνήσουμε θύματα. Ἀθῶα θύματα!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Μὰ για αὐτὸ ἀκριβῶς ἦρθα ὡς ἐδῶ. Γιὰ νὰ ζητήσω
ἀπὸ τὴν Ἐξοχότητά σας νὰ μὴν ἐπιτρέψετε νὰ συμβῇ ἡ ἐπέμβασις αὔτη τὴν
ὁποίαν καὶ ὑμεῖς φοβεῖσθε. Γνωρίζω πὼς ἐκ τῆς θέσεώς σας μπορεῖτε νὰ
ἐπηρεάσετε πρόσωπα καὶ καταστάσεις.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Ἂς ποῦμε πὼς ὁ κύριος Κόμης ἐξασκεῖ τὴν
ἐπιρροή του. Θαρρεῖτε πὼς αὐτὸ φτάνει; Οἱ ἀγῶνες , δεσποσύνη, ἀπαιτοῦν
θυσίες.
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὅλοι θὰ διαθέσουμε ὅ,τι καθένας μπορεῖ. Καὶ

πρώτη ἐγώ! Ἡ προῖκα μου, μεγάλη καθὼς θὰ γνωρίζετε, τίθεται ἀπὸ τὴν στιγμὴ
αὐτὴ στὴν διάθεσιν τοῦ Γένους.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Καὶ ποῖος θὰ πολεμήσῃ τὴν Τουρκιά; Μὲ τοὺς
λίγους κλέφτες ποὺ διαθέτουμε σήμερον δὲν ἠμποροῦμε νὰ διανοηθῶμεν κἂν
πὼς θὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὰς ἐχθρικὰς δυνάμεις.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὅλοι θὰ πάρουμε ἄρματα! Οἱ ξωμάχοι, οἱ ἔμποροι,
οἱ λόγιοι…
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Καὶ αἱ γυναῖκες;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Γιατὶ ὄχι, Ἐξοχότατε; Ξεχνᾶτε τὶς Σουλιώτισσες;
ΙΩΑΝΝΗΣ

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Ἀναφέρεστε

εἰς

εἰδικὴν

περίπτωσιν.

Αἱ

Σουλιώτισσαι ἐγεννήθησαν καὶ ἀνετράφησαν ἐντὸς τοῦ πολέμου.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ἂν ξεκινήσῃ, κύριοι, ἡ Ἐπανάστασις, ὅλος ὁ λαός
μας τὸ ἴδιο θὰ κάνῃ. Ἡ Ἑλλάδα ὁλάκερη θὰ γίνῃ Σοῦλι. Κι ἀλίμονο τότες σ’
αὐτοὺς ποὺ θὰ βρεθοῦν ἀπέναντί της! ( Κλείνουν τὰ φῶτα , ἡ Μαντῶ ξαναφορᾶ
τὴν κάπα τῆς Ψυχῆς , ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἀποχωροῦν.)

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : ( Ὡς Ψυχή.) Δὲν μοῦ τὸ βγάζετε ἀπὸ τὸν νοῦ πὼς
ἐκείνη ἡ πρώτη συνάντηση ἄλλαξε τὴν ζωὴ καὶ τῶν δύο. Κυβερνήτης καὶ
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀπὸ ἐπιφυλακτικοὶ ἔναντι τῆς Ἐπανάστασης , ἔγιναν
ἀργότερα ὁ κινητήριος μοχλός της σὲ στρατιωτικὸ καὶ διπλωματικὸ ἐπίπεδο.
Ὅσο γιὰ μένα, ἔφυγα γιὰ τὴν Πατρίδα. Βρέθηκα πρῶτα στὴν Τῆνο, κοντὰ στὸν
θεῖο μου τὸν πατέρα Νικόλαο Μαῦρο. Ἐκεῖ συνέβησαν γεγονότα ποὺ ἄλλαξαν
καὶ τὴν δική μου ζωή. Καὶ πρῶτα ἡ γνωριμία μου μὲ ἕναν ἄγνωστο… ( Ἡ Μαντῶ
ξαναβγάζει την κάπα γιὰ νὰ γίνει πάλι ἡρωίδα τῆς καθημερινότητας. Αὐτὸ
ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε έναλλαγή ἀπὸ Ψυχὴ σὲ πρόσωπο καὶ τούμπαλιν. Οἱ
ἀλλαγές γίνονται πάντοτε μπροστά στὸ κοινό, ὥστε νὰ γίνονται κατανοητές.
Φεύγει ἀπὸ τὴν σκηνὴ πρὸς τὰ ἀριστερά, ὅπως βλέπει τὸ κοινό. Απὸ τὸ ἴδιο
μέρος βγαίνει μὲ μεγάλες προφυλάξεις ὁ Ἄγνωστος . Άφοῦ φτάσει περίπου ὡς
τὴν μέση τῆς σκηνῆς, ἐμφανίζεται ἡ Μαντῶ, ποὺ τὸν παρακολουθεῖ καὶ πρὶν
διασχίσει τὴν σκηνή,τοῦ φωνάζει:)
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Στάσου!
ΑΓΝΩΣΤΟΣ( Τὰ χάνει πρὸς στιγμήν, μὰ βρίσκει γρήγορα τὴν ψυχραιμία του.):
Μὲ κατασκοπεύεις, κόρη μου; Γιὰ ποῖον λόγον;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : ( Ἥρεμα) :Ποιὸς εἶσαι;
ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ἕνας ἐργάτης , παιδί μου, ἕνας ξωμάχος . Εἶμαι στὴν δούλεψη τοῦ
λιοτριβιοῦ τῆς ἐπισκοπῆς.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: ( Μὲ τὴν ἴδια ἡρεμία) : Δὲν μοιάζεις μὲ ξωμάχο. Κι ἂν
δουλεύεις στὸ λιοτρίβι τῆς ἐπισκοπῆς, σίγουρα δὲν εἶσαι ἁπλός έργάτης. Ἀλλιῶς
γιατὶ ἔρχεσαι κάθε νύχτα στὸ σπίτι τοῦ παπα-Μαύρου;
ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Αὐτὸ μπορεῖ νὰ στὸ ἐξηγήσει ὁ ἴδιος ὁ …θεῖος σου!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πῶς ξέρεις…
ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ξέρω πολύ περισσότερα ἀπὸ ὅσα νομίζεις. Μὰ αὐτὰ μπορεῖ νὰ
εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνα γιὰ μιὰ κοπέλα σὰν καὶ τοῦ λόγου σου! Γιὰ αὐτό…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μὴ συνεχίζῃς, κατάλαβα. Θαρρεῖς σὲ φοβᾶμαι; Δὲν
φοβᾶμαι κανέναν καὶ τίποτε. Τὸ κορμί μου μποροῦν πολλοὶ νὰ τὸ βλάψουν, μὰ
τὴν ψυχή μου κανεῖς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀγγίξῃ, γιατὶ εἶναι κομμάτι τοῦ Θεοῦ!
ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Εὖγε γιὰ τὸ θάρρος σου, δεσποσύνη. Συμβαδίζει βλέπω μὲ τὴν
μορφή σου! Ὅσο γιὰ ἐκεῖνα ποὺ μὲ ῥώτησες σχετικὰ μὲ τὸν ἱερέα Νικόλαο
Μαῦρο, ἰδοῦ ὁ ἴδιος κι ἂς σοῦ τὰ ἐξηγήσῃ.( Τῆς δείχνει πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη της
καὶ ἡ Μαντῶ στρίβει γιὰ νὰ τὸν δῇ.)
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ ( Ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος μὲ τοὺς ἄλλους. Κοιτᾶ γλυκὰ
τὴν Μαντῶ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν Ἄγνωστο.): Πιστεύεις, ἀδερφέ πὼς εἶναι ἡ
ὥρα;
ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ὅσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα, πάτερ μου.
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Καλῶς. ( Στὴν Μαντῶ):Ἄφησε, κόρη μου, τὸν ἄνθρωπο νὰ
πηγαίνει. Ἔχει ἄλλως τε τόση δουλειὰ νὰ κάνῃ. Ἔλα μαζί μου. ( Τῆς τείνει τὸ
χέρι. Ἐκείνη τοῦ τὸ πιάνει και ἀφοῦ χαιρερτήσει μὲ τὸ ἄλλο χέρι τὸν Ἄγνωστο
ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριά, καθῶς πηγαίνουν πρὸς τὸ μέρος ἀπὸ τὸ
ὁποῖο εἶχαν ἔρθει, τῆς λέει): Αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ πῶ μπορεῖ νὰ ἀλλάξουν τὴν ζωή
ὅλων μας…(Ἡ σκηνή ἄδεια)
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔτσι μπῆκα στῆς Φιλικῆς τὸ Μυστικὸ ποὺ
μ’ ἄγγιξε ἴσαμε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κι ἔτσι ἄρχισε ὁ καυγὰς μὲ τὴν μάνα
μου, τὴν Ζαχαράτη.
(Ἐμφανίζεται ἡ Ζαχαράτη ποὺ περπατᾶ πάνω –κάτω, ὅλο νεῦρα , ὥσπου νὰ
ἐμφανιστῇ ἡ Μαντῶ.
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Μπορεῖς νὰ μοῦ εἰπῇς , θυγατέρα, τί σοῦ χρειάζονται τόσα λεφτά;
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ:

(

Ἥρεμα,

μὰ

ἀποφασιστικά)

:Δικός

μου

λογαριασμός!
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Γιὰ ξαναπές το αὐτό! Τί λὲς ἐκεῖ! Μοῦ γυρεύεις τὴν προῖκα σου καὶ
μοῦ λὲς πὼς δὲν θὰ μοῦ πεῖς τί τὴν θέλῃς; Ἄ, σὰν νὰ παραπῆραν ἀέρα τὰ μυαλά
τῶν νέων τὸν 19ο αἰῶνα!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἄφησε ἥσυχους τοὺς ἄλλους νέους. Γιὰ τὴν προῖκας
τὴν δική μου μιλᾶμε καὶ γιὰ τίποτε ἄλλο.
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Μήπως ἡ καρδιά σου χτυπᾶ γιὰ κανέναν… παρακατιανὸ καὶ θέλεις
νὰ τὸν βοηθήσῃς νὰ καζαντήσῃ;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σύχασε ,μάνα, καὶ δὲν παντρεύομαι.
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Καὶ γιατί, παρακαλῶ ; Μὲ ἕνα παλικάρι τῆς σειρᾶς μας, γιατὶ ὄχι;
Καὶ ἡ ἡλικία σου , καὶ ἡ προῖκα σου , καὶ ἡ θέση μας σοῦ τὸ ἐπιτρέπουν .
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν λέω γιὰ τὰ ἄλλα, μὰ ἡ Θέση μας…
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Τί ἔχει, κόρη, ἡ θέση μας; Ἄρχοντες εἴμαστε ἀπὸ τοὺς λίγους στὸ
νησί!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Καὶ δοῦλοι στὴν θέληση κάθε Τούρκου!
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Ποῦ τὸν εἶδες ἐσὺ τὸν Τοῦρκο; Δόξα σοι ὁ Θεός, ἐδῶ μονάχα ὁ
καδῆς ὑπάρχει κι αὐτὸς εἶναι σὰν νά… Μὰ στάσου, στάσου γιατὶ ἐσὺ θὰ μὲ
ζουρλάνῃς. Ἀφοῦ ὅποιον καὶ νὰ πάρῃς κι ἐκεῖνος σκλάβος θὰ ’ναι…Ἐκτὸς κι ἂν
ἔβαλες μὲ τὸν νοῦ σου νὰ πάρῃς κανέναν… μαγαρισμένο, Θὲ μου φύλαγε!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Γιὰ αὐτὸ σοῦ λέω, μάνα, πὼς δὲν παντρεύομαι. Δὲν
μπορῶ νὰ φανταστῶ ἕναν δοῦλο νὰ μὲ ἀγγίζῃ.
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Πάει , ἡ θυγατέρα μου βουρλίστηκε! Καὶ δὲν μοῦ λὲει ἡ χάρη σου
τόσα χρόνια πῶς θὰ κρατιόταν τὸ γένος μας, ἂν οἱ γυναῖκες μας εἶχαν ὅλες τὰ
μυαλὰ τὰ δικά σου; Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ πάψουμε νὰ φέρνουμε στὸν κόσμο
παιδιά, ἐπειδὴ εἴμαστε δοῦλοι; Καὶ πὼς θὰ λευτερωνόμαστε μιὰ μέρα, δίχως τοὺς
σκλάβους ποὺ νιώθουν στὸ πετσί τους τὴν σκλαβιὰ καὶ εἶναι γιὰ αὐτὸ ἔτοιμοι ὡς
καὶ νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ τὴν τινάξουν ἀπὸ πάνω τους;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μ’ αὐτὰ ποὺ λὲς,μάνα, μὲ κάνεις καὶ σὲ καμαρώνω!
Γιὰ αὐτὸ τώρα λέω, θὰ μοῦ δώσῃς τὰ φλουριά!
ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Μὲ τὰ δικά σου τὰ λόγια ὅμως ἐγὼ δὲν σὲ καμαρώνω καθόλου. Τί
λῦσσα σ’ ἔπιασε νὰ τα

ζητᾶς , ἀφοῦ ὅπως λὲς , δὲν θέλεις πρὸς ὥρας νὰ

παντρευτῇς καὶ διώχνεις τόσα παλικάρια ποὺ σὲ γυρεύουν. Τί πρέπει νὰ κάνῃ
ἕνας ἄντρας λοιπὸν γιὰ νὰ σὲ πείσῃ νὰ γίνῃς ταῖρι του;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Νὰ εἶναι λεύτερος! Κι ἄκουσε: Ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα νὰ
παντρευτῶ, θὰ πάρω γιὰ ἄντρα μου αὐτὸν ποὺ θὰ σκοτώσῃ τοὺς περισσότερους
Τούρκους καὶ θὰ στήσῃ μὲ τὰ κεφάλια τους τὸν πιὸ ψηλό πῦργο στην αὐλή μας.
Μίλησα καὶ γνώμη δὲν ἀλλάζω! ( Κλείνει τὸ φῶς) .
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Μεγάλη μπουκιὰ φᾶε, μεγάλη κουβέντα
μὴν πεῖς, λέει μιὰ παροιμία. Τὸ παλικάρι ποὺ ἀγάπησα πρῶτο δὲν ἔσφαξε
Τούρκους γιὰ νὰ μοῦ στήσῃ πῦργο μὲ τὰ κεφάλια τους. Ξεψύχησε ἀπὸ σπαθὶ
Τούρκου στην ἀγκαλιά μου. Μά, ἂς τὰ πάρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἠμουν στὴν
Μύκονο γιὰ νὰ μπάσω στὴν Ἑταιρεία ἕναν προεστό της, ὅταν ἔμαθα γιὰ τὴν
ὕπαρξή του. Μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὸ Παρίσι , ὅπου σπούδασε στὴν Σορβόνη. Ἄκουσε
μαθήματα τοῦ Κοραῆ ,μὰ καὶ τοῦ Γρηγορίου Ζιλύκη. Ἔζησε ἀπὸ κοντά τὴν
Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ μιλοῦσε στὸν κόσμο γιὰ Ἐλευθερία, Ἰσότητα,
Ἀδερφότητα. Θέλησα νὰ τὸν γνωρίσω · μιλήσαμε · ἔνιωσα γιὰ κεῖνον ἕλξη
ἀνίκητη. Ἦταν ὁ Λεύτερος ἄντρας ποὺ στὰ χέρια του θὰ ἔνιωθα λεύτερη κι ἐγώ.
Τὸν κάλεσα νὰ ἔρθῃ στὴν Πάρο, νὰ δουλέψῃ ξωμάχος στὸ λιοτρίβι τοῦ
μοναστηριοῦ, στὴν θέση τοῦ Ἀγνώστου ἐκείνου ποὺ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ μπῶ στὴν
Ἑταιρεία. Ἦρθε! Κάναμε μαζὶ πολλὰ σχέδια. Τὸν ἔλεγαν Μπλάκαρη. Ὑάκινθο
Μπλάκαρη! ( φεύγει ἀπὸ τὴν σκηνή, γιὰ νὰ ἐμφανιστῇ μαζί μὲ τὸν Μπλάκαρη
καὶ νὰ συνεχίσουν μιὰ συζήτηση ποὺ εἶχαν ἀρχίσει .)
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σαράντα χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση οἱ ῥαγιάδες

ἄκουσαν μ’ ἀνατριχίλα στὰ βουνά, στὰ πανηγύρια, στὰ χωριά, ἕνα τραγούδι
πρωτόφαντο. Δόξαζε τὸν πρῶτον Ἔλληνα κλέφτη ποὺ ’πεσε μὲ τ’ ἄρματα στὸ
χέρι σὲ μάχη μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν ὥρα κιόλας ποὺ οἱ διάδοχοι τοῦ πορθητῆ
ἀνέβαιναν στὸν θρόνο τῶν σουλτάνων, ἄρχιζε στὴν Ἑλλάδα κάτι μοναδικὸ σ’
ὁλάκερο τὸν κόσμο. Γένος σκλαβωμένο μπόρεσε νὰ πλάσῃ στὸ ἴδιο τὸ κράτος
τοῦ κατακτητῆ δική του στρατιωτικὴ τάξη καὶ νὰ τὴν ἐπιβάλῃ στὸν κυρίαρχο.
Τοὺς Κλέφτες κι ἀρματωλούς , ποὺ βγῆκαν ἀπ’ τὰ σπλάχνα τῶν Κλεφτῶν.
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Πῶς τὸ κάνεις αὐτό;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πῶς κάνω ποιό;
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Αὐτό… ποὺ σκλαβώνεις τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια σου.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σκλαβώσω κανέναν. Μισῶ τὴν
σκλαβιὰ ὅσο τίποτε! Νὰ λευτερώσω τὸν τόπο μου ἀπὸ τὴν δουλεία , αὐτὸς εἶναι ὁ
μόνος πόθος μου.
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ:Ἔχω γνωρίσει τόσους ἀνθρώπους, ἔχω μιλήσει μὲ τόσον κόσμο,
μὰ γυναῖκα σὰν ἐσένα δὲν συνάντησα ποτέ! Εἶσαι στιβαρὴ σὰν ἀρχαῖα Θεὰ
,γλυκειὰ σὰν ὁπτασία, καθένας θὰ ποθοῦσε νὰ σὲ ἔχει στὸ πλάι του κι ἐσὺ, ἀντὶ
νὰ σκέφτεσαι τὶς χαρὲς τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Τί σ’ ὠφελεῖ κι ἂν ζήσῃς καὶ εἶσαι στὴν σκλαβιά;
Στοχάσου πὼς σὲ ψήνουν κάθε ὥρα στὴν φωτιά.
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ὡραῖα ποὺ ἀπαγγέλεις…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σ’ ἀρέσει; Ἄκου κι αὐτὸ λοιπόν:
«Ὡραία Ἑλλάδα, ἔρημο στοιχειὸ μιᾶς δόξας ποὔχει σβήσει.
Νεκρή, κι ὅμως ἀθάνατη, πεσμένη , μὰ τρανή,
Τὰ σκορπισμένα σου παιδιὰ ποιὸς τώρα θὰ ὁδηγήσει;
Ποιὸς θὰ συντρίψῃ τὴν σκλαβιὰ ποὺ αἰώνια ἔχει γινεῖ»;
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Μαντῶ Μαυρογένους, θέλεις νὰ γίνῃς γυναῖκα μου;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ὄχι, Ὑάκινθε Μπλάκαρη.
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Πάει νὰ πῇ δὲν μ’ἀγαπᾶς;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πάει νὰ πῇ σ’ ἀγαπῶ πάρα πολὺ γιὰ νὰ σὲ νιώθω
πλάι μου σκλάβο. Νὰ λευτερωθοῦμε μὲ τὸ καλὸ καὶ τὸ πρῶτο ποὺ θὰ κάνω εἶναι
νὰ γίνω γυναῖκα σου.
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ὥσπου νὰ ἔρθῃ ἐκείνη ἡ ὥρα…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ζυγώνει, ἀγαπημένε μου! Ἕλα μαζί μου ἀμέσως.
Ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ μάθεις γιατὶ σὲ κάλεσα κοντά μου… ( φεύγουν)
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Κείνη τὴν ἡμέρα τὸν μύησα στὸ Μυστικό!
Καὶ λίγον καιρὸ ἀργότερα τὸν ἔστειλα στὴν Κέρκυρα, νὰ μιλήσῃ στὸν
Καποδίστρια ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ νὰ μᾶς φέρῃ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν
Ἐπανάσταση ποὺ σκεφτόμασταν νὰ κινήσουμε. Ὅσα μᾶς εἶπε μᾶς κόψαν τὰ
φτερά, δίχως ὅμως καὶ νὰ μᾶς ἀπελπίσουν ἐντελῶς . ( φεύγει καὶ ἐμφανίζεται
μαζὶ μὲ τὸν παπα-Μαῦρο καὶ τὸν Μπλάκαρη. )
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: «Ὁ Τσάρος δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση νὰ τραβήξῃ τὸ σπαθὶ κατὰ
τῆς Τουρκιᾶς, οὔτε νὰ ταράξῃ τὶς σχέσεις του μὲ τὴν Ἀγγλία. Πιστεύει τὸν ἐαυτό
του εὐτυχισμένο ποὔδωσε τὴν εἰρήνη στὴν Εὐρώπη καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν
διατηρῇ. Ὅ, τι μπορεῖ νὰ γίνῃ γιὰ σᾶς χωρὶς πολεμικὲς περιπέτειες θὰ γίνῃ. Ἔξω
ἀπὸ αὐτὸ ὅμως, οὐδὲν. Χρέος σας νὰ κάμετε μεγάλην ὑπομονὴν , νὰ δώσετε στὰ
παιδιά σας καλὴ ἐθνικὴν ἀνατροφὴ , ἀφήνοντας τὰ ἄλλα στὸν καιρὸ καὶ στὴν
θεία πρόνοια».
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Περιμέναμε νὰ μᾶς ἀπαλύνῃ τοὺς καημούς μας κι αὐτὸς μᾶς
λέει νὰ ὑπομείνουμε.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ὡς πότε ὅμως; Ξέρει ὁ κόμης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πὼς
δὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε μοναχὰ μὲ τὴν ὑπομονή; Πὼς τὸ Γένος χρειάζεται καὶ
τὴν Ἐλπίδα; Αὐτὴν ποιὸς εἶναι ἄξιος νὰ μᾶς τὴν προσφέρῃ; Νὰ δοῦμε λίγο φῶς
καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι μας θυσία.
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Τί νὰ σοῦ κάνῃ κι ὁ Κόμης; Πολιτικὸς εἶναι. Ἡ μοίρα τοῦ
πολιτικοῦ εἶναι νὰ πείθῃ τοὺς λαοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τὶς προσταγὲς τῶν ἰσχυρῶν
ἀφεντάδων τους καὶ νὰ κάνουν τὰ κέφια τους δίχως νὰ βαρυγκομοῦν.
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Χρέος ὅμως τῶν λαῶν εἶναι νὰ γνωρίζουν τὸ

παιχνίδι αὐτὸ καὶ νὰ μάχονται γιὰ τὴν ἀνατροπή του.
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Γιὰ τοῦτο κι ἕνας Σουλιώτης τοῦ ’πε τὰ λόγια ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ
ποὺ σ’ ὅλους μας ἔκαναν μεγάλην ἐντύπωσιν: «Ἀφόντας ἔπεσε τὸ Σοῦλι, ἡ
Πάργα καὶ τὰ Ἑφτάνησα ἦταν τὰ μοναχά μας ἀποκούμπια. Σήμερα τὴν Πάργα
τὴν πούλησαν οἱ Ἄγγλοι, ποὺ ὁ Τσάρος δὲν θέλει νὰ τοὺς στεναχωρήσῃ, στὸν
Ἀλή. Καὶ τὰ Ἑφτάνησα οἱ ἴδιο μᾶς τὰ ’χουν κλεισμένα. Μάθε τὸ λοιπόν,
πρίγκηπα πὼς, ἂν κι ἡ Ῥουσία μᾶς ἀφήνῃ, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ
χαθοῦμε. Ἀφοῦ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Εὐρώπης μᾶς ἀφήνουν στοῦ Τούρκου τὸ ἔλεος,
ἐμεῖς θὰ βγοῦμε στὸ κλαρί. Θὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους μονάχοι τὴν σημαία τοῦ
Σταυροῦ καὶ τῆς Ἐλευθερίας. Κι ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ λευτερωθοῦμε, θὰ
πεθάνουμε παλικαρίσια σὰν τοὺς πατέρες μας. Καὶ τὸ κρίμα στὸν λαιμό τους».
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Νὰ ζήσῃ τὸ παλικάρι, εὖγε του!
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ἐχω ὅμως κι ἄλλα νέα νὰ σᾶς πῶ. Συναντήθηκα μὲ τὸν
Μπότσαρη, τὸν

Κολοκοτρώνη, τὸν Ἀναγνωσταρά. Ὅλοι πιστεύουν πὼς ἡ

Ἐλευθερία τοῦ γένους δὲν εἶναι χίμαιρα. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε ἐνωμένοι
καὶ μὲ θέληση. Καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὴν ἔκπληξή μου, ὅταν εἶδα τὸν
ἀδερφὸ τοῦ Κόμητος, τὸν Βιάρο, νὰ μὲ καλῇ μὲ τὰ σημεῖα τῆς Ἑταιρείας!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σοβαρά; Δόξα σοι ὁ Θεός!
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ὁ δὲ Κόμης εἶπε καὶ κάτι σημαδιακό. Στὸ γεῦμα τῆς
Άναστάσεως, πλησίασε τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ ψιθύρισε: «Ἐφέτος κάνομε
Πάσχα ἐδῶ εἰς τοὺς Κορφούς. Καὶ τοῦ χρόνου εἰς τὴν πατρίδα σου, τὸν Μοριά».
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου!
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔφτασε λοιπὸν ἡ μεγάλη μέρα. Τὸ

χαρμόσυνο

μήνυμα τὸ ἔφερε ἀπὸ τὸ λίμάνι ὁ παπα-Μαῦρος, ὁ Θεῖος μου.

(φεύγει · τὴν βλέπουμε νὰ κάθεται διαβάζοντας ἕνα βιβλίο, ἐνῶ μπαίνει ὅλο
ἔνταση ὁ παπα-Μαῦρος).
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Μαντῶ, Μαντῶ!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ(άφήνει τὸ βιβλίο στὴν ἄκρη) Τί ἔτρεξε, θεῖε;
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Εὐλογημένη ἡ ὥρα , κόρη μου! Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ θεοῦ
ξεκινήσαμε.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μίλα ξεκάθαρα, τί συνέβη;
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Ἦρθε καράβι ὑδραίικο. Βρόντηξε τὸ τουφέκι! Παπαφλέσσας
καὶ Κολοκοτρώνης μὲ τὸν Πετρόμπεη ἀρχηγὸ μπῆκαν στὴν Καλαμάτα. Οἱ
Σπέτσες κι ἡ Ὕδρα στὸ πόδι! Ἔσκασα τὸ μουλάρι γιὰ νὰ στὰ προφτάσω πρῶτος.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Καὶ τώρα ἡ σειρά μας ! ( Ξεκρεμάει ἀπὸ τὸν τοῖχο
ἕνα σπαθί) Βλέπεις τοῦτο τὸ σπαθί, θεῖε μου; Εἶναι τοῦ Αὐτοκράτορα.
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Ἐννοεῖς τοῦ…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ναι, τοῦ Παλαιολόγου, τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ.
Καιρὸς νὰ βγῇ ἀπ’τὴν θήκη του, νὰ πιάσῃ δουλειά. ( Τὸ ζώνεται)
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Τί κάνεις αὐτοῦ;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Τὸ χρέος μου πρὸς τὴν πατρίδα!
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔφυγα ἀμέσως γιὰ τὴν Μύκονο μὲ τὸν
Μπλάκαρη. Συγκάλεσα σύναξη τῶν προεστῶν στὸ πατρικό μου σπίτι. Ἐκεῖ
κονταροχτυπήθηκα καὶ μὲ τὴν μάνα μου. (Καθῶς λέει αὐτὰ, ἡ σκηνὴ γεμίζει
Μυκονιᾶτες . Ἡ Ζαχαράτη στέκει στὴν μέση ἀνταριασμένη. Ἡ Μαντῶ μπαίνει )
ΖΑΧΑΡΑΤΗ :Δὲν σᾶς τὸ ’λεγα , προεστοί; Ἡ θυγατέρα μου ἐβουρλίστηκε! Σᾶς
κάλεσε

ἐδῶ γιὰ νὰ σᾶς γεμίσῃ τὸ κεφάλι φούμαρα. Πὼς τάχατες τὸ γένος

ἐπαναστάτησε καὶ ζητᾶ τὴν λευτεριά του. Λόγια, ὡραῖα λόγια. Πῶς ,μωρὲ,
γίνονται οἱ ἐπαναστάσεις; Πῶς πετυχαίνουν; Πιάσαν στὸν Μοριά στὸν ὕπνο
τοὺς Τουρκαλᾶδες καὶ νομίζετε πὼς τὸ Ντοβλέτι θὰ καθίσῃ μὲ τὰ χέρια
σταυρωμένα; Δὲν θὰ χτυπήσῃ τοὺς ἐπαναστάτες ἀλύπητα; Κι ἄν πᾶμε μαζί
τους, δὲν θὰ μᾶς περιμένῃ ἡ ἴδια μοῖρα;
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ:Ἀκούσατε τὴν μητέρα μου, γέροντες. Καιρὸς νὰ

ἀκούσετε κι ἐμένα.
ΖΑΧΑΡΑΤΗ : Ἐσὺ εἶσαι ζουρλή! Κι ἀλόίμονό τους , ἀν δώσουν πίστη στὰ λόγια
σου! (Φεύγει ὅλο θυμό.)
ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Μὴν τὴν ξεσυνερίζεστε. Εἶναι ὁ χαμὸς τοῦ ἄντρα της, τοῦ
Νικόλα Μαυρογένη ποὺ τῆς γεμίζει τρόμο τὴν καρδιά καὶ σκοτεινιάζει τὸν νοῦ
της. Ἀκοῦστε τὴν Μαντῶ. Καὶ δῶστε βάση στὰ λόγια της.
ΚΑΜΠΑΝΗΣ Μὰ ,παπά μου, μήπως ἔχει ἄδικο ἡ ἀρχόντισσα; Ἕνα ὑδραίικο
καράβι λέτε πὼς ἔφερε τὴν εἴδηση τοῦ σηκωμοῦ. Ὅπως καὶ τότε, στὰ Ὀρλωφικά,
θυμᾶστε; Καὶ τί γίνηκε κατόπι; Μᾶς πουλήσανε. Βγάλαν τὴν οὐρά τους ἀπ’ ἔξω ,
ζήτησαν συγχώρεση ἀπ’ τοὺς Τουρκαλάδες καὶ ἔριξαν ὅλο τὸ φταίξιμο πάνω
μας.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Κι ἔτσι νὰ ’ναι, γέροντες, ποιὸς σᾶς λέει πὼς ἐπειδὴ
ἔγινε μιὰ φορὰ κάτι στραβό, θὰ γίνεται τὸ ἴδιο πάντα; Ἐγὼ ξέρω πὼς τούτη τὴν
φορὰ ὑπάρχει ὀργάνωση , θέληση κοινὴ ἀπὸ θαλασσινοὺς καὶ στεριανοὺς, πὼς
ὅλοι μαζὶ κινᾶμε. Ἔρχονται αὔριο ἐδῶ οἱ Ὑδραῖοι μὲ τὸν Τομπάζη καὶ σᾶς ζητοῦν
νὰ μπεῖτε στὸν ἀγῶνα. Τί θὰ τοὺς πεῖτε; Αὐτὰ ποὺ μοῦ λέτε τώρα γιὰ τὰ
περασμένα τους λάθη;
ΒΑΛΕΤΑΣ: Ἐσὺ ἤσουνα μικρὴ, κερά, δὲν τὰ θυμᾶσαι. Οἱ Ὑδραῖοι εἶναι σὰν τὶς
ἀλεποῦδες πονηροί. Πρὶν ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν Ὀρλώφ, τί πὰ νὰ πῇ Τοῦρκος δὲν
ἠξέραμε. Μὰ οἱ Ὑδραῖοι μᾶς βάλαν στὰ αἵματα κι ἀφοῦ τὸ ντοβλέτι μᾶς ἔπεμψε
καδῆ καὶ βοϊβόντα, μᾶς περγελοῦσαν. Ἄτιμη φάρα ὑδραίικη, δὲν πρέπει νὰ
ξαναπέσουμε στὰ νύχια της.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Καὶ θὰ ἀφήσουμε τὰ ἀδέρφια μας νὰ πολεμᾶν τὸν
Τοῦρκο μοναχά τους; Κι ἡ λευτεριά μωρέ; Πῶς θὰ ζητήσουμε τὴν λευτεριά, σὰν
κάτσουμε σὰν κότες στὴν άντάρα;
ΧΑΤΖΗ-ΜΠΑΤΗΣ: Βαρὺ λόγο μᾶς λές, ἀρχοντοπούλα. Κι ὕστερα ἐσὺ τί ἔχασες
ὡς σήμερα ἀπὸ τὴν σκλαβιά, ἤ τί μπορεῖς νὰ δώσῃς στὸν ἀγῶνα;
ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Πῶς τολμᾶτε νὰ ῥωτᾶτε τέτοια πράγματα;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἄφησε, Ὑάκινθε, θὰ ἀπαντήσω. Ἔχασα τὸν πατέρα
μου,Χατζη-Μπατή! Καὶ στὸν ἀγῶνα δίνω ὅλη μου τὴν προίκα. Νὰ την , ἐδῶ
Μπροστά σας. Πᾶρτε την. Ἤ , ἂν δὲν τὴ θέτε, ἀρματώνω μὲ αὐτὴν καράβια,
πληρώνω καὶ τοὺς ναῦτες καὶ ξεκινῶ μονάχη μου. Κι ὅσο γιὰ σᾶς, καθῆστε ἐδῶ ,
μονάχοι σας, σὰν θέτε. Μὰ τὴν μοίρα τοῦ νησιοῦ θὰ τὴν ὁρίσουμε οἱ
ἀποφασισμένοι, κι ὄχι οἱ «φρόνιμοι» καὶ τὰ μυαλὰ τὰ γερασμένα! Ἦρθε ὁ καιρὸς
γιὰ τ’ ἄρματα. Ὅσοι μὲ ἐμπιστεύονται, νὰ ἔρθουν νὰ πάρουν ὅπλα , νὰ
ὁργανώσουμε ἄμυνα, γιατὶ ἡ μάνα μου σὲ ἕνα μονάχα ἀπὸ ὅσα εἶπε ἔχει δίκιο.
Πὼς οἱ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἀφήσουν τοῦτο τὸ κίνημα ἀναπάντητο. Ἂς μὴν τοὺς
κάνουμε τὴν χάρη νὰ μᾶς βροῦν ἀπροετοίμαστους. (Βγάζει τὸ σπαθὶ ποὺ ἔχει
ζωστεῖ) Ξέρετε, γέροντες τί γράφει τοῦτο τὸ σπαθί; Ξέρετε τίνος ἦταν; (Τὸ
σηκώνει ψηλὰ καὶ διαβάζει): «Δίκασον,Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντας με , βασιλεῦ τῶν
Βασιλευόντων».

Λόγια

ἀπὸ

τὸν

Αὐτοκράτορα

γιὰ

νὰ

βοηθήσουν

τὸν

χειμαζόμενο λαό του. Σ’ αὐτὸ τὸ σπαθὶ σᾶς ξορκίζω νὰ ἀγωνιστοῦμε ὅλοι μαζί
γιὰ ὅσους τόσους αἰῶνες ποθοῦσαν ,μὰ δὲν ἀξιώθηκαν τὴν Λευτεριά. Αὐτὴν
ἀξίζει νὰ ἀφήσουμε κληρονομιά στὰ παιδιά μας, εἰδάλως νὰ πεθάνουμε
πολεμῶντας τὸν ἐχθρὸ . Λοιπὸν , γέροντες, τώρα ποὺ μὲ ἀκούσατε, ποιὰ εἶναι ἡ
γνώμη σας;
ΑΠΑΝΤΕΣ :Ἐλευθερία ἤ Θάνατος!
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔτσι μπῆκε ἡ Μύκονος στὸν ἀγῶνα μὲ ἕξι
καράβια. Δύο ἀπὸ μένα κι ἄλλα τέσσερα ἀπὸ τὸ Κοινὸ τῶν νησιωτῶν.
Προορισμός μας ἡ Εὔβοια. Καὶ μέσα στὰ πολεμικά μας σχέδια ἦρθε καὶ ἕνα
προξενιό. Φυσικά δὲν δέχτηκα τὸν γαμπρό · τὸν πῆρε ὅμως ἡ ἀδερφή μου ἡ
Εἰρήνη καὶ ἡσύχασα ἀπὸ δαῦτον. Ἡ ἔγνοια μου τώρα ἦταν στὸν Μπλάκαρη , ποὺ
δὲν ἔλεγε νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ τὴν Μύκονο καὶ νὰ πάῃ νὰ πολεμήσῃ. Ἔλεγε πὼς
δὲν μποροῦσε νὰ μὲ ἀποχωριστῇ, πὼς ἔπρεπε νὰ ὁργανώσῃ τοῦ νησιοῦ τὴν
ἄμυνα, κι ὅλα αὐτὰ κρύωναν τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀγάπη μου. Ὥσπου λάβαμε ἕνα
γράμμα μὲ μιὰ τοῦφα ἀπὸ τὰ μαλιά μου ποὺ μοῦ ’χε ζητήσει ἕνας νέος στὴν
Βιένη,πρὶν πάει νὰ καταταγῇ στὸν Ἱερὸ Λόχο τοῦ Ὑψηλάντη. Ὁ νέος ἔπεσε
ἡρωικὰ στὸ Δραγατσάνι καὶ τελευταία ἐπιθυμία του ἦταν νὰ λάβω πίσω τὴν
τοῦφα ποὺ τοῦ εἶχα χαρίσει γιὰ νὰ δῶ πὼς τίμησε τὴν ὑπόσχεση ποὺ κάποτε
μοῦ ἔδωσε νὰ δώσῃ καὶ τὴν ζωή του στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα προκειμένου ἔτσι
νὰ κερδίσῃ τὴν ἐκτίμησή μου. Τί κάνει κανεῖς , ὅταν ἐρωτευτεῖ… Γιατὶ ὁ νέος
αὐτὸς μοῦ εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ τὴν ἀγάπη του. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ κεῖνον, δὲν
μποροῦσα νὰ νιώσω τὸ παραμικρό γιὰ κάποιον ποὺ ἦταν , σὰν κι ἐμένα ,δοῦλος.
Πέθανε λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποδείξῃ πὼς ἄξιζε τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ εἶχα ἀρνηθεῖ. Κι ὁ
Μπλάκαρης, σὰν ἔμαθε τὸ γεγονός,χάθηκε καὶ δὲν τὸν ξαναεἶδα ,παρά… Μὰ
τώρα φτάνουμε στὸ 1822 καὶ πρέπει νὰ μάθετε γιὰ τὸ νησί μου ποὺ κινδυνεύει!
(φεύγει. Τὴν βλέπουμε νὰ ἀγναντεύει μακριά καὶ νὰ καλῇ τοὺς Μυκονιάτες στὰ
ὅπλα).
ΜΑΝΤΩ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΣΤΟΙ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ :Ἐμπρός, ἀδέρφια μου! Σήμερα εἶναι ὁ ἀγῶνας γιὰ
ὅλα. Ὁ τύραννος ἔρχεται νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιατὶ θέλουμε νὰ ζήσουμε ὡς
ἐλεύθεροι ἄνθρωποι. Μὰ θὰ τοῦ δείξουμε ὅτι δὲν φοβόμαστε οὔτε τὰ πυροβόλα,
οὔτε τὰ ἄρματά του. Δὲν θὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ βεβηλώσῃ τὰ ἱερά μας χώματα ,
νὰ ἀτιμάσῃ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια τοῦ τόπου μας, μὰ θὰ τοῦ δείξουμε πὼς
ξέρουμε νὰ ὑπερασπιζόμαστε ὅ, τι καὶ ὅσους ἀγαπᾶμε. Ἂν ξεμπαρκάρουν οἱ
ἄπιστοι, θὰ προσμένετε τὸ σινιάλο μου νὰ πάρετε πρῶτα τὸ δεξιὸ πλευρό τους
καὶ κατόπιν τὶς πλάτες τους , νὰ τοὺς κόψετε τὸν δρόμο πρὸς τὴν θάλασσα καὶ
πρὸς τὰ πλοῖα. Κανεῖς δὲν θὰ κάνῃ τὸ παραμικρὸ, χωρὶς νὰ δώσω ἐγὼ σημεῖο.
ΜΥΚΟΝΙΑΤΕΣ: Ἔννοια σου, Καπετάνισσα.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὅλοι στὶς θέσεις μας, λοιπόν!
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ :Κυρά, κατεβάζουν τὶς βάρκες!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Μὴ φοβᾶστε καὶ κανένας τους δὲν θὰ γυρίσῃ ξανὰ
στὰ πλοῖα τους. Δὲν θὰ ῥίξῃ κανεῖς , ἂν δὲν φτάσουν σὲ βολὴ τουφεκιοῦ.
(Τραβῶντας τὸ σπαθί της) Στὸ ὄνομα τοῦ Σταυροῦ, φωτιὰ στοὺς Ἀγαρηνούς!
(ῥίχνουν τὴν πρώτη ὁμοβροντία). Ἀπάνω στὰ σκυλιά! ( ἀνεμίζοντας τὸ σπαθὶ
πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της) Ἀπάνω τους μὲ τὰ σπαθιά!
ΑΠΑΝΤΕΣ ( τρέχοντας ἔξω ἀπὸ τὴν σκηνή): Ἀπάνω τους!
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔτσι σώθηκε τὸ νησί! Κι ἀπὸ τότε οἱ
Μυκονιάτες σὲ κάθε χαρά, τραγουδοῦσαν τὸ ἴδιο τραγοῦδι.
( Ἀκούγεται τὸ τραγούδι τῆς Μαντοῦς)
Κάνει φτερὰ στὸν πόλεμο
Γιὰ τῆς Μαντῶς τὴν χάρη
Καὶ τῆς Πατρίδος τὴν τιμὴ
Κάθε ἄξιο παλικάρι!
Ἔπειτα φύγαμε γιὰ τὴν Ἔγριππο, τὸ μεγάλο νησὶ ἀπέναντι ἀπ’ τὴ Ῥούμελη. Μὲ
ὁρμητήριο τὰ Βρυσάκια καὶ καπετάνιο τὸν Ἀγγελῆ Γοβγίνα πού ’χε κλειστεῖ στὴν
Γραβιὰ μὲ τὸν Ἀνδροῦτσο, οἱ Ἕλληνες πολιορκοῦσαν τὴν Χαλκίδα. Μὰ κι ὁ
δεσπότης Νεόφυτος εἶχε σηκώσει μπαϊράκι στὴν

Κάρυστο. Κοντά του ὁ

Κριεζώτης, ὁ Βάσσος, ὁ Κυριακούλης κι ὁ Ἡλίας Μαυρομιχάλης ποὺ βάλανε
ἀρχηγό κι ἔπεσε στὴν μάχη μὲ τὸν Ὀμέρ-μπεη στὰ Στύρα. Ἔπεισα κι ἐγὼ τοὺς
Κυκλαδίτες, νίκησα τοὺς δισταγμοὺς τοῦ παπα-Μαύρου ποὺ μὲ ἤθελε στὴν
Μύκονο νὰ τὴν φυλάω κι ἔφυγα μὲ χίλια παλικάρια γιὰ τῆς Εὔβοιας τὸ νησί, νὰ
πολιορκήσω ἀπὸ τὴν θάλασσα τὴν Κάρυστο, ὅπως ἡ Μπουμπουλίνα τὸν ἴδιο
καιρό πολιορκοῦσε τὸ Ναύπλιο. Παρὰ λίγο καὶ θὰ τὴν παίρναμε, ἂν δὲν ἐρχόταν
νὰ σβήσῃ τὴν ἐπανάσταση ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη ὁ Σελίμ-πασάς. Ἀφήσαμε
τὴν Ἔγριππο καὶ τὰ κάστρα της στοὺς Τοὺρκους καὶ βγήκαμε στὸν Ἁρμυρό νὰ
βοηθήσουμε τὸν Καρατάσο νὰ τὸν χτυπήσῃ. Πιάσαμε τὰ περάσματα τοῦ Πηλίου
κι ἀρχίσαμε μανιασμένη μάχη μὲ τοὺς ἄπιστους. Σὰν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι νὰ
λυγίσουν κάπως τὴν ἀντίστασή μας καὶ νὰ μποῦν στὰ στενά, τοὺς ἀφήσαμε νὰ
χωθοῦν γιὰ τὰ καλά στὰ μεγάλα γυρίσματά τους, τοὺς πήραμε ἔπειτα τὶς πλάτες
καὶ τοὺς λιανίσαμε. Μὲ λίγα ψυχωμένα παλικάρια μου φτάσαμε στὰ τσαντήρια
τοῦ άρχηγοῦ τους. Τὸν χτύπησα καὶ τὸν εἶδα νὰ πέφτει. Τότε ὅμως ὁ ὑπαρχηγὸς
του Ἰσμαὴλ Πότας ὁρμᾶ μὲ τὸ σπαθὶ γυμνὸ νὰ μοῦ πάρῃ τὸ κεφάλι. Δὲν τὸ
’νιωσα πῶς ἕνα κορμί βρέθηκε ἀνάμεσα στὴν κόψη καὶ σὲ ἐμένα. Εἶδα μονάχα
τὸν Μπλάκαρη, τὸν Ὑάκινθό μου ποὺ πίστευα δειλό, νὰ δέχεται κατάστηθα τὸ
χτύπημα καὶ νὰ γεμίζῃ μὲ τὸ αἷμα του τὰ χέρια κὰι τὴν ἀγκαλιά μου.Εἶπα τότε
πὼς ἡ ζωή μου τέλειωσε τὴν στιγμή ἐκείνη. Κι ἔτσι θὰ γινόταν, ἂν δὲν ἐρχόταν
στὸ διάβα μου ὁ Πρίγκιπας! Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης. ( Φεύγει. (Βλέπουμε τὸ
κάστρο τοῦ Ἄργους . Μπαίνει ἡ Μαντῶ συνοδευόμενη ἀπὸ πολλοὺς στρατιῶτες.)
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Γιατὶ ἀρνεῖστε νὰ μὲ ὁδηγήσετε στὸν Πρίγκιπα

Ὑψηλάντη;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Κοιμᾶται. ( Οἱ ἄλλοι γελοῦν)
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ( Ἐκνευρισμένη) : Ξυπνῆστε τον ἀμέσως! (Βγαίνει ὁ
Δημήτριος Ὑψηλάντης)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ὁ Πρίγκηψ Ὑψηλάντης εἶμαι ἐγώ. Ποιὸς μὲ ζητεῖ;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἐγὼ!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Καὶ τί θέλετε ἀπὸ ἐμένα;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἦρθα μὲ τὰ παλικάρια μου νὰ πολεμήσουμε καὶ νὰ
ἀποθάνουμε μαζί σας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ἡμεῖς πολεμοῦμε ἐδῶ, μὰ δὲν ἤρθαμε διὰ νὰ
ἀποθάνουμε. Ἦλθαμε νὰ δώσουμε τὸν θάνατο στοὺς ἀγαρηνούς. Καὶ ἂν
ἠθέλαμεν ὅμως νὰ ἀποθάνομε, δὲν θὰ ἐκρατούσαμεν ἐδῶ, πλησίον μας,
γυναίκας.
ΜΑΝΤΩ

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πιστεύω , πρίγκηψ, νὰ ἔχετε ἀκούσει ἀπὸ τὸν

ἀδερφό σας γιὰ ἐμένα.

( Μὲ ἀργή, περήφανη φωνή) Εἷμαι ἡ Μαντῶ

Μαυρογένους!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ἡ χαρά μου εἶναι μεγίστη νὰ γνωρίζω τὴν ανεψιὰ
τοῦ ὀσποδάρου τῆς Βλαχίας και θυγατέρα τοῦ πρωτοσπαθαρίου τῆς αὐλῆς.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ φιλοφρονήσεις , πρίγκηψ! Γνωρίζω
τὴν κρισιμότητα τῆς καταστάσεως. Μὲ τὸν Δράμαλη στὸν Μοριᾶ καὶ τὴν
Κυβέρνηση στὰ καράβια, σώζοντας μονάχα τὰ ἀρχεῖα. Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ κεφαλές
τοῦ τόπου ἐγκατέλειψαν τὸν λαὸ στὴν μοίρα του, δὲν ἀπομένει σὲ αὐτὸν ἄλλος
δρόμος παρὰ μονάχος νὰ ὑπερασπιστῇ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία του. Γιὰ αὐτὸ
εἶμαι ἐδῶ!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Καὶ περάσατε ἡμέρα τὸν κάμπο τοῦ Ἄργους,
δεσποσύνη;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἡμέρα!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:

Τοῦτο

ἀποτελεῖ

ἕνα

μικρὸ

στρατιωτικὸ

κατόρθωμα…
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ βρίσκομαι ἔναντι τῶν
ἀπίστων , πρίγκηψ!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Τιμή μου νὰ συμπολεμήσω μὲ τὴν γεναιότητά σας.
Περάστε νὰ ξεκουραστεῖτε ὥσπου νὰ ἀρχίσει ἡ μάχη , δεσποσύνη.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Εὐχαριστῶ! ( Φεύγουν ὅλοι)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ : Ἀπὸ τότε πολεμήσαμε πολλὲς φορὲς
πλάι-πλάι.

Μιλούσαμε

γιὰ

πολλά.

Γιὰ

τὴ

διχόνοια

ἀγωνιστῶν

καὶ

κοτζαμπάσηδων, γιὰ τὴν νοοτροπία μερικῶν ποὺ πιστεύοντας πὼς «ὅποιος
ζημιώνει τὸ ἔθνος, κανέναν δὲν ζημιώνει» ἔκαναν μὲ τὸ ἔτσι θέλω δικά τους τὰ
λάφυρα τοῦ ἀγῶνα δυσκολεύοντας τὴν κοινή προσπάθεια, γιὰ τὸ ἄσκοπο
ξόδεμα τῶν πολύτιμων πυρομαχικῶν ἀπὸ στρατιῶτες ποὺ δὲν ἔχαναν εὐκαιρία
νὰ πυροβολοῦν στὸν ἀέρα γιὰ νὰ γιορτάζουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο κάθε νίκη…
Ἔνιωθα πὼς σιγὰ-σιγὰ ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ πάλεται ξανά. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς ἔκανε τὴν ζωὴ νὰ ἀνθίσῃ ξανά μέσα μου. Κι ἐκεῖνος μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε
τὴν ἔγνοια του γιὰ ἐμένα. Ἀποφασίσαμε νὰ ἐνώσουμε τὶς ζωές μας. Μὰ πρῶτα
μᾶς περίμεναν πολλά. Ἐκεῖνος κινοῦσε γιὰ τὰ Δερβενάκια νὰ ἀντιμετωπίσῃ μὲ
τὸν στρατὸ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸν Δράμαλη,κι ἐγὼ ἔφευγα μὲ προτροπὴ δική του
γιὰ τὴν Μύκονο, προκειμένου νὰ στείλω ἀπὸ ἐκεῖ γράμματα σὲ ὅλες τὶς
Εὐρωπαῖες καὶ νὰ τὶς ἐνημερώσω γιὰ τὸν ἀγῶνα καὶ τὰ δίκαιά μας. Εὐτυχῶς ποὺ
βρέθηκα κεῖνες τὶς μέρες στὸν τόπο μου. Κινδυνέψαμε ἀπὸ τὴν τούρκικη
ἁρμάδα, μὰ μπόρεσα πάω κρυφά στὴν Τῆνο καὶ νὰ ζητήσω βοήθεια. Ἔτσι
σωθήκαμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ τελικὰ οἱ Κυκλάδες ἔγιναν κομμάτι τοῦ
πρώτου λεύτερου κράτους ποὺ ἐδέησαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ
δημιουργήσουμε. Γιατὶ μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἰμπραήμ στὸν Μοριᾶ κινδυνέψαμε νὰ
τιναχτοῦν ὅλα στὸν ἀέρα ,νὰ χαθοῦν γιὰ πάντα , ὅπως χάθηκε ἡ περιουσία μου
κι ὁ ἔρωτας μας μὲ τὸν Ὑψηλάντη. Πέσαμε κι ἐμεῖς θύματα τῶν πολιτικῶν ποὺ ,
δίχως οὔτε μιὰ μάχη κατὰ τῶν Τούρκων νὰ δώσουν, θρονιάστηκαν στὶς
ὑπουργικὲς καρέκλες καὶ κυβέρνησαν τὸν τόπο γεμίζοντας τὸ κεμέρι τους καὶ
ῥίχνοντας τὸν κοσμάκη στὴν δυστυχία. Τὰ λέω γιατὶ ὁ πρώην γιατρὸς τοῦ
Μουχτάρ, γιοῦ τοῦ Ἀλή πασά, ὁ Κωλέττης, ἔγινε πρωθυπουργὸς στὴν χώρα ποὺ
λευτερώθηκε καὶ μὲ τοὺς κόπους τοὺς δικοὺς μου καὶ τοῦ Ὑψηλάντη · αὐτὸς
λοιπὸν βάλθηκε καὶ στὸ τέλος κατάφερε νὰ μᾶς χωρίσῃ. Τὴν δυστυχία μου
ἀπάλυνε κάπως ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὶς ὀρφανὲς καὶ βασανισμένες κοπέλες
ποὺ βρέθηκαν στὴν Αἴγινα. Μὲ κάλεσε θυμᾶμαι στὸ γραφεῖο του ὁ
Κυβερνήτης…( Καθῶς τὰ λέει αὐτά, βλέπουμε νὰ δημιουργεῖται στὴν σκηνὴ τὸ
γραφεῖο τοῦ Καποδίστρια και τὸν ἴδιο νὰ παίρνει θέση πίσω ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ
ἐργάζεται)
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ: Κύριε Κυβερνήτα, ἡ Ἀντιστράτηγος ζητεῖ ἀκρόασιν.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Νὰ περάσῃ.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἐξοχότατε!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Περᾶστε, Στρατηγέ!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ὁ τίτλος αὐτὸς ἡχεῖ ὑπερβολικὸς στ’ αὐτιά μου.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Κι ὅμως, γιὰ αὐτὸ σᾶς φώναξα, Δεσποσύνη!
Καθίστε!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ( Κάθεται ἀπορρημένη)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ἐννοῶ τὴν ἀπορία σας, μὰ θὰ σᾶς ἐξηγήσω
ἀμέσως καὶ θὰ καταλάβετε. Πρὶν σᾶς ὁμιλήσω θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ γνωρίζετε
πὼς ἀπευθύνομαι κυρίως στὴν νέα ἐκείνη φλογερὰ πατριώτισσα ποὺ ἐγνώρισα
πρὸ ἐτῶν εὶς τὴν Βιέννην. Ἐνθυμούμενος τὴν γνωριμίαν μας ἐκείνην τολμῶ
τώρα νὰ σᾶς ἐμπιστευτῶ μία σκέψη μου.

Γνωρίζετε ἀσφαλῶς γιὰ τὰ κορίτσια

ποὺ ἐξαγοράσθησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δυστυχισμένες ὑπάρξεις! Ὅλος ὁ κόσμος γνωρίζει
τὴν πράξη σας καὶ σᾶς εὐγνωμονεῖ γιὰ αὐτὴν. Τὸ νὰ προσφέρετε τὰ τελευταῖα
χρήματα τῆς προσωπικῆς σας περιουσίας προκειμένου νὰ ἐξαγοράσετε τὰ
πλάσματα αὐτὰ ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς , κάνει ὅλους μας νὰ
ὑποκλινώμεθα ἐμπρός σας. ( Ἐνῶ λέει αὐτὰ, σηκώνεται καὶ κάνει ἐλαφρὰ
ὑπόκλιση)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ( Ὄρθιος ἐπίσης): Παρακαλῶ, δεσποσύνη, δὲν
πρόκειται γιὰ αὐτό! Ὅ, τι ἔγινε ἦταν τὸ ἐλάχιστο ποὺ χρεωστοῦσε τὸ κράτος μας
νὰ κάνῃ γιὰ τὰ θύματα τοῦ Μεσολλογγίου , τὶς κόρες καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ
γλίτωσαν στὴν Ἔξοδο τὸν θάνατο, γιὰ νὰ τὸν εὐχονται ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη
καθημερινὰ νὰ τοὺς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν. Ὅμως τώρα προέχει
κάτι ἄλλο καὶ σὲ αὐτὸ χρειάζομαι τὴν συνδρομή σας.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν ἔχετε παρὰ νὰ ἐκφράσετε τὴν ἐντολή σας.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Δὲν πρόκειται περὶ ἐντολῆς, μᾶλλον περὶ
παρακλήσεως, ἐφ’ ὅσον βεβαίως συμφωνήσετε μαζί μου. Αἱ νέαι αὐταὶ ἔχουσιν
ἀνάγκην διδασκαλίας, φροντίδος, ἐνδιαφέροντος. Εἶσθε διατεθημένη νὰ
προσφέρετε εἰς τὸ ἔθνος τοιούτου εἴδους ὑπηρεσίας;
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μὲ μεγάλη μου χαρά. Ἡ φροντίδα γιὰ αὐτὲς τὶς
κοπέλες εἶναι ἡ ὥραιότερη προσφορὰ ποὺ ἡ πατρὶς ζητεῖ νὰ τῆς προσφέρω. Σᾶς
εὐχαριστῶ, Κυβερνῆτα ποὺ σκεφτήκατε ἐμένα γιὰ αὐτὴν τὴν ὑπηρεσία! Θὰ
προσπαθήσω νὰ φανῶ ἀντάξιά της.( Φεύγουν)
ΕΞΟΔΟΣ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ : Σὲ λίγο θὰ βρεθῶ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν
Μεγάλο Κριτὴ. Μὰ εἶμαι ἥσυχη. Κι ἂν πέθανα πρὶν ἂπὸ σαράντα μέρες μονάχη,
φτωχή καὶ ξεχασμένη, νιώθω πὼς θὰ ξαναζοῦσα τὴν ἴδια ἀκριβῶς ζωὴ, ἐφ’
ὅσον μοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία. Κι ὅλο τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσα ,ἔστω και γιὰ σκοπὸ ἱερὸ,
ὅπως ἡ Ἐλευθερία τῆς πατρίδος, πιστεύω πὼς ἔχει ξεπλυθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια μου
μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν τελευταία μου προσφορά. Καὶ νιώθω για αὐτὸ ξαλαφρωμένη.
Ἀκοῦτε τά βήματά τους; Τὸ μνημόσυνο ποὺ μοῦ ἐτοίμασαν ἐλάχιστοι φίλοι
τελείωσε. Ὥρα νὰ πηγαίνω. Ἀφήνω μονάχα μιὰ τελευταία παραγγελία σὲ ὅλους
σας. Τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ μάτια σας! Μὴν τὴν ἀφήσετε νὰ χαθῇ. Καθένας σας
εἶναι ἰκανὸς, ἔστω καὶ

μόνος, νὰ τὴν προστατέψῃ. Τὸ πῶς εἶναι δικὴ σας

δουλειά! Ἣ δική μου τελειώνει ἐδῶ. Πρέπει νὰ σᾶς ἀφήσω! Καλυνύχτα.
( Πηγαίνει στὸ κερὶ καὶ τὸ φυσᾶ. )

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ὄναρχος Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2013
5ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΜΟΣΧΩ ΤΖΑΒΕΛΛΑ
(ΔΡΑΜΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΛΙΛΙΚΑΣ ΝΑΚΟΥ. ΔΙΑΣΚΕΥΗ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΑΡΧΟ)

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΜΟΣΧΩ ΤΖΑΒΕΛΛΑ
ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ
ΠΟΡΦΥΡΑ
ΧΑΪΔΩ
ΦΩΤΩ
ΜΗΤΡΟΣ
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ (ΓΕΡΟ-ΛΑΜΠΡΟΣ)
ΛΙΑΚΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ
ΛΑΜΠΗ
ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ Α
ΓΥΝΑΙΚΑ Β
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ
ΒΕΛΗ ΠΑΣΑΣ
ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ 2-3
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ
ΤΟΥΡΚΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ( ΒΟΥΒΟ ΠΡΟΣΩΠΟ)
ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: (Ἄνοιξη τοῦ 1792. Άριστερὰ τῆς σκηνῆς τὸ προσηλιακὸ τοῦ Τζαβέλλα, μεγάλη κάμαρα,
μὲ πολλά παράθυρα. Στὸν τοῖχο κρέμεται ἕνα σπαθί · οἱ Γυναῖκες άνήσυχες, καθισμένες διπλοπόδι μὲ
βγαλμένα τὰ κεντητὰ πασούμια τους γύρω ἀπὸ τὸ μπούντζινο μαγκάλι. Δεξιὰ τὸ κατώι μὲ τοὺς Ἄντρες.
Νὰ χρησιμοποιηθοῦν τὰ σκαλοπάτια καὶ μέρος τῆς πλατείας.)
(Φῶς στὰ ἀριστερὰ)

ΜΟΣΧΩ:

Ἀπόψε, βρὲ γυναῖκες, εἶδα ἕνα κακὸ ὄνειρο γιὰ τὸ

σπίτι…Τάχα ἔνα ἀρκούδι μοὔκλεβε τὸν γιὸ μου τὸν Φῶτο. Τὸν ἅρπαξε κι ἔτρεχε
κι ἐγὼ ἡ δόλια φώναζα, χτυπιόμουν, ἔτρεχα, πάσχιζα νὰ τὸν σώσω, μὰ δὲν
μποροῦσα! Ξύπνησα ἀλαφιασμένη… Σηκώθηκα καὶ πῆγα

στὰ εἰκονίσματα,

γονάτισα κι ἔκαμα τὸν σταυρό μου.
ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ:

Μιὰ ποὔκανες, Μοσχω, τὸν σταυρό σου, μὴν φοβᾶσαι. Ὅλα τὰ

ὀνείρατα δὲν ξεδιαλύνονται…
ΠΟΡΦΥΡΑ:
ΜΟΣΧΩ:

Ἀμέ! Σωστὰ στὸ λέει ἡ Θεια-Μπήλιω, κουμπάρα.

Λές, ὠρὴ Πορφύρα;

ΠΟΡΦΥΡΑ:

Ναι! Δὲν βαριέσαι! Δὲν βγαίνουνε τὰ ὄνειρα! Τὶς προάλλες εἶδα τὸν

καψερὸ τὸν ἀδερφό μου ποὺ πιάσανε αἰχμάλωτο οἱ Τουρκαλβανοὶ ἕνα χρόνο
τώρα κι εἶναι ἀλυσοδεμένος στὶς φυλακὲς τῆς Πάργας. Ὁ Θεὸς ξέρει ὰν ζῇ. Κι
ὅμως, τὸν εἶδα λεβέντη ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, καὶ μοὔλεγε δίνοντάς μου ἕνα κομμάτι
βασιλικό, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε: «Πορφύρα, γρήγορα θὰ ξαναϊδωθοῦμε. Τὴν
λευτεριά μας δὲν τὴν χάσαμε, μόνο ἔχει ἐλπίδες.»( μὲ βουρκωμένα μάτια ) Κι ἔπειτα
χάθηκε ἀπὸ μπροστά μου.
( Ἦχος καμπάνας, σὰν πένθιμος)
ΜΟΣΧΩ:
ΧΑΪΔΩ:

Πέθανε ἄραγε κανεῖς ;

Ὄχι! Εἶναι ὁ ἄνεμος ποὺ τὴν βαράει. Κάθομαι ἀπὲναντι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ

καὶ ξέρω. Ἅμα φυσᾶ δυνατὰ ὁ Βοριᾶς , χτυπᾶ στὸ καμπαναριὸ μανιασμένος καὶ
τότε βαρᾶ ἡ καμπάνα.
ΦΩΤΩ:Ἐγὼ

σᾶς λέω, ἀδερφάδες μου, πὼς κάτι συμβαίνει… Ἀλλιώτικα, γιατὶ νὰ

κουβεντιάζουνε οἱ ἄντρες μας ἀπὸ τὸ μεσημέρι στὸ κατώι σας , Μόσχω; Κάτι
σοβαρό λέω…Δὲν μοῦ ’πε τίποτα ὁ Μῆτρος μου, μὰ ξέρω τὰ σουσούμια του … κι
ἀπὸ κάτι κουβέντες ποὺ πῆρε τ ’ αὐτί μου κατάλαβα πὼς κάποιο μήνυμα ἔστειλε
στοὺς ἄντρες ὁ Ἀλῆ Πασᾶς. Γιὰ τοῦτο φαίνεται πὼς συζητᾶνε.
ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ:

Γιὰ νὰ τὸ λές, κάτι θὰ ξέρῃς. Κι ἀφοῦ κάτι πῆρε καὶ τ’ αὐτί σου…

Μόνο, ὠρὴ Φώτω, πὲς καὶ σὲ μᾶς πῶς γίνεται κι ὅλα τὰ μαντάτα τοῦ χωριοῦ τὰ
προλαβαίνει πιὰ αὐτὸ τ’ αὐτί σου. Ποῦ πᾶς καὶ τ’ ἀπιθώνῃς νὰ τ’ ἀπιθώσουμε κι
ἐμεῖς; ( Ὅλες γελοῦν )
ΦΩΤΩ: (Φανερὰ πειραγμένη)

Μὲ συμπαθᾶς, θειά, μὰ δὲν μὲ συνήθισαν στὸ σπίτι μου

νὰ κρυφακούω. Εἶμαι κι ἐγὼ ἀπὸ σπίτι διαλεχτό.
ΜΗΤΡΟΣ:

(Φῶς στὰ δεξιά.)

Κάποιο δόλο μᾶς κρύβουνε τὰ γλυκὰ τὰ λόγια καὶ τὸ

γράμμα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, καπεταναῖοι. Ὁ πατέρας μου τὸν γνώριζε τί ἄνθρωπος
δολοπλόκος καὶ τί διπρόσωπος εἶναι. Μὴν ἐμπιστεύεστε στὸ τί σᾶς λέει.
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ:

Παιδί μου Μῆτρο, τὸν πασᾶ τὸν ξέρουμε ὅλοι μας. Ἀπ’ τὴν ἄλλη

ὅμως δὲν εἶναι φρόνιμο νὰ ἀψηφήσουμε τούτη τὴν γραφή. Τέτοιο καλὸ γράμμα
δὲν ἔχουμε ματαλάβει ἀπ’ ἐλόγου του.
ΛΙΑΚΟΣ:

Ἐγὼ πάλι νομίζω ὅτι…

ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Κάτσε κάτω, σύ. Ἀπὸ πότε οἱ νέοι ἔχουνε γνώμη γιὰ νὰ

δώσουνε;
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ:

Μὴν ἁρπάζεσαι καπετάν Λάμπρο Τζαβέλλα! Ὁ Λιάκος μπορεῖ να

εἶναι νέος, μὰ ξέρει γράμματα. Ἄσ’ τον νὰ μᾶς ξαναδιαβάσῃ τὸ γράμμα τοῦ Ἀλῆ,
νὰ τὸ ἀκούσουμε μιὰ φορὰ ἀκόμα καὶ μετὰ παίρνουμε τὶς ἀποφάσεις μας μὲ
ψηφοφορία, ὅπως τὸ συνηθᾶμε ἐδῶ στὸ Σούλι.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:
ΛΙΑΚΟΣ( διαβάζει)

Ἂς εἶναι… (δίνει τὸ γράμμα στὸν Λιάκο)

«Φίλοι μου, καπετὰν Μπότσαρη καὶ καπετὰν Τζαβέλλα ἐγὼ ὁ

Ἀλῆ Πασᾶς σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς φιλῶ τὰ μάτια. Ἐπειδὴ κι ἐγὼ ξέρω πολλὰ καλὰ
γιὰ τὴν ἀνδραγαθίαν σας, καὶ τὴν παλικαριά σας, μοῦ φαίνεται νὰ ἔχω μεγάλην
χρεία τοῦ λόγου σας. Λοιπόν, μὴν κάνετε ἀλλέως , ἀλλ’ εὐθὺς ὅπου λάβετε τὴν
γραφήν μου, νὰ ἔρθετε νὰ μὲ εὕρετε νὰ πάγω νὰ πολεμήσω τοὺς ὀχθρούς μου.
Τούτη ἡ ὥρα καὶ ὁ καιρὸς ὅπου ἔχω χρείαν ἀπὸ λόγου σας καὶ μένει νὰ ἰδῶ τὴν
φιλίαν σας. Ὁ λουφές σας θέλει εἶναι διπλὸς ἀπὸ ὅσον δίδω εἰς τοὺς Ἀρβανίτας,
διατὶ καὶ ἠ παλικαριά σας ξεύρω πὼς εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν ἐδική τους.
Λοιπὸν ἐγὼ δὲν πηγαίνω νὰ πολεμήσω, πρὶν νὰ ἔρθετε σεῖς καὶ σᾶς καρτερῶ τὸ
ὀγληγορότερο.
Ταῦτα καὶ σᾶς χαιρετῶ
Ἀλῆ Πασᾶς»
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Μωρέ, αὐτὸς θέλει νὰ μᾶς στήσει παγίδα, φῶς φανερό! Σὰν

μιλᾶ ἔτσι στὸν λαὸ ἡ Ἐξουσία, σίγουρα μπαμπεσιὰ εἶναι στὴν μέση. Δὲν τὸ
χωνεύει ὁ Ἀλῆς πὼς εἴμαστε κυρίαρχοι σὲ τόσα χωριὰ στὴν Ἤπειρο. Πὼς τὸ
ὄνομα τῶν Σουλιωτῶν τὸ τιμᾶνε καὶ πέρα ἀπ’ τὴν Θεσσαλία. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα
τοῦ κακοφαίνεται πὼς τὶς ἀποφάσεις μας τὶς παίρνουμε ὅλοι μαζί, ἀφοῦ
συζητήσουμε τὸ πρόβλημα, ὅποιο καὶ νά’ ναι κι ἔπειτα ἀφοῦ ψηφίσουμε , μὲ μιὰ
ψῆφο καθένας, εἴτε καπετάνιος εἴτε πολεμιστής. Τοῦ χαλᾶ τὸ κέφι σὰν βλέπει
πὼς δὲν εἶναι ἕνας μας ποὺ ἀποφασίζει , πὼς «ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ
ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ» ὁρίζει.
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ:

Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστὸ καὶ τὸ δίκιο. Βλέπετε, ἀδέρφια, τοῦ ἐχθροῦ τὸ

βόλι ἴδια χτυπᾶ καὶ τοὺς ἁπλοὺς πολεμιστὲς καὶ τοὺς καπεταναίους. Κι ὅταν ὁ
θάνατος εἶναι κοινός, κι ἡ ἀπόφαση κοινὴ θὰ πρέπει νὰ ’ναι. Λέω λοιπὸν νὰ
στείλουμε γραφὴ καὶ νὰ λέμε στὸν Πασᾶ τὰ παρακάτω( Ο Λιάκος γράφει τὰ λόγια τοῦ
Κουτσονίκα)«Βεζὴρ

Ἀλῆ Πασᾶ! Ἐλάβαμε τὸ γράμμα σου καὶ ἐκαταλάβαμεν τὰ

γραφόμενά σου. Λοιπὸν σοῦ στέλνομε ἰμδάτι ὅπου μᾶς ζητᾶς, 70 παλικάρια μὲ
τὸν καπετὰν Λάμπρο Τζαβέλλαν. Καὶ τόσοι εἶναι ἀρκετοὶ εἰς κάθε νίκην σου καὶ
οἱ ἄλλοι μένουν ἐδῶ εὶς τὸ Σούλι , διὰ τὴν φύλαξίν του εὶς κάθε ἐναντίον . Τοῦτο
καὶ καλή ἀντάμωση νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεός.
Οἱ φίλοι σου καπεταναῖοι τοῦ Σουλίου»
ΛΑΜΠΡΟΣ

ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Συμφωνεῖτε, ἀδέρφια μὲ ὅσα πρότεινε ὁ γέροντας

Κουτσονίκας;
ΑΠΑΝΤΕΣ Συμφωνοῦμε!
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:
ΜΗΤΡΟΣ:

Μῆτρο, σῦρε τὸ γράμμα στὸν Πασᾶ.

Ἔφυγα κι ὅλας!

(Φῶς στὰ ἀριστερὰ)

τρεχᾶτος

ΦΩΤΩ:

( παίρνει τὸ γράμμα καὶ φεύγει)

Φεύγουνε, καλέ!

Ὁ Μῆτρος μου πρῶτος ἀπ’ ὅλους,

. Κι ἀκολουθᾶνε κι ἄλλοι. Κανεῖς τους δὲν σκέφτηκε ἐμᾶς ποὺ

ξεροσταλιάσαμε τόσε ὥρες μονάχες νὰ ’ρθῇ νὰ μᾶς πῇ ἕναν λόγο γιὰ τὶς
συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅλοι φεύγουνε σκυφτοί, μὴ καὶ τοὺς πάρῃ
ἀνθρώπου μάτι. Τί νὰ ἀποφασίσαμε; Θὰ τὸ μάθουμε, ἤ θὰ … σκάσω; ΧΑΪΔΩ: Ἔμ ,
βέβαια! Ὁ Λῦκος κι ἂν ἐγέρασε…( χαμόγελα καὶ ματιὲς κοροϊδευτικές πρὸς τὴν Φώτω)
ΜΟΣΧΩ:

Σωπᾶτε , γυναῖκες. Ἄν οἱ ἄντρες φύγανε ὅπως φύγανε, θὰ πῇ πὼς ἔτσι

ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Ὅσο γιὰ σᾶς ,μὴ σᾶς νοιάζῃ. Θὰ σᾶς στείλω σπίτια σας καθεμιὰ
χωριστὰ μὲ τὸν ἔμπιστο τοῦ σπιτιοῦ. Ἄντεστε τώρα

(Τις ξεπροβοδίζει και φωνάζει)

Γιάννο! Κάθε κυρὰ ξεχωριστὰ στὸ σπίτι της γοργὰ καὶ σίγουρα. Ἄκουσες; Ἄντε
μπράβο!

(Γυρίζει στην σκηνή μονάχη )

Ὁ Θεὸς νὰ βγάλει σὲ καλὸ τ’ ὄνειρό μου! Τὸ

ἀρκούδι ποὺ σπάραξε τὸν Φῶτο μου, νὰ μὴν βγῇ γιὰ τὸ παιδί μου κακό.(Ἀκούγεται
ξανὰ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Μπαίνει ἀπὸ τὸ κατώι ὁ Λάμπρος)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Σὲ γύρευα, γυναίκα, νὰ σοῦ μιλήσω .Θὰ κινήσω νὰ φύγω

αὔριο χαράματα καὶ θὰ πάρω μαζί μου καὶ τὸν Φῶτο.
ἀνατριχιάζει, μόλις ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ γιοῦ της)

(Η Μόσχω ταράζεται κι

Τί σ’ ἔπιασε; Εἶναι καιρὸς νὰ βγῇ

μπροστὰ, νὰ μάθῃ νὰ διαφεντεύῃ τὸ Σούλι! Αὔριο θὰ γίνῃ καπετάνιος καὶ
πολέμαρχος!
ΜΟΣΧΩ:

Τὸ ξέρω, Λάμπρο μου, μὰ κάτι μέσα μου μοῦ λέει πὼς τὸν Φῶτο μου

πίσω δὲν θὰ μοῦ τὸν ξαναφέρῃς.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Ὁ Ἀλῆς γυρεύει πάλι νὰ πιῇ τὸ αἷμα μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε

πολλοί, μὰ δίχως νὰ’ μαστε κι οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νέους μαζί μας, οἱ ἔμπειροι νὰ
μείνουν πίσω, νὰ φροντίσουν τὸν τόπο μας. Κι ἐμεῖς νὰ τοῦ φαντάξουμε τοῦ
Πασᾶ, νὰ δῇ τὰ παιδιά μας ζωσμένα τ’ ἄρματα, νὰ τρομάξῃ.
ΜΟΣΧΩ:

Ξέρω πὼς νοιάζεσαι τὸ Σούλι, πὼς πασχίζῃς γιὰ τὴν λευτεριά, μὰ εἶναι

ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ ταράζει…
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:
ΜΟΣΧΩ:

Ἂν ἦταν νὰ μᾶς διαφεντεύουνε τὰ ὄνειρα …

Ξέρω πὼς δὲν ταὰ ψηφᾶς, ὅμως ἐμένα χτυπᾶ μιὰ φλέβα στὸ στῆθος μου

κι αὐτὴ δὲν λαθεύει!
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Γυναίκα , γεννηθήκαμε σὲ καιροὺς δύσκολους. Οἱ ἐχθροί μας

πολλοί, γνωστοὶ κι ἄγνωστοι. Λίγο νὰ κιοτέψουμε μᾶς πήρανε φαλάγγι. Ἂν ὅμως
μείνουμε ἐνωμένοι, ἂν δώσουμε ὁ καθένας ὅ, τι ἔχει στὴν κοινή προσπάθεια,
μόνον τότε ἔχουμε μιὰ ἐλάχιστη ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε. Ἡ πατρίδα σοῦ ζητάει
σήμερα τὸν γιό σου. Θὰ τῆς τὸν ἀρνηθῇς; Θυμᾶσαι τί ἔλεγε ὁ Φῶτος ἀπὸ τότε
ποὺ ἦταν μικρός; «Δῶστε κι ἐμένα ἄρματα! Δῶστε μου νὰ πολεμήσω. Δῶστε μου
μπαρούτι καὶ σμπάρα»ἔλεγε κι ἔκλαιγε και παραμιλοῦσε στὸν ὕπνο του γιὰ
ὅπλα. Καὶ τώρα ποὺ ’ρθε ὁ καιρός του , ἐσύ σὰν γυναικούλα κάθεσαι καὶ τὸν
φοβᾶσαι; Εἶν’ ἀητόπουλο ὁ γιός μας. Καὶ τ’ ἀητόπουλα δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν,
παρὰ μονάχα στὴν λευτεριά. Ἀκόμα κι ἂν χρειαστεῖ νὰ δώσουν τὴν ζωή τους γι
αυτήν.(ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ( Η ΜΟΣΧΩ ΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ. ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΠΕΡΑ ΜΕ
ΛΑΧΤΑΡΑ. ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΛΑΜΠΡΟΣ, ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΣΚΙΣΜΕΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ)
ΜΟΣΧΩ:

(ΤΟΝ

ΦΩΝΑΖΕΙ)

ΚΟΙΤΑ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΤΑΝ

Λάμπρο μου! (τὸν

θυμᾶται κάτι )

ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ

ἀγκαλιάζει, τὸν φιλάει, τὸν βοηθάει νὰ καθίσῃ. Ξαφνικά, σὰν νὰ

Κι ὁ Φῶτος; Τὸ παιδί μου; Ἄχ, δὲν στὰ λεγα ἐγώ! (κλαίει

ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

μὲ λυγμούς)

Μᾶς γέλασε ὁ σκύλος! Πήγαμε καὶ οἱ 70 κοντὰ στὸν ποταμὸ

τὸν Θύαμι καὶ συναντήσαμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ὁ Φῶτος σ’ ὄλο τὸν δρόμο
καμάρωνε ζωσμένος τ’ ἄρματα κι ὀνειρευότανε μοῦ ’λεγε πόσα χωριὰ θὰ
λευτερώσῃ καὶ πόσες ευχὲς θ’ ἀκούσῃ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Σὰν φτάσαμε, ὁ Ἀλῆς
μᾶς ὑποδέχτηκε ὅλο γλύκα. Στεκόμαστε μαζεμένοι μὰ κεῖνος τὸ κατάλαβε, καὶ
λέει: «Δὲν σᾶς πρέπει

, ὠρὲ Σουλιῶτες , νὰ στέκεστε στὴν γωνιά, σὰν

γυναικοῦλες. Σιμῶστε καὶ καθίστε νὰ κάμομε ἀγῶνες πρὶν κινήσουμε, νὰ δεῖτε
κι ἐσεῖς τὴν παλικαριά μας.» Ρίξαμε λιθάρι, ἀκόντιο, πηδήσαμε τρέξαμε, ὅλοι, κι
ὁ Φῶτος ἀπ’ τοὺς πρώτους.
ΜΟΣΧΩ:

Ἀγῶνες κάνατε μὲ τοὺς Ἀρβανιτάδες; Δὲν πιστεύω ξαρμάτωτοι!
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Κι ἐμεῖς κι αὐτοί ! Δὲν γίνονταν ἀλλιῶς!

Μὰ καθὼς οἱ

ἀγῶνες προχωροῦσαν, ὅλο καὶ περισσότεροι Ἀρβανίτες ἔχαναν καὶ κάθονταν
στὴν ἄκρη. Κι ὅταν τὸ καταλάβαμε τὸ κόλπο ἦταν ἀργά. Μᾶς κύκλωσαν μὲ τὰ
σπαθιά στὰ χέρια, πιάσαν τοὺς ἄλλους, μὰ ἐγὼ ποὺ ἔτυχε νὰ ’μαι προς τὴν ὄχθη,
πήδησα στὸ ποτάμι καὶ τοὺς ξέφυγα. Πολέμησα μὲ τὸ νερό, τὰ βράχια καὶ τοὺς
θάμνους. Περπάτησα σ’ ἀπάτητες κορφὲς γιὰ νὰ ξεφύγω. Κι ἔφτασα νὰ πῶ νὰ
φυλαχτῆτε.
ΜΟΣΧΩ: (Παίρνει πανὶ καὶ δένει τὴν πληγή του)

Τὸν ἄτιμο! Τὸ ἀτιμο τ’ ἀρκούδι θὰ τὸ

πληρώσῃ ἀκριβά. Ἂχ καὶ νὰ ’πεφτε στὰ χέρια μου! Θὰ μετάνιωνε τὴν ὥρα ποὺ
γεννήθηκε ὁ σκύλος! Κάτσε σὺ τώρα ἐδὼ κι ἡσύχασε! Θὰ εἰδοποιήσω τοὺς
καπεταναίους νὰ ἔρθουν νὰ τὰ πεῖτε. (στὸ ἐσωτερικὸ τῆς σκηνῆς) Λάμπη!
ΛΑΜΠΗ:

( Ἔρχεται τρεχάτη)Πρόσταξε , κυρά!

ΜΟΣΧΩ:

Στὸ κατώι μαζί μου! Νὰ τοιμάσουμε τ’ ἄρματα ! Δύσκολες ὥρες μᾶς

περιμένουν! .(ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ)
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ( ΙΔΙΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ. ΤΩΡΑ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΗΛΙΑΚΟ, ΟΙ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΩΙ . Η ΜΟΣΧΩ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΜΠΗ ΜΟΙΡΑΖΟΥΝ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΥΣΙΓΓΙΑ.)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Τί κάνεις, μωρὲ γυναίκα, καὶ δὲν ἔρχεσαι κοντά, ποὺ ’μια καὶ

λαβωμένος;
ΜΟΣΧΩ:

Ἔχω , Λάμπρο μου, τὴν ἰδέα πὼς σὲ λίγο θὰ μᾶς κυκλώσῃ ἡ Τουρκιά! Καὶ

θέλω νὰ μοιράσω στὶς καπετάνισσες φυσίγγια. Κάλλιο νὰ πεθάνουμε, παρὰ νὰ
πέσουμε στοὺς Τούρκους.
ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ

Σωστὰ τὰ λέει ἡ θειά, μπάρμπα! Σίγουρα ὁ Τοῦρκος θὰ μᾶς

πέσῃ ἀπὸ κοντά, μιὰ καὶ τοῦ ξέφυγες κι ἐσύ.Δὲν θὰ γλιτώσουμε,παρὰ ἂν
πάρουμε τὰ βουνὰ πάνω ἀπὸ τὴν Κιάφα…
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ:

Νὰ ἀδειάσουμε τὰ σπίτια, νὰ πάρουμε τὰ γυνακόπαιδα νὰ τ’

ἀφήσουμε στὶς σπηλιὲς της Μπίρας, ὅπου ἔχει νερά, γιατὶ φόβο δὲν ἔχουν ἐκεῖ,
καθὼς κλείνουνε τριγύρω ἀπὸ παντοῦ τὰ βουνὰ τὸ μέρος αὐτό.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Κι οἱ γυναῖκες, ὅσες μποροῦνε νὰ βαστήξουνε, ἂς ἔρθουν κι

αὐτὲς πάνω, στὰ ὑψώματα τῆς Κιάφας. Μόσχω! (Η
ΚΑΤΩΙ)

ΜΟΣΧΩ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ

Ἐμεῖς φεύγουμε! Παίρνουμε τὰ βουνά. Κοῖτα ἐσὺ νὰ σταθῇς ἐδῶ ὡς

καπετάνισσα , νὰ πάρῃς τὰ γυναικόπαιδα γιὰ νὰ κρυφτοῦνε στὶς σπηλιὲς πάνω
στὰ βουνά, ἤ στὶς χαράδρες τῆς Μπίρας. Κι ἐσεῖς, ὅσες μπορεῖτε , θὰ μᾶς
βοηθᾶτε ἀπὸ τὰ ψηλὰ μὲ τ’ ἄρματα στὰ χέρια!
ΜΟΣΧΩ:

Ἔννοια σου, Λάμπρο!
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Ἄντε, γυναίκα, ἔχε γειὰ καὶ μὲ τὸ καλό, στὴν ζωὴ ἤ στὸν

θάνατο!
ΜΟΣΧΩ( Στὶς ἄλλες γυναῖκες ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸ κατώι)

Καὶ τώρα,ἀδερφάδες, δουλειά!

Φώτω, σῦρε στὸ ψήλωμα νὰ βλέπεις μὴν ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μᾶς μηνύσῃς
μὲ ἕνα σου παιδί. Θεια-Μπήλιω, μάζεψε ὅλες τὶς μανάδες μὲ τὰ μωρὰ καὶ ταὶς
γερόντισσες γιὰ νὰ φύγετε γιὰ τὶς σπηλιέςτῆς Μπίρας. Οἱ ἄλλες σῦρτε νὰ
τοιμαστῆτε , γιατὶ μᾶς περιμένει σκληρὸς ἀγώνας! Οὕτε ἕνα βόλι μὴν πάει
χαμένο!
ΟΛΕΣ Ἐν

τάξει , καπετάνισσα. (ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΛΕΣ ΚΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ )

ΓΥΝΑΙΚΑ Α Καπετάνισσα…
ΜΟΣΧΩ

Τί τρέχει, ὠρὲ γυναῖκες;

ΓΥΝΑΙΚΑ Β Ξέρεις…
ΜΟΣΧΩ Πῶς

Τὴν Ἀετομάταινα…

ΓΥΝΑΙΚΑ Α
ΜΟΣΧΩ Ἔ,

νὰ ξέρω, σὰν δὲν μοῦ κραίνῃς;

τί ; Μιλᾶτε μωρέ, μὲ τὸ τσιγκέλι θὰ σᾶς τὰ βγάζω;

ΓΥΝΑΙΚΑ Β

Ἔ, νὰ, εἴπαμε δηλαδή, ἑκατὸ χρονῶν γερόντισσα , στὸ στρῶμα

πιασμένη…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α
ΜΟΣΧΩ

Ποῦ νὰ τὴν σέρνουμε τώρα στὶς σπηλιές…

Καὶ νὰ τὴν ἀφήκουμε τοῦ Ἀλῆ ρεγάλο; Οὖ νὰ χαθεῖτε , νὰ χαθεῖτε. Ὅταν

αὐριο φτάσετε κι ἐσεῖς στὴν ἡλικία της, ἔτσι θέλετε νὰ σᾶς φερθοῦνε τὰ παιδιά
σας; Νὰ σᾶς δώκουνε στοὺς ὀχτρούς; Αὐτὴ ἡ γριὰ ποὺ θὲς ἐσὺ νὰ παρατήσῃς,
γέννησε τέσσερα παλικάρια · τὰ δυὸ κιόλας πεθάνανε γιὰ νὰ μὴν μᾶς πιάσῃ ὁ
ἐχθρός. Χάιδω!
ΧΑΪΔΩ:Ὄρισε,
ΜΟΣΧΩ

Καπετάνισσα!

Πᾶρε τοῦτες τὶς χαμένες , ζῶσε τες νὰ κουβαλήσουν στὶς σπηλιές πρῶτα

ὅλες τὶς γερόντισσες μὲ πρώτη , πρόσεξε, πρώτη, τὴν θεια-Ἀετομάταινα. Κι
ἀφοῦ τελειώσουν μὲ αύτὲς, νὰ βοηθήσουν ὅσες ἀπὸ τὶς μωρομάνες, ἤ τὰ
κούτσικα χρειάζονται βοήθεια. Στὶς σπηλιὲς θὰ μποῦν τελευταῖες, πρόσεχε
καλά.
ΧΑΪΔΩ:

Στὶς προσταγές σου! ( Φεύγουν)

ΜΟΣΧΩ

Λάμπη!
ΛΑΜΠΗ:
ΜΟΣΧΩ

Πρόσταξε!

Σῦρε καὶ λῦσε τὰ σκυλιά. Ὅλα τὰ σκυλιά τοῦ Σουλιοῦ. Μόλις μποῦνε στὰ

χωριά μας οἱ Ἀγαρηνοί, αὐτὰ μὲ τὰ γαβγίσματα θὰ μᾶς εἰδοποιήσουν. Ἔτσι δὲν
θὰ μᾶς πιάσει στὸν ὕπνο ὁ Ἀλῆς. Μετὰ στὸ ψήλωμα. Θὰ σὲ καρτερῶ ἐκεῖ.
ΛΑΜΠΗ:

Τρέχω, κυρά.

( φεύγει)

ΜΟΣΧΩ( Παίρνει ἀπ’ τὸν τοῖχο τὸ σπαθί)

Καὶ τώρα οἱ δυό μας, ἀρκούδι.

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ( ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ. ΟΙ ΜΟΣΧΩ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΤΟΥΦΕΚΙΕΣ. )
ΜΟΣΧΩ Γερά,

γυναῖκες, νὰ δοῦν τ’ ἀγαρηνὰ σκυλιὰ πῶς πολεμᾶ τὸ Σούλι!

Λάμπη μου, φαρδοκάπουλη καὶ καμαροφρυδάτη
Κάνεις νὰ τρέχει ὀ Ἀγαρηνὸς γοργότερα ἀπὸ τ’ ἄτι.
Κι ἐσὺ ὠρὴ Φώτω μου ὄμορφη μὲ πλούσια τὰ ἐλέη
Σὲ βλέπει ὁ Τοῦρκος , κόρη μου, κι ὁλομπροστά του κλαίει.( Ὅλες γελᾶνε)
ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ
ΜΟΣΧΩ

Τί λόγια εἶν’ αὐτά, Μόσχω μου, ποὺ βγαίνουν ἀπ’ τὸ στόμα σου;

Κι αὐτὰ χρειάζονται στὸν πόλεμο, θειά! Τοῦτες εἶναι πιὸ εὐαίσθητες ἀπ’

τὶς ἄλλες! Πῶς θὰ τὶς γκαρδιώσω; Παινεύοντας τὶς χάρες τους! Τὶς βλέπεις πῶς
καμαρώνει καθεμιὰ σὰν ἀκούει τὸ ὄνομά της; Κι οἱ ἄλλες μπαίνουν στὴν φωτιὰ
μὲ πιότερο κουράγιο. Τὸ πείραγμα στὴν μάχη δίνει δύναμη. Τί θέλει ὁ ἐχθρός;
Νὰ χάσουμε τὸ κέφι! Τότε σκύβει πιὸ εὔκολα τὸ κεφάλι. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ τὸ
κρατήσουμε ψηλά!
σκλαβιά!(

(δυνατά)

Κουράγιο, ἀδερφάδες! Κάλλιο ὁ θάνατος παρὰ ἡ

πιάνει τὸ ντουφέκι καὶ ντουφεκάει. Ξαφνικά ἀπόλυτη ἡσυχία. Σηκώνεται ἀπὸ τὸ ταμπούρι

κι ἀφουγκράζεται. Στὶσ Γυναῖκες)

Κάτι κακὸ συμβαίνει γιὰ νὰ μὴν ἀκούγονται οἱ ἄντρες

μας! Καθῆστε ἐσεῖς ἐδῶ, νὰ πάω κατὰ κεῖ νὰ δῶ ἀπὸ μακριὰ τί τρέχει!
ΦΩΤΩ: Ποῦ

μᾶς ἀφήνεις μοναχές; Κι ἂν σὲ σκοτώσουνε, ἐμεῖς τί θὰ γενοῦμε;

ΧΑΪΔΩ:Μωρέ,

γυναῖκες εἶστε σεῖς, γιὰ μωρὰ παιδιὰ καὶ δὲν τὸ ντρέπεσθε;

Καπετάνισσα πρέπει νὰ ’ναι ἡ καθεμιὰ τοῦ ἐαυτοῦ της καὶ τὸν φόβο νὰ μὴν τὸν
γνωρίζει! Πρέπει νὰ πάει ἡ Μόσχω ὡς πέρα ἐκεῖ , νὰ δῇ τὸ τί συμβαίνει, νὰ
ξέρουμε κι ἐμεῖς ἂν πρέπει πάραυτα νὰ πεθάνουμε, μὴν τύχῃ κι ὁ ἐχθρὸς ἔπιασε
ζωντανοὺς τοὺς ἄντρες μας!
ΜΟΣΧΩ

Ἔτσι σὲ θέλω , ὠρὴ Χάιδω! Στὰ δύσκολα φαίνεται ἡ ψυχή! Γυναῖκες!

Κινάω κι ἀφήνω τὴν Χάιδω στὸ πόδι μου! Νὰ μοῦ τὶς προσέχῃς καὶ νὰ
φυλάγεσαι! (φέυγει)
ΧΑΪΔΩ:

Ἔννοια σου, Μόσχω καὶ ξέρω τὴν δουλειά μου! Γυναῖκες! Πιάστε πάλι τὰ

ταμπούρια.(Ἐνῶ μιλᾶ, τουφεκάει συγχρόνως) Κι οὔτε βόλι νὰ μὴν πάει χαμένο! Γειά σου
Θεια-Μπήλιω ! Τὸν ἔφαγες τὸν Ἀράπη! Ὠρέ, τί τυχερὲς ποὺ ’μαστε ποὺ ’χουμε
τὸν ὀχτρό ἀπέναντί μας! Ἔτσι θὰ νιώσει κι αὐτὸς τὴν δική μας τὴν δύναμη! Ἀλί
σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐχθρὸ μπροστα του δὲν τὸν βλέπει
σου. Ροβολᾶ κατὰ κάτω, σὰ χεσμένος!

Τῆρα , Λάμπη , τὸν δικό

( Γέλια. Σηκώνεται ὀρθή.)

Οὖ νὰ χαθεῖτε,

χέστηδες, σᾶς πῆραν οἰ γυναῖκες μὲ τὶς πέτρες!
ΜΟΣΧΩ( Ἀλαφιασμένη!)
ΧΑΪΔΩ:
ΜΟΣΧΩ

Ἀδερφάδες μου!

Τί ἔτρεξε,καπετάνισσα;
Ὁ Ἀλῆς ἔπιασε τὸν ἄντρα μου ! καὶ δεμένον λέει τὸν γυρεύει μπροστά του

νὰ τοῦ μιλήσῃ. Καὶ κάτι ἀκόμη! Τὰ ἐβδομήντα παλικάρια ποὺ τοῦ στείλαμε, τά
’φερε μὲ τὴν βία νὰ πολεμήσουνε τὰ ἴδια τὰ χωριά τους. (ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΙΩΠΗ! Η ΜΟΣΧΩ
ΤΙΣ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΜΙΑ –ΜΙΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ . ΥΣΤΕΡΑ ΛΕΕΙ ΣΤΙΒΑΡΑ:)

Γυναῖκες κι ἀδερφάδες μου! Σᾶς ἐξορκίζω νἄχετε κουράγιο κι ἐπιμονή! Καὶ ὅλοι
οἱ ἄντρες μας ἂν σκοτωθοῦνε, ἐμεῖς πρέπει νὰ πολεμήσουμε ὡς τὴν τελευταία
πνοή μας! Νὰ ρεζιλέψουμε ἐμεῖς οἰ γυναῖκες τὸν στρατὸ τοῦ ὀχτροῦ καὶ τὸν Ἀλῆ
,γιὰ τὴν ἀτιμία ποὺ μᾶς ἔκανε! Ὅποια νιώθει τὴν καρδιά της νὰ μὴν βαστάει, νὰ
πάῃ μὲ τὶς γερόντισσες καὶ τὰ παιδιὰ μὲς στὶς σπηλιὲς τῆς Μπίρας. Καὶ νὰ κρύψῃ
τὸν φόβο της βαθιὰ νὰ μὴν τὸν νιώθει ὡς κι ἡ ἴδια! Κι αὐτὲς ποὺ θὰ μείνετε,
καμιὰ νὰ μὴν δειλιάσῃ! Τὸ ὅπλο τοῦ ἐχθροῦ ὁ φόβος μας εἶναι. Θὰ τοῦ τὸ
δώσουμε οἱ ἴδιες στὸ χέρι;
ΟΛΕΣ

Ὄχι, καπετάνισσα!

ΜΟΣΧΩ Δὲν
ΟΛΕΣ

ἄκουσα , ὠρὲ γυναῖκες. Θὰ ἀφήσουμε τὸν φόβο μας νὰ μᾶς νικήσῃ;

Ὄχι, καπετάνισσα!

ΜΟΣΧΩ

Καὶ τὸν ὀχτρὸ τί θὰ τὸν κάμουμε;

ΟΛΕΣ Θὰ
ΛΑΜΠΗ:

τόνε φᾶμε!

Καπετάνισσα, ξακρίνω ἐκεῖ μακριά ἕναν μαντατοφόρο. Κάτι σοβαρὸ θὰ

μᾶς μηνοῦν οἱ ἄντρες.
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ( λαχανιασμένος)

Γυναῖκες! Ἀκοῦτε τὰ νέα ποὺ σᾶς φέρνω! Ὁ Πασᾶς

ζήτησε τὸν καπετάνιο μας, δυὸ λόγια νὰ τοῦ πῇ. Δεμένο τόνε πήγανε μπροστά
του καὶ τοῦ λέει: «Ἄκου, Λάμπρε Τζαβέλλα, ἡ ζωή σου κι ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ σου
εἶναι στὰ χέρια μου. Ἂν μοῦ παραδώσῃς σήμερα τὸ Σούλι, σᾶς τὴν χαρίζω, μαζὶ
μὲ ὅ, τι ἄλλο θέτε. Ἀλλέως θὰ σᾶς ψήσω ζωντανοὺς καὶ τὸ παιδί σου καὶ τοὺς
ἄλλους καὶ θὰ κάμω τὸ Σούλι χορτάρι νὰ μὴν φυτρώσῃ.
ΜΟΣΧΩ Κι

ὁ ἄντρας μου τί ἀπάντησε; Θέλω ν’ἀκούσω τ’ ἀντρίκια του τὰ λόγια.

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Τοῦ ‘πε: «Ὁρισμός σου, Πασᾶ μου! Ἂν ὄμως μ’ ἀφήσῃς νὰ πάω

στὸ Σούλι, τότε μπορεῖ ἴσως νὰ τὸ πάρῃς».
ΜΟΣΧΩ (ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΟΡΜΗΣΗι ΠΑΝΩ ΤΟΥ. ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΗΝ ΚΡΑΤΑΝΕ)

Ἀδύνατο νὰ τοῦ μίλησε

ἔτσι ὁ ἄντρας μου!
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ (χαμογελῶντας)

Μὴν ἀνάβῃς σὰν τὴν μπαρούτη, καπετάνισσα!

Περίμενε νὰ δῇς τὰ παρακάτω!
ΜΟΣΧΩ ( πιὸ ἥρεμη) Λέγε
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

ντὲ νὰ σὲ χαρῶ! Λέγε τα!

Τότε ὁ Πασᾶς τοῦ λέει: « Καὶ πῶς νὰ πιστέψω, καπετὰν Λάμπρο

ὅτι δὲν θὰ μὲ γελάσῃς»; «Ἔχεις, Πασᾶ μου, στὰ χέρια σου τὸν γιό μου τὸν Φῶτο
ποὺ εἶναι γιὰ μένα περισσότερο ἀπὸ τὸ Σούλι καὶ τὴν ζωή μου.
ΜΟΣΧΩ ( Συλλογισμένη γιὰ λίγο. Ἔπειτα ξεφυσᾶ καὶ λέει):

Κάτι θὰ θέλῃ νὰ τοῦ σκαρώῃ τοῦ

Πασᾶ…Μὰ τί;
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Αὐτὸ

ὁ ἴδιος θὰ στὸ πῇ τώρα ποὺ ἀνεβαίνει.

( ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ. ΕΙΝΑΙ ΣΚΥΘΡΩΠΟΣ, ΚΙ ΟΛΟΙ ΠΙΣΩΠΑΤΟΥΝ, ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ
ΒΛΕΠΟΥΝ, ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΩΣ ΠΟΥ ΚΙΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ)
ΜΟΣΧΩ Λάμπρο

μου…

ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Σεῖς οἱ ἄλλοι, τραβᾶτε παρακάτω κι ἀφῆστε με μὲ τὴν

γυναίκα μου. Ἔχω ἕναν λόγο νὰ τῆς πῶ, δικό μας (
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΡΑΒΙΟΥΝΤΑΙ ΜΑΚΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ)

Ο ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ΦΕΥΓΕΙ, ΟΙ

Γυναίκα, ἦρθα ὀ ἴδιος μὲ τὰ

μάτια μουν νὰ ἰδῶ ἂν μπορεῖς νὰ βαστάξῃς τὸ μαντᾶτο ποὺ σοῦ φέρνω.
ΜΟΣΧΩ (χλωμή ἀπὸ τὴν ἀγωνία) Ὁ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Φῶτος;

Ὁ Φῶτος ἀκόμα δὲν ἔπαθε τίποτα, οὔτε μιὰ τρίχα τῆς

κεφαλῆς του. Μὰ τὸν ἄφησα ἀμανάτι στὸ σκυλί, καὶ τὸν ξεγέλασα πὼς τὸ Σούλι
θὰ τοῦ τὸ παραδώσω. Ἐγὼ ὅμως ἦρθα νὰ ξεσηκώσω ὅλους, ρουθούνι ἀπὸ μᾶς
κάλλιο νὰ μὴν μείνῃ , ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ νὰ πέσουμε τοῦ Λύκου νὰ τὸν φᾶμε!
Ἔστειλα γράμμα στὸν Ἀλῆ πὼς τὸν γιὸ μου μπορεῖ νὰ τὸν σφάξῃ ἄν θέλῃ, μὰ
Σούλι στὰ χέρια του ποτὲ δὲν θὰ τὸ πάρῃ. Κι ἦρθα νὰ στὸπῶ, νὰ μὴν
βαρυγκομήσῃς ἂν τύχῃ καὶ τὸ μάθεις ἀπὸ ἄλλο στόμα κι ὄχι ἀπ’ τὸ δικό μου.
Ἀκούω τώρα τὰ λόγια σου ποιὰ θὰ ’ναι. Λόγια γυναίκας, γιὰ καπετάνισσας;
ΜΟΣΧΩ

Βρὲ Καπετάνιο! Τόσα παιδιὰ ἔχουμε καμωμένα καὶ χρόνια κάμποσα μαζὶ

περάσαμε, δὲν μ’ ἔμαθες ἀκόμη; Ὅ, τι ἀντρίκειο καὶ γενναῖο, εἶναιπάντα καλὰ
καμωμένο! ὅσο γιὰ μένα τὰ λόγια μου εἶναι τοῦτα: «Τὸ παιδί μου εἶναι παιδὶ τοῦ
Σουλίου. Σὰν γλιτώσῃ τὸ Σούλι, γλιτώνει καὶ τὸ παιδί μου. Σὰν χαθῇ τὸ Σούλι,
ἂς χαθῇ καὶ τὸ παιδί μου κι ἐγὼ ἡ ἴδια μαζί».
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ:

Γυναίκα, τὰ λόγια σου μὲ σφάζουνε, μὰ μὲ αὐτὰ μπῆκες

ὁλότελα πιὰ στὴν καρδιά μου. (ΤΕΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ)
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ (ΣΑΡΑΪ ΑΛΗ ΠΑΣΑ. ΑΛΗΣ , ΒΕΛΗΣ , ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ, ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΦΩΤΟΣ
ΤΖΑΒΕΛΑΣ)

Βρέ, ἄσε! ἐγὼ τοὺς παίζω στὰ δάχτυλα τοὺς γραικούς, Βελή! Ἅμα τοῦ

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

δώσῃς χρῆμα τοῦ Ρωμιοῦ, καὶ τὸ παιδί του τὸ ἴδιο τὸ πουλάει! Τώρα θὰ δεῖτε πὼς
ὁ Τζαβέλλας θὰ πουλήσῃ τὸ Σούλι.
ΒΕΛΗΣ

Πῶς εἶσαι τόσο σίγουρος, πατέρα;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ
χέρια)

Μά, βρὲ χαϊβάνι, ἀφοῦ κρατῶ στὰ χέρια μου τὸν γιό του.

(τρίβοντας τὰ

Δὲν μοῦ γλιτώνει τούτη τὴν φορὰ τὸ Κακοσούλι. Τὸ ’χω έδῶ , στὴν φούχτα

μου. ( Μπαίνει κάποιος

στρατιώτης μὲ ἕνα γράμμα στὰ χέρια. )Ἔλα

μου τὴν γραφὴ ποὺ περιμένω. (ὁ
ἀμίλητος)

κοντά,ὠρὲ μπίρο μ’. Δῶσε

στρατιώτης δίνει τὸ γράμμα , προσκυνάει καὶ φεύγει

Διάβασε , ὠρὲ γραμματικέ, τί γράφει ὁ καπετὰν Λάμπρος

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ( ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ, ΜΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ Ο
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ
ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ
ΛΑΜΠΡΟΣ

ΤΖΑΒΕΛΑΣ

«Βεζύρ Ἀλῆ Πασᾶ …»

«…Χαίρομαι

ὅπου ἐγέλασα ἕναν δόλιο. Εἶμαι ἐδῶ νὰ

διαφεντεύσω τὴν πατρίδα μου ἐναντίον εὶς ἑναν κλέφτη σὰν κι ἐσένα. Ὁ γιὸς
μου θέλει ἀποθάνῃ. Ἐγὼ ὅμως ἀπελπίστως θέλω τὸν ἐκδικηθῶ , πρὶν ἀποθάνω.
Κάποιοι σὰν κι ἐσένα θὰ ποῦνε πὼς εἶμαι ἄσπλαχνος πατέρας μὲ τὸ νὰ θυσιάσω
τὸν γιό μου γιὰ τὸν ἐδικό μου λυτρωμό. Ἀποκρίνομαι γιὰ νὰ ξέρῃς ὅτι, ἂν ἐσὺ
πάρῃς τὸ βουνό, θέλεις σκοτώσῃ καὶ τὸν γιό μου μὲ τὸ ἐπίλοιπον τῆς φαμίλιας
καὶ τοὺς συμπατριῶτας μου. Τότε θὰ ἀγωνιστῶ νὰ ἐκδικήσω τὸν θάνατό τους.
Ἀμή, ἂν νικήσωμεν, θέλει ἔχω καὶ ἄλλα παιδιά. Ἡ γυναίκα μου εἶναι νέα! Ἐὰν
πάλι ὁ γιός μου, νέος καθὼς εἶναι, δὲν μένει εὐχαριστημένος νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν
πατρίδα του, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ζἠσῃ. Καὶ δὲν γνωρίζεται ὡς γιὸς μου.
Προχώρησελοιπόν, ἄπιστε! Εἶμαι ἀνυπόμονος νὰ ἐκδικηθῶ. Νὰ πιῶ τὸ αἷμα σου.
Ἐγώ,ὁ ὠμοσμένος ὀχθρός σου, ὁ καπετὰν Λάμπρος Τζαβέλλας».

( Ο ΛΑΜΠΡΟΣ

ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΦΕΥΓΕΙ. Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ)
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ( ΠΙΑΝΕΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΙΖΕΙ ΧΙΛΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ. ΧΤΥΠΑ ΑΠΑΛΑΜΑΚΙΑ.
ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. ΤΟΥ ΜΙΛΑ ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ )

Ἀμέσως νὰ κόψουνε καὶ νὰ μοῦ

φέρουνε εὐθὺς ἐδῶ τοῦ Φώτου τὸ κεφάλι. Νὰ ἀποκεφαλίσουνε τὸν γιὸ τοῦ
τζαβέλλα κι οἱ Ἀρβανιτάδες νὰ πιάσουνε τὰ γύρω βουνά, νὰ μάθουν οἱ βρωμοΣουλιῶτες μὲ ποιοὺς ἔχουνε νὰ κάνουνε. Νομίζει ὁ Τζαβέλλας ὅτι τὸν ἔξυπνο
μπορεῖ νὰ μοῦ παίξῃ; Πέτρα γιὰ πέτρα, δεντρὶ γιὰ δεντρὶ δὲν θ’ ἀφήσω ἐγὼ πιὰ
στὸ Σούλι νὰ φυτρώσῃ! Χάσου!
(ΠΡΙΝ ΦΥΓΗι Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ, ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΑ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥΣΟΥΦ)
ΓΙΟΥΣΟΥΦ

Σοφὰ ὅσα σκέφτηκες,πασᾶ μου, ὠστόσο…

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Τί
ΓΙΟΥΣΟΥΦ

μοῦ τὰ μασᾶς , ὠρὲ Γιουσούφ; Μίλα ξάστεερα. Σ’ἀκούω.

Τὸν γιὸ τοῦ Τζαβέλλα , τὸν Φῶτο λέω, μὴν τὸν σκοτώνῃς ἀκόμα. Ἄσε

νὰ ἰδῇς πῶς θὰ τελειώσῃ τοῦτος ὀ πόλεμος. Ζωντανὸς ὁ μικρὸς μᾶς εἶναι πιὸ
χρήσιμος! Μπορεῖ νὰ παίξουμε ξανὰ στοῦ Φώτου τὸ κεφάλι!
ΒΕΛΗΣ

Σὰν νὰ ἔχῃ δίκιο ὁ Ἀγάς, πατέρα. Τί λές, νὰ τὸν τρομάξουμε λιγάκι τὸν

μικρό, μὰ νὰ μὴν τὸν πειράξουμε ἀκόμη; Θὲς νὰ τὸ ἀναλάβω;
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ (ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ)

Σῦρε καὶ πὲς στοὺς στρατηγοὺς μου ὅτι σοῦ εἶπα γιὰ

τὸ Σούλι. Καὶ νὰ πᾶς νὰ μοῦ φέρῃς τὸν Φῶτο ἐδῶ.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣτοῪς

ὁρισμούς σου,πασᾶ μου (ΦΕΥΓΕΙ)

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ( ΣΤΟΝ ΒΕΛΗ)

ἀγρίμι

Καὶ τώρα, γιέ μου, νὰ σὲ δῶ πῶς θὰ μιλήσῃς σ’ αὐτὸ τὸ

(ΜΠΑΙΝΟΥΝ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΩΤΟ ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΔΕΜΈΝΟ ΠΙΣΘΑΓΚΩΝΑ. ΤΟΥ

ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΤΩ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗι ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ.
ΒΕΛΗΣ( ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ, ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΦΩΤΟ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΞ=Υ ΤΟΥΣ ,ΠΑΡΟΝΤΩΝ
ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ)

Κάνεις ἀκόμα τὸν κάργα; Δὲν σκέφτεσαι τὴν ζωή σου; Θ α σ ε κ

ά ψ ο υ μ ε ζ ω ν τα α ν ό. Ἕνα νεῦμα τοῦ πασᾶ περιμένω γιὰ νὰ σὲ μάθω νὰ μᾶς
κοιτᾶς δίχως οὔτε τὰ μάτια νὰ χαμηλώνῃς. Ἄτιμα φέρθηκε ὁ πατέρας σου μαζί
μας κι ἐσὺ ὅλα θὰ τὰ πληρώσῃς.
ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ

Ἄτιμα ποτὲς δὲν φέρνεται ὁ πατέρας μου.Ἂν θὲς νὰ μὲ σκοτώῃς,

δὲν σὲ φοβᾶμαι. Τὸ ἴδιο θὰ σοῦ ἔκανε ὁ πατέρας μου κι ἐσένα, ἂν ἔπεφτες
ζωντανὸς στὰ χέρια του. Κ ὄχι μονάχα ἐσὲνα , ἄλλὰ καὶ τοῦ ἀδερφοῦ σου!
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Ἀρκετά! Πᾶρτε τον ἀπὸ μπροστά μου!

ΦΕΥΓΟΥΝ ΕΝΩ Ο ΑΛΗΣ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ)

(Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΕ

ΤΟΝ ΦΩΤΟ

Στὸ πιὸ σκοτεινὸ μπουντρούμι νὰ τὸν πᾶτε κι

ἄλλη τροφὴ ἔξω ἀπὸ ψωμί καὶ νερὸ νὰ μὴν τοῦ δῶστε. Νὰ σαπίσει τὸ σκυλί
θαμένο ζωντανό!
ΒΕΛΗΣ Εἶναι

κι αὐτὸς ἀετοπούλι!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Μὰ καὶ ταὰ ἀετοπούλια, σὰν τὰ πιάσῃς μικρὰ, μπορεῖς καὶ ταὰ

ἡμερεύῃς. Φτάνει νὰ τοὺς κόψῃς γιὰ πάντα τὰ φτερά! (ΤΕΛΟΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ)
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ( ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ )
ΜΟΣΧΩ

Αὐτὸποὺ δὲν βαστιέται εἶναι νὰ περιμένει ἐδῶ κανεῖς χωρὶς νὰ

πολεμάῃ.Δίχως μήνυμα ἀπ]τοὺς ἄντρες μας, νὰ καθόμαστε ἐδῶ μὲ τὸ τουφέκι
στὰ χέρια, δίχως νὰ ρίχνουμε οὔτε ἕνα βόλι. Κάλλιο νὰ ὁρμούσαμε ὅλες μαζί, νὰ
βοηθούσαμε τοὺς ἄντρες μας στὸ ντουφεκίδι.
ΦΩΤΩ

Καπετάνισσα, ἕνας μαντατοφόρος ἀπ’τοὺς ἄντρες μας.(φτάνει κοντά)

ΜΟΣΧΩ

Τί ὁρίζουν οἱ καπεταναῖοι, παλικάρι;

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Ὁ Καπετάνιος περιμένει ὥρας πρὸς ὥρας τὴν ἐπίθεση τοῦ Ἀλῆ.

Νὰ εἶστε ἔτοιμες. Χρεία ἔχομε ἀπὸ ντουφέκια. Ὁ Καπτα-Μπότσαρης ἔχει δικό
του σχέδιο νὰ τραβήξῃ τὸν ἐχθρὸ μὲς στοὺς γκρεμνούς, ὡς τὶς χαράδρες τῆς
Κιάφας , γιὰ νὰ τοὺς χτυπήσετε σεῖς ἀπὸ πάνω. Κι ἂν σωθοῦνε τὰ βόλια, μὲ
κοτρῶνες τότε τοὺς ἄπιστους νὰ κυνηγήσετε. (ΦΕΥΓΕΙ)
ΜΟΣΧΩ

Λάμπη, Χάιδω, κοντά μου. Θὰ μοιράσουμε ψωμί καὶ βόλια σὲ ὅλες. Τούτη

τὴν φορὰ ἡ μάχη μας δὲν εἶναι σὰν τὶς ἄλλες.Τὸ Σούλι πάει γιὰ λευτεριά ἤ γιὰ
θάνατο (ΤΕΛΟΣ ΕΚΤΗΣ

ΣΚΗΝΗΣ)

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ (ΙΔΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ)
ΠΟΡΦΥΡΑ Τί

πάθανε οἱ ἄντρες μας καὶ πάψανε τὸ ντουφεκίδι;

ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ
ΦΩΤΩ Γιὰ

Μπὰς καὶ τοὺς κυκλώσαν οἱ Τουρκαλβανοί;

μπὰς καὶ, μήτε νὰ τὸ συλλογιστῶ δὲν θέλω, τοὺς πιάσαν ζωντανούς;

ΠΟΡΦΥΡΑ Πάψε,μὴν
ΧΑΪΔΩ

κακομελετᾶς!

Ἔ, Καπετάνισσα, τί βλέπεις ἐκεῖ μακριά;βγάζεις νόημα νὰ πῇς καὶ σ’ ἐμᾶς

τί γίνεται;
ΜΟΣΧΩ

Ἴσως νὰ ’χουνε σχέδιο νὰ ξεγελάσουν τὸν ὀχτρὸ πὼς τάχα φύγανε. Ἴσως

πάλι… Ἀδερφάδες, οἱ ἄντρες μας θὰ σφάζονται κι ὁ Ἀλῆς θὰ πῆρε τὰ χωριά μας.
Μπὰς καὶ θέλετε τὴν ζωή σας τρώρα πιά; Ἐγώ τὸ λέω : «Κάλλιο θάνατος, παρά
σκλαβιά». Ἂς μὴν πέσουμε ζωντανὲς στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν. Ἂς ριχτοῦμε στοὺς
ἄπιστους σὰν λύκαινες, τοὺς ἄντρες μας ἂν μποροῦμε νὰ σώσουμε, καθὼς καὶ
τὰ χωριά μας.
ΧΑΪΔΩ

Δίκιο ἔχει ἡ καπετάνισσα. Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά!

ΟΛΕΣ

Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά!

ΜΟΣΧΩ

Πᾶρτε φυσέκια, κόρες μου κι ὁρμᾶμε . Νὰ δοῦμε πόσοι ἄντρες μας

στέκουν ἀκόμη ζωντανοὶ, νὰ τοὺς ψυχώσουμε . Ἀπὸ μᾶς κρέμονται τούτη τὴν
ὥρα.

Νὰ

τρέξουμε

κοντά

τους

,

νὰ

εκδικηθοῦμε

τοὺς

νεκροὺς,

νὰ
γιατροπορέψουμε τοὺς λαβωμένους, νὰ δείξουμε στοὺς ἄπιστους πῶς πολεμάει
τὸ Σούλι. Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά!
ΟΛΕΣ

Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά! (ΤΕΛΟΣ ΕΒΔΟΜΗΣ

ΟΓΔΟΗ ΣΚΗΝΗ

ΣΚΗΝΗΣ)

ΚΟΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΔΥΟ ΔΕΞΙΑ ΣΑΡΑΪ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΑΛΗΣ ΚΑΙ ΒΕΛΗΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ,

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΩΝ
( ΦΩΣ ΔΕΞΙΑ) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Σὰν νὰ γίνηκε ξαφνικὰ σεισμὸς πέσανε πάνω στοὺς

στρατιῶτες μας τοῦτες οἱ μανιασμένες γυναῖκες! Ἐγέρασα, παιδί μου καὶ τέτοιο
πράγμα δὲν ἔχω ματαδεῖ.
ΒΕΛΗΣ

Μὲ κραυγὲς καὶ λιθάρια ὁρμήσανε , σὰν νὰ τὶς γένναγε ἡ γῆς. Πάνω ποὺ

λέγαμε πὼς πάει πιά, τὸ πήραμε τὸ Σούλι, ξεφυτρώσανε τοῦτα τὰ δαιμονικά καὶ
χιμήξαν νὰ μᾶς φᾶνε! Τότε σὲ ἄκουσα νὰ λὲς…
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Σῶπα , γιέ μου καὶ ρεζίλι θὰ γενῶ. Ναὶ, τότε ἦταν ποὺ φώναξα τοῦ

Ὀμὲρ:(ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ )
( ΦΩΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ΛΙΑΚΟΣ

«Τ’ ἄλογο, τ’ ἄλογο , Ὀμὲρ Βρυώνη, τὸ Σοὺλι ἐχίμηξε καὶ

μᾶς πλακώνει».(ΓΕΛΟΥΝ ΟΛΟΙ ΔΥΝΑΤΑ )
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ

Ἂς βρισκόταν ἕνας ποιητὴς νὰ τὸ τραγουδήσῃ αὐτό, χαμένο νὰμὴν

πάῃ. (ΓΕΛΟΥΝ ΟΛΟΙ ΔΥΝΑΤΑ . ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ)
( ΦΩΣ ΔΕΞΙΑ) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Μὰ αὐτὸ μὴν ἀκουστῇ , γιατὶ θὰ γελᾶνε μαζὶ μου οἱ Ρωμιοὶ

ὅσο θὰ βρίσκονται πάνω στὴν γῆ ! Οὗλες οἱ Ρωμιὲς θὰ ’θελα ἕνα κεφάλι νὰ
’χανε , γιὰ νὰ τοὺς ταὄπαιρνα μεμιᾶς,μὲ τὴν χατζάρα.

Τί ντροπὴ νὰ μᾶς

τρομάξουν ἔτσι οἱ γυναῖκες!
ΒΕΛΗΣ

Μὰ αὐτὲς δὲν ἤτανε κανονικὲς γυναῖκες ! Ὁ Ἀλάχ νὰ μὴν καταραστῇ

κανέναν νὰ δῇ γυναῖκες Σουλιώτισσες φρενιασμένες!

Ἀκόμα τὶς βλέπω

μπροστά μου νὰ μουγκρίζουν , νὰ οὐρλιάζουν, νὰ τὶς σκοτώνουμε μεῖς κι ἐκεῖνες
νὰ ζωντανεύουν καὶ νὰ μᾶς δείχνουν τὰ δόντια τους, ἔτοιμες θαρρεῖς νὰ μᾶς
κατασπαράξουν. Κι ἀπὸ πίσω νὰ τραβοῦν ὅσοι Σουλιῶτες μείναν ζωντανοί, μὲ
καινούριες δυνάμεις , νὰ μᾶς χτυπήσουν. (ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ. ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΟΛΗ
Η ΣΚΗΝΗ ΣΤΟΥΣ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ)
( ΦΩΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ

Τὴν βλέπω ,ἀδέρφια , νὰ ὀρμάει μπροστά, σὰν

ἄνεμοπς νὰ κυνηγᾶ τοὺς Τούρκους καὶ ταῆς φωνάζω: «Ἄντε , μωρὴ
Καπετάνισσα,καὶ μοὔφαγες σήμερα τὴν δόξα». Καὶ τρέχω ξοπίσω της μ’ ὅσα
παλικάρια βάσταγαν ἀκόμα.
ΜΟΣΧΩ

Φτάσαμε σ’ ἕναν πύργο ποὺ ’χε ταμπουρωθεῖ ὁ Κίτσος ὁ Τζαβέλλας μ’

ἄλλα δέκα παλικάρια. Φωνάζω τότες «Βαρᾶτε, βρὲ γυναῖκες, καὶ τὰ σκυλιὰ μᾶς
παίρνουνε τὰ δέκα παλικάρια». Κι ἀκούγεται τότες ὁ Κίτσος «Βαρᾶτε νὰ
γλιτώσουμε ἀπὸ τὸν ὀχτρό, μὴ μᾶς ντροπιάσουνε οἱ γυναῖκες»! Μὰ ὅσο νὰ
φτάσουμε κοντά καὶ νὰ διώξουμε τοὺς σκύλους , τὰ παλικάρια ὅλα νεκρὰ τὰ
βρήκαμε στὴν γῆς. Μέτρησα τὶς πληγὲς τοῦ Κίτσου. Τὶς βρῆκα δεκαὲξ. Τόσα
βόλια θανατερά ἔστειλα στοὺς Ἀρβανιτάδες ποὺ λακίζανε. Ἔπειτα γύρισα καὶ μὲ
τὰ χέρια μου ἔθαψα αὐτὸν , τὰ παλικάρια του κι ὅσες κοπελιὲς χαθήκανε τοὺτη
τὴν μέρα. Καὶ τὴν Πορφύρα ἀνάμεσά τους. Στὰ χέρια μου ξεψύχησε καὶ πρὶν
πεθάνῃ, μοὺ ’πε πὼς βγῆκε τ’ ὄνειρο ποὺ ’δε τὸν ἀδερφό της. Τὴν λευτεριά μας
δὲν τὴν χάσαμε, μὰ καὶ τ’ ἀδέρφια ἀνταμωθήκανε, ὅπως τὸ ’πε.
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ Ἀδέρφια,
ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ
ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ

Σουλιῶτες! Μπορῶ θαρρῶ νὰ πῶ ἕναν λόγο.

Μίλησε, γέροντα, σ’ ἀκοῦμε!

Ἴσαμε τώρα, οἱ ἄντρες μοναχά συναζώμαστε καὶ παίρναμε τὶς

ἀποφάσεις. Μὰ ἀπὸ σήμερα λέω πὼς καὶ δυὸ γυναῖκες ἔχουνε θέση στὶς
συγκεντρώσεις μας. Ἡ Μόσχω μὲ τὴν Χάιδω! Δίχως αὐτὲς μοῦ φαίνεται, Σούλι
δὲν θὰ ὐπῆρχε. Λοιπόν, Σουλιῶτες, τί ἀποκρίνεστε; Δεκτὴ ἡ πρότασή μου;
Καὶ μὲ τὸ παραπάνω, γέροντα.

ΟΛΟΙ

ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ (συγκινημένος , στρέφει στὴν Μόσχω)

Περίμενες τέτοια τιμή, γυναίκα;

Μὰ τί ἔχεις ,περιστέρα μου ,καὶ στέκεις λυπημένη;
ΜΟΣΧΩ

Ἀπ’ τοῦ παιδιοῦ μου τὸν καημό, τί ἄλλο νὰ μὲ βαραίνει;

ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ

Σύχασε ,Μόσχω μ’ καὶ ταχιὰ μαζὶ μας θὰ ’ν’ ὁ Φῶτος.

Λύτρα πληρώσαμε ὅλοι μας καὶ στὸν Ἀλῆ τὰ στέλνω
Καὶ τοῦ παιδιοῦ μας τὴν ζωὴ νὰ σώσῃ παραγγέλνω.
ΧΑΪΔΩ

Νὰ τος ,κυρά , κι ὁ Φῶτος σου καὶ φάνηκε στὴν στράτα.

ΜΟΣΧΩ

( Χωρίς μιλιά τὸν πιάνει, τὸν χαϊδεύει καὶ τὸν σφίγγει στὴν ἀγκαλιά της.

Ὑστερα τὸν γεμίζει φιλιά, ἐνῶ ὅλοι τραγουδοῦν :
ΟΛΟΙ

Ἐδῶ ’ν’ τὸ Σούλι τὸ κακό, ἐδῶ τὸ Κακοσούλι
Ποὺ πολεμοῦν μικρὰ παιδιά, γυναῖκες δίχως ἄντρες
Ποὺ πολεμᾶ ἡ Τζαβέλλαινα σὰν ἄξιο παλικάρι!
Βαστᾶ φυσέκια στὴν ποδιά, καὶ μὲ τουφέκι σισανὲ
ἐμπρὸς ἀπ’ὅλους πάει
Τώρα νὰ δεῖτε πόλεμος , γυναίκεια τουφέκια…
(ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ)

6-7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013
Ὄναρχος
6ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΝΑΟΥΣΑΙΑΙ
ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΥΝΤΕΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΟΝΑΡΧΟΥ (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ(ΤΑΣΟΣ) ΓΕΡΟ-ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ
ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΤΣΟΣ
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΑΟΥΣΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΟΥΣ
ΓΙΩΡΓΗΣ –ΑΓΓΕΛΟΣ
ΜΑΜΑΝΤΗΣ
ΕΒΡΑΙΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-130)
ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

Στιγμὲς ἡ μέρα πρὶν φανῇ κι ὁ Αὐγερινὸς τὸν Ἥλιο
Μὲ τὸ μοναδικὸ του φῶς κοντά μας ὁδηγήσῃ
Λένε οἱ γεροντότεροι πὼς τότε τὸ σκοτάδι
Στὴν γῆ μας πέφτει πιὸ πηχτὸ κι ἀδιαπέραστο εἶναι.
5

Τούτη τὴν ὥρα τὸ λοιπὸν ἡ πλάση ποὺ ἡσυχάζει
Ποὺ δὲν ἀκούγεται φωνὴ κι ἡ πρωινή δροσοῦλα
Στὰ φῦλλα ἀπάνω κάθεται καὶ στοὺς κορμοὺς τῶν δέντρων
Ποὺ κάθε πλᾶσμα ζωντανὸ ν’ ἀναπαυτῇ γυρεύει
Πρὶν ν’ ἀρχινήσῃ ὁ μόχθος του γιὰ τὴν καινούρια μέρα

10 Ποὺ σὲ καθέναν ἄνθρωπο στὸ στρῶμα καθὼς κεῖται
Στέκει ὁ Μορφέας πάνω του μὲ τὰ ὀνείρατά του

2014)
Ἐδιάλεξα ν’ἀνταμωθῶ μὲ φίλους ἀκριβούς μου.
Ἔστειλα μήνυμα κρυφὰ στὸν Γερο-Καρατάσο
Καὶ παλικάρι ἔτρεξε στὸν Ἀγγελῆ τὸν Γᾶτσο
15 Νὰ τοὺς εἰποῦν πὼς καρτερῶ καὶ νὰ τοὺς δῶ πὼς θέλω
Ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη πρὶν ἡ αὐγὴ τὴν Κυριακὴ μᾶς φέρῃ
Τὴν ἁγιασμένη ,τοῦ Θωμᾶ, τὸ τέλος ποὺ ὁρίζει
Τῆς Μέγιστης τῆς ἑορτῆς γιὰ τὴν Χριστιανοσύνη.
Ἂν καὶ γιὰ μᾶς τὸ φετεινὸ Πάσχα ἔχει σταματήσει
20 Στὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς ποὺ τὸν Χριστὸ σταυρῶσαν.
Πατήσανε μὲ προδοσιὰ τὴν Νάουσα οἱ Τοῦρκοι
Ἀφοῦ κάποιος τοὺς ἄνοιξε τ’ Ἅγιου Γιωργιοῦ τὴν πύλη.
Τὸ αἷμα ἐχύθη ποταμὸς καὶ χύνεται ἀκόμη
Στὴν ἔμορφη τὴν Νάουσα, καμάρι τοῦ Βερμίου
25 Ποὺ τὴν λαμπρύναν ὁπλουργοὶ , κλέφτες ,καπεταναῖοι
Κι εἶχε πολλὰ προνόμια ἀπ’ τὴν Βαλιδὲ Σουλτάνα.
ΓΕΡΟ-ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ

Προνόμια Τοῦρκος ποὺ ’δωσε θηλιά εἶναι στὸν λαιμό μας.
Ἄς εἶναι ἐτοῦτα μακριά, ἡ Λευτεριὰ μᾶς φτάνει!
Σὰν τί μᾶς θὲς καὶ μᾶς καλεῖς ἀχάραγα νὰ ’ρθοῦμε
30 Ν’ ἀφήσουμε τὸ πόστο μας , ἄρχοντα Ζαφειράκη;
Κι ἐγὼ κι ὁ Γᾶτσος τρέξαμε εὐθὺς στὸν ὁρισμό σου
Γιατὶ εἴπαμε πὼς σοβαρὴ αἰτία σ’ ἀναγκάζει
Νὰ βγῇς ἀπὸ τὸν Πύργο σου νὰ τρέχῃς στὰ σκοτάδια
Καὶ νὰ μηνᾶς συνάντηση μ’ ἐμᾶς πὼς θὲς νὰ γίνῃ.
ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΤΣΟΣ

35 Μὴν ἔμαθες ποιὸς πρόδωσε τὴν Νάουσα στοὺς Τούρκους
Καὶ μᾶς ζητᾶς ἐκδίκηση νὰ πάρουμε γιὰ σένα;
Μὴν ἔχεις κάποια διαταγὴ ποὺ ἄλλοι δὲν θὰ πρέπει
Ναουσαῖοι νὰ ἀκούσουνε , ἔξω ἀπὸ μᾶς τοὺς δύο;
Ὁ πόλεμος ἀφύσικο μὲς στὴν ζωὴ τ’ ἀνθρώπου
40

Κι ἀφύσικες καμιὰ φορὰ σκέψεις καὶ πράξεις κάνει
Καθένας ποὺ στὰ δίχτυα του ὁ πόλεμος τὸν πιάνει.

Ζ.Λ.

Φίλοι, καλῶς ὁρίσατε , χαρά μου νὰ σᾶς βλέπω
Τὴν ὥρα τούτη ποὺ στερνὴ γιὰ ὅλους μας μπορεῖ να΄ναι
Κι ὄχι, δὲν τὸ ξεδιάλυνα τὴν πόρτα τ’ Ἅη-Γιώργη

45

Ἀπὸ ποιὸ χέρι ἀδερφικὸ βρῆκε νὰ τὸν προσμένῃ
Ὀρθάνοιχτη ὁ Ἐμπού-Λουμπούτ καὶ πάτησε τὴν πόλη.
Κι ἂν το ’ξερα , δὲν θα ’θελα Ἕλληνα νὰ σκοτώσω
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἀγαρηνὸς τὴν Νάουσα ἀφανίζει.
Θὰ τὸν προστάτευα κι αὐτὸν , κι ἂς ἤτανε προδότης,

50

Ἀπὸ σπαθὶ ἐκδίκησης στοὺ ὄλεθρου τὴν ὥρα
Καὶ σὰν γλιτώναμε κι οἱ δυὸ τοῦ Χάροντα τὰ δόντια,
Στὸν λαὸ θὰ τὸν παρέδιδα , νὰ κάνῃ δίκαιη κρίση,
Ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἄκουγε τὶς γνῶμες καὶ τῶν δυο μας.
Μὰ ἐδῶ σᾶς κάλεσα γιατὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ σᾶς θέλω.

55 Γ.Κ. Ὁ λόγος σου εἶναι προσταγὴ γιὰ μᾶς , πὲς , τί γυρεύεις;
Ζ.Λ.

Πολλὲς γυναῖκες καὶ παιδιὰ μαζί μου εἶναι κλεισμένα.
Θέλω νὰ βοηθήσετε νὰ βγοῦν , νὰ δραπετεύσουν
Κι ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ , νὰ σώσουν τὴν ζωή τους.

Α.Γ

Τί θὲς νὰ καμωμεν ἐμεῖς αὐτὲς γιὰ νὰ γλιτώσουν

60

Μαζί μὲ τὰ παιδάκια τους; Πὲς μας καὶ θὲ νὰ γίνῃ.

Ζ.Λ.

Σὰν φύγουμε ὅλοι ἀπὸ δῶ στὰ πόστα μας νὰ πᾶμε,
Τρεῖς θὲ ρίξω μπαταριὲς ἀπανωτὲς καὶ τότε,
Σεῖς μὲ τὰ παλικάρια σας ψευτογιουροῦσι κάντε
Πάνω στοὺς Τούρκους πέσετε μ’ ὅλην τὴν δύναμή σας
65

Νὰ τοὺς ἀπασχολήσετε , τὸν νοῦ νὰ μὴν τὸν ἔχουν
Καθόλου ἀπὰ στὸν Πύργο μου. Τότε κι ἐγὼ θὰ ἀνοίξω
Τὴν πόρτα κι ὅλες τους μαζὶ θὰ ἀφήσω γιὰ νὰ φύγουν
Μήπως γλιτώσουνε αὐτὲς καὶ δὲν χαθεῖ ἡ γενιά μας.
Εἶν’ ζωντανὴ ἡ Νάουσα καὶ μ’ ἕναν Ναουσαῖο

70
Γ.Κ.

Ὄχι μὲ τόσες κοπελιὲς μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους.
Ὁ λόγος σου εἶναι, ἄρχοντα , καλὸς καὶ τιμημένος.
Χαρά σ’ ἐκεῖνον τὸν λαὸ ποὺ ὅλοι οἱ ἄρχοντές του
Γιὰ αὐτὸν πασχίζουν , στὴν ἀρχὴ ὅποιος τους καὶ ἂν εἶναι.

Ζ.Λ.

Ἂν μὲ τὰ λόγια σου αὐτὰ θέλεις ἐμὲ νὰ ψέξῃς

75

Γιατὶ μακριὰ ἐξόριστο τὸν Μάμαντη ἔχω στείλει
Καὶ μὲς στὰ σίδερα ἀρκετοὺς ἔχω ἀντίπαλούς μου,
Μᾶθε μιὰ ὑποψία μου Γέρο μου Καρατάσο
Ποὺ δὲν τὴν εἶπα ἀπ’ τὴν ἀρχή, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπον
Τὸν νοῦ μας νὰ βαραίνουμε στὴν δύσκολη τὴν ὥρα,

80

Μόν’ πρέπει ὅλοι , σὰν γροθιά, στὸν Τοῦρκο νὰ ῥιχτοῦμε.
Μὰ τώρα μὲ προκάλεσες καὶ θέλω νὰ μ’ ἀκούσῃς.
Τέσσερις ,μοῦ ’παν οἱ φρουροί, ἄνδρες στὴν πύλη φτάσαν
Καὶ μίλησαν μὲ τοὺς σκοποὺς γιατὶ ἤτανε γνωστοί τους.
Τοῦ Μάμαντη ὁ ἀδερφὸς ἀνάμεσά τους ἦταν,

85

Αὐτὸς ποὺ ἐγὼ σᾶς ἄκουσα κι ἔβγαλα ἀπ’ τὸ μπουντρούμι.
Μιλήσανε, γελάσανε, κρασάκι τοὺς κεράσαν,
Κι αὐτῶν τὰ μάτια ἀπ’ τὸ πιοτὸ βαρύνανε καὶ κλεῖσαν.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἐμποὺ -Λουμποὺτ βρῆκε ἀνοιχτὴ τὴν πύλη.
Δὲν μοῦ τὸ βγάζετε ἀπ’ τὸν νοῦ πὼς ἀπ’ τὸν ἀδερφό του
90

Ἐκεῖνος ἔλαβε ἐντολὴ τὴν πόλη νὰ προδώσῃ.

Γ.Κ.

Γιὲ μου, τὸν λόγο μάζεψε καὶ κράτα τὸν θυμό σου
Γιατὶ σὰν μάθει ὁ Ἀγαρηνὸς διχόνοια πὼς μᾶς τρώει,
Ἀπ’ τὴν μεγάλη του χαρὰ τὰ χέρια του θὰ τρίβῃ.
Δὲν εἶναι ἄλλη γιὰ τὸν ἐχθρὸ μέγιστη εὐτυχία

95

Ἀπ’ τὸ νὰ βλέπῃ ὅλους ἐμᾶς νὰ ’μαστε χολιασμένοι.
Ἔτσι κι ἐκεῖνος εὔκολα, χωρὶς μεγάλο κόπο
Ἀνθρώπους, σπίτια, μὰ καὶ βιὸς μὲς στὴν σκλαβιὰ θὰ ῥίξη.

Ζ.Λ.

Γιὰ τοῦτο εἶπα πρωτύτερα ὅτι καὶ τὸν προδότη
Μὲς στῆς ἀντάρας τὴν φωτιὰ ἐγὼ θὰ ὑπερασπίσω.

100

Μὰ , θαρρῶ, τώρα εἶναι καιρὸς στὰ πόστα μας νὰ πᾶμε
Καὶ τ’ ἄμοιρα τὰ θηλυκὰ ποὺ ἀπὸ ἐμᾶς προσμένουν
Φροντίδα γιὰ τὴν ὕπαρξη αὐτῶν καὶ τῶν παιδιῶν τους
Ὅσο καθένας μας μπορεῖ , φίλοι, νὰ τὰ νοιαστοῦμε.

Α.Γ

105

Δὲν εἶναι ἀνάγκη , ἄρχοντα, τὸν λόγο νὰ σοῦ δώσω
Πὼς γιὰ ὅλες τους θὰ εἶμαι ἐγὼ γονιὸς καὶ ἀδερφός τους.
Εἶναι, βλέπεις, τὸ ταῖρι μου ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνες
Κι ὁ λογισμός μου δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ μακριά τους.
Ταχιὰ θὲ νὰ ’ρθω νὰ τὶς βρῶ , σὰν ἡ ἀντάρα πάψῃ
Νὰ μάθω ἀπὸ τὶς κοπελιὲς τί ἀπόγινε ἡ καλή μου.

110

Μὰ τώρα φεύγω . Ἀργήσαμε κι ὁ πόλεμος θ’ ἀρχίσῃ

Γ.Κ

Δίκιο ἔχει, ἀφέντη, τὸ παιδί , κι ἂς εἶναι θολωμένο
Ἀπ’ τὸν γλυκὸ τὸν ἔρωτα ποὺ ’χει γιὰ τὴν κυρά του.
Στὴν θέση του ὁ καθένας μας γοργὰ πρέπει νὰ πάῃ
Γιατὶ ἔχει ξημερώσει πιὰ κι ὁ πόλεμος κινάει.
115 Ζ.Λ Ἄτυχα εἶστε , θηλυκά, στὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε.
Κτήματα πρῶτα τοῦ γονιοῦ, τοῦ ἄντρα σας κατόπι,
Ὁ ἕνας ποὺ σᾶς ἔθρεψε στὸν ἄλλον θὰ σᾶς δώσῃ
Χωρὶς λόγο νὰ ἔχετε σεῖς γιὰ αὐτὸν ποὺ μὲς στὴν κλίνη
Θὰ ὀργώσῃ τὸ κορμάκι σας μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι
120

Καὶ δυνατά, ὅλος ὁρμή, θὰ σκούξῃ μὲς στὴν γῆ σας
Τὴν ὥρα ποὺ τὸν σπόρο του σ’ ἐκείνη θὲ νὰ ῥίχνῃ.
Μέρα τὴν μέρα ἔπειτα ν’ ἀλλάζῃ τὸ κορμί σας
Θὰ βλέπετε, ὅσο νιώθετε στὰ σπλάχνα ν’ ἀναδεύῃ
Νέα ζωὴ , ποὺ γιὰ αὐτὴν θυσία θὰ γενῆτε.

125

Μὰ σὰν ἀρχίσῃ τὸ παιδὶ σὰν τὸ δεντρὶ ν’ ἀνθίζῃ
Ἄλλος καημὸς στὰ στήθεια σας τὶς ῥίζες του θ’ ἁπλώνῃ.
Νὰ μὴν πάρῃ τὴν κόρη σας Τοῦρκος μὲς στὸ χαρέμι
Νὰ μὴν τοῦ γιοῦ σας τὸ κορμὶ ἡ σπάθα τοῦ τὸ κόψῃ.
Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ πόλεμος ποὺ ἄντρες τὸν διαλέξαν

130

Γίνεται ὄλεθρος πικρὸς γιὰ σᾶς καὶ τὰ παιδιά σας.

ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ(131-167: 36) ΑΙ ΓΕΝΝΑΙΑΙ ΠΑΣΑΙ

Ὅλοι οἱ Ναουσαῖοι

λέμε μ’ ἕνα στόμα πὼς Λευτεριὰ μᾶς πρέπει

Ἔτσι τὸν Φλεβάρη στην Μητρόπολή μας δοξολογία ἐγίνη
Δόθηκαν οἱ ὅρκοι , στοὺς πύργους καὶ στὶς πῦλες σημαῖες ὑψωθῆκαν
Ἀπ’ τὶς τρεῖς τοῦ Μάρτη τοῦ εἴκοσι δύο ἡχοῦν τὰ καριοφίλια
135Καὶ μὲ Ζαφειράκη, Γάτσο, Καρατᾶσο τὸ πανηγύρι ἀρχίζει
Τὴν Βέροια ἐκεῖνοι ν’ ἀπελευθερώσουν προσπάθησαν ματαίως
Δώδεκα χιλιάδες Τοῦρκοι τοὺς χτυπήσαν ἀπὸ τὴν Σαλονίκη
Μὲ τὸν διοικητή τους Μεχμέτ Ἐμίν ποὺ ὅλοι Ἐμποὺ Λουμποὺτ τὸν λένε
Κι ὁ Μάμαντης μαζί του ποὺ σὰν ἄλλος Ἱππίας μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἀντάμα
140Τὴν πόλη ποὺ τὸν γέννα μὲ τούρκικα ἀσκέρια ἦρθε γιὰ νὰ σκλαβώσει
Καὶ δήμαρχος νὰ γίνει μὲς στὰ ἐρείπιά της δοτὸς ἀπὸ τοὺς Τούρκους
Μαζί τους κι οἱ Ἑβραῖοι ἴσαμε ἑξακόσιοι ζητοῦν ἀπ’ τοὺς δυνᾶστες
Τὸν δύσμοιρο λαό μας αὐτοὶ νὰ τοὺς ἀφήσουν ὡς σκλάβο νὰ πουλήσουν
Σουλτανικὸ φιρμάνι ὁρίζει οἱ Τουρκαλᾶδες τὴν Νάουσα νὰ σβήσουν
145Πέτρα νὰ μὴν μείνει πάνω σὲ πέτρα λέει σ’ ὁλάκερη τὴν πόλη
Γάτσος στ’ Ἀρκουδοχώρι κι ὁ Τᾶσος Καρατᾶσος μέσα στὸ μοναστήρι
Δοβρᾶ τῆς Παναγίας χτυπᾶ γερὰ τοὺς Τοὺρκους πρὶν ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες
Μὰ σήμερα τὸ τέλος · τ’ Ἀπρίλη εἴκοσι δύο κι οἱ Τοῦρκοι μὲς στην γῆ μας
Ἡμέρα ἁγιασμένη, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ εἶναι, κατάφεραν νὰ μποῦνε
150Προδότη κάποιου χέρι τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ ἀφήνει στ’Ἅγιου Γιωργιοῦ τὴν πύλη
Καὶ τὰ στενὰ γεμίζουν τῆς Νάουσας ἀπὸ αἷμα χυμένο ἀπ’τὰ παιδιά της.
Σὲ κάθε σπίτι μάχη οἱ Ναουσαῖοι δίνουν , οἱ Τοῦρκοι μὴν περάσουν
Καὶ ὁ Ζαφειράκης μ’ ἄλλους τετρακόσιους ἔσχατο ἀγῶνα δίνει
Στὸν Πύργο του ὀρθὸς στέκει πολιορκημένος καὶ τοὺς ἐχθροὺς χτυπάει
155Σὲ μιὰ στιγμή τῆς μάχης ἀμάχους κατορθώνει κρυφὰ νὰ φυγαδεύσει
Κι ἐμᾶς, δεκατρεῖς κόρες μὲ τὰ μικρά παιδιά μας, πρὸς τὸ βουνὸ στείλει
Τρέχουμε σὰν τ’ ἀγρίμια μέσα στὰ καταρράχια σὲ ψήλωμα νὰ πᾶμε
Γιατί, ἂν μᾶς πιάσουν Τοῦρκοι, ὁ θάνατος πιὰ θα΄ναι τὸ ἐλάχιστο γιὰ ὅλες
Τρεχᾶτε, ἀδερφᾶδες μπροστὰ εἶν’ ἡ Ἀραπίτσα · στὰ μαῦρα τὰ νερά της
160Ποὺ ἀπὸ μικρὲς παιχνίδια κι ἀναστενάγματά μας ἐκεῖ εἴχαμε ἀκουμπήσει
Ἐκεῖ καὶ τώρα ἴσως τὰ ἔρμα σώματά μας ἀνάπαυση νὰ βροῦνε
Μακριὰ ἀπὸ τοῦ Τούρκου τὴν λύσσα καὶ τὸ μῖσος τὸ χέρι του ποὺ ὁπλίζει
Ἐμπρὸς κόρες, κινᾶμε καὶ στὸ νερὸ τὸ κρῦο τὸν κόπο ποὺ ἀπαλύνει
Τοῦ κάθε ἀποσταμένου μὰ καὶ κατατρεγμένου ἀπὸ ἄδικο καὶ κρίμα
165Σ’ αὐτὸ ἂς ἐμπιστευτοῦμε δική μας σωτηρία καὶ τῶν μικρῶν παιδιῶν μας
Καὶ ἂν εἶναι γραμμένο κι ἐμεῖς καὶ τὰ μωρά μας στὴν μαύρη γῆς νὰ πᾶμε
Ἂς εἶναι ἐδῶ σὲ μέρος γνωστὸ κι ἀγαπημένο ἀπ’ὅλες μας, κορίτσια.

Α’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (168-321: 153)
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Σταθῆτε λίγο, κοπελιές, θέλω νὰ ξανασάνω
Καὶ τὰ παιδιὰ κουράστηκαν κι αὐτὰ νὰ ξαποστάσουν
170

Κι οἱ ἄλλες ἐσεῖς οἱ νεότερες πάρετε μιὰν ἀνάσα,
Ὅτι εἶν’ ὁ δρόμος μας μακρύς , δὲν βγαίνει μονοροῦφι.

Α ΧΟΡΟΥ
Δίκιο ἔχεις, μάνα, μὲ χαρὰ τὸν λόγο σου ἀκούω.
Β ΧΟΡΟΥ
Σὰν βγῆκα ἀπὸ τοῦ ἄρχοντα ὅ,τι εἶχε μόλις φέξει
Ὁ Ἥλιος ἀνέβηκε ψηλά κι ἀνασασμὸ δὲν πῆρα.
Γ ΧΟΡΟΥ
175

Καὶ πῶς νὰ πάρουμε, ἔρημη, ἔστω καὶ μιὰν ἀνάσα;
Γύρω τριγύρω χαλασμός, φωτιά, κορμιὰ κουφάρια,
Κι ἐμεῖς βαστῶντας τὰ παιδιὰ σφιχτὰ ἀπὸ τὸ χέρι
Τρέχαμε μέσα στὸν χαμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω
Γοργά πίσω ν’ ἀφήσουμε Χάρου τὸ χοροστάσι.

Α ΧΟΡΟΥ
180

Ἔλεγα καὶ στὰ μάτια μου: Τὴν φρίκη ποὺ θωρεῖτε
Πὼς εἶναι πέστε ὄνειρο, γιὰ νὰ τὴν ἀνεχθῇτε.
Πηδοῦσα πάνω ἀπὸ νεκροὺς , τὰ πόδια μου στὸ αἷμα
Ποὺ κύλαγε πάνω στὴν γῆ συχνὰ τσαλαβουτοῦσα
Κι ἡ ἔννοια μου ἦταν μοναχὰ μὴν λάχῃ καὶ σκοντάψω
185

Καὶ μείνω πίσω μοναχὴ κι ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου.

Β ΧΟΡΟΥ
Κι ἐγὼ ποὺ ἀναγκάστηκα νὰ πνίξω τὸ μωρό μου
Πρὶν ἀπ’τὸν Πύργο ἔξω νὰ βγῶ, γιατὶ ἔτσι ὁ Ζαφειράκης
Τὶς μωρομάνες διέταξε, μήπως κι ἀπὸ τὸ κλάμα
Κι ἀπ’ τῶν μωρῶν μας τὶς φωνὲς μᾶς μυριστοῦν οἱ Τοῦρκοι
190

Καὶ πάει ὅλο τὸ σχέδιο γιὰ τὸ φευγιό μας στράφι!
Πῶς τὸ ’κανα ἡ ἄτιμη αὐτό, ἐγὼ ἡ σκύλα
Νὰ βάλω αὐτὸ τὸ χέρι μου στὸ στοματάκι πάνω
Τοῦ σπλάχνου μου ποὺ ’χε ἀφεθεῖ γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου
Κι ἐνῶ κοιμόταν ἥσυχο νὰ πάρω τὴν ζωή του;

195

Μὲ τί καρδιὰ ἀκολούθησα ὅλες ἐσᾶς καὶ βγῆκα
Καὶ τρέχω τώρα στὰ βουνὰ γιὰ νὰ σωθῶ μονάχη,
Ἐνῶ ὁ θάνατος μοῦ ’πρεπε τῆς φόνισσας τῆς μάνας;

Κ

Σύχασε, κόρη, καὶ δὲν φταῖς ἐσὺ γιὰ τὸ παιδί σου,
Μήτε ἀπὸ μένα θ’ἀκουστῇ πὼς φταίει ὁ Ζαφειράκης.

200

Ἂν πέφταμε σ’ Ἀγαρηνοὺς ἀπ’ τῶν μωρῶν τὸ κλάμα
Θὰ τὸ ‘βλεπες τὸ σπλάχνο σου φριχτὰ ξεκοιλιασμένο.
Μπροστὰ στὰ μάτια σου ὁ ἐχθρὸς θὰ ’κοβε τὸ κορμί του
Τὴν ὥρα ποὺ τὰ χέρια του θ’ἅπλωνε αὐτὸ σὲ ἐσένα
Μὰ ἐσὺ θὰ ’σουν ἀνήμπορη τὸ τέκνο νὰ συνδράμῃς

205

Δεμένη ἀπάνω στὸ δεντρὶ μὲ ροῦχα ξεσκισμένα
Καὶ τὸ κορμί σου μιὰ πληγὴ ὅλο αἵματα νὰ στάζῃ.
Αὐτὰ , Κόρη, θὰ πάθαινες , ἂν τὸ μωρὸ λυπόσουν.
Νέα εἶσαι, ὄμορφη πολύ, κι ἂν ὁ Θεὸς τὸ θέλῃ
Σὰν σμίξῃς μὲ τὸν ἄντρα σου , ἄλλο παιδὶ θὰ κάνῃς.
210

Μὴν κάνεις λάθος μοναχὰ κι ἂν βγῇ κι αὐτὸ ἀγόρι,
Τοῦ σκοτωμένου σου παιδιοῦ τὸ ὄνομα τοῦ δώσῃς
Ὅσες φορὲς θὰ τὸ καλῇς , μαρτύριο γιὰ σὲ θὰ εἶναι.
Ἄκουσε αὐτὴ τὴν συμβουλὴ ἀπ’ τὴν γριὰ ἐμένα
Ποὺ ὅλες σας σᾶς ξεγέννησα κι ὅλες σας σᾶς πονάω

215

Κι ἂς μὴν τὸ ἀξιώθηκα στὰ στήθια νὰ βυζάξω
Παιδὶ δικό μου σερνικὸ, μὰ οὔτε καὶ θυγατέρα.

ΧΟΡΟΣ
Κι ἂν δὲν ἀπόκτησες παιδὶ, γιὰ ὅλες μάνα εἶσαι
Καὶ νὰ τὸ ξέρῃς, ὅλες μας σὰν μάνα σ’ ἀγαπᾶμε
Σὰν μάνα σὲ φροντίζουμε κι ὅσο στὸν κόσμο ζοῦμε
220

Δυὸ μᾶνες ἔχει ἡ καθεμιά, τὴν μάνα μας κι ἐσένα.

Κ

Εὐχαριστῶ σας ,κόρες μου, γιὰ τὸν καλό σας λόγο
Μὰ σήμερα κατάλαβα πὼς ὁ καλὸς Θεός μας
Μοῦ ’κανε δῶρο ποὺ ἄκληρη θέλησε νὰ μ’ ἀφήσῃ
Γιατὶ σ’ αὐτὸν τὸν χαλασμὸ πίσω μου δὲν ἀφήνω

225

Νεκρὸ, ἀφοῦ τὸν ἄντρα μου χρόνια τὸν ἔχω χάσει.
Μονάχα ἡ ἔγνοια μου γιὰ σᾶς στὸν κόσμο μὲ κρατάει
Νὰ βλέπω τὰ βλαστάρια σας ποὺ βοήθησα νὰ βγοῦνε
Γερὰ νὰ εἶναι καὶ δυνατὰ , νὰ πάῃ ἡ ζωὴ πιὸ πέρα
Μ’ αὐτὰ κι ἐσεῖς νὰ ’στε γερές, νὰ χαίρετ’ ἡ καρδιά μου.

230 Α.Χ. Σωπᾶτε καὶ τηρᾶτε ἐκεῖ , γυναῖκες, ἕνας ἄντρας
Τρεχᾶτος φτάνει πρὸς τὰ ἐδῶ , τί νέα νὰ μᾶς φέρνει;
Χ

Δέομαι νάν’ κάτι καλό, Χριστέ μου, ὅ, τι θ’ ἀκούσω
Γιατί ἀπ’ τὰ τόσα φοβερὰ φαρμάκι εἶν’ ἡ καρδιά μου.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Γυναῖκες, μαύρη συμφορὰ μὲ στείλαν νὰ σᾶς φέρω!
235

Οἱ Τοῦρκοι σᾶς μυρίστηκαν, σᾶς πῆραν τὸ κατόπι,
Ἔρχονται ὅλοι πρὸς τὰ ἐδῶ, μὴν κάθεστε, φευγᾶτε!

Χ

Ὦ ἡ δύσμοιρη, τί μοῦ ’μελε τὴν μέρα αὐτὴ ν’ ἀκούσω;
Πίστεψα πώς, μὲς στὸν χαμὸ καὶ τὴν πολλὴν ἀντάρα,
Στῆς μάχης τ’ ἀγκομαχητὰ ποὺ δίνουνε τὰ ὄρνια

240

Τὸ ’να μὲ τ’ ἄλλο ποιὸ ἀπ’ τὰ δυὸ τὴν νίκη θὲ νὰ πάρῃ,
Ὁ Γύπας ποὺ μὲ πτώματα μονάχα και ψοφίμια
Τρέφεται , μὰ εἶναι δυνατὸς καὶ τὸ γαμψό του ῥάμφος
Στὴν σάρκα χώνει τοῦ Ῥωμιοῦ, ἤ τ’ Ἀετόπουλο ἴσως
Ποὺ ’χει τὰ νύχια κοφτερά, στὰ βράχια ἀκονισμένα

245

Καὶ τὰ βουνὰ τοῦ τόπου μου ,Κλέφτης αὐτό, λαμπρύνει,
Ἐγὼ , ἡ μικρούλα Πέρδικα, ἀθέατη θὰ περάσω
Θὰ φτάσω πέρα ἀπ’ τὰ βουνὰ , θὰ σώσω τὴν ζωή μου
Κι ὄχι γιὰ μὲ πὼς νοιάζομαι τάχα νὰ μὴν πεθάνω,
Μὰ γιὰ τὸ ἄτυχο αὐτὸ ποὺ ἀπὸ ἐμὲ προσμένει

250

Νὰ τὸ βοηθήσω τὴν ζωὴ ποὺ τοῦ ’χω ἐγώ χαρίσει,
Τὰ λάθη ἄλλων πληρώνοντας πρόωρα νὰ μην τὴν χάσῃ!

Κ

Μὰ πές μου, παλικάρι μου, πρέπει θαρρῶ νὰ μάθω,
Τί γίνηκε στὴν Νάουσα, τὴν ἔρμη μου πατρίδα;
Νικοῦν τὰ παλικάρια μας τοὺς ἄπιστους , ἤ μήπως…

255

Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸ σκεφτώ, ἡ πόλη ἔχει πέσει;

Α

Κανεῖς , Κυρούλα, ἄνθρωπος, ὅσο σκληρὸς κι ἂν εἶναι,
Δὲν θέλει ἄγγελος κακῶν σὲ φίλους του νὰ γίνῃ.
Ὡστόσο πρέπει νὰ σᾶς πῶ, γιὰ τοῦτο καὶ μὲ στέλνει
Σὲ σᾶς νὰ φέρω εἴδηση ὁ ἀφέντης Ζαφειράκης.
260

Νὰ σᾶς προλάβω διέταξε, ὅσο μακριὰ κι ἂν εἶστε
Καὶ τὸ μαντάτο νὰ σᾶς πῶ, ἡ Νάουσα ἐχάθη!

Χ

Ἀλίμονό μου, ἀλίμονο ποὺ ὀρφάνεψα ἡ μαύρη
Ὄχι ἀπὸ κύρη ἤ μάνα μου ἤ ἕνα ἄνθρωπο μόνο
Μὸν’ χάνω τώρα μονομιᾶς ὅσους ἐγὼ ἀγαποῦσα!

ΚΩΜΜΟΣ
265

(ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ ΕΙ,ΚΥΡΙΕ)

Ἔχετε γειά , σὺ μάνα μου, ποὺ τὸ μνῆμα σου πιὰ δὲν ξαναβλέπω
Πατέρα μου καὶ ἀκριβὰ ἀδέρφια μου, φεύγω τώρα γιὰ πάντα μακριά σας
Καὶ πρόγονοι ποὺ ῥίζες εἴσασταν γιὰ μὲ, μοιάζω τώρα δεντρὶ ξεριζωμένο
Δίχως ταίρι μὰ καὶ τέκνα ἀπέμεινα
Μοναχή στὸν κόσμο στὸν κάμπο καλαμιά.

270

Φεύγω γιὰ πάντα , σπίτι μου, καὶ σ’ ἀφήνω στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν μου
Δρομάκι μου κι ἀγαπημένη γειτονιὰ ὅπου ἔπαιζα παιδικὰ παιχνίδια

Σᾶς χαιρετῶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια μου, θὰ σᾶς ἔχω βαθιὰ μὲς στὴν καρδιά μου
Τώρα στοὺς γκρεμνοὺς μοναχὴ θὰ περπατῶ
Σὰν ἀγρίμι μόνη στοὺς λόγγους σέρνομαι.
275

Ἡ Νάουσα , ἡ πόλη μου ποὺ ἀκουμπάει στὰ πόδια τοῦ Βερμίου

Ἀπὸ Τούρκους γεμάτη εἶναι τώρα πιὰ ποὺ ῥημάζουν σὰν τὸν σεισμὸ τὰ πάντα
Ὡς καὶ αὐτὸς ὁ ἀέρας ποὺ ἀνάπνεα φέρνει τώρα στὸν νοῦ τὴν μυρωδιά τους
Βαρὺ πολὺ τώρα αὐτὸν στὰ σπλάχνα μου
Κι ἂς μοῦ δίνει τὴν ζωή, μέσα νὰ βάζω.
280

Τὸ Βέρμιο μὲ τὰ νερὰ ποὺ κρυστάλλινα πότιζαν τὸν τόπο
Τὸ βλέπω πιὰ μοναχά ἀπὸ μακριὰ κι εἶν’ ὑγρὴ γιὰ ἐτοῦτο ἡ μορφή μου
Τὰ μάτια μου πηγὲς δακρύων γίνονται σὰν αὐτὲς ὅμοια τῆς Ἀραπίτσας
Ποὺ ’δινε ζωὴ κάποτε στὴν Νάουσα
Μὰ αἶμα τῶν παιδιῶν της γέμισε σήμερα.
285

Ποτάμι μου ποὺ κάποτε μὲ τὴν στάμνα μου ἐρχόμουνα σὲ σένα

Μὲ φίλες μου νερὸ νὰ πάρω δροσερὸ γιὰ τὴν λάτρα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ μου
Καὶ ἄκουγες τὰ ὀνόματα τῶν ἀγοριῶν καθεμιά μας ποὺ εἶχε στὸ μυαλό της
Ἀντὶ τῆς ζωῆς τότε ποὺ μᾶς ἔδινες
Θάνατο, ὄχι χάρες , κρύβεις γιὰ ὅλες μας.
290 Εἶμαι πλέον ὀρφανή, γιατὶ ὅ, τι ἀγάπησα,

(ΜΑΚΑΡΙΑ Η ΟΔΟΣ)

Ἀπ’ τοῦ ἐχθροῦ μου τὸ σπαθὶ χάθηκε γιὰ μένανε.
Ἀπὸ τὸν θρῆνο σας αὐτὸν νιώθω πὼς ὁ καημός σας

Α

Γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Νάουσας πολὺ μεγάλος εἶναι.
Κ

Δὲν χάσαμε ἕνα μοναχὰ χάνοντας τὴν πατρίδα

295

Παρά σὲ μιὰ μόνον στιγμή τὰ πάντα ἔχουμε χάσει.

Α

Δὲν χάσατε ὅμως τὴν ζωή, ἄρα καὶ τὴν ἐλπίδα!

Κ

Τί ἐλπίδα ἔχει ὁ πρόσφυγας καὶ τί ζωὴ νὰ κάνῃ;

Α

Πὼς ἴσως κάποτε ξανὰ στὰ πατρικά γυρίσῃ.

Κ

Λεύτερη ἤμουν στὸ σπίτι μου, πῶς νὰ γυρίσω σκλάβα;

300

Χ

Καὶ λὲς ὁ Τοῦρκος σὰν μὲ δῇ πὼς δὲν θὰ μ’ ἀτιμάσῃ;
Τὰ ξέχασες μὲ τὸν Ἀλὴ τοῦ τόπου μας τὰ πάθη;

Κ

Ἴδρωσε αὐτὸς τὴν πόλη μας δική του νὰ τὴν κάνῃ
Μὰ , σὰν τὴν πῆρε , ὡς τὸ ψωμὶ πικρὸ γιὰ ὅλους ἦταν.

Α

Θυμοῦμαι , ἂν καὶ ἤμουν μικρὸς, πὼς γιὰ ὀχτὼ χρονάκια,

305

Χίλια ὀχτακόσια τέσσερα ὡς δώδεκα, ὁ τόπος
Στέναξε κάτω ἀπ’ τοῦ Ἀλὴ τὸ φοβερὸ τὸ χέρι,
Ὥσπου φιρμάνι ἔφτασε κι ἐκεῖνον ἐξορίζει
Ἀπ’ τὴν Μακεδονία μας, στὴν Ἠπειρο τὸν στέλνει
Γιατὶ ὁ Σουλτάνος τρόμαξε ἀπὸ τὴν δύναμή του
310
Κ

Ποὺ, ἂν λεύτερη τὴν ἄφηνε, θὰ ’πνιγε τὸ Ντοβλέτι.
Καὶ τότε τράβηξε πολλὰ ἡ Νάουσα, καὶ ὅταν,
Ὅπως τὸ λέγαν οἱ παλιοί, στὰ χίλια ἑφτακόσια
Πέντε θαρρῶ πὼς ἤτανε, Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος

315

Φτάνει γιὰ παιδομάζωμα , νὰ φτιάσῃ γενιτσάρους.
Ἡ πόλη ἀντιστάθηκε καὶ μὲ τὸν Καραδῆμο
Τὸ σχέδιο ματαίωσε γιὰ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.

Α

Αὐτὰ ποὺ τώρα ἔμαθα περήφανο μὲ κάναν
Πολύ γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ μοῦ ’δωσαν ἀκόμη

320

Νὰ καταλάβω καθαρά γιατὶ ὅλες σας γιὰ κείνη
Τόσο πονᾶτε ποὺ ’πεσε στοῦ Ὀθωμανοῦ τὰ νύχια!

Κ

Κάτι ἀκόμα θὰ σοῦ πῶ καὶ βάλτο στὸ μυαλό σου:
Στὸν τόπος τοῦτο ποὺ πολλοὶ πὼς εἶν ’νομίζουν νέος,
Ἄκουσα ἀπὸ ἕναν γέροντα πολὺ σοφὸ πὼς ἦταν

325

Στ’ ἀρχαῖα χρόνια ξακουστὴ σχολὴ τοῦ Ἀριστοτέλη
Κι ἐδῶ μαθήτευσε μικρὸς ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας
Μαζί μὲ τοὺς συντρόφους του, ποὺ ἑταίρους τοὺς καλοῦσε.
Ἔτσι ἔλεγε ὁ παπποὺς αὐτὸς ποὺ ’χε πολλὰ γνωρίσει
Καὶ μέσα στὰ πολλὰ αὐτὰ τὸν Ῥῆγα, ἔχεις ἀκούσει

330

Ποὺ οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐπνίξανε στὰ μέρη τῆς Σερβίας.

Α ΣΤΑΣΙΜΟ(331-375: 44) ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Γῆ μου πατρική,
Πόθος ἤσουνα πάντα τῶν Τούρκων
Ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀλὴ πασὰ
335

Ποὺ σὲ κέρδισε στην τρίτη ἐπίθεση.
Δυὸ πρῶτα φορὲς
Χίλια ἑφτακόσια ἑνενῆντα πέντε
Καὶ ξανὰ τὸ ἐνενῆντα ὀχτῶ
Μπρὸς στὰ τείχη σου τσακίστηκε γερά.
340

Κι ἔφτασε νὰ πεῖ:
«Κι ἂν τὰ Γιάννενα μ’ ἔχουν γεράσει
Τούτη ἐδῶ ἡ πόλη , ἡ Νάουσα
Θὰ μοῦ πάρει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ κορμί.
Ὥσπου τελικὰ

345

Σὲ κατέκτησε γιὰ λίγα χρόνια
Στὰ χίλια ὀχτακόσια ἦταν τέσσερα
Ποὺ στὴν πόλη μπῆκε μέσα νικητής.
Δὲν σὲ χάρηκε
Παρὰ γιὰ ὀχτὼ χρόνια μονάχα

350

Μιὰ καὶ τοῦ Σουλτάνου διαταγὴ
Νὰ σὲ δώσει πίσω ὁρίζει στοὺς Γραικούς.
Τόπε ἱερὲ
Ὅπου δίδαξε ὁ Ἀριστοτέλης
Τοὺς Ἑταίρους καὶ τὸν Ἀλέξανδρο

355

Σὲ μιὰ φύση ποὺ ἦταν ὅντως μαγική.
Δάση θαλερὰ
Καὶ νερὰ ποὺ ἀναβλύζουν κρῦα
Τοὺς κατοίκους δίδαξαν πάντοτε
Πρόθυμα γιὰ ἐτοῦτα νὰ θυσιαστοῦν.

360

Καὶ τὸ ἔπραξαν
Σὰν στὰ χίλια ἑφτακόσια πέντε
Μὲ τὸν Καραδῆμο γιὰ ἀρχηγὸ
Ἀντιστάθηκαν στὸ παιδομάζωμα.
Κι ἂν τὸν σκότωσαν
365

Καὶ θανάτωσαν τοὺς δύο γιούς του,
Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα οἱ Τοῦρκοι πιὰ
Σταματήσανε νὰ παίρνουνε παιδιά.
Εἴμαστε γιὰ αὐτὸ
Γεμάτοι ὅλοι ἀπὸ περηφάνεια

370

Μιὰ κι ἔγινε αἰτία ἡ Νάουσα
Νὰ γλιτώσει ἡ Ἑλλάδα ἀπ’ τὸ δεινό.
Καὶ στὸν τόπο αὐτὸν
Ποὺ ὡραιότερο ἄλλον δὲν ἔχει
Θέλουμε νὰ ζήσουμε λεύτεροι

375

Ἤ νὰ πέσουμε ὅλοι πάνω του νεκροί.
Β΄ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (376-536 : 160)

Α.Γ

Τρέχοντας ἔφτασα ὡς ἐδῶ, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα
Ὄχι ἀπὸ κόπο ἤ κούραση, παρὰ ἀπ’τὴν ἀγωνία
Πρῶτα νὰ δῶ ἄν τὸ σχέδιο ποὺ ’καμε ὁ Ζαφειράκης
Καὶ ποὺ ἐκτελέσαμε πιστὰ ἐγὼ κι ὁ Καρατάσος

380

Δούλεψε στὴν ἐντέλεια κι ὅλες σας γερὲς εἶστε,
Καὶ , δόξα νὰ ’χῃ ὁ Θεὸς, καλὰ πῆγε, τὸ βλέπω,
Κι ἔπειτα κάτι θὰ σᾶς πῶ, κάτι θὰ σᾶς ῥωτήσω
Γιὰ πρόσωπο πολὺ ἀκριβὸ γιὰ μένα, ποὺ ὁ καημός του
Κάνει τὰ στήθεια τὴν καρδιὰ γοργὰ νὰ τὰ χτυπάῃ

385

Καὶ ποὺ ὁ νοῦς μου ὅλο σ’ αὐτὸ μερόνυχτα γυρνάει.
Καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν ξέρετε, γυναῖκες νὰ μοῦ πεῖτε,
Τὸ παλικάρι τοῦτο ἐδῶ μπορεῖ καὶ νὰ γνωρίζει,
Γιατὶ ἀπ’ τὴν Νάουσα ἔρχεται, τὸ βλέπω στὴν μορφή του
Ποὺ ἀγριεμένη εἶναι πολύ, στὰ ματωμένα ῥοῦχα
390
Α

Στὰ χέρια του καὶ στὸ σπαθὶ ποὺ μὲς στὰ αἵματα εἶναι.
Δίκιο ἔχεις καπταν-Ἀγγελῆ με στέλνει ὁ Ζαφειράκης
Νὰ εἰδοποιήσω τοῦτες δῶ νὰ φύγουν , νὰ γλιτώσουν,
Τὶ οἱ Τοῦρκοι τὶς ἐπήρανε χαμπάρι πὼς ξεφύγαν
Καὶ πίσω τους θὰ τρέξουνε , ὄχι γιὰ νὰ τὶς πιάσουν,

395

Παρὰ γιὰ νὰ τὶς κόψουνε, ἀφοῦ τὰ ἔνστικτά τους
Σ’ αὐτὲς ποὺ εἶν’ἀπροστάτευτες μὲ βία τὰ ἐκτονώσουν.

Χ

Ἀλίμονό μου, ἡ δύσμοιρη, ἀλίμονό μου ἡ μαύρη
Ποῦ θὰ σταθῶ , ποῦ θὰ κρυφτῶ, σὰν ὁ ἰσχυρὸς μὲ βλάφτῃ;
Ποιὸς θὰ μὲ ὑπερασπιστῇ καὶ δίκιο θὰ μοῦ δώσῃ

400

Σὲ ξένο τόπο ὅπου κανεῖς ἐμὲ δὲν μὲ γνωρίζει;
Ὡσὰν τὸ ψάρι σπαρταρῶ , σὰν τὸ πουλὶ στὸ δίχτυ
Τοῦ κυνηγοῦ ποὺ καρτερᾶ μονάχα τὴν θανή του.
Εὐτυχισμένες ὅσες πρὶν τὸν θάνατο ἀνταμῶσαν
Σὲ μιὰ στιγμή κι ἀπότομα, χωρὶς νὰ τὸν προσμένουν.

405 Α.Γ Τὰ λόγια σας , κοπέλες μου , ξανάφεραν στὸν νοῦ μου
Αὐτὸ ποὺ κυρίως μ’ἔσπρωξε νὰ ἔρθω ἐδῶ κοντά σας.
Γιὰ τὴν γυναῖκα μου μιλῶ, τὴν ὄμορφη τὴν Πρώια
Ποὺ ὡς ταῖρι, μάνα κι ἀδερφὴ ἐστάθηκε γιὰ μένα.
Ἐγὼ , γιὰ δυστυχία μου, ἀπὸ μικρὸ παιδάκι
410

Στὴν βιοπάλη ῥίχτηκα καὶ γράμματα δὲν ξέρω.
Ἔμαθα ἀπὸ τὴν ζωὴ μονάχα ἕνα πράγμα:
Ἄνθρωπος ποὺ μεγάλωσε χωρὶς νὰ πάῃ σχολεῖο
Μὲ ναυαγὸ εἶν’ ὅμοιος στὴν μέση τοῦ πελάγου
Τὴν ὥρα ποὺ τεράστια τὰ κύματα τὸν δέρνουν.
415

Μὰ ἐγὼ ὑπῆρξα τυχερὸς γιατὶ γνώρισα ἐκείνη
Ποὺ βράχος στάθηκε γιὰ ἐμὲ καὶ γιὰ τὰ ἑφτὰ παιδιά μου,
Τὶς πέντε κόρες καὶ τὸν γιό, καὶ τὸν Δημήτρη ἀκόμη
Ποὺ ἔρημο καὶ μοναχὸ στὸ σπίτι μου τὸν πῆρα
Κι ἴσα τὸν ἀγαπήσαμε μὲ τὸν μοναχογιό μας.

420

Ἂν γιὰ τὰ κάλη τοῦ κορμιοῦ γυναίκα μου τὴν πῆρα,
Ἔρωτα ἔνιωσα γιὰ αὐτὴν γιὰ τὴν γλυκιὰ ψυχή της.
Ἂν εἶναι ὅπως μᾶς τὰ λές, ἄξια πολὺ θὲ νὰ ΄ναι

Χ

Κρῖμα μονάχα ποὺ για αὐτὴν εἴδηση ἐγὼ δὲν ἔχω
Ἄλλη, παρὰ πὼς ἔμεινε στερνὴ , μὲ τὶς γυναῖκες
425

Τῶν ὑπολοίπων ἀρχηγῶν κοντὰ στὸν Ζαφειράκη.
Ἐσὺ τότε, λεβέντη μου, ποὺ ἤσουν μὲ τὸν ἀφέντη

Α.Γ

Θὰ εἶδες τί ἀπόγινε ἡ Πρώια ἡ ἀκριβή μου.
Πές μου λοιπὸν, καλὸ νὰ ἰδῇς καὶ τὴν εὐχή μου νὰ ’χῃς
Γιατὶ δὲν ἔχω πιὸ ἀκριβὸ ἄλλο νὰ σοῦ προσφέρω.
430

Α

Νὰ ποὺ ’ῤθαμε στὰ δύσκολα· καὶ τῶρα τί νὰ κάνω;
Πῶς τὴν ἀλήθεια νὰ τοῦ πῶ, πῶς νὰ τὴν ξεστομίσω
Ποὺ τρέμω μὴ μοῦ σωριαστῇ ἀπ’ τὸν καημό του χάμω;
Μακάρι νὰ μὴ γνώριζα τέτοιο σκληρὸ μαντάτο
Ἤ νὰ μὴν λάχαινε σὲ μὲ γιὰ τοῦτο νὰ μιλήσω.

435 Α.Γ Τί μουρμουρᾶς μονάχος σου;
Ἐγὼ; Τίποτα, ἀφέντη.

Α
Α.Γ
Α

Μὲ κοροϊδεύεις τώρα δά;
Διόλου. Πῶς θὰ μποροῦσα;
Α.Γ

Πάντα μου ξενοδούλευα καὶ νὰ μὲ λὲς ἀφέντη;

Α

Ἀφέντη σὲ λογιάζουνε οἱ στρατιῶτες σου ὅλοι.

Α.Γ

440

Α

Γιὰ αὐτοὺς πατέρας στάθηκα κι ἀφέντης τους ποτές μου.
Κι αὐτοὶ γιὰ τοῦτο σ’ ἀγαποῦν κι ἐγὼ μαζί τους εἶμαι.

Α.Γ

Ἀπάντησέ μου τὸ λοιπόν, τί ἔγινε ἡ καλή μου;

Α

Δύσκολο πρᾶγμα μὲ ῥωτᾶς καὶ νὰ σοῦ πῶ δὲν ξέρω

Α.Γ
Α

Τί θὲς νὰ πῇς πὼς κάτι τὶς τὴν γλῶσσα μου κρατάει;

Α.Γ

Πὼς θὰ μιλήσῃς μιὰ χαρά, ἄσπρα στὸ χέρι ἂν πάρῃς.

Α

445

Δὲν ξέρεις, ἤ εἶναι κάτι τὶς ποὺ σοῦ κρατᾶ τὴν γλῶσσα;

Ἂν τοῦτες δῶ δὲν ἤτανε μπροστὰ αὐτὴ τὴν ὥρα
Ὁ λόγος ποὺ ξεστόμισες ὁ τελευταῖος σου θὰ ’ταν!
Δὲν εἶναι γιὰ τὰ χρήματα ποὺ δὲν σοῦ λέω κουβέντα
Μὰ μακριὰ ἤμουν κι ἀπ’ αὐτὲς κι ἀπὸ τὸν Ζαφειράκη!

450

Κ

Θέλει ἡ κυρά μας νὰ κρυφτῇ , μὰ ἀπ’ τὴν χαρά της σκούζει
Κι ἐμάθανε τὶς πράξεις της ἡ γῆς κι ὁ κόσμος ὅλος.

Α.Γ
Κ

Ὅτι τὸ παλικάρι μας ψέμα μεγάλο λέει!

Α

455

Τί, μὲ τὰ λόγια σου αὐτὰ θέλεις νὰ πῇς, κυρά μου;

Ψέμα ποτὲ δὲν ἔχω πεῖ ὡς σήμερα ποτέ μου!

Κ

Κι ὅμως τὰ ἴδια τὰ λόγια σου ψεύτη σὲ ἔχουν βγάλει.
Μόνος σου δὲν μᾶς εἶχες πεῖ ὅτι ἀπ’ τὸν Ζαφειράκη
Σταλμένος ἔχεις ἔρθει ἐδῶ μαντάτο νὰ μᾶς φέρῃς;
Τώρα μᾶς λὲς πὼς μακριὰ στὴν μάχη ἀπ’αὐτὸν ἤσουν.

Α.Γ

460

Μίλησε τώρα ἀληθινὰ καὶ πὲς ὅ, τι γνωρίζεις.

Α

Σὰν ψεύτης φανερώθηκα, θὰ πρέπει νὰ μιλήσω.
Μὰ ὅτι τὸ ζήτησες ἐσὺ θυμήσου, καπετάνιε,
Κι ὅτι ἐγὼ προσπάθησα μάταια νὰ τ’ ἀποφύγω .
Κ
Α

465

Πές τα μας ὅλα ἀπ’τὴν ἀρχή, τίποτα μὴν ξεχάσῃς.
Σὰν φύγατε ἐσεῖς πρωί, πρὶν νὰ ἀνεβῇ ὁ ἥλιος,
Ἄναψε μάχη φοβερὴ στὸν πύργο μας τριγύρω.
Τοῦρκοι βαροῦν ἀπὸ παντοῦ κι ὁ ἔρμος Ζαφειράκης
Κουράγιο ἔδινε σ’ ὅλους μας γερὰ νὰ πολεμᾶμε.
Μὰ τὰ φυσέκια σώθηκαν καὶ τότε τὰ σπαθιά μας
Ὅλοι χουφτιάσαμε γερὰ στὰ δυνατά μας χέρια.

470

Κι ἀφοῦ στὴν μέση βάλαμε γέροντες καὶ γυναῖκες,
Τὴν πόρτα ξάφνου ἀνοίξαμε καὶ ῥίξαμε τὶς κάπες.
Μὲ μπαταριὰ ταὶς δέχτηκαν τότες οἱ Τουρκαλᾶδες,
Μὰ πρὶν προλάβουν τὰ ἄρματα νὰ τὰ ξαναγεμίσουν,
Βγήκαμε ὅλοι μονομιᾶς κι ὁ χαλασμὸς ἀρχίζει.

475

Βαρούσαμε μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ πρὸς τὸ Βέρμιο ὅλοι
Κινούσαμε δίχως κανεῖς γύρω του νὰ κοιτάζει,
Μόν’ προχωρούσαμε γοργά, νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόλη .
Μὲς στὴν σφαγὴ ἀκούσαμε γυναῖκες νὰ οὺρλιάζουν
Κι ἤτανε οἱ Καπετάνισσες οἱ τρεῖς , ποὺ οἱ Τουρκαλάδες

480

Κατάφεραν , δὲν ξέρω πῶς καὶ ζωντανὲς ἐπιάσαν.
Σκύβει καὶ μὲς στ’ αὐτὶ κρυφὰ μοῦ λέει ὁ Ζαφειράκης:
«Βρὲς ἕνα τρόπο, βρὲ Γιωργῆ, ξοπίσω μας νὰ μείνῃς
Καὶ τὶς γυναῖκες μας ἐσὺ νὰ τὶς ἐλευθερώσῃς».
Κοντά ἤτανε μιὰ ἐκκλησιὰ· στὸ ἱερό της μπαίνω

485

Σηκώνω μία πλάκα του κι ἡ εἴσοδος ἑνὸς δρόμου
Ποὺ μόνο οἱ κλέφτες ξέραμε , ἀνοίγεται μπροστά μου.
Φόρεσα ῥοῦχα τούρκικα ποὺ’χαμε ἐκεῖ κρυμμένα
Γιὰ κάποια ὥρα σὰν κι αὐτὴ , καὶ γύρισα στὴν πόλη.
Τὸ τί εἴδανε τὰ μάτια μου δὲν θέλω νὰ θυμᾶμαι!
490

Μὲς στοὺς καπνοὺς, στὰ ἐρείπια, δύο σταυροὶ στημένοι
Ἕνας στὸν ἄλλο ἀπέναντι καὶ πλῆθος ἀπὸ κάτω
Χάζευε τὶς κυράδες μας ποὺ ἤτανε κρεμασμένες.
Τὴν Ζαφειράκαινα εἴχανε σταυρώσει ἀπὰ στὸν ἕνα
Κι ἀντίκρυ εἴχανε τὴν κυρὰ τοῦ Γερο-Καρατάσου.

495

Τούρκικο πλῆθος κάτωθε τὶς φτύνει καὶ τὶς βρίζει
Κι Ἑβραῖοι ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ ποὺ μὲ τοὺς Τούρκους ἦρθαν
Στὸ ἐμπόριο τῆς Νάουσας τὴν θέση μας νὰ πάρουν.
Κι ἡ Πρώια, τὸ ἔρμο ταῖρι μου, δὲν ἤτανε μαζί τους;

Α.Γ

Κι ἐκείνη ἤτανε ἐκεῖ , μὰ ὄχι σὰν τὶς ἄλλες.

Α

500

Α.Γ

Α

Μοῦ λὲς πὼς ἦταν ζωντανή; Σ’ εὐχαριστῶ , Θεέ μου!
Μὴν βιάζεσαι νὰ εὐχαριστῇς τὸν Κύριο, καπετάνιε,
Πρὶν μάθῃς ποὺ, μὲ ποιὲς καὶ πῶς τὸ ταῖρι σου τὸ εἶδα.
Βλέπει τὸ φῶς; Εἶν’ἀρκετό · τὰ ἄλλα γίνονται ὅλα.

Α.Γ
Α

505Α.Γ
Α

Τὸ βλέπει ἀπ’τὰ καφασωτά, τὸν φερετζὲ ντυμένη.
Μὲ βία λὲς τὴν κλείσανε οἱ Τοῦρκοι στὸ χαρέμι;
Μὲ τὴν δική της θέληση Τουρκάλα αὐτὴ ἐγίνη
Γιατὶ φοβήθη τὴν ζωὴ γιὰ πίστη νὰ θυσιάσῃ.

Α.Γ

Ἡ Πρώια ἀλλαξοπίστησε; Στὸν νοῦ μου αὐτὸ δὲν μπαίνει.
Ἐγὼ ποὺ καθημερινὰ σφαζόμουν μὲ τοὺς Τούρκους

510
Χ

Δυὸ πρόσωπα εἶχα στὸ μυαλό: Τὴν Παναγιὰ κι ἐκείνη.
Γιατὶ ὁ Γιωργῆς δὲν ἤθελε ξάστερα νὰ μιλήσῃ
Καὶ λόγο ἀπὸ τὸ στόμα του τόσο πικρό νὰ βγάλῃ
Καταλαβαίνω πιὰ καλά καὶ δίκιο θὰ τοῦ δώσω.
Κανεῖς δὲν θέλει ἄγγελος κακῶν σὲ φίλους να ’ναι
515

Ἰδίως σ’ ἀνθρώπους ποὺ ἐκτιμᾶ γιατὶ εἶναι παλικάρια.
Τοῦρκοι, μοῦ πήρατε μεμιᾶς τὴν περηφάνια μου ὅλη

Α.Γ

Τώρα θὰ δοκιμάσετε ὅλοι σας τὴν ὀργή μου.
Καλλίτερα τὸ ’χα αὐτὴν νὰ τὴν νεκροφιλήσω ,
Παρὰ τοῦτο ποὺ μοῦ ’λαχε κι ἀνθρώπους δὲν κοτάω
520

Φίλους κι ἀγαπημένους μου στὰ μάτια νὰ κοιτάω.
Τί φταῖς ἐσύ, ὠρὲ Γᾶτσο μου , γιὰ σφᾶλμα μιᾶς γυναῖκας;

Α

Αὐτὴ ἦταν ἡ γυναῖκα μου, ἡ Πρώια ἐγὼ ἤμουν

Α.Γ

Πάμπλουτος ἔνιωθα μ’ αὐτήν, φτωχὸς χωρὶς ἐκείνη
Καὶ τώρα μοῦ τὴν πήρανε καὶ μ’ ἔριξαν στὸν Ἄδη.
525

Μὰ τὸν χαμό της μάθετε , Τοῦρκοι, θὰ ἐκδικήσω
Θὰ πέσω πάνω κεραυνὸς στὰ τούρκικα κεφάλια
Κι ἀλίμονο σ’ Ὀθωμανὸ ποὺ θὰ βρεθῇ μπροστά μου,
Εἴτε εἶναι γέρος, ἤ παιδί, ἀνήμπορος, γυναῖκα
Μὲ τὸ αἷμα τους θὰ ἐκδικηθῶ τὸ κρῖμα ὅπου μοῦ κάναν.

530

Κ

Ποιὸ κρῖμα κάναν, δύστυχε, σφᾶλμα τῆς κόρης ἦταν
Ποὺ ’βαλε τούτη τὴν ζωή πιὸ πάνω ἀπ’τὴν ντροπή της.
Κανεῖς γιὰ τὴν ἀγάπη μου ἄσχημο μὴν πῇ λόγο.

Α.Γ

Ἐκείνη ἀγία ἐπέθανε, ἁγνὴ καὶ τιμημένη
Κι ἐμένα χρέος μου βαρὺ αὐτὴν νὰ ἐκδικήσω.
535

Α

Ἡ πράξη τῆς γυναίκας του πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ἐθόλωσε τὸ μάτι του φουρτούνιασεν ὁ νοῦς του.
Πάω ,γυναῖκες, πίσω του μὴν κάνῃ καμιὰ τρέλλα.

Β’ ΣΤΑΣΙΜΟ (537-575 :

38

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩι)

Στὴν ζωή του ὁ σκλάβος μόνο πίκρες θὰ δῇ
Ὑποχείριο εἶναι τοῦ ἀφέντη του
Ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς θὰ ‘ῤθῇ στὸ φῶς.
540

Σὰν παιδὶ δὲν παίζει, μοναχὰ στὴν δουλειὰ
Σκύβει μὲ τὸν βούρδουλα ἀπά στὸ σβέρκο του
Μέρα-νύχτα καὶ ἀνάπαψη καμιά.
Οὔτε στὸν Θεό του ὁ δοῦλος δὲν μπορεῖ
Νὰ ἀφήσῃ τὸ πικρό του παράπονο

545

Ἂν ἀλλόθρησκο ἀφέντη ὑπηρετῇ.
Ἡ ζωή ποὺ κάνεις , ἔρημέ μου Ῥωμιέ,
Μοιάζει μὲ τοῦ σιταριοῦ στὶς μυλόπετρες
Σὺ τὸ στάρι, πέτρες εἶναι οἱ δυνατοί.
Ἀπ’τὴν μιὰ οἱ Τοῦρκοι ὁρκισμένοι ἐχθροί,

550

Οἱ Καθολικοὶ ἀπ’τὴν ἄλλη σὲ στίβουνε
Καὶ ἂς εἶναι ὁμόθρησκοι, Χριστιανοί.
Μὰ καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἔρχοντ’ ἀπὸ κοντά
Κι ὅλοι στόχο βάλανε νὰ σοῦ φθείρουνε
Ἱστορία, γλῶσσα καὶ πολιτισμό.

555

Κι ἂν τύχῃ κεφάλι καὶ σηκώσῃς ποτέ,
Πέφτουν ὅλοι ἀπάνω σου νὰ στὸ κόψουνε
Μὴν κι ἀπὸ τὴν δύναμή σου αὐτοὶ χαθοῦν.
Τὰ καλλίτερά σου καὶ τὰ πιὸ δυνατὰ
Τέκνα εἴτε σὲ δύναμη, εἴτε καὶ στὸν νοῦ

560

Νὰ τὰ πάρουν ἀπὸ ἐσένα προσπαθοῦν.
Νὰ τὰ βάλουν θέλουν νὰ δουλεύουν γιὰ αὐτοὺς
Τάζοντάς τους χρήματα , θέση, δύναμη,
Δένοντάς τα μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γερά.
Καὶ διπλὴ ἔτσι εἶναι τοῦ ἔθνους ἡ συμφορά.
565

Τὰ πιὸ προικισμένα ἀπὸ τὰ τέκνα μας
Σῶμα καὶ μυαλὸ νὰ δίνουν στοὺς ἐχθρούς.
Ἔτσι τὴν γυναῖκα του ὁ Γᾶτσος θὰ δῇ
Ποὺ τὴν εἶχε στήριγμά του στὸν βίο του
Νὰ τουρκεύῃ σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή.

570

Γιατὶ τὸ κεφάλι σήκωσε στὴν Τουρκιά,
Καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμῃ τὴν σπάθα του
Τέτοια τιμωρία πρέπει αὐτὸς νὰ βρῇ;
Ἂν στὴν θέση ἐκείνης, Χριστέ, ἤμουν ἐγώ,
Τὸν θάνατο διόλου δὲν θὰ λογάριαζα

575

Σὰν σ’ Ἐσένα καὶ στὸν Γᾶτσο ἤμουν πιστή.

Γ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (576-701 : 125)
Α Χ.

Γυναῖκες , βλέπω χαμηλὰ δυὸ ἄντρες νὰ μιλᾶνε.

Κ

Πίσω ἀπ’ τὰ βράχια ὅλες σας, μὴ λάχῃ καὶ μᾶς δοῦνε,
Κοίτα καλά, ἐσὺ, κόρη μου, κι ἂν τοὺς γνωρίζῃς πές μας.

Α Χ.

Τὰ πρόσωπα μοῦ εἶν’ ἄγνωστα, ἂν κι ἀπ’τὴν φορεσιά τους

580

Ἕνας Ῥωμιὸς μοῦ φαίνεται, κι ἄλλος Ἑβραῖος μοιάζει.

Κ

Οἱ Ἑβραῖοι μὲ Τούρκους πὰν’ κοντά. Ῥωμιὸς μ’ Ἑβραῖο παρέα
Καλό δὲν θὰ ’ναι, κόρες μου. Ν’ἀκούσωμε τί λένε
Ἴσως κάτι νὰ μάθουμε γιὰ τὴν ζωὴ ὁλωνῶν μας.
Εἴμαστε ἀρκετὰ ψηλά, κι ἀκούγεται ἡ φωνή τους.

585

Πίσω ἀπ’τοὺς βράχους ὅλες σας , μὴν δίνουμε καὶ στόχο,
Τὸ στόμα νὰ ‘χουμε κλειστό, τ’ αὐτί μας τεντωμένο.

ΜΑΜΑΝΤΗΣ
Ἐγὼ εἶπα τοῦ ἀφέντη μας ἀνθρώπους νὰ μὴν σφάξῃ
Μὴν ἐρημώσῃ ἡ Νάουσα ἀπ’ ὅλους τοὺς Ῥωμιούς της.
Τὸν Ζαφειράκη μοναχὰ κι ὅσους ἐκεῖνος σέρνει,
590

Ἂν σκότωνε, ἦταν ἀρκετό, ἡσύχαζεν ὁ τόπος.
Τώρα σὲ τόπον ἔρημο δήμαρχος πῶς νὰ γίνω;

ΕΒΡΑΙΟΣ Αὐτὸ σὲ καίει, ἔρημε, κι οἱ συμπολίτες σου ὄχι.
Ὅτι σὲ τόπο ἔρημο δήμαρχο σὲ διορίζουν.
Μὰ ἐγώ δὲν πῆγα ξαφνικὰ νὰ τὸν παρακαλέσω

Μ

595

Νὰ μοῦ χαρίσῃ τοὺς Ῥωμιοὺς σκλάβους νὰ τοὺς πουλήσω!
Αὐτὸ μονάχα να ’βλεπα , χαρά θα ’χα μεγάλη.

Ε

Ἐσύ, ποὺ εἶσαι ἕνα μ’ αὐτούς, νὰ θὲς νὰ τοὺς σκλαβώσῃς!
Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ τόπο μου

Μ

Φῶς φανερὸ ἐτοῦτο

Ε

Τὸν τόπο σου τὸν ἀγαπᾶς, τοὺς συντοπίτες σου ὄχι.
600
Ε

Μ

Μονάχα ὅσους ἐπήγανε μαζὶ μὲ τὸν ἐχθρό μου!
Κι εἶναι ἐχθρός σου ὁ Ῥωμιὸς πιότερο ἀπὸ τὸν Τοῦρκο
Ποὺ ’ῤθες μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς νὰ φᾶς τὸν Ζαφειράκη;

Μ

Δὲν τὴν γνωρίζεις , Ἀαρῶν, τὴν φάρα τῶν Ῥωμαίων.
Γιὰ μᾶς χειρότερος ἐχθρὸς εἶναι ὁ ἀδερφός μας!

605

Ὁ ξένος δὲν νοιαζόμαστε τόσο ἐὰν τὴν γῆ μας ,
Τὸ βιὸς ἤ τοὺς ἀνθρώπους μας δικά του θὰ τὰ κάνῃ
Μονάχα ἄλλος Ἕλληνας ἀνώτερος μὴν εἶναι
Ἀπὸ ἐμᾶς. Τὸν φάγαμε μ’ ὅποιον μποροῦμε τρόπο!

Ε

Γιατὶ εἶστε αἰῶνες στὴν σκλαβιὰ τώρα καταλαβαίνω.

610

Κι ἂν ἔτσι συνεχίσετε, συμπάθειο ποὺ τὸ λέω,
Κι ἂν κράτος κάνετε ποτέ, σκλάβοι θὰ εἶστε πάντα
Ἐκειοῦ ποὺ τὴν διχόνοια θὰ σπέρνῃ ἀνάμεσά σας!

Μ

Κι ἐσεῖς κράτος δὲν ἔχετε κι ἂς εἶστε μονοιασμένοι!
Ε

Θαρρεῖς δὲν θὰ τὸ κάνουμε, Μάμαντη; Οἰκτρὰ γελιέσαι!

615 Κ

Ὁ Μάμαντης; Μὰ τώρα πιὰ ὅλα ξεκάθαρα εἶναι.

Α Χ.

Ἡ προδοσία τῆς Νάουσας ἀπὸ παιδί της ἦρθε ·

Β.Χ

Ἀπὸ τοῦ Μάμαντη ἀδερφὸ ποὺ ἦταν στὴν πόλη μέσα
Κι ἀπ’ αὐτὸν πῆρε ἐντολὴ τὴν πόρτα νὰ ἀνοίξῃ.

ΓΧ.

Νὰ βάλῃ μέσα τὴν Τουρκιά, στὸ αἷμα νὰ μᾶς πνίξῃ,

620

Ὁ ἀρχομανὴς ὁ Μάμαντης δήμαρχος γιὰ νὰ γίνῃ.

Α Χ.

Δὲν τον ἐθέλησ’ ὁ λαός, θὰ τόνε κάνῃ ὁ Τοῦρκος.

Κ

Πάψετε πιὰ ν’ἀκούσουμε τί λὲν καὶ παρακάτω.

Ε

Δὲν ἄκουσες τὸν λόγο μου; Ποῦ χάθηκεν ὁ νοῦς σου;

Μ

Ἄκουσα , μὰ σκεφτόμουνα τὸν σκύλο Ζαφειράκη

625

Αὐτὸν ποὺ μὲ ἐξόρισε πέρα στὴ Σαλονίκη
Καὶ μοῦ θρονιάστη γιὰ καλά στῆς Νάουσας τὸν τόπο
Πιστεύοντας πὼς πάει πιά, ἡσύχασ’ ἀπὸ μένα.

Ε

Ἔτσι νὰ τρώγεστε γερὰ σεῖς οἱ Ῥωμιοί , κι ὁ Τοῦρκος
Νὰ κάθεται στὸ σβέρκο σας, νὰ τρώῃ σας τὸ μεδοῦλι,

630

Κι ἐσεῖς νὰ σκύβετε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν προσκυνᾶτε
Γιατὶ συναμετάξυ σας τὸ μίσος κυβερνάει,
Ἐνῶ ἀπ’ τὴν πατρίδα σας παίρνει ὅλα τ’ ἀγαθά της!

Μ

Ἐμεῖς τουλάχιστο ἔχουμε πατρίδα, ἐσᾶς ποῦ εἶναι;

Ε

Στὸ εἶπα καὶ πρωτύτερα, θὰ κάνουμε καὶ κρᾶτος!

635

Μὰ πρῶτα χρῆμα θέλουμε, γιὰ αὐτὸ πασχίζουμ’ ὅλοι,
Μικροί, μεγάλοι, σερνικοί μὰ ἀκόμα καὶ γυναῖκες,
Ὅλοι σὲ τοῦτον τὸν σκοπὸ δώσαμε τὴν ψυχή μας.
Καὶ σὰν τὸ χρῆμα μπόλικο ἔχουμε στὸ κεμέρι,
Δύναμη θὰ ’χουμε ἀρκετὴ νὰ φτιάσουμε πατρίδα.
640

Γιὰ τοῦτο καὶ ζητήσαμε τοὺς Ναουσαίους γιὰ δούλους.
Γερὰ ἔχουν μπράτσα κι ἀπ’ αὐτοὺς πολλὰ θὰ πάρουμε ἄσπρα.
Μ’ αὐτὰ τὴν χώρα μας ἐμεῖς νὰ χτίσουμε ποθοῦμε,
Κι ὅποιος ἐμπόδιο μᾶς σταθεῖ, ἀλὶ κι ἀλίμονό του.
Εἶν’ στὸ ἐμπόριο οἱ Ῥωμιοὶ γερὰ πολὺ κεφάλια

645

Καὶ ὁ χαμὸς τους κέρδος μας ἐμπορικὸ θὲ νἀ ’ναι.
Γιὰ τοῦτο νὰ σᾶς βγάλουμε πασχίζουμε ἀπ’τὴν μέση
Ἀπὸ στυγνὸ ὑπολογισμὸ κι ἀπ’ἀντιπάθεια ὄχι.
Ἔμεῖς, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸν βασικό σκοπό μας
Καὶ δοῦλοι θὲ νὰ γίνουμε στὸν μέγιστον ἐχθρό μας.

650

Σεῖς πολεμᾶτε διαρκῶς κι ἔχετε μέγα κόστος
Σὲ λαβωμένους καὶ νεκρούς, ἐρείπια κι ἀναπήρους.
Ἡ Ἑλλάδα σας σὲ κόκαλα θὰ ’ναι θεμελιωμένη
Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν Ἕλληνες γιὰ νὰ τὴν κατοικήσουν.

Μ

Ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ κόκαλα σὰν θὰ ’βγῃ τῶν Ἑλλήνων

655

Σκλάβα δὲν θὰ ’ναι πιὰ ποτέ, μὰ θὰ μεγαλουργήσῃ.

Ε

Ὡραῖα λόγια αὐτὰ ποὺ λές, μὰ πράξη πῶς θὰ γίνουν;
Ἐσὺ πουλᾶς τὴν πόλη σου γιὰ ἐκδίκηση τοῦ ὀχτροῦ σου,
Ὅπως τὸν λὲς, στὸν ἄπιστο ποὺ δοῦλο κι ἐσὲ θὰ ’χῃ,
Χωρὶς νὰ δείχνῃς πὼς αὐτὸ κάπως σὲ ἐνδιαφέρει.

660

Πάνω ἀπὸ τὴν πατρίδα σου τὸ ἄτομό σου βάζεις.
Ἐσὺ θὲς νὰ καλοπερνᾶς, οἱ ἄλλοι , δὲν σὲ νοιάζει
Νὰ ζήσουν ἂν μπορέσουνε, κι ἂς εἶναι καὶ δικοί σου.
Τόση ὥρα εἴμαστε ἐδῶ καὶ γιὰ τὸν ἀδερφό σου
Ποὺ ἄδικα πῆγε στὴν σφαγή, λέξη καμιὰ δὲν εἶπες.

665

Μὲ τὴν δική σου ἐντολὴ τὴν πόρτα εἶχε ἀνοίξει.
Γιατὶ κάτι δὲν ἔκανες γιὰ νὰ τὸν προστατέψῃς;
Μ

Γιατί, ἂν σώνονταν αὐτὸς κι οἱ ἄλλοι σφάζονταν ὅλοι,
Θὰ ’νιωθε ὁ κόσμος πὼς ἐγώ, ὁ δήμαρχός του ἤμουν
Ὑπεύθυνος γιὰ τὸ κακὸ τὴν Νάουσα ποὺ βρῆκε.

670

Τώρα κανένας δὲν μπορεῖ κακὸ νὰ πῇ γιὰ μένα
Ἡ συμφορὰ κι ἐμὲ χτυπᾶ , μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους.

Ε

Ἡ φάρα μου ἔχει πάνω της τὸ στῖγμα τοῦ προδότη
Γιατὶ κάποτε τὸν Ἰησοῦ πρόδωσε ὁ Ἰούδας.
Ἐσὺ ἔσφαξες τὸν ἀδερφό, τὸ αἷμα σου ἀρνήθης

675

Μονάχα γιὰ τὸ ἀξίωμα ποὺ ὁ ξένος θὰ σοῦ δώσῃ.
Ποιὸς ἀπ’τοὺς δυὸ πιὸ μισητὸς στὸν κόσμο λὲς νὰ εἶναι;
Φεύγω μακριά σου. Μίασμα κι ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις.

Μ

Ποτὲ δὲν μοῦ ἦταν ἀρεστή, Ἑβραῖε , ἡ συντροφιά σου.
Ἐξ ἄλλου, ἐδῶ ποὺ ἔφτασα γιὰ τὸ δημαρχιλίκι

680

Κάθε ἀνθρώπου ἡ συντροφιὰ κίνδυνος πιὰ μοῦ εἶναι.
Καιρὸς νὰ φεύγω. Οἱ Τοῦρκοι πιὰ κοντὰ πολὺ θὲ να ’ναι
Θέλουν τὸ αἷμα τῶν Γραικῶν σὰν ποταμὸ νὰ χύσουν
Καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ ’φυγαν , ἀφοῦ τὶς πιάσουν πρῶτα
Κι ἐπάνω τους τὸ ἄχτι τους ξεσπάσουν στὰ γεμάτα,

685

Θὰ κομματιάσουν ὅλες τους κι ἔλεος δὲν θὰ δείξουν.
Ἂς μὴν εἶμαι λοιπὸν κι ἐγὼ μπροστὰ τὴν ὥρα τούτη
Μήπως τὸ μένος τους αὐτὸ ξεσπάσῃ καὶ σἐ ἐμένα
Καὶ δὲν προλάβω δήμαρχος στὴν πόλη μου νὰ γίνω.

Χ

Ποτὲ δὲν τὸ περίμενα ἀπὸ Ἕλληνα ἐτοῦτο.

690

Ἡ μάνα του δὲν τοῦ ’δωσε γάλα ἀπὸ τὸ βυζί της ,
Παρὰ Τουρκάλα πῆρε αὐτὴ γιὰ ἐκεῖνον παραμάνα;
Δὲν τὸν νανούρισε κι αὐτὸν ὅπως κι ἐμὲ ἡ δικιά μου
Μ’ ἑλληνικὸ νανούρισμα, μ’ ἑλληνικὸ τραγοῦδι;
Πῶς τὴν πατρίδα πρόδωσε ἐτοῦτος γιὰ ἐξουσία
695

Ποὺ ’ναι δοτὴ στὰ χέρια του ἀπὸ δυνάστη ξένο;
Ἔρμη πατρίδα, τὰ παιδιὰ ποὺ σφάζονται γιὰ ἐσένα
Ἂν ἤξεραν Μαμάντηδες πὼς θὰ σὲ κυβερνήσουν
Πρὼτα αὐτοὺς θὰ σφάζανε καὶ ὕστερα τοὺς Τούρκους.
Ἀπ’ τὸν ἐχθρὸ τὸν φανερὸ νὰ φυλαχτῶ τὸ ξέρω

700

Ποιὸς θὰ μὲ σώσῃ ἀπ’ ἀδερφοῦ τὴν προδοσιὰ κι ἀπάτη;
Αὐτὸ ἂν κάποιος μοῦ ’λεγε, χάρη θὰ τοῦ χρωστοῦσα!

Γ’ ΣΤΑΣΙΜΟ (702-

737 : 35 ) ΑΝΟΙΞΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ

Δίχως λόγο πάντοτε μένω μπροστὰ στὴν Διχόνοια
Κατάρα εἶναι μέγιστη γιὰ τὸν λαό μας, παιδιά,
Στὸν καθένα μας σὰν τὸ ζιζάνιο εἶναι
705

Καὶ μέσα ἀπ’τὸ αἷμα μας αὐτὴ ἀναπτύσσεται.
Ἀδέρφια ποὺ πάντοτε ἀγαπημένα τὰ βλέπαμε
Αὐτὴ μεταμόρφωσε καὶ τὰ ’χει κάνει ἐχθρούς.
Καὶ ὁ ἕνας τους πάνω στὸν ἄλλο ὁρμάει
Κι ἐνῶ αὐτοὶ σπαράσσονται, χαίρεται ὁ ἐχθρός.

710

Νὰ, τώρα ὁ Μάμαντης τὸν Ζαφειράκη ἀντιμάχεται ·
Κι ἐκεῖνος τὸν ἔδιωξε στὴν Σαλονίκη μεμιᾶς
Τὸν ἐξόρισε , τοὺς συγγενεῖς του ὅλους
Σὲ μπουντρούμι ἀνήλιαγο κλείνει προοληπτικά.
Μὰ πῶς ἐπανάσταση μισὴ νὰ γίνῃ στὴν Νάουσα;

715

Νὰ εἶναι τ’ ἀδέρφια μας κλεισμένα στὴν φυλακή ,
Ὅταν ὅλοι μας τὴν λευτεριὰ ποθοῦμε
Γιὰ αὐτὴν σηκωθήκαμε ,πιάσαμε τ’ ἄρματα ;
Ἔτσι ἀποφασίσαμε κι ὁ Ζαφειράκης τοὺς ἔβγαλε
Ὅλους ἀπ’τὴ φυλακή, πρὶν νὰ κινήσουνε
720

Καὶ στὴν Βέροια νὰ πᾶν οἱ ἀρχηγοί μας
Ν’ἀρχίσουν τὸν πόλεμο γιὰ τὴν Ἐλευτεριά.
Μὰ σὰν Τοῦρκοι ἔφτασαν μπροστὰ στὰ τείχη τῆς πόλης μας
Κάποιο χέρι ἀδερφικὸ κρυφὰ μιὰ πύλη τοὺς ἄνοιξε
Γιατὶ ὁ Μάμαντης κατὰ τοῦ Ζαφειράκη

725

Μίσος μέγα ἔτρεφε γιὰ τ’ ἀξιώματα.
Καὶ νὰ τώρα ἡ Νάουσα γεμάτη Τοὺρκους νὰ βρίσκεται
Σκλάβα ἐκεῖ ποὺ ἤτανε αὐτοδιοίκητη παλιά.
Γέμισε νεκροὺς πάει χάθηκε τελείως
Καὶ ὅσοι ἐγλίτωσαν , σὰν τ’ ἀγρίμια γυρνοῦν.

730

Ἐμεῖς πάλι μόνες μας κι ἀπὸ τὴν πόλη μας μακριά,
Σέρνουμε μικρὰ παιδιὰ στὰ καταρράχια κρυφὰ
Νὰ τὰ σώσουμε ἀπ’ τοὺς ἐχθροὺς μοχθοῦμε
Μαζὶ μ’ αὐτὰ στὴν ζωή κι ἐμεῖς νὰ μείνουμε.
Μὰ , ἂν ἀπ’τοὺς διῶκτες μας δὲν γίνεται νὰ ξεφύγουμε,

735

Νὰ τὸ ποτάμι μπροστὰ τ ’ ἀγαπημένο μας,
Ποὺ τὰ σώματα ὅλων μας θὲ νὰ λάβῃ
Μιὰ καὶ δίχως Λευτεριά, κάλλιο ὁ Θάνατος.

ΕΞΟΔΟΣ (738- 817 : 79)
ΒΧ

Γυναῖκες, Τοῦρκοι ἔρχονται μ’ἄγριες διαθέσεις
Ὁρμᾶνε στὸν ἀνήφορο κι ἀφροὺς ἔχουν στὸ στόμα,

740

Στὰ χέρια λάμπουν τὰ σπαθιὰ κι ὁ ἰδρώτας στὸ κορμί τους
Κόκκινα ῥοῦχα ὅλοι φοροῦν ,μὰ δὲν μπορῶ νὰ ξέρω
Ἂν εἶναι ἀπὸ τὴν βαφὴ ἤ γίναν ἀπ’ τὸ αἷμα
Τόσων ἀπὸ τὴν Νάουσα θυμάτων ποὺ ’χουν σφάξει.
Χ

745

Νιώθω τὸ αἷμα ἀχνιστὸ νὰ ’ῤχεται στὰ ῥουθούνια
Πιὰ ν’ ἀνασάνω δὲν μπορῶ, θαρρῶ πὼς θὰ μὲ πνίξῃ.
Γοργὰ νὰ φύγουμὲ ἀπὸ ‘δῶ καὶ πιὸ ψηλὰ νὰ πάμε
Πίσω ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὕψωμα ἴσως δικοὺς μας βροῦμε
Κλέφτες μὲ τὰ χατζάρια τους νὰ μᾶς ὑπερασπίσουν.

ΑΧ

Γεννήθηκα ἀδύναμη, γεννήθηκα γυναίκα

750

Καὶ δὲν μπορῶ τὴν τύχη μου μόνη νὰ διαφεντεύω,
Οὔτε κι ἐτοῦτο τὸ παιδὶ ποὺ ἀπὸ ἐμὲ προσμένει
Τὸ στήριγμά του στὴν ζωή, μπορῶ νὰ βοηθήσω.

Κ

Κόρη, νὰ μὴν τὰ παρατᾶς στὴν δύσκολη τὴν ὥρα!
Παράδειγμα εἶναι οἱ γονεῖς γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά τους

755

Ποὺ θὲ νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτοὺς στὰ δύσκολα τί κάνουν
Ἥρεμα μπρὸς στὴν συμφορὰ ὅλες μας ἂς σταθοῦμε
Κι ἄν ἴσως κάποιες ἀπὸ μᾶς τὸν θάνατο ξεφύγουν ,
Ὅσα παιδιὰ γλιτώσουνε, δικά τους ἤ ἀπ’ ἄλλες
Ποὺ θὰ χαθοῦν μὲς στὸ κακὸ, νὰ τὸ ὑποσχεθοῦμε

760

Ὅτι θὰ τ’ ἀναθρέψουμε , μάνα δὲν θὰ τοὺς λείψῃ.
Κινᾶμε ν’ ἀνεβαίνουμε, τριγύρω οἱ μανάδες
Στὴν μέση ὅσες δὲν ἔχουμε παιδιὰ, μαζί μὲ ἐτοῦτα.
Ἡ μάνα ,σὰν τὸ τέκνο της πρέπει νὰ προστατέψῃ,
Πιὸ πάνω κι ἀπὸ λύκαινα τὴν βλέπεις ν’ ἀγριεύῃ.

765

Γιὰ τοῦτο κι οἱ μανάδες μας πρέπει νὰ μποῦν τριγύρω
Κι ἀλίμονο εἰς τοὺς ἐχθροὺς ποὺ θὰ βρεθοῦν μπροστά τους.

Γ.Χ

Τηρᾶτε, ἀδερφάδες μου ἐκεῖ ψηλὰ στὴν ῥάχη
Τοῦρκοι προβάλλουν καὶ δαυλιὰ βαστοῦνε ἀναμμένα.
Φωτιὰ θὰ βάλουν στὰ δεντρά, κι ὅλες μας θὰ μᾶς κάψουν.
770 Χ

Πίσω σπαθιά, μπροστὰ οἱ φωτιὲς , τί θὰ γενοῦμε οἱ μαῦρες;
Τὸ δίχτυ του ὁ κυνηγὸς γερὰ πάνω μας ῥίχνει
Μᾶς πλησιάζει σταθερὰ κι ὁλοῦθε μᾶς κυκλώνει.
Μονάχα ἂν εἴχαμε φτερὰ καὶ φεύγαμε στὰ οὐράνια
Ἐλπίδα κάποια θὰ εἴχαμε θάνατος μὴν μᾶς ἔβρει.

775 Κ

Χαϊδέψτε,κόρες, τὰ παιδιά, γλυκὰ σ’ αὐτὰ μιλάτε,
Στὴν ἀγκαλιὰ ἡρεμῆστε τα καὶ νανουρίσετέ τα

Χ

Σχέδιο κάποιο διαφυγῆς μὴν σκέφτηκες, μητέρα;

Κ

Θὲ νὰ χαθῇ πρῶτα ἡ ψυχή, κι ἔπειτα ἡ ἐλπίδα.
Ὄχι, κοπέλες, σχέδιο κανένα ἐγὼ δὲν ἔχω

780

Γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπ’ τὸν χαμὸ τὸ δύστυχο κοπάδι.
Σκέφτηκα μόνο ὅτι μιὰ κι ὁ Χάροντας μᾶς μένει,
Ἀξίζει νὰ διαλέξουμε ἐμεῖς πῶς θὰ τὸν βροῦμε.
Πίσω μας ἔρχονται ἄπιστοι μὲ τὰ σπαθιὰ στὰ χέρια,
Καὶ ἄλλοι πάλι μὲ φωτιὲς μᾶς κόβουνε τὸν δρόμο.
785

Χ

Ἄλλο δὲν μᾶς ἀπόμεινε, παρὰ τὸ μονοπάτι
Ποὺ πάει ἴσια καὶ μπροστά, κατὰ τὴν Ἀραπίτσα.
Μὰ ἐκεῖ ῥουμάνι καὶ γκρεμὸς καὶ γλιτωμὸ δὲν ἔχει.

Κ

Γιὰ γλιτωμὸ δὲν μίλησα, γιὰ ἔντιμη θανὴ μόνο.

Χ

Ἀλίμονό μου ἡ δύστυχη, πῶς τὸ κακὸ ν’ἀντέξω;

790 Κ

Σὰν Ναουσαία περήφανη, σὰν γνήσια Ἑλληνίδα.
Ὡς τώρα μοναχὰ ψαλμοὺς στὰ χείλη εἴχαμε ὅλες,
Μὰ μὲ τραγούδι τὴν ζωὴ νὰ χαιρετᾶμε ἀξίζει.
Πιάστε το , θυγατέρες μου, πιάστε το , ὡρὲ γυναῖκες,
Γιὰ νὰ μᾶς βλέπει ἡ Τουρκιὰ κι ἀνήμπορη νὰ στέκῃ.
795

Λαὸς ποὺ ἐμπρὸς στὸν θάνατο χορό, τραγούδι στήνει
Καὶ τὴν ζωὴ ἀποχαιρετᾶ σὰν νὰ ’χῃ πανηγύρι,
Θὰ ζῇ καὶ θὰ μεγαλουργῇ μέσα εἰς τοὺς αἰῶνες.
Κι ἕνας μονάχα Ἕλληνας στὸν κόσμο ν’ἀπομείνῃ
Ἡ Ἑλλάδα θὰ ’ναι ζωντανή, ἡ Ἑλλάδα δὲν θὰ σβήσῃ.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΞΑΚΟΥΣΤΗ)
ΧΟΡΟΣ (ΣΕ ΚΑΘΕ ΔΙΣΤΙΧΟ : Α ΣΤΙΧΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑ, ΜΕΤΑ ΧΟΡΟΣ ,Β ΣΤΙΧΟΣ ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
800

Πιάστε τὰ χέρια ὅλες μαζὶ ,γυναῖκες Ναουσαῖες
Πόσο εἶστε ὅλες δυνατὲς δείξετε καὶ γενναῖες.
Δὲν ἀπομένει πιὰ γιὰ μᾶς ἄλλη ζωὴ νὰ ζοῦμε
Σὰν λεύτερες δὲν εἴμαστε, τοῦ Χάρου θὰ δοθοῦμε
Μᾶς ἔστειλε ἡ Διχόνοια ὅλες στὸν κάτω κόσμο

805

Μὰ νὰ φυτέψετε γιὰ μᾶς ἕνα κλωνάρι δυόσμο.
Γιατὶ εἴμαστε ὅλες δροσερές, νέες ,μικρὲς μανάδες
Ποὺ οἱ Τοῦρκοι μᾶς στριμώξανε μὲσα σὲ συμπληγάδες.
Φεύγουμε τώρα ἀπ’τὴν ζωὴ μαζὶ μὲ τὰ παιδιά μας,
Δίχως γιὰ τοῦτο νὰ ’χουμε πόνο μὲς στὴν καρδιά μας.

810

Στῆς Ἀραπίτσας τὸ νερὸ ποὺ στὸν γκρεμὸ κυλάει
Μὲ θέλησή της καθεμιὰ ἀπὸ ἐμᾶς θὰ πάῃ
Τὸ σῶμα της θὰ ῥίξῃ ἐκεῖ μέσα στὸν καταράχτη
Ἀπὸ τοῦ Τούρκου τὴν ὁργὴ σπρωγμένη καὶ τὸ ἄχτι.
Πατρίδα μου σὲ χαιρετῶ, πονῶ πολὺ γιὰ σένα

815

Ποὺ μένεις σκλάβα πάλι ἐσὺ μέσα σὲ χέρια ξένα.
Μά, ἂν σήμερα πεθαίνουμε σκλάβοι οἱ Μακεδόνες
Ἐλεύθεροι θὰ μένουμε πάντα μὲς στοὺς αἰῶνες.

ΔΙΣ

)
7ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΝΙΚΗΤΑΣ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΗΡΩΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (τυφλός, γέρος, λίγο πριν πεθάνει)
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΖΑΧΑΡΙΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ
ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ
ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Δρόμος στὸν Πειραιᾶ , μπροστὰ ἀπὸ ἑκκλησία. Ἄνθρωποι , ἄλλοι μὲ ἑλληνικές,
ἄλλοι μὲ εὐρωπαϊκὲς ἐνδυμασίες. Ἀνάμεσά τους ἐμφανίζεται ὁ Νικηταράς,
ῥακένδυτος καὶ τυφλὸς. Φαίνεται πὼς μετρᾶ τὰ βήματά του μέχρι νὰ φτάσει στὸ
πεζούλι τῆς ἑκκλησίας, ὅπου καὶ κάθεται. Οἱ περαστικοὶ τοῦ δίνουν τὸν ὀβολό
τους μέσα σὲ ἕνα τσίγκινο τάσι ποὺ βρίσκεται μπροστά του. Ἐκεῖνος, ἂν καὶ
τυφλός, νιώθει τὴν κίνηση κάθε ἀνθρώπου καὶ ἀναστενάζει μὲ τὴν κατάντια
του. )
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ (Ἄντρας

μὲ κουστοῦμι καὶ ἡμίψηλο καπέλο. Στέκει μπροστὰ ἀπὸ τὸν

ἥρωα, τὸν παρατηρεῖ σὰν νὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν θυμηθεῖ.) (κατ’ἰδίαν)

Μὰ

αὐτὸς… (Περνᾶ μπροστά του καὶ καθῶς προσπερνᾶ ἀφήνει νὰ τοῦ πέσει ἕνα
πουγγί μὲ χρήματα )
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Παλικάρι, κάτι σοῦ ἔπεσε .

ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ (Ἀμήχανα)
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἐμένα;

Ναί, ἐσένα! Ὀρῖστε! ( Σκύβει , πιάνει τὸ πουγγί, καὶ τὸ ἐπιστρέφει

στὸν κάτοχό του. )
Μὲ

ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

συγχωρεῖτε,

σεῖς

δὲν

εἶστε

ὁ

στρατηγὸς

Νικήτας

Σταματελόπουλος;
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ὁ ἴδιος! ( Ἐμφανίζεται στὴν ἄκρη τῆς σκηνῆς ὁ Μακρυγιάννης

καὶ παρακολουθεῖ ὅσα γίνονται)
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

Καὶ βρίσκεστε ἐδῶ;

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ Μά,

Ἀπολαμβάνω τὴν ἐλεύθερη πατρίδα.
ἐδῶ τὴν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στὸν δρόμο;

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιὰ νὰ ζῶ καλά , ἀλλὰ

ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ παίρνω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πῶς ζεῖ ὁ κόσμος.
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

Στρατηγέ, θὰ ἤθελα νὰ κρατήσετε αὐτό. Εἶναι ἡ κάρτα μου

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

Τί νὰ τὴν κάνω, ἄνθρωπέ μου;

Δὲν θέλω νὰ μὲ παρεξηγήσετε, μὰ, ἂν χρειαστεῖτε ὁτιδήποτε…,

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (

Τὸν διακόπτει ὀργισμένος)

Δὲν πρόκειται νὰ χρειαστῶ τὸ

παραμικρό! Ἡ Πατρίδα φροντίζει ὅλους τοὺς πολίτες της ἀνάλογα μὲ τὶς
ἀνάγκες καθενός! Πᾶρε κι αὐτό! Δὲν μοῦ χρειάζεται!
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ (

Παίρνει τὴν κάρτα του καὶ φεύγει )

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἔρμη πατρίδα , ποῦ κατάντησες! Νὰ γελᾶ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη

σου κάθε ψαλιδόκολος , κάθε ἀπόλεμος, κάθε τσιτσιφιόγκος!
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Γιατὶ τά ’βαλες μὲ τὸν ἄνθρωπο , ἀδερφέ; Νὰ σὲ βοηθήσει ἤθελε!
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἄσε με ἀπὸ κεῖ , ὠρὲ Γιάννη! Ποιὸς τοῦ τὸ ζήτησε; Κανέναν δὲν

ἤθελε νὰ βοηθήσει! Νὰ μοῦ δείξει μονάχα πὼς δίχως αὐτοὺνους τίποτα δὲν
κατορθώνουμε. Ἀπὸ τὸ Ναβαρίνο καὶ μετά, σὲ κάθε εὐκαιρία ὅλο τοῦτο μᾶς
τσαμπουνᾶνε. Πὼς τὴν λευτεριὰ

μονάχοι μας εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ τὴν

κερδίσουμε! Πὼς μᾶς τὴν ἐχαρίσανε καὶ πὼς τοὺς τὴ χρωστᾶμε.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Καὶ δὲν ἀνοίγουμε, ὡρὲ Νικήτα, τὴν πουκαμίσα, νὰ τοὺς βάλουμε

νὰ μετρήσουνε τὶς πληγές μας; Μὲ ἐσένα κι ἐμένα μοναχά θὰ ἀρχίζανε σήμερα
καὶ μήτε ὡς αὔριο δὲν θὰ τελειώνανε!
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἂν καὶ οἱ δικές μου δὲν εἶναι μοναχὰ ἀπὸ τούρκικο σπαθί. Πῆρα

κι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους τὰ παράσημά μου! Πολέμησα μὲ τοὺς Ῥώσους, τοὺς
Φράγκους καὶ μὲ τοὺς Ἄγγλους ἀκόμα. Κι ἄλλοι πολλοί Ἕλληνες μαζί μου. Καὶ
ποιὰ ἦταν τὰ χαΐρια μας; Μᾶς κυνηγῆσαν οἱ Τοῦρκοι , περάσαμε στὴ Ζάκυνθο ,
μπήκαμε στὴν ὑπηρεσία τῶν Ῥώσων. Μᾶς ἔστειλαν εὐτοῦνοι στὴν Ἰταλία νὰ
βαρέσουμε τοὺς Γάλλους, ἐπήγαμε! Μὰ χάσαν τὸν πόλεμο οἱ Ῥῶσοι καὶ
γυρνῶντας στὴν Ζάκυνθο βρήκαμε τοὺς Φράγκους νὰ τὴν κατέχουν. Μπήκα
λοιπόν στὴν ὑπηρεσία τῶν πρώην ἀντιπάλων μου. Ἀργότερα, τοὺς ἄφησα γιὰ νὰ
πολεμήσω μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου καὶ τὸν θειὸ μου στὸ πλευρὸ τῶν Ἄγγλων καὶ
χτυπήθηκα μὲ παλιούς μου συμπολεμιστές ποὺ παρέμειναν ὑπὸ τὰ γαλλικὰ
ὅπλα. Μόλις ὅμως οἱ Ἄγγλοι ταχτοποίησαν κατὰ τὰ συμφέροντά τους τὸν
πόλεμο, διέλυσαν τὰ τάγματά μας ὡς ἄχρηστα. Κι ὁ θειός μου, μαγκιόρος στὰ
συντάγματά τους, ἔγδερνε μοσχάρια γιὰ νὰ ζῇ τὴν φαμελιά του.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Κι ὅμως! Ἂν δὲν ἦταν τὸ Ναβαρίνο, ὁ Μπραΐμης θὰ μᾶς εἶχε

κάνει μὲ τὰ κρομμυδάκια! Ποιὸς ἄλλος , ἔξω ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους, μποροῦσε νὰ
τόνε κάνει ζάφτι; Ὁ μπάρμπας σου μήπως;
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Νὰ ἀφήσεις τὸν Γέρο ἥσυχο! Ἂς ὄψονται ἐκεῖνοι ποὺ τὸν

φυλακίσανε, ὅταν οἱ Ἀραπᾶδες καίγανε τὴν Κάσο καὶ τὴν Κρήτη καὶ βγαίνανε
στὸν Μωριὰ χειμῶνα καιρό. Τὸ ξερό μας τὸ κεφάλι καὶ ἡ διχόνοια μας κοντέψαν
νὰ μᾶς ἀφανίσουν!
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Τί ντροπή, ἀλήθεια! Πῶς τὸ κάναμε αὐτὸ τὸ κακό, ἀδερφέ, νὰ

μποῦμε οἱ Ῥουμελιῶτες στὸν Μωριᾶ σὰν ὀχτροί! Νὰ τιμωρήσουμε τάχα τὴν
ἀπειθαρχία σας στοῦ γκουβέρνου τὶς ἐντολές! Καὶ φέραμε πιότερο κι ἀπ’ τοὺς
Τούρκους χαλασμό! Πάλι καλὰ ποὺ ἤρθανε οἱ Βαυαροὶ κι ἡσύχασε ὁ τόπος.
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Σὰν νεκροταφεῖο!

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Τί

λὲς ἐκεῖ;

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τὴν ἀλήθεια! Τὴν ἡσυχία ποὺ μᾶς ἔφεραν τῶν Δυνάμεων οἱ

ἐκλεκτοί, μονάχα σὲ νεκροταφεῖο τὴν βρίσκεις.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Σῶπα
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

, Νικήτα κι ἴδρωσα νὰ τοὺς πείσω νὰ σὲ ἀφήσουν!

Τὰ βλέπεις , ὠρὲ Γιάννη ποὺ ’ρχεσαι στὰ λόγια μου; Γιὰ τούτη τὴν

Πατρίδα πολεμήσαμε; Γιὰ νὰ ’ναι οἱ ἀγωνιστὲς διακονιαραῖοι καὶ τοὺς μισθοὺς
νὰ παίρνουν Εὐρωπαῖοι; Γιὰ νὰ ’ρχονται τοῦ Ὄθωνα στρατιῶτες καὶ ν’
ἀπομένουν ἄνεργοι οἱ πατριῶτες; Κι ὁ χτεσινὸς τ’ Ἀλήπασα ὁ γιατρὸς νὰ μᾶς
μοστράρει γιὰ πρωθυπουργός; Γιὰ αὐτὸ σοῦ λέω: Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Πατρίδα ποὺ
ὀνειρεύτηκα! Δὲν ἔχυσα τὸ αἷμα μου γιὰ τούτη τὴν Ἑλλάδα.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Ἔλα

τώρα , Νικῆτα! Μὴν συγχύζεσαι ἄλλο! Ἂς πηγαίνουμε σιγὰ -

σιγὰ στὸ σπίτι. Θὰ σοῦ παίξω και ταμπουρᾶ! Καλὰ θὰ περάσουμε!
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Βαυαρῶν

Μέχρι τὴν ἄλλη Παρασκευή, ποὺ οἱ σπλαχνικοὶ ὑπάλληλοι τῶν

θὰ μοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ξανάρθω μπροστὰ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ

ζητιανέψω, μήπως καὶ μπορέσω νὰ βοηθήσω τὴν οἰκογένειά μου νὰ ψευτοζήσῃ .
Ἂχ, ἔρμη χῶρα, πῶς σὲ καταντήσαμε!
( Ὁ Νικηταρᾶς μὲ τὸν Μακρυγιάννη ἀποχωροῦν, ἐνῶ ἡ σκηνὴ κλείνει.)
Ἐνῶ ἡ σκηνὴ παραμένει κλειστή, ἔρχεται ὁ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ καὶ
τραγουδᾶ «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑΡΑ»
Ποιὸς νὰ ’ναι ὁ γέροντας αὐτὸς στοὺς δρόμους ποὺ γυρίζει
Μὲ φτωχικὰ τὰ ῥοῦχα του, τὸ βλέμμα του σβηστό;
Ἥρωας εἶναι ξακουστὸς ποὺ τ’ ὄνομά του ἀγγίζει
Καρδιὰ καὶ νοῦ κάθε Ἕλληνα σὰν σίδερο καυτό.

Ἀπὸ παιδὶ μὲ τ’ ἄρματα τὸν Τοῦρκο πολεμάει
Μὲ τὸν πατέρα του ἀρχικά, τὸν θεῖο του μετά,
Κι ἂν μὲ Ῥώσία συμμαχεῖ , μὲ Ἀγγλία καὶ Φραγκιά,
Γιὰ τὴν Ἑλλάδα μοναχὰ βαθιὰ πολὺ πονάει.

Κάποτε ἐγίνη Φιλικὸς κι ὁ ἀγῶνας σὰν ἀρχίζει
Σὲ κάθε μάχη τὸ παρὸν μὲ θάρρος θὰ τὸ δώσει.
Γιὰ ἐκεῖνον χρῆμα ἤ λάφυρο καθόλου δὲν ἀξίζει .
Κοιτάζει μόνον τὸν ἐχθρὸ πῶς νὰ κατατροπώσει.
Ἐπωδὸς
Γειὰ σου, ὠρὲ Νικηταρᾶ ,ποὺ ’χουν τὰ πόδια σου φτερά
Καὶ Τουρκοφάγος γίνηκες γιὰ ὅλον τὸν λαό .
Σήμερα ποὺ ἡ πατρίδα μας ματώνει καὶ πονᾶ
Νὰ δείξεις στοὺς πολιτικοὺς τὸν δρόμο τὸν σωστό.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Σκηνὴ κομμένη στα δύο. Προβολέας ἀναμμένος πάντα στο Α, Ἐνῶ ἀνάβει καὶ
στὸ Β , ὅταν ἡ δράση μεταφέρεται ἐκεῖ) .
Α Ἐσωτερικὸ σπιτιοῦ τοῦ Νικηταρᾶ. Ἡ φτώχεια ἐμφανῆς. Ὁ Νικηταρᾶς κάθεται
μονάχος σὲ ἕνα χαμηλὸ σκαμνί , κοιτᾶ τὸ κοινὸ καὶ λέει τὰ λόγια σὰν νὰ
μονολογεῖ. Στὴν ἄλλη μισὴ παρουσιάζονται τὰ γεγονότα ποὺ ἀφηγεῖται ὁ ἥρως).
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Σὰν χτὲς μοῦ φαίνεται ποὺ ΄ρθε ὁ Ζαχαριᾶς στὸ ἐργαστῆρι.

Παιδὶ πρᾶμα ἤμουν. Κι ὅμως ἦρθε γιὰ μένα , συστημένος νὰ μὲ ξεσηκώσει νὰ
πολεμήσω γιὰ τὴν λευτεριά! Β ( Ὅσο μιλάει, βλέπουμε στὸ ἄλλο μισὸ τῆς σκηνῆς
νὰ ἔρχεται ὁ Νικηταρᾶς παιδάκι. Σκύβει πάνω σὲ ἕνα τραπέζι καὶ καταγίνεται
νὰ φτιάξει ἕνα κουτάλι. Μπαίνει ὁ Ζαχαριᾶς, κοιτᾶ τὸ παιδὶ ἐξεταστικὰ καὶ τοῦ
λέει )
ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Δὲν ντρέπεσαι, μωρέ, ἐσὺ ὁ γιὸς τοῦ Σταματέλου, τοῦ Κολοκοτρώνη

ἀνήψι, νὰ κάθεσαι νὰ φτιάνῃς χουλιάρια;
ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Καὶ τί νὰ κάνω;

Νὰ ἔρθῃς μαζί μου, νὰ σὲ μάθω νὰ πολεμᾶς τοὺς Τούρκους. Θέλεις;

ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Καὶ τὸ ῥωτᾶς, Καπετάνιο; Πᾶμε τώρα κι ὅλας καὶ σ’ εὐχαριστῶ

γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ κάμεις.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Καμιὰ τιμή! Εἶσαι ἀπὸ κλέφτικη γενιά, ἔμαθα γιὰ τὴν γρηγοράδα καὶ τὸ

κοφτερό σου τὸ μυαλό, αὐτὰ σὲ φέρανε κοντά μου. Κοῖτα μονάχα νὰ φανῇς
ἄξιος γιὸς τοῦ πατέρα σου!
ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Θὰ μὲ ἰδῇς στὴν μάχη καὶ θὰ κρίνῃς.

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Α ( Μπαίνει στὴν σκηνή μὲ τὸν Γέροντα Νικηταρᾶ ὅσο

παιζόταν τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ζαχαριᾶ καὶ τὸ παρακολούθησαν μαζί)Κι ἔκρινε
πολὺ σωστά ὁ πατέρας. Ἤσουν ἄξιος νὰ γίνῃς ἄντρας μου!
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Δὲν σὲ ἔκανα ὅμως εὐτυχισμένη , γυναῖκα!

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Μὴν τὸ ξαναπῇς οὔτε γιὰ ἀστεῖο, ἀκοῦς; Ποιὰ ἄλλη μπορεῖ νὰ

περηφανευτῇ πὼς ἔχει γιὰ ἄντρα της τέτοιον καλὸν ἄνθρωπο, σύζυγο καὶ
πατέρα; Καὶ ποιὸς εἶναι πιότερο πατριώτης ἀπὸ σένα, μοῦ λές;
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἄ, γυναῖκα! Ὁ πατριωτισμὸς δὲν μπαίνει στὸ ζύγι! Θυμᾶμαι τώρα

δὰ τὸν Θανάση τὸν Τσότσολα!
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τὸν σημαιοφόρο σου;

Αὐτὸν !Ξέρεις πῶς ἤρθε κοντά μου; (Προβολέας Β )
Σὲ βλέπω, παλικάρι μου, νὰ εἶσαι γεροδεμένος. Φωτιὰ πετοῦν τὰ

μάτια σου, τὸ λέει ἡ καρδιά σου. Γιὰ τ’ ἄρματα εἶσαι ταιριαστὸς, δὲν πρέπει σου ἡ
ἀγκλίτσα. Ἐρχεσαι στὸ μπουλοῦκι μουΤούρκους γιὰ νὰ σκοτώνῃς;
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ

( Νέος ψηλός, γεροδεμένος, μὲ μιὰ γκλίτσα στὸ χέρι)

Ἔρχομαι, καπετάνιο μου, μὰ ὁ γέρος μου πατέρας;
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Γέρο, ἔλα δῶ γιὰ μιὰ στιγμή, κάτι νὰ σὲ ῥωτήσω.

(Ο ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ ἐμφανίζεται. )
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Λεβεντονιὸ ἔχεις ἐδῶ τὰ γίδια νὰ φυλάῃ, μοῦ δίνεις τον στ’

ἀσκέρι μου, Τούρκους νὰ κυνηγάῃ;
ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ Ποιὸς
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ὅλοι
ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ

εἶσαι ἐσύ, παλικαρᾶ , ποὺ θέλεις τὸ παιδί μου;
μὲ λὲν Νικηταρᾶ

Πάρ’το μὲ τὴν εὐχή μου! ( Σκύβει καὶ φιλᾶ τὸ σπαθί τοῦ

Νικηταρᾶ, ἐνῶ ὀ ἥρωας τὸν σηκώνει καὶ τοῦ φιλᾶ τὰ χέρια συγκινημένος).
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τοῦτος ὁ γέροντας μοῦ ἔμπιστεύτηκε τὴν μόνη παρηγοριὰ τῶν

γηρατιῶν του, δίχως νὰ ξέρῃ ἂν θὰ ξαναδῇ τὸ παιδί του ζωντανό. Κι ἤταν ἀρχή!
Ὅτι εἴχαμε λευτερώσει τὴν καλαμάτα. Γιὰ αὐτὸ σοῦ λέω, γυναῖκα.

Ὅταν

ἀποφασίσαμε νὰ τὰ παίξουμε ὅλα γιὰ ὅλα γιὰ νὰ λευτερωθοῦμε, βάλαμε τὸ
κεφάλι μας στὸν τορβά, γιὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ τὸ πίστευε κάθε ἕνας μας. Κάποιοι
ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τοῦτο τὸ ὄνειρο ἔχασαν τὴν ζωή τους. Πῶς μπορῶ ἐγὼ, ποὺ
ἀξιώθηκα νὰ δῶ ἕνα τμῆμα ,ἔστω , τῆς πατρίδας νὰ γίνεται κράτος , νὰ
συγκριθῶ κἂν μὲ τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ δέντρο τῆς
λευτεριᾶς;
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Ὁ αἰώνιος Νικῆτας! Ποὺ μετὰ τόσους ἀγῶνες, τόσες νίκες,

τόση προσφορά,

ἐξακολουθεῖ νὰ κρατᾶ τὸ βλέμμα χαμηλά, νὰ

κοιτᾶ τὴν

ἱστορία σὰν κορίτσι, νὰ μὴν διεκδικεῖ οὔτε τὸ μερίδιο ποὺ κέρδισε μὲ τὸ αἷμα καὶ
τὸν ἰδρῶτα του. Γιὰ αὐτὸ εἶμαι περήφανη ποὺ εἶμαι γυναῖκα σου.
Πέρασες πεῖνες κοντά μου. Τὰ πάντα στερήθηκες! Καὶ τώρα

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

τοῦτο τὸ κακὸ ποὺ μᾶς βρῆκε μὲ τὴν θυγατέρα…( Τὰ τελευταῖα λόγια μὲ βαθιὰ
συγκίνηση)
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

( Μὲ τὴν ἴδια συγκινησιακὴ φόρτιση) Σῶπα , ἄντρα μου, τί

φταῖς ἐσύ, ἂν σ’ ἀγαπάει τόσο πολύ, τί φταῖς ἂν τὸ φῶς σου στέρεψε στῆς
Αἴγενας τὸ μπουντροῦμι; Ἤξερες πὼς δὲν θὰ τὸ ἄντεχε τὸ λογικό της καὶ θὰ …(
Φεύγει πνιγμένη στὰ δάκρυα.)
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Βοήθα

την , Θεέ μου, νὰ ἀντέξει τοῦ παιδιοῦ τὴν συμφορά. Βοήθα

κι ἐμένα νὰ τὴν συντρέξω! Ὅπως τότε ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ κουράγιο νὰ μπῶ στὸν
Ἀγῶνα! ( Στρέφει τὸ κεφάλι πρὸς τὸ ἄλλο μισὸ τῆς σκηνῆς , Β ὅπου μὲ ἕνα
ἀναμμένο κερὶ μπαίνει ὁ Νικηταρᾶς σὲ νεαρὴ ἡλικία , μὲ τὸν Ἡλία Χρυσοσπάθη
ποὺ κρατᾶ μία Ἁγία Γραφή. )
ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ

Ἀδελφὲ Νικῆτα, νιώθεις ἔτοιμος νὰ προσφέρῃς στὴν πατρίδα

καὶ τὴν ζωή σου, ἂν χρειαστῇ , γιὰ τὴν ἐλευθερώσουμε ἀπὸ τὸν ζυγὸ τόσων
αἰώνων;
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἂν εἶναι νὰ λευτερωθῇ τὸ γένος, Ἡλία Χρυσοσπάθη, ἂς εἶναι τὸ

αἷμα μου τὸ πρῶτο ποὺ θὰ χυθῇ.
ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ Θὰ
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Καὶ

πολεμᾶς πάντα τὸν ἐχθρὸ μὲ ὅλη τὴν δύναμή σου;

τὶ ἄλλο κάνω ἀπὸ ἕνδεκα χρόνων; Τὸ ἴδιο θὰ κάνω , ὡς νὰ δῶ

τὸν τόπο μας λεύτερο καὶ τὸν λαό μας εὐτυχισμένο.
ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ

(Φέρνει ἕναν σοφρά, ἀκουμπᾶ πάνω του τὸ βιβλίο ποὺ

κρατοῦσε, καὶ λέει) :Βᾶλε τὸ χέρι σου στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπανάλαβε αὐτὰ ποὺ θὰ
σοῦ λέω.
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

( Κάνει ἀκριβῶς ὅ, τι τοῦ λέει ὁ Χρυσοσπάθης. Γονατίζει πλάι

στὸν σοφρὰ , ἀκουμπᾶ τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τοῦ
Χρυσοσπάθη. )
ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ

Ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ …
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἐνώπιον

τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ …

ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ …ὁρκίζομαι
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ … ὁρκίζομαι
ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ …ὅτι
ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ …ὅτι

Α

ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

αὐτοθελήτως …

αὐτοθελήτως …

θέλω εἶμαι πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρίαν κατὰ πάντα …

θέλω εἶμαι πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρίαν κατὰ πάντα …

(Μὲ τὸ μέτωπο στὸ κοινό) Κάπως ἔτσι μπῆκα στὸ Μεγάλο

Μυστικό. Καὶ ἐκεῖ μέσα ἔγινα αὐτὸς ποὺ εἶμαι. Γνώρισα πολλοὺς καὶ ἄξιους
συναγωνιστές. Μὰ γνώρισα καὶ τὰ ἐλαττώματα τῆς φυλῆς μας. Διχόνοια! Τοῦτο
τὸ σαράκι μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει ἴσαμε τώρα! Οἱ πολιτικοὶ νὰ τρώγονται μὲ
τοὺς στρατιωτικοὺς κι ὁ Τοῦρκος νὰ τρίβει τὶς χεροῦκλες του ἀπ’ τὴν χαρά του!
Θῦμα τοῦ μίσους ὁ Δυσσέας, μυαλὸ καὶ ψυχὴ τῆς ἐπανάστασης στὴν
Ῥούμελη!(Στέφει τὸ κεφάλι στὸ Β, ὅπου βλέπουμε τοὺς Ἀνδροῦτσο, Νικηταρᾶ
νέο, καὶ Ὑψηλάντη
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

(Σὲ ἔντονο ὔφος πρὸς τοὺς ἄλλους δύο):Ἐσένα, Ὑψηλάντη, δὲν σὲ

γνωρίζω, τὸν Νικῆτα τὸν ἔχω ἀκουστᾶ, δὲν εἴχαμε γνωριμιά! Ἔχω ἕνα γράμμα
στὸ σελάχι μου, ὅπου τὸ γκουβέρνο ποῦ γράφει γιὰ τὴν ἀφεντιά σας. Τὰ μισὰ
ἀπ’αὐτὰ ποὺ λέει ἂν εἶναι ἀλήθεια, θὰ βγοῦν τὰ γιαταγάνια. Νὰ μὲ γελάσετε
μὴν προσπαθήσετε, σποὺδασα στὸ σχολειὸ τ’ Ἀλήπασα καὶ θὰ σᾶς καταλάβω.
Ἂν ἤρθατε γιὰ κακό, φευγᾶτε, νὰ μὴν σκοτωθοῦμεν ἀναμεταξύ μας ἀδίκως!
(Βγάζει καὶ τοὺς διαβάζει τὸ γράμμα τῆς κυβέρνησης.) «Ὁ Νικῆτας κι ὁ
Ὑψηλάντης ἐνώθηκαν κι οἱ δυὸ κι ἔχουν ἕνα σῶμα κι ἔρχονται ἀναντίο σου, νὰ
σὲ βαρέσουνε, νὰ μείνουν αὐτεῖνοι εἰς τὸ ποδάρι σου». Τί λέτε γιὰ αὐτά;
ΝΕΟΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

( Βγάζει ἀπὸ τὸν κόρφο του καὶ διαβάζει τὸ γράμμα ποὺ τοῦ

ἔστειλε ἡ κυβέρνηση γιὰ τὸν Ὑψηλάντη) «Στρατηγὲ Νικῆτα, τώρα ποὺ θὰ βγῇς
ἔξω μὲ τὸ σῶμα σου, νὰ μὴν πάρῃς καὶ τὸν Ὑψηλάντη μαζί σου, ὅτι θὰ εἰποῦνε οἱ
ἄνθρωποι εὶς τὴν Ῥούμελη ὅτι ὁ Ὑψηλάντης εἶναι ἀρχηγός, κι ἐσὺ εἰς τὴν
ὁδηγίαν αὐτεινοῦ καὶ χάνεις τὴν ὑπόληψή σου».
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ

Ἐγὼ, Καπεταναῖοι μου, ἤμην μέλος τῆς κυβερνήσεως, μὰ παρητήθην,

ἐπειδὴ οὶ Κυβερνῶντες ἐπιθυμοῦσι νὰ ἐξουσιάζουν πᾶσας τὰς δυνάμεις τοῦ
ἔθνους , οὐχὶ διὰ τὸν κοινὸν τῆς ἐλευθερίας σκοπόν, ἀλλὰ πρὸς ἴδιον συμφέρον.
Ἐγὼ ἦρθα νὰ πολεμήσω τὸν Τοῦρκο. Οἱ δολοπλοκίες τῶν λοιπῶν κυβερνητῶν ἂς
εἶναι μακριὰ ἀπὸ ἐμένα!
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ Ἀφοῦ

εἶναι ἔτσι , ἐλᾶτε νὰ φιληθοῦμε καὶ νὰ γενοῦμε ἀδέρφια γιὰ τὸ

καλὸ τῆς πατρίδος, ὅτι κινδυνεύει».(Ἀγκαλιάζονται καὶ σβήνει ταὸ φῶς)
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τέτοιο παλικάρι ἦταν ὁ Ἀνδροῦτσος. Πολέμησα μαζί του καὶ

ξέρω. Σεβόταν τοὺς φίλους, τιμοῦσε τοὺς ἀντιπάλους, μὰ λύσσαγε μὲ τοὺς
συμφεροντολόγους καὶ τοὺς προδότες. Γιὰ αὐτὸ καὶ μπῆκε στὸ μάτι τῶν
κυβερνητικῶν κι ἔφαγε τὸ κεφάλι του! Δοκίμασαν νὰ τὸν φᾶνε ἀκόμα καὶ μὲς
στὸ σπίτι μου στ ’Ἀνάπλι! Πῆρα τὸ βόλι , τὸ πῆγα τοῦ Κωλέτη, Νικῆτα, δὲν εἶναι
δουλειὰ δική σου, πήγαινε στὸ σπίτι σου, μοῦ ’πε κεῖνος! Κι ὕστερα , ὅταν πήραμε
τὸ δάνειο, τὸ καταραμένο, ἡ Κυβέρνηση τὸ σπατάλησε γιὰ νὰ διαλύσῃ ὅ, τι
εἴχαμε ὡς τότε καταφέρει, μόνο καὶ μόνο για νὰ κάνῃ τὸ κέφι του ὁ
Μαυροκορδᾶτος κι ἡ παρέα του. Οἱ Ὑδραῖοι χολιαστῆκαν μὲ τοὺς Μωραΐτες καὶ
στεῖλαν τοὺς Ῥουμελιῶτες νὰ μᾶς συνετίσουν, ἐνῶ ὁ Μπραΐμης ἔμπαινε χειμῶνα
καιρὸ στὸν Μωριά. Φτοῦ σας , ἀρχομανεῖς κοντόφθαλμοι κι ἀνίκανοι
πολιτικάντηδες! Πήρατε τὴν πατρίδα στὸ λαιμό σας! Στὰ παιδιά μωρέ, τί
παράδειγμα θὰ δώσετε στὰ παιδιά, τί θὰ τοῦς πεῖτε; (Τραγουδᾶ τὸ παρακάτω
τραγοῦδι)

«ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»
Παιδιά μου , τὴν πατρίδα μας ἄμα τὴν ἀγαπᾶτε,
Μὲ τὸ σπαθὶ ἤ τὸν λόγο σας Ἕλληνα μὴν χτυπᾶτε.
Ἄδικα ἀξιώματα μὴν τὰ καταδεχτεῖτε,
Σὲ ξένου τὰ συμφέροντα ποτὲ μὴν πουληθεῖτε,
Οὔτε νὰ θυσιάσετε τὴν πίστη σας γιὰ χρῆμα.
Ἐλεύθερος νὰ δουλωθῇ εἶναι μεγάλο κρῖμα!
Γνώση κι ἀξιοπρέπεια νὰ τὶς καλλιεργεῖτε
Γιὰ τὴν Ἑλλάδα τὴν ζωή δῶστε, μὴν φοβηθεῖτε .
Ψηλὰ νὰ τὴν κρατήσετε Χριστοῦ μας τὴν θρησκεία
Νὰ πολεμήσετε γιὰ αὐτὴν καὶ τὴν ἐλευθερία
Τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὶς πράξεις του κρίνετε κι ἐκτιμᾶτε
Τὰ λόγια τῶν πολιτικῶν μὴν τὰ πολυψηφᾶτε.
Νὰ ’χετε πάντα μὲς στὸν νοῦ πὼς σὰν εἶστε ἐνωμένοι
Ἀξία θὰ’ χετ’ ὅλοι σας μέσα στὴν οἰκουμένη.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

( Μπαίνει με τὸν γιο της

τὸνν Γιάννη(;) καὶ ἀκοῦνε τὰ

τελευταῖα λόγια τοῦ τραγουδιοῦ) Πάλι τὰ παιδιὰ συλλογᾶσαι, γέρο μου;
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Καὶ

(Στρέφεται

στὸ

τί ἄλλο θησαυρὸ ἔχει τὸ ἔρημο τὸ γένος γιὰ νὰ προκόψῃ;
Β,

ὅπου

βλέπουμε

τούς:

ΝΙΚΗΤΑ

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ,

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ,
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Τὰ παιδία, τὰ παιδία φροντίσατε, αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ ἔθνους, ὁ

ἀμύθητος θησαυρός του!
ΝΕΟΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τώρα ὁποὺῤθες, Κυβερνήτη μου, ὅλα θὰ φτιάξουν. Καὶ τὰ παιδιὰ

θὰ μορφωθοῦν καὶ θὰ προκόψουν, κι ἡ ἔρμη ἡ πατρίδα θὰ ἰδῆ ἐπιτέλους τὶς
πληγές της νὰ γιαίνουν.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Ἀρκεῖ νὰ φυλάγεσαι, γιατὶ πολλοὺς μὲ τὸν τρόπο ποὺ κυβερνᾶς

τοὺς ἔκανες ἐχθρούς σου!
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Θὰ συνεχίσω τὴν προσπάθειαν μὴ ὑπολογίζοντας τὰς συνεπείας.

Ἒξ ἄλλου τί ἀξία ἔχει ἡ ἰδικήν μου ζωή, ἐὰν δὲν ὠφεληθῆ μέσῳ αὐτῆς ἡ Πατρίς
μας; Ἄς ἐναποθέσωμε, φίλτατοι τὰς ἐλπίδας μας εὶς τοῦ Κυρίου ἡμῶν τὸ μέγα
ἔλεος! (Σβήνει τὸ φῶς στὸ Β)
Α ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Μὰ ὁ θεὸς , κυβερνήτη μου ἀγαπᾶ τὸν νοικοκύρη, ἀγαπᾶ ὅμως
καὶ τὸν κλέφτη! Κι ἀπὸ τότες ποὺ τὸν φάγανε, παρατήσαμε και τὰ παιδιὰ στὴν
μαύρη τους τὴν μοῖρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Γιατὶ τὸ λὲς αὐτὸ, πατέρα; Ὡς καὶ Πανεπιστήμιο ἔφτιαξαν γιὰ

τὴν μόρφωσή τους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἴδρυσε ὁ Καποδίστριας ποὺ τόσο ὑμνεῖς !
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Λησμόνησες μοῦ φαίνεται, γιέ μου, πὼς , ὅταν ἦρθε ὁ μπαρμπα –

Γιάννης, ἡ πατρίδα ἦταν ὁλάκερη μιὰ πληγὴ ποὺ ἔσταζε αἷμα. Χιλιάδες ὀρφανὰ
γύριζαν στοὺς δρόμους ζητιανεύοντας ἕνα κομμάτι ψωμί. Αὐτὰ ἔπρεπε πρῶτα
νὰ βοηθήσῃ ἡ Πολιτεία. Γιὰ τοῦτα κι ἔφτιαξε τὸ ὀρφανοτροφεῖο , γιὰ νὰ
στεγαστοῦν, νὰ μάθουν πρῶτα γράμματα κι ἔπειτα μιὰ τέχνη, νὰ σταθοῦν στὰ
πόδια τους. Τί ἔγινε τὸ ἴδρυμα ἀφ’ ὅτου ὁ Καποδίστριας δολοφονήθηκε;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἀπάντησέ μου!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τί τὰ σκαλίζεις τώρα;

Ἡ φυλακὴ ποὺ σὲ βάλανε ἔγινε!

Κάποτε εἶχα ἀκούσει πὼς ὅπου ἀνοίγει ἕνα σχολεῖο, κλείνει μιὰ

φυλακή! Μονάχα οἱ Βαυαροί σου κλείσαν τὸ σχολεῖο γιὰ νὰ τὸ κά- νουν φυλακή!
Καὶ τὸ κτίριο ποὺ ἔφτιαξε ὁ Ἐϋνάρδος γιὰ νὰ μορφώνονται οἱ δάσκαλοι τῶν
μικρῶν παιδιῶν, ῥημάζει ἄχρηστο, ἀφοῦ τὸ καταργήσανε καὶ τοῦτο.
Ἔλα τώρα, ἄντρα μου, μὴ συγχίζεσαι. Θὰ σὲ βοηθήσω νὰ

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

πλαγιάσῃς. Δῶσε μου τὸ χέρι σου, ἔλα μπράβο! ( Ὁ Γερο-Νικηταρᾶς ἀποχωρεῖ
στηριγμένος στὴν γυναῖκα του.
Τώρα, μεταξύ μας, δίκιο ἔχει ὁ πατέρας. Μπορεῖς νὰ χτίσῃς

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

ἕνα σπίτι ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ κεραμίδια;

Αὐτὸ εἶναι τὸ Πανεπιστήμιο. Τὰ

κεραμίδια στο οἰκοδόμημα τῆς παιδείας. Μὰ οἱ βάσεις εἶναι τὸ σχολεῖο τῶν
μικρῶν παιδιῶν. Γιὰ αὐτὸ μόχθησε τότε ὁ κυβερνήτης. Κι ὁ πατέρας , μ’ ὅλη τὴν
ἀμορφωσιά του, τὸ ἔνιωσε. Νὰ γιατὶ μιλᾶ μὲ τόσο θαυμασμό γιὰ αὐτὸν .
( Μπαίνει στὰ τελευταῖα λόγια τοῦ γιοῦ της) Ὁ πατέρας σου ,

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

παιδί μου, γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους μιλᾶ, ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἐαυτό του. Ἔτσι ἦταν ἀπὸ
μικρός. Πάντα ἐγώ ἔλεγα στὸν κόσμο τὶς πράξεις του καὶ τοὺς ἡρωισμούς του.
Ναί, δὲν ἔμαθε γράμματα. Καὶ πότε , ἄλλωστε; Ἀπὸ παιδὶ πολεμοῦσε. Μὰ βρὲς
ἕναν ἄνθρωπο, ἂς εἶναι καὶ Τοῦρκος , ποὺ δὲν θὰ παραδεχτῇ ὅτι ἀκόμα καὶ
στοὺς ἐχθρούς, ὄταν τοῦ παραδίνονταν , ἔδειχνε καλοσύνη καὶ φρόντιζε κανένα
κακὸ μὴν πάθουν στὰ χέρια του. Ὁ λόγος του ἦταν ἀλήθεια ἀτόφια.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Τὰ λὲς σωστὰ καὶ δίκαια , μάνα! Καὶ στὶς μάχες παλικάρι

πρῶτο. Ὅπου τὸν ἔστελναν ἔτρεχε χωρὶς νὰ τὸ συζητήσῃ. Καὶ τὸ μυαλό του
πάντα πῶς θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἀγῶνα. Ὅπως τότε ποὺ δὲν ἄφηνε ὁ Κατσῆς
Μαυρομιχάλης νὰ ξεφορτώσουν τὸ πλοῖο μὲ τὰ πυρομαχικὰ, ἐκεῖνο ντὲ ποὺ εἶχε
φορτώσει στὴ Σμύρνη ὁ Παπαφλέσσας.
Δῶσε τουλάχιστον ἄδεια νὰ γεμίσουμε τὶς πιστόλες καὶ τὶς

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

παλᾶσκες μας , μὴν ποῦν τὰ παλικάρια πὼς ἦρθαν ἄδικα τόσο δρόμο! Καὶ μὲ τὸ
χαρτὶ αὐτὸ ξεφότρωσε τὸ καράβι.
Σάμπως ξέραν οἱ ναῦτες γράμματα; Τὴν ὑπογραφὴ εἶδαν τοῦ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Μαυρομιχάλη, πίστεψαν ὅ, τι τοὺς εἶπε ὁ πατέρας. Κι ὅταν , γυρνῶντας ἀπ’ τὸ
Ἄργος μὲ τὰ μουλάρια φορτωμένα μολύβι, ἀπ’τοὺς κουμπέδες τῶν τζαμιῶν , δὲν
ἔδωσε τὴν μάχη στὰ Δολιανά, ὅπου ὀνομάστηκε Τουρκοφάγος;
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Σιγότερα, γιέ μου, τὶ ὀ γονιός σου ντρέπεται νὰ ἀκούει γιὰ τὰ

κατορθάματά του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ἐγώ ὅμως, μάνα , ἀπὸ αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἔκανα τὸ

Νικηταρᾶς ἐπίθετό μου. Τοῦτα γεμίζουν περηφάνια τὸ στῆθος μου. Εἶμαι παιδὶ
σπουδαίων γονιῶν καὶ τὸ καμαρώνω! Ὅταν μὲ ῥώτησαν γιατὶ θέλω Νικηταρᾶ νὰ
μὲ λένεκι ὄχι Σταματελόπουλο, ξέρεις τί τοὺς ἀπάντησα; Γιὰ τὰ Δερβενάκια! Κι
ὅλοι παραδέχτηκαν πὼς εἶχα δίκιο!
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Καὶ νὰ σκεφτῇς πὼς ἀπὸ τὴν ἐνδοξότερη μάχη τῆς ζωῆς του

δὲν καταδέχτηκε νὰ πάρῃ τίποτα! Ὁ Ὑψηλάντης μονάχα τοῦ χάρισε δυὸ
πιστόλες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ποῦ ’ναι τες, μάνα! Ἀξίζουν χρυσάφι τοῦτα τὰ ὅπλα!
Τὶς πούλησε ἀμέσως καὶ μοῦ’στειλε τὰ λεφτά, ψωμὶ νὰ πάρω

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

γιὰ νὰ σᾶς θρέψω. Μᾶς ἔβαζε πάνω ἀπὸ τιμὲς καὶ δόξες ὁ πατέρας σου! Γιὰ αὐτὸ
εἶμαι περήφανη ποὺ ’μαι ταίρι του.
Δίκιο ἔχεις. Ἄνθρωποι σὰν κι αὐτὸν γεννιοῦνται μιὰ φορὰ καὶ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

σπάει τὸ καλοῦπι!
Ὅπου κι ἂν ἀγωνίστηκε, σ’ ὅποιον δίπλα Καπετάνιο, ἔδωσε

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

τὴν ψυχή του. Κι ἀρχηγηλίκια δὲν κοίταξε ποτές! Μὰ μὲ τὸν μπάρμπα του τὸν
Θοδωράκη , μὰ μὲ τὸν Ἀνδροῦτσο, μὰ στὸ Μεσολόγγι, μὰ μὲ τὸν Καραϊσκάκη
,στὴν Ἀράχοβα, στὸ Φάληρο, πάντοτε ἐκτελοῦσε διαταγὲς

καὶ πάντοτε

ἀκολουθοῦσε τὸν ἀρχηγό του.
Κι ὅλοι τους γιὰ αὐτὸ τὸν ἐκτιμοῦσαν τὸν πατέρα! Ἦταν στὶς

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

μάχες σὰν θεριό, σὰν παιδάκι ἀμούστακο ὅταν δὲν πολεμοῦσε, σὰν βράχος
ἀκλόνητος στὸν λόγο του, σὰν ἐργαλεῖο κατάλληλο στοῦ κάθε Καπετάνιου του
τὸ χέρι.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Καὶ μ’ ὅλα τοῦτα τὶ κέρδισε; Τὸν ἔμπλεξαν , ὸν κατηγόρησαν

γιὰ συνωμότη, τὸν ἔριξαν στὰ μπουντρούμια κι ἔχασε τὸ φῶς του. Ἔπειτα , σὰν
βγῆκε μισότυφλος , τὸν εἶδε ἡ ἀδερφὴ σου ἡ ἔρμη καὶ τῆς σάλεψε! Κι ὁ ἥρωας
Νικηταρᾶς στὴν ψάθα ἀργοπεθαίνει! (βγαίνει ἀπὸ τὴν σκηνή.)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

(χωρὶς νὰ ἔχει ἀντιληφθεῖ τὴν ἀποχώρησή της) : Σώπασε,

μάνα! Ξέρεις τί θὰ σοῦ ’λεγε , ἂν σ’ἄκουγε ὁ πατέρας; Πὼς δὲν χρειάζονται τὰ
μάτια γιὰ νὰ δεῖ κάποιος τὸν κατήφορο ποὺ τραβάει ἡ πατρίδα! Καρδιὰ
χρειάζεται, καρδιὰ ἑλληνικὴ κι ἀπὸ δαύτη ὁ πατέρας ἔχει περίσσια.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

(Ἔρχεται μὲ βήματα βαριά, πιάνει τὰ χέρια τοῦ γιοῦ της καὶ

τοῦ λέει) Γιάννη, ἔλα νὰ κλείσεις τὰ μάτια του. Ἡ καρδιά του δὲν χτυπᾶ πιά! (Ὁ
προβολέας Α σβήνει, ἐνῶ στὸ Β τμῆμα τῆς σκηνῆς ἀνάβει τὸ φῶς, ἀκούγεται τὸ
«ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ» καὶ σταδιακὰ ἐμφανίζονται οἱ Κολοκοτρώνης,
Καραϊσκάκης καὶ Ἀνδροῦτσος , ποὺ τραγουδοῦν περιμένοντας τὸν Νικηταρᾶ νὰ
πάει κοντά τους καὶ νὰ χορέψουν ὅλοι μαζί γιὰ νὰ κλείσει τὸ ἔργο.
ΚΑΛΕΣΜΑ ΨΥΧΩΝ
(Φωνὲς ΑΓΓΕΛΙΝΑΣ, ΓΙΑΝΝΗ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ἀπὸ μἐσα ἀπὸ τὸ Α )
Ποιὸς εἶδε ἀητοὺς μὲς στὰ βουνὰ νὰ στέκουν μαραμένοι
Καὶ νὰ μαδάνε τὰ φτερά, νὰ κλαῖνε καὶ νὰ σκούζουν;
Ποιὸς ἄκουσε τὴν πέρδικα στοὺς κάμπους νὰ χτυπιέται
Καὶ μὲ τὰ νύχια της βαθιὰ νὰ γδέρνῃ τὸ κορμί της;
Ποιὸς ἔνιωσε τὸν ἥλιο μας νὰ χάνεται ἀπ’ τὸν πόνο
Νὰ σβήνει μὲς στὰ σύννεφα, τὴν γῆ νὰ μὴν ζεσταίνει;
Ἔσβησε στὸ καλύβι του ὁ ἥρωας Νικῆτας
Καὶ κλαῖν οἱ κάμποι, τὰ βουνὰ καὶ ἡ Ἑλλάδα ὅλη.
(Φωνή Κολοκοτρώνη πίσω ἀπὸ τὸ Β)
Ντροπὴ, μωρὲ κλεφτόπουλα , νὰ κλαῖτε σὰν γυναῖκες!
Κι ἂν πέθανε ὁ Νικηταρᾶς, πέθανε παλικάρι!
Τὰ παλικάρια τὰ καλὰ τὰ πᾶμε μὲ τραγούδια
Μπαίνουν στὴν σκηνὴ Β οἱ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ με αὐτὴν τὴν
σειρὰ καὶ τραγουδοῦν
Γειὰ σου, ὠρὲ Νικηταρᾶ, βάλε στὰ πόδια σου φτερὰ
Κι ἔλα ἐδῶ μ’ἐμᾶς στὸν Ἅδη, νὰ νικήσῃς τὸ σκοτᾶδι
Ἐλα ἐδῶ, σὲ καρτεροῦμε καὶ μαζὶ ὅλοι θὰ γλεντοῦμε
(Μπαίνει ὁ Νικηταρᾶς , ἀρχικὰ σὰν χαμένος, μὰ τὸν πιάνει ὁ Ἀνδροῦτος
ἀπ’τὸ χέρι καὶ τὸν βάζει στὸν χορό. Ἀμέσως ὁ Νικηταρᾶς, ἂν καὶ μορφὴ γέροντα,
χορεύει καὶ πηδᾶ σὰν παλικαρόπουλο)
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Γειά

σου βρὲ Γέρο τοῦ Μοριᾶ, γειά σου Καραϊσκάκη

Γειά σου Δυσσέα παλικαρᾶ, μὲ τὸ παχὺ μουστάκι.
Γειά σας, ὠρὲ λεβέντες μου , ποὺ ἐπήρατε κι ἐμένα
Στὸν Ἅδη γιὰ νὰ φέρουμε χαρὰ τοῦ εἴκοσι ἕνα.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Τέσσερα παλικάρια, τέσσερα σπαθιὰ
Χυθήκανε μὲ λύσσα πάνω στὴν Τουρκιά,
Δίχως νὰ λογαριάσουν νιάτα καὶ ζωή.
Σὰν λεύτερη δὲν εἶναι, κάλλιο νὰ χαθῇ.
Τὸν Ἕλληνα καλέσαν, σήκω βρὲ ῥαγιά,
Σήκω νὰ πολεμήσῃς γιὰ τὴν λευτεριά.
Καὶ τώρα ποὺ πεθάναν ,μένουν στὸν λαὸ
Παράδειγμα οἱ πράξεις, νὰ ’χει γιὰ ὁδηγό.
Κάθε φορὰ ποὺ ἡ χώρα βάσανα τραβᾶ
Στὰ τέσσερα παιδιά της στρέφει καὶ ζητᾶ
Τοὺς νέους νὰ διδάξουν ἦθος καὶ τιμή,
Καὶ πὼς θυσία ἀξίζει ἡ λεύτερη ζωή.
(Χορεῦοντας ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν σκηνή καὶ τὸ ἔργο τελειώνει )

Ὄναρχος 10/12/12
8ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ῬΗΓΑΣ Ο ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ
ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΤΖΗ (ΜΑΝΑ)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΥΡΙΤΖΗΣ ( ΠΑΤΕΡΑΣ)
ῬΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΡΓΕΝΤΗΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΝΤΟΤΗΣ
ΠΕΡΓΚΕΝ ( ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
(ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΥΠΟ ΟΝΑΡΧΟΥ)

ΣΚΗΝΗ 1 ( ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ )
(Ἀρχοντικὸ τοῦ Κυρίτζη στὸ Βελεστίνο. Σάλα. Ὑφαντὰ στοὺς τοίχους, τζάκι,
καναπὲς γιὰ τοὺς ξένους σοφράς , πάνω του κηροπήγιο,. Ἡ Μάνα, μὲ ἀναμμένο
κερί ἀνάβει τὰ ὑπόλοιπα κεριὰ. Χτύπος στὴν πόρτα. Ἀνοίγει καὶ λέει) :
ΜΑΝΑ: Δάσκαλε! Πῶς ἀπὸ δῶ τέτοια ὥρα; Πἐρνα μέσα!
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ἤθελα τὸν ἀφέντη.
ΜΑΝΑ: Ἔκανε τίποτα τὸ παιδί;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σύχασε, κυρά. Ὁ ἀφέντης;
ΜΑΝΑ: Τώρα , νὰ τόνε φωνάξω.
ΠΑΤΕΡΑΣ: (Ἐμφανίζεται παίζοντας ἀργὰ τὸ κομπολόι του) Δὲν χρειάζεται !
Ἄκουσα κι ἦρθα μοναχὸς μου. Τί τρέχει, δάσκαλε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ ( Κοιτὰ ἀμήχανα τὴν Μάνα).
ΠΑΤΕΡΑΣ( Καταλαβαίνοντας) Μαρία, σῦρε νὰ φέρεις ἕνα γλυκὸ τοῦ ἀνθρώπου.
ΜΑΝΑ:Στὶς προσταγές σου! ( Φεύγει)
ΠΑΤΕΡΑΣ( Δείχνοντας τὸν καναπέ): Καὶ τώρα κάτσε καὶ μίλα μου. Σ’ ἀκούω.
Ἔκανε κάτι κακὸ ὁ γιὸς μου;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ:Κακὸ ὁ Ῥήγας; Θεὸς φυλάξοι! Μόνο… νὰ …ῥωτάει , ὅλο ῥωτάει .
ΠΑΤΕΡΑΣ :Κι ἐσὺ δὲν ξέρεις τί νὰ τοῦ πεῖς, ἔτσι δὲν εἶναι; Ἔννοια σου, τὰ ἴδια
κάνει κι ἐδῶ.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μὰ τὸ σχολεῖο δὲν εἶναι τὸ σπίτι σας. Ἐδῶ ὑπάρχει ἀσφάλεια. Ἔξω
γυρίζουν οἱ Τοῦρκοι. Ἄσε ποὺ κοντὰ σ’ αὐτὸν ἀρχίσαν καὶ τ’ ἄλλα παιδιὰ τὶς
ἐρωτήσεις. ( Σταματᾶ γιατὶ μπαίνει ἡ Μάνα μὲ τὸ γλυκὸ. Τρώει, σηκώνει τὸ
ποτήρι καὶ εὔχεται): Στὴν ὑγειά σας. ( Βάζει στὸν δίσκο πιάτο καὶ γλυκὸ καὶ ἡ
Μάνα ἀποχωρεῖ) Καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ δὲν εἶναι σὰν τὸν Ῥήγα. Μιλᾶνε πολύ. Κι ὁ
Τοῦρκος ἀκούει.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Καὶ τί προτείνεις;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Νὰ τὸν στείλεις γιὰ σπουδές. Τὸ παιδὶ, κυρ-Γιώργη εἶναι γιὰ
γράμματα κι ἐγὼ τοῦ ’δωσα ὅ, τι ἤξερα. Μὰ δὲν τοῦ φτάνει. Στεῖλε τον νὰ
σπουδάσει καὶ μιὰ μέρα τὸ Γένος θὰ σὲ εὐγνωμονεῖ. Σὲ χαιρετῶ τώρα . Καὶ
προσοχὴ στὸν Τοῦρκο.
ῬΗΓΑΣ: ( Βγάζει τὸ κεφάλι καὶ τὸν βλέπουμε ποὺ κρυφακούει τὴν κουβέντα
χωρὶς ὅμως νὰ τὸν καταλάβουν οἱ ἄνδρες. Χαίρεται ἀκούγοντας τὰ λόγια τοῦ
Δασκάλου του. )
ΠΑΤΕΡΑΣ:( Μονολογεῖ) Ξέρω , Δάσκαλε, δὲν ξέρω λές; κάθε μέρα οἱ ζαπτιέδες
γύρα τριγύρα στὸ κονάκι μου εἶναι. Ἔχουν ἀρχίσει νὰ τὸν καλοβλέπουν, μὰ δὲν
θὰ τὸ φᾶνε. Ῥήγα!
ῬΗΓΑΣ( Πετιέται ἀπὸ τὴν κρυψώνα του.) Ἔφτασα , πατέρα. Τί ὁρίζεις;
ΠΑΤΕΡΑΣ:Ἦταν ἐδῶ ὁ δάσκαλος.…
ῬΗΓΑΣ:Τὸ ξέρω, σᾶς ἄκουσα!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Δὲν ντρέπεσαι νὰ μοῦ τὸ λές;
ῬΗΓΑΣ:Θὰ μὲ στείλεις, πατέρα;
ΠΑΤΕΡΑΣ:Ποῦ, ὠρὲ ζουλάπι;
ῬΗΓΑΣ:Γιὰ γράμματα! Σὲ παρακαλῶ!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σύχασε καὶ θὰ γίνει τὸ θέλημά σου!
ΣΚΗΝΗ 2 ( ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ)
(Ἀρχονταρίκι μονῆς. Τράπεζα . Στὸ ἡμίφως κάθονται ὁ Ἡγούμενος μὲ τὸν Ῥήγα)
ῬΗΓΑΣ: Ἔτσι πῆγα στὴν Ζαγορά, ἔτσι βρέθηκα ἐδῶ, ἅγιε Ἡγούμενε ! Γιὰ τὰ
γράμματα! .
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Τὰ γράμματα εἶναι καλά , τέκνον μου, μὰ προτιμοτέρα τῶν
γραμμάτων ἡ ταπείνωσις ! Σὺ δε, μὲ αὐτὰ τὰ «Ὡς πότε» ποὺ ξεστόμισες μετὰ τὴν
λειτουργία, δὲν φαίνεται νὰ τὴν κατέχεις.
ῬΗΓΑΣ: Συμπάθα με, ἅγιε, ὅμως ἔγινε μέσα μου κάτι περίεργο. Ἀπό τὴν μιὰ
αἰστάνθηκα ἀγαλλίαση ἀκούγοντάς σας νὰ ψέλνετε έλεύθερα τοὺς ὕμνους στὸν
Θεό, μὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀναλογίστηκα τοὺς συγχωριανούς μου ποὺ δὲν τολμοῦν
οὔτε καλημέρα νὰ ποῦν στὴν γλῶσσα μας , μὴν τοὺς ἀκούσει ὁ Τοῦρκος. Γιὰ
αὐτοὺς εἶπα τὰ «Ὡς πότε».
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ὁ Θεός, τέκνον μου, ποὺ ὅλα τὰ γνωρίζει, Αὐτὸς ὁ Κύριος οἶδε
ὡς πότε τὸ ποίμνιόν του θὰ δοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀλλοθρήσκων. Σὲ ἐμᾶς δὲν
πέφτει λόγος γιὰ τὶς πράξεις Του.
ῬΗΓΑΣ: Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν στοχάζεστε

κι ἐσεῖς πὼς οἱ Χριστιανοὶ

ὑποφέρουν, πὼς οἱ Τοῦρκοι σὲ κάθε εὐκαιρία ἐκμεταλλεύονται τὴν θέση καὶ τὴν
δύναμή τους γιὰ νὰ οἰκειοποιηθοῦν κτήματα, ζῶα, ἀκόμα καὶ τὰ παιδιὰ τῶν
ἀνίκανων νὰ ἀντιδράσουν χωρικῶν; Δὲν νιώθετε νὰ σᾶς πνίγει ἡ ἀδικία; Ὡς πότε
θὰ βασανιζόμαστε ἔτσι; Ὡς πότε θα εἴμαστε θύματα τῶν ἰσχυρῶν; Ὡς πότε;
Ἐσεῖς τί λέτε;
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἐμεῖς ,ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουμε ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια.
ῬΗΓΑΣ: Τὰ ἐγκόσμια ναι, ἄλλὰ τὸν κόσμο; Γιὰ αὐτὸν δὲν ἀγωνιᾶτε ; Δὲν
προσεύχεσθε καθημερινά; Δὲν θὰ θέλατε νὰ τὸν δεῖτε μιὰ μέρα ἀφέντη ἀληθινὸ
στὸν τόπο του;
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἄκουσε , νέε μου : Ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔστειλε τὶς δοκιμασίες
αὐτὲς στὸν λαό Του γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη του. Τὸ γνωρίζεις πὼς οἱ Τοῦρκοι
μπορεῖ νὰ πῆραν τὴν τοῦ Κωνσταντίνου Πόλιν, μὰ σεβάστηκαν ἀπολύτως τὴν
θρησκείαν

μας. Ποτὲ ἄλλοτε ὁ Πατριάρχης δὲν ἀπεκαλλεῖτο Δεσπότης τῶν

Χριστιανῶν , ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀπεκάλεσαν . Ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία
ἀπέκτησε μέγιστον κῦρος ὑπὸ τὴν τῶν Ὀθωμανῶν διακυβέρνησιν. Κι αὐτὰ ποὺ
λὲς γιὰ νὰ γίνουν οἱ φτωχοὶ ἀφέντες, εἶναι λόγια τῶν ἀθεϊστῶν. Δὲν μπορῶ νὰ
καταλάβω πῶς μπήκαν στὸ μυαλό σου.
ῬΗΓΑΣ: Τὰ σκέφτηκα βλέποντας τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων τοῦ τόπου μου. Οἱ
συχνοὶ ἄδικοι φόνοι κατὰ τῶν Χριστιανῶν θὰ μᾶς ἐρήμωναν , ἂν οἱ φυσικὲς
χάρες τῆς περιοχῆς δὲν μᾶς κρατοῦσαν κοντὰ στὴν πατρίδα. Μὰ οἱ ἴδιες σκέψεις
μοῦ ἦρθαν στὸν νοῦ διαβάζοντας τὰ βιβλία τῆς Μονῆς καὶ μαθαίνοντας τὸ
κλέος τῶν προγόνων μας.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Νὰ γιατὶ ἡ ἀμάθεια γίνεται κάποτε ἀρετή. Ἡ πολλὴ ἐπαφὴ μὲ τὰ
βιβλία βλάπτει. Θὰ πρέπει νὰ μοῦ ἐπιστρέψεις τὸ κλειδὶ τῆς βιβλιοθήκης.
ῬΗΓΑΣ: Δηλαδὴ μοῦ ἀπαγορεύετε νὰ διαβάζω;
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ὑπάρχουν πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ἐδῶ, ἂν θέλεις νὰ
διαβάσεις. Ἂν καὶ τὸ διάβασμα δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Σκοπὸς τοῦ σωστοῦ
Χριστιανοῦ εἶναι νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Κύριον.
ῬΗΓΑΣ: Αὐτὸ θέλω κι ἐγὼ νὰ κάνω. Νὰ ὑπηρετήσω τὸν Κύριο. Νὰ βοηθήσω τὸν
λαό Του λεύτερα νὰ τὸν ὑμνεῖ. Καὶ πιστεύω πὼς ἄλλος δρόμος νὰ τὸ πράξω, ἔξω
ἀπὸ τὴν μόρφωση δὲν ὑπάρχει. Θυμᾶμαι

τὰ λόγια ποῦ μᾶς ἔλεγε ὁ

Πατροκοσμᾶς , ὅταν εἶχε ἔρθει στὸ χωριό μας.
( Κοκκαλώνουν καὶ οἱ δύο , ἐνῶ στὴν σκηνὴ ἐμφανίζεται ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.)
ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ : Καλλίτερον, ἀδερφέ μου νά ἔχεις ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς
τὴν χώραν σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσας καὶ ποτάμια · διότι οἱ βρύσες ποτίζουν τὸ
σῶμα, τὰ σχολεῖα ὅμως ποτίζουν τὴν ψυχήν. Καὶ ὡσὰν μάθεις τὸ παιδί σου
γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος.
Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικὰ νὰ φωτίζονται οἱ
ἄνθρωποι · διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικά, τὰ ηὖρα ὅπου λαμπρύνουν καὶ
φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν ὅταν
εἶναι ξαστεριὰ καὶ

βλέπουν τὰ ὀμμάτια μακριά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ

μέλλοντα · ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς
κακὸν καὶ ἁμαρτίαν . Διότι τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν. Τὸ σχολεῖον
φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους.
Ἄν τύχῃ καὶ οἱ προεστοὶ σας καὶ οἱ ἄρχοντές σας καὶ οἱ πιὸ μεγάλοι σᾶς
γίνουν ἄδικοι καὶ σκληροί, ἄν τύχῃ καὶ τοὺς κυριεύσῃ ἡ ἐγωπάθεια καὶ ἠ
αἰσχροκέρδεια καὶ κατὰ βάθος δὲν θέλουν ν’ ἀνοίξετε τὰ μάτια σας καὶ νὰ
μάθετε γράμματα διὰ νὰ ἠμποροῦν νὰ ἐκμεταλλεύονται ἄνομα τὴν τίμιαν
ἐργασίαν σας καὶ τὸν ἱδρῶτα σας, τότε, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι αὐτοί, ἀδερφοί μου,
τοὺς ἀναθεματίζω

καὶ τοὺς μαστιγώνω. Εἶναι κολασμένοι καὶ τέκνα τοῦ

διαβόλου καὶ ἀξίζουν τὴν ὀργήν σας…( Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἀποχωρεῖ, ἐνῶ ὁ
Ῥήγας συνεχίζει. )
ῬΗΓΑΣ: Ἤμουν μικρὸς σὰν ἄκουσα τὰ λόγια τοῦτα, μὰ τὰ ’χω στὴν ψυχή μου,
λὲς καὶ τ ’ ἄκουσα χτὲς. Ἀπὸ αὐτὰ μοῦ μπῆκε ὁ καημὸς γιὰ τὰ γράμματα.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἔχεις δίκιο , γιέ μου. Θέλησα νὰ δῶ ἂν καὶ κατὰ πόσον εἶσαι
ἐκλεκτὸς . Τώρα

τὸ βλέπω καθαρά, δὲν ἔχεις ἄλλον δρόμο νὰ βοηθήσεις τὸ

Γένος, παρὰ τὰ γράμματα. Νὰ φύγεις λοιπόν . Νὰ πᾶς στὴν Πόλη. Ἀπὸ ἐδῶ ὅ, τι
ἤταν νὰ μάθεις τὸ ἔμαθες. Θὰ σοῦ δώσω καὶ συστατικὴ ἐπιστολὴ . Δῶσε την ἐκ
μέρους μου στὸν Ῥῶσσο πρέσβη. Θὰ σὲ βοηθήσει νὰ βρεῖς τὸν δρόμο σου.
ῬΗΓΑΣ( Σκύβει καὶ φιλᾶ τὸ χέρι του Ἡγούμενου) Εὐχαριστῶ πολύ!
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:Θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα.
ΣΚΗΝΗ 3 ΒΙΕΝΝΗ
( Ἡ Σκηνὴ κομμένη στὰ δύο. Στὴν μία μεριὰ (Α) τὸ σπίτι τοῦ Εὐστράτιου
Ἀργέντη. Στὴν ἄλλη( Β) τὸ Ὑπουργεῖον Ἐσωτερικῶν τῆς Αὐστρουγγρικῆς
Αὐτοκρατορίας. Τὸ φῶς ἑστιάζει πότε στὴν μία, πότε στὴν ἄλλη πλευρά.
(Α) ( Γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι κάθονται οἱ : Εὐστράτιος Ἀργἐντης , Γεώργιος
Πούλιος, Δημήτριος Τουρναβίτης Γεώργιος Βεντότης, Λάμπρος Κατσώνης)
ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ : Ἄργησε!
ΑΡΓΕΝΤΗΣ: Οἱ καιροὶ εἶναι πονηροί! Κάθε κίνησή μας χρειάζεται προσοχὴ .
Ἴσως κάτι ἔτυχε καὶ τὸν καθυστέρησε, μὰ ὁ Ῥήγας , ἀφοῦ εἶπε πὼς θὰ ἔρθει, θὰ
φτάσει στὰ σίγουρα.
ΚΑΤΣΩΝΗΣ:Ἀνυπομονῶ νὰ τὸν γνωρίσω.
ΒΕΝΤΟΤΗΣ: Κι ἐγὼ, τὸ ἴδιο , μάτια μου! Ὁ θρῦλος γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του κάνει
μεγαλύτερο τὸν πόθο μου νὰ τὸν ἀνταμώσω!
ΑΡΓΕΝΤΗΣ:Σωπᾶτε κι ἀκούω βήματα . Ναί , αύτὸς εἶναι ! Ἔρχεται καὶ φέρνει κι
ἄλλον μαζί του!
( Μπαίνουν ὁ Ῥήγας μὲ τὸν Περραιβό)
ῬΗΓΑΣ :Ἀδέρφια, καλῶς βρεθήκαμε!
ΑΡΓΕΝΤΗΣ: Καλῶς ἦρθες, ἀδερφέ! ( Τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται, ἐνῶ ὁ
προβολέας σβήνει) .
( Β) ( Πίσω ἀπὸ ἕνα γραφεῖο κάθεται ὁ ΠΕΡΓΚΕΝ, κρατῶντας ἕνα ἔγγραφο και
διαβάζει )
ΠΕΡΓΚΕΝ: « Πρὸς τὸν Ὑπουργὸ τῆς Αύτοῦ Μεγαλαιότητος, Περγκέν: Στὶς ἀρχὲς
αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας ἕνας κάποιος γραμματικὸς Ῥήγας ξεκίνησε ἀπὸ τὸ
Βουκουρέστι γιὰ τὴν Βιέννη , ὅπου σκοπεύει νὰ τυπώσει ἕναν ἑλληνικὸ
γεωγραφικὸ χάρτη . Εὐπειθῶς ἀναφέρω πὼς τὸ ἐν λόγῳ ἄτομο ἔχει πολλὲς
φιλίες μὲ τοὺς ἐδῶ Γάλλους καὶ τὸν μυστικὸ ἀπεσταλμένο Γκωντίν…(Τὸ φῶς
σβήνει)
(Φῶς στὸ

Α) ῬΗΓΑΣ: Ἀπὸ δῶ ὁ Χριστόφορος Περραιβός, καλὸς καὶ τίμιος

πατριώτης. Γνωριστήκαμε στὸ Βουκουρέστι.
ΑΡΓΕΝΤΗΣ: Καλῶς ὄρισες, Χριστόφορε. Καὶ τώρα, Ῥήγα νὰ δεῖς

καὶ τοὺς

ὑπόλοιπους.
ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ:Ξανανταμώνουμε,Ῥήγα! ( Τὸν ἀγκαλιάζει ,ἀσπάζονται)
ῬΗΓΑΣ:Δημητράκη Τουρναβίτη, τὸ ἔμαθα πὼς σ’ ἄφησαν οἱ Αὐσριακοὶ καὶ
περίμενα νὰ σε βρῶ ἐδῶ. Ἀδερφέ μου, σὲ μαράζωσε ἡ φυλακή ! Ἄχ!
( Ἀναστέναξε)
ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ: Χαλάλι ἡ ταλαιπωρία μου σὰν εἶναι νὰ δῶ τὸ Γένος ἐλεύθερο!
ῬΗΓΑΣ: Εἶσαι λεβεντιά, τέτοια θέλω νὰ ἀκούω ἀπὸ σένα!
ΒΕΝΤΌΤΗΣ( Πλησιάζει τὸν Ῥήγα, τοῦ σφίγγει τὸ χέρι καὶ λέει): Να ’ξερες, ψυχή
μου πῶς σὲ περίμενα! Εἶμαι ὁ Γεώργιος Βεντότης.
ῬΗΓΑΣ:Ἐσὺ πού ’βγαλες τὴν γκαζέτα;
ΒΕΝΤΌΤΗΣ:Αὐτός!
ῬΗΓΑΣ: Κρίμα μονάχα ποὺ ἔκλεισε.
ΑΡΓΕΝΤΗΣ:Μὰ γρήγορα θὰ βγεῖ ἄλλη. Ἰδοὺ ὁ Γεώργιος Πούλιος, ποὺ μαζί μὲ
τὸν ἀδερφό του ἔχουν τὸ μεγαλύτεερο ἑλληνικὸ καὶ ξενόγλωσσο τυπογραφεῖο
στὴν Βιέννη.
ΠΟΥΛΙΟΣ Σχεδιάζουμε νὰ παραλλάβουμε ἐμεῖς τὴν σκυτάλη στὴν ἔκδοση μιᾶς
ἐφημερίδας. Ἔχουμε σκεφτεῖ καὶ τὸν τίτλο. Θὰ λέγεται «Ἐφημερίς».
ῬΗΓΑΣ: Μπαίνω συνδρομητὴς ἀπὸ τώρα στὴν ἐφημερίδα σας. Τί τύχη κι αὐτή!
Στὸν οὐρανό σὲ γύρευα , ἀδερφέ! Χριστόφορε, φέρε τὰ χαρτιά μου!
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: ( Βγάζει μέσα ἀπὸ ἔνα σακίδιο δύο βιβλία κι ἕναν πάκο χαρτιά.)
Ὀρῖστε.
ῬΗΓΑΣ: Εὐχαριστῶ, παιδί μου. Δεῖτε, ἀδέρφια, δύο βιβλία ἤδη ἐκδοθέντα, τὸ
«Σχολεῖον τῶν ντελικάτων Ἐραστῶν»καὶ τὸ «Φυσικῆς Ἀπάνθισμα», πρὸς
ἀνατύπωσιν, ὁ Νέος Ἀνάχαρσις, μετάφρασις ἐκ τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου, ὁ
Ἠθικὸς Τρίπους ποὺ μεταφράσαμε μὲ τὸν Κορωνιό, ἡ Νέα Πολιτικὴ Διοίκησις μὲ
τὸν Θούριο Ὕμνο καὶ

ἡ Μεγάλη Χάρτα τῆς Πατρίδος ! ( Ἐνῶ ξεδιπλώνει τὰ

χαρτιὰ καἰ μιλᾶ στἠν ὁμήγυρη, τὸ φῶς σβήνει)

(φῶς στὸ ( Β) , βλέπουμε τὸν

Περγκέν νὰ δίνει ἐντολὲς σὲ κάποιον ἀξιωματοῦχο ) .
ΠΕΡΓΚΕΝ: Ἦρθε ἔμαθα στὴν Βιέννη ἕνας Γραικὸς, ὀνόματι Ῥήγας. Νὰ γίνεις ἡ
σκιά του καὶ νὰ μοῦ ἀναφέρεις ὁποιαδήποτε ἐνέργεια τοῦ ἀτόμου αὐτοῦ.
Πήγαινε τώρα.
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ: Γιαβόλ, χὲαρ μινίσταερ ! (Φεύγει)
ΠΕΡΓΚΕΝ: (Κρατᾶ τὴν ἀναφορὰ ἀρχικὰ χαμογελῶντας καὶ προοδευτικὰ
ξεσπῶντας σὲ κακὸ γέλιο) ( Φῶς στὸ ( Α))
ῬΗΓΑΣ: …Θὰ τυπωθοῦν ὅλα αὐτὰ, θὰ συσκευαστοῦν σὲ κάσες καὶ θὰ σταλοῦν
στὸ Τριέστι, στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντωνίου Κορωνιοῦ . Ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες θὰ
μεταβοῦμε μὲ τὸν Χριστόφορο ἐκεῖ , θὰ τὰ παραλάβουμε καὶ θὰ κινήσουμε.
ΠΟΥΛΙΟΣ: Τὸ τυπογραφεῖο μας κι ἐμεῖς στὴν διάθεσή σου!
ῬΗΓΑΣ: Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, ἂς τὸ γιορτάσουμε ( Βγάζει τὴν φλογέρα ἀπὸ τὸ
πανωφόρι του, παίζει τὸν σκοπό καὶ τραγουδάει:
Ὡς πότε, παλικάρια , νὰ ζῶμεν στὰ στενά,
Μονάχοι σὰν λιοντάρια στὲς ῥάχες, στὰ βουνά;
Σπηλιὲς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπουμε κλαδιά,
Νὰ φεύγωμ’ ἀπ’τὸν κόσμο γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Κάλλιο’ναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή.( Σβήνει τὸ φῶς.Φῶς στὸ (Β))
ΠΕΡΓΚΕΝ( Κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ συντάσσει διαβάζοντας δυνατά
ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορά του.:) … ἑπομένως φανερώνεται πολὺ καθαρὰ ἡ
σκέψις τοῦ κακοποιοῦ τούτου

καὶ τῶν συνομοτῶν του

νὰ

κινήσουν εἰς

ἐπανάστασιν οὐ μόνον τοὺς Ἕλληνας εἰς τὸ Ὀθωμανικὸν Κράτος… ( Σβήνει τὸ
φῶς)

( Φῶς στὸ (Α) )

ῬΗΓΑΣ: Στὴν Πόλη, κοντὰ στὸν Ὑψηλάντη μορφώθηκα, ἔμαθα γλῶσσες,

στὴ

Βλαχία , ὅσο ἤμουν γραμματικὸς τῶν Ἡγεμόνων ἄρχισα νὰ μεταφράζω κείμενα
τῶν Εὐρωπαίων στὴν καθημερινή λαλιά τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω νὰ
κατανοήσει τί τοῦ ἀξίζει καὶ τί τοῦ προσφέρει ἡ Λευτεριά. Τώρα , γνώσεις,
χρήματα, ὅ, τι ἔχω, ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ τὰ θυσιάσω πρὸς ὄφελος τοῦ Γένους καὶ τῆς
Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Εἶστε μαζί μου;
ΟΛΟΙ: Εἴμαστε.
ΚΑΤΣΩΝΗΣ: (Συγκινημένος) Λένε πὼς ἐγὼ ἔχω τὰ ὅπλα, μὰ τὴν φωτιὰ στὰ
τόπια , ἐσύ, ἀδερφέ μου, τὴν βάζεις. Χαίρομαι ἀπὸ καρδιᾶς ποὺ σὲ γνωρίζω.
Εἶμαι ὁ Λάμπρος Κατσώνης.
ῬΗΓΑΣ: Τιμή μου νὰ γνωρίσω τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἄνοιξε μονάχος πόλεμο μὲ τὴν
Τουρκιά! ( Τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται) ( Χαμηλώνει τὸ φῶς )
( Φῶς στὸ (Β) )
ΠΕΡΓΚΕΝ…

ἀλλὰ καὶ τὴν δημοκρατικὴν φωτιὰν νὰ

ἀνάψουν εἰς τοὺς

ὁμοθρήσκους των εἰς τὰς κληρονομικὰς χώρας τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος. Τὸ
περιστατικὸν ἔχει τεραστία σημασία καὶ ἐπιβάλλει παρακολούθησιν μετὰ
μεγίστης προσοχῆς ἀπὸ τοῦδε εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, καθόσον καὶ ὁ
Μαρτίνοβιτς ἰσχυρίσθη περί τινων ἐπισκόπων του ὅτι ἔκλιναν πρὸς τὸ
δημοκρατικὸν πολίτευμα … Καὶ ἐὰν τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας ἅπαξ ἤθελεν
ἀναπτυχθῆ εἰς χώραν τινὰ καὶ ἤθελε δυνηθῆ νὰ ἀσκῇ ἀποτελεσματικὴν
ἐπίδρασιν, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ πνεῦμα αὐτὸ θὰ μετεδίδετο εἰς τὰς
ἄλλας χώρας ὡς ἡλεκτρικὸς σπινθήρ, καθόσον ὁ μυστικὸς πόθος τῶν Ἑλλήνων
ἀνέκαθεν κατηυθύνετο πρὸς τὸν σχηματισμὸν αὐτοελοῦς ἔθνους ( ΚΛΕΙΝΕΙ Η
ΣΚΗΝΗ )
ΣΚΗΝΗ 4 ΤΕΡΓΕΣΤΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΟΡΩΝΙΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ :( Κρατῶντας τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ῥήγα πρὸς τὸν Κορωνιό) : Ὥστε
κυρ-Ἀντωνάκη , τέτοια κάνεις πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου; Μπλέκεις μὲ συνωμότες
καὶ ἐπαναστάσεις ὀνειρεύεσαι; Καλὰ ποὺ ἔκανα καὶ ἄνοιξα τὸ γράμμα ποὺ σοῦ
στείλανε! Ἂν ἤθελες προσωπικὴ ἀλληλογραφία ἂς ἔδινες τοῦ σπιτιοῦ σου τὴν
διεύθυνση, ὄχι τῆς ἐπιχείρησης. Πῆρα τὰ κιβώτια καὶ τὰ ἄνοιξα νομίζοντας πὼς
εἶναι πράγματα τοῦ καταστήματος καὶ τί βλέπω; Χάρτες καὶ βιβλία τοῦ Σατανά!
Νὰ μοῦ τινάξεις τὸ μαγαζί στὸν ἀέρα! Δὲ σφάξανε . Θὰ σὲ χώσω στὰ
μπουντρούμια καὶ θὰ πάρω καὶ τὸ μερτικό σου στὴν ἐπιχείρηση! Πάω ἀμέσως
νὰ εἰδοποιήσω τὴν αὐστριακὴ ἀστυνομία.
ΣΚΗΝΗ 5 ΤΕΡΓΕΣΤΗ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
ῬΗΓΑΣ: Ἔλα, Χριστόφορε, ἂς ξεκουραστοῦμε ἀπόψε κι αὔριο πρωί πρωί πᾶμε
στοῦ Κορωνιοῦ νὰ παραλάβουμε τὰ κιβώτια.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Κάτω ἀπὸ τὴν μύτη τῶν Αὐστριακῶν.
ῬΗΓΑΣ: Μὰ ἐμεῖς δὲν ἐνοχλοῦμε τὴν Αὐστρία. Παλεύουμε νὰ φτιάξουμε τὴν
δική μας πατρίδα. Μιὰ πατρίδα ἐλεύθερη καὶ δίκαιη γιὰ ὅλους. Χριστιανοὺς καὶ
Τούρκους, Ἀρμένηδες , Βουλγάρους, Σέρβους , Ἀρβανίτες. Μονάχα νά ’ναι καλοὶ
πολίτες καὶ νὰ σέβονται τοὺς νόμους .
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Πιστεύεις στ’ ἀλήθεια πὼς θὰ ὑπάρξουν Τοῦρκοι ποὺ θὰ θελήσουν
νὰ ζήσουν στὴν Δημοκρατία ποὺ σχεδιάζουμε;
ῬΗΓΑΣ: Μὴν κρίνεις μὲ βάση τὸ θρήσκευμα! Στὴν Ἑλληνικὴ Δημοκρατία κάθε
πολίτης θὰ εἶναι ἐλεύθερος νὰ λατρεύει τὸν θεό του.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:Κρίνω σκεπτόμενος τὴν νοοτροπία τοῦ Τούρκου.
ῬΗΓΑΣ:Θυμᾶσαι τὸν Μαυρογένη; Δὲν ὑπῆρξε οὐτιδανότερος

ἡγεμόνας ἀπὸ

αὐτόν . Χριστιανός, μὰ στὸν πόλεμο τῶν τριῶν Ἰμπερίων ὑπηρέτησε ὅσο κανεῖς
τὸν Σουλτάνο. Δὲς καὶ τὸν Πασβάνογλου. Ὀθωμανός, μὰ σύμμαχος καὶ φίλος.
Στέκει ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Σουλτάνο κι αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει. Τοῦρκος
δὲν εἶναι κι αὐτός; Μοιάζει μὲ τοὺς ἄλλους;
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Καὶ πῶς πιστεύεις ὅτι θὰ κατορθωθεῖ ἡ ὀμόνοια μὲ τόσους
διαφορετικοὺς ἀνθρώπους νὰ κατοικοῦν στὴν χώρα;
ῬΗΓΑΣ: Ὅπως τὸ ψωμί. Πολλὰ τὰ ὑλικὰ του, μὰ ὁ ἀρτοποιὸς τὰ ἀναμειγνύει μὲ
τέχνη.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Καὶ ποιὸς θὰ γίνει ἀρτοποιός;
ῬΗΓΑΣ: Ὁ δ ά σ κ α λ ο ς. Ξέρεις πόσο κοπίασα νὰ μάθω ὅσα γνωρίζω, πόσα
ξενύχτια , πόσα ἐμπόδια πέρασα. Κι ὅλα μοναχός. Ἂν εἴχα ἕναν δάσκαλο νὰ μὲ
βοηθήσει, πόσο εύκολότερα θὰ ἦταν ὄλα. Γιὰ τοῦτο ὀνειρεύομαι στὸ νέο κράτος
ἕνα σχολεῖο ποὺ θὰ βγάζει δασκάλους. Θὰ τοὺς μαθαίνει νὰ ἀγαποῦν τοὺς
μαθητὲς καὶ τὶς μαθήτριες καὶ νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν πρόοδό τους.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Γιατὶ ἐπιμένεις τόσο νὰ μάθουν γράμματα καὶ τὰ θηλυκά;
ῬΗΓΑΣ: Διότι ὁ πρῶτος δάσκαλος γιὰ κάθε ἄνθρωπο, αὐτὸς ποὺ τὸν μαθαίνει
τὴν γλῶσσα καὶ τοῦ διδάσκει τὶς ἀξίες , εἶναι ἡ μάνα. Μορφωμένες γυναῖκες θὰ
βγάλουν μορφωμένα τέκνα, χρήσιμα στὴν νέα κοινωνία ποὺ ὀνειρευόμαστε. Ἡ
έκπαίδευση θὰ φέρει καὶ τὴν

ὀμόνοια. Τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ φοιτοῦν στὸ σχολεῖο

θὰ νιώθουν ἀδέρφια, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος. Ἡ κοινή γιὰ ἀρσενικὰ καὶ
θηλυκά παιδία μόρφωση θὰ ἀμβλύνει τὶς διαφορές, θὰ δημιουργήσει ἐθνικὴ
συνείδηση καὶ ἡ χρήση τῆς γλώσσας τοῦ λαοῦ θὰ κάνει κατανοητὰ καὶ προσιτὰ
σὲ ὅλους τῶν νόμων τὰ προστάγματα.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Καλά , μὰ τὰ ἀξιώματα καὶ τὶς δημόσιες θέσεις τοῦ κράτους θὰ τὶς
πάρουν καὶ ἀλλόθρησκοι;
ῬΗΓΑΣ: Γιατὶ ὄχι ,ἂν τὸ ἀξίζουν; Καθένας θὰ λαβαίνει ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα εἰς τὸ
ὁποῖον δεικνύει ἰδιαιτέραν κλίσιν. Κανεῖς δὲν θὰ ἀποκλείεται ἤ μὴ ὅποιος δὲν
εἶναι ἐν τάξει ἔναντι τοῦ νόμου.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:Πιστεύεις πραγματικὰ πὼς μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια δουλείας τὸ
σύστημα ποὺ προτείνεις θὰ ἔχει ἀποτελέσματα στὸν λαό μας;
ῬΗΓΑΣ: Πρὶν πολλὰ χρόνια ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό μου ἦταν μιὰ μυγδαλιά. Θυμοῦμαι
μιὰ χρονιὰ ξεγελάστηκε ἀπὸ τὶς ἀφύσικες ζέστες καὶ ἄνθισε στὰ τέλη
Ὀκτωβρίου ,ἀρχὲς Νοεμβρίου . Τόσο ἐντυπωσιάστηκα ποὺ ἔγραψα γιὰ αὐτὴν ἕνα
δίστιχο :
Νοέμβρη ἀνθίζεις , μυγδαλιά; Μὴν πολυκαμαρώνεις!
Ἀπό τὸν ἄγριο Βοριά ταχιὰ κι ἐσὺ παγώνεις .
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:Καὶ τί ἔγινε ἔπειτα;
ῬΗΓΑΣ:Μὲ τὰ κρύα τῶν Χριστουγέννων

μοῦ φαινόταν πὼς πάγωσε. Ἕνα

κλαράκι της εἶχε μείνει πράσινο μονάχα. Κι ὅμως, σὰν ἦρθε τὸ Πάσχα, νὰ τὴν
ἔβλεπες δὲν θὰ τὴν γνώριζες. Πράσινη ὁλάκερη , φουντωτή, δὲν θύμιζε σὲ
τίποτα τὴν χειμερινή της περιπέτεια. Ἔτσι κι ἡ Πατρίδα. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ
μεγαλώσει σὰν τὴν μυγδαλιά.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Χτυποῦν.
ῬΗΓΑΣ: Ἀνοίγω. Νὰ εἶσαι ἔτοιμος γιὰ ὅλα!
( Μπαίνουν ὁ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ με ἀρκετοὺς ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ Ἡ
συνομιλία τους γίνεται στὰ Γερμανικά ) .
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ :Ποιὸς ἀπὸ ἐσᾶς εἶναι ὁ Ῥήγας ὁ γραμματικὸς; (Βέαρ φὸν ἴνεν
ἲστ Ρίγκας ντέαρ ζεκρετέαρ) ;
ῬΗΓΑΣ Ἐγώ. (Ντὰς μπίν ἴχ)!
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ : Ἐν ὀνόματι τοῦ αὐτοκρἀτορος. (Ἴν νάμεν ντὲς κάιζερς). Ἀπὸ
αὐτὴν τὴν στιγμὴ εἶστε ὑπὸ κράτησιν.( Φὸν γιέστς ἀν ζἰντ ζὶ ἰν χάφτ). Ἐσεῖς οἱ
δυό. ( Ζὶ μπάιντε)

Εἶστε ὑπεύθυνοι καὶ γιὰ τοὺς δύο.( Ζὶ ζὶντ φὺρ μπάιντε

τσούστεντιχ) . ( Ἀποχωρεῖ , μὲ τοὺς λοιποὺς στρατιῶτες)
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: ( Μὲ ἔκδηλη ἀνησυχία στὸ πρόσωπο)
ῬΗΓΑΣ( Κρατῶντας τὴν ψυχραιμία του, μιλᾶ χωρὶς νὰ τὸν κοιτάζει) : Ῥίξε στὴν
θάλασσα τὴν σφραγίδα καὶ τὰ ἔγγραφα. Ἐγὼ θὰ τοὺς ἀπασχολήσω. Θὰ τοὺς
ῥωτήσω γιατὶ κατηγοροῦμαι . Μέχρι νὰ ἀπαντήσουν, πέταξε τὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ
παράθυρο. (Γερμανικὰ. Ἐνῶ μιλᾶ στρέφει τοὺς δτρατιῶτες ἀπὸ τὴν ἀντίθετη τοῦ
Περραιβοῦ μεριά. ) Μπορεῖτε παρακαλῶ νὰ μοῦ πεῖτε γιατὶ κατηγοροῦμαι;(
Κέντεν ζὶ μίαρ μπίτε ζάνγκεν βάρουμ ἲχ μπεσούλτινκτ βέρντε;)
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε, ἐκτελοὺμε ἐντολές .( Βίαρ βίσεν
νίχτ, Βίαρ χάντελ νούαρ ἲμ ἄουφτρακ )
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ( Πετᾶ ἀπὸ τὸ παράθυρο στὴν θάλασσα ἕνα μάτσο χαρτιὰ καὶ μιὰ
σφραγίδα ποὺ ἔκρυβε στὸ σακάκι του).
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: ( Μόλις τὸν ἀντιλαμβάνονται) Αλτ! Χάλτ !
ῬΗΓΑΣ( Τοὺς συγκρατεῖ καὶ μὲ γλυκειὰ φωνὴ τους λέει) : Δὲν θὰ θέλατε βέβαια
νὰ γίνει γνωστὸ τὸ συμβάν.( Νατούρλιχ μέχτεν ζὶ νὶχτ ντὰς ντίζε ἐράιγκνις
μπεκάντ βίρτ.)Ὁ κύριος ἔριξε στὴν θάλασσα τὸ κολατσιό του.(Ντέαρ χὲρ βάρφ
ἰνς μέαρ ζάιν ἔσσεν). Πᾶρτε αὐτὰ τὰ χρήματα , ξεχᾶστε ὅ, τι ἔγινε καὶ θὰ τὸ
ξεχάσουμε κι ἐμεῖς . (Νέμεν ζὶ ντίζες,γκὲλτ , φεργκέσεν ζὶ ντὰς βὰς σον πασὶρτ
ἲστ, οὒν ντὰς φεργκέσεν βίαρ ἄουχ.
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ:

( Παίρνουν τα

χρήματα καὶ καρφώνουν ταὰ

βλέμματα πάνω στοὺς δύο Ἕλληνες) .
ῬΗΓΑΣ( Μιλᾶ χωρὶς νὰ κοιτάζει τὸν Περραιβό, ποὺ τοῦ ἀπαντᾶ μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο): Θὰ πῶ πὼς σὲ γνώρισα στὸ ταξίδι ἀπὸ τὴν Βιέννη ὡς ἐδῶ. Πὼς εἶσαι
φοιτητὴς καὶ σπουδάζεις ἰατρική στὴν Πάντοβα. Θὰ σὲ ἀφήσουν . Κοίταξε νὰ
σωθεῖς.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐκδώσω τὰ ἔργα σου καὶ νὰ τὰ στείλω στὴν
Πατρίδα. Τὸ ἔργο μας θὰ συνεχιστεῖ.
ῬΗΓΑΣ: Ἐγὼ μιὰ φορὰ τὸν σπόρο τὸν ἔσπειρα. Μακάρι νὰ θερίσετε ἐσεῖς τοὺς
καρπούς. ( Κλείνει ἡ αὐλαία )
ΣΚΗΝΗ 6 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΥΣΤΡΟΥΓΓΑΡΙΑΣ
ΠΕΡΓΚΕΝ(Διαβάζει)…Κατόπιν ἐνεργειῶν τῆς Ὑμετέρας ἀσυνομικῆς ἀρχῆς,
συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν εἰς Βιέννην τὰ κάτωθι πρόσωπα:
Ῥήγας γραμματικὸς ὁ ἐπονομαζόμενος Βελεστινλῆς, ἐτῶν 40 . Ἡ ἀπόπειρα
αὐτοκτονίας του καθυστέρησε τὴν ἐνταῦθα μεταγωγήν του μήνάς τινας, μὰ
τώρα βρίσκεται εἰς τὸ τῆς ὑμετέρας πρωτευούσης δεσμωτήριον.
Ἀργέντης Εὐστράτιος ,ἔμπορος , ἐτῶν 31. Μνεία ἐλήφθη ὅπως ἡ αὐτοῦ
ἐπιχείρησις συνεχίσῃ νὰ λειτουργῇ ἀπροσκόπτως , ἵνα μὴ βλαφθοῦν εἰς τὸ
παραμικρὸν τὰ τῆς Αὐστρίας ἐμπορικὰ συμφέροντα.
Νικολίδης Δημήτριος ἰατρός , ἐτῶν 32.
Ἐμμανουήλ Παναγιώτης, ὑπάλληλος τοῦ Ἀργέντη, ἐτῶν 22
Ἐμμανουήλ Ἰωάννης , ἀδελφὸς τοῦ ὠς ἄνω, φοιτητὴς ἰατρικῆς, ἐτῶν 24
Κορωνιός Ἀντώνιος , ἔμπορος, ἐτῶν 27
Τουρούντζιας Θεοχάρης ἔμπορος, ἐτῶν 22
Καρατζᾶς Ἰωάννης, λόγιος, πρώην κανδηλανάπτης εἰς Ὀρθόδοξην ἐκκλησία
Πέστης , ἐτῶν 31.
Ἂν

καὶ ἡ ἰδιάζουσα εἰς τοὺς Ἕλληνας πονηρία δυσχέρανε μεγάλως τὴν

πορείαν τῆς ἀνακρίσεως,…δυνατὸν νὰ ἐξαχθοῦν ἐκ τῆς ἐρεύνης αὐτῆς σοβαρὰ
πορίσματα ὡς πρὸς τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ληφθοῦν ἀπέναντι τῶν
Ἑλλήνων διὰ τὸ μέλλον. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἀνωτέρῳ συνωμόται , ἅπαντες
Ὀθωμανοὶ ὑπήκοοι, παρεδόθησαν εἰς τοὺς φίλους καὶ γείτονας Τούρκους,
κατόπιν κοινῆς συμφωνίας. Τὸ τέλος τους , καθὼς ἐπληροφορήθημεν, ἦτο
στραγγαλισμὸς ἐντὸς τῆς φυλακῆς τοῦ Βελιγραδίου καὶ ῥίψις τῶν πτωμάτων εἰς
τὸν Δούναβην ποταμὸν. Διεδόθη δὲ ὑπὸ τοῦ διοικητοῦ τοῦ φρουρίου μετὰ τὴν
τέλεσιν τῆς πράξεως ὅτι εἶχον ἀποδράσει ἅπαντες ἐκ τῆς φυλακῆς, δι’ ὅ καὶ
ἐστάλησαν ἄνδρες τῆς τοπικῆς φρουρᾶς πρὸς δῆθεν καταδίωξιν αὐτῶν κατὰ τὰς
λεωφόρους.
Ἐκτὸς τούτων, ἄλλοι ἕξ ἤτοι, οἱ :
Πέτροβιτς Φίλιππος, ὑπάλληλος τοῦ Ἀργέντη ἐτῶν 17
Θεοχάρης Γεώργιος , ἔμπορος , ἐτῶν 39
Πούλιος Γεώργιος , τυπογράφος ἐτῶν 32
Γκασπὰρ Πέτερς διδάσκαλος γαλλικῆς
Τούλιος Κωνσταντῖνος ἐκ Πέστης, ἔμπορος

ἐτῶν 18 , ἅπαντες Αύστιακοὶ

Ὑπήκοοι, καθῶς καὶ ὁ Δούκας Κωνσταντῖνος ἐτῶν 45 , Ρῶσσος ὑπήκοος
ἐξορίσσονται τοῦ αὐστριακοῦ ἐδάφους. ( ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ)
ΣΚΗΝΗ

7

(

Ἀνοίγει

ἡ

αὐλαία

καὶ

παρουσιάζεται

ὁ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ , ποὺ ἀπευθυνόμενος στοὺς θεατὲς λέει:
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ : Δὲν τελειώνει ἐδῶ τοῦ Ῥήγα ἡ ἱστορία. Ὁ
θάνατός του δὲν ἐστάθη ἰκανὸς νὰ σταματήσῃ τὸ ἔργο του. Τὰ τραγούδια του
ἦρθαν στὴν σκλαβωμένη πατρίδα ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Τὰ τραγουδοῦσαν τὰ
παληκάρια πρὶν ἀπὸ κάθε μάχη κι ἔπαιρναν κουράγιο. Μὲ τὸν Θούριο στὰ χείλη
βάδισαν πρὸς τὸν θάνατο ὅσοι Ἱερολοχίτες πιάστηκαν στὸ Δραγατσάνι ζωντανοί,
τὸν Ἰούνιο τοῦ 1821. Τὰ ἄλλα κείμενά του τυπώθηκαν , διαβάστηκαν,
ἀγαπήθηκαν, μὰ δυστυχῶς δὲν ἐφαρμόσθηκαν στὸ ἐλεύθερο Ἑλληνικὸ Βασίλειο.
Γιὰ ὅλους ἐμᾶς ὁ Ῥήγας στάθηκε φάρος ποὺ φώτισε τὸν ἀγῶνα μας. Γιὰ ἐσᾶς ἂς
σταθεῖ πρότυπο. Μιμηθεῖτε τὴν φιλοπατρία καὶ τὴν φιλομάθειά του, σκεπτόμενοι
πὼς ἐστάθη ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης τῆς φυλῆς μας. Τὸ μελάνι του θὰ εἶναι
πολύτιμον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ,

ὅσον τὸ αἷμα του τὸ ἅγιον. Ὁ Ῥήγας ( ἐδῶ

ἐμφανίζεται ὁ Ῥήγας καὶ στέκεται πλάι στὸν στρατηγό,)μὰ καὶ ὁ Πατροκοσμᾶς,
(μπαίνει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ στέκει πλάι στὸν Ῥήγα) μᾶς ἄφηκαν
παρακαταθήκη ἀτράνταχτη, τὴν ὁποίαν ὅλοι ἔχουμε χρέος νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ
ἐφαρμόζουμε:
ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ :Σχολειὰ χτίστε !
ῬΗΓΑΣ:Γιατὶ ὅποιος ἐλεύθερα συλλογᾶται, συλλογᾶται καλά !
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:Ἐλευθερία ἤ Θάνατος.!
Η ΣΚΗΝΗ ΚΛΕΙΝΕΙ

ΤΕΛΟΣ
9ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΣΤΟΥΣ

ΠΕΝΤΕ

ΑΝΕΜΟΥΣ.

ΕΜΑΝΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΝΕΡΑΝΤΖΗ/ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ
ΙΩΑΚΕΙΜ (ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ)
ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ
ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ
ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ : ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ: Περᾶστε, καθίσατε γιὰ λίγο νὰ ξεκουραστεῖτε. (βάζει σ’
ἕναν δίσκο λουκοῦμι καὶ νερό καὶ τοῦ τὰ προσφέρει.) Καὶ ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔρχεστε;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἀπὸ πολὺ μακριά. (τρώει τὸ λουκοῦμι, παίρνει τὸ
νερὸ) Εἰς ὑγείαν σας.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Ὑγιαίνετε. Πάντως ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ Κυρίου δὲν
ὑπάρχει μακριά. Ὅλα εἶναι κοντά μας, ὅλοι εἴμεθα μέλη τῆς αὐτῆς οἰκογενείας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἔχετε δίκαιο. Ἔρχομαι
λοιπὸν ἐκ Μακεδονίας.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : (μὲ ἐμφανὴ τὴν ταραχή της ) Εἶσθε …Μακεδών;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἐκ Σερρῶν!
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : (ἔχει χλωμιάσει, τὰ χέρια της τρέμουν) Εἶχα κάποτε
ἀκούσει γιὰ κάποια οἰκογένεια ἀπὸ τὴν πατρίδαν σας. Τὴν οἰκογένειαν Παπᾶ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Καὶ ποῖος δὲν ἔχει ἀκουστὰ τὸν ἀείμνηστον
Ἐμμανουήλ, Ἀρχηγὸ καὶ Προστάτη τῆς Μακεδονίας, ὅπως ἀνηγορεύθη ὑπὸ τῶν
ἐν Ἄθῳ μοναχῶν. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐθυσίασε ὅ, τι εἶχε εἰς τὸν βωμὸν τῆς
Ἐλευθερίας.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν ἐφείσθη οὐδεμιᾶς θυσίας,
αὐτῆς τῆς οἰκογενείας του συμπεριλαμβανομένης, προκειμένου νὰ δῇ μιὰ ἡμέρα
τὴν πατρίδα του ἐλευθέρα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἡ φιλοπατρία του ἦταν τοῖς πᾶσι γνωστὴ. Ἀκόμα
καὶ τὰ ἄσματα ποὺ ἐτραγουδοῦσε εὶς τὰ τέκνα του ἐπροσάρμοζε ὥστε νὰ
συμφωνοῦν μὲ τὸν σκοπὸ ποὺ φλόγιζε τὸ εἶναι του.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Τοῦτο τὸ τελευταῖο ὅμως δὲν τὸ γνώριζε ὁ κόσμος.
Ἦταν μυστικὸ τῆς οἰκογενείας. Ἐσεῖς πῶς…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ:

(Τὴν κοιτάζει στὰ μάτια καὶ ἀρχίζει νὰ τραγουδᾶ

τὴν Νεραντζούλα ουντωμένη)

Νερανζοῦλα φουντωμένη (δίς)
Ποῦ ’ναι τ ’ ἄνθια σου , Νεραντζοῦλα;
Ποὺ’ ναι τ’ ἄνθια σου;

Ποὺ ’ν’ ἡ πρώτη σου ἐμορφάδα (δίς)
Ποῦ ’ν’ τὰ κάλλη σου , Νεραντζοῦλα;
Ποῦ’ν’ τὰ κάλλη σου;
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : (συνεχίζει τὸ τραγοῦδι)
Φύσηξε Βοριᾶς κι ἀγέρας (δίς)
Καὶ τὰ τίναξε , Νεραντζοῦλα
Καὶ τὰ τίναξε.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ:
Σὲ παρακαλῶ ,Βοριᾶ μου, (δίς)
Φῦσα ταπεινά, Νεραντζοῦλα,
Φῦσα ταπεινά
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ :
Γιὰ νὰ φτάσουν τὰ καράβια (δίς)
Τὰ ἑλληνικά, Νεραντζοῦλα ,
Τὰ ἑλληνικὰ
ΑΜΦΟΤΕΡΟΙ
Καὶ νὰ ’ρθῇ στοὺς Μακεδόνες(δίς)
Ἡ Ἐλευτεριά, Νεραντζοῦλα
Ἡ Ἐλευτεριά.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Κωνσταντῖνε, ἀδερφέ μου! ( ἀνοίγει τὴν ἀγκαλιά της καὶ
ὁ Κωνσταντῖνος τὴν ἀγκαλιάζει). Σὲ εἶχα γιὰ χαμένο! Πίστευα πὼς κι ἐσύ…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἔμεινα στὰ μπουντρούμια τῶν Σερρῶν ἐννιὰ
χρόνια. Βγῆκα πρὸ δεκαετίας, στὰ δεκατέσσερά μου, κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ
ἀρχιεπισκόπου μας. Ἀπὸ τότε ψάχνω νὰ σᾶς βρῶ.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ :Καὶ βρῆκες τ’ ἀπομεινάρια μας. Ὁ Ἀναστάσης μὲ τὸν
Ἀλέξανδρο ἔπεσαν στὸ Μεσολόγγι, τὸν Ἀθανασάκη τὸν ἔπιασαν στὴν Ἀταλάντη
οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν Χαλκίδα, τὸν Γιωργή μας τὸν κρέμασαν,
ὁ Νικολάκης χάθηκε στὸ Καματερό, ὁ Δημητράκης στὸ Νιόκαστρο, ὁ Γιαννιός
μας στὸ Μανιάκι, ὁ Ἀριστείδης …
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἔσβησε στὸ μπουντροῦμι, λίγο μετὰ τὴν μάνα μας.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Καημένα ἀδέρφια μου, ἔρμη μάνα…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Νὰ εἶσαι περήφανη γιὰ αὐτοὺς, ἀδερφή! Ξέρεις τί
ἔγραφε στὸν Ἀθανασάκη ὁ Ἀναστάσης ἀπὸ τὴν Βιένη, λίγο πρὶν καταταγῇ στὸ
σῶμα τοῦ Ὑψηλάντη; Στὴν ἐρευνα ποὺ ἔκανα γιὰ νὰ σᾶς ἐντοπίσω, ἔπεσε ἡ
γραφή του στὰ χέρια μου. Ἄκουσε γιὰ νὰ καταλάβῃς (Βγάζει τὴν ἐπιστολὴ ἀπὸ
τὴν τσέπη του καὶ διαβάζει) : « …Μία γυνακεία μορφή στέκεται μπροστὰ στὰ
μάτια μου κλαμένη καὶ μοῦ λέει: Εἶσαι ἕνας Μακεδόνας καὶ τὸ καθῆκον σὲ
καλεῖ. Αἶσχος καὶ ἀνεξίτηλη ντροπὴ θὰ εἶναι γιὰ σένα , ἂν μείνῃς ἀδιάφορος
σ’αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Πολέμα γιὰ τὴν Ἐλευθερία καὶ μὴ φοβᾶσαι τί θὰ ποῦν οἱ
συγγενεῖς σου. Ἂν πέσῃς γιὰ τὴν Πατρίδα θὰ τοὺς παρηγορῇ ἡ ἀπόφασή σου, ἐφ’
ὅσον ἐσὺ ξεκινᾶς μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη , τὴν φιλία καὶ τὴν ἡσυχία , πρὸς τὸν
ἱερόν σκοπόν. Χτὲς ἐδιάβασα τὶς κατάρες καὶ τοὺς ἀφορισμοὺς τοῦ Πατριάρχη
καὶ τῆς Συνόδου ἐνάντια στοὺς ἐπαναστάτες καὶ σὲ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦν.
Τέτοιοι ἐξορκισμοὶ δὲν ἔχουν πέραση, γιατὶ εἶναι φτιαγμένοι κατὰ διαταγὴ τοῦ
σουλτάνου…»Τέτοια ἦταν τὰ ἀδέρφια μας, γιατὶ σὲ τέτοια οἰκογένεια
μεγαλώσαμε. Καὶ ἡ μάνα μέχρι ποὺ ἔσβησε, μὲ αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς μιλοῦσε.
Μονάχα λίγο πρὶν κλείσῃ τὰ μάτια της μᾶς ὅρκισε τὸν Ἀριστείδη, τὴν Ἑλένη κι
ἐμένα, ἂν βγοῦμε ζωντανοί, νὰ ξανασμίξουμε τὴν οἰκογένεια. Εὐτυχῶς τὰ
κορίτσια εἶστε ζωντανά. Ἡ Ἑλένη ποὺ βγῆκε ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος εἶχε γνωστοὺς
καὶ τοὺς πλήρωσε πολλὰ, παντρεύτηκε ἤδη , ὅπως καὶ ἡ Εὐφροσύνη. Κάποιοι
στὰς Σέρρας ἤξεραν γιὰ αὐτὲς καὶ μὲ βοήθησαν νὰ τὶς ἀνταμώσω.
Ξαναβρεθήκαμε

σχετικὰ εὔκολα.

Μονάχα τὰ δικά σου ἴχνη εἶχαν χαθεῖ.

Πρόσφατα ἔμαθα ποῦ βρίσκεσαι , Νεραντζοῦλα κι ἦρθα νὰ σοῦ πῶ πὼς εἶμαι
ζωντανός.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ :

Δὲν μὲ λένε πιὰ Νεραντζοῦλα. Ἀπὸ τότε ποὺ

πιαστήκατε καὶ χάθηκε ὁ πατέρας ἀφιερώθηκα στὸν Κύριο. Εἶμαι πλέον ἠ
ἀδερφὴ Θεονύμφη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Πῶς γινήκαμε ἔτσι, ἀδρφοῦλα!
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Πῶς σκορπίσαμε στοὺς πέντε ἀνέμους μέσα σὲ
λιγότερο ἀπὸ ἕναν χρόνο! Ποῦ ὁ καιρὸς ποὺ βρισκόμαστε εἰς τὰς Σέρρας
πλούσιοι κι εὐτυχισμένοι!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Γνωρίζεις ὅμως, Νεραντζή, τί ἔλεγε ὁ πατέρας μας
γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ εἴχαμε.
ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Ναί, Κωνσταντῖνε , τὸ γνωρίζω καλά. Ζωὴ σκλάβου,
ζωὴ μισή.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ : ΣΕΡΡΕΣ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΕΜ. ΠΑΠΑ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: ( Τελειώνει κάποιους ὑπολογισμοὺς καὶ λέει): Μὲ αὐτὰ
γίνονται σαράντα χιλιᾶδες μαχμουτιέδες ὅσα μᾶς χρωστᾶ ὁ Γιουσούφ –μπεης.
Θὰ πρέπει νὰ ἐνεργήσω γρήγορα, ἂν θέλουμε νὰ εἰσπράξουμε μέρος ἔστω τοῦ
ποσοῦ αὐτοῦ.
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Μὲ μεγάλη προσοχὴ ὅμως, Μανολάκη. Ὁ Γιουσοὺφ δὲν μοιάζει
σὲ τίποτα στὸν Ἰσμαήλ, τὸν πατέρα του. Ἐκεῖνος ἐκτίμησε τὸ ἦθος καὶ τὴν
ἐργατικότητά σου, σὲ πῆρε κοντά του καὶ σὲ ἔκανε τραπεζίτη του. Πάντοτε
ἄκουγε τὶς συμβουλές σου καὶ πολλὲς φορὲς σὲ βοήθησε νὰ ἱδρύσῃς νέες
ἐκκλησίες, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ νόμος τῶν Μουσουλμάνων τὸ ἀπαγορεύει.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μοῦ ἐπέτρεψε ἐπίσης νὰ σώσω ἀρκετοὺς Χριστιανοὺς
μὰ καὶ Τούρκους ποὺ εἶχαν καταδικαστεῖ ἀδίκως σὲ ἀπαγχονισμό, καὶ τοῦ τὸ ἀναγνωρίζω. Ἔκανε ἕνα χατῆρι στὸν δοῦλο του, θὰ μποροῦσε
καὶ νὰ μῆν τὸ πράξῃ. Μὲ αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς μὲ ἔκανε νὰ νιώθω
περισσότερο ἄνθρωπος!
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Μὰ κοντά του κανεῖς ἄλλος δὲν εἶχε τὰ χρήματα καὶ τὴν
δύναμη ποὺ ἀπέκτησες ἐσύ!
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ξέρεις πόση εἶναι ἡ περιουσία μας; Κοντὰ τριακόσιες
χιλιᾶδες γρόσια, χώρια τὰ καταστήματα, τὰ σπίτια, τὰ χωράφια. Γνωρίζεις μὲ
πόσον κόπο τὰ ἀποκτήσαμε . Πὲς μου τώρα, Φαῖδρα: Εἶσαι σίγουρη πὼς ὅλα
αὐτὰ τὰ πλούτη θὰ περάσουν στὰ τέκνα μας; Πὼς δὲν θὰ καταχραστῇ κανένας
ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἄρχοντες ποὺ μᾶς δυναστεύουν; Πὼς ἡ ζωή μας καὶ ὅσων
ἀγαπᾶμε εἶναι ἐξασφαλισμένη;
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Ἂν δὲν δώσουμε δικαίωμα θά…
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Θὰ τὸ πάρουν μοναχοί τους. Ὁ Γιουσοὺφ ἤδη ἀπειλεῑ
νὰ μὲ σκοτώσῃ γιὰ νὰ μὴν ἀναγκαστῇ νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος του.
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Χριστὸς καὶ Παναγιά!
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Γιὰ αὐτὸ σοῦ εἶπα πὼς πρέπει νὰ δράσω. Θὰ φύγω γιὰ
τὴν Πόλη. Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξασφαλίσω φιρμάνι ποὺ θὰ ἀναγκάζῃ τὸν μπέη
νὰ μοῦ ἐπιστρέψῃ μέρος ἔστω τοῦ χρέους καὶ ἂν μπορῶ, νὰ ἐπιτύχω τὴν
μετάθεσή του. Μὰ ἐπειδὴ φοβοῦμαι πὼς θὰ ξεσπάσῃ τὴν ὀργή του σὲ ἐσᾶς…
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Παρθένα μου, τὰ παιδιά μου!
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ὁ ἐπίσκοπός μας ὁ Χρύσανθος, ἔχει εἰδοποιηθεῖ νὰ
φροντίσῃ γιὰ ὅλους σας κατὰ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ τοῦ ἐπιτρέπεται .
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Μέχρι πότε θὰ ζοῦμε σὰν κυνηγημένοι;
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μέχρι νὰ διώξουμε τοὺς τυράννους , μέχρι νὰ
φτιάξουμε ἐλεύθερο κράτος ἑλληνικό.
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Σὲ καλό σου, ἄντρα μου, τί λόγια σοῦ ξεφεύγουν ἀπόψε;
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Δὲν μοῦ ξεφεύγουν καθόλου. Μακάρι νὰ ἔδινα ὡς καὶ
τὸ τελευταῖο μας γροσάκι , γιὰ νὰ δῶ τὸν λαό μας νὰ μιλᾶ στοὺς δρόμους τὴν
γλῶσσα μας, τὰ παιδιὰ μας νὰ μαθαίνουν ἑλληνικὰ σὲ μεγάλα σχολειά, δίχως
τὸν φόβο νὰ χάσουν τὸ κεφάλι τους τὰ ἴδια ἤ οἱ δάσκαλοί τους, τὸν κοσμάκη νὰ
ἀπολαμβάνῃ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του δίχως χαράτσια καὶ ἄδικους φόρους
καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἔρχονται ἐδῶ νὰ μᾶς κοιτοῦν μὰ σεβασμό, δίχως τὸν οἶκτο
στὸ βλέμμα τους. Μακάρι νὰ γίνονταν ἐτοῦτα κι ἂς τὸ πλήρωνα μὲ τὴν ζωή μου.
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Κι ἐμᾶς δὲν μᾶς σκέφτεσαι ;Τί θ’ ἀπογίνουμε δίχως ἐσένα;
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Σᾶς ξέρω καλά ὅλους . Αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι καὶ δικός
σας πόθος. Γιὰ αὐτὸ εἶμαι περήφανος γιὰ ὅλους σας καὶ σὰς ἀγαπάω.
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Λὲς πὼς μᾶς ἀγαπᾶς, μὰ πιότερο ἀπὸ μᾶς ἄλλην ἔχεις στὸν
νοῦ σου.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Εἶσαι μὲ τὰ καλά σου, γυναῖκα;
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Καὶ βέβαια εἶμαι. Ἡ Ἑλληνίδα ποὺ ἔχω τὸ ὄνομά της πέθανε ἐξ
αἰτίας ἑνὸς ἀνεκπλήρωτου ἔρωτα. Ὁ νέος ποὺ ἐρωτεύτηκε ἦταν ταμένος ἀλλοῦ.
Τὸ ἴδιο μὲ βλέπω νὰ παθαίνω κι ἐγώ. Δώδεκα παιδιά ἔκανα μὲ τὸν ἄντρα ποὺ
ἀγάπησα κι αὐτὸς ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό ἄλλην ὀνειρευόταν καὶ ποθοῦσε.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Καὶ ποιὰ εἶναι , κατὰ τὴν γνώμη σου ἐκείνη ποὺ μοῦ
’χει πάρει τὰ μυαλά;
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Ἡ Ἐλευθερία!

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ :ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Εἶθε , ἀδερφέ Παπαδᾶτε, ὁ ἀγῶν μας νὰ εὐοδωθῇ καὶ
νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς πολυποθήτου ἐλευθερίας. Ὅσον μὲ ἀφορᾶ , εἶμαι ἔτοιμος νὰ
ὑποστῶ κάθε θυσία προκειμένου νὰ ἐπιτύχει ὁ σκοπός μας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Τὰ λόγια σου μὲ κάνουν ὑπερήφανο ποὺ σὲ
ἐμύησα εὶς τὸ Μέγα τῆς Ἑταιρείας Μυστικὸν. Ὁμιλεῖς σὰν σπουδαγμένος.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Παρ’ ὅλον ὅτι ἠξιώθην μόνον τῆς βασικῆς μορφώσεως.
Μπῆκα βλέπεις ἀπὸ νέος στὸ ἐμπόριο, ἀρχικὰ στὸ παντοπωλεῖο τοῦ ἀδερφοῦ
μου. Ἔπειτα ἐπέκτεινα τὰς ἐργασίας μου εἰς τὸ γενικὸν ἐμπόριον, φροντίζοντας
νὰ μαθαίνω τὰς ἐπιθυμίας τῶν πελατῶν ἀπὸ πρὶν καὶ νὰ ἔχω εἰς τὸ κατάστημά
μου αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ποὺ τὸ χρειάζονταν. Ἔτσι ἀπὸ
τὰς Σέρρας ἐπεκτάθηκα πρῶτα εἰς τὴν Πόλιν κι ἔπειτα εἰς Βιένην. Τὸ καλό μου
ἐμπορικὸν ὄνομα ἔφερε περισσότερον κόσμον.

Ὅταν κάποιοι πελᾶτες

χρειάστηκαν χρήματα, τοὺς ἐδάνεισα. Ἤμουν τυχερὸς γιατὶ δὲν ἔχασα τὰ
χρήματά μου κι ἔτσι ἔγινα τραπεζίτης. Μὲ ἐμπιστεύετο καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ πρώην
διοικητὴς τῆς πατρίδος μου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Οἱ πληροφορίες ποὺ ἐλάβαμεν διὰ τὸ ἄτομόν
σου, λένε αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ μόλις κατέθεσες. Καὶ γιὰ τὴν οἰκογένειάν σου ἔχεις
κάτι νὰ πῇς ;
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μόνον ὅτι ἅπαντες εἶναι ἔτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν
ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Δὲν ἀπομένει ἄλλον ἀπὸ τὸ νὰ μοῦ
παραδώσῃς τὸ ἐφοδιαστικὸν γράμμα σου. Εἰς τὸ ἐξῆς μέσῳ ἐμοῦ θὰ ἐπικοινωνῇς
μὲ τὸν Ἀρχηγὸ , τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, , τὸν ἐπίσκοπο Σερρῶν Χρυσόστομο
καὶ μὲ ὅποιον ἄλλον χρειαστεῖ.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ἔχω ἤδη ἐτοιμάσει τὴν ἐπιστολήν. Σοῦ τὴν διαβάζω
γιὰ νὰ τὰ πῇς καὶ στοματικῶς στὸν Πανιερότατο. ( διαβάζει):

Τὴν

Πανιερότητά της μετὰ πόθου ἀπλέτου καὶ εὐλαβείας προσκυνῶ.
Γνωρίζω, Πανιερότατε ὅτι ἡ φυγή μου… ἐπροξένησε μεγάλην λύπην εἰς
τοὺς συμπολίτας μου καθότι… ὁ αἰσχροκερδὴς διοικητής τώρα θέλει εὔρει τὸν
καιρὸ νὰ τοὺς τυραννῇ …ἐπειδὴ μόνη ἡ νουθεσία …μου ἐμπόδιζε τὰς σκευωρίας
καὶ ἐνεδρεύματά του.
Ἐκατατήκετο ἡ ψυχή μου προβλέπουσα τὰ δεινὰ ὁποῦ μέλει νὰ δοκιμάσῃ
ἡ πατρίς μου μετὰ τὴν ἀπουσίαν μου, πλὴν …δὲν ἠμποροῦσα …παρὰ νὰ φύγω
…διὰ νὰ λάβω τὸ δίκαιόν μου…
Ἀλλὰ μ’ ὅλον ὁποῦ δὲν τὸν κατέτρεξα …παρὰ μόνον βιασμένος, ἔλαβα τὸ
ἥμισυ τοῦ δικαίου μου…αὐτὸς πάλιν , ὡς ἀγνώμων καὶ κακοποιός, ἔβαλε
κρυφίως καὶ μοῦ ἔκαυσαν τὴν οἰκίαν μου , καὶ…καιροφυλακτεῖ νὰ δολοφονήσῃ
καὶ τὰ τέκνα μου. …Μῆνας 26 ἄχρι τοῦδε ὑστεροῦμαι τὴν φαμιλίαν καὶ πατρίδα
μου καὶ Κύριος γιγνώσκει πότε θέλει ἀξιωθῶ τὴν ἀπόλαυσίν τους.
Διὸ παρακαλῶ τὴν Πανιερότητά της νὰ προστατεύσῃ τὴν φαμηλίαν μου
…ἕως ὅτου νὰ λάβωμεν τὴν ἐξ ὕψους

θεραπείαν…Ποτὲ δὲν ἤλπιζα εἰς

…ἡλικίαν ἐτῶν τεσσαράκοντα ἑπτὰ νὰ ὑστερηθῶ καὶ πατρίδα καὶ φαμηλίαν.
Περιπλέον ὁ πατριωτισμὸς μὲ ὑπαγορεύει νὰ ἐνθυμηθῶ καὶ τὴν …
Σχολὴν τῆς Πατρίδος διὸ καὶ προσφέρω κατὰ τὸ παρόν διὰ χειρὸς τοῦ Κων/νου
Παπαδάτου γρόσια χίλια ( 1.000) ὡς …συνδρομὴν βοηθητικὴν πρὸς αὐτὴν καὶ
ὅτε… βεβαιωθῶ τὴν ἀποκατάστασην …τῆς σχολῆς τοῦ Πανελληνίου ὑπόσχομαι
…νὰ συνεισφέρω πρὸς καταρτισμὸν καὶ βελτίωσιν αὐτῆς.
Τῆς ὑμετέρας Πανιερότητος… πρόθυμος δοῦλος
ΕΜ. ΠΑΠΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ:

Κατόπιν

τούτου

ἡ

ἀποστολὴ

ποὺ

ἀναλαμβάνῃς εἶναι νὰ μεταβῇς ἐν Ἄθῳ , εἰς τὸν Ἰωακεῖμ , ἡγούμενον τῆς Μονῆς
Ἐσφιγμένου καὶ , τῇ βοηθείᾳ του, ἐνημερώσεις τοὺς ἐν μοναστηρίοις μοναχοὺς
διὰ τὴν ἐπικείμενη τοῦ ἔθνους Ἐπανάστασιν. Ὁ Θεὸς μαζί σου.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ὁ Θεὸς βοηθὸς εἰς τὸ ἔργον μας!

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΘΩΣ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ἤγγικεν ἡ ὥρα, ὦ ἀδερφοί , τοὺς εἶπα, ὁ Σταυρὸς νὰ
ἐπιβληθῇ ἐπὶ τέλους τῆς ἡμισελήνου. Τὸ ἡμέτερον γένος ἐπὶ τέσσαρας αἰώνας
σκλαβωθέν, ἔφθασεν ἡ στιγμὴ νὰ τινάξῃ πάνωθέ του τὰ τῆς δουλείας δεσμὰ καὶ
νὰ ἀτενίσῃ ἐπὶ τέλους ἐλεύθερον τὰ λοιπὰ ἔθνη τῆς οἰκουμένης. Ἤδη εἰς τὰς
ἡγεμονίας αἱ νίκαι στέφουν τὰ τῶν Ἑλλήνων ὅπλα. Ὁ Μωριὰς ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ,
ἴσως καὶ τώρα ποὺ μιλοῦμε, σηκώνει τὸ μπαϊράκι τῆς λευτεριᾶς. Ἀπεσταλμένοι
τῆς Ἑταιρείας ἐνημερώνουν τοὺς ἀπανταχοῦ Ἕλληνας καὶ ὀργανώνουν τὸν ὑπὲρ
πάντων ἀγώνα. Καὶ ὑμεῖς, ὦ ἀδερφοί, τὰ πλέον πνευματικὰ τέκνα τοῦ
Ἑλληνισμοῦ , θὰ παραμείνετε ἀδρανεῖς ἐνώπιον τοιαύτης ἱστορικῆς στιγμῆς; Δὲν
θὰ συμμετάσχετε στὴν διαμάχη τῶν τέκνων τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον ἐκείνων τῆς
Ἄγαρ; Θὰ τηρήσετε τὴν στάσιν ὁποῦ περιμένουν ἐξ ὑμῶν οἱ δυνάσται τοῦ
Γένους;
ΙΩΑΚΕΙΜ: Φίλτατε Ἐμμανουήλ, κατανοῶ τώρα διατὶ ἐπελέγης ὡς τῆς Ἐταιρείας
Ἀπόστολος . Τὰ λόγια σου εἶναι φλόγες ποὺ ἀνάβουν πυρκαγιὰ στὶς καρδιὲς τῶν
μοναχῶν. Δὲν ὑπάρχει οὐδὲ εἷς ἐξ ἡμῶν ποὺ νὰ μὴν συγκινηθεῖ ἀκούγοντας , μὰ
κυρίως βλέποντάς σε νὰ πάλλεσαι κυριο-λεκτικὰ καθὼς ὁμιλεῖς περὶ τῆς τῶν
Ἑλλήνων Ἐλευθερίας. Πλῆθος ἀδελφῶν μας φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν
ὅπως

συστρατευθῶσι καὶ προσφέρωσι τρόφιμα, χρήματα, ἀκόμα καὶ τὴν

τελευταίαν ῥανίδα τοῦ αἵματός των , προκειμένου ἡ πατρίς μας Μακεδονία νὰ
μὴ ὑστερήσῃ εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ .
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ὀργανώσατε λοιπὸν ὁμάδας πρὸς ἐκφόρτωσιν τῶν
ἀρμάτων καὶ πυρομαχικῶν ποὺ ὁ Χατζη-Βισβίζης μετέφερε ὡς ἐδῶ μὲ τὸ πλοῖο
του. Ὁ Πολύγυρος ἤδη ἔλαβε τὰ ὅπλα καὶ στὰ Μαδεμοχώρια ὀργανώνονται καὶ
ἐξοπλίζονται. Ὅμως, ἂν θέλουμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸ κίνημά μας , πρέπει νὰ
ὀχυρώσουμε τὰς ἐξ Ἀνατολῶν ὁδοὺς. Ἀποστείλατε τάχιστα ἄνδρας εἰς Νιγρίτα
καὶ Τσάγιεζι , ἴνα ἀκολουθήσῃ καὶ ὁ λαὸς τῶν Σερρῶν τὸ παράδειγμά μας. Μᾶς
περιμένουν δύσκολες ὧρες. Χρειαζόμαστε ὁμόνοιαν, πίστιν καὶ κουράγιο.

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΑΡΑΪ
ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Τί ἦταν κι αὐτὸ ποὺ πάθαμε , μπρὲ Μπαϊράμ, ἀπὸ τοὺς
βρωμορωμιοὺς στὴν Χαλκιδική; Ἡ Κασσάνδρα, τὰ Μαδεμοχώρια, ἀκόμα κι οἱ
καλόγεροι σ’ ἐκεῖνο τὸ βουνό, σηκῶσαν μπαϊράκι ἐνάντια στὸ Ντοβλέτι , δίχως
νὰ λογαριάσουν τὴν ὑποταγὴ ποὺ ὀφείλουν στὸν Σουλτάνο ποὺ μὲ τὴν δύναμη
τοῦ Ἀλλάχ μᾶς κυβερνάει.
ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ : Ὅλα ξεκίνησαν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν σκύλο τὸν Σερραῖο ποὺ τοὺς
ξεσήκωσε μὲ τὰ παχιά του λόγια καὶ τοὺς ἔκανε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.
ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ πολυχρονεμένος μας Σουλτάνος Μαχμούτ
ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλλάβουν τὴν γυναῖκα του, δυὸ παιδιὰ κιἕνα κορίτσι του.
Πᾶνε γιὰ κρεμάλα! Κι ὡς τότε, ξύλο, ξύλο γερό, νὰ νιώσουν στὸ πετσί τους πῶς
τιμωρεῖται ἡ στάση κατὰ τῶν πιστῶν

τοῦ Προφήτη. Νὰ τὸ μάθουν οἱ

γκιαούρηδες καὶ νὰ χαθοῦν ἀπ’ τὸν φόβο τους. Τὰ κεφάλια τῶν ἀπίστων πρέπει
νὰ ’ναι ἤ σκυμμένα, ἤ κομμένα!
ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ : Πάντως, μετὰ τὸ κάζο ποὺ ’παθαν στὴν Ῥεντίνα, δὲν τοὺς
βλέπω νὰ ξανακουνιοῦνται. Σὰν γκρίζοι λύκοι χυθήκαμε στὰ κοπάδια τῶν
Ῥωμιῶν, ποτίσαμε τὴν γῆ μὲ τὸ αἷμα τους , κάναμε τὰ χωριά τους στάχτη. Μᾶς
πολέμησε στὰ Βασιλικὰ κάποιος Χάψας μὲ ἐξῆντα χαΐ-νηδες ἀκόμη, μὰ τώρα
τοὺς τρῶνε ὅλους τὰ κοράκια.
ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Ποῦ βρίσκονται τώρα ὅσοι ἄπιστοι ἀπόμειναν;
ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ : Ὀχυρώθηκαν στὴν Κασσάνδρα, μὰ ξέρω τὸν τρόπο νὰ
τοὺς βγάλω. Θὰ στείλω τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ στρατοῦ μας στὴν μιὰ μεριὰ
τῆς ὀχύρωσης, τάχα πὼς θὰ προσπαθήσω νὰ μπῶ ἀπὸ κεῖ.
ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Κατάλαβα. Οἱ γκιαούρηδες, λίγοι καθῶς εἶναι, θὰ τρέξουν
ὅλοι νὰ ὑπερασπίσουν τὸ μέρος. Κι ἐσὺ μὲ τὸ ὑπόλοιπο στράτευμα θὰ
καταλάβῃς τὴν χερσόνησο κάνοντας περίπατο. Ἔξυπνο σχέδιο, μὰ τὸν Ἀλλάχ.
Θὰ τοὺς λιανίσῃς. Μὴν ἀφήσῃς πέτρα πάνω στὴν πέτρα.
ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ :Καλὰ αὐτοί, μὰ οἱ καλόγεροι;
ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Δὲν θὰ κάνουν τίποτε! Ἡ νίκη μας στὴν Ῥεντίνα τοὺς
ἔκοψε τὰ ποδάρια. Δὲν εἶναι συνηθισμένοι στὸ αἷμα. Οἱ περισσότεροι
ἐγκατέλειψαν τὸν ἀγῶνα τους καὶ κλείστηκαν στὰ κελιά τους. Τοὺς θέρισε κι ἡ
πείνα, τοὺς λείπουν καὶ πολεμοφόδια, ἔχω τὶς πληροφορίες μου.

Θὰ τοὺς

στείλω φιρμάνι, θὰ προσκυνήσουν , θὰ μοῦ παραδώσουν τὸν Σερραῖο κι ἔπειτα
θὰ τοὺς βάλω νὰ πληρώσουν διπλά καὶ τρίδιπλα ὅσα χάσαμε μὲ τὸ ῥεμπελιό
τους. Κι ἡ Μακεδονία γιὰ τὰ ἑπόμενα ἑκατό χρόνια θὰ εἶναι τουρκικὴ , θέλουν
δὲν θέλουν οἰ Ῥωμιοί!

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΠΛΟΙΟ ΒΙΣΒΙΖΗ ΕΝ ΠΛΩι ΠΡΟΣ ΥΔΡΑ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μὲ πούλησαν , Ἀντώνη, μὲ ἄφησαν μονάχο νὰ
παλεύω. Ξόδεψα ὅλη μου τὴν περιουσία ἀγοράζοντας τρόφιμα καὶ ὅπλα , ἔχασα
τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου, μόνον τοῦτος δῶ , ὁ Γιαννάκης , μοῦ ἀπόμεινε
(καθῶς τὰ λέει, χαϊδεύει τὸ κεφάλι τοῦ παλικαριοῦ ποὺ εἶναι 23 ἐτῶν ) , ἔστειλα
γράμματα στὴν Ὕδρα , στὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη, γιὰ βοήθεια εἰς εἶδος εἴτε εἰς
χρῆμα, μάταιος κόπος. Ὅλοι μοῦ ἀποκρίνονται πὼς πρέπει ἐξ ἰδίων νὰ συνεχίσω
τὸν ἀγῶνα. Μὲ τί; Μὲ ἀέρα; Προσπάθησα νὰ πείσω τοὺς ἀρματωλοὺς τοῦ
Ὀλύμπου νὰ σηκωθοῦν, μάταιος κόπος. Τοὺς λείπουν , λένε , τρόφιμα καὶ
πολεμοφόδια. Μήπως ἔχω ἐγὼ νὰ τοὺς δώσω; Κι αὐτὸς ὁ καιρὸς, ὅλο ἐνάντιος
εἶναι , πρέπει νὰ φτάσω στὴν Ὕδρα , νὰ ἐξηγήσω στὴν κυβέρνηση …
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ: Ἡρέμησε, Μανόλη, θὰ πάθῃς τίποτα. Ἐγὼ δὲν σὲ πῆγα
κάποτε στὴν Πόλη; Ἐγώ δὲν σὲ ἔφερα μέχρι τὴν Ὀδησσό; Στὸν Ἄθω μὲ ποιὸν
πῆγες; Μαζί μου. Ἐγὼ λοιπὸν θὰ σὲ πάω καὶ στὴν Ὕδρα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ :Ἔτσι θὰ γίνει, πατέρα. Θὰ φτάσουμε στὴν ὥρα. Θὰ μᾶς
δώσουν ὅσα χρειαζὀμαστε γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ὁ Ἀγῶνας. Στὸ Ὄρος μπορεῖ νὰ
ὑπάρχουν Τοῦρκοι, μὰ ἡ Νάουσα εἶναι στὸ ποδάρι. Θὰ γυρίσουμε πίσω . Θὰ
πολεμήσουμε καὶ θὰ νικήσουμε. Ἡ Μακεδονία εἶναι καὶ θὰ παραμείνῃ ἑλληνική,
ὅσα χρόνια κι ἂν πέρασε στὴν σκλαβιά, ὅσον καιρὸ κι ἂν χρειαστῇ νὰ περιμένῃ
ἀκόμη. Οἱ Μακεδόνες εἶναι σὰν τοὺς ἀητούς. Δὲν μποροῦν νὰ ζοῦνε σκλάβοι.
ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ : Ἂν καὶ τὰ ἄλλα σου τὰ παιδιὰ εἶναι σὰς ἐτοῦτο , Μανόλη,
ταχιὰ τὴν βλέπω τὴν λευτεριά στὴν πατρίδα σου.Ἔρμη Θράκη, νὰ μὴν ἔχῃς ἑναν
Ἐμμανουήλ Παπὰ καὶ τοῦ λόγου σου!
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Πέφτει πάλι ὁ ἀγέρας. Γυρίζει ἐνάντιος. Κι ὁ καιρὸς μᾶς
βιάζει!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ: Στὸ εἶπα καὶ πρωτύτερα. Εἴμαστε πολλοί στὸ πλοῖο. Δὲν
μοῦ φταῖνε τὰ γυναικόπαιδα νὰ τὰ σκυλοπνίξω. Θὰ φτάσουμε στὴν Ὕδρα στὴν
ὥρα μας. Θὰ σὲ πάω ἐκεῖ, σοῦ τὸ ὑποσχέθηκα! Τελεῖα καὶ παῦλα.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Θὰ μὲ πᾶς ἐκεῖ, μὰ ἴσως τότε ποὺ θὰ φτάσουμε νὰ εἶναι
πολύ ἀργά, γιὰ ὅλα . Ἡ Μακεδονία πρέπει νὰ σωθῇ. Δίχως αὐτὴν ἡ Ἑλλάδα
κινδυνεύει. Δὲν τὸ νιώθουν τοῦτο στὴν Ὕδρα, Ἀντώνη,
( αἰσθάνεται δυσφορία, πιάνει τὸν λαιμό του γιὰ ἀέρα) Ἡ Μακεδονία…σῶστε …
τὴν Μακε… δονία( σωριάζεται στὰ χέρια τῆς Δόμνας)
ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ : Μανόλη… Μανόλη ( προσπαθεῖ τοῦ κάκου νὰ τὸν συνεφέρῃ)
Τελείωσε!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ : ( Παρακολουθεῖ τὴν σκηνὴ σὰν χαμένος, σὰν νὰ μὴν τὸν
ἀφορᾶ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψῃ, ὥσπου ὁ Βισβίζης τὸν ἀκουμπᾶ στὸν ὦμο καὶ
τοῦ λέει:
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ: Ἔλα , παιδί μου νὰ τοῦ κλείσῃς τὰ μάτια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ : (Πλησιάζει τὸ χέρι στὰ ἀνοιχτὰ βλέφαρα τοῦ νεκροῦ, μὰ
δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὰ κλείσῃ ἀμέσως.) Πατέρα…πατέρα…( τοῦ κλείνει τὰ
βλέφαρα καὶ κλαίει μὲ λυγμούς) Πατέρα…

Ἐμφανίζεται ἡ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι παραμένουν στὴν σκηνή.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Τὸ σῶμα τοῦ Ἐμμανουὴλ Παπᾶ ἔφτασε τελικὰ στὴν Ὕδρα.
Ἐτάφη στὴν νῆσο μὲ τιμὲς , ἐνῶ στὴν ἐπιτύμβια πλάκα του χαράχτηκαν τὰ
παρακάτω λόγια :
Γόνος ἀρητῆρος οὖτος σθεναρὸς τ’ Ἐμμανουἠλ
ὅς λίπε Σέρρας τὴν τουτονὶ γειναμένην
μαρνάμενος κατὰ τῶν κοιράννων , ὄφρα σαώσῃ
Ἑλλάδα κλεινὴν καὶ κῦδος ἔλοιτο μέγα
ἔμπης μαρναμένου τὸ χρέον κρατέει παρὰ δόξαν
σῶμα δ’οὖ Ὕδρα ἔλεν, πνεῦμα δὲ οὐρανίων .
Ποὺ θα πῇ:
Υἱὸς ἱερέως ὁ γενναῖος οὖτοςἘμμανουἠλ
ἐγκατέλειψε τὴν γενέτειρά του Σέρρας, πολεμῶν
κατὰ τῶν τυράννων ἴνα σώσῃ τὴν ἔνδοξον Ἑλλάδα
καὶ ἀποκτήσῃ μεγάλην δόξαν. Ἄλλ’ἐκτελῶν τὸ
καθῆκον του ἀπέθανεν ἀπροσδοκήτως. Τὸ σῶμα του
ἐκράτησεν ἡ Ὕδρα, τὴν δὲ ψυχήν του ὁ οὐρανός .
1821 Δεκεμβρίου 5
Ἐγὼ ἔμεινα σκλάβα ἄλλα ἐνενήντα χρόνια στοὺς Τούρκους. Τὰ παιδιά μου
ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα, ὡς νὰ ἐλευθερωθοῦν. Κι ἂν ἐνώθηκα μὲ τὴν Μητέρα
Ἑλλάδα, οἱ κίνδυνοι δὲν μοῦ ἔλειψαν. Μὲ διεκδικοῦν πολλοὶ καὶ πρέπει νὰ μὲ
προσέχουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ οἱ Ἕλληνες. Εὐτυχῶς τὰ τέκνα μου δὲν
διστάζουν ὡς καὶ νὰ θυσιαστοῦν γιὰ μένα. Κι ἐγὼ γνωρίζω νὰ τὰ τιμῶ , ὅπως
τοὺς ἀξίζει. Ἑκατὸν σαράντα πέντε χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ προσφιλοὺς μου
Ἐμμανουήλ, στὴν πλατεία τῶν ἐλευθέρων πλέον Σερρῶν , ὀρθώθηκε ὁ
ἀδριάνδας του. Στὴν βάση του τοποθετήθηκαν τὰ ὀστὰ ποὺ μὲ τόση ἀγάπη
κράτησε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό ἡ Ὕδρα. Μέσα ἀπὸ τὸν ἀδριάνδα αὐτὸν ὁ Παπὰς
ἀτενίζει ἐπιτέλους τὸ χῶμα τῆς πατρίδας του ἐλεύθερο , κι ἐγὼ τὸν βαστῶ μὲ
καμάρι στὴν ἀγκαλιά μου.

ΤΕΛΟΣ
17-20ΜΑΡΤΙΟΥ 2013

ΟΝΑΡΧΟΣ
10ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
«ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ»
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΟΥ ΑΡΗ ΦΑΚΙΝΟΥ: « ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ»
ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΑΡΧΟ
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ
ΣΕΛΗΜ ΑΓΑΣ(ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟΥ)
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
ΚΩΣΤΑ – ΜΠΕΚΑΣ( ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΙΤΩΝ)
ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ( ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΙΤΙΣΣΕΣ)
ΦΩΤΗΣ (ΔΑΣΚΑΛΟΣ)
ΔΗΜΟΣ ( ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ)
ΟΜΑΡ( ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ)
ΠΑΙΔΙ
ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΧΟΡΟΙ ΑΝΤΡΩΝ, ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΠΑΙΔΙΩΝ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
( Σκοτεινή αίθουσα μοναστηριού . Ο Σελήμ , μεταμφιεσμένος σε Πέρση σοφό, διαβάζει και
γράφει σε ένα ξύλινο τραπεζάκι. Ο Ισίδωρος πηγαίνει και βάζει λάδι στο λυχνάρι του.)

ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Πρόσεξε μην σε ξαναπάρει ο ύπνος εδώ πέρα. Την άλλη φορά
τσουρουφλίστηκαν τα γένια σου.
ΣΕΛΗΜ

Σωστά μιλάς. Μα είναι δύσκολη η δουλειά μου και δεν έχω πολύν καιρό.

ΙΣΙΔΩΡΟΣ

Τι ακριβώς γυρεύεις να μάθεις από τα βιβλία;
ΣΕΛΗΜ

Την Ιστορία σας.

ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Ως τα σήμερα όλοι φτωχοί άνθρωποι είμαστε που μαχόμαστε για το ψωμί
και την τιμή μας. Γιαταγάνι και τσαπί, τσαπί και γιαταγάνι. Ο τόπος άγριος , σκληρός.
Ποτάμια ιδρώτα χύνουμε για μια μπουκιά ψωμί.
ΣΕΛΗΜ
Αυτό ακριβώς δεν καταλαβαίνω. Αλλού τα χώματα είναι πλούσια, ο
κόπος σας χρυσάφι θα γινόταν !
ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Άκουσε , γιε μου: Ο αετός έχει δικό του όλον τον ουρανό. Πετά όπου του
κάνει κέφι. Μα κάνει την φωλιά του στην πιο ψηλή, την πιο άγρια κορφή .Εκεί, στον
μανιασμένο άνεμο αναθρέφει τα αετόπουλά του .
ΣΕΛΗΜ

Σεις όμως δεν είστε αετοί, είστε άνθρωποι.

ΙΣΙΔΩΡΟΣ

Εμείς είμαστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ !

ΣΕΛΗΜ

Έτσι κοφτά μιλάς πάντα;

ΙΣΙΔΩΡΟΣ
κουβέντες μου.

Εδώ κι εξήντα χρόνια που είμαι στο μοναστήρι , λιγοστές είναι οι

ΣΕΛΗΜ

Πώς έγινες μοναχός , γέροντα;

ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Μ’ έφερε ο πατέρας μου, σαν έκλεισα τα δέκα . Ήμουν , βλέπεις φτενός,
χαντζάρι δεν μπορούσα να κρατήσω. Γιατί να τρώω άδικα το ψωμί μου;
ΣΕΛΗΜ

Κι εδώ που είσαι τι κάνεις;

ΙΣΙΔΩΡΟΣ
προσευχή.

Μάχομαι για την Πολιτεία με τον τρόπο μου. Με την μελέτη και την

ΣΕΛΗΜ

Και οι άλλοι ;

ΙΣΙΔΩΡΟΣ

Οι άλλοι πολεμάνε με το τσαπί και το ντουφέκι τους .

ΣΕΛΗΜ

Για να υπερασπίσουν τι ; Τις πέτρες ;

ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Το δικαίωμά τους να ’ναι λεύτεροι πάνω σε αυτές τις πέτρες, να
διαφεντεύουν μονάχοι τη ζωή και το έχει τους.
ΣΕΛΗΜ
Τι λαός είστε εσείς που δεν λογιάζετε τίποτα περισσότερο από αυτό που
λέτε ελευθερία ;
ΙΣΙΔΩΡΟΣ

Είμαστε Έλληνες !

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
( Σαράι. Σουλτάνος και Σελήμ)
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ Παράξενα χούγια έχουν αυτοί οι Ρωμιοί , μπρε Σελήμ. Δεν τους κατάλαβα
ποτέ, μήτε θα τους καταλάβω. Για αυτό φώναξα εσένα που ’σαι διαβασμένος και έχεις
πάει στα μέρη τους , να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει με δαύτους.
ΣΕΛΗΜ Πολυχρονεμένε Πατισάχ, αυτοί είναι ο πιο παράξενος λαός της οικουμένης. Έχουν
μια σπιθαμή γης δίχως καρπερό χώμα , χωρίς νερό άφθονο, έναν τόπο όλο βάτα και
στουρνάρια. Μα είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτόν. Δεν προσκυνάνε χρήμα, δεν
λογαριάζουν άλλη τιμή έξω απ’ την Λευτεριά τους.
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ Κι οι παπάδες τους τι κάνουν; Γιατί τους έδωσα τόσα προνόμια, σαν δεν
μπορούν να κρατήσουν το κεφάλι του ραγιά σκυμμένο;
ΣΕΛΗΜ Κανένας από τους παπάδες που σε προσκύνησαν δεν έφτασε ποτέ σε εκείνα τα
μέρη. Ποιος ραγιάς θα ’φτανε ποτέ σε τέτοιον αγριότοπο; Ένας καλόγερος μοναχά είναι στο
μοναστήρι τους, αυτός και παπάς και πνευματικός τους. Του ανοίγουν την καρδιά τους,
γιατί είναι συντοπίτης τους. Γεννήθηκε στα αγριοβούνια τους κι επειδή τον ξέρουν , τον
εμπιστεύονται. Κουβαλά κι αυτός τα μυαλά τα δικά τους.
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
Κακά χαμπέρια φέρνεις , ωρέ Σελήμ. Αυτοί με το ρεμπελιό τους θα
ξεσηκώσουν κι άλλους. Αλογόμυγες είναι που τσιμπάνε τα καματερά και δεν τα αφήνουν
να οργώσουν το χωράφι μου. Ξεπάστρεμα θέλουν. Συθέμελο. Άκου, Σελήμ, ό, τι θες να
κάνεις , φτάνει να μην αφήσεις μήτε την σκόνη τους. Μην υπολογίσεις χρόνο και χρήμα,
μόνο ξεκίνα όσο πιο γρήγορα γίνεται.
ΣΕΛΗΜ Στους ορισμούς σου !

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Σύναξη στην πλατεία. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού)

ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Αδέρφια ! Συχάστε κι ακούσατε. Τούτη τη φορά τα πράγματα είναι
άσχημα. Τόσο ασκέρι δεν το ’φεραν γι’ αστείο οι άπιστοι .Θα πολεμήσουμε σκληρά , κι όχι
μονάχα οι άντρες. Τι λες κυρα-Ρήνη;
ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ Όλες οι γυναίκες ξέρουν να κρατούν ντουφέκι και χαντζάρι, Κωστα-Μπέκα.
Ξέρουν να φτιάχνουν βόλια , κάποιες και να γιατρεύουν πληγές κι είναι όλες σκληρές σαν
άντρες, μην τις φοβάσαι.
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Ας είστε καλά όλες, κυρα-Ρήνη .Πατέρα, οι γεροντότεροι;
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ : Μη σκιάζεσαι για μας, παιδί μου. Θα πάμε τώρα κιόλας όλοι στα πόστα
μας . Κι αν τα ψωμιά μας τα φάγαμε, τούτα τα χέρια είναι θαρρώ ακόμα ικανά να πετάξουν
λιθάρι. Και στα στερνά ένα βαρελάκι μπαρούτι και μια σφαίρα φτάνουν. (Φεύγει).
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Φώτη , τι λες για τα σχολιαρόπαιδα;
ΦΩΤΗΣ Όλα, καπετάνιο, ξέρουν τον τόπο σαν τις φούχτες τους. Τα πιο μεγάλα ρίχνουνε
γεράκι στο φτερό. Τα μικρά γιομίζουν τ’ όπλο για παιχνίδι .Πρόσταξε εσύ κι εκείνα σκυλιά
θα ’ναι σ’ ό, τι διατάξεις.
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Έκανες καλή δουλειά, δάσκαλε. Καλά ’ναι τα γράμματα, μα τώρα θα
δείξουμε όλοι αν φτουράμε μέσα στην πείνα και τον θάνατο. Δήμο;
ΔΗΜΟΣ Όρισε , καπετάνιο!
ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Σύρε, παιδί μου, βρες τους Φράγκους φίλους μας και πες τους βόλια,
μπαρούτι, άρματα θέλουμε και ζωοτροφές, γιατί θα πεινάσουμε τόσοι νοματαίοι
αποκλεισμένοι. Για τις λαβωματιές μας θα γιατροπορευτούμε μοναχοί μας πες τους. Τα
άλλα ανάγκη να τα στείλουν ταχιά. Πουλί να γίνεις. (Ο δήμος φεύγει)
Οι άλλοι τρέξτε στα λαγούμια, καθαρίστε τα, τοιμάστε τα για την περίσταση και μη
σκιάζεστε, ωρέ! Έχουμε κάστρο απάτητο! Καρφί στο μάτι του Τούρκου θα μπούμε κι αυτήν
την φορά .(Φεύγουν όλοι, ο Φώτης τελευταίος) Φώτη, κάτσε, σε θέλω.
( Στιγμή σιωπής) Τι λες, δάσκαλε, θα τα καταφέρουμε ;
ΦΩΤΗΣ Μοναχοί μας δύσκολα, καπετάνιε. Μα απ’ τους ξένους μην περιμένεις πολλά
πράγματα. Έζησα κοντά τους και τους ξέρω .Στα λόγια είναι χουβαρντάδες , μα στον παρά…
Ούτε τα μισά από όσα σου τάξανε μην περιμένεις.
ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Το ξέρω, παιδί μου. Μα τούτος ο λαός θέλει κάπου να ακουμπήσει, τι ο
καημός του είναι αβάσταχτος κι ο πόνος του μεγάλος. Για τούτο τους μιλάω για την
βοήθεια. Να μην τους σκοτώσω την ελπίδα!
ΦΩΤΗΣ Καπετάνιο, είσαι σαν πατέρας μου , σ’ αγαπώ, σε σέβομαι και το ξέρεις. Αν δεν
ήσουν εσύ, δάσκαλος δεν γινόμουν, το ξεχνώ θαρρείς; Εσύ είπες σ’ όλο το χωριό: Τα παιδιά
μας πρέπει να μάθουν από πού έρχονται, για να ξέρουν και πού θα πάνε. Ο Φώτης μπορεί
να τα διδάξει τις ρίζες μας. Ρίχτε λοιπόν εδώ το οβολάκι σας να στείλουμε το παιδί να
σπουδάσει , κι ό, τι μάθει διπλό και τρίδιπλο θα το δώσει στα τέκνα μας. Σου ’χω μεγάλη
αγάπη , Κωστα-Μπέκα, για αυτό και ξάστερα θα σου μιλήσω. Όσοι είμαστε εδώ, είμαστε
έτοιμοι για τα δόντια του Χάρου. Μα το τομάρι μας θα το πουλήσουμε ακριβά. Έξω όμως
από μας βοήθεια μην προσμένεις. Μονάχοι θα το περάσουμε κι αυτό, όπως τόσες φορές
στην ιστορία μας .Μονάχοι και ολίγοι.

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
(Σκηνή του Σελήμ. Ο Σελήμ πληγωμένος , με δεμένη την πληγή μιλά στον Ομάρ)

ΣΕΛΗΜ Φτηνά την γλιτώσαμε, Ομάρ. Τούτη νύχτα είπα πως θα ήταν η τελευταία μου.
Πρόλαβα και ξέφυγα, μα αυτοί δεν θέλαν εμένα, αλλιώς τώρα θα ήμουν στην αγκαλιά του
Προφήτη, πλάι στον πατέρα μου. Μα οι Ευρωπαίοι που είχα στα κανόνια χάθηκαν όλοι.
Τώρα για καιρό θα βουβαθούνε, ώσπου να έρθουν άλλοι παραδόπιστοι Φραντσέζοι να τα
λειτουργήσουν. Κι ως τότε , πόλεμος με το τουφέκι και το σπαθί . Πόσοι να είναι εκεί πάνω ,
Ομάρ;
ΟΜΑΡ Λίγοι, αφέντη, πολύ λίγοι.
ΣΕΛΗΜ Κι εδώ πόσοι ήρθανε;
ΟΜΑΡ Ίσαμε δέκα , όχι περισσότεροι.
ΣΕΛΗΜ Κι έσπειραν τόσο κακό; Ποτίζω ρακί τους άντρες να μεθύσουν , γιατί ξεμέθυστοι
κλαίνε σαν γυναικούλες απ’ τον φόβο τους.
ΟΜΑΡ Πετάγονται απ’ τον ύπνο τους με τον ιδρώτα ποτάμι στα πρόσωπά τους,
φωνάζοντας πως από τους σεϊταν -γκιαούρηδες δεν θα γλιτώσουν. Πώς φτάσαν μέχρι εδώ,
αφέντη;
ΣΕΛΗΜ Θα το μάθω όπως θα μάθω και πώς χάθηκαν μετά την σφαγή. Όταν έκανα τον
Πέρση και πήγα στο μοναστήρι τους , (φτύνει τον κόρφο του) διάβασα πολλά βιβλία. Σ’
αυτά βρήκα μια ιστορία για κάποια λαγούμια που ’ναι σκαμμένα , λέει , κάτω απ’ το χωριό
και βγάζουν σε πολλές μεριές τριγύρω. Από δαύτα θα ξετρύπωσαν κι οι χτεσινοί. Μα δεν
μπορώ να βρω τον τόπο από όπου ξεκινάνε. Αλλιώς θα ’μασταν μες στο χωριό τους χωρίς
χαμπάρι να το πάρουν. Ομάρ;
ΟΜΑΡ Έβετ , εφέντη !
ΣΕΛΗΜ Τρέχα φέρε το τετράδιο με τις σημειώσεις μου από το μοναστήρι.
ΟΜΑΡ Τρέχω, αφέντη !

( Ο Ομάρ φεύγει)

ΣΕΛΗΜ Θυμήθηκα κάτι . Αν είναι αλήθεια πως οι Παλιοκαστρίτες πιστεύουν έστω και λίγο
στους θρύλους τους , το Παλιόκαστρο θα σβήσει απ’ τον χάρτη . Δεν θα μείνει πια μήτε η
σκόνη του.

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
(Φώτης, Κωστα-Μπέκας , κυρα-Ρήνη , χοροί αντρών, γυναικών, παιδιών, Ένα Παιδί)

ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Καλά τα πήγαμε κι αυτή την φορά. Τα κανόνια τους θα σιγάσουν για
πολύν καιρό. Κι αν τολμήσουν να επιτεθούν με γιουρούσι , οι Φραντσέζοι όμηροι θα
πληρώσουν με το αίμα τους την αποκοτιά των συνεργατών τους.
ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ
άπιστων;

Μα καλά , καπετάνιο, Χριστιανοί αυτοί πώς πολεμάνε στο πλευρό των
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Τους οδηγεί κάτι που το βάζουν πάνω από Θεό κι από Αλλάχ: Το χρήμα!
Για τούτο ξεπουλάνε και κορμί και ψυχή και πιστεύω. Πουλημένα τομάρια που νοιάζονται
μονάχα να γεμίσουν τον μπεζαχτά τους , αδιάφορο με ποιο τίμημα.
ΦΩΤΗΣ Κι ούτε που λογαριάζουν την ζωή τους! Τους είδα, τους μίλησα. Δεν παρακαλούν.
Δεν κλαίνε. Ένας Ιταλιάνος μου ’πε κιόλας πως ο θάνατός τους δεν θα μας ωφελήσει
καθόλου. Οι Τούρκοι δεν είναι από κείνους που στιμάρουν την ζωή του ανθρώπου, πόσο
μάλλον ενός γκιαούρη. Γιατί μπορεί να πληρώνουν τους Ευρωπαίους για να χειρίζονται τα
κανόνια τους, μα γκιαούρηδες τους θεωρούν κι αυτούς κι ευχαρίστως θα τους φούρκιζαν ,
αν δεν τους είχαν ανάγκη. Ο Τούρκος , μου ’πε , όλα τα μέσα θα χρησιμοποιήσει
προκειμένου να νικήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο .
( Μπαίνει τρεχάτο Ένα Παιδί)
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ Καπετάνιο, καπετάνιο, τρέχα στις πολεμίστρες να δεις! Οι άπιστοι κάναν
γιουρούσι, μα όχι κατά το χωριό, Κι ούτε βαστούσαν σπαθιά και κουμπούρια. Με πριόνια
και τσεκούρια χιμήξαν πάνω σε ένα θεόρατο κυπαρίσσι που έστεκε στο πλάι του χωριού,
πολεμώντας να το χαλάσουν. Οι δικοί μας τους είδαν και όρμησαν πάνω τους να τους
εμποδίσουν. Μα μιλιούνια αραπάδες τους ρίχτηκαν και τους έδιωξαν προς το μέρος μας.
Ύστερα κύκλωσαν το δέντρο και προστάτευαν όσους το κόβαν , ώσπου το ’ριξαν στη γης.
Πέσαν μετά πάνω του μανιασμένοι οι στρατιώτες και το κομμάτιασαν , ενώ οι δικοί μας
κλαίνε και σκούζουν στις πολεμίστρες. Έλα να τους δώσεις θάρρος , καπετάνιο , γιατί
χανόμαστε!
ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ ( Στον εαυτό του) Ώστε το ’μαθαν. Μα πώς ; Ποιος πρόδωσε το μεγάλο
μυστικό του τόπου ; ( Σε όλους) Αδέρφια, όλα χάθηκαν. Τούτο το κυπαρίσσι ήταν η ψυχή
του Παλιόκαστρου. Όσο ήταν ορθό, τίποτε δεν μπορούσε να μας νικήσει. Τώρα που χάθηκε
, είναι γραφτό να σβήσουμε μαζί του. Ήρθε η ώρα να δείξετε αν είστε πραγματικά
παλικάρια. Κυρα-Ρήνη;
ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Ακούω, Κωστα- Μπέκα.
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Τι αποκρίθηκαν οι γυναίκες σε εκείνο που τις ρώτησες;
ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Τι απόκριση περίμενες; Όλες εδώ θα μείνουμε , ως το τέλος.
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Σαν το αποφασίσατε, πάει καλά .Φώτη !
ΦΩΤΗΣ Πρόσταξε, καπετάνιο.
ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Πάρε τα παιδιά του σχολειού, μπείτε στο λαγούμι και φύγετε. Κρυφτείτε
στο μοναστήρι κι όταν περάσει το κακό, κοίτα να τα βοηθήσεις να γίνουν σωστοί άνθρωποι
κι Έλληνες .
ΦΩΤΗΣ Τι λες, καπετάνιο; Εγώ να σωθώ, ενώ εσείς οι άλλοι…
ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Κάποιος πρέπει να φροντίσει τα παιδιά μας. Ποιος είναι πιο κατάλληλος
απ’ τον δάσκαλό τους; Κάτι ακόμα. Στείλε ένα σαΐνι στον Δήμο να του πει να τρέξει στην
Κέρκυρα να μηνύσει πως το χωριό χτυπήθηκε και γλιτωμό δεν έχει, και να κάνουν ό, τι
μπορούν για να σώσουν τα παιδιά. Φύγετε τώρα. Είναι διαταγή ! (Βγαίνει ο χορός των
παιδιών κι ακολουθεί τελευταίος , με αργά βήματα ο Φώτης. Πριν βγει από τη σκηνή,
γυρίζει , κοιτά τον καπετάνιο, σηκώνει το χέρι σαν να αποχαιρετά) Ακόμα εδώ είσαι; (
Στους στρατιώτες και τις γυναίκες) Παλικάρια, πάρτε θέση στο κάστρο, γυναίκες τρέξτε στην
εκκλησιά και καλήν αντάμωση στον κάτω κόσμο
( Φεύγουν όλοι και η σκηνή κλείνει)

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
( Εκκλησία . Κυρα-Ρήνη , γυναίκες, Τούρκοι. Οι γυναίκες στέκουν γονατισμένες.
Προσεύχονται. Η κυρα-Ρήνη μπαίνει)

ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Λοιπόν , κόρες μου, έτοιμες ;
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Έτοιμες, κυρα- Ρήνη.
ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Ξέρετε καλά τι θα κάνετε, έτσι ;
ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Αχ !
ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Μπας και προτιμάς να πέσεις ζωντανή στα χέρια τους ;
ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, κυρα- Ρήνη. Μόνο συλλογίστηκα το παιδί μου που θα μείνει ορφανό .
ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ Όταν ο Κωστα-Μπέκας μας πρότεινε να φύγουμε, καμιά δεν το θέλησε,
θυμάστε ; Εσείς μονάχες είπατε πως προτιμάτε να πεθάνετε στα σπίτια σας . Σας πίεσε
κανείς ; Μιλάτε !
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μόνες τ’ αποφασίσαμε .
ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εγώ πρώτη απ’ όλες . Πρόσταξε τώρα. Είμαι έτοιμη!
ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ Εσείς οι τρεις θα πάτε να φέρετε τους Τούρκους εδώ .Οι υπόλοιπες τραβάτε
στις θέσεις σας. Κι όταν έρθουν τ’ αγαρηνά σκυλιά, θα δουν τι θα πει Παλιοκαστρίτισσα!
(Φεύγουν όλες προς τα δεξιά, εκτός από τις τρεις που θα βγουν αριστερά για να φωνάξουν
τους Τούρκους. Η σκηνή άδεια για λίγο. Ακούγεται από αριστερά η μια να φωνάζει )
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Ε, σκυλάραπα , αν σου κοτάει έλα να με πιάσεις . ( Καθώς τρέχουν δεξιά)
Γρήγορα , αδερφάδες μου γρήγορα στο λαγούμι .
( Ακολουθούν τρέχοντας οι Τούρκοι . Από το δεξιό άκρο ακούγονται οι φωνές τους )
ΤΟΥΡΚΟΙ Εδώ, εδώ ελάτε. Είναι πολλές και όμορφες . Ουρί του Παραδείσου.
( Στην σκηνή τρέχουν κι άλλοι Τούρκοι ) Τρέξτε, τρέξτε γρήγορα. Η σκηνή για λίγο άδεια.
Ακούγεται ήχος έκρηξης .Η σκηνή κλείνει .
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
( Ισίδωρος ιερομόναχος γράφει, ενώ συγχρόνως ακούμε όσα βάζει στο χαρτί)
ΙΣΙΔΩΡΟΣ Οι γυναίκες τινάχτηκαν μαζί με τους Τούρκους στον αέρα. Η εκκλησία διαλύθηκε.
Οι υπόλοιποι Τούρκοι τα ’χασαν, μα σε λίγο ξανάρχισαν την επίθεση . Οι άντρες
οπισθοχωρούσαν προς το σχολείο, στην κορφή το χωριού . Στη στέγη του κυμάτιζε το
λάβαρο του χωριού μας . Κατάμαυρο με κεντημένη πάνω του με πορφυρή κλωστή την
φράση « ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ». Ελάχιστοι υπερασπιστές απομέναν πια . Κι όταν ο τόπος
γιόμισε Τουρκιά, βάλαν φωτιά στα μπαρουτοβάρελα.
( Σηκώνεται κι απευθύνεται στο κοινό, ενώ ταυτοχρόνως βγαίνουν οι ήρωες για
αποχαιρετισμό, καθώς ακούει καθένας το όνομά του.)
Είδαμε τα πάντα με τον Φώτη και τα παιδιά , πριν τα φυγαδεύσουμε στα Εφτάνησα.
Έπρεπε να ξέρουν. Έμειναν κρυμμένα στις σπηλιές και τα λαγούμια μας , πέντε μερόνυχτα
μετά την καταστροφή. Τότε ήρθε ο Δήμος και μαζί με τον Φώτη τα οδήγησαν στην
Κέρκυρα. Εγώ, αμέσως μετά το κακό , έκρυψα τα βιβλία της μονής στα βουνά. Το άλλο
πρωί ήρθαν οι Τούρκοι και τα έψαξαν. Ο Σελήμ αγάς μου είπε τότε πως εκείνος ήταν ο
Πέρσης που μας είχε επισκεφτεί και πως από τούτα τα βιβλία έμαθε τα μυστικά μας . Δεν
τους άφησε να με πειράξουν , γιατί τον είχα περιποιηθεί τότε, είπε. Είστε παλικάρια όλοι ,
γυναίκες και άντρες, παραδέχτηκε. Μα, διαταγή του Σουλτάνου, δεν πρέπει να μείνει
τίποτε που να θυμίζει την ύπαρξή σας . Σε δυο μέρες από το χωριό δεν απόμεινε ούτε μια
πέτρα. Ως και το νεκροταφείο έσκαψαν , και σκόρπισαν τα κόκαλα στους πέντε ανέμους.
Βρήκα και έθαψα εντός της μονής την Κυρα- Ρήνη και το κεφάλι του Κωστα- Μπέκα .
( Με ένταση στο κοινό) Μα εσείς που είδατε την ιστορία μας, να ξέρετε πως η μνήμη δεν
πρέπει να χαθεί. Μονάχα τότε θα μπορέσουν να διατηρηθούν μέσα μας τα πιο ιερά
στοιχεία :
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!
11ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
(Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ)
ΥΠΟ ΟΝΑΡΧΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΝΘΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ
ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΑΖΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ
ΙΕΡΕΑΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ ΞΑΝΘΟΥ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΛΟΥΡΙΩΤΗΣ
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ
ΚΟΡΦΙΝΟΣ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΟΔΗΣΣΟΣ 1814
Μικρὸ σκοτεινὸ δωμάτιο . Ἕνα τραπέζι, τρεῖς καρέκλες, ἕνα κερί. Γύρω
ἀπὸ τὸ τραπέζι ὁ Ξάνθος, ὁ Σκουφᾶς μὲ μέτωπο πρὸς τὸ κοινό, ὁ Τσακάλωφ. Ὁ
Σκουφᾶς διαβάζει τὸν ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀκοῦν μὲ προσοχή:
ΣΚΟΥΦΑΣ:

«…Τέλος πάντων, ὁρκίζομαι εἰς τὸ ἱερὸν ὄνομά σου, ὦ ἰερὰ καὶ

ἀθλία πατρίς · ὁρκίζομαι εἰς τὰς πολιχρονίους βασάνους σου, εἰς τὰ πικρὰ
δάκρυα τῶν αἰχμαλώτων καὶ καταδίκων κατοίκων σου, τὰ ὁποῖα τόσους αἰῶνας
κατὰ στιγμὴν ὑποφέρουν τὰ ταλαίπωρα τέκνα σου, ὅτι ἀφιεροῦμαι ὅλος εἰς ἐσέ,
ὅτι εἰς τὸ ἐξῆς σὺ θέλεις εἶσαι ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διαλογισμῶν μου, τὸ
ὄνομά σου ὁδηγὸς τῶν πράξεών μου, καὶ ἡ ἐδική σου εὐτυχία ἡ ἀνταμοιβὴ τῶν
κόπων μου. Ἡ θεία δικαιοσύνη ἂς ἐξαντλήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν μου ὅλους
τοὺς κεραυνοὺς τῆς δικαιοκρισίας της , τὸ ὄνομά μου οἱ κατὰ διαδοχὴν
κληρονόμοι μου ἂς εἶναι εἰς ἀποστροφήν, καὶ τὸ ὑποκείμενόν μου τὸ ἀντικείμενο
τῆς κατάρας καὶ τοῦ ἀναθέματος τῶν ὁμογενῶν μου. Κι ἂν ἴσως ἀλησμονῶ μίαν
στιγμὴν τὰς δυστυχίας σου καὶ δὲν ἐκπληρῶ τὸ χρέος μου , ὁ θάνατος ἂς εἶναι ἡ
ἄφευκτος τιμωρία καὶ ἀνταμοιβή τοῦ ἁμαρτήματός μου , διὰ νὰ μὴν μολύνω τὴν
ἁγιότητα τῆς ἱερᾶς Ἑταιρείας σου, μὲ τὴν συμμετοχήν μου». Αὐτὸς , ὦ ἀδερφοὶ
μου , εἶναι ὁ ὅρκος μας. Σ’ αὐτὸν ἂν μείνουμε πιστοί, θὰ μπορέσουμε μιὰ μέρα
νὰ δοῦμε νὰ πραγματοποιεῖται τὸ ποθούμενον!
ΞΑΝΘΟΣ:

Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ!

ΤΣΑΚΑΛΩΦ:

Ὅσο γιὰ μένα, φίλτατοι, γνωρίζετε καλὰ τὶς ἀπόψεις μου. Εἶμαι

δοσμένος ὥς τὰ μύχια τῆς ψυχῆς μου στὸ ἔργο μας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ πιστεύω πὼς
δὲν εἶναι φρόνιμο νὰ καθορίζῃ τὶς κινήσεις μας ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ μόνον. Ἐδῶ
στὴν Ὀδησσό, ἔχομεν βέβαια κάποια ἐλευθερία, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ὑπάρχει
καθόλου σὲ ὅσους κατοικοῦν στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γι’ αὐτὸ πιστεύω
πὼς ἔργο σὰν τὸ δικὸ μας ἀνάγκη νὰ ἐτοιμασθῇ μὲ μεγάλη προσοχή
.Γνωρίζουμε γιὰ παράδειγμα τὶ γίνεται στὸν Μοριά; Στὴ Ῥούμελην; Στὰ νησιά;
Ἀπὸ ποῦ θὰ οἰκονομήσωμεν χρήματα; Ἄρματα; Ζωοτροφίες;
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ἄ, Θανάση, Θανάση, εἶσαι ὁ νεώτερος , μὰ μιλᾶς σὰν γέροντας. Μὲ τὴν

πλάστιγγα γυρεύεις νὰ ζυγιάσεις τοὺς πόθους τοῦ Γένους; Δὲν θυμᾶσαι ὅσα ὁ
ἴδιος μᾶς ἔλεγες πὼς τράβηξες ἀπὸ τὸν Ἀλή; Κυνηγητὰ καὶ διωγμούς; Τὰ ἴδια καὶ
χειρότερα παθαίνουν οἱ Ἕλληνες χρόνια καὶ χρόνια. Κι ἐλπίδα πουθενά.
ΞΑΝΘΟΣ:

Ἔχεις δίκιο , Νικόλα! Μὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Πέρυσι ποὺ ἤμουν γιὰ

ἐμπορικοὺς λόγους στὴν Ἥπειρον, συνομίλησα μὲ ἀρκετοὺς πατριῶτες. Κάποιοι
ἀπ’αὐτούς, οἱ πιὸ μορφωμένοι,

πιστεύουν πὼς ὀ μόνος δρόμος διὰ νὰ βγοῦμε

ἀπὸ τὴν δουλεία εἶναι τὰ σχολειά. Περιμένουν τὴν λύτρωση ἀπὸ τὴν παιδεία. Μὰ
μπορεῖ ἄρα γὲ νὰ εὐδοκιμήσῃ παιδεία κάτω ἀπὸ τὴν σκλαβιά; Ὅσοι ἀπὸ τοὺς
πατριῶτες μας ἔχουν τὴν τύχη νὰ βγοῦν στὴν Εὐρώπη, σπουδάζουν , γυρίζουν
πίσω, δουλεύουν μὲ Τούρκους καὶ Ῥωμιούς, καλοπερνοῦν καὶ δὲν αἰσθάνονται
ζυγό. Ὅσοι δὲ ἀδυνατοῦν νὰ ἐργαστοῦν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Τούρκων, μένουν
καὶ ζοῦν σκορπισμένοι στὶς διάφορες χῶρες, βοηθῶντας μὲ τὶς γνώσεις τους
τοὺς ξένους. Ποιοὶ λοιπὸν θὰ φωτίσουν τὸ ἔθνος; Τὰ καλλίτερα τῶν σχολείων
μας , τόσο αὐτὸ τῆς Χίου ,ὅσο κι ἐκεῖνο τῶν Κυδωνιῶν, ἔχουν κινήσει τὴν ὑποψία
τῶν τυράννων κι ἀφορμὴ γυρεύουν νὰ τὰ καταστρέψουν. Ἑπομένως ;
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ἑπομένως δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἑταιρίας μας,

προκειμένου νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ἀγαπημένης μας
πατρίδας. Εἶστε ἔτοιμοι;
ΤΣΑΚΑΛΩΦ:
ΞΑΝΘΟΣ:

Εἴμαστε!

(Φέρνει στὸ τραπέζι μία Ἁγία Γραφή, τρία ποτήρια κρασὶ κι ἕνα

ἐγχειρίδιο. Ἀνάβει τὸ κερί. ) Μπορεῖς νὰ ἀρχίσῃς
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Κύριοι, τὰ χέρια σας στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. (Οἱ ἄλλοι τοποθετοῦν τὰ

δεξιὰ χέρια τους στὸ εὐαγγέλιο, ἐνῶ μὲ τὰ ἀριστερὰ χέρια κρατοῦν τὰ ποτήρια
μὲ τὸ κρασί) Ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὁρκίζομαι αὐτοθελήτως ὅτι θέλω εἶμαι
πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρίαν κατὰ πάντα …
( Σβήνει τὸ φῶς).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΔΗΣΣΟΣ 1816
(Το ἴδιο δωμάτιο τῆς προηγουμένης σκηνῆς. Σκουφᾶς καὶ Ἄνθιμος Γαζῆς. Μόνοι
συζητοῦν , ἄλλοτε καθισμένοι, ἄλλοτε βαδίζοντας στὸν χῶρο.)
ΓΑΖΗΣ:

Ὅπως σοῦ εἶπα , ἀδελφὲ Νικόλαε, ἡ πατρὶς χρειάζεται σχολεία καὶ

δασκάλους. Χωρίς αὐτὰ

δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα

γιὰ νὰ πετύχῃ τὴν

ποθούμενη(κατεβάζοντας τὴν φωνή) ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α .
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Γιὰ αὐτὸ μοχθοῦμε καὶ μεῖς, ἀρχιμανδρίτα. Γιὰ τὸ ποθούμενο ἀπὸ

ὅλους μας .
ΓΑΖΗΣ:

Καὶ ποῖοι εἶστε σεῖς ; Ὑπαλληλίσκοι καὶ ἔμποροι ἀμαθεῖς…

ΣΚΟΥΦΑΣ:

…καὶ ἀποτυχημένοι! Πὲς το, μὴν ντρέπεσαι! Ἀλήθεια εἶναι. Ἀτύχησα

πράγματι στὶς ἐμπορικὲς μου προσπάθειες,μὲ συνέπεια νὰ χάσω τὴν ἐκτίμησιν
ποὺ ἔτρεφε στὸ πρόσωπό μου ὅλη ἡ ἐδῶ κοινότητα τῶν ὁμογενῶν. Ὅσον ἀφορᾶ
δὲ τοὺς ἑταίρους, κανεῖς μας δὲν ἔχει τὶς σπουδὲς καὶ τὰ διπλώματα. Γιὰ αὐτὸ
ἀπὸ τὰ 1814 ἴσαμε σήμερα, δυὸ χρόνια τώρα, δὲν κατορθώσαμε παρὰ ἐλάχιστους
νὰ μπάσουμε στὸ μυστικό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς τὸν πόθο γιὰ Λευτεριά
δὲν τὸν ἔχουμε ἴδιον ,ὅπως κι ἐσεῖς οἱ γραμματιζούμενοι. Ἐξ ἄλλου γιὰ νὰ
νιώσεις τὸ βάρος τῆς δουλείας δὲν πρέπει νὰ εἶσαι μορφωμένος· ἀρκεῖ νὰ εἶσαι
Ἕλλην!
ΓΑΖΗΣ:

Δὲν ἤθελα νὰ σὲ προσβάλλω!

ΣΚΟΥΦΑΣ:

Κανεῖς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν πατριωτισμό μας. Ὅμως δὲν

φτάνει μόνον αὐτός. Χρειαζόμαστε συστράτευση ὅλων τῶν ἐθνικῶν δυνάμεων,
σὲ ὅποια θέση κι ἂν βρίσκεται κάθε φιλογενῆς πατριώτης. Ἔχουμε ἀνάγκη τὸ
κῦρος καὶ τὶς γνώσεις σου, δέσποτα. Τὶς δίνεις στὸν κοινόν ἀγῶνα;
ΓΑΖΗΣ:

Σκουφᾶ! Σεῖς εἶσθε νέοι · καὶ κάμετε καλά νὰ ἀφήσετε ἐμᾶς τοὺς

γέροντες, νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ στάδιο τῶν φώτων. Ἄκουσα καὶ ἄλλοτε γιὰ
αὐτὰ ποὺ τώρα μοῦ λὲς . Δὲν εἶμαι σύμφωνος, μολονότι δὲν εἶμαι καὶ ἐνάντιος.
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ἐπιμένεις νὰ στέκεις στὴν ἄποψη τοῦ σχολείου; Κι ἐγώ σοῦ λέω πὼς θᾶ

συνδράμουμε τὴν προσπάθειά σου , ἂν κι ἐσὺ βοηθήσεις νὰ ἱδρύσουμεν ἀπὸ
κοινοῦ ἕνα ἀκόμα.
ΓΑΖΗΣ:Ἕνα

ἀκόμα σχολεῖο;

ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ναί! Ἕνα σχολεῖο ποὺ θὰ μάθει τοὺς ἀπανταχοῦ Ἑλληνες νὰ

συλλογοῦνται καὶ νὰ πράττουν ἐλεύθεροι.
ΓΑΖΗΣ:

Κι αὐτὸ στοχάζεσθε νὰ τὸ ἐπιτύχετε μέσῳ τοῦ πολέμου; Καὶ πῶς θὰ

τελεσφορήσῃ ὁ πόλεμος , ἂν οἱ Ἕλληνες δὲν τὸν ἔχουν ἀπὸ πρὶν σπουδάσει;
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ξέρεις ἐσύ, δέσποτα , σχολή ὅπου νὰ διδάσκεται ὁ πόλεμος; Κι ἂν

ὑπάρχει, τότε γιατὶ δὲν πῆγαν ποτὲ ἐκεῖ τόσοι καὶ τόσοι κλέφτες ποὺ χτυποῦν
τὸν Τοῦρκο στὰ βουνὰ τῆς Ῥούμελης καὶ τοῦ Μοριᾶ; Ἤ θὰ μοῦ πεῖς πὼς , ἐπειδὴ
δὲν σποὐδασαν τὴν τεχνικὴ τῆς μάχης , εἶναι κι ἀνίκανοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ
τούρκικα ἀσκέρια. Κάποτε δὲν ὑπάρχει καλλίτερο σχολειὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν
πράξη. Δὲς τοὺς δασκάλους γιὰ παράδειγμα. Μπορεῖ νὰ ξέρουν ἀπὸ τὰ
διαβάσματα χιλιάδες γνώσεις. Μὰ μποροῦν καὶ νὰ τὶς μεταδώσουν στὰ
μαθητούδια; Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία μποροῦν νὰ τὸ μάθουν. Ὅμοια κι
οἱ πολεμιστές. Στὴ φωτιὰ τῆς μάχης θὰ δείξουν τὴν ἀξία καὶ τὶς ἰκανότητὲς τους.
ΓΑΖΗΣ:

Νικόλαε Σκουφᾶ, ἀρχίζεις νὰ μὲ πείθεις!

ΣΚΟΥΦΑΣ:

Μακάρι νὰ γίνεις ἑταῖρος καὶ μέλος τῆς ἀρχῆς, ἀρχιμανδρίτα Ἄνθιμε

Γαζῆ! Τὸ Γένος ἔχει ἀνάγκη τοῦ κύρους καὶ τῆς προσωπικότητάς σου! (κλείνει ἡ
σκηνή.)
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 1816
(Σκηνὴ κομμένη σὲ δύο μέρη . Δεξιὰ ἡ αἴθουσα τοῦ θρόνου τοῦ τσάρου
Ἀλεξάνδρου τοῦ Α’. Ἀριστερὰ τὸ γραφεῖο τοῦ Καποδίστρια. Ἀνοίγοντας ἡ σκηνή,
(φῶς δεξιά)βλέπουμε τὸν Καποδίστρια κρατῶντας στὸ χέρι ἕνα γρᾶμμα νὰ
συνομιλεῖ ὄρθιος μὲ τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ κάθεται, ἀργότερα ὅμως
σηκώνεται καὶ βηματίζει στὸν χῶρο μὲ τὴν ἄνεση ποὺν τοῦ δίνει τὸ οἰκεῖο
περιβάλλον).
Τὸν γνωρίζετε;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ὄχι,

μεγαλειότατε!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Φαντάζεσθε

ποιὲς

εἶναι οἱ ἀνακοινώσεις ποὺ πρόκειται

νὰ σᾶς

κάμῃ;
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Καθόλου! Κρίνοντας ὅμως ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του, δὲν περιμένω

κάτι ἄλλο παρὰ καμίαν ἀνοησία. Δὲν βλέπω ἄλλως τε , γιατί, ἐνῶ βρίσκεται
στὴν Ὀδησσό, δὲν μοῦ ἔγραψε ὅ, τι εἶχε νὰ μοῦ πῇ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:

(Σηκώνεται καὶ βηματίζει) Ἀδιάφορον.καλέστε τον νὰ ἔλθῃ. Καλὸ

εἶναι νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντά

τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι. Μπορεῖτε τώρα νὰ

ἀποχωρήσετε.
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Τὰ

σέβη

μου,Μεγαλειότατε!

(

ὑποκλίνεται

ἐλαφρῶς

καὶ

ὀπισθοχωρῶντας ἀπομακρύνεται πρὸς τὸ γραφεῖο του.(Κλείνει τὸ δεξιὸ φῶς, ἐνῶ
ἀνάβει τὸ ἀριστερό, στὸ γραφεῖο τοῦ Καποδίστρια. Ὁ ἴδιος κάθεται, ῥίχνει μιὰ
ματιὰ στὸ γρᾶμμα, ἐνῶ ὑπάλληλος τοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἄφιξη τοῦ Γαλάτη)
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ:

Ὁ Κόμης Νικόλαος Γαλάτης

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:(Μὲ

εἰρωνικὴ διάθεση) Κόμης; Νὰ περάσῃ. Καὶ νὰ μὴν μᾶς

ἐνοχλήσῃ κανεῖς.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ:
ΓΑΛΑΤΗΣ:

Ὅπως ἐπιθυμεῖτε, κύριε ὑπουργὲ!

(Εἰσβάλλει κατὰ κάποιον τρόπο. Οἱ κινήσεις , οἱ τρόποι, τὰ λόγια του

προκαλλοῦν δυσαρέσκεια στὸν Καποδίστρια, ἐπειδὴ χαρακτηρίζονται ἀπὸ μία
ἄνεση ποὺ δὲν ταιριάζει τόσο στὸν χῶρο, ὅσο καὶ στὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο
ἀπευθύνεται. Τείνοντας καὶ τὰ δύο χέρια, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὸν
ἀγκαλιάσῃ)Ἀγαπητὲ μου Κόμη…
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:
ΓΑΛΑΤΗΣ:

(Τινάζεται ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ μιλᾶ ἀλύγιστος):Κύριε!

Ὁποῖα ὑποδοχὴ πρὸς ἕναν συμπατριώτη σας καὶ ἀντιπρόσωπο τοῦ

Γένους!
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:
ΓΑΛΑΤΗΣ:

Ἐξηγηθεῖτε παρακαλῶ! Τί ἐννοεῖτε;

Εἶμαι Ἰθακήσιος καὶ κόμης τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Ἀπὸ ὅσα γνωρίζω, τὸ ἔθνος μας δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπονείμῃ

τίτλους εὐγενείας σὲ κανέναν. Ἡ δουλεία…
ΓΑΛΑΤΗΣ:

Μὰ ἀκριβῶς περὶ αὐτοῦ πρόκειται! Εἶμαι ἐξουσιοδοτημένος ἀπὸ μιὰ

μυστικὴ ἐταιρεία , μέλος τῶν ἡγετῶν τῆς ὁποίας ἀποτελῶ, νὰ σᾶς κατατοπήσω
περὶ τῶν σκοπῶν της . Πρόκειται γιὰ ἑταιρεία ποὺ τὴν ἀποτελοῦν ἀποκλειστικὰ
ὁμογενεῖς πατριῶτες. Σκοπὸς της ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων
ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ δουλεία καὶ ἡ δημιουργίαν Κράτους ἐθνικοῦ στὶς περιοχὲς
τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ποὺ κατοικοῦνται ἀπὸ Ἕλλήνες. Σᾶς καλῶ ἐξ
ὀνόματος

τῶν

συμπατριωτῶν

νὰ

ἡγηθεῖτε

προσπάθειας καὶ σᾶς παραδίδω τὰ ἔγγραφα,

τῆς

ἐπαναστατικῆς

αὐτῆς

βάσει τῶν ὁποίων ὁρίζεσθε

ἀρχηγὸς , ἐφ’ὅσων βεβαίως σᾶς τὰ ἀναγνώσω, τὰ ἀποδεχθεῖτε καὶ τὰ
ὑπογράψετε…
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Ὁποία τρέλλα! Ὁποία παραφροσύνη κινεῖ τὰ βήματά σας! Γιὰ νὰ

σκέπτεται κανεῖς, Κύριε, τέτοιο σχέδιο πρέπει νὰ εἶναι παράφρων · γιὰ νὰ
τολμήσῃ δὲ νὰ μοῦ ὁμιλήσῃ περὶ αὐτοῦ σὲ αὐτὸ τὸ γραφεῖο ὅπου ἔχω τὴν τιμὴν
νὰ ὑπηρετῶ, μέγαν καὶ κραταιὸν Μονάρχην, πρέπει νὰ εἶναι, ὅπως εἶσθε σεῖς,
νέος ποὺ μόλις ἐγκατέλειψε τοὺς βράχους τῆς Ἰθάκης καὶ παρασυρόμενος δὲν
ξέρω ἀπὸ ποιὸ τυφλὸ πάθος. Ἀρνοῦμαι νὰ μιλήσω μαζί σας περισσότερο · Σᾶς
εὶδοποιῶ δε πὼς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ διαβάσω τὰ ἔγγραφά σας. Ἡ μόνη
συμβουλή ποὺ μπορῶ νὰ σᾶς δώσω εἶναι νὰ μὴν ἀναφέρετε ποτὲ ξανὰ

σὲ

κανέναν ὅσα μοῦ εἴπατε καὶ νὰ φύγετε τὸ ταχύτερο ἀπὸ ἐδῶ. Ἐπιστρέφοντας δὲ
σὲ ἐκείνους ποὺ σᾶς ἔστειλαν ,πεῖτε τους ἐκ μέρους μου νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς
ἐπαναστατικές τους ἐνέργειες καὶ νὰ ζήσουν ὅπως καὶ πρὶν κάτω ἀπὸ τοὺς
κυβερνῆτες ποὺ ὡς τώρα βρίσκονταν, μέχρι ἡ θεία πρόνοια νὰ ἀποφασίσῃ
διαφορετικά, ἂν δὲν θέλουν νὰ καταστραφοῦν καὶ νὰ παρασύρουν στὸν ὄλεθρο
τὸ ἀθῶο μας ἔθνος. Πηγαίνετε! ( Ὁ Γαλάτης ἀποχωρεῖ μουδιασμένος ἀπὸ τὴ
σκηνή. Μόλις φύγει ἀπὸ τοὺς θεατὲς, ἀκούγεται ἡ τελευταία λέξη τοῦ
Καποδίστρια) Τυχοδιώκτη! (κλείνει ἡ σκηνή.)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1818
(Σκηνὴ χωρισμένη στὰ δύο. Ἀριστερά ἐκκλησία, δεξιὰ δωμάτιο στὸ σπίτι τοῦ
Ξάνθου) (Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Ξάνθος μὲ τὴ γυναῖκα, τὸν μικρό του γιὸ
καὶ τὴν χήρα ἀδερφή του μὲ τὰ δύο ὀρφανά της, περιμένουν μὲ τὰκεριὰ στὰ
χέρια νὰ ἀκούσουν τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Τὰ φῶτα σβήνουν. Μέσα στὸ
σκοτάδι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ ἱερέα.)
ΙΕΡΕΑΣ :

Δεῦτε λάβετε φῶς
ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς
καὶ δοξάσατε Χριστὸν
τὸν ἀναστᾶντα ἐκ νεκρῶν.(τρις)
(Καθὼς ψάλλεται τὸ τροπάριο, ὁ Σκουφᾶς πλησιάζει γιὰ νὰ ἀνάψει τὸ κεράκι
του ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Ξάνθου. Ὁ Ξάνθος δίνει τὸ κερί του στὴν γυναῖκα του καὶ
πρὶν ὁ Σκουφᾶς πλησιάσει τὸ κερὶ του στὸ δικό του, τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν
ἀσπάζεται. Ἔπειτα , μὲ τὰ κεριά τους ἀναμμένα, ψάλλουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν
Θανάτῳ θάνατον πατήσας
Καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
Ζωὴν χαρισάμενος. (τρις))
ΞΑΝΘΟΣ: Χριστὸς

Ἀνέστη, Νικόλαε!

ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἄμποτε
ΞΑΝΘΟΣ: (

καὶ Ἑλλάς , Ἐμμανουήλ!

Στὴν γυναῖκα του):Ἀπόψε θὰ ἔχουμε στὸ τραπέζι ἕναν παλιό, καλό μου

φίλο. Φρόντισε νὰ μὴν τοῦ λείψει τίποτα .
ΓΥΝΑΙΚΑ ΞΑΝΘΟΥ: Μὴν

νοιάζεσαι!

(Τὸ φῶς περνᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὸ σπίτι τοῦ Ξάνθου, ὅπου τὸν βλέπουμε νὰ
μιλᾶ μὲ τὸν Σκουφᾶ.)
ΞΑΝΘΟΣ: Δὲν

τὸ ’λπιζα πὼς θὰ σὲ ξανάβλεπα!

ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἤρθαμε

χθές ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ μὲ δύο νέα μέλη.

ΞΑΝΘΟΣ: Δηλαδή;
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Τί δηλαδή; Προχωροῦμε. Ὅλο καὶ μπαίνουν νέοι Ἕλληνες στὴν

ὑπόθεση.
ΞΑΝΘΟΣ:

Ἐμένα μὲ ῥούφηξαν οἱ ὑποχρεώσεις. Δουλεύω ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα γιὰ

νὰ συντηρήσω τὴν γυναῖκα καὶ τὸ παιδί μου . Χήρεψε κι ἡ ἀδερφή μου καὶ
μένουμε μαζί. Πῶς νὰ θρέψει μονάχη τὰ δυὸ μου ἀνήψια;
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Κατανοῶ τὰ προβλήματά σου, ὡστόσο μὴν νομίσεις πὼς τὰ

παρατήσαμε. Εἶσαι ἀκόμα σύμφωνος;
ΞΑΝΘΟΣ:

Ἐννοεῖται! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀπόφαση ποὺ τὴν πῆρα τότε ἀψήφιστα!

Νόμισα μόνο πὼς μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ Γαλάτη…
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Άκόμα δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς ἔπεσα τόσο ἔξω σχετικὰ μὲ τὸ

ἄτομό του! Φαινόταν τόσο δοσμένος στὸν σκοπό μας!
ΞΑΝΘΟΣ: Ἐμένα

μὲ πάγωσε ἡ στάση τοῦ Κόμητος.
Ἄκουσε , φίλε: Ἡ πατρὶς ἔχει ἀνάγκη ὅλους μας, τὸν καθένα ἀπὸ τὴ

ΣΚΟΥΦΑΣ:

δική του θέση. Ἀλίμονο στοὺς λαοὺς ποὺ ἐμπιστεύονται τὸ μέλλον τους μονάχα
στοὺς πολιτικοὺς. Αὐτοὶ περιμένουν νὰ βγάλει ὁ κοσμάκης τὸ φίδι ἀπὸ τὴν
τρύπα γιὰ νὰ ἐκμεταλεύονται ἔπειτα τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοὺς παρουσιάζονται καὶ
νὰ καρπώνονται τὴν ἐξουσία . Ἀπομένει λοιπὸν στοὺς πολίτες νὰ φροντίζουν
τὸν τόπο τους οἱ ἴδιοι. Ὁ Κόμης διάλεξε στρατόπεδο. Ὑπηρετεῖ ξένον Μονάρχη.
Τὸ δήλωσε ξεκάθαρα. Ἀπομένει λοιπὸν σὲ ἐμᾶς τοὺς ἄγνωστους καὶ τοὺς
ἐμπορικὰ ἀποτυχημένους νὰ φροντίσουμε γιὰ τὸ ποθούμενο. Αὐτὸ καὶ θὰ
κάνουμε ! Καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς θὰ πετύχουμε. Τώρα εἴμαστε πολλοὶ στὸ
μυστικὸ.
ΞΑΝΘΟΣ:

Κάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μείνουν μαζί μας. Θὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ

συζητοῦμε μὲ μεγαλύτερη ἄνεση γιὰ τὶς μελλοντικὲς μας κινήσεις.
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ἔχω ἤδη μηνύσει νὰ ἔρθουν καὶ τοὺς περιμένω.Μὰ νά, ἔφτασαν.

( μπαίνουν ὁ Ἀναγνωστόπουλος καὶ ὀ Λουριώτης )
ΞΑΝΘΟΣ:

Καλῶς ἤρθατε , ἀδερφοί. Χριστὸς Ἀνέστη!

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ:
ΣΚΟΥΦΑΣ:

Ἡ Ἑλλὰς νὰ δοῦμε πότε!

Πάντα ἀνυπόμονος, ἀδερφὲ Ἀναγνωστόπουλε! Ἐδῶ χρειάζεται σχέδιο

σωστό καὶ κινήσεις ὑπολογισμένες. Μαζευτήκαμε μὲ τὸν ἀδερφὸ Ξάνθο ἀπὸ δῶ
γιὰ νὰ συζητήσουμε τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἑταιρεία. Τὴν
ἐξεύρεση χρηματοδότη.
ΛΟΥΡΙΩΤΗΣ:

Εἴπαμε νὰ κατεβοῦν στὸ Μοριὰ ὁ Νικόλαος μὲ τὸν Παναγιώτη γιὰ νὰ

κατηχήσουν στὸ μυστικὸ τὰ πλέον σημαίνοντα πρόσωπα τοῦ τόπου. Μὰ στὸ
ταμεῖο ὑπάρχουν μονάχα πενήντα ὁλλανδέζικα φλουριά. Μὲ αὐτὰ δὲν μποροῦμε
νὰ πράξουμε τίποτα.
ΞΑΝΘΟΣ:

Δυστυχῶς καὶ ἡ δική μου οἰκονομικὴ κατάσταση εἶναι ἐξ ἴσου ἀναιμική.

Ἐδῶ χρειάζεται ἕνας ἀδερφὸς ποὺ νὰ φυσᾶ τὸν παρά.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ:
ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἂν

Σὰν τὸν Παναγιώτη Σέκερη.

δεχόταν αὐτός, μὲ τόσα καράβια δικά του καὶ τόσο μεγάλο ἐμπορικὸ

κύκλο, ἡ ἐπιτυχία θὰ ἤταν κι ὅλας ἐξασφαλισμένη.
ΛΟΥΡΙΩΤΗΣ:

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τοὺς σκοπούς μας;

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ:

Ἐγώ, ἀδερφὲ Λουριώτη. Κι ἔχω πολλὲς ἐλπίδες νὰ τὸν πείσω.

( κλείνει ἡ σκηνή.)
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 1820
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:
ΞΑΝΘΟΣ:

Ἐλᾶτε , κύριε Ξάνθο. Μὴν στέκεστε τόσο μακριά. Σᾶς ἀκούω .

Κοινός μας φίλος μὲ παρακάλεσε νὰ σᾶς παραδώσω ἐκ μέρους του μίαν

ἐπιστολήν, κύριε Κόμη. Ἰδού! ( τοῦ δίνει τὸ γράμμα. Ὅσο ὁ Καποδίστριας τὸ
διαβάζει, ἀκούγεται ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἡ φωνὴ τοῦ Ἄνθιμου Γαζῆ, ἀποστολέα
τοῦ μηνύματος)
ΦΩΝΗ ΓΑΖΗ:

«Φίλτατε Ἰωάννη. Χαίρω ποὺ μὲ τὴν παροῦσα ἐπιστολή μου ἔρχομαι

νὰ σοῦ ἐνθυμίσω γεγονότα τῆς κοινῆς μας ζωῆς ἐν Βιένῃ πρὸ ἑπταετίας, ὅταν
ὑπηρετοῦσες ὡς ὑπεράριθμος στὴν ἐκεῖ ῥωσικὴ πρεσβεία. Κάθε Σάββατο
γευματίζαμε μαζὶ καὶ μοιραζόμασταν τοὺς καημοὺς τοῦ γένους μας.
Ἀναστέναζες τότε καὶ ἀναζητοῦσες ἕναν Θρασύβουλο ὁ ὁποῖος θὰ ἔδιωχνε τοὺς
τυράννους ἀπὸ τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος τὸ ἔπραξε γιὰ τὴν Ἀθήνα.
Ἰδοὺ λοιπὸν · ἔρχομαι νὰ σοῦ γνωρίσω ἀρκετοὺς Θρασύβουλους ποὺ ἐν ἔτει 1820
μάχονται νὰ καταστήσουν τὴν Ἑλλάδα ἐλεύθερη. Ἄκουσε ὅσα θὰ σοῦ ποῦν μὲ
τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ κάνε ὅ, τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι σου γιὰ νὰ ἐνισχύσεις τὴν
προσππάθειά μας. Ὁ φίλος σου Ἄνθιμος Γαζῆς».
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Ὁ φίλος μας μὲ προτρέπει νὰ σᾶς ἀκούσω μὲ προσοχή. Εἶμαι

λοιπὸν στὴν διάθεσή σας.
ΞΑΝΘΟΣ:

Ἀπὸ τὸ 1814 μία μικρὴ ὁμάδα φίλων συνέστησε μίαν ἑταιρείαν μὲ σκοπό

τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ γένους ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν Ὀθωμανῶν. Λίγοι στὴν
ἀρχή, περισσότεροι στὴν συνέχεια, ὁρκιστήκαμε νὰ δώσουμε καὶ τὸ αἷμα μας ,
ἐφ’ ὅσον χρειαστεῖ, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουμε τὸν σκοπό μας. Στὰ ἕξι χρόνια
ποὺ πέρασαν ὥς σήμερα ξεπεράσαμε πολλὰ ἐμπόδια. Τώρα εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ
πραγματοποιήσουμε τοὺς πόθους αἰώνων. Ἕνα μόνον μᾶς λείπει. Τὸ πρόσωπο
ποὺ θὰ ἡγηθεῖ αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Ἐμεῖς βλέπετε , ἐξ αἰτίας δυσμενῶν
περιστάσεων δὲν διαθέτουμε οὔτε τὴν θέση, οὔτε καὶ τὴν πείρα ποὺ ἀπαιτεῖ μία
τόσο φιλόδοξη προσπάθεια. Κοινή μας ἐπιλογὴ τὸ πρόσωπό σας. Πιστεύουμε
πὼς κανεῖς ἐκτὸς ἀπὸ ἐσᾶς, Κύριε Κόμη, δὲν ἔχει τὰ προσόντα γιὰ νὰ λάβει ,
ἔναντι τοῦ ἔθνους τέτοια τιμὴ καὶ εὐθύνη. Σᾶς καλοῦμε λοιπόν, γίνετε σεῖς ὁ
ἀρχηγὸς καὶ ἐμπνευστής μας.
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

Χαίρομαι ποὺ οἱ συμπατριῶτες μου ποθοῦν τόσον τὴν ἐλευθερίαν.

Θεωρῶ ὅμως τὸ ἄτομόν μου ἐντελῶς ἀκατάλληλο νὰ ἡγηθῇ τοῦ ἀγῶνα σας.
Πιστεύω πὼς ἀπὸ τὴν τωρινή μου θέσιν , μπορῶ νὰ βοηθήσω στὴν δημιουργία
ἐκείνων τῶν συνθηκῶν ποὺ θὰ εὐνοοῦσαν

παρόμοιο κίνημα, ὅπως γιὰ

παράδειγμα ἕνας νέος ῤωσοτουρκικὸς πόλεμος. Μόνο ποὺ θὰ σᾶς συνιστοῦσα
νὰ περιμένετε. Τὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης ἐπιθυμοῦν ἐντονοτατα τὴν εἰρήνη καὶ
ἀντιτίθενται σὲ ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἀλλαγῆς συνόρων ἤ ἀνατροπῆς τῶν
ὑφιστάμενων καθεστώτων. Ἐξέθεσα ἤδη αὐτὲς τὶς ἀπόψεις σὲ ἀπεσταλμένο τοῦ
μπέη τῆς Μάνης. Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν μόνοι τους.
Μονάχα ἐκμεταλευόμενοι τὶς περιστάσεις ποὺ ἡ θεία Πρόνοια θὰ δημιουργήσει
πρὸς χάριν τους.
ΞΑΝΘΟΣ:

Δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίσουμε ἔστω σὲ οἰκονομική, ἐκ μέρους τοῦ τσάρου,

βοήθεια στὴν προσπάθειά μας ;
Οὔτε νὰ διανοεῖσθε κάτι τέτοιο. Ὁ Τσάρος βρίσκεται ἤδη σὲ δεινὴ

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:

θέση λόγῳ τοῦ ὀρθοδόξου του δόγματος , ἔναντι τῶν ὑπολοίπων μεγάλων
δυνάμεων. Δὲν θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ δόσῃ στὴν παρούσα φάση τὴν παραμικρὴ
λαβή γιὰ εἰς βάρος του σχόλια. Ἡ διαγωγή του ἔναντι τῆς Αὐστρίας ἰδίως πρέπει
νὰ εἶναι ἄμεμπτος.
ΞΑΝΘΟΣ:

Κατάλαβα κύριε Κόμη. Εἶσθε ὑπὲρ τὸ δέον σαφῆς. Ἐπιτρέψτε μου μόνο

νὰ σᾶς πῶ πὼς οἱ συμπατριῶτες μας ποὺ σεῖς θεωρεῖτε ἀνίκανους νὰ
ἀποτινάξουν τὴν σκλαβιά τους μόνοι, δὲν εἶναι διόλου κατώτεροι τῶν Ἰσπανῶν ἤ
τῶν Ὁλλανδῶν, οἱ ὁποῖοι τόλμησαν καὶ κατάφεραν νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἐθνική
τους αὐτονομία. Πρὶν σᾶς ἀ[παλλάξω ἀπὸ τὴν παρουσία μου, νὰ ῥωτήσω ἂν μοῦ
ἐπιτρέπετε νὰ μείνω χωρὶς κίνδυνο λίγον καιρὸ ἀκόμη στὴν Πετρούπολη;
Κὰι ποιὸς θὰ σᾶς ἐνοχλήσῃ; Καθῆστε ὅσον καιρὸ θέλετε.

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:
ΞΑΝΘΟΣ:

Τὰ σέβη μου, Κύριε Κόμη! ( Γυρίζοντας πρὸς τὸ κοινό, μὲ φωνὴ ποὺ νὰ

δείχνει πὼς αὐτὰ ποὺ λέει τὰ σκέφτεται): Καὶ τώρα δὲν ἀπομένει παρὰ ἡ ἐπιλογὴ
τοῦ πρίγκηπος Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1820 ΙΣΜΑΗΛΙ ΒΕΣΣΑΡΑΒΙΑΣ
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:

Φίλτατοι συμπατριῶτες,

συζητήσουμε

συγκεντρωθήκαμε σήμερα γιὰ νὰ

τὸ γενικὸν σχέδιον τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἐφαρμογή του.

Γνωρίζουμε ἤδη πὼς μετὰ τὶς ἐπιτυχημένες

ἐνέργειες τοῦ Ἰωάννου

Παπαρηγοπούλου( τὸν δείχνει) ὁ Ἀλὴ πασὰς εἶναι ἔτοιμος νὰ ἐπαναστατήσῃ
ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν οἱ τοῦρκοι εὔκολα νὰ στείλουν
στρατεύματα νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ κατόπιν νὰ περάσουν μὲ ἄνεση στὸ Μοριά,
θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ ξεσηκωθεῖ ¨η Σερβία. Ἔτσι τὰ στρατεύματα τῶν τούρκων
θὰ εἶναι γιὰ καιρὸ ἀπασχολημένα καὶ θὰ ἔχουμε τὸ χρόνο νὰ στερεώσουμε τὴν
ἐπανάσταση στὴν νότιο Ἑλλάδα.
ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ:

Μονάχα

νὰ

προσέξουμε

τὸν

νέο

ἀρχηγό

τους.

Ὁ

Καραγεώργεβιτς ἦταν μέλος τῆς ἑταιρείας καὶ πιστὸς φίλος. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως
ποὺ τὸν σκότωσε καὶ τοῦ πῆρε τὴν θέση ὁ Ὀβρένοβιτς, τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν
μεριά τῶν Σέρβων σίγουρο. Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ἐπαναστατήσουν πρὶν ὰπὸ
ἐμᾶς κι ὄχι μετά. Γιατὶ , ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι θὰ εἶναι ἀπασχολημένοι στὴν
Πελοπόννησο, ἐκεῖνοι θὰ βροῦν ἅπλα νὰ φτάσουν χωρίς ἀντίσταση ὡς τὴ
Θράκη, πρᾶγμα γιὰ ἐμᾶς ὀλέθριο. Προτείνω λοιπὸν νὰ σταλεῖ ὁ Ἀριστείδης
Παπᾶς γιὰ νὰ τοὺς βολιδοσκοπήσει καὶ νὰ μᾶς ἀναφέρει τὶς προθέσεις τους.
ἍΠΑΝΤΕΣ:

Δεκτόν!

ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ:

Στοὺς Μαυροβούνιους νὰ στείλουμε τὸν Λεβέντη. Ἀνάγκη νὰ

κρατήσουν τοὺς Ἀλβανοὺς τῆς Σκόδρας μακριὰ ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Ἀλή.Ὅσοι
συμφωνεῖτε , σηκῶστε τὸ χέρι.( Τὸ σηκώνουν ὅλοι).
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:Στὴν

Ἥπειρο ἂς πάει ὁ Περραιβὸς ποὺ γνωρίζει τοὺς Σουλιῶτες. Ὁ

Ὀλύμπιος κι ὁ Φωκιανός θὰ κινήσουν στὴν Μολδοβλαχία.
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:

Κι ἂν ἣ Τουρκία μπεῖ στὶς ἡγεμονίες γιὰ νὰ χτυπήσει τὸ κίνημα;

Πιστέυω , ἀρχιμανδρίτα, πὼς ἡ Τουρκία δὲν θὰ εἰσβάλλει οὔτε στὴν

Μολδαβία ,οὔτε στὴν Βλαχία, διότι τότε θὰ προκαλέσει παρέμβαση τῆς Ρωσίας.
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:Καὶ

στὸ Μοριά; Θὰ κατέβει ἡ ὑψηλότης σου; Καὶ πότε;

ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Φυσικά.

Θὰ πάω τὸ γρηγορότερο, ἐφ’ ὅσον ὄλα εἶναι ἔτοιμα.

Λάθος , ὑψηλότατε, τίποτα δὲν ἔχει ἐτοιμαστεῖ.

ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:Αὐτὲς

εἶναι χαμένες κουβέντες. Ὁ Μοριὰς εἶναι μιὰ βαρέλα

μπαρούτι. Ἕνα καρβουνάκι κι ἄναψε.
ΚΟΡΦΙΝΟΣ :

Πόσον καιρὸ λείπεις, παπά, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα;

ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:

Γιατὶ δὲν ἀπαντᾶς στὴν ἐρώτηση τοῦ Κορφινοῦ, Παπαφλέσσα;

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:

Τριάμησι χρόνια. Καὶ μ’αὐτό;Ἔχω ἐδῶ ἕνα χαρτὶ ποὺ λέει πὼς ὅλος

ὁ Μοριάς εἶναι στὸ πόδι, ἔτοιμος. Διαβᾶστε.
ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:

Τὸ χαρτὶ αὐτό τὀ ’φτιασες μοναχός σου

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:
ΚΟΡΦΙΝΟΣ :

Ψέμματα ! Λέτε ψέμματα . Κιοτῆδες!

Κάτσε κάτου, παπά. Ἐσὺ νὰ διαβάζεις τὸ ψαλτήρι σου. Σὲ ῤώτησα

πρωτύτερα πόσον καιρὸ λείπεις ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μοῦ ’πες τριἀμησι χρόνια.
Ἐγὼ λείπω ἀπὸ κεῖ μόνο ἑφτά μῆνες καὶ δὲν εἶδα τίποτε ἀπ’ αὐτά ποὺ λέει τὸ
χαρτί σου.
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:
ΚΟΡΦΙΝΟΣ :

Τολμᾶς νὰ πεῖς πὼς ἕνας ἱερέας λέει ψέμματα;

Κι ἐσὺ τολμᾶς νἀ ἀμφισβητεῖς ἕναν ἀξιωματικὸ τοῦ ῥωσικοῦ στρατοῦ;

ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:

Ἕλληνες ! Ὡς πότε θὰ μαλώνετε μεταξύ σας; Ὡς πότε θὰ δίνετε

δικαίωμα στοὺς ξένους νὰ τρίβουν τὰ χέρια τους ἀπὸ χαρά γιὰ τὴν κατάντια
μας; Μονάχα ἐνωμένοι θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε τὸ ὄνειρο πραγματικότητα.
Κι ἂν θέλετε τὴ γνώμη μου, ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρίς μεγαλώτατα
κέρδη. Ὅταν ὅμως μόνοι τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸ ζυγό τῆς τυραννίας, τότε
καὶ ἡ Εὐρώπη θὰ κλείσῃ μὲ ἐμᾶς συμμαχίες ἀδιάλυτες. Τρεῖς πρωτεργᾶτες τῆς
ἐλευθερίας ἔκαναν τὴν ἀρχή, δημιουργῶντας τὴν ἑταιρεία. Ὁ Σκουφᾶς πέθανε
πρὶν δεῖ νὰ πραγματοποιεῖται τὸ ἔργο τῆς ὑπαρξής του. Τοῦ χρωστᾶμε λοιπὸν νὰ
τὸ κάνουμε πράξη ἐμεῖς. Καὶ θὰ τὰ καταφέρουμε , μονάχα ἂν εἴμαστε ἐνωμένοι.
Ἐνωμένοι κι ἀποφασισμένοι. Ἀρχὲς τῆς Ἄνοιξης ὁ ἀγῶνας μας ἀρχίζει καὶ ὁ
Θεὸς βοηθός !
12ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΤΟ ΜΕΣΟΛΛΟΓΓΙ
(ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΑΡΧΟ)
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΦΩΤΗΣ(ΝΕΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ)

Φώτης Πανταζής

ΑΓΝΗ(ΝΕΑ ΚΟΠΕΛΑ)

Γεωργία Φουρναράκου

ΚΥΡΑ- ΛΕΝΗ ΣΤΑΘΉ (ΓΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ) Βάνα Γκαρή
ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ Μάριος Τάφα, Αγκλίν Ραντεσί, Λεζάντρο, Μικέλε, Ενίλιο
ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΈΛΛΗΝΕΣ Μιχάλης Σαλίβερος, Λεονάρδος Τζίτζης, Τάσος
Κανάκης, Αρίστος Λεμοντζής, Άλκης Μιλίγκας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ Νεκτάριος Σαραντόπουλος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ Γιάννης Βουλγαράκης.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΕΣ(

ΜΑΝΑ

Βαγγελίτσα

Παλαμήδη

ΕΛΠΙΔΑ

Φιλαρέτη Κρεούζη ΣΟΦΙΑ Γλυκερία Μίχα, ΕΙΡΗΝΗ Αθηνά Βογιατζόγλου)
ΠΑΙΔΙ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟ : Αναστασία Χαλδαιάκη
ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ Δημήτρης Λεούσης
ΙΜΠΡΑΗΜ Γιάννης Ζοντός
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ Φίλιππος Κάσσης
ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ Κώστας Πότσης
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Σπυρίδων Χρήστου
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Στέφανος Τζερεφός
ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ; Ίντια Ντόχερτυ, Σεμίνα Σεϊτάι,
Εμιλιάνα Μετούσι, Μαρία Λαμπριάδου, Χριστίνα Λυκούρη
ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΑΓΝΗ : Ορέστης Μπαλίλη
ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΣΟΛΩΜΟ: Χριστίνα Γρυπαίου
(Πλατεία μὲ ἕνα πηγάδι . Μακρύτερα τὸ τεῖχος. Πολεμιστὲς τῆς φρουρᾶς πίσω
ἀπὸ αὐτό. Στὸ πηγάδι μιὰ νέα κοπέλα μὲ ἕναν μαστραπὰ στὸ χέρι. Μπαίνει ἕνας
νέος. 1 (ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΝΟ 14 )
ΦΩΤΗΣ : Σὲ παρακαλῶ, κοπελιά, βάλε μου λίγο νερό.
ΑΓΝΗ: Μετὰ χαρᾶς, παλικάρι!(τοῦ δίνει τὸν μαστραπά.)
ΦΩΤΗΣ :(Πίνει)Ααα! Την δροσιά του να ’χεις. Νὰ σὲ χαίρονται οἱ δικοί σου.
ΑΓΝΗ: Δὲν ἔχω κανέναν δικό μου! Μὲ μεγάλωσαν οἱ γερόντισσες τοῦ
Μεσολλογγιοῦ. Μὲ ἔχουν ὅλες σὰν κόρη τους.
ΦΩΤΗΣ:Θὰ πρέπει νὰ ἔχουν ἀγωνιστεῖ πολὺ γιὰ νὰ σὲ κάνουν τόσο καλὴ καὶ
ἔμορφη.
ΑΓΝΗ:Α, ὡς ἐδὼ καὶ μὴ παρέκει! Τὶ θάρρεψες; Πὼς ἐπειδὴ δὲν ἔχω κύρη νὰ μὲ
συντρέξει,μπορεῖ κάθεὶς νὰ μὲ προσβάλει ἀτιμώρητα; Μιὰ κουβέντα νὰ πεῖς
ἀκόμη καὶ δὲν θά ’βρει ὁ Τοῦρκος ἀντίπαλο αὔριο στὴν ντάπια.(τὸν ἄπειλεῖ μὲ τὸ
τάσι)
ΦΩΤΗΣ: Τὸ τάσι στὸ ἔδωσαν γιὰ νὰ δροσίζεις τοὺς ἀποσταμένους κι ὄχι γιὰ νὰ
σπάζεις τὰ κεφάλια τους.
ΑΓΝΗ: Μὲ λένε Ἀγνὴ καὶ δὲν μ’ ὀνόμασαν τυχαῖα ἔτσι!
ΦΩΤΗΣ: Κι ἐγὼ εἶμαι ὁ Φώτης καὶ δὲν φοβᾶμαι νὰ πέσω στὴν φωτιὰ γιὰ αὐτὰ
ποὺ ἀγαπάω!
ΑΓΝΗ:Τί μοῦ τὸ λές;
ΦΩΤΗΣ: Γιατὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ ἔχω ἕναν ἄνθρωπο ἀκόμα νὰ νοιάζομαι, σὰν
πολεμῶ. Γενναιότερα θὰ μάχομαι καὶ θὰ προσμένω πιότερο τὴν μέρα ποὺ θὰ
διώξουμε τοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀπὸ τὸν τόπο μας.
Τότε νὰ μὲ καρτερεῖς . Θὰ ἔρθω νὰ βρῶ τὶς γερόντισσες ποὺ σὲ φροντίζουν, νὰ
μιλήσουμε.
ΑΓΝΗ: Ὡς τότε νὰ φυλάγεσαι, βόλι νὰ μή σὲ ἔβρει.
ΦΩΤΗΣ: Ντροπὴ δὲν εἶναι νὰ φανῶ κιοτής, τώρα ἴσα ἴσα ποὺ ἔχω ταμπούρι
ἀπάτητο ,ποὺ ὁ Χάρος δὲν τὸ πιάνει;
ΑΓΝΗ: Τὶ ταμπούρι εἶναι αὐτὸ πάλι;
ΦΩΤΗΣ: Διπλόχτιστο καὶ φωτεινὸ καὶ φτάνει στὴν καρδιά μου.
Ταμπούρι μέσα μου ἔχω ἐγὼ τὰ μάτια σου , κυρά μου.
ΠΑΙΔΙΑ:( Μπαίνουν τρεχάτα) Γρήγορα! Οἱ Τοῦρκοι κάνουν γιουροῦσι στὴν
ντάπια τοῦ Μακρή! Πᾶμε νὰ ἀρχίσουμε τὸν πετροπόλεμο!
ΦΩΤΗΣ: Στὴν ντάπια τοῦ Μακρή! Ἔφτασα , καπετάνιο μου!(φεύγει πίσω ἀπὸ τὰ
παιδιὰ).
ΑΓΝΗ:(Ἀπομένει νὰ τὸν κοιτᾶ μὲ τὸν μαστραπὰ στὸ χέρι)
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ(Μπαίνει κρατῶντας ἕνα μικρὸ βαρελάκι . Κοιτᾶ τὴν Ἀγνὴ καὶ τῆς
λέει):Καλὸ κι ὄμορφο παλικάρι, μὰ καθόλου δὲν φυλάγεται. ΑΓΝΗ:(τρομάζει)
Ὄχι, δὲν…
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Μὴν ταράζεσαι! Καλὰ κάνεις καὶ τόνε θωρρεῖς. Τ’ ἀξίζει καὶ μὲ τὸ
παραπάνω. Μόνο νὰ τοῦ πεῖς πιότερο νὰ προσέχει. Ὁρμᾶ στὴν μάχη ξέσκεπος,
δίνει στοὺς ἄπιστους στόχο.
ΑΓΝΗ: Θὰ ’ρθει μοῦ ’πε νὰ σᾶς δεῖ!
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Ἡ ὥρα ἡ καλή! Καιρὸς νὰ γίνει κι ἕνας γάμος μὲς σὲ τοῦτο τὸ
πανηγύρι! Ἀπὸ τότε ποὺ παντρέψαμε τὸν καπετάν-Δημήτρη τὸν Μακρῆ κι
ἀρραβωνιάσαμε τὸν Ντελιγιώργη καὶ τοὺς δυὸ σὲ μιὰ μέρα, ἔχουμε νὰ δοῦμε
τὴν ζωὴ νὰ συνεχίζει τοὺς ῥυθμούς της. Σὰν χτὲς μοῦ φαίνεται πὼς ἦταν.
Θυμᾶσαι;( κοκκαλώνουν οἱ γυναῖκες καὶ βλέπουμε τοὺς πολεμιστές ,Ἕλληνες κι
Ἀρβανίτες):
ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ:2 (ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ ΠΝΕΥΣΤΑ ΝΟ 12)
(

Ῥίχνουν τουφεκιές,

χορεύουν καὶ τραγουδοῦν ): Ὤπα, ὤπα! Ζήτω! Ἔλα

παλικαρά μου, φέρε κι ἄλλη γυροβολιά!
ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ:Ὠρέ, τί καλὰ χαμπέρια λάβατε καὶ τὸ ῥίξατε στὸ
ζεῦκι;
ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Παντρέψαμε τὸν καπετάνιο μας!
ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Νὰ σᾶς ζήσει καὶ καλὴ προκοπή!
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Αὐτὰ γινῆκαν τότες! Κι ὕστερα πάλι μὲ τὸν Πάνο τὸν Γουρνᾶρα
ποὺ ’βριζε τὸν Κιουταχὴ καὶ τὰ γένια του;
ΠΑΝΟΣ ΓΟΥΡΝΑΡΑΣ (Οἱ πολεμιστὲς , Ἕλληνες κι Ἀρβανίτες , ἀναπαύονται.
Αὐτὸς

σηκώνεται

ἀπὸ

τὸ

τεῖχος,

πάει

μακρύτερα

δυνατά:Ἀλέσταααα! Τοῦ Κιουταχὴ τὰ γένια χέστααααα!

καὶ

φωνάζει
ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Ντροπή, ὠρὲ Γραικοί! Καλὰ νὰ πολεμᾶμε μεταξύ
μας καὶ νὰ σκοτωνόμαστε. Ἐσεῖς ἐμᾶς κι ἐμεῖς ἐσᾶς κι ὅποιος εἶναι παλικάρι νὰ
φάει τὸν ἄλλον. Μὰ ἐμεῖς δὲν σὰς βρίζουμε, οὔτε ἒσᾶς, οὔτε τοὺς καπεταναίους
σας.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Ὠρὲ Τοῦρκοι, μὴν σεκλετιζόσαστε! Εἶναι ἕνα ζουρλὸ
παλιόπαιδο ποὺ φωνάζει καὶ δὲν τὸ κάνουμε ζάφτι!
Ἡ ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ καὶ ἡ ΑΓΝΗ γελοῦν καθὼς ἀκούγονται ὅλα αὐτά, μὰ σὰν νὰ τὰ
θυμοῦνται
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Σὲ καλό μας, γελάσαμε κι ἀπόψε! Ἄιντε τώρα, κόρη μου!
Γέμισέ μου τὸ βατσελάκι μου νὰ πηγαίνω κι ἐγώ.
ΑΓΝΗ:(Γεμίζει τὸ βαρέλι καὶ λέει:) Ἔτοιμο,μάνα.
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Νὰ ’ξερες πόσο χαίρομαι ποὺ μὲ λὲς μάνα. Καθὼς ἔχασα τὸν ὑγιό
μου τὸν Κωνσταντὴ μονάχα ἀπὸ σένα τὸ ἀκούω. Ἄχ, γέρασα πιὰ καὶ τὸ βατσέλι
μου πέφτει βαρὺ στὶς πλάτες. Μὰ πιότερο βάρος ἀπὸ τὴν μοναξιὰ ὑπάρχει; Ὥρα
νὰ πηγαίνω. Ὅπου νὰ ’ναι θὰ ξαναρχίσουν νὰ μπομπαρδίζουν οἱ ἄπιστοι.
ΑΓΝΗ: Στὸ καλὸ καὶ νὰ προσέχεις.
ΠΑΙΔΙ: (Μπαίνει γεμάτο χαρά.)Τοὺς τσακίσαμε τοὺς Ἀραπάδες στὴν ντάπια. Νὰ
’βλεπες, Ἀγνή, πῶς τοὺς πήραμε μὲ τὶς πέτρες! Νόμισαν τὰ παλιόσκυλα πὼς μὲ
τὸ βουνὸ τὸ χῶμα ποὺ σήκωσαν θὰ μᾶς ἔπαιρναν τὶς θέσεις! Κούνια ποὺ τοὺς
κούναγε! Οἱ καπεταναῖοι μας εἶναι παλικάρια καὶ ὁ Παναγιωτάκης ὁ
Σωτηρόπουλος ὄνομα καὶ πράμα. Μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ σόφισμά του νὰ κλέψει τὸ
χῶμα μέσα ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ νὰ τὸ ῥίξει στὰ Κουτσονέικα σπίτια. Ἔτσι καὶ δὲν
μπόρεσαν οἱ ὀχτροὶ νὰ τὸ ψηλώσουν κι ἐμεῖς φτιάξαμε τόπους ψηλότερα ἀπὸ
αὐτὸ γιὰ τὰ κανόνια μας. Λύσσαξαν σὰν τὸ κατάλαβαν καὶ κάμαν τὸ γιουροῦσι.
Σπάσαν κι ἐκεῖ τὰ μοῦτρα τους. Μονάχα ὁ Φώτης…
ΑΓΝΗ: Τὶ ἔτρεξε μὲ τὸν Φώτη, λέγε!
ΠΑΙΔΙ: Λαβώθηκε καὶ μοῦ ’πε νὰ στὸ παραγγείλω.
ΑΓΝΗ: Ἀλί μου, ἡ δύστυχη! Νιώθω τὶ μηνᾶ ἡ παραγγελιά του.(Ἀφήνει τὸ σκεῦος
ποὺ κρατοῦσε κι ἀπομακρύνεται πρὸς τὸ μέρος ἀπὸ ὅπου εἶχε ἔρθει τὸ παιδί ( .3
Ἀκούγονται κανονιές. )
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ:

(Ἡ φωνή της μόνον ἀπὸ μέσα)Μπά, κακὸ καιρὸ νὰ ’χεις γιὰ

μπάλα κι ἐκεῖνος ποὺ σ’ ἔριχνε …(Μπαίνει στὴν σκηνὴ λέγοντας)Καὶ δὲν ἔχω
ἄλλη βαρέλα καὶ τὶ θὰ γένω;
ΠΑΙΔΙ: Μὰ καλά, θεια-Λένη, ἐσὺ ἔχασες τὸ παιδί σου καὶ δὲν ἔκανες ἔτσι καὶ
κλαῖς τώρα τὸ βαρέλι σου;
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Τὸ παιδί μου ἦταν παλικάρι, ἔφυγε γιὰ τὴν λευτεριά μας, ἀπὸ
ὅλους τιμημένο. Γιατὶ νὰ τὸ κλάψω; Τόσα παιδιὰ μείναν πίσω νὰ τὸ γδικιώσουν.
Σὰν δὲν τὸ ’κανα ἀθάνατο, κάποτε θὰ ἔφευγε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο.
Τουλάχιστον δὲν ἔζησε νὰ ἰδεῖ τὴν κατάντια μας , νὰ νιώσει τὴν πείνα. Μὰ τὸ
βαρέλι μου ἦταν μοναχὸ καὶ τώρα πῶς θὰ πορευτῶ; Ἔπινα τουλάχιστον νερὸ καὶ
τὴν πείνα μου τὴν λησμονοῦσα.
ΠΑΙΔΙ: Τουλάχιστον δὲν ἔπαθες ἐσὺ κακό.
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Τὶ χειρότερο θὰ μποροῦσα νὰ πάθω; Ὁ θάνατος θὰ μὲ ἔφερνε στὸ
παιδί μου κοντά. Αὐτὸ μοῦ ‘μεινε μονάχα νὰ προσμένω.
ΠΑΙΔΙ: Ἐσὺ μιλᾶς ἔτσι, ποὺ ὡς τώρα μόνο μὲ τὸ γέλιο καὶ τὸ χωρατὸ ὅλα τὰ
ξεπερνοῦσες;
ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: «Τι μὲ τηρᾶς ὅπου γελῶ καὶ λὲς δὲν ἔχω ντέρτι;
Λυγᾶ σὰν στάχυ ὁ ἄνθρωπος σὰν ὁ καιρός του ἔρτει».
4( ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΝΟ 12 ΓΙΑ 45’’)
Μπαίνουν οἱ γυναῖκες κουβαλῶντας σὲ ξυλοκρέβατο τὸ ἐτοιμοθάνατο παιδί
μιᾶς ἀπὸ αὐτὲς.
ΣΟΦΙΑ:Ἐδῶ, ἀδερφᾶδες μου ἐλάτε · νὰ πιοῦμε μιὰ στάλα νερό, νὰ ξανασάνουμε
.
ΕΛΠΙΔΑ: Γέμισέ μου, παιδί μου, ἕνα τᾶσι , τὴν εὐχή μου να ’χεις.
ΠΑΙΔΙ: Ἀμέσως!(γεμίζει τὸ τᾶσι καὶ τὸ δίνει )
ΕΛΠΙΔΑ : ( πίνει καὶ λέει) Ἄαα! Τὴν δροσιά του νά ’χεις !
ΕΙΡΗΝΗ : Ὁ Μπραΐμης μᾶς ἔκοψε τὸ νερὸ καὶ νόμισε πὼς θὰ μᾶς γονατίσει. Μὰ
ἐμεῖς βρήκαμε τοῦτο τὸ πηγάδι μὲ νερὸ κρύο καὶ δὲν λογαριάζουμε καθόλου
τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τὰ τεχνάσματά τους!
ΣΟΦΙΑ : Καὶ καλά, αὐτοὶ εἶναι Τοῦρκοι καὶ κάνουν τὴν δουλειά τους. Ἡ δική μας
ἡ κυβέρνηση τὶ κάνει γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει;
ΠΑΙΔΙ: Τίποτα ,ἀπὸ ὅ, τι ἀκούω νὰ λὲν οἱ καπεταναῖοι στὶς συζητήσεις τους.
Καλὰ ποὺ πιάσαμε κι ἕνα καράβι μὲ παξιμάδι γιὰ τους Τούρκους. Μουχλιασμένο
τοὺς τὸ παγαῖναν κι αὐτωνῶν, μὰ ἀπ’ὁλότελα…
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ( ποὺ μπαίνοντας ἄκουσε τὴν κουβέντα) : Κι αὐτοὶ τὰ ἴδια μ’ ἐμᾶς
τραβᾶν , μὰ τουλάχιστον ἔχουν τοὺς ξένους ποὺ τοὺς συντρέχουν. Γάλλοι
ὁργάνωσαν τὸν στρατὸ τοῦ Μπραΐμη, Ἄγγλοι τοῦ πουλᾶνε πολεμοφόδια ,
Αὐστριακοὶ ἔρχονται καὶ μᾶς κατασκοπεύουνε πρὸς ὄφελός του.
ΕΛΠΙΔΑ :Καλὰ οἱ ἀποδέλοιποι, μὰ τουλάχιστον γιὰ τοὺς Ἄγγλους δὲν τὸ
πιστεύω! Αὐτοὶ μέχρι καὶ δάνειο μᾶς ἐτοιμάσανε· τὸ ’πε ὁ πρίγκηπας ὁ
Ἀλέξανδρος.
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Ναι, τὸ ἐτοιμάσανε, μὰ ποιοῖ θὲ νὰ τὸ φᾶνε; Ὁ πρίγκηπάς σου
μαθεύτηκε δὰ τὶ κουμᾶσι εἶναι! Βρέθηκε γράμμα του πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ τῆς
Ἀγγλίας. Νάτο, ἐδῶ εἶναι( τὸ βγάζει ἀπὸ τὸ σελάχι του.) Ἀκοῦστε πῶς τελειώνει
«Ἐντεῦθεν δὲ, Ἀγγλία , Πύλη καὶ Ἑλλὰς δὲν θέλουσιν ἀποτελεῖ εἰμὴ μίαν, …
δύναμιν κατέναντι τῆς Ῥωσίας καὶ ὡς ἐκ τῆς ἐνώσεως ταύτης ἡ Ἀγγλία θέλει
προσλάβει μείζονα πάσης ἄλλης ἐγγύησιν κατὰ τῶν ἀποπειρῶν , ὅσας ἡ Ῥωσία
καὶ ἄλλη οἱαδήποτε ἐν Εὐρώπῃ δύναμις θέλουσι μετ’οὔ πολὺ βεβαίως
ἐπιχειρήσει, ἴνα βλάψωσι τὴν ἀγγλικὴν κυριαρχίαν καὶ ἐμπόριον ἐν τῇ Ἰνδικῇ».
Καταλάβατε; Δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ γιὰ τὸ πῶς δὲν θὰ χάσει ἡ
Ἀγγλία τὸ ἐμπόριο στὴν Ἰνδία. Καὶ δὲν διστάζει νὰ προτείνει ὡς καὶ συμμαχία μὲ
τοὺς ἐχθροὺς.
ΜΑΝΑ: Καὶ τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι μᾶς ζητᾶν νὰ θυσιάσουμε τὰ παιδιά μας
γιὰ τὴν λευτεριά; Ποῦ εἶναι τώρα ὁ πρίγκηπας Μαυροκορδᾶτος νὰ ἰδεῖ τὰ χάλια
μας;
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Ἐτοιμάζεται , μαζί μὲ τοὺς ἄλλους πολιτικάντηδες, νὰ κάνουν
στὰ Πίδαυρα συγκέντρωση · θὰ συσκευτοῦν , λέει, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἑλλάδας.5 (
ἀκούγονται πυροβολισμοί.) Ὅσον καιρὸ θὰ ὑπάρχει ἀκόμα Ἑλλάδα ! Πάω κι
ἐγὼ στὸ πόστο μου. Οἱ ἄλλοι θὰ μὲ χρειάζονται. (φεύγει).
ΣΟΦΙΑ: Ἔρμη πατρίδα σὲ τί χέρια ἔπεσες! Τόσοι σκοτωμοί, τόση φαγωμάρα, γιὰ
τὸ «καλὸ τῆς Ἑλλάδας».
ΕΛΠΙΔΑ :Τῆς Ἑλλάδας, ἢ τῆς τσέπης τους; Σκοτίστηκαν ὅλοι τους γιὰ τὴν
ἐπανάσταση καὶ γιὰ τὴν λευτεριά μας. Ἕνα κοιτᾶνε μόνον. Τὸ πουγκί. Κι ἀπὸ κει
στάχτη νὰ γίνουν ὅλα δὲν τοὺς νοιάζει.
ΣΟΦΙΑ:

Πόσον καιρὸ ἡ Κυβέρνηση μᾶς παράτησε σὲ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι νὰ

πολεμᾶμε τὸν Τοῦρκο καὶ τὴν πείνα μας; Ὁ Μιαούλης δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μᾶς
φέρει τροφές! Ζῶα δὲν βρίσκει πιὰ κανεῖς στὴν πόλη. Φάγαμε ἄλογα, γαϊδούρια,
ὡς και σκυλιά ἀκόμα! Καὶ καθημερινὰ στὶς ντάπιες νὰ χτυπιόμαστε μὲ τοὺς
Ἀραπᾶδες! Ὁ ἁπλὸς κοσμάκης καὶ οἱ καπεταναῖοι νὰ σφάζονται μὲ τὴν τουρκιὰ
κι οἱ προφεσόροι τῆς κλεψιᾶς νὰ γεμίζουν τὸ κεμέρι εἰς ὑγείαν τῶν κορόιδων.
ΟΛΕΣ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ:
Ἀνάθεμά τον τὸν χρυσό, ἀνάθεμα τὸ χρῆμα
Αὐτὸ ἀδέρφια κάνει ἐχθροὺς κι εἶναι μεγάλο κρίμα!
Εἶναι καλὴ ἡ πολιτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
ἂν κυβενιοῦνται μοναχοί, δίχως αντιπροσώπους.
Πολιτικοὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα χρόνια
Μὰ σήμερα μᾶς κυβερνᾶ ὅλους μας ἡ διχόνοια.
Καθένας νὰ ’ναι ἀρχηγὸς μὲς στὴν πατρίδα θέλει
Κι ἂν σκλάβοι γίνουμ’ ὅλοι μας καθόλου δὲν τὸν μέλλει.
Αὐτοὶ ποὺ φταῖν γιὰ τὸν χαμὸ ποὺ φταῖν γιὰ τοὺς θανάτους
Καταραμένοι αἰώνια να ’ναι π’ ἀνάθεμά τους!
ΜΑΝΑ: Πάψετε γυναῖκες! Μὴν καταριέστε πιὰ ! Τὸ παιδί μου πέθανε.
6( ΟΡΝΙΘΕΣ ΝΟ 3 )
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ( μαζεύονται κοντά της κοιτῶντας τὸ νεκρὸ παιδί, μὲ τρόπο
ὥστε νὰ φαίνεται ἡ ΜΑΝΑ στὸ κέντρο, κρατῶντας τὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ στὰ
χέρια καὶ μυρολογῶντας το. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μυρολογιοῦ μπαίνει ἡ ΑΓΝΗ
μαυροφοροῦσα καὶ μυρολογᾶ τὸν Φώτη)
ΜΑΝΑ :Ἔσβησε πιὰ ὁ ἥλιος μου, ἔσβησε πιὰ τὸ φῶς μου
ἔκλεισαν τὰ ματάκια του κι ἐχάθη ὁ λογισμός μου.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Ἄχ!
ΜΑΝΑ: Παιδί μου ἐσὺ, μονάκριβο , καλό μου ἀγαπημένο
Πῶς μ’ ἄφησες μὲς στὸν ντουνιᾶ μόνη μου ν’άπομένω;
Πῶς δὲν χτυπᾶ ἡ καρδούλα σου, δὲν μοῦ γελᾶ ἡ φωνή σου
Πῶς τὰ χεράκια σου βαριὰ κείτονται στὸ κορμί σου;
Ἀσπρίσανέ μου τὰ μαλλιὰ καὶ μαύρισε ἡ καρδιά μου
Τώρα ποὺ πιὰ δὲν σὲ κρατῶ ζεστὸ στὴν ἀγκαλιά μου
ΑΓΝΗ:( Μπαίνει, τὶς κοιτὰ καὶ λέει):
Στὰ χέρια μου ξεψύχησε, σὰν τὸ πουλάκι ἐπῆγε
Φύγε, ζωή, φύγε χαρά,νιότη μου κι έσὺ φύγε.
ΜΑΝΑ: Μονάχα πὼς δὲν θὰ γροικᾶς πιὰ τὴν σκληρὴ τὴν πείνα
Γιὰ τὸ στερνὸ ταξίδι σου, παιδάκι μου , ξεκίνα
ΑΓΝΗ: Ἤσουνα νιὸς δὲν ἔπρεπε τόσο νωρὶς νὰ φύγεις
Ποιὸν πᾶς νὰ βρεῖς στὴν μαύρη γῆς κι ἐμένα ποὺ μ’ἀφήνεις;
Πὼς θὰ μὲ πάρεις μοῦ ’ταξες νὰ ζήσωμεν ἀντάμα
Σήκω ὀρθὸς καὶ κάνε το τὸ ποὺ ’ταξες τὸ τάμα
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ: (Μπαίνει κρατῶντας ἕνα ματωμένο σπαθί, τὶς
βλέπει καὶ λέει): Φτάνουν τὰ κλάματα, γυναῖκες! Οἱ καπεταναῖοι τὸ πῆραν πιὰ
ἀπόφαση. Τὸ βράδυ φεύγουμε! Μαζέψτε τὰ χρειαζούμενά σας καὶ πηγαίνετε
ὅλες στὴν Μεγάλη ντάπια. ἐκεῖ θὰ σᾶς ποῦν τι θὰ κάνει καθεμιὰ σας.
ΑΓΝΗ: Θὰ πᾶμε , Γιώργη, μὰ τὸ σπαθί σου γιατὶ εἶναι ματωμένο; Τί ἔτρεξε;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ:Κοινὴ ἀπόφαση νὰ σφάξουμε ὅλους τοὺς Τούρκους
ποὺ βρίσκονταν στην πόλη, αἰχμαλώτους καὶ δικούς. Τριάντα ἀπὸ δαύτους
ἔσφαξα σὰν τραγιὰ στὸ γόνατο.
ΜΑΝΑ: Ἁμαρτία μεγάλη, γιέ μου. Θὰ τὴν πληρώσουμε. Ἡ ζωή, ἀδιάφορο τίνος
εἶναι, εἶναι ἱερή! Δὲν κάνει νὰ τὴν ἀφαιροῦμε γιὰ κανένα λόγο!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ: Τὸ λὲς ἐσὺ αὐτὸ ποὺ τὸ παιδί σου εἶναι ζεστὸ ἀκόμα;
ΜΑΝΑ: Γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ! Νοιώθω πόσο ἀκριβὴ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ σοῦ λέω ὅτι
κακῶς δὲν τὴν σεβαστήκαμε.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ (Μπαίνει τὴν ὥρα που μιλᾶ ἡ ΜΑΝΑ ) :Δίκιο ἔχει ἡ
θειά, ἀδερφέ μου! Ἦταν μέγα σφάλμα τοῦτο ποὺ κάνατε! Κι ἐσύ, τόσο καλό,τόσο
εὐγενικὸ παλικάρι , πῶς τὸ βάστηξε ἡ καρδιά σου τέτοιο φονικό;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ:
Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο σὰν χάσει τὴν ἐλπίδα.
Μᾶς ἄφησαν χωρὶς ψωμί, θὰ πιοῦμεν τους τὸ αἷμα.
Ἐμπρός, γυναῖκες, κινᾶμε.
ΜΑΝΑ: Δὲν πάω πουθενὰ δίχως τὸ παλικάρι μου! Σύρετε οἱ ὑπόλοιπες κι ἐγὼ θὰ
πουλήσω ἀκριβὰ τὸ τομάρι μου πριχοὺ τὸ συναντήσω.
(Φεύγουν ὅλοι καὶ ἡ σκηνὴ ἀδειάζει. Ἔπειτα μπαίνουν ὁ Χρήστος Καψάλης καὶ ὁ
γιός του) 7( ΟΡΝΙΘΕΣ ΝΟ 8 ΓΙΑ 50’’ ΟΡΧΗΣΤΡΑ)
ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ: Ἄχ, μάνα μου, γιατὶ νὰ φύγεις ἔτσι ἄδικα;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Σώπασε, γιέ μου! Καλλίτερα ποὺ πέθανε καὶ δὲν θὰ δεῖ
τὶς συμφορὲς ὅπου θ’ἀκολουθήσουν!
ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ: Μὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ βόλια καὶ τὶς ἁρρώστιες καὶ νὰ πάει ἀπὸ
ἐξάντληση ;Νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πεὶνα τώρα ποὺ θὰ φύγουμε καὶ θὰ γλιτώσουμε
ἀπὸ τὸν λιμό;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Ἐσὺ θὰ φύγεις! Ἐγὼ θὰ μείνω ἐδῶ! Γέροντας καθῶς εἶμαι
δὲν ἔχω ἐλπίδα νὰ σωθῶ.
ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ: Ἔχασα τὴν μάνα . Τώρα πρέπει νὰ χάσω κι ἐσένα;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Κανέναν δὲν ἔχασες. Σ’ ἀγαπᾶμε πάντα ὅπου κι ἂν
βρισκόμαστε! Ἕνα πρᾶγμα θέλω μοναχὰ ἀπὸ σένα: Κοῖτα πρῶτα νὰ γλιτώσεις.
Κι ἔπειτα παντρέψου, κάνε παιδιὰ νὰ πάει μπροστὰ ἡ ζωή, δῶς τους τὰ ὀνόματά
μας καὶ θὰ μᾶς ἔχεις πάντα δίπλα σου. Ἄντε τώρα, βιάσου.
ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ:(Φιλᾶ τὸ χέρι τοῦ πατέρα του, κάνει δυὸ βήματα μπροστά,
γυρίζει, τὸν κοιτᾶ δακρυσμένος κι ἔπειτα φεύγει τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξει
πίσω του.)
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Ἔχε γειά, παιδί μου! (Ἀκουμπᾶ στὸ ῥαβδὶ ποὺ κρατοῦσε ,
βαδίζει ἀργὰ καὶ φωνάζει σὰν τελάλης):Ὅποιοι γέροι κι ἅρρωστοι θένε νὰ
βροῦνε γλήγορο καὶ τιμημένο θάνατο,νὰ ’ρθουν τὸ βράδυ στὸν τζεμπιχανέ! (
Βγαίνει Λίγες στιγμὲς κενό, μετὰ
9 (ΗΧΟΣ ΕΚΡΗΞΗΣ) Ὅταν ξανανοίγει, βρίσκονται στὴν σκηνὴ ὁ Ἰμπραὴμ μὲ
τὸν Κιουταχὴ καὶ τοὺς Ἀρβανίτες στρατιῶτες. )
10( ΟΡΝΙΘΕΣ ΝΟ 22 ΓΙΑ 45’’)
ΙΜΠΡΑΗΜ: Εἶδες, Ῥεσίτ-πασα, πὼς τελικὰ τὸ πήραμε τοῦτο τ’ ἁλωνάκι , κι ἂς
μᾶς παίδεψαν οἱ γκιαούρηδες μὲ τὸ πεῖσμα τους;
ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Εἴδα πὼς ὅ, τι δὲν κάναμε ἐμεῖς τὸ κάναν οἱ Γραικοὶ μοναχοὶ τους.
Τοῦτος ὁ λαὸς, λίγο ἔλειψε νὰ μᾶς θάψει μπροστὰ στὴν μάντρα του. Ἐγὼ μέχρι
καὶ τὸν τάφο μου εἶχα βάλει νὰ μοῦ σκάψουν.
ΙΜΠΡΑΗΜ: Κι αὐτὸς ὁ ἄτιμος ὁ γέρος τί μᾶς ἔκανε πρὶν τὸν πάρει ὁ Σεϊτάν!
Ἔβαλε τὶς γυναῖκες στὰ παράθυρα τοῦ τζεμπιχανὲ καὶ καθὼς οἱ δικοί μας
ἔτρεχαν νὰ τὶς πιάσουν, τινάχτηκε στὸν ἀέρα παίρνοντας μαζί του ἀφρὸ ἀπὸ
πιστοὺς πολεμιστὲς τοῦ Ἀλάχ. Εἶχαν δίκιο οἱ ραγιάδες ποὺ μᾶς ἔλεγαν πὼς τὰ
κλειδιὰ τοῦ Μεσολογγιοῦ εἶναι κρεμασμένα στὶς μποῦκες τῶν κανονιῶν τους!
ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Εὐτυχὼς ὅλα τέλειωσαν καλά! Ἦρθε μάλιστα νὰ μᾶς συγχαρεῖ ὁ
Ἄγγλος πρόξενος στὴν Πάτρα, κι ὁ Ἄνταμ , ὁ ἁρμοστὴς τῶν Ἰονίων νήσων! Εἶναι
καὶ οἱ δυὸ εὐτυχεῖς ποὺ ἀποκαταστάθηκε ὁ νόμος καὶ ἡ τάξις, ὅπως μοῦ εἶπαν.
ΙΜΠΡΑΗΜ: Ἔλα ἐδῶ, Ῥεσίτ -ἐφέντη! Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ βουνά, τὰ χιονισμένα;
ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Τὰ βλέπω.
ΙΜΠΡΑΗΜ: Ἂν εἶχαν γιὰ δυὸ βδομάδες μόνον τροφὲς οἱ Μεσολογγίτες , θὰ
λιώναμε ὅπως τὸ χιόνι πάνω σὲ τοῦτες τὶς κορφές! Μὰ τώρα ὅλος ὀ Κόσμος θὰ
τὸ μάθει πώς …( Καθὼς λένε τὰ τελευταία λόγια ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν σκηνή.
Τότε ἐμφανίζεται ὁ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ καὶ κρεμᾶ μιὰ πινακίδα ποὺ
γράφει «ΖΑΚΥΝΘΟΣ», ἐνῶ ἕνα ΠΑΙΔΙ τρέχει κατὰ μῆκος τῆ σκηνὴς καὶ
φωνάζει ): Τὸ Μισολόγγι ἐχάθη!
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ : ( Έμφανίζεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σκηνῆς ,πιάνει ἀπὸ
τὸ χέρι τὸ παιδὶ καὶ τοῦ λέει) : Πές τα μου ὅλα σιγὰ καὶ μὲ προσοχή, μήπως
ξεχάσεις τίποτα.
ΠΑΙΔΙ: Μὴν σὲ νοιάζει , ἀφέντη! ( κάνει πὼς διηγεῖται χωρὶς νὰ μιλᾶ . Ἡ σκηνὴ
κλείνει) Μετὰ ἐμφανίζεται ὁ Σολωμός, κρατῶντας ἕνα φτερὸ στὸ χέρι, στέκεται
μπροστὰ ἀπὸ τους θεατὲς μὲ τὴν πλάτη πρὸς τὴν κλειστὴ σκηνὴ καὶ κάνοντας
πὼς γράφει σὲ ἕνα φανταστικὸ ἀναλόγιο πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ κοινοῦ, λέει:
Τὸ χάραμα ἐπῆρα τοῦ ἥλιου τὸν δρόμο
Κρατῶντας τὴν Λύρα τὴν δίκαιη στὸν ὥμο
Καὶ ἀπὸ ὅπου χαράζει, ἔως ὅπου βυθᾶ
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον
ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι …11(ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΕΠΗΡΑ…ΑΠΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ ΣΟΛΩΜΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗ : ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΕΛΟΣ
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου

12 θεατρικα για την 25η μαρτιου

  • 2.
    1o ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ ΝΙΚΟΛΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΠΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΟΜΝΑΣ ΜΑΝΑ ΔΟΜΝΑΣ ΕΥΑΝΘΙΑ ΚΑΪΡΗ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΪΡΗΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥΛΙΤΣΑΣ ἬΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ 2-3 ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σκηνῆς. Αὐλὴ σπιτιοῦ. Γλάστρες μὲ λουλούδια. Ἡ ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ κάθεται σὲ χαμηλὸ σκαμνὶ καὶ κεντάει. Κάποια στιγμή ἀφήνει τὸ κέντημα στὰ πόδια της κι ἀπομένει μὲ τὸ βλέμμα νὰ κοιτᾶ τὸ κενό, σὰν νὰ ὀνειροπολεῖ.
  • 3.
    Μπαίνει ἡ ΑΓΓΕΛΙΝΑ,τὴν κοιτάζει , πλησιάζει κοντά της καὶ τῆς λέει: ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ἔ, καπετάνισσα, τί συλλογιέσαι; Τὰ καράβια σου; (κάθεται κοντά της) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Νοστάλγησα τὸν τόπο μου, Ἀγγελίνα! Φαίνεται πὼς γερνάω! ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Δὲν γερνᾶς, μωρέ Δόμνα! Εἶναι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ μεγάλωσες, νὰ δῇς τα μέρη ποὺ ἀγάπησες, τοὺς ἀνθρώπους σου ποὺ σοῦ λείπουν… ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Νὰ ἀνάψω ἕνα κεράκι στοὺς τάφους τῶν δικῶν μου, νὰ σεργιανίσω στὸ ποτάμι μας, τὸν Ἔβρο, νὰ βρεθῶ ξανὰ στὴ Δρακοντίνα, στὸ λιμάνι μας μὲ τὰ τριακόσια Αἰνίτικα καράβια, νὰ ξανανταμώσω τὶς ἀδερφές μου, τὶς παιδικές μου φίλες, τὸν Ἀντώνη … ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τὸν Ἀντώνη σου μοῦ ‘λεγες πὼς τὸν ἔχεις πάντα στὴν ψυχή σου… ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ναὶ, μὰ τὸν θυμᾶμαι ὄπως ἦταν σὰν τὸν ἔχασα. Ἐγὼ σοῦ μιλάω γιὰ τότε ποὺ μὲ ζήτησε γυναῖκα του. Ὀμορφάντρας! Κι ἐγὼ τοῦ ’κανα τὴν δύσκολη, ὅπως σ’ ὅλους ποὺ μὲ ζητούσαν. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Θὰ ‘σουν ὄμορφη πολύ! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Μπά, τρομάρα μου! Ὄμορφη! Ἀγοροκόριτσο ἤμουνα! Μὲ τὴν θάλασσα νὰ κυλάει στὸ αἷμα μου. Ὄχι πὼς δὲν μ’ ἔλεγες θηλυκό, ἀλλὰ τὸ 1807 ποὺ μὲ ζήτησε ὁ Ἀντώνης, δὲν μ’ἔκανες εἴκοσι τριῶν ποὺ ἤμουνα τότε. ( Τὰ λέει γελῶντας) Θυμᾶμαι πὼς ἡ Φωτεινή, ἡ οἰκονόμος μας ἦρθε στὴν κάμαρά μου καὶ μοῦ ’πε νὰ χτενιστῶ , νὰ φτιαχτῶ, νὰ γίνω ὅσο γινόταν πιὸ ὄμορφη, γιατὶ στὴν σάλα ἦρθε ἕνας νέος γιὰ νὰ μὲ γνωρίσῃ. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Κι ἐσύ, τί ἔκανες; ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἔβγαλα ἐπίτηδες τὸ τσουλοῦφι μου ἔξω ἀπ’ τὸ μαντήλι, πῆρα κι ἕνα ἄγριο ὕφος καὶ κατέβηκα στὴν σάλα νὰ τὸν τρομάξω , νὰ φύγῃ, νὰ ἡσυχάσω. Νὰ σὰν τώρα δὰ μοῦ φαίνεται…( Κοκαλώνουν κι οἱ δύο, ἐνῶ στὴν ὑπόλοιπη σκηνή, στήνεται μπροστὰ στὰ μάτια τῶν θεατῶν τὸ σαλόνι τοῦ πατρικοῦ τῆς Δόμνας, ὅπου βρίσκονται ὁ Πατέρας μὲ τὴν Μάνα της, ὁ Ἀντώνης Βισβίζης κι ὁ Νικολῆς, κοινὸς γνωστὸς καὶ προξενητής. ΝΙΚΟΛΗΣ Ὁ καπετὰν-Ἀντώνης , ἄρχοντα εἶναι ξακουστὸς στὰ πέρατα τῆς Μαύρης Θἀλασσας. Μὲ πλοῖο γερὸ καὶ τσοῦρμο διαλεχτό, ὅλοι Αἰνῖτες. ΑΝΤΩΝΗΣ: Κι ἂν πᾶνε τὰ πράγματα ὅπως τὰ περιμένω, σύντομα θὰ ἀποκτήσω ἄλλο καράβι, μεγαλύτερο.
  • 4.
    ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΟΜΝΑΣ :Ἡὥρα ἡ καλή, καπετάν Ἀντώνη! ( Βλέπει τὴν ΔΟΜΝΑ νὰ μπαίνῃ στὴν σάλα). Ἄ, ἔλα ἐπιτέλους , Δόμνα! Ὁ καπετάν -Ἀντώνης Βισβίζης ζήτησε τὸ χέρι σου, κι ἐμεῖς τοῦ τὸ δώκαμε μὲ τὴν εὐχή μας. ΔΟΜΝΑ: ( Μουτρωμένη)Δίχως νὰ μὲ ῥωτήσετε; ( Ὁ Βισβίζης κοιτᾶ τὴν Δόμνα και χαμογελάει πλατιά) ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΟΜΝΑΣ : Αὐτὸ δὰ ἔλειπε, νὰ πάρουμε καὶ τὴν γνώμη τῆς ἀφεντιᾶς σου! Ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς εἶσαι ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Ἀντώνη καὶ λόγος δὲν σοῦ πέφτει. ΜΑΝΑ: Καλά σοῦ λέει ὁ Κύρης σου, κόρη μου! ( Τὴν παίρνει παράμερα καὶ τῆς μιλᾶ χαμηλά, νὰ μὴν τὴν ἀκοῦν οἱ ἄλλοι) : Τί θαρρεῖς πὼς θὰ μᾶς μείνῃς στὸ ῥάφι; Ἄλλες στὴν ἡλικία σου ταχταρίζουν μωρά, ἐσὺ ἀκόμα θὰ σεργιανᾶς στὶς ῥοῦγες; Τῆρα τον καλὰ κακομοίρα μου, γιατὶ μαζί του ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς θὰ δέσῃς τὴν ζωή σου. (Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν. ἀκοῦμε πάλι τὶς ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ καὶ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἔτσι μοῦ δώσαν τὸν Ἀντώνη, μὰ μοῦ βγῆκε σὲ καλό! Τὸ πρῶτο σκαρὶ ποὺ ἔφτιαξε μετὰ τὸν ἀρραβῶνα μας, Δόμνα τὸ ἔβγαλε δίχως σὲ κανέναν νὰ τὸ πῇ.Μέχρι καὶ κάμαρη γιὰ τοὺς δυό μας ἔφτιασε ἐκεὶ. Καὶ σὰν βρεθήκαμε μόνοι πρώτη φορὰ στὸ λιμάνι μοῦ ‘πε: (Κοκαλώνουν καὶ βλέπουμε τὸν Ἀντώνη καὶ τὴν Δόμνα νὰ βαδίζουν χέρι-χέρι στὴν σκηνή, σὰν νὰ εἶναι στὸ λιμάνι) ΑΝΤΩΝΗΣ: Μὰ σοβαρὰ δὲν μὲ θυμόσουν; ΔΟΜΝΑ: Ὄχι βέβαια! Ὄταν ἔπεσες μὲ τὴν βάρκα σου πάνω στὴν δική μου, μὲ ἔσπρωξες ἀγνάντια στὸν ἥλιο καὶ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ τὸ πρόσωπό σου. ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἐγὼ ὅμως εἶδα γιὰ καλὰ τὴν θυμωμένη ὄψη σου! Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ποὺ συνάντησα καὶ τὴν πρώτη φορά ποὺ ἤρθα στὸ σπίτι σου νὰ σὲ ζητήσω. ΔΟΜΝΑ: Μ’ ἀρέσει ποὺ γιὰ νὰ σὲ διώξω ἔκανα ἐκεῖνα τὰ μοῦτρα. ΑΝΤΩΝΗΣ: Καὶ γιὰ κεῖνα τὰ μοῦτρα σ’ ἀγάπησα πιότερο ἀπὸ πρίν. Μοῦ ἀρέσει ποὺ θυμώνεις καὶ πολεμᾶς! ΔΟΜΝΑ: Τὴν ἀδικία θέλω πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα νὰ πολεμήσω! Τὴν ἀδικία καὶ τὴν σκλαβιά! ΑΝΤΩΝΗΣ: Καὶ πῶς σκοπεύεις νὰ τὸ πράξῃς, σκληροτράχηλό μου; ΔΟΜΝΑ: Πάνω στὸ καράβι, μαζί σου. ΑΝΤΩΝΗΣ: Αὐτό, κυρά μου , βγάλ’το ἀπ’ τὸν νοῦ σου. Δὲν σὲ παντρεύτηκα γιὰ νὰ μοῦ γίνῃς μαρινέρος! Γυναῖκα μου σὲ θέλω καὶ μάνα τῶν παιδιῶν μου. Θὰ
  • 5.
    μένῃς τὸ λοιπὸνστὸ σπίτι καὶ στὸ καράβι θὰ ’ρχεσαι μόνο γιὰ νὰ μοῦ κουνᾶς τὸ μαντήλι. Τελεῖα καὶ παῦλα! ( Ἀποχωροῦν καὶ μένουν ξανὰ οἱ δύο γερόντισσες) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Μεγάλη μπουκιὰ φᾶε, μεγάλη κουβέντα μῆν λὲς, λέει μιὰ παροιμία, Ἀγγελίνα. Ὁ Ἀντώνης δὲν ἔλεγε πὼς δὲν θὰ ἀνέβαινα στὸ πλοῖο; Μωρὲ ὁ ἴδιος μοῦ ’πε νὰ πάω μαζί του,σὰν πλάκωσε ἡ πανούκλα ποὺ θέριζε στὴν στεριά. Ἤμουν ἔγκυος στὸν Θεμιστοκλῆ μου, θυμᾶμαι. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ποῦ τὸν γέννησες, ἀθεόφοβη; ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὸν γέννησα σὰν πιάσαμε λιμάνι στὴν Χιό. Θὰ παίρναμε κάργο ξυλεία, γιὰ τὸν Καπετάν-Γιαννίτση ἀπ’ τὰ Ψαρά, φίλο τοῦ Ἀντώνη. Πηγαίνοντας στὸ νησί, ἀνταμώσαμε μὲ καράβι ἄλλου Ψαριανοῦ, τοῦ καπετάν – Κούτουκα, ποὺ ἔφερνε μᾶς εἶπε καρύδια ἀπὸ τὴν Τρωάδα. Ὁ Ἀντώνης τρόμαξε. Στὴν Τρωάδα τὸ θανατικὸ θέριζε, μοῦ ’πε. Στὸ λαιμὸ τοῦ ἔπεσα νὰ μῆν πᾶμε στὰ Ψαρά, νὰ πετάξουμε τὸ φορτίο στὴν θαλασσα νὰ γλυτώσουμε. Μέχρι καὶ πὼς δὲν νοιαζόταν τὸ παιδί του, τοῦ πέταξα.Δὲν ἄκουγε κουβέντα. Πῆγε μονάχος στὰ Ψαρά, ἐμᾶς μᾶς ἄφησε ἀρόδο, παρέδωσε τὴν ξυλεία καὶ γύρισε. Σὰν κάνω μιὰ συμφωνία , μοῦ ’πε, αὐτὴ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα. Ξέρεις ἂν καὶ πόσο σᾶς ἀγαπῶ, μὰ ὁ λόγοςμου εἶναι συμβόλαιο. Μὲ ἔπιασε ἀπ’ τὴν μέση, πήγαμε στὴν κάμαρα καὶ μοῦ ‘σπειρε τὸν Γιωργή. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Μὴ μοῦν πεῖς πὼς τὸν γέννησες κι ἐκεῖνον σὲ λιμάνι! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Αὐτὸν τὸν ἔκανα μεσοπέλαγα, μὲ φουρτοῦνα. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Εἶσαι τελείως τρελή! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τί νὰ ’κανα; Ἑφταμηνήτικος μοῦ βγῆκε ἀνάμεσα Πᾶτμο καὶ Σᾶμο. Ὁ Ἀντώνης μὲ τὸν Σταυρῆ, τὸν δεύτερο, παλεύαν μὲ τὰ κύματα. Κι ὁ Θεμιστοκλῆς ,χρονιάρικο μωρό, νὰ κλαίει σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς κάμαρας. Σὰν πέρασε ὁ χαλασμὸς, ἦρθε ὁ Ἀντώνης καὶ βρῆκε τὸν Γιωργὴ ἔτοιμο. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τοῦ ἔκανες τὸ καλύτερο δῶρο ποὺ σᾶς γλύτωσε ἀπ’ τὸ κακό. ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἐγὼ τοῦ χάρισα παιδί, αὐτὸς μοῦ πρόσφερε καράβι. Κίνησε σὲ λιγάκι γιὰ τὴν Ὀντέσσα, νὰ ναυπηγήσῃ τὴν «Καλομοῖρα». (Ἐπανέρχονται ΑΝΤΩΝΗΣ –ΔΟΜΝΑ) ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπρίκι δίστηλο τὸ ὀνειρεύομαι, Δόμνα μου τὸ καράβι μας. Τὰ τρίστηλα εἶναι βαριά, ἐγὼ τὸ θέλω νὰ σχίζῃ τὸ κῦμα σὰν δελφίνι. Δίστηλο τὸ λοιπόν, μὲ ὀγδόντα γεμιτζῆδες καὶ δεκαοχτὼ κανόνια. Νὰ μὴν μπορῇ πειρατικὸ νὰ βγῇ ποτὲ μπροστά του. ( Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλευρά ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος τους ὁ Ἐμμανουὴλ Ππππᾶς)
  • 6.
    ΕΜ. ΠΑΠΠΑΣ: Ὁκαπετάν -Ἀντώνης Βισβίζης; ΑΝΤΩΝΗΣ: Ὁ ἴδιος , κι ἀπὸ δῶ ἡ γυναῖκα μου, καπετάνισσα Δόμνα. ΕΜ. ΠΑΠΠΑΣ: Καπετάνισσα; ΔΟΜΝΑ: Τὰ παραλέει ὁ Ἀντώνης. Ἔκανα ἁπλῶς κάποια ταξίδια μαζί του κύριε… ΕΜ. ΠΑΠΠΑΣ: Συγγνώμην, παράλειψίς μου, δὲν συστήθηκα. Ἐμμανουὴλ Παππᾶς, ἔμπορος ἐκ Σερρῶν. Ἔφτασα στὴν Αἶνο ἂπὸ τὸν Ἄθω. Καπετάνιε, θὰ σᾶς ἤμην ὑπόχρεος ἂν μὲ παίρνατε μαζί σας εἰς Ὀδησσόν, ὅπου ἐπιχειρήσεις σοβαραὶ μὲ περιμένουν. Θὰ πληρωθεῖτε καλά. ΑΝΤΩΝΗΣ: Δὲν τίθεται θέμα χρημάτων. Ἐφ’ ὅσον μοῦ ἐμπνεύσατε ἐμπιστοσύνη, μὲ χαρὰ θὰ σᾶς ὁδηγήσω στὸν προορισμό σας. Κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν στιγμή, εἶμαι γιὰ σένα ὁ Ἀντώνης κι εἶσαι γιὰ μένα ὁ Μανώλης. Κι ὅ, τι χρειαστεῖς, ἀδερφέ μου, μὴν διστάσῃς νὰ τὸ ζητήσῃς. (Τοῦ σφίγγει τὸ χέρι κι ἔπειτα ἀγκαλιάζονται).( Ἀποχωροῦν) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἕνα κομμάτι μάλαμα στάθηκε τοῦτος ὁ ἄνθρωπος γιὰ μᾶς καὶ τὸν ἀγῶνα. Καὶ οἱ ἀδυναμίες τῶν Κυβερνητῶν τὸν ὀδήγησαν πρὶν τῆς ὥρας του στὸν Θάνατο. Κι αὐτὸν κι ἄλλους πολλοὺς ἀκόμα! ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τί μοῦ τὰ λές, δὲν τὰ ξέρω θαρρεῖς; Τὰ χάλια τῶν Κυβερνητῶν μᾶς γδάραν τὸ πετσί μας. Ἄλλαξε κουβέντα. Γιὰ τὸ καράβι σας πές μου. ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τέτοιο πλεούμενο δὲν εἶχα ματαδεῖ. Σὰν ἔφτασε, ὅλη ἡ Αἶνος βγῆκε στὴ Δρακοντίνα νὰ τὸ ὑποδεχτεῖ. Βελοῦδα, καθρέφτες, πίνακες, ἀσημένιες κοῦπες, ὅλα πολυτελῆ. Ἐγὼ ὅμως κάτι ἔνιωθα στὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ μὲ φόβιζε. ( Ἐσωτερικὸ πλοίου. ΑΝΤΩΝΗΣ, ΔΟΜΝΑ) ΑΝΤΩΝΗΣ: Πῶς σοῦ φαίνεται , κυρά μου , τὸ πλοῖο μας; ΔΟΜΝΑ: Δὲν ἤξερα πὼς μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ στὸν κόσμο τέτοια πολυτέλεια. ΑΝΤΩΝΗΣ: Καὶ ποῦ νὰ δῇς τὴν κάμαρά μας! Σὰν βρεθῇς έκεῖ, θὰ θελήσῃς σίγουρα νὰ μεγαλώσουμε τὴν οἰκογένεια. ΔΟΜΝΑ: Ξέρεις τί μοῦ ἄρεσε περισσότερο στὸ καράβι μας, Ἀντώνη; Τὸ ὄνομά του. ΑΝΤΩΝΗΣ: Τέτοιο ὄνομα χρειάζεται σ’ αὐτοὺς τοὺς καιρούς. Μακάρι νὰ φέρῃ γούρι σ’ὅ, τι σχεδιάζουμε. ΔΟΜΝΑ: Σὰν τί ,δηλαδή; Μὲ τρομάζουν τὰ λόγια σου.
  • 7.
    ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἄκου, Δόμνα!Θυμᾶσαι ποὺ μοῦ’λεγες κάποτε πὼς θὲς νὰ πολεμήσῃς τὴν ἀδικία καὶ τὴν σκλαβιά; Ἔφτασε ἡ ὥρα! Στὴν Ὀντέσσα ὑπάρχει ὀργάνωση ποὺ προετοιμάζει τὸ ποθούμενο! ΔΟΜΝΑ: Ἐννοεῖς δηλαδή, ἐπανάσταση; Μὰ αὐτὸ θὰ ἔχει συνέπειες! ΑΝΤΩΝΗΣ: Σίγουρα, μὰ τίποτα δὲν κερδίζεται δίχως ἀγῶνες καὶ θυσίες. Δὲν θὲς νὰ δῇς μιὰ μέρα τὰ παιδιά μας λεύτερα; ΔΟΜΝΑ: Θέλω νὰ μᾶς βλέπω ὅλους μας γερούς! ΑΝΤΩΝΗΣ: Δὲν μπορῶ νὰ στὸ ὑποσχεθῶ αὐτό! Σὲ πόλεμο μπαίνουμε. Καὶ στὸ δηλώνω ἐξ ἀρχῆς. Μὲ τὸ πρῶτο μπὰμ, τὸ καράβι θὰ μπῇ στὸν ἀγῶνα. Ἐσὺ καὶ τὰ παιδιὰ θὰ μείνετε στὴν Αἶνο. ΔΟΜΝΑ: Ἀντώνη Βισβίζη, σὲ γελάσανε! Ἂν εἶναι νὰ κάνουμε κάτι, θὰ τὸ κάνουμε μαζί! Καὶ τὰ παιδιὰ κι ἐμεῖς! Ὅλοι πάνω στὸ καράβι μας. ΑΝΤΩΝΗΣ: Γειὰ σου, καπετάνισσα. Αὐτὴ εἶναι ἡ γυναῖκα ποὺ ἀγαπάω. (Ξανὰ κόκαλο. Μιλοῦν πάλι οἱ δυὸ γυναῖκες) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Έκεῖνο τὸ βράδυ μοῦ σκάρωσε τὴν Μαριορή. Καὶ στὸν χρόνο πάνω, νὰ καὶ τὸ παιδί μου ὁ Χριστόδουλος. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Χρόνος καὶ παιδί ὁ Ἀντώνης! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Σχεδόν! Σὲ πέντε χρόνια τέσσερα παιδιά. Καὶ τὰ ταξίδια ταξίδια! Μαζί του πάντα! Ἔτσι γνώρισα τόσους καὶ τόσους ἀξιολο-γότατους ἀνθρώπους, ὅπως τὰ ἀδέρφια Καΐρη, γιὰ παράδειγμα. Θυμᾶμαι σὰν τώρα τὴν μέρα ποὺ τοὺς πρωτοεῖδα , στὰ Ψαρά…(κοκαλώνουν καὶ βλέπουμε στὴν σκηνὴ τὸν Ἀντώνη, τὴν Δόμνα , τὸν Θεόφιλο καὶ τὴν Εὐανθία Καΐρη σὲ πολὺ νεαρή ἠλικία, κοντὰ δεκαπέντε χρόνων. ) ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Τίποτα δὲν θὰ προχωρήσῃ, φίλτατοι, χωρὶς παιδεία. Δι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀδερφή μου, Εὐανθία ἐζήτησε παρὰ τοῦ σοφοῦ Κοραῆ ὁλίγα βιβλία ἴνα τὰ μεταφράσῃ ἐκ τῆς γαλλικῆς εἰς τὴν ἡμετέραν γλῶσσαν καὶ τοιουτοτρόπως νὰ ὠφεληθῶσιν πλεῖστοι ὅσοι συμπατριῶται. ΔΟΜΝΑ: Μὰ ἡ Εὐανθία εἶναι κοριτσάκι σχεδόν. ΕΥΑΝΘΙΑ:Ὁμιλῶ παρὰ ταῦτα τὴν γαλλικήν! ΘΕΟΦΙΛΟΣ : Καὶ τὴν ἰταλικήν! Ἐρμηνεύει δὲ μὲ ἰδιαιτέραν ἄνεσιν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα, παρακολουθεῖ ἀνώτερα μαθηματικὰ καὶ φιλοσοφικὲς θεωρίες ὑψηλοῦ ἐπιπέδου.
  • 8.
    ΑΝΤΩΝΗΣ : Σὲτόσο μικρὴ ἡλικία! Δεσποινίς, εἶσθε ἀξιοθαύμαστη! ΕΥΑΝΘΙΑ: Ἔχω ἁπλῶς ἐξαίρετο διδάσκαλο, τὸν ἀδερφό μου. ΘΕΟΦΙΛΟΣ :Ὑπερβολές! Ὁ διδάσκαλος μεταδίδει ἀπλῶς τὰς γνώσεις του. Στὸν μαθητὴ ἐναπόκειται νὰ τὰς ἀξιοποιήσῃ ἐπ’ὠφελείᾳ δική του καὶ τοῦ συνόλου. Ὅσο δι’ ἐμέ, τὸ μόνο ποὺ κάνω εἶναι νὰ προετοιμάζω ἅπαντας διὰ τὸν ἐπερχόμενον ἀγῶνα. (Φεύγουν) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ὁ Καΐρης πράγματι προσέφερε τὰ πάντα στὸ Γένος. Φιλικὸς ἤδη ἀπὸ τὸ 1819, κήρυξε μόνος τὴν ἐπανάσταση σὸ νησί του τὴν Ἄνδρο, πολέμησε τοὺς Τούρκους στὸν Ὄλυμπο ,ὅπου καὶ τραυματίστηκε καὶ στὸν τῦφο ποὺ σκότωσε τὴν θυγατέρα μου, ταν συνάντησα στὸ νοσοκομεῖο νὰ βοηθᾶ τοὺς ἀρρώστους. Εἶχε βλέπεις καὶ γνώσεις ἱατρικῆς. Ἔδωσε ὅσο λίγοι στὴν ὑπόθεση τῆς Ἐπανάστασης . ΑΓΓΕΛΙΝΑ:Ἐν ἀντιθέσει με κάποιους ποὺ σήμερα εἶναι μεγάλοι καὶ τρανοί . ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Καὶ μὲ κάποιους ποὺ ἦταν , ἀπὸ ὑπολογισμό, ἀντίθετοι στὸν ἀγῶνα. Δὲν θὰ ξεχάσω πῶς ὁ ἴδιος μου ὁ πατέρας σκεφτόταν γιὰ τὸν ἀγῶνα μας…( Ξανά τὸ σαλόνι τοῦ πατρικοῦ τῆς Δόμνας, Πατέρας, Δόμνα, Ἀντώνης) ΠΑΤΕΡΑΣ: Θὰ χάσουμε τὶς δουλειὲς καὶ τὰ καλά μας! Τώρα τί μᾶς λείπει; Ἀπ’ ὅλα ἔχουμε. Ὅλοι πλουτίζουμε. Τότε ὅλοι θὰ φτωχύνουμε. ΔΟΜΝΑ: Τὸ χρῆμα δὲν εἶναι τὸ πᾶν, πατέρα. Στὴν Καλλίπολη ἡ Θεώνη, ἡ φίλη μου, ἀναγκάζεται νὰ κολακεύῃ καὶ νὰ πληρώνῃ ἀδρὰ τοὺς Τούρκους γιὰ νὰ σώζῃ ὅσα περισσότερα παιδιὰ ποὺ τὰ παίρνουν γιὰ γενιτσάρους. ΠΑΤΕΡΑΣ: Βλέπεις λοιπὸν πὼς κι ἐδῶ τὸ χρῆμα ἔχει δύναμη; ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἡ Δόμνα , πατέρα , θέλει νὰ πῇ πὼς ὁ δοῦλος, ὅσα χρήματα κι ἂν ἔχῃ, δοῦλος εἶναι. Ἡ Θεώνη γνωρίζει τὴν δύναμη ποὺ τῆς δίνει τὸ χρῆμα. Ξέρει ὅμως καὶ τὴν θέση στὴν ὁποία ἠ σκλαβιὰ τὴν ἔχει βάλει. Γιὰ αὐτό, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ ἀνασαίνουμε ἐλεύθεροι, εἴπαμε νὰ πουλήσουμε τὸ σπίτι , νὰ μποῦμε ὅλοι μαζὶ στὸ πλοῖο μας καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε τὰ παιδιά μας τουλάχιστον νὰ μεγαλώσουν ἐλεύθερα, ὅπως τοὺς πρέπει. ΠΑΤΕΡΑΣ: Ἐγὼ μιὰ φορὰ σᾶς λέω πὼς τοῦτο ποὺ ξεκινᾶτε θὰ ἔχει πολλὴ πίκρα καὶ δάκρυα. Ἴσως , φεύγοντας ἀπὸ δῶ, νὰ μὴν μπορέσετε νὰ ξαναγυρίσετε στὸν τόπο σας ποτέ. Ἂν πάλι εἶστε ἀποφασισμένοι… κάμετε ὅ, τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός. ( Ὁ Πατέρας φεύγει) . ΔΟΜΝΑ: Ἀντώνη, τί ἦταν πάλι αὐτὸ , πὼς ἴσως καὶ νὰ μὴν ξαναδοῦμε τὸν τόπο μας;
  • 9.
    ΑΝΤΩΝΗΣ: Ἴσως νὰ’ναι κι ἔτσι. Μὰ τί πειράζει; Στήνουμε τὸ σπιτικό μας ὅποια ὥρα νὰ ’ναι, σ’ ὅποιον τόπο νὰ ’ναι. ΔΟΜΝΑ: Μὰ τούτη εἶν’ἡ πατρίδα μας, ἡ ῥίζα μας, Ἀντώνη! ΑΝΤΩΝΗΣ: Σὰν πατήσῃς στεριά, κι αὐτὴ ἡ στεριὰ θὰ ’ναι ἐλεύθερη, θὰ δῇς πὼς ὁ ἄνεμος ποὺ θὰ πνέῃ ἐκεῖ, θὰ ’ναι ἀλλιώτικος, πιὸ ὡραῖος. Ἐκεῖ, Δόμνα , θὰ στήσουμε τὸ σπιτικό μας! ( Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν). ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Κι εἶχε δίκιο ὁ πατέρας. Ἀπὸ τὸ ’21 ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὴν Αἶνο, δὲν ξανάδαμε τὴν πατρίδα μας. Μὰ δίκιο εἶχε κι ὁ Ἀντώνης. Ἐδῶ ποὺ στεκόμαστε παρέα καὶ μιλᾶμε λεύτερα οἰ δυό μας, μοῦ φαίνεται καλλίτερα ἀπὸ παντοῦ! ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Κι ἂς μὴν ἔχεις τὰ πλούτη, τὸ καράβι, τοὺς δικούς σου,…τὸν Ἀντώνη; ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὰ πλούτη θὰ μποροῦσε ὁ Τοῦρκος νὰ τὰ πάρῃ ὅποτε ἤθελε. Τὰ εἶχα , μὰ δικά μου δὲν ἦταν. Τώρα τὸ καλύβι μου τὸ ὁρίζω ἐγώ! Τὸ πλοῖο ἦταν τῆς πατρίδας ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπήκαμε στὸν ἀγῶνα. Οἱ δικοί μου εἶναι τὰ παιδιά μου καὶ δόξα τῷ Θεῷ εἶναι μαζί μου. Ὅσο γιὰ τὸν Ἀντώνη, αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου. Ὅποτε θέλω τὸν καλῶ καὶ μιλοῦμε, τοῦ κουβεντιάζω καὶ μ’ ἀποκρίνεται. Ἄχ, Ἀγγελίνα, τοὺς ἀγαπημένους μας μέσα μας τοὺς κουβαλοῦμε ἴσαμε τὴν στερνὴ πνοή μας κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ γεφυρώνει. Κάποτε ἔκανα μιὰ κουβέντα μὲ τὸν Ἀντώνη( Ἐμφανίζονται Ἀντώνης καὶ Δόμνα. Οἱ γερόντισσες κοκαλώνουν) ΔΟΜΝΑ: Πόσο θὰ πρέπει νὰ μισῇ κάποιος γιὰ νὰ πολεμήσῃ, Ἀντώνη; ΑΝΤΩΝΗΣ :Πὲς καλλλίτερα πόσο θὰ πρέπει νὰ ἀγαπᾶ. ΔΟΜΝΑ: Ὅταν πολεμᾶς τὸν Τοῦρκο, δὲν τὸν μισεῖς; ΑΝΤΩΝΗΣ : Σκέφτομαι μονάχα πὼς σκοτώνοντας τὸν ἐχθρό, θὰ βοηθήσω τὴν πατρίδα νὰ λευτερωθῇ, τὰ παιδιά μας νὰ ζήσουν λεύτερα, κι ἐμεῖς ν’ ἀποκτήσουμε ὅσα μᾶς στέρησε ἡ σκλαβιά. Πρέπει νὰ σκέφτομαι κάτι ὄμορφο σὰν πολεμῶ, ἀλλιῶς δὲν μπορῶ ν’ ἀντέξω τὴν βία τοῦ πολέμου. ( Φεύγουν) ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Πρέπει νὰ ἦταν πολὺ σπουδαῖος ἄνθρωπος ὁ Ἀντώνης σου. ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Γιὰ τοῦτο τὸν ἀγαπῶ μέχρι σήμερα. Προσέφερε τὰ πάντα γιὰ τὸν σκοπό μας, δίχως ὑστεροβουλίες. Τὸ πλήρωσε βέβαια μὲ τὴν ζωή του…Καὶ τὸ πλοῖο ἀναγκάστηκα νὰ τὸ δώσω γιὰ πυρπολικό, μπᾶς κι ἀνασάνω οἰκονομικά, μὰ ποῦ! ¨Η κυβέρνηση θέλει μόνο νὰ σοῦ πάρῃ, κι ἂν εἶναι νὰ δώσῃ αὐτὰ ποὺ
  • 10.
    χρωστᾶ, ζητᾶ ἕνακάρο χαρτιά καὶ σὲ ταλαιπωρεῖ γιὰ νὰ ἀπελπιστῆς καὶ νὰ μὴν διεκδικήσῃς ὅ, τι δικαιοῦσαι. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Τί ίδέα ὅμως κι αὐτὴ μὲ τὰ πυρπολικά! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὴν πρωτοσκέφτηκαν στὰ Ψαρά, καὶ μάλιστα ἔνας ποὺ δὲν ἦταν Ψαριανός, μὰ ἀπὸ τὴν Πάργα. Κάπως ἔτσι ἐγινε:( Μπαίνουν στὴν σκηνὴ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ, ΑΓΝΩΣΤΟΣ, ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ, ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥΛΙΤΣΑΣ Ἤ ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ) ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ: Μὲ τὰ δίκροτα καὶ τρίκροτα τῶν Τούρκων πῶς θὰ τὰ βγάλουμε πέρα; ΑΓΝΩΣΤΟΣ:ἂς περιμένουμε νὰ δοῦμε τί γνώμη ἔχει ἡ Διοίκηση. ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ: Ὥσπου νὰ μᾶς πῇ τὴν γνώμη της ἡ Διοίκηση, ἐμεῖς θὰ ’μαστε οἱ πρῶτοι ποὺ θ’ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὰ θεριά. ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥΛΙΤΣΑΣ Ἤ ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ: Ὅταν ἤμουν στὴν Τουλών, εἶδα νὰ φτιάνουν ἡφαίστεια. Θὰ ’ναι τὸ πιὸ καλὸ ὅπλο ἐνάντια στὰ τούρκικα πλοῖα. ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ : Εἶναι δοκιμασμένα κι ἀπ’ τοὺς Ῥώσους. ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ: Τὰ δούλεψα καὶ γνωρίζω πῶς νὰ γυρίζω σκαφίδια σὲ μπουρλότα. Δῶστε μου καράβια καὶ δυὸ βοηθοὺς καὶ τί σᾶς μέλει; ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ : Τὰ καράβια θὰ βρεθοῦν αὐτοὶ ποὺ θὰ πάρουν τὸ ῥίσκο νὰ τὰ κολλήσουν στὰ τούρκικα ποῦ θὰ βρεθοῦν; ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: Θὰ ἀμειφθοῦν! Καὶ γιὰ νὰ τοὺς δελεάσουμε, καὶ γιατὶ εἶναι δίκαιο. ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Κάποιοι ἄνθρωποι, ἐνῶ προσέφεραν πολλὰ στὴν ἐπανάσταση, δὲν ἀκούστηκαν πολύ. Οὔτε κι ἀργότερα τοὺς δόθηκε ἡ ἀξία ποὺ τοὺς ἔπρεπε. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν κι ὁ Πατατοῦκος. ἀπὸ τὴν Πάργα ἦρθε στὰ Ψαρά. Ἔγινε μετατροπέας πλοίων σὲ πυρπολικά. Αὐτὸς μετέτρεψε καὶ τὴν «Καλομοίρα» μου. Λιγόλογος, σπάνια χαμογελοῦσε , καὶ τότε μόνο στὰ παιδιά. Δίδαξε τὴν τέχνη του καὶ σὲ ἄλλους. Ἡ προσφορά του στὸν ἀγῶν ἦταν πολὺ σπουδαῖα. Δὲν ζήτησε ποτέ του ἄλλη ἀμοιβὴ γιὰ τὶς ὐπηρεσίες του, ἔξω ἀπὸ πλοῖα ποὺ τὰ ἔκανε πυρπολικὰ γιὰ τὸν ἀγῶνα. Σήμερα δὲν τὸν θυμᾶται κανεῖς . Τί κρίμα! ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Μήπως εἶναι ὁ μόνος; Καημένη Ἑλλάδα, πόσα παιδιά σου ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ σένα γιὰ νὰ πεθάνουν φτωχὰ καὶ ξεχασμένα ἀπ’ ὅλους; Καὶ κάποιοι ἄλλοι νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα! Ποιὸς θυμᾶται σήμερα τὸν Ἐμμανουὴλ Παππᾶ, αὐτὸν τὸν τίμιο πατριώτη;
  • 11.
    ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Πέθανεπάνω στο καράβι μας. Ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλους! Ἀπὸ τὸν Μάη τοῦ ’21 ἐμεῖς κινήσαμε γιὰ τὰ Ψαρὰ νὰ μποῦμε στὸν ψαριανὸ στόλο κι ἐκεῖνος σήκωσε μπαϊράκι στὸν Ἄθω. Μὰ μετὰ τὶς πρῶτες ἐπιτυχίες, ὁ Γιουσούφ-Μπεης τῆς Θεσσαλονίκης ἐνισχυμένος μὲ στρατεύματα ἀπὸ τὴν Θράκη, ἔπεσε πάνω στοὺς ἐπαναστᾶτες καὶ τοὺς λιάνισε. Ἔστελνε ὁ Παππᾶς μηνύματα στὴν Διοίκηση νὰ τὸν συνδράμῃ, μὰ γιὰ ἄλλα νοιάζονταν οἱ κεφαλές. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ἡ ἔγνοια τους νὰ μὴν ξοδέψουν γρόσια! Κι ἂς χαθοῦν ἄδικα τόσες ψυχές! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Ἔτσι ὁ Παππᾶς ἔμεινε μόνος! Τὸν ἐγκατέλειψαν ὡς κι οἱ στρατιῶτες του. Κι αὐτὸς μέχρι τέλευταῖα στιγμή πάσχιζε νὰ σώσῃ τοὺς ἐλάχιστους ποὺ τοῦ ἀπέμειναν , μαζί μὲ τὰ γυναικόπαιδα ποὺ ζήτησαν κοντά του καταφύγιο. Πήγαμε νὰ τοὺς παραλάβουμε ἀπὸ τὸν Ἄθω. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Καλὰ τοὺς ἄνδρες, μὰ οἱ γυναῖκες πῶς βρέθηκαν στὸ ἄδυτο; ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Οἱ καλόγεροι ἀποφάσισαν νὰ παράσχουν ἄσυλο σὲ ὅσους εἶχανν ἀνάγκη. Εἶπαν πὼς καὶ ἡ Παναγία αὐτὸ θὰ ἔκανε. Ἐξ ἄλλου δὲν ἦταν γιὰ καιρό. Τοὺς φορτώσαμε στὸ πλοῖο καὶ κινήσαμε γιὰ τὴν Ὕδρα. Ἔπρεπε νὰ ἐνημερωθεῖ ἡ Διοίκησις γιὰ τὰ διατρέξαντα, εἶπε ὁ Ἐμμανουήλ. Δὲν πρόλαβε ὅμως. ( Ἐμμανουήλ Παππᾶς ,Βισβίζης, Δόμνα) ΠΑΠΠΑΣ: Ἀντώνη, ἀργοῦμε! Νὰ φτάσω στὴν Ὕδρα, νὰ ἐξηγήσω πῶς ἔχουν τὰ πράγματα στὴν Κασσάνδρα, νὰ καταλάβουν τὰ προβλήματα, νᾶ νιώσουν γιατὶ ἡ βοήθεια πρέπει νὰ φτάσῃ ταχιά. ΑΝΤΩΝΗΣ: Μὰ οἱ ἄνεμοι εἶναι ἐνάντιοι. Ἑκατόν σαράντα ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ διακινδυνεύσουν. Μὴ χολώνεσαι! Ἐγὼ σὲ πῆγα στὴν Ὀντέσσα, ἐγὼ στὸν Ἄθω, ἐγὼ θὰ σὲ πάω καὶ στὴν Ὕδρα. ΠΑΠΠΑΣ: Φτάνει νὰ προλάβω νᾶ φτάσω ζωντανός! ( μὲ τὰ χέρια του στὸ στῆθος, κάνει προσπάθεια γιὰ ἀέρα, , σὰν νὰ πνίγεται, παραπατᾶ καὶ πέφτει νεκρός στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Δόμνας) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ:Στὰ χέρια μου ξεψύχησε! Πήγαμε τὸ νεκρό του σῶμα στὴν Ὕδρα , ὅπως τὸ ὑποσχεθήκαμε. Δὲν πρόλαβε νὰ τοὺς τὰ πῇ , νὰ τοὺς ταρακουνήσῃ. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Σιγὰ καὶ μὴν πάθαινε ἡ ὑγεία τους! Τοὺς τὰ ’πε κι ὁ Νικήτας μου, τοὺς τὰ ’πε κι ὁ Δυσσέας! ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὸ θυμᾶμαι! Τότε γνωριστήκαμε μὲ τὸν Νικῆτα . Ἔβραζε κατὰ τῆς διοικήσεως. ( Παρουσιάζεται ὁ Νικηταρᾶς μὲ τὸν Ἀντώνη καὶ τὴν Δόμνα)
  • 12.
    ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ: ( Συνεχίζονταςμιὰ ἤδη ἀρχινισμένη συζήτηση) Τοὺς γυρεύουμε τσαπιὰ καὶ φτυάρια, ψωμὶ κι ἀλεύρι, κονταξῆδες γιὰ τὰ τουφέκια, γιατρό, πετσιὰ γιὰ τσαρούχια, δὲν στέλνουν. Στρογγυλο-κάθησαν στήν Λιθάδα καὶ τρῶν καὶ πίνουν καὶ καλοπερνοῦν καὶ γιὰ μᾶς ποὺ σκοτωνόμαστε ἀπέναντί τους δὲν ἔχουν. Ἤ κάνουν κουμάντο, ἤ νὰ σηκωθοῦν νὰ φύγουν. Τὸ ἀσκέρι ἔχει ἀγριέψει. Ὅλη ὥρα φωνάζουν: «Θὰ ῥιχτοῦμε κατὰ πάνω τους».Ἐμεῖς τοὺς κρατοῦμε μὲ τὸ ζόρι κι ἐκεῖνοι στέλνουν εὐχὲς καὶ νουθεσίες. ΑΝΤΩΝΗΣ: Θὰ πάω νὰ τοὺς τὰ πῶ στοματικῶς. Ἴσως κὰὶ τοὺς συνετί σω. (Φεύγουν οἱ ἄντρες, ἡ Δόμνα πλάτη) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τί ἦταν νὰ πάῃ;Μπαροῦτι γύρισε.( Δόμνα πρὸςν τὸ κοινό ,μπαίνει ὁ Ἀντώνης ) ΔΟΜΝΑ :Τί ἔγινε , τοὺς τὰ εἶπες; ΑΝΤΩΝΗΣ: Τί νὰ τοὺς πῶ, Δόμνα; Τί νὰ καταλάβουν; Σάστισα μὲ δαύτους. Τοὺς μίλησα ὁ ἴδιος τοὺς πῆγα καὶ γραφὴ τοῦ Δυσσέα ,. Τὴν διάβασαν μπροστά μου. Μόνο ποὺ δὲν γελοῦσαν. «Μὰ τί θαρρεῖ ὁ Ὀδυσσεύς; Ὅτι ἔχουμε ἐδῶ κάποια ἀποθήκη γεμάτη μόνο καὶ μόνο γιὰ τροφοδοτοῦμε τὸ δικό του σῶμα; Τρόφιμα! Ἂς περιμένῃ! Ταᾶπες. Ἂς γυρέψῃ ἀπ’τοὺς χωριανούς. Ὅπλα, μπᾶλες. Ἄλλο τίποτα; Πεῖτε του πὼς θὰ ἀποσταλλοῦν τὰ ὅσα γυρεύει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ». Καὶ οἱ μᾶχες μαίνονται! Τὰ ἴδια κάναν καὶ τοῦ Παππᾶ! Κι ἂν ἐκεῖ δικαιολογία ἦταν ἡ ἀπόσταση, ἐδῶ δὲν εἶναι. Θὰ τοῦ δώσουμε ἐμεῖς καὶ τὰ γυρεύουμε ὕστερα. ΔΟΜΝΑ: Δὲν μᾶς ἔδωσαν λουφέδες, θὰ μᾶς δώσουν ὅσα θὰ στείλουμεν στὸν Δυσσέα; ΑΝΤΩΝΗΣ: Ὁ πόλεμος αὐτὸς ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὄχι ὅ, τι ἔχουμε, μὰ ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ μᾶς λείπει. Καὶ μόνο ἂν τὸ προσφέρουμε θυσία, θὰ ἀξιωθοῦμε μιὰ μέρα τὴν λευτεριά! (φεύγουν) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀντώνης μου Καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε μέχρι τέλους. Ἤρθανε οἱ Ἀρεοπαγίτες στὸ πλοῖο μας. Ἐκεῖ κάλεσαν τὸν Δυσσέα, ὄχι γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουν τὴν ἀπαιτούμενη βοήθεια, μὰ γιὰ νὰ τὸν ἐρεθίσουν πιότερο μὲ τὰ λόγια καὶ τὴν στάση τους. Ἔχω ἀκόμα στ’αὐτιὰ μου τὴν φωνή του.( Δωμάτιο πλοίου. Δυσσέας Νικηταρᾶς καὶ ἀρεοπαγῖτες) ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τί σκατὰ μοῦ μηνᾶτε νὰ κρατήσω τὶς θέσεις μου; Μὲ τί στρατό;Τὸν ἔχετε ἀπαρατήσει πεινασμένο ,πληγωμένο , χωρίς γιατρό, χωρίς φαΐ, χωρίς ὅπλα. Νὰ πᾶτε τοῦ λόγου σας νὰ πολεμήσετε τέτοιον πόλεμο! Παρατήσατε τὰ παλικάρια μου στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Στὴνν μάνητα τῶν Τούρκων. Ἀχρηστοι!
  • 13.
    ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 1 Χαμήλωσετὴν φωνή σου, Δυσσέα! Μὲ ξεφωνητὰ δὲν γίνονται πόλεμοι! Οὔτε μπορεῖς νὰ ὁμιλῇς ἔτσι στὴν Ἀνωτέρα Πολιτικὴ Ἀρχή. ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τὴν ἔχω χεσμένη τὴν Ἀνωτέρα Πολιτικὴ Ἀρχή τέτοια ποὺ ’ναι. ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ: Ἂς ἀφήσουμε τὰ πολλὰ λόγια. Γιὰ νὰδοῦμε τὰ πράγματα πῶς ἔχουν. Μᾶς λέτε νὰ πᾶμε ἀπὸ τὴν στεριὰ καὶ νὰ χτυπήσουμε τὸ Πατρατζίκι. Μὰ τότες θὰ πέσουμε στοῦ λύκου τὸ στόμα. Δὲν γίνεται! ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 2: Γίνεται, πῶς δὲν γίνεται! Θὰ περάσετε τὸ στράτευμα ἀπὸ τὸ γεφύρι τῆς Ἀλαμάνας. ΟΔΥΣΣΕΑΣ:Μωρέ, ξέρετε τοῦ λόγου σας καὶ τὸ γεφύρι τῆς Ἀλαμάνας! Καὶ ποῦθε τὸ μάθατε; Ἀπὸ τούτους τοὺς χάρτες ὁποὺ ’χετε χώσει τὴν μύτη σας καὶ κοιτᾶτε; Σᾶς δείχνουν ἐτοῦτοι τὰ βαλτοτόπια; Θὰ πάρω ἐγὼ τοὺς ἄντρες μου νὰ τοὺς πνίξω στοὺς βάλτους; Φαίνονται ἐδῶ ποὺ κοιτᾶτε τ μιλιούνια τῶν Τούρκων, ἔ; Ἄντε ντέ! Γιὰ πεῖτε. Δὲν μιλᾶτε; ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 1 Πῶς νὰ μιλήσουμε; Ποῦ νὰ φανταστοῦμε πὼς ὁ γιὸς τοῦ Ἀνδρίτσου κι ὁ Νικῆτας ὁ Τουρκοφάγος τρέμουν τοὺς Τούρκους! ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Ῥέ, ἄι σιχτίρι ποὺ θὰ μᾶς πεῖτε κι ἄνανδρους ἀπὸ πάνω , ποιοί; Τοῦ λόγου σας ποὺ δὲν ἔχετε πιάσει τουφέκι κι ἔτσι καὶ τὸ δεῖτε ἀπὸ κοντὰ νὰ βαράει θὰ χεστεῖτε πατόκορφα ἀπ’ τὸν φόβο σας! ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 3 Μὰ ἡμεῖς εἴμεθα μορφωμένοι, πράγμα ποὺ ἐσεῖς… ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τί νὰ κάνουμε; Ὅταν ἐσεῖς σπουδάζατε στὶς Εὐρῶπες, μὲ τίνος ἄραγε τὰ λεφτά, ὁ Ἀλὴς κι οἱ Τουρκαλᾶδες ἔσπαγαν τοὺς βούρδουλές τους πάνω στὰ τομάρια μας.Γνωρίζετε, λέει γράμματα. Καί; Γιὰ τὸν πόλεμο ντὶπ ἄχρηστοι εἶστε! Θὰ ἔρθουνε τώρα οἱ καλαμαρᾶδες νὰ μᾶς ποῦνε πῶς θὰ τουφεκᾶμε! Τελείωσε! Ἄλλος δρόμος δὲν εἶναι. Μόνο ἀπὸ τὴν θάλασσα. Νὰ τσακιστεῖτε νὰ μᾶς στείλετε καράβια νὰ μᾶς πάρουν, εἰ δὲ μὴ θὰ σᾶς παραδώσω στὰ παλικάρια μου νὰ σᾶς περιποιηθοῦν ἐκεῖνα ὅπως ξέρουν. Πᾶμε, ὠρὲ Νικῆτα, τὶ ὁ ἀέρας ἐδῶ μέσα ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ βρομάῃ. ( Φεύγει μὲ τὸν Νικηταρᾶ) ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 3 : Ἄ, Δυσσέα, μεγάλο ἀγκάθι μᾶς ἔγινες κι ἐμεῖς τὰ ἀγκαθια… ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 1 : …ξέρουμε νὰ τὰ βγάζουμε πρὶν μᾶς τρυπήσουν. ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 2 : Καπετάν –Βισβίζη! Ἔλα δυὸ λεπτὰ ποὺ θέλουμε κάτι νὰ σοῦ ποῦμε!( Ὁ Ἀντώνης παρουσιάζεται. Οἱ Ἀρεοπαγῖτες τὸν κυκλώνουν καὶ κάτι συζητοῦν. Ὁ Ἀντώνης τοὺς κοιτᾶ μὲ γουρλωμένα μάτια, σὰν νὰ βλέπει φίδια φαρμακερὰ. ἀπομακρύνεται ἀπὸ κοντά τους καὶ λέει:)
  • 14.
    ΑΝΤΩΝΗΣ: Τί μοῦζητᾶτε;Ξέρετε τί μοῦ ζητᾶτε; Δὲν μὲ κάλεσε ἡ Πατρίδα γιὰ τέτοιες πράξεις! Ἐγὼ ἄφησα τὸν τόπο μου καὶ μπῆκα στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδας γιὰ ἄλλον σκοπό, ἱερό! Δὲν τὰ θαρροῦσα ἔτσι! Ἄλλον ἀγῶνα τὸν ἤθελα, ἄλλον βρίσκω ἐδῶ. Πῶς τολμᾶτε καὶ νὰ σκεφτεῖτε ἕνα τέτοιο πράγμα; (Φεύγει) ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 2 : Ἀντώνη Βισβίζη, μιὰ κι ἔμαθες , ἔπρεπε νὰ ἔρθῃς μαζί μας. Δὲν τὸ ’πραξες; Κακὸ τοῦ κεφαλιοῦ σου.(Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Τὸ ἴδιο βράδυ ἕνα βόλι μοῦ πῆρε τὸν ἄνθρωπό μου. ἬμοΥν ἔγγυος ἕξι μηνῶν στὸ πέμπτο μου παιδί. Ἀνέλαβα τὸ καράβι μὲ δεύτερο καπετάνιο τὸν Σταυρῆ ἀπὸ τὴν Αἶνο, ὅπως τὸν εἶχε κι ὁ Ἀντώνης. Πέρασα τὴν ζωή μας ἀπὸ σαράντα κύματα καὶ πορεύτηκα μ ’ἐνάντιους ἀνέμους. Πρὶν ἔρθω σ’αὐτὴ τα γειτονιὰ τοῦ Πειραιᾶ, ἔκανα ἕνα διάστημα στὴ Σύρα. Ἐκεῖ ξαναντάμωσα τὴν Εὐανθία Καΐρη, ὥριμη γυναῖκα πιὰ. Στὸ θέατρο παιζόταν ἕνα δρᾶμα ποὺ εἶχε φτιάσει ἐκείνη. Ἦταν ὁ «Νικήρατος» κι ἀναφερόταν στὸ Μεσολόγγι καὶ στὴν ἔξοδο. Τὸ εἶδα καὶ τὴν θαύμασα! Περισσότερο ὅμως θαύμασα τὸν κοφτερό της νοῦ, σὰν βρέθηκα ἕνα βράδυ στὸ σπίτι της μαζί μὲ τὸν ἔμπορο σταφίδας τὸν Πετρόπουλο καὶ τὴν ἄκουσα νὰ συζητάει, (Στὴν σκηνὴ ἐσωτερικὸ σπιτιοῦ. Εὐανθία, Καΐρης, Δόμνα , Πετρόπουλος) ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ἩἙλλὰς οὐδὲν ἠμπορεῖνὰ ἐπιτύχῃ, ἀγαπητοί, ἄνευ τῆς ἔξωθεν βοηθείας. Εὐτυχῶς αἱ Μεγάλαι Εὐρωπαϊκαὶ Δυνάμεις εἶναι παρὰ τὸ πλευρόνμας. ΕΥΑΝΘΙΑ: Αὐτὸ πρεσβεύετε σεῖς; Τουναντίον δὲν βοηθοῦν καθόλου. ΔΟΜΝΑ : Ἔ πῶς , κυρά μου, μιὰ βοήθεια μᾶς τὴν δίνουν. Τὸν Θεμιστοκλῆ μου, τὸν πρωτότοκο, δὲν τὸν πῆραν ἔξω οἱ φιλέλληνες νὰ τὸν σπουδάσουν; Μοῦ ἔγραφε πὼς μέχρι καὶ τὸν Κυβερνήτη μας τὸν Καποδίστρια γνώρισε στὸ Παρίσι. Αὐτὸς τὸν συμβούλευσε νὰ σπουδάσῃ οἰκονομία καὶ διοίκηση. Κι ἕνας Γάλλος ποιητής Οὐγκὼ μοῦ ἔγραφε τὸν λένε , ἔγραψε ἕνα ποίημα γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ πάθαμε στὴν Χιό, βάζοντας τὸ παιδί μου ὡς ἥρωα , νὰ ζητᾶ βόλια καὶ μπαρούτη γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῇ. Τὸ ποίημα λέγεται «Τὸ Ἑλληνόπουλο». Κι εἶναι κι ἄλλα παιδιὰ ἀγωνιστῶν ποὺ σπουδάζουν ἔξω . Χώρια τὰ δάνεια ποὺ μᾶς ἔστειλαν. ΕΥΑΝΘΙΑ: Νὰ τὰ ἐξετάσουμε ἕνα πρὸς ἕνα. Φιλέλληνες. Κάποια ἄτομα μὲ ὀράματα, εὐαισθησία , αἴσθημα δικαίου. Οὐδεῖς ἀρνεῖται τὴν προσφορά τους, μὰ πρόκειται γιὰ μεμονωμένες περιπτώσεις, ὄχι γιὰ ἐπίσημη κρατικὴ θέση. Ταὰ δάνεια. Μόλις τὸ εἶπες, Δόμνα. ἶναι δάνεια, δὲν εἶναι δωρεαί. Μᾶς κάνουν ὑποχείριο τῶν ξένων. Ἡ ἀδυναμία μας νὰ τὰ ἐξοφλήσωμεν εἶναι μὶα ἄλλη μορφὴ ὑποδουλώσεως´
  • 15.
    ΚΑΪΡΗΣ:Τὰ δάνεια μᾶςὁδηγοῦν εἰς τὴν πλήρην ἐξαθλίωσιν. Προσφέρουνμίαν προσωρινήν , φαινομενικὴν ἀνακούφισην, διὰ νὰ ἔλθῃ κατόπιν ἡ ἀπόγνωσις καὶ ἡ ἐξάρτησις τῆς χώρας ἀπὸ τοὺς δανειστάς. ΕΥΑΝΘΙΑ: Ὅσο γιὰ τὶς σπουδὲς τῶν νέων, εἶναι στάχτη στὰ μάτια, εἶναι χρέος! Μᾶς ὀφείλει πολλὰ ἡ Εὐρώπη καὶ ἐξοφλεῖ κατὰ τὸ ἐλάχιστον.Ἡ μικρή μας πατρίδα αἱματοκυλίστηκε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της,ὅμως ἔτσι ἀναχαιτίζει τὴν ἐξάπλωση τὼν Ὀθωμανῶν.Χάρη σ’ ἐμᾶς ζεῖ ἀνέμελη ἡ Εὐρώπη. ΔΟΜΝΑ: Ὅμως ὁ ξεσηκωμὸς ἦταν δική μας ἀπόφαση, δὲν ἦταν; ΕΥΑΝΘΙΑ: Συμφωνῶ, ἀλλὰ ἐπωφελεῖται ἠ Εὐρώπη. Εἶναι ψευδὲς ὅτι Γάλλοι καὶ Αὐστριακοὶ βοήθησαν καὶ ἐκπαίδευσαν τοὺς Ὀθωμανούς ; Ποιὸς εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ῥῆγα; Μία λέξις ἁρμόζει εἰς τὴν Εὐρώπη:Ὑποκρισία! ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Μὰ ἡ τοιαύτη ἄποψις ἀκούγεται , τολμῶ νὰ εἴπω, αἰρετική! ΕΥΑΝΘΙΑ: Καὶ αὐτὴ ἴσως νὰ εἶναι ἡ λέξις ποὺ ἀρμόζει στὴν οἰκογένειά μας. ( Κοκαλώνουν καὶ φεύγουν) ΓΙΑΓΙΑ ΔΟΜΝΑ: Σ’αὐτὴν τὴν χῶρα, ὅποιος τολμᾶ νὰ πῇ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἄποψη στιγματίζεται αὐτομάτως ὡς αἰρετικός. ΑΓΓΕΛΙΝΑ: Ὅμως ὁ Λαὸς νιώθει καὶ ἀργὰ ἤ γρήγορα ἀποδίδει στὸν καθένα ἐκεῖνο ποὺ τοῦ πρέπει. Ψύχρανε. Πᾶμε κι ἐμεῖς μέσα τώρα (Φεύγουν, ἐνῶ ἀκούγεται ἀπόμακρα τὸ τραγοῦδι τῆς Δόμνας) Πουλάκι,πόθεν ἔρχεσαι, πουλάκι, γι’ ἀποκρίσου Μὴν εἶδες καὶ μὴν ἄκουσες γιὰ τὴν κυρά-Δομνίτσα Τὴν ὄμορφη, τὴ δυνατή, τὴν ἀρχικαπετάνα Ποὺ ’χει καράβι ἀτίμητο καὶ πρῶτο μὲς στὰ πρῶτα Καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο Καράβι ποὺ πολέμησε στῆς ἴμπρος τὸ μπουγάζι;
  • 16.
    2ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ Η ΑΙΓΙΝΑΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ: Ἀφηγήτρια ΙΟΥΛΙΑ ΜΠΟΓΡΗ Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΕΛΛΕΣ , Μιχαὴλ Μούρτζης ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ, Κυριᾶκος Μούρτζης, (ὁπλαρχηγὸς Πέρδικας.) ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΛΗΣ Κύριλλος Λαμπαδάριος ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΕΣΗΣ Χορὸς Αἰγινητῶν ΡΑΚΙ ΤΑΜΖΙΤ, ΜΑΡΙΑ ΜΕΡΤΙΚΑ, ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΝΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ ΧΕΛΙΩΤΗ, ΓΩΓΩ ΓΚΑΡΓΚΑΝΙΤΗ, ΦΛΩΡΙΤΑ ΜΠΟΥΖΙ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Γεώργιος Λογιοτατίδης ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΡΟΔΑΚΗΣ Γεώργιος Τσελεπῆς ἤ Τσελέπης ΕΛΕΑΝΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ Ἕνας Αἰγινήτης: ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΝΑΚΗ Στρατιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Γέροντας: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ Ψαριανοί πρόσφυγες ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΧΕΛΙΩΤΗ, ΓΩΓΩ ΓΚΑΡΓΚΑΝΙΤΗ Πολεμιστής: ΚΥΡΙΑΚΙΑΝΝΑ ΚΟΤΣΗ (Ὅλη ἡ δράση γίνεται στὴν πλατεία μπροστὰ ἀπὸ τὸν Πύργο τοῦ Μαρκέλλου. Ἡ σκηνὴ ἀνοίγει καὶ βλέπουμε τὸν Πύργο, ὁ ὁποῖος καλλίτερα νὰ εἶναι στημένος καὶ ὄχι ζωγραφιστὸς. Μπροστὰ του ὑπάρχει μιὰ πλατειὰ πέτρα, σὰν τὸ βῆμα τῆς Πνύκας. Ἡ σκηνὴ κενή. Στὸν ἐμπρός της χῶρο ἐμφανίζεται ὁ ΑΦΗΓΗΤΗΣ/ἡ ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ποὺ κινεῖται μόνον ἐκεῖ καὶ στὰ σκαλοπάτια ἑκατέρωθεν. ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ( ΜΟΥΣΙΚΗ 1 ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ ΝΟ 1) Θὰ σᾶς πῶ μιὰ ἱστορία κι ἂς μὲ βλέπετε μικρή, ποὺ συνέβη στὸ νησί μας τὴν παλιὰ τὴν ἐποχή.
  • 17.
    Τότε Τοῦρκοι κυβερνοῦσανκι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀπὸ τ’ ἄξια παιδιά του καρτεροῦσε λίγο φῶς. Καὶ σὰν ἔφτασεν ἡ ὥρα ὅλη ἡ Δημογεροντία συγκεντρώνει τοὺς πολῖτες σὲ ἐτούτη τὴν πλατεία… (Μπαίνουν οἱ : Κύριλλος Λαμπαδάριος, Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος, Γεώργιος Τσελεπῆς, χωρὸς Αἰγινητῶν μὲ κορυφαίους τοὺς ἀδερφοὺς Μιχαὴλ καὶ Κυριᾶκο Μούρτζη. Ὁ Λαὸς θορυβεῖ, ἐνῶ οἱ προεστοὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν ἡσυχάσουν καὶ νὰ τοῦ μιλήσουν. Κύριλλος Λαμπαδάριος: Χριστιανοί, χριστιανοί! Ἡσυχᾶστε λοιπόν! Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Δεν ἀκοῦν ἔτσι, Δέσποτα, μ’ἀφήνεις νὰ δοκιμάσω κι ἐγώ; (Ὁ Κύριλλος κάνει νόημα πὼς συμφωνεῖ κι ὁ Μαρκέλλος φωνάζει δυνατά: Πολῖτες τῆς Αἴγινας! Πολῖτες τῆς Αἴγινας! (Ὁ Λαὸς ἀμέσως σταματᾶ τὶς κουβέντες, ἔτοιμος νὰ ἀκούσει). Κύριλλος Λαμπαδάριος: Ποῦ καταντήσαμε! Νὰ ἡσυχάζουμε τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἀποκαλῶντας τους Πολῖτες! Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Πᾶμε γιὰ πόλεμο, παπά! Δὲν μποροῦμε νὰ κινήσουμε , ἂν οἱ πολεμιστές μας νιώθουν δοῦλοι, ἔστω καὶ τοῦ Θεοῦ! Μονάχα μὲ ἐλεύθερους στρατιῶτες ἔχουμε ἐλπίδα νὰ βαρέσουμε τὸν Τοῦρκο. Θυμήσου τὰ λόγια τῆς Ἐταιρείας! Κυριᾶκος Μούρτζης : Τί θὰ γίνει, προεστοί; Θὰ μᾶς πεῖτε γιατὶ μᾶς καλέσατε, ἤ θὰ συνωμοτεῖτε συναμεταξύ σας; Κύριλλος Λαμπαδάριος: Βαρὺν λόγον ἔλεξας, τέκνον μου! Οἱ ὧρες εἶναι ἱερές! Δὲν ἔχουν θέση ἐδῶ αἱ συνωμοσίαι. Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Δίκιο ἔχει ὁ πατέρας,πατριῶτες. Βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ στιγμὲς ἱστορικὲς! Τὰ ἀδέρφια μας στὸν Μωριά, στὶς Σπέτσες καὶ στὴν Ὕδρα ἔπιασαν ἤδη ἀπὸ τὶς εἴκοσι πέντε τοῦ περασμένου μηνὸς τὰ ὅπλα γιὰ νὰ βαρέσουν τὴν Τουρκιά! Ἔστειλαν γραφὴ ὑπογεγραμμένη ἀπὸ τὸν Παπαφλέσσα καὶ ζητοῦν τὴν συνδρομή μας. Ἐμεῖς , ὡς Δημογεροντία , εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε. Οἱ ἐλάχιστοι Τοῦρκοι τοῦ νησιοῦ εἶναι ἤδη στὰ χέρια μας. Κυριᾶκος Μούρτζης :Σὰν νὰ λέμε, προεστοί, μᾶς φωνάξατε γιὰ νὰ μᾶς πεῖτε πὼς τὸ πράγμα εἶναι τελειωμένο. Πήρατε τὶς ἀποφάσεις δίχως νὰ ῥωτήσετε κανέναν μας!
  • 18.
    Κύριλλος :Μὰ κιἐσύ, Κυριάκο τέκνον μου, ἤσουν σὲ ὅλα σύμφωνος , σὰν τὰ συζητήσαμε στὴν ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν τῆς Παχείας Ῥάχης, πρὸ ἐβδομάδος! Κυριᾶκος Μούρτζης :Ἤμουνα σύμφωνος, καὶ τὸ ξεκαθάρισα, μόνον ἐφ’ ὅσον συμφωνοῦσαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι συμπατριῶτες. Τότε ναί! Ἔμπαινα στὴν φωτιά, ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μὰ τοῦτο ποὺ γίνηκε σήμερις δὲν μοῦ φαίνεται σωστὸ! Γεώργιος Λογιοτατίδης (Μπαίνει μὲ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Μούρτζη κρατῶντας ἔνα ἔγγραφο καὶ ἀπευθυνόμενος σὲ αὐτὸν λέει):Ἔχεις δίκιο, καπεταν-Κυριᾶκο, μὰ ἡ κατάσταση μᾶς ἐβίαζε ὅλους. Ἔχω ἐδῶ τὸ γράμμα τοῦ Παπαφλέσσα καὶ σοῦ τὸ διαβάζω γιὰ νὰ καταλάβεις καὶ τοῦ λόγου σου τὴν κατάστασιν τοῦ πράγματος. «25 Μαρτίου 1821 Καλαμάτα Πρὸς τοὺς ἀδερφοὺς τῶν νήσων Πόρου, Αἰγίνης,καὶ τοὺς κατοίκους περιοχῆς Ἀθηνῶν καὶ Κάτω Ναχαγέ: Ἀδερφοί, ἡμεῖς ἐλάβαμεν ἤδη τὰ ὅπλα καὶ ἀγωνιζόμεθα ὑπὲρ τῆς κοινῆς τῶν Ἕλλήνων Ἐλευθερίας, ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος. Εἴμεθα ἀποφασισμένοι νὰ χύσωμεν τὸ αἷμα μας, ἂν καὶ ὅποτε χρειαστεῖ, πρὸς ἐπίρρωσιν τοῦ ἁγίου σκοποῦ μας. Ὑφ’ ὑμῶν ζητοῦμεν νὰ συνταχθεῖτε οἱ φρόνιμοι καὶ συσκεφθεῖτε ζητοῦντες τοὺς ἀξιώτερους εἰς τὸ νὰ ἀποδειχθῶσιν ἀξιωματικοί, καὶ διορίσαντες τοὺς ἀξιωματικούς, ἐκστρατεύσατε καθὼς ὁ ὑπ’ ἐμοῦ ἀπεσταλμένος θέλει σᾶς παραστήσει τὴν γνώμην μας. Ὑμέτερος Παπαφλέσσας». Νὰ, παιδί μου γιατὶ συγκεντρωθήκαμε σήμερα. Γιὰ νὰ ἐκλέξουμε τοὺς ὀπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς μας. Ὅπως καταλαβαίνεις, κάτι τέτοιο δὲν μποροῦσε νὰ γίνει μὲ τοὺς , ἔστω καὶ ἐλάχιστους Τούρκους ,ἐλεύθερους. Μιχαὴλ Μούρτζης: Μὰ τὸ νησὶ δὲν ἔχει καράβια. Πῶς θὰ βαρέσουμε τὸν ἐχθρό; Γεώργιος Τσελεπῆς: Γιὰ αὐτὸ μὴ σᾶς νοιάζει. Κι ἂν δὲν ἔχουμε καράβια, φτιάνουμε σώματα καὶ πολεμᾶμε στὴν στεριά. Κι ὅσοι δὲν κάνουν γιὰ ἄρματα, μπαίνουν στὰ καΐκια καὶ μεταφέρουν τροφές καὶ στρατεύματα, ὅπου τὸ κοινὸ τοὺς διατάξει. Μὴγαρ δὲν εἶναι κι αὐτὸ προσφορὰ στὸν κοινὸν ἀγῶνα; Ανώνυμος τοῦ Χοροῦ: Ὄμορφα τὰ κανόνισες, Γιώργη Τσελεπῆ, μὰ γιὰ τοὺς λουφέδες τίποτα δὲν εἶπες. Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες)ΜΟΥΣΙΚΗ 2 ( Οδυσσεβάχ νο 12 Ο βαρύγδουπος Χρεμύλος) Οἱ Δυνατοὶ ἀπ’ τὸν Λαὸ νὰ ὑπακούει θένε Νὰ κάνει ἐκεῖνος μονομιᾶς ὅ, τι αὐτοὶ τοῦ λένε.
  • 19.
    Νὰ θυσιάζουν οἱφτωχοὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους Γιὰ νὰ μὴν χάσουν οἱ ἔχοντες μιὰ λίρα ἀπ’ τὸ πουγκί τους. Κι ἐνῶ εἶναι δύσκολοι καιροί, ὅπως οἱ ἴδιοι λέγουν , Βγάζουν διατάξεις γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὅλα τὰ βολεύουν. Μιλοῦν γιὰ πατριωτισμό, μὰ σκέφτονται τοὺς ἄλλους, Ἐνῶ κρυμμένους ἔχουνε λογαριασμοὺς μεγάλους. Μὲ τὸν παπὰ τὰ ’χουν καλὰ καὶ μὲ τὸν χότζα φίνα Καὶ τὸν κοσμάκη ἀφήνουνε νὰ τὸν θερίζει ἡ πείνα. Μά, σὰν ὁ κίνδυνος φανεῖ κι ἡ χρεία περισσέψει Ῥίχνουν τὰ χρέη στοὺς μικροὺς χωρὶς δεύτερη σκέψη. Νὰ πᾶμε λὲν στὸν πόλεμο, μὰ θὰ ’ῤθουνε κι ἐκεῖνοι, Ἤ τὴν φωτιὰ τὴ θέν γιὰ μᾶς, γιὰ κείνους τὴν γαλήνη; Προύχοντες, πάρτε ἀπόφαση νὰ λείψει ἡ ἀδικία Γιὰ θὰ σᾶς μακελέψουμε σ’ ἐτούτη τὴν πλατεία. (Ἐνῶ λέγονται αὐτά, οἱ Πολῖτες τοῦ χοροῦ κινοῦνται ἀπειλητικά ἐναντίον τῶν Δημογερόντων, ἔχοντας βγάλει τὰ σπαθιά.) Γεώργιος Λογιοτατίδης: Βάλτε στὶς θῆκες τους τὰ χατζάρια, πατριῶτες! Αὐτὰ περιμένουν οἱ ὀχτροί μας γιὰ νὰ μᾶς ἀφανίσουνδίχως καθόλου νὰ κουραστοῦν. Νὰ φαγωθοῦμε μεταξύ μας. Θὰ τοὺς κάνουμε τὸ χατίρι; Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες):Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται, γέροντα! Γεώργιος Λογιοτατίδης : Τὸ κοινὸν τῆς Αἰγίνης ἀναλαμβάνει ἐξ ὁλοκλήρου τὴν μισθοδοσία καὶ ἐπιμελητεία τῶν σωμάτων ποὺ θὰ δημιουργηθοῦν. Πρῶτος ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν γαμπρό μου τὸν Σπῦρο Μαρκέλλο ἀναλαμβάνουμε ἐπὶ κεφαλῆς σώματος Αἰγινητῶν ποὺ θὰ πολεμήσει μὲ ὁπλαρχηγοὺς αὐτοὺς ποὺ ἐσεῖς θὰ ἐκλέξετε. Τὰ ἔξοδα τῆς ἐκστρατείας θὰ τὰ ἀναλάβουμε ὅλα ἐμεῖς. Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες σηκώνοντας ψηλὰ τὰ ὅπλα τους): Ζήτω! Κύριλλος Λαμπαδάριος: Ἐμπρὸς λοιπόν, εὐλογημένοι! Προτείνετε ποίους θέλετε γιὰ ἀρχηγοὺς σας.
  • 20.
    Ἕνας Αἰγινήτης: Ἐμεῖςἀπὸ τὴν Αἴγενα τὸν Γιώργη τὸν Τσελεπῆ. Εἶναι παλικάρι καὶ ξέρει ἀπὸ μάχες. Μιχαὴλ Μούρτζης : Κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Πέρδικα , τὸ Σφεντοῦρι καὶ τὴν Παχιοράχη τὸν Κυριάκο τὸν Μούρτζη ποὺ μᾶς φροντίζει σὰν πατέρας μας. Χορὸς Αἰγινητῶν(Ἅπαντες) Ζήτω τῶν ὁπλαρχηγῶν μας! Γεώργιος Λογιοτατίδης: Καὶ τώρα ποὺ τὰ κανονίσαμε, ἐμπρὸς γιὰ τὸν Ἀκροκόρινθο. Οἱ ἀναφορὲς λένε πὼς ἀπὸ τὴν πρώτη τοῦ Ἀπριλίου οἱ συναγωνιστές μας ἔχουν στριμώξει ἐκεῖ τἠν μάνα τοῦ Κιαμήλμπεη μ’ὅλους τοὺς θησαυρούς του. Κυριᾶκος Μούρτζης : Ἂς μὴν ἀφήσουμε ἀβοήθητα τ’ ἀδέρφια μας τούτη τὴν ὥρα. Γεώργιος Τσελεπῆς: Σωστἀ! Νὰ ὀργανώσουμε τὰ μπουλούκια μας καὶ γραμμὴ γιὰ τὴν Κόρινθο.( Παγώνουν ὅλοι γιὰ μιὰ στιγμή, κι ἔπειτα ἀποχωροῦν , ἐνῶ ὁ ΑΦΗΓΗΤΗΣ-ΤΡΙΑ λέει: Ἀφηγήτρια (ΜΟΥΣΙΚΗ 3 Βαγγέλης νο 15 ) Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐτούτη Αἰγινῆτες πολεμοῦν Καὶ τοὺς Τούρκους μὲ μανία ὅπου βροῦνε τοὺς χτυποῦν. Ὄχι μόνον μὲ τουφέκια , μὰ καθένας τους προσφέρει Εἰς τὸν ἱερὸ ἀγῶνα ὅ, τι τοῦ περνᾶ ἀπ’ τὸ χέρι. Ὅπως ὁ Δημήτρης Μπόγρης, ἱερέας Περδικιώτης, Ἔγραφε ὅ,τι χρειαζόταν καπετάνιος ἤ στρατιώτης. Δυὸ ἀπ’τὴν Αἴγινα ἀδέρφια ποὺ τὰ λέν Μωραϊτάκια Κανονιῶν ἐπισκευάζαν τὰ λεγόμενα «κοντάκια». Καὶ τὸν Δράμαλη , τὴν σπάθα ἀρχηστρατήγου σὰν ἐζώστη, Αἰγινῆτες τὸν χτυπήσαν στὸ στενὸ τοῦ Ἄη-Σώστη. (Ἡ σκηνὴ ἄδεια πρὸς στιγμήν, ὅταν μπαίνει τρεχᾶτος ἕνας στρατιώτης καὶ φωνάζει) Στρατιώτης: Ἕλληνες! Ἕλληνες! Βγῆτε νὰ μάθετε τὰ σπουδαῖα νέα! Λαμπαδάριος, ἐνῶ πλῆθος Αὶγινητῶν ἔρχεται ἀπὸ τοὺς γύρω τῆς πλατείας δρόμους.
  • 21.
    Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος:Τί ἔτρεξε, ἀδερφέ; Στρατιώτης: Ὁ Δράμαλης χαλάστηκε. Καὶ τὰ αἰγενήτικα σώματα ποὺ πολέμησαν μὲ τὸν Νικηταρὰ ἔρχονται τώρα νὰ γιορτάσουν τὴν νίκη! Να, φτάνουν. (Μπαίνουν Αἰγινῆτες πολεμιστὲς , μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς Γεώργιο Λογιοτατίδη, Γεώργιο Τσελεπῆ καὶ Κυριᾶκο Μούρτζη. Ὁ τελευταῖος βαστᾶ μιὰ εἰκόνα ποὺ τὴν κρατᾶ μὲ μεγάλη εὐλάβεια).ΜΟΥΣΙΚΗ 4 (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ 4 ) Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Πατέρα, καλῶς ὁρίσατε. Μάθαμε κιόλας τὰ εὐχάριστα. Κυριᾶκο, τί εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκόνα ποὺ κρατᾶς; Κυριᾶκος Μούρτζης : Τὸ τᾶμα τῶν Αἰγινητῶν! Κύριλλος Λαμπαδάριος: Περὶ ποίου τάματος ὁμιλεῖς , τέκνον; Κυριᾶκος Μούρτζης: Ἕνα τᾶμα ποὺ ἔγινε λίγες στιγμὲς πρὶν τὴν σημαντικότερη ,ὡς τώρα , μάχη μὲ τοὺς Τούρκους. Μιὰ μάχη ποὺ ἔσωσε τὴν ἐπανάσταση! Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : Περιμένουμε μὲ ἀγωνία νὰ ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλᾶτε γιὰ αὐτήν. Κυριᾶκος Μούρτζης: Ἤμαστε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Νικηταρᾶ, ὅταν λάβαμε μήνυμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ τρέξουμε τὸ γρηγορότερο στὴν ἔξοδο τῶν Δερβενακίων. Ἔγραφε πὼς ὁ Δράμαλης, ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφῶν , μὰ κυρίως , νεροῦ στὸν ἀργίτικο κάμπο, σχεδιάζει νὰ κατευθυνθεῖ στὴν Κόρινθο τὸ γρηγορότερο. Μονάχα ἀπὸ τὰ Δερβενάκια μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει. Ὁ Γέρος μὲ τοὺς δικούς του θὰ τὸν χτυπήσουν ἀπὸ τὰ πλάγια καὶ πίσω. Ἡ ἔξοδος ὅμως τοῦ στενοῦ εἶναι δική μας δ δουλειά. Γεώργιος Λογιοτατίδης :Φτερὰ ἔβγαλαν τὰ πόδια μας , μόλις διαβάσαμε τὸ γράμμα. Φτάσαμε στὸ στενό, ὅπου μᾶς περίμενε ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης μὲ τοὺς δικοὺς του. Γεώργιος Τσελεπῆς: Εἴδαμε τότε ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι νὰ ὁρίζει τοῦ στενοῦ τὴν ἐμπασιά. Ῥωτήσαμε καὶ μᾶς εἴπαν πὼς εἶναι ὁ Ἀη-Σώστης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὀνομάστηκε ἡ περιοχή. Μπήκαμε , προσκυνήσαμε καὶ ζητήσαμε τὴν βοήθεια τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἀγῶνας μας. Κυριᾶκος Μούρτζης: Τοῦ τάξαμε μάλιστα, ἂν τελειώσει νικηφόρα ἡ μάχη, νὰ φτιάξουμε στὸ νησί μας ἕνα ἐκκλησάκι πρὸς τιμήν του. Ἡ μάχη τέλειωσε, ὁ Δράμαλης καταστράφηκε κι ἐμεῖς εἴχαμε μόνον δυὸ τραυματίες κι αὐτοὺς ἐλαφρά. Καιρὸς λοιπὸν νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ τᾶμα μας. Δέσποτα, σοῦ παραδίδω
  • 22.
    τὴν εἰκόνα του,ποὺ μᾶς ἔφτιαξε ἕνας ντόπιος, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ὑπόσχεσή μας. Κύριλλος Λαμπαδάριος: Εὐλογημένοι νὰ εἶστε ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐλευθερίας! Καὶ ποῦ λέτε νὰ φτιάσουμε τὸ ἐκκλησάκι; Κυριᾶκος Μούρτζης: Εἴπαμε νὰ γίνει στὴν Πέρδικα. Τὸ κοινὸ καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ θὰ προσφέρουμε ὅ,τι χρειαστεῖ γιὰ νὰ γίνει ἡ ἐκκλησία καὶ νὰ θυμόμαστε τὴν βοήθεια ποὺ ὁ ἅγιος προσέφερε στὴν πατρίδα. Κύριλλος Λαμπαδάριος: Θαῦμα χωριανοί! Ὁ ἅγιος Σώζων σώζει τὴν ἐπανάσταση καὶ τὸ νησί μας! Θὰ κάνουμε τώρα λιτανεία τῆς εἰκόνος, καὶ μεγάλη λειτουργία , ἀμέσως μόλις οἰκοδομηθεῖ ὁ ναός. «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεῖ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων , ἀμήν.»(Φεύγουν ὅλοι ἀπὸ τὴν σκηνή, ἀκολουθῶντας τὸν Κύριλλο, ποὺ προηγεῖται κρατῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου.) Ἀφηγήτρια ( ΜΟΥΣΙΚΗ 5 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ2 ) Ἀπὸ τὰ εἴκοσι δύο εἶν’ ὁ ἅγιος ἐδῶ Κι ἅπαντες οἱ Περδικιῶτες τὸν τιμοῦνε στὸ χωριό. Στὰ παιδιά τους τ’ ὄνομά του δίνουν νὰ τὰ προστατεύει Κάθε χρόνο στὴν γιορτή του ὅλο τὸ νησί μαζεύει. Μὰ ἐνῶ ὁ ἀγῶνας εἶναι κόντρα σ’ ἐχθρικὸ στρατό, Δὲν γλιτώσαμε κατάρα ἀπὸ ἐμφύλιο σπαραγμό. Ἡ διχόνοια μας στὴν χώρα μύρια ἔφερε κακά, Καὶ ὁδήγησε στὴν νῆσο πρόσφυγες ἀπ’ τὰ Ψαρά. (Ὁμάδα ἐξαθλιωμένων προσφύγων ἔρχεται στὴν σκηνή. Μάνες μὲ μωρὰ στὴν ἀγκαλιά,παιδιὰ πιασμένα ἀπὸ τὰ φουστάνια τους, τραυματίες, γέροντες στηριγμένοι σὲ ῥαβδιά, ὅλοι μὲ ἐμφανὴ τὰ σημάδια τῆς ταλαιπωρίας πάνω τους. Ἀρχηγὸς τους ἕνας σεβάσμιος Γέροντας Τοὺς ὑποδέχεται ἐκ μέρους τῆς Δημογεροντίας ὁ Γεώργιος Λογιοτατίδης). Γέροντας: Ἐλᾶτε, παιδιά μου! Κάπου ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ ὑπεύθυνος τῆς Δημογεροντίας, ποὺ μᾶς εἶπαν. Γεώργιος Λογιοτατίδης: Σωστά,πατριῶτες. Εἶμαι ὁ Γεώργιος Λογιωτατίδης καὶ θὰ φροντίσω ἐκ μέρους τοῦ κοινοῦ τῆς Αίγίνης γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες σας.
  • 23.
    Γέροντας: Εἴμαστε ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι,ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς μὲ τραύματα, ὅλοι ἔχουμε δικά μας μόνο τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦμε. Γεώργιος Λογιοτατίδης: Πρῶτα πρέπει νὰ μείνετε κάπου, νὰ κοιτάξει κάποιος τὰ τραύματά σας καὶ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν τροφή. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ φροντίσουμε ἀργότερα. Πὲς μου ὅμως , γέροντα. Πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ κακό; Γέροντας: Ἂς ὄψονται οἱ αἴτιοι. Ὅσοι δὲν φρόντισαν νὰ μᾶς στείλουν τὴν βοήθεια ποὺ τόσες φορὲς ζητήσαμε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Μὰ τὰ λόγια μας ἔπεφταν στὸ κενό. Εἴχαν βλέπεις οἱ ἄρχοντες ἄλλα νὰ φροντίσουν. Ἔσκαβε ὁ ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ τὸν λάκκο. Τὴν θέση του κάθε ὑπουργὸς ἔπρεπε νὰ φυλάξει. Εἶχε καιρὸ νὰ κοιτάει τὴν δική μας χρεία; Γεώργιος Λογιοτατίδης: Σωστὰ μιλᾶς, γέροντα. Ἀπὸ ὅλους τοὺς πολέμους ὁ ἐμφύλιος ἀγριότερος καὶ πιὸ καταραμένος! Γέροντας: Φταῖμε ὄμως κι ἐμεῖς. Ναυτικὸς λαὸς διαλέξαμε νὰ ὀχυρωθοῦμε στὸ νησί μας , ἀντὶ νὰ χτυπήσουμε μὲ ὄσα καράβια εἴχαμε, τὸν ἐχθρὸ στὴν θάλασσα. Κι ὕστερα νὰ βγάλουμε τὰ πηδάλια ἀπὸ τὰ πλοία μας, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεῖς μας νὰ φύγει ! Καὶ στὴν σφαγή, ἔφτανε κόσμος στὸ λιμάνι κι ἔβρισκε τὰ καράβια μας ἀνήμπορα νὰ κινήσουν. Αἷμα, παντοῦ αἷμα! Τέτοιο κακὸ ἄλλο νὰ μὴν συμβεῖ στὸν τόπο! Γεώργιος Λογιοτατίδης: Φτάνει, γέροντα. Μὴν φαρμακώνεσαι ἄλλο. Πᾶμε νὰ ξεκουραστεῖτε πρὸς ὥρας κι ἀπὸ αὔριο, πρῶτα ὁ Θεός, θὰ φροντίσουμε τὰ χρειαζούμενά σας. Εἶναι ἕνα δάσος στὸν Νοτιὰ . Μπορεῖτε νὰ κόβετε τὰ δέντρα του, νὰ τὰ κάνετε κάρβουνα καὶ νὰ τὰ πουλᾶτε. Ὥσπου νὰ βρεῖτε κάτι καλλίτερο γιὰ νὰ ζεῖτε.(Φεύγουν ὅλοι ἀκολουθῶντας τοὺς δυὸ ἡλικιωμένους ) Ἀφηγήτρια: ( ΜΟΥΣΙΚΗ 6 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ 7 ) Κάρβουνα ἀπὸ τὰ δέντρα μας οἱ Ψαριανοὶ ἐκάναν Ζήσαν αὐτοί, μὰ τὰ φυτὰ τοῦ τόπου μας πεθάναν. Κι ἀπ’τὶς πολλὲς τὶς πέρδικες ποὺ ’ταν στὸν τόπο αὐτό, Ἔμεινε μία μοναχά. Τὸ ὁμώνυμο χωριό. Μὰ οἱ συμφορὲς στὴν Αἴγινα δὲν ἦταν μόνο αὐτὲς. Ἦρθαν στὰ εἴκοσι ἑφτὰ οἱ ἄλλες, οἱ τρανὲς. Σὲ μέρα μία μοναχά, στὴν μάχη τ’ Ἀναλάτου Τὴν Αἴγινά μας χτύπησε βόλι διπλοῦ θανάτου.
  • 24.
    (Μπαίνει ἕνας πολεμιστὴς, ματωμένος, μὲ σκισμένα ῥοῦχα ποὺ κοιτᾶ γύρω του σὰν τρελός. Ἀπὸ τὸν Πῦργο βγαίνει ὁ Μαρκέλλος. Ὁ πολεμιστὴς τὸν κοιτᾶ ἀλλαφιασμένος). Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : (προσπαθῶντας νὰ καθησυχάσει τὸν πολεμιστή, ποὺ ἡ ταραχή του εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ φανερή): Γυρεύεις κάποιον, παλικάρι; Πολεμιστής:Τὸν …Σπῦρο τὸν Μαρκέλλο…Μοῦ ’παν ἐδῶ θὰ τὸν ἐβρῶ. Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : Σωστὰ σοῦ εἶπαν. Στέκει τώρα μπροστά σου. Μίλησε, τί θέλεις; Πολεμιστής: Εἶ…εἶσαι σίγουρα ἐσύ; Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος : Ὁλάκερος. Σ’ ἀκούω. Πολεμιστής: Φέρνω μήνυμα… Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Λέγε το λοιπόν! Πολεμιστής: (κατ’ἰδίαν) Καὶ πῶς νὰ τὸ εἰπῶ ποὺ δὲν ξεστομίζεται…Πῶς νὰ βγεῖ τέτοιος λόγος ἀπὸ τὸ στόμα μου; Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Τί χάσκεις αὐτοῦ; Μίλα. Πολεμιστής: Ἀφέντη, συμπάθα με, μὰ αὐτὸ ποὺ ἔχω γιὰ σὲ δὲν βγαίνει εὔκολα ἀπὸ τὸ στόμα μου. Ἔρχομαι ἀπ’τὸν Ἀνάλατο… Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: (Μὲ ἔκδηλη πλέον τὴν ἀγωνία) Ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τοῦ Καραϊσκάκη; Μίλα λοιπόν! Πολεμιστής: Ἄχ, πάει ὁ καπετάνιος μας. Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: ( Μὴν πιστεύοντας στ’αὐτιά του) Ὁ Καραϊσκάκης; Πολεμιστής: Αὐτός! Καὶ ὄχι μόνον . Ἔπεσε καὶ ὁ καπεταν –Κυριάκος. Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Ὁ Μούρτζης , μωρέ; Πολεμιστής: Καὶ ζωγρίστηκε ὁ καπεταν-Τσελεπῆς . Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Μίλα καλά , μωρέ, τί εἶναι τοῦτα ποὺ τσαμπουνᾶς; Πολεμιστής: Ἡ ἀλήθεια, ἀφέντη, ἡ μαύρη ἀλήθεια! Οἱ Ἄγγλοι ποὺ μᾶς κουβαλήθηκαν γιὰ ἀρχηγοὶ ἔκαναν καλὰ τὴν δουλειά τους. Μᾶς ἀφάνισαν. Ἔστειλαν ἀπὸ τὰ πλοῖα τους διαταγὲς νὰ ἐπιτεθεῖ ό Καραϊσκάκης στὸν Κιουταχή ἀμέσως , χωρὶς νὰ λογαριάσουν πὼς ἀπὸ τὸ Κερατσίνι ὅπου εἴχαμε τὸ στρατόπεδο ἴσαμε τὴν Ἀκρόπολη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ γυμνὴ πεδιάδα , χωρὶς ἕνα
  • 25.
    φυσικὸ ταμποῦρι. ΟἱΤοῦρκοι θὰ πέφταν πάνω μας μὲ τὴν καβαλαρία καὶ θὰ μᾶς λιάνιζαν στὴν στιγμή. Ὁ Ἀρχηγὸς χώρισε τὸ στάτευμα σὲ δυὸ κολῶνες, μιὰ στὸ Φάληρο καὶ μιὰ στὸ Μοσχᾶτο καὶ τὴν Καλλιθέα. Μὰ ἀμέσως μετὰ τὸν ἔπιασε ἠ καταραμένη ἠ θέρμη ποὺ χρόνια τὸν βασάνιζε. Καὶ πάνω στὰ ῥίγη καὶ τὸν πυρετό, ἀκούστηκαν μπαταριές. Ἡ κολώνα Μοσχάτου-καλλιθέας μλέχτηκε σὲ μάχη στὴν μεριὰ τοῦ Φαλήρου. Στὴν συμπλοκή πῆγε κι ὁ καπετάνιος. Μᾶς τὸν ἔφεραν ἐτοιμοθάνατο. Ξεψύχησε στὸ καΐκι ποὺ τὸν πήγαινε στὴν Κούλουρη, ἀνήμερα στὴν γιορτή του. Στὴν μάχη ἐκείνη ὁ καπεταν-Κυριάκος χτυπήθηκε στὸ μεσόφρυδο. Οὔτε ἂχ δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ. Τὸν καπεταν-Γιώργη τὸν ἔπιασαντραυματία δυὸ καβαλάρηδες Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸ σπαθὶ του τσάκισε ἀπὸ τὰ πολλὰ χτυπήματα. Τὴν ἄλλη μέρα γυρνοῦσαν στὸ παλοῦκι τὸ κεφάλι του. Ὅσοι μείναμε ζωντανοί, ταλαιπωρηθήκαμε μέρες ὡς νὰ γλιτώσουμε. Ὁ καπεταν-Συμεῶν ὁ Καρύδης ποὺ βγάλαμε ἀρχηγὸ μετὰ τὸ κακό, μὲ ἔστειλε νὰ σὲ εἰδοποιήσω. Μοῦ ’πε νὰ μπῶ στὸ πρῶτο καΐκι ποὺ θὰ βρω γιὰ τὴν Αἴγενα. Οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν φτάσει ἀκόμη. Σπῦρος Αντ. Μαρκέλλος: Ἀνάγκη νὰ εἰδοποιήσουμε ὅλους τοὺς πολῖτες. Νὰ γίνει μνημόσυνο γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν νεκρῶν μας. Νὰ μάθουν ὅλοι πὼς ἡ Αἴγινα ξέρει νὰ τιμᾶ τὰ παλικάρια της .(Καθῶς λέει αὐτὰ τὰ λόγια , πλῆθος λαοῦ ἔρχεται στὴν σκηνὴ καὶ ξεσκούφωτοι, ψέλνουν ἅπαντες τὸ: «Τῇ Ὑπερμάχῳ», ὁπότε ἡ σκηνή κλείνει. (ΜΟΥΣΙΚΗ 7 ΤΗι ΥΠΕΡΜΑΧΩι) ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ 8 ( ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΟ 8) Κάπου ἐδῶ οἱ μάχες λήγουν, τοῦ πολέμου οἱ ἰαχές. Ἀρχινοῦν γιὰ τὸ νησί μας μέρες ἔνδοξες, λαμπρές. Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυβερνήτη τὴν μικρή Αἴγινα θὰ κάνει Πρῶτον τόπο μὲς στὴν χώρα καὶ τοὺς πόνους μας θὰ γιάνει. Θὰ μᾶς φέρει τὴν πατάτα, μέγα γιατρικὸ στὴν πείνα. Θὰ χτίστει ἐκπαιδευτήριο γιὰ τὰ ὀρφανὰ ἐκεῖνα Ποὺ χωρὶς γονεῖς ἐμείναν γιὰ νὰ ἔρθει ἡ Λευτεριά, Καὶ ποὺ θέλαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ γλεντήσουνε μ’ αὐτὰ. Μέχρι γιὰ τ΄ ἀρχαῖα Μουσεῖοθὰ φροντίσει νὰ φτιαχτεῖ Καὶ Σχολὴ γιὰ τοὺς δασκάλους ἐδῶ θὰ οἰκοδομηθεῖ. Μὰ, ἂν πρωτεύουσα ἐγίνη πρώτη ἡ Αἴγινα , παιδιά,
  • 26.
    Δὲν χωρᾶ τοὺτηἡ ἰστορία στὸ ἔργο μας , ἀληθινά! Γιατὶ αὐτὴ ἤταν τῆς θυσίας τῶν προγόνων μας τιμὴ Ποὺ μὲ τὸ αἷμα τους ποτίσαν τῆς πατρίδας μας τὴν γῆ Καὶ δὲν δίστασαν νὰ πέσουν ὅλοι μέσα στὴν φωτιά Νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γιὰ νὰ ἔρθει ἡ Λευτεριά.
  • 27.
    3ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΑ (25/2-2/3 2013 Κ. Σταυρόπουλος) (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ) ΉΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ) ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ ΧΟΡΟΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ ΠΡΟΕΣΤΩΝ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΘΩ ΚΟΡΗ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΠΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ ΓΕΡΟ-ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ:(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ.ΓραφεῖοἈλεξάνδρου Σούτσου) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ Πόλιν! : Τέλος ἡ Μολδοβλαχία, Γεώργιε! Εἴμαστε πλέον εἰς τὴν Καὶ δὲν εἶσαι μονάχα ὁ γραμματεύς μου. Εἶσαι ταμίας καὶ δεύτερος λογοθέτης . Ἡ ἀξία σου εἶναι ὑφ’ ὅλων ἐγνωσμένη. Τὸ μέλλον σοῦ ἀνοίγεται λαμπρόν. Μὰ ἐσύ, ἀντὶ νὰ χαρῇς , κρατᾶς στὸ χέρι τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ στέκεις λυπημένος. Πές μου, τί μπορῶ νὰ κάνω γιὰ νὰ ἐπανέλθῃ τὸ φῶς εἰς τὸ πρόσωπόν σου; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Αὐθέντα, εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον. Ὁ ἐρχομός μας εἰς τὴν Πόλιν εἶναι γιὰ ἐμένα τὸ πιὸ εὐχάριστο γεγονὸς ποὺ μποροῦσε νὰ συμβῇ. Ἀπὸ ἐδῶ μονάχα θὰ μπορέσω νὰ βοηθήσω τὴν ίδιαίτερη πατρίδα μου, τὴν Σάμο, ἡ ὁποία , ὅπως πληροφοροῦμαι ἐκ τῆς ἐπιστολῆς ταύτης,
  • 28.
    ἔχει μεγίστην χρείατῶν ἐνεργειῶν καὶ τῆς ἐμῆς βοηθείας. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς τὰ προνόμια ποὺ ἔχουν παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὴν Πύλη στὸ νησί τοῦ Πυθαγόρου. : Βεβαίως! Ὁ καπουδὰν πασὰς μόνον τοὺς Σαμιῶτες ἀπὸ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ ὅλους τοὺς κατοίκους τῶν νήσων τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐνοχλήσῃ. Μόνον ἡ Σᾶμος δικαιοῦται νὰ ἔχῃ χριστιανὸ ἡγεμόνα μὲ ταυτόχρονη ἀπουσία τουρκικοῦ στρατοῦ. Τὰ προνόμια αὐτὰ προσφέρουν στὸν λαὸ εὐκαιρίες νὰ ἀναπτυχθῇ οἰκονομικῶς καὶ νὰ βελτιώσῃ τὸ ἐπίπεδον τῆς ζωῆς του. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Νὰ ὅμως ποὺ ὁ ἀνταγωνισμὸς τῶν προεστῶν τοῦ τόπου μου γίνηκε ἀφορμὴ τὰ προνόμια τὰ τόσο ὠφέλιμα γιὰ ὅλους νὰ κινδυνεύουν νὰ καταργηθοῦν. Κι ἡ Σᾶμος νὰ γίνῃ ἕνα ἀκόμα νησὶ σὰν ὅλα στὴν Ἄσπρη Θάλασσα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ : Νιώθω τὸν καημό σου! Πιστεύω ὅμως πὼς στὸ χέρι μας εἶναι νὰ διορθωθοῦν τὰ πράγματα. Ὅσον μὲ ἀφορᾶ, σοῦ δίνω τὸ ἐλεύθερο νὰ χρησιμοποιήσῃς ὅλες μου τὶς γνωριμίες στὸ Ντιβάνι , προκειμένου νὰ διοριστῇς πληρεξούσιος τοῦ σαμιακοῦ λαοῦ . Ἂν τὰ καταφέρῃς, θὰ βρῇς σίγουρα τὸν τρόπο νὰ ἀποσπάσῃς φιρμάνι ποὺ νὰ ξαναδίνῃ στὴν νῆσο τὰ ἀρχαῖα της προνόμια. Μπορεῖς νὰ ἐπηρεάσῃς τοὺς συμπατριῶτας σου ὥστε νὰ σὲ ὁρίσουν ἀντιπρόσωπό τους; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ :Ὅποιος ἀπὸ τοὺς πατριῶτες μου περνᾶ ἀπὸ τὴν Πόλη, φροντίζω νὰ ἐνημερώνεται καὶ νὰ εἶναι θετικὸς στὰ σχέδιά μου. Ἔτσι πιστεύω νὰ πάψουν οἱ προύχοντες τὴν διχόνοια ποὺ τόσο κακὸ ἔχει φέρει στοὺς Ἕλληνες. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ : Τὸ ἔργον σου εἶναι θεάρεστον! Εἶθε , γιὰ τὸ καλὸ τοῦ Γένους νὰ εὐοδωθεῖ! ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:(ΣΑΜΟΣ Ὑπόγειο σκοτεινό. Σύναξη Καλικαντζάρων) ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ)Γιὰ αὐτὸ σᾶς λέγω, προεστοί. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔμαθα ἀπὸ δικοὺς μου ποὺ ἔστειλα στην Πόλη νὰ τὸν παρακολουθοῦν, ἔχει στὰ χέρια του φιρμάνι ποὺ τὸν ὁρίζει ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν προνομίων στὸ νησί. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Ποὺ θὰ πῇ πὼς οἱ Καρμανιόλοι μᾶς παίρνουν τὴν διοίκηση. Αὐτὸ εἶναι συμφορά! Δὲν πρέπει νὰ τ’ ἀφήσουμε νὰ γενῇ. Κάτι πρέπει νὰ κάνουμε, μὰ τί; ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ) Νὰ ἐνωθοῦμε ! Μονάχα ἐνωμένοι θὰ μπορέσουμε νὰ κρατήσουμε τὴν ἐξουσία! Γιὰ τοῦτο σᾶς κάλεσα ἐδῶ μέσα στὴν νύχτα. Πρῶτα
  • 29.
    νὰ γιὰ νὰτὰ βροῦμε μεταξύ μας κι ἔπειτα νὰ δοῦμε πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν Παπλωματὰ καὶ τοὺς Καρμανιόλους του. Ἂν καί… ΠΡΟΕΣΤΟΣ Μίλησε, Ἀγά μου, τί τρέχει; ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ) Οἱ ἀναφορὲς ἀπὸ τὴν Πόλη λένε πὼς ὁ Παπλωματάς δὲν λέγεται πιὰ ἔτσι. Ὅλοι τὸν ἀποκαλοῦν Λογοθέτη, μιὰ καὶ ὁ Σοῦτσος τοῦ ’δωσε αὐτὸ τὸ ἀξίωμα. Ἔμαθα ἀκόμα πὼς σχετίστηκε μὲ κάποιον Οὔγγρο γιατρὸ καὶ πῆρε μαθήματα ντοτόρου καὶ σπετσέρη. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ Ἂς τὸν καλέσουμε τότε νὰ μᾶς γιατροπορέψῃ μὲ τὰ ματζούνια του. ( Ὅλοι , ἐκτὸς τοῦ Ἀγᾶ γελοῦν) ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ( ΑΓΑΣ) ( αὐστηρά) Μὴ γελᾶτε! Μανωλάκη Στεφανῆ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀστεῖο. Ὅταν ἔρθῃ ὁ Γιώργης ὁ Παπλωματὰς ἐδῶ, θὰ τὸ βροῦμε μπροστά μας. Οἱ Καρμανιόλοι σ’ αὐτὸ θὰ πατήσουν γιὰ νὰ πείσουν τοὺς χωριᾶτες νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἰδέες τους. Κι ἐμεῖς ποὺ δὲν ξέρουμε γράμματα , τί θὰ γενοῦμε τότες; ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ Καὶ γιατί νὰ ἔρθῃ, ἀγά μου; Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἐπηρεάσουμε τὸν κοσμάκη , ὥστε νὰ μὴν τὸν ἀφήσῃ κἂν νὰ πατήσῃ τὸ ποδάρι του στὸ νησί; Λίγες ὑποσχέσεις , λίγα παχιὰ λόγια΄στὴν ἀνάγκη λίγα γροσάκια καὶ σοῦ τὸν στέλνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ’ρθε καὶ μὲ τὸ ἴδιο καράβι μάλιστα. ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Ὅλοι ἐμεῖς οἱ Προεστοί , οἱ κεφαλὲς τοῦ τόπου μὲ Βοεβόδα καὶ Καδὴ κατὰ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τόλμησε τὴν θέση μας αὐτὸς νὰ ἀμφισβητήσῃ καὶ στηριγμένος στοὺς φτωχούς τὴν Σάμο νὰ διοικήσῃ. Ἂν εἶναι μὲ τοὺς χωρικοὺς νὰ γίνουμ’ ἴσα κι ὅμοια, ἂς πᾶνε πέρα κι ἂς χαθοῦν τῆς Σάμου τὰ προνόμια. Νὰ μὴν σηκώσουν οἱ φτωχοὶ ξανὰ ποτὲ κεφάλι κι οἱ Καρμανιόλοι νὰ χωθοῦν στὴν τροῦπα τους καὶ πάλι. Μὲς στὴν νύχτα ἐμεῖς γυρνοῦμε , μυστικὰ συνωμοτοῦμε, ἔχουμε ἀδυναμία μοναχά στὴν ἐξουσία,
  • 30.
    κι ὅσοι τὰλεφτά μας θένε «καλικάντζαρους» μᾶς λένε. Θὰ σοῦ δείξουμε ἐμεῖς κυρ- Παπλωματά θὰ δῇς ποὺ μᾶς ἔρχεσαι ἀπ’ τὴν Πόλη νὰ σὲ προσκυνήσουμ’ ὅλοι μὲ φιρμάνια καὶ καμάρι , τί θὰ πῇ «καλικαντζάροι». ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΑΘΩΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΘΩ :Αἰωνία σοῦ ἡ μνήμη ἀξιομασκάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδερφέ ἡμῶν. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη. Δι΄εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀμήν. ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἐτελείωσε καὶ αὐτό, υἱέ μου Γεώργιε. Εἶθε καὶ οἱ ἐπίλοιποι χριστιανοὶ νὰ ἔχουν τὴν ἰδικήν σου μεγαλοθυμίαν. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Κάθεῖς λαμβάνει κατὰ τὰ ἔργα του, ἅγιε ἡγούμενε. Κι ἂν ὃ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκανε σφᾶλμα, δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν κρίνῃ. Ὁ δυστυχὴς ἐκτελοῦσε ἐντολὲς τῶν συμπατριωτῶν μου ποὺ μὲ θεωροῦν ἐχθρό τους , ἐνῶ κοινὸς ἐχθρὸς ὅλων μας εἶναι μονάχα ἕνας:Ὁ Τοῦρκος! ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Θαυμάζω ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: τὴν στάσιν σου μετὰ τὰ ὅσα πέρασες. Οἱ προσωπικές μου περιπέτειες δὲν εἶναι τίποτα μπροστά στὰ ὅσα θὰ περάσει τὸ νησί μου, ἂν δὲν κινηθοῦμε ὅλοι μαζὶ κατὰ τῶν τυράννων μας. Τὰ ἀρχαῖα προνόμια τῆς Σάμου εἶναι ἁμαρτία νὰ παραδοθοῦν στοὺς ἐχθρούς μας ἐξ αἰτίας τῆς μωροφιλοδοξίας τῶν προεστῶν. Τοὺς τὰ ἔγραψε ὁ Πατριάρχης Καλλίνικος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν μητροπολίτη τῆς νήσου μας, ὅταν σὲ μιὰ παρωδία συνελεύσεως , μὲ κήρυξαν ἀντάρτη καὶ ταραξία καὶ μοῦ άπαγόρευσαν νὰ ἀποβιβαστῶ , ἀπειλῶντας νᾶ κάψουν τὸ πλοῖο ποὺ μὲ μετέφερε. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ πατριαρχικὴ ἐπίπληξη, οἱ κεφαλὲς θέλοντας νὰ δείξουν διαλλακτικότητα, μὲ διόρισαν καπουκεχαγιά , ἀντιπρόσωπό τους δηλαδὴ στὴν Πόλη · γιὰ νὰ μὴν γυρίσω ποτὲ στὸ νησί.
  • 31.
    ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Αὐτὸ ἦτο τὸὁλιγότερον. Ἔβαλαν τὸν ἄνθρωπο ποὺ κατὰ παράκλησίν σου μόλις πρὸ ὁλίγου ἐμνημονεύσαμεν, νὰ σὲ κατηγορήσῃ ψεύτικα στοὺς Τούρκους , καὶ κινδύνευσες νὰ ἐκτελεστῇς. ΛΥΚΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἀλήθεια ἔτσι ἔγινε , γέροντα, μὰ ἐσεῖς… Πῶς τὸ ξέρω ἐννοεῖς; Ἔφτασαν ὡς ἐδῶ ἄνθρωποι κάνοντας ἔρανο γιὰ τὴν σωτηρία σου. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά της . Ποίας , τέκνον μου; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Φυλακισμένος στὰ μπουντρούμια τῆς Πόλης, περίμενα ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸν δήμιο. Κάποτε , τὰ μάτια μου ἔκλεισαν ἀπὸ τὴν ἐξάντληση. Τότε τὴν εἶδα. Ψηλή, ἐπιβλητική, μὲ πρόσωπο ὅλο γλύκα. Μπῆκε δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ στὸ κελί μου καὶ μοῦ εἶπε;( Κοκαλώνουν καὶ παρουσιάζεται Κόρη ντυμένη σὰν τὴν Παναγία, μὲ κορμοστασιά ὅμως σὰν τὴν Ἐλευθερία ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Σολωμός στὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο) ΚΟΡΗ: Θαρσεῖν χρὴ, ὦ Ἕλλην! Θάνατός μεν οὐκ ἔστιν δι’ ἐσὲ, μέμνησω δὲ ὀμονοίας, ἥς ἀνάγκη μεγίστη ἐν τῷ γένει ἡμῶν. Ὁ ἀγῶν πρὸ τῶν πυλῶν. Ἔτοιμος ἴσθι. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Πετάχτηκα ἀπ’ τὸν ὕπνο ἀκούγοντας τὸ κλειδί στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ μου, παραμονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐορτῆς ποὺ τιμῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλην ἀπὸ τότε. Δὲν ἦταν ὁ δήμιος. Ἦταν ὁ ζαπτιὲς ποὺ μοῦ ἔφερε τὸ φιρμάνι γιὰ τὴν ἐξορία μου ἐδῶ. ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ὅπου ἐξέπληξες πάντας ἡμᾶς μὲ τὴν διαγωγήν σου. Μᾶς συνεβούλευσες ὅταν χρειάστηκε, ἰάτρευσες τοὺς ἀσθενεῖς ἀδερφούς μας, ὑπέμεινες ἀγογγύστως τὴν αὐστηρότητα τῶν ἡθῶν μας. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀμοιφθῇς γιὰ ὅλα αὐτά. Ἡ ἀδερφότης ἡμῶν ἐνήργησε καὶ πῆρε χάριν διὰ τὸ ἄτομόν σου. Ἐρχόμουν νὰ σοῦ τὸ διαβιβάσω, ὅταν μὲ παρακάλεσες νὰ τελέσω τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐχθροῦ σου. Ἔχε τὴν εὐλογίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐργάζου πρὸς ὄφελος τῆς ἡμετέρας πατρίδος. ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ :ΣΜΥΡΝΗ (Δωμάτιο Λυκούργου. Ἕνα ἀμναμμένο κερὶ φωτίζει μόνο τὸν χῶρο). ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Γύρισα στὴν πατρίδα μου, παντρεύτηκα, ἔγινα προεστὸς ἑφτά χωριῶν μὲ πρῶτο τὸ Καρλόβασι, μὰ δὲν κατάφερα νὰ ἡρεμήσω τοὺς διῶκτες μου. Ἡ ἐκλογή μου ὡς ἐκπρόσωπος καὶ τοῦ Μαραθοκάμπου, τοὺς ἐξόργισε τόσο, ὥστε ξεσήκωσαν τοὺς Τούρκους τοῦ νησιοῦ, τὸν Καδῆ καὶ τὸν Βοεβόδα, ἐναντίον μου. Μόλις πρόλαβα νὰ φύγω μεταμφιεσμένος μὲ ἕνα πλοῖο
  • 32.
    γιὰ τὴν Κέρκυραἀρχικὰ κι ἀπὸ κεῖ γιὰ τὴν Πόλη.Ὅταν πίστεψα πὼς τὰ πράγματα εἶχαν ἡρεμήσει κάπως, ξαναγύρισα · Μὲ τὸ ποὺ βγῆκα στὸ Βαθὺ μὲ πιάνουν, μοῦ παίρνουν τὰ ἔγγραφα ποὺ εἶχα καταφέρει νὰ πάρω ὰπὸ τοὺς Τούρκους, μὲ φυλακίζουν καὶ ζητοῦν τὴν ἐξόντωσή μου. Οἱ φίλοι μου πλήρωσαν πολλὰ γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώσουν. Οὔτε τότε ὅμως οἱ Καλικάντζαροι μὲ δεχτῆκαν. Ξανάβαλαν τοὺς Τούρκους νὰ μὲ συλλάβουν. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΠΑΣ : Τότε βγῆκες στὸ βουνό; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Εὐτυχῶς ὁ Κερκετέας ἔχει πολλὲς καὶ καλὲς κρυψῶνες. Περίμενα σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτές, ὥσπου ἔφτασε καράβι ποὺ μὲ πῆγε στην Νέα Ἔφεσο. ἀπὸ κεῖ ἦρθα ἐδῶ, στὴν Σμύρνη. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΠΑΣ : Ἀδερφὲ ἡ Ἑταιρία ἔχει διὰ τὸ ἄτομόν σου κάλλιστες πληροφορίες. Ἐξ οὖ καὶ μοῖ ἐζητήθη νὰ σὲ μυήσω εἰς τὸ μυστικόν. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἀπεδέχθεις, δὲν μένει παρὰ νὰ λάβῃς καὶ τὸ κωδικόν σοι ὄνομα. Τοῦ λοιποῦ, ὡς ἀναγνώρισιν τοῦ ἤθους καὶ τῆς φιλοπατρίας σου, καλεῖσαι Λυκοῦργος. Εἶθε νὰ ἀνορθώσῃς τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδαν σου, ὅπως ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος ἀνόρθωσεν τὴν ἀρχαῖαν Σπάρτην καθιστῶν αὐτὴν πρότυπον πολεμικῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ χρειάζεται ὁ τα΄όπος μας τούτη τὴν ὥρα καὶ ἐσὺ εἶσαι εἷς ἐκ τῶν πλέον ἰκανῶν νὰ τὸ πράξουν. Ὁ Θεὸς μαζί σου. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ὁ θεὸς βοηθὸς στὸ ἔργο μας, Ἀριστείδη Παππᾶ! ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ: (ΣΑΜΟΣ 8 ΜΑΪΟΥ 1821) ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Πουλὶ ἔγινα, καπεταν-Κωσταντῆ ,μόλις ἔφτασε στὴν Σμύρνη τὸ μήνυμα τοῦ Σηκωμοῦ. Μὰ ἡ θαλασσοταραχὴ μὲ ἔριξε στὴν Πάτμο. Ἀντάμωσα ἐκεῖ τὸν Θέμελη, σταλμένο ἀπὸ τὴν Ἑταιρία νὰ ξεσηκώσῃ τὰ νησιά. Μοῦ ἔδωσε ἔγγραφο τοῦ Ὑψηλάντη ποὺ μὲ διορίζει ἀρχηγὸ τῶν ὅπλων στὴ Σᾶμο. Φτάνοντας ἐδῶ εἶδα μὲ χαρά μου πὼς ὁ κόσμος εἶναι ἤδη ἔτοιμος νὰ ἀγωνιστῇ γιὰ τὴν Λευτεριά. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Μάρτη ἦρθαν κάποια παιδιὰ ποὺ σπουδάζανε στὶς ἡγεμονίες καὶ μᾶς ἔφεραν τὸ μαντάτο γιὰ τὴν κίνηση τοῦ Ὑψηλάντη. Ὁ κόσμος ξεσηκώθηκε, οἱ Καλικάντζαροι λούφαξαν. Νὰ τοὺς ἔβλεπες πῶς ἔκαναν ὅταν στὰ μέσα τοῦ Ἀπρίλη δυὸ σπετσιώτικα, τοῦ Σκλιᾶ καὶ τοῦ Μπούκουρη , κύκλωσαν στὸ Βαθὺ ἕνα μεγάλο τούρκικο κι ἕνα αἰγυπτιακό κατόπι. Φώναζαν πὼς θὰ τὸ πληρώσουμε, πὼς καλύτερα θὰ ’ταν νὰ κάτσουμε στ’ ἀβγά μας, πὼς μὲ ὅλα τοῦτα θὰ ζημιωθοῦμε, θὰ πεινάσουμε, ὥσπου ἐρέθισαν τόσο τὸν κόσμο ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ. Θὰ δῇς καὶ τί θὰ ποῦν τώρα ποὺ ’ρχονται στὴν συνέλευση.( Μπαίνει κόσμος , οἱ ὁπλαρχηγοὶ κι οἱ Καλικάντζαροι.)
  • 33.
    ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀδέρφια! Ἔφτασεἡ ὤρα τῆς Λευτεριᾶς. Ἡ ὥρα ποὺ θὰ διαφεντεύουμε μονάχοι τὸ νησί μας. Τοὺς Τοὺρκους τσοχανταραίους τοὺς ξεκάναμε ψὲς τὴν νύχτα μὲ τοὺς καπεταναίους μας. Τοὺς λοιποὺς θὰ τοὺς φορτώσουμε σ’ ἕνα καΐκι καὶ θὰ τοὺς ξεμπαρκάρουμε στὴν Ἰωνία. Κι ὅσο γιὰ τοὺς Καλικάντζαρους( αὐτοὶ μαζεύονται , ἐνῶ ὁ κόσμος κινεῖται ἀπειλητικὰ ἐναντίον τους) ὅσο λέω γιὰ τοὺς Καλικάντζαρους,( πάει ὁ ἴδιος καὶ τοὺς προστατεύει ἀπὸ τὸ πλῆθος παίρνοντάς τους μαζί του) ἀπὸ τούτη τὴν στιγμὴ εἶναι καλύτεροι κι ἀπὸ ἀδέρφια μου κι ἀλοὶ σ’ ὅποιον στοχαστεῖ κἂν νὰ τοὺς πειράξῃ. ( Τοὺς ἀγκαλιάζει ἕναν ἕναν μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ τοὺς φιλάει, ἐνῶ οἱ ὁπλαρχηγοὶ κουνοῦν ἀποδοκιμαστικὰ τὰ κεφάλια τους). Ὁ ἀγῶνας τοῦτος , πατριῶτες , εἶναι ἱερὸς καὶ πρέπει νὰ πετύχῃ. Μὰ γιὰ νὰ πετύχῃ , εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλα ἀνάγκη νὰ τὸν δώσουμε ἐνωμένοι. Κανεῖς μας δὲν περισσεύει, κανεῖς δὲν εἶναι ἄχρηστος. Πρῶτος ἐγὼ ἔδωσα τὸ παράδειγμα συμφιλιώμενος μὲ τοὺς πρώην διῶκτες μου. Τὸ ἴδιο νὰ κάνετε κι ἐσεῖς μὲ ὅποιον εἶστε ὡς τὰ σήμερα πικραμένοι. Ὅταν μᾶς βαρέσει ὁ Τοῦρκος , οἱ μπᾶλες θὰ ἔρθουν πάνω σ’ ὅλους μας κι ὁ θάνατος θὰ εἶναι κοινός. Μονιᾶστε λοιπὸν, ἀδέρφια, και τὶς πράξεις μας ὁ Θεὸς θὰ τὶς εὐλογήσῃ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ ,ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ: Ζήτω ἡ ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ : Ἐπανάσταση, ζήτω ἡ Ἐλευθερία! ‘Ζήτω ἡ ἐλεύθερη Σᾶμος! ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Ὁ πατριώτης Λυκοῦργος Λογοθέτης ἀπὸ δῶ, ἔχει γρᾶμμα τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη ποὺ τὸν ὁρίζει γιὰ ἀρχηγό μας. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Μὰ αὐτὸ θὰ γίνῃ μονάχα μὲ τὴν δική σας θὲληση. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Δέχεστε λοιπὸν τὸν πατριώτη Λυκοῦργο πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ ἀρχηγὸ τοῦ νησιοῦ μας; Νὰ φροντίζῃ γιὰ τὸν ἀγῶνα καὶ νὰ μᾶς καθοδηγῇ; ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ : Δεχόμαστε! ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ: Ὑπόσχεστε νὰ ὑπακοῦτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖτε τὶς ἐντολὲς του; ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ : Ὑποσχόμαστε! ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀκοῦστε τότε τὶς πρῶτες μου ἀποφάσεις: Οἱ καπεταναῖοι Κωνσταντῆς Λαχανᾶς, Σταμάτης Γεωργιάδης, Μανώλης Μελαχροινὸς καὶ Κωνσταντῖνος Κονταξῆς ( κάθε ἕνας βγαίνει μπροστά ἀκούγοντας τὸ ὄνομά του), ὁρίζονται χιλίαρχοι στὶς τέσσερις χιλιαρχίες τῆς νήσου μας. Κάθε χιλίαρχος θὰ ἐπιλέξῃ προσωπικὰ τοὺς δύο πεντακοσιάρχους του, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶναι προσωπικὰ ὑπεύθυνος. Οἱ πεντακοσίαρχοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ διαλέξουν τοὺς
  • 34.
    ἑκατοντάρχους , αὐτοὶτοὺς πεντηκοντάρχους, ἐκεῖνοι τοὺς δεκάρχους καὶ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν τοὺς δικοὺς του στρατιῶτες. Ἔτσι καθένας θὰ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν διαγωγὴ τῶν ὑφισταμένων του. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς ἀρχίζει νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Καὶ λόγο σὲ αὐτὴν θὰ ἔχουμε ὅλοι. ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ :ΣΑΜΟΣ 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 1821 Ἄνδρες τῆς Σάμου! Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ προστατέψουμε τὸν ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ τόπο μας μὲ τὸ κορμί μας. Ὁ σουλτανικὸς στόλος βρίσκεται ἀπὸ τὸ ξημέρωμα στὰ νερά μας. Ὁ Καρα-Ἀλὴς ἔχει στὴν φρεγάδα του ῥεέμια τὰ παλικάρια τούτου τοῦ γέροντα ποὺ μᾶς τὸν ἔστειλε μὲ μήνυμά του. ΓΕΡΟ-ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ:(Δίνει τὴν ἐπιστολὴ στὸν Λυκοῦργο καὶ λέει):Ἴσαμε τὸ μεσημέρι γυρεύει ἀπόκριση ἀπ’ τὸ κοινό τῆς Σάμου. Εἰδ’ ἀλλιῶς λέει δὲν θὰ φταίῃ αὐτὸς γιὰ ὅ, τι συμβῇ. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ: Νὰ διαβάσω τὴν γραφή τοῦ καπουδάν πασᾶ; Σ’ἀκοῦμε! ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Χαιρετίσματα εἰς τοὺς προεστοὺς καὶ ῥαγιάδες μικροὺς καὶ μεγάλους. Καὶ ἂν εἶστε ῥαγιάδες πιστοὶ τῆς βασιλείας, νὰ ἐρθῆτε νὰ προσκυνήσετε, διατὶ ἡ βασιλεία δὲν θέλει νὰ χάσῃ ῥαγιᾶδες · εἰ δὲ μὴ καὶ δὲν προσκυνήσετε,νὰ εἶναι τὸ κρίμα τῶν ῥαγιάδων εἰς τὸν λαιμόν σας. Εἰ δὲ καὶ δὲν ἐλθεῖτε, ἔχει ν’ ἀπεράσῃ ὁ Λεζόγλους μὲ ἀσκέρι νὰ σᾶς χαλάσῃ ὅλους , μικροὺς καὶ μεγάλους. Καὶ ὁ βασιλέας μας ὁ πολυχρονεμένος σᾶς ἐσυγχώρεσε καὶ θὰ σᾶς βάλῃ τὸν ἀγάν σας , ὡσὰν καὶ πρῶτα. Καὶ ἤρθαμε μὲ πενήντα καράβια καὶ προσμένομεν ἀπάντησίν σας». Τί ἀπόκρισιν νὰ τοῦ δώκουμε , ἀδέρφια; ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ) Σὰν ζητᾶς τὴν γνώμην μας , νὰ σοῦ τὴν ποῦμε. Δὲν πρέπει νὰ βάλουμε τὸ νησὶ σὲ κίνδυνο. Οἱ Τοῦρκοι εἶναι πανίσχυροι, θὰ μᾶς περάσουν ὅλους ἀπὸ μαχαίρι. Κάλιο νὰ δεχτοῦμε τὴν πρότασιν κι ὕστερις βλέπουμε. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀκούσατε τὴν γνώμη τοῦ Ἀγᾶ. Συμφωνεῖτε μαζί του; ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ : ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ὅσον άφορᾶ ἐμένα… Δὲν ῥώτησα ἐσένα, προεστέ, μὰ αὐτούς. Συμφωνεῖτε , Σαμιῶτες, νὰ ξαναγίνετε ῥαγιάδες; Μιλᾶτε ! Καθαρὲς κουβέντες. Ἀκούω. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ: μᾶς χαλάσῃ ὅλους. Μὰ ὁ Καρα-Ἀλῆς τὸ εἶπε καθαρά, ἂν δὲν δεχτοῦμε , θὰ
  • 35.
    ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Πέρασε ὁκαιρὸς ποὺ ὁ Τοῦρκος μποροῦσε νὰ ἀκονίζῃ τὸ σπαθί του στὸν σβέρκο μας. Τώρα μποροῦμε νὰ ὑπερασπίζουμε τὸν τόπο καὶ τοὺς ἀνθρώπους μας. Εἶναι ἔτσι , καπεταναῖοι; ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ : ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΑΜΙΩΤΕΣ: Κι Ἔτσι , Ἀρχηγέ! Μιλῶ ἐξ ὀνόματος ὅλου τοῦ στρατεύματος ἂν μᾶς νικήσῃ; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Θὰ μᾶς νικήσῃ μονάχα ἂν ἐμεῖς τὸν ἀφήσουμε. Εἴμαστε ὅλοι ἀποφασισμένοι νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν λευτεριά μας; ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ:Εἴμαστε! Τότε , ἀδέρφια πᾶμε στὶς θέσεις μας καὶ μὴ φοβᾶστε ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: τίποτα. Ἡ νίκη εἶναι δική μας. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ) : Καλὰ τὰ λόγια, Παπλωματᾶ , μὰ δύσκολα τὰ ἔργα. Ἡμεῖς , ὡς κεφαλὲς φρονοῦμε πὼς σὲ τέτοιο λογικὸ γράμμα ἡ ὅποια ἄρνησις θὰ ἦτο ἀσυγχώρητως. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Σὲ τέτοια γράμματα δὲν ἀπαντᾶνε μὲ λόγια, παρὰ μὲ τὰ τουφέκια! ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ ( ΑΓΑΣ) (Πρὸς τὸν Μανωλάκη Στεφανῆ , ὑποτίθεται σιγά, μὰ ἀρκετὰ δυνατὰ ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ὁ Λυκοῦργος καὶ οἱ συν αὐτῷ): Ἂν νοιάζεται γιὰ τὸν λαό, ὅπως λέει, γιατὶ δὲν παραδίνεται μονάχος του στὸν καπουδαν-πασᾶ, γιὰ νὰ σώσῃ τουλάχιστον τὰ γυναικόπαιδα; Κάλλιο νὰ χαθῇ ἕνας , παρὰ τὸ σύνολο. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: (Στὸν Λυκοῦργο τάχα κατ’ ἰδίαν , μὰ στὸν ἴδιο τόνο μὲ τὸν προεστό) Ἐτοῦτοι εἶναι, άρχηγέ, ποὺ ’κανες ἀδερφούς σου; Κάλλιο νὰ τοὺς ἐπρόσφερες στὸ πιάτο τοῦ ὀχτροῦ σου. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: (Χαμηλόφωνα , μὰ αὐστηρὰ στὸν Γεωργιάδη) Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ ἀντιδικίες, καπετὰν -Σταμάτη ! ( Δυνατά εἰς ἐπίκοον ὅλων): Πατριῶτες! Ἧρθε ἡ ὥρα μας. Καθένας στὴν θέση του! ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΑΜΙΩΤΕΣ: Δὲν θὰ’ταν προτιμότερο νὰ τραβηχτοῦμε στὰ βουνά, ὅπου δὲν θὰ μᾶς φτάνουν τὰ τούρκικα κανόνια; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:(Χαμηλὰ στοὺς καπεταναίους):Ξέρετε τί μοῦ λένε νὰ κάνω; Νὰ ἀφήσω τοὺς Τοῦρκους νὰ πατήσουν ἀτουφέκιστοι τὸ νησὶ καὶ μετὰ νὰ μᾶς πιάσουν σὰν ποντικοὺς στὴν φάκα.(Δυνατὰ σὲ ὅλους) : Ὅποιος θέλει νὰ φύγῃ, νὰ ὁ δρόμος! Ὁ δικός μου τάφος εἶναι ἐδῶ!
  • 36.
    ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ :ΣΑΜΟΣΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1821( ΣΥΝΑΞΗ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΩΝ) ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Τί γίνηκε τότες, ἀδέρφια! Τρία μερόνυχτα μπομπαρδισμὸς ἀσταμάτητος. :Κι ὁ Λυκοῦργος νὰ τρέχῃ καὶ νὰ ψυχώνῃ ὅλους! Πέντε ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ κανονάκια ὅλα κι ὅλα. Οἱ πυροβολητὲς νὰ βρίζουν , νὰ παρακαλοῦν, κι αὐτὸς νὰ μὴν ἀφήνῃ νὰ χτυπήσουν. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Τὴν τρίτη μέρα, ἐνῶ χαλάσματα εἶναι σ’ ὅλο τὸ νησί, Σαράντα βάρκες κάνουν κατὰ τὴν στεριὰ. Ζυγώνουν ὡς τίρα κανονιοῦ. Τότε διατάζει ὁ Λυκοῦργος κι ἀρχίζει τὸ πανηγύρι. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ: Βουλιάζει ἡ πρώτη βάρκα. Πέφτουν οἱ μουρτᾶτες στὸ νερό. Σ’ ἄλλη βάρκα τρομάζουν, γέρνουν ὅλοι ἀπ’ τὴν ἴδια πάντα, πάρ’ τους κι αὐτοὺς μέσα. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ :Κάποιες βάρκες ὅμως προχωροῦν καὶ πλησιάζουν στὶς ἀκτές. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ:Ἀρχίζει τότε τὸ λιανοτούφεκο. Κι ὁ Λυκοῦργος νὰ φωνάζῃ: «Ἀπάνω τους , παλικάρια! Ἡ νίκη εἶναι κοντά»! Καὶ νὰ μὴν πηγαίνει οὔτε μιὰ σφαῖρα του χαμένη! ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ: Τί κρίμα ὅμως τὴν πρώτη μας νίκη νὰ τὴν πληρώσουν μὲ τέτοιον τρόπο τὰ παιδιὰ τοῦ Γερο-καπετάνιου! Ἀλειμμένα μὲ κατράμι τὰ εἴδαμε νὰ καίγονται στὶς τσίμες τῆς γάμπιας στὴν τούρκικη ναυαρχίδα. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ: Θυμᾶστε τί εἶπε τότε ὁ Λυκοῦργος; Πὼς γιὰ αὐτὸ ἔχει τοὺς ῥαγιάδες της ἡ Τουρκιά. Γιὰ νὰ ξεσπᾶ πάνω τους μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἄχτι της γιὰ κάθε κάζο ποὺ παθαίνει. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ὁ γερο-πατέρας εἶχε σκοτωθεῖ στὴν μάχη καὶ δὲν εἶδε τὸ φρικτό τέλος τῶν παιδιῶν του. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Κι ἔπειτα ἔφυγε ὁ στόλος, μὰ ὁ Λυκοῦργος δὲν ἡσύχασε. Ἔστειλε στὶς βίγλες παλικάρια νὰ δοῦν ἀπὸ ψηλά κάθε του κίνηση καὶ νὰ ἀναφέρουν. Τί τρομάρα θὰ πῆρε , ὅταν , νομίζοντας πὼς θὰ ἀποβιβαστεῖ σὲ ἔρημη ἀκτή, ἔπεσε πάνω στὸ σῶμα σου, καπετάν-Σταμάτη! Ἐσεῖς μὲ τοὺς Κρητικοὺς τοῦ Χατζηγιώργη Μουριάτη ἐκδικηθήκατε τὰ παλικάρια ποὺ χάθηκαν τόσο ἄδικα. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ: Ὡς κι ὁ δεσπότης μας ὁ Κύριλλος καβάλα στὴν φοράδα του πολέμησε σ’ ἐκείνη τὴν πρώτη μάχη. Κι ὁ Κλεάνθης , ὁ ποιητής μας , τὰ
  • 37.
    ἔκανε ποίημα ὅλατοῦτα τὰ γεγονότα, νὰ μὴν ξεχαστοῦν ποτὲ , ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: «Κροῦσον, Ὀλυμπία Μοῦσα ὑψηκέλαδον χορδὴν Πανεόρτιον κροτοῦσα νικητήριον ὠδήν»… ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Πάντα τέτοια, ἀδέρφια! Καὶ νὰ μᾶς ἔχῃ ὁ Θεὸς καλά τὸν ἀρχηγό μας. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ :Ὁ ὁποῖος τιμήθηκε ,καὶ δικαίως, τόσο ἀπὸ ἐμᾶς, ὅσο κι ἀπ’ τοὺς ἀγωνιστὲς στὸν Μοριᾶ καὶ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη γιὰ τὴν ἀνδρεῖα καὶ τὸν στρατηγικὸ νοῦ του. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ:Πόσο σοφὰ ἀλήθεια συντήρησε τὰ στρατιωτικὰ σώματα προτείνοντας νὰ κάνουμε ἐπιδρομές στὴν Ἰωνία καὶ νὰ παίρνουμε τὰ χρειαζούμενά μας ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθρούς! Ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν πεινᾶμε, καὶ κανεῖς δὲν φοβᾶται ἐπιδρομές Τούρκων ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴ ἀκτή. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Μᾶλλον οἱ Τοῦρκοι τρέμουν μόλις μυριστοῦν Σαμιῶτες. Ἀφοῦ ἔχουν φύγει οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὰ παράλια πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς χερσονήσου. Μακάρι ὅπως πετύχαμε ὡς ἐδῶ νὰ πετύχουμε καὶ στὴν Χιὸ, στὴν νέα ἐκστρατεῖα ποὺ σχεδιάζουμε. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Μακάρι! ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ :ΣΑΜΟΣ 1824 ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Νὰ ’μαστε πάλι ,ἀδέρφια, στὰ ἴδια καὶ χειρότερα! Μὲ τὸν Χοσρέφ-πασὰ νὰ μᾶς ἀπειλεῖ στέλνοντας ῥαπόρτο μ’ ἕναν Ἄγγλο ναύαρχο. Μὲ τοὺς Μοραΐτες χολιασμένους μὲ τὴν Σᾶμο ποὺ δὲν μπαίνει στὰ συντάγματά τους. Μὲ ὅσους Ψαριανοὺς σώθηκαν ἀπ’τὴν καταστροφή, ἀπέναντί μας, γιατὶ δεν δεχτήκαμε ἁρμοστῆ τὸν Χατζηαργύρη ποὺ μᾶς ἔστελναν καὶ ἐμποδίσαμε τὴν ἀποβίβασή του. Μὲ τοὺς Καλικαντζαραίους νὰ δημιουργοῦν διαρκῶς προβλήματα. Καὶ μὲ τὸ ἀδικοχυμένο αἷμα τῆς Χίου νὰ μᾶς πνίγει. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Μὲ συμπαθᾶς , Ἀρχηγέ, μὰ γιὰ τὴν συμφορὰ τῆς Χίου δὲν φταίγαμε ἐμεῖς. ἂς ὄψεται ὁ Μπουρνιᾶς ποὺ μᾶς κουβάλησε τὰ τσιράκια του καὶ μᾶς φλόμωσαν στὸ ψέμα. Πὼς τάχα ὅλα ἦταν ἔτοιμα ἀπ’ τοὺς Χιῶτες καὶ μοναχὰ ἕνα σῶμα δικό μας περίμεναν γιὰ νὰ ξεσηκωθοῦν. Μήπως δὲν πολεμήσαμε σὰν παλικάρια, ἔχοντας ἀκόμα καὶ τοὺς ντόπιους ἐνάντιούς μας; ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Γιατὶ βλέπεις οἱ λίγοι ποὺ πῆγαν μὲ τὸν Μπουρνιᾶ, στὸ πλιάτσικο μονάχα εἶχαν τὸ μυαλό τους. Ὁ κόσμος πίστεψε πὼς κι ἐμεῖς θέλαμε τὸ ἴδιο. Κλείστηκε λοιπὸν στὰ σπίτια του καὶ ἔδειξε ξεκάθαρα τὴν ἀντίθεσή του
  • 38.
    στὰ κινήματα τοῦΠαρπαριᾶ, ὅπως εἶναι τοῦ Μπουρνιᾶ τὸ παρανόμι στὴ Χιό. Οὔτε ἕνας δὲν τὸν ἤξερε μὲ τὸ ἐπίθετό του. Ὅλοι μὲ τ’ ὄνομα τοῦ χωριοῦ του τὸν καλοῦσαν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΞΗΣ : Δὲν ἔφταναν αὐτά, εἴχαμε καὶ τοὺς ξένους πρόξενους νὰ μαρτυροῦν ὅλες τὶς δυσκολίες μας στοὺς κλεισμένους στὸ κάστρο Τούρκους. Ἂν δὲν ἦταν ἀυτοὶ, σίγουρα οἱ πολιορκημένοι θὰ παραδίνονταν κι ἄλλη θὰ ἦταν ἡ τύχη τῆς Χίου. Οἱ ξένοι πάντα κατά τὰ συμφέροντά τους δουλεύουν. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ δράσουμε ἀλλιῶς. Ἔπρεπε νὰ πείσουμε τοὺς Χιῶτες νὰ δράσουν, νὰ τοὺς κάνουμε νὰ μᾶς ἐμπιστευτοῦν, νὰ μὴν μᾶς τρώει τώρα ὁ χαμός τους. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ: Μά, ὅταν εἴπαμε στοὺς προύχοντες τοῦ νησιοῦ νὰ πληρώσουν στοὺς Ψαριανοὺς τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν, ἐκεῖνοι τί ἔκαναν; Εἶπαν πὼς ἔπρεπε νὰ διαταχθεῖ ἱεραρχικῶς ὁ στόλος νὰ πλεύσῃ στὴν Χίο, μονάχα γιὰ νὰ μην ἀνοίξουν τὸ κεμέρι τους καὶ νὰ πληρώσουν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Κι ὅ, τι δὲν ἔδωσαν στοὺς Ψαριανοὺς σὲ χρῆμα, τὸ ἔδωσαν στοὺς Τούρκους σὲ αἷμα καὶ δάκρυα. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Δὲν ξέρω, καπεταναῖοι, μὰ ἐμένα αὐτὸ τὸ αἷμα στοιχειώνει τὶς νῦχτες μου. Δὲν τολμῶ νὰ κλείσω μάτι καὶ πετάγομαι πάνω μὲ τὶς φωνὲς τοῦ ἀδικοσφαγμένου λαοῦ τὴς Χίου στ’ αὐτιά μου. Μπορεῖ νὰ ἀθωόθηκα ἀπὸ τοὺς Μοραΐτες , χάρις στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Νικηταρᾶ, μπορεῖ νὰ ὀργάνωσα μὲ τὴν βοήθειά σας τὸ νησί , νὰ χτίσαμε τὸ κάστρο στὸ Τηγάνι, νὰ ἐπισκευάσαμε τὸ τεῖχος ποὺ εἶχε γκρεμίσει ὁ Περικλῆς μὰ εἶναι μιὰ σκέψη ποὺ δὲν μ’ ἀφήνει νὰ ἡσυχάσω. ΟΛΟΙ: Ποια; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: ὁ Περικλῆς πεθαίνοντας εἶπε πὼς γιὰ ἕνα πράγμα ἦταν περήφανος. Πὼς καμιὰ Ἀθηναῖα δὲν μαυροφορέθηκε ἐξ αἰτίας του. Ἐγώ τί θὰ πῶ κείνη τὴν ὥρα στὸν κριτή μου; ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ: Τίποτα δὲν θὰ χρειαστῇ νὰ πῇς. Ὁ Κριτὴς τὰ βλέπει ὅλα καὶ ξέρει νὰ σχωρνάῃ. Δὲν μᾶς ἐξήγησες ὅμως γιατὶ συγκάλεσες τὴν συνέλευση σήμερα; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Γιατὶ ὁ Ἄγγλος ποὺ φέρνει τὸ μήνυμα τοῦ Χοσρέφ μοῦ ζήτησε νὰ γυρίσῃ μοναχὸς του τὸ νησί καὶ νὰ μιλήσῃ στοὺς πολίτες. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας δεκατέσσερα. Νὰ ενημερώσουμε τοὺς πατριῶτες γιὰ τὸ τί μᾶς περιμένει. ( Μπαίνει ὁ Λαὸς τῆς Σάμου) Ἄνδρες Σάμιοι ! Χαίρομαι
  • 39.
    ποὺ εἶστε τόσοιμαζεμένοι σήμερα έδῶ, γιατὶ τούτη τὴν ὥρα κρίνεται τὸ μέλλον τοῦ νησιοῦ καὶ τοῦ ἀγῶνα μας. Σήμερα ἀποφασίζουμε ἂν θὰ διεκδικήσουμε τὸ δικαίωμα νὰ ζήσουμε λεύτεροι, ἤ θὰ χαθοῦμε διὰ μιᾶς ἀπὸ τὸ σύνολο ὅσων τοὺς ἀξίζει νὰ λέγονται ἄνθρωποι. Ἡ Χίος , ποὺ κάποτε ἦταν ζηλευτὴ γιὰ τὰ πλούτη της, ἀπόμεινε, λόγῳ καὶ τῆς ἀτολμίας τῶν κατοίκων της, ἔρημη στὰ χέρια τοῦ κατακτητῆ. Τὰ Ψαρά, φόβος καὶ τρόμος ἄλλοτε τῆς τούρκικης ἁρμάδας, εἶναι σήμερα, ἐξ αἰτίας λάθος χειρισμῶν, βράχος γεμᾶτος στάχτη! Ἡ Κᾶσος, ἡ Κρήτη , μετροῦν τοὺς νεκρούς τους μέσα σὲ ποταμούς αἵματος. Σ’ ὁλάκερη τὴν Ἄσπρη Θάλασσα ἄλλο νησὶ ποὺ νὰ ὀρθώνεται μπρὸς στὴν Τουρκιὰ καὶ νὰ τὴν προκαλλῇ ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα μας δὲν εἶναι. Ὁ Χοσρέφ ἔστειλε μ’ ἕναν Ἄγγλο καπετάνιο ὑπόσχεση γιὰ ἀμνηστεία καὶ συγχώρεση, ἂν δηλώσουμε ὑποταγὴ στὸν σουλτάνο. Συγχώρεση δίνουν σ’ αὐτὸν ποὺ φταίει. Ἐμεῖς σὲ τί φταίξαμε , διεκδικῶντας τὸ δικαίωμά μας νὰ ζήσουμε ἐλεύθεροι; Κι ἀλήθεια, πατριῶτες, ἐμπιστεύεστε τὴν ἀμνηστεία τοῦ Τούρκου; Δὲν μπορεῖ ἄραγε ὅπως τὴν ἔδωσε νὰ τήνε πάρῃ πίσω; Μὰ ἔχουμε , θὰ πείτε τοῦ Ἄγγλου τὴν ἐγγύηση. Ξέρετε ,μωρέ, τί θὰ πῇ Ἄγγλοι στὴν ἴδια τὴν δική τους γλῶσσα; Ugly σημαίνει ἄσχημος, σὲ πρόσωπο καὶ ἦθος. Σᾶς ίκανοποιεῖ λοιπὸν ἑνὸς ἄσχημου ὁ λόγος; Μπορεῖ νὰ ἔχῃ αὐτὸς τιμή; Ὅ, τι κάνουμε ἀπὸ δῶ κι ἐμπρός, βᾶλτε τὸ καλὰ στὸ τσερβέλο σας, μονάχοι , ναι, μονάχοι θὰ τὸ πράξουμε. Κι ἔχουμε νὰ διαλέξουμε ἀνάμεσα σὲ τρία: Νὰ γενοῦμε ξανὰ ῥαγιάδες, ἤ νὰ πάρουμε τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, εἴτε νὰ πολεμήσουμε σὰν ἄντρες, τιμῶντας τοὺς ὡς τώρα ἀγῶνες μας. Ἂν πράξουμε τὸ πρῶτο, θαρρεῖτε πὼς οἱ Τοῦρκοι θὰ ξεχάσουν ὅσα τοὺς ἔχει κάμει τὸ τουφέκι μας; Δὲν θὰ τ’ ἀνταποδώσουν; Ἂν τὸ δεύτερο διαλέξετε, τί ζωὴ εἶναι αὐτὴ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ μέσα σ’ Ἕλληνες ἀκόμα, μὲ τὸ στίγμα πὼς μόνοι μας διαλέξαμε τὴν προσφυγιά; Ὅποιος τόπος ἔξω ἀπὸ τὴν λατρευτή μου Σᾶμο, θὰ τραβᾶ στὴν γῆ τὸ βλέμμα μου · πουθενὰ δὲν θὰ ξανακοιτάξω μὲ ψηλά τὰ μάτια. Ἂν ὅμως σταθοῦμε καὶ πολεμήσουμε σὰν ἄντρες, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔσωσε στα 1821 καὶ τώρα θὰ μᾶς σώσῃ. Βοήθεια , ἂς τὸ γνωρίζουμε, δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπ’ Αὐτόν. Μὰ Αὐτὸς εἶναι τὰ πάντα. Τώρα ὅλα τὰ ξέρετε. Διαλέξτε! ΛΑΟΣ ΣΑΜΙΩΤΩΝ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ! ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι , στὰ ταμπούρια σας! Καθένας ἂς τρέξῃ στὸν τόπο ποὺ εἶναι ταμένος νᾶ φυλάῃ. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ μὲ βρῇ ἐδῶ ἡ Λευτρειά, ἤ τὸ βόλι. (Ἡ σκηνὴ ἀδειάζει, μένουν μονάχα δυὸ τρεῖς ἀρματωμένοι μὲ τὸν Λυκοῦργο ποὺ πυροβολοῦν , ἐνῶ ἀκούγονται πυροβολισμοὶ κι ἐκρήξεις. Μπαίνει ἕνας Σαμιώτης ἀγγελιοφόρος) ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ (Σκυφτός, φτάνει στὸν Λυκοῦργο καὶ τοῦ λέει:)Ἀρχηγέ, ἔφτασε ὁ στόλος μὲ τὸν Κανάρη. Ἀπὸ τὴν ναυαρχίδα κάναν σινιάλο καὶ ῥωτοῦν ἂν θὰ ἔχουν ἀσφαλῆ τὰ νῶτα τους , δίνοντας ναυμαχία στὸ στενό.
  • 40.
    ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Στεῖλτε κιἐσεῖς σινιάλο: Οἱ Σαμιῶτες ἔχουν ἀποφασίσει νὰ πεθάνουν. Τίποτε ἄλλο. Πήγαινε.( Ὁ ἀγγελιοφόρος φεύγει) ΣΑΜΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Ὀχτὼ μέρες τώρα καίγεται ἡ γῆς , ἀρχηγέ. Πόσο θ’ἀντέξουμε ἀκόμη; Ὡς τὸ τέλος! ( Μετὰ ἀπὸ λίγες στιγμὲς ἀκούγεται ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: ἐκκωφαντικὸς κρότος. Ὁ Λυκοῦργος σηκώνεται ἀπὸ τὴν θέση του, βάζει τὸ χέρι ἀντήλιο καὶ παρατηρεῖ τὸ πέλαγος) Θάρρος, Σαμιῶτες! Ὁ Κανάρης φαίνεται πὼς τίναξε μιὰ τούρκικη φρεγάτα. Οἱ ἐχθροὶ φεύγουν. ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: ( Μπαίνει ἔντρομος) Ἀρχηγέ, αἰγυπτιακά καράβια πλέουν κατά τὸν Μαραθόκαμπο. Ἂν κάνουν ἀπὸ κεῖ ἀπόβαση, εἴμαστε χαμένοι. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: (Μὲ τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό.) Κοῖτα , παλικάρι κατὰ τὸν Μαραθόκαμπο καὶ πὲς σὲ ὅλους τί βλέπεις. ΣΑΜΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Σύννεφα, σύννεφα βαριὰ , καταιγίδα γεμάτη(βλέπουν ἀστραπή, ἀκούγεται βροντή. Συνέχεια ἀστραπόβροντα καὶ φωνὲς ἀπελπισίας τῶν Τούρκων.) ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ:Σᾶς τὸ εἶπα, ἀδέρφια! Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας! ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ :ΣΑΜΟΣ 1830 ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ :Λυποῦμαι βαθύτατα , τέκνον μου, μὰ ἡ ἀπόφασις τῶν δυνάμεων δὲν μεταβάλλεται. Ἐφ’ ὅσον δὲν δέχεσαι νὰ γίνῃς ἡγεμὼν τῆς νήσου, ὀφείλεις νὰ τὴν ἐγκαταλείψῃς. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Μά, δέσποτα, ἐγὼ ἀγωνίστηκα τόσα χρόνια γιὰ νὰ δῶ τὴν Σᾶμο μιὰ μέρα λεύτερη, ἐνωμένη μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτῶ νὰ γίνω ἡγεμὼν ὑποτελῆς σὲ ὅσους τόσα χρόνια πολέμησα; Τώρα στὰ γεράματα νὰ γενῶ προδότης; ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ : Μὰ θὰ ἀντέξῃς , τέκνον, ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ; ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ἀφοῦ οἱ συμπατριῶτες μου , ὅλους ὅσοι ἀγωνιστήκαμε γιὰ τὴν ἐλευθερία φρόντισαν νὰ μᾶς κηρύξουν ἀνεπιθύμητους ! Δὲν περίμενα ποτὲ πὼς οἱ Καλικάντζαροι θὰ προσκαλοῦσαν στὸ νησὶ τοὺς Τούρκους νὰ ὑπερασπιστοῦν τοὺς …πιστοὺς ὑπηκόους τοῦ Σουλτάνου. Ἀπὸ ποιους; Ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ἀγωνιστήκαμε νὰ λευτερώσουμε τὸν τόπο! ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ : Δυστυχῶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ παραδόσει, δὲν ὑπάρχουν Καρμανιόλοι. Ὑπήρχαν ὅμως καὶ θὰ ὑπάρχουν Καλικάντζαροι.
  • 41.
    ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ὅταν ἤμουνπαρὰ τῷ Κυβερνήτῃ καὶ μὲ τὴν ἄφιξίν μου ἐδῶ, ἐσεῖς τὸ γνωρίζετε καλά, πάλεψα μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἔνωσιν τῆς Σάμου μετὰ τοῦ ἐλευθέρου ἑλληνικοῦ κράτους. Κι ἂν ἀπέτυχα, ἔχω τὴν ἰκανοποίησιν ὅτι τουλάχιστον προσπάθησα. Θλίβομαι μόνον ὅτι θὰ πεθάνω χωρὶς νὰ δῷ τὴν πατρίδα ἐλεύθερη. Καὶ εἶναι κρίμα γιὰ τοὺς Σαμίους ποὺ θυσίασαν τὴν ζωήν τους στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα. Ὥρα ὅμως νὰ πηγαίνω. Τὸ πλοῖο ἐντὸς ὁλίγου ἀναχωρεῖ. Οἱ σύντροφοί μου στὴν ἐξορία μὲ περιμένουν.( φεύγει) ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ : Ὁ Θεὸς μαζί σου, ἄξιον τέκνον τῆς πατρίδος! ( Ἡ σκηνὴ κλείνει, κι ὅταν ξανανοίξῃ οἱ συντελεστὲς παρουσιάζονται τραγουδῶντας τὸ τραγοῦδι τοῦ Λυκούργου). ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ Ἀπὸ ὅσους πολεμήσαν τὴν Τουρκιὰ τὸ εἴκοσι ἕνα σὰν τὸν ἥρωα Λυκοῦργο δὲν γνωρίζω ἄλλον κανένα. Δέκα χρόνια γιὰ τῆς Σάμου πολεμᾶ τὴν λευτεριά , μὰ πεθαίνει ἀπ’ τὸ νησί του ἀποδιωγμένος μακριά, θῦμα τῶν Καλικαντζάρων, τῶν ἀνόμων προεστῶν ποὺ τὴν νῆσο εἰς τὰ χέρια δώσαν τῶν κατακτητῶν κι ὅσους γιὰ τὴν λευτεριά της ἐπολέμησαν γενναῖα μοναχὰ γιὰ τὸ συμφέρον κυνηγήσαν λυσσαλέα. Τὴν πατρίδα του οἱ Δυνάμεις ἔξω ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα ἀφῆσαν καὶ τὴν ἔδωσαν στοὺς Τούρκους ποὺ ποτὲ δὲν τὴν πατῆσαν. Δὲν τὸ θέλαν ἡ Τουρκία ἔτσι νὰ ταπεινωθῇ. Σὰν προστᾶτες τέτοιους ἔχῃς , τύφλα νὰ ’χουν οἱ ἐχθροί. Μὰ ὁ ἀγὼν τοῦ Λογοθέτη , κι ἂς μὴν ἦτο νικηφόρος, μὲς στὰ χρόνια ποὺ κυλήσαν ἦταν ἀγγελιοφόρος. Φώναξε σ’ ὅλο τὸν κόσμο , νὰ τὸ μάθῃ, δυνατά: Οἱ Ἕλληνες δὲν τὴν ἀντέχουν τὴν ζωή μὲς στὴν σκλαβιά! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ
  • 42.
    4ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΕ ΛΕΝΕΜΑΝΤΩ ! ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ (Ἡ ψυχή της· ντυμένη μὲ μαύρη κάπα καὶ λευκό φόρεμα ἀπὸ κάτω. Ἂν δὲν ὑπάρχει, κάτι πολύχρωμο ποὺ νὰ ἐντυπωσιάζει .) ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ ΖΑΧΑΡΑΤΗ ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ ΜΥΚΟΝΙΑΤΕΣ ΠΡΟΕΣΤΟΙ :ΚΑΜΠΑΝΗΣ, ΒΑΛΕΤΑΣ, ΧΑΤΖΗ-ΜΠΑΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (Ἡ σκηνὴ ἔχει ἀνοίγοντας ἕναν σοφρά, πάνω στὸν ὁποῖο καίει ἕνα καντῆλι. Δὲν ὑπάρχει κανεῖς. Μπαίνει ἡ Ψυχή μὲ ἀργά, τελετουργικὰ βήματα. Ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ καταλάβῃ ἤ τουλάχιστον νὰ ὑποψιαστῇ τὸ κοινὸ πὼς πρόκειται γιὰ μὴ ἀνθρώπινο ὄν, πρὶν μιλήσῃ. Κοιτᾶ σοβαρὴ τὸ κοινὸ καἰ, ἀφοῦ καταλάβῃ πὼς τὴν παρακουλουθοῦν ὅλοι μὲ προσοχή,λέει:) ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ Μὲ λένε Μαντῶ! Μαντῶ Μαυρογένους. Ὁ πατέρας μου, Νικόλαος Μαυρογένης , ἦταν πολὺ πλοὺσιος κι ἐγὼ γεννήθηκα μέσα στὰ πλούτη. Μὰ πέθανα πάμφτωχη καὶ ξεχασμένη ἀπὸ ὅλους. Τὸ καντῆλι ποὺ καίει στὴν γωνιὰ εἶναι γιὰ μένα. Ἡ καρδιά μου ἔπαψε νὰ χτυπᾶ ἐδῶ καὶ σαράντα μέρες! Σήμερα λοιπὸν εἶναι τὸ μνημόσυνό μου! Ἐλάχιστοι θὰ τὸ παρακολουθήσουν! Ἀφοῦ τελειώσῃ, ἡ φλογίτσα ποὺ βλέπετε θὰ σβήσῃ κι ἐγὼ θὰ βρεθῶ γιὰ πάντα στὸν κόσμο τῶν ψυχῶν. Πρὶν γίνῃ ὅμως αὐτό, θέλω νὰ μάθετε τί ἔκανα στὸ πέρασμά μου ἀπὸ
  • 43.
    τὴν ζωὴ καὶτί ἔδωσα στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν λευτεριὰ τοῦ τόπου μας. Γιατὶ πιστεύω πὼς καθένας ἀπὸ τὰ ἔργα του κρίνεται καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ἀπολαμβάνει. Σήμερα λοιπόν, πρὶν τὴν θεία καὶ αἰώνια κρίση, ἀξίζει νομίζω νὰ προηγηθῇ ἡ φθαρτὴ καὶ ἀνθρώπινη. Ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ νὰ δοῦν οἱ κατοπινοὶ καὶ νὰ παραδειγματιστοῦν γιὰ ἀνάλογες περιπτώσεις στὸ μέλλον. Βλέπετε ἡ χῶρα μας εἶναι ζηλευτὴ καὶ πολλοὶ θὰ θελήσουν νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ καὶ τὸν λαό μας. Δεῖτε λοιπὸν ,Ἕλληνες , τὶς πράξεις μας, κρατῆστε τὶς σωστὲς καὶ ἀποφύγετε τὶς λανθασμένες, γιὰ νὰ κάνετε μιὰ μέρα τὴν πατρίδα μας τόσο δυνατή, ὅσο τῆς ἀξίζει. Αὐτὸς μου ὁ πόθος μ’ ἔσπρωξε κι ἐμένα νὰ ζητήσω κάποτε ἀκρόαση ἀπὸ τὸν κατοπινό μας Κυβερνήτη, ὅταν τὰ βήματά του τὸν ἔφεραν κάποτε στὴν Βιέννη…(ἐνῶ λέει αὐτά, κατεβαίνει μὲ ἀργό, τελετουργικὸ βηματισμὸ ἀπὸ τὴν σκηνή, ἐνῶ συγχρόνως ἐμφανίζονται ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ) ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: (περπατῶντας μιλᾶ φιλικὰ πρὸς τὸν Ὑψηλάντη) Αὐτὴ ἡ νέα εἶναι πάντα ἐμψυχωμένη ἀπὸ ἅγιο ἐνθουσιασμό · πλὴν ὅμως εἶναι ἀπερίσκεπτη μέχρις ἀφροσύνης. Τὸ μικρὸ ὁμολογουμένως διάστημα ποὺ ἐβρισκόμεθα ἐν Βιέννῃ ἔλαβα πλείστας ἀναφορὰς διὰ τὸ ἄτομόν της ἀπὸ τὴν μυστικήν μας ἀστυνομίαν. Φαντάζομαι πὼς ἡ διαγωγὴ τῆς Κόρης δὲν θὰ λανθάνῃ τῆς ἀντιστοίχου αὐστριακῆς ὑπηρεσίας ἀσφαλείας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Μοῖ προκαλλεῖ κατάπληξιν, κύριε Κόμη τὸ ἀτρόμητον τοῦ χαρακτῆρος της. Κινεῖται ἐντὸς τῶν ὁρίων μιᾶς ἐκ τῶν ἰσχυροτέρων αὐτοκρατοριῶν τῆς ἠπείρου μας ὡσὰν νὰ ἐβρίσκεται εὶς τὴν σάλαν τῆς οἰκίας της. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἐδέχθην τὴν αἴτησίν της διὰ μίαν συνάντησιν. Διὰ νὰ προσπαθήσω νὰ κατευνάσω τὸ πάθος ποὺ τὴν συνεπαίρνει. Πρόκειται, καθὼς θὰ γνωρίζετε ἀσφαλῶς , διὰ μιᾶς πολὺ μορφωμένης κοπέλας ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρῃ μεγίστας ὑπηρεσίας εἰς τὸ ἡμέτερον ἔθνος. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Ἂν εἶναι ἔτσι, θὰ ἤθελα πάρα πολὺ νὰ τὴν γνωρίσω. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Μείνατε τότε ἐδῶ, Ἀλέξανδρε! Ἐντὸς ὁλίγου ἡ περιλάλητος κόρη θὰ καταφθάσῃ. ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ : Ἡ δεσποσύνη Μαντῶ Μαυρογένους . ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Νὰ περάσῃ. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : (μὲ τὸ λευκό, ἤ πολύχρωμο φόρεμά της , κρατῶντας τὴν κάπα στὰ χέρια.) Ἐξοχώτατε, γενναιότατε στρατηγέ, χαίρω πολὺ ποὺ σᾶς
  • 44.
    συναντῶ καὶ τοὺςδύο μαζί ! ( πρὸς τὸν Ὑψηλάντη) Ἐσκόπευα, ξέρετε, νὰ ζητήσω καὶ ἀπὸ ὑμᾶς νὰ μὲ δεχθεῖτε. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: (μὲ ἐλαφρῶς εἰρωνικὸ ὕφος) Εἰς τί ὀφείλομεν τὴν τιμὴν τῆς ἐπισκέψεώς σας ,φιλτάτη δεσποσύνη; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ἀναγνωρίζω πὼς ἦτο μέγα βῆμα ἐκ μέρους μου ἡ αἴτησις συνεντεύξεως ποὺ σᾶς ὑπέβαλα, μὰ , πιστεύσατέ μοι, ἡ κίνησίς μου αὔτη δὲν ὑπεβλήθη παρὰ ὑπὸ τῶν ἀναγκῶν τῆς ἡμετέρας πατρίδος καὶ , τὸ γνωρίζετε βεβαίως πὼς «Ἀνάγκα καὶ Θεοὶ πείθονται». Σεῖς οἱ δύο εἶσθε σήμερον αἱ μόναι τοῦ λαοῦ μας ἐλπίδαι διὰ τὴν βελτίωσιν τῆς θέσεώς του ἐντὸς τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ὀθωμανῶν καὶ , ἂν ὁ Θεὸς τὸ συγχωρήσῃ , αἱ πηγαὶ ἐξ ὧν μέλλει πηγάσῃ τὸ νάμα τῆς Ἐλευθερίας… ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ὑπερβάλλετε , δεσποσύνη! Ἡ θέσις ἀμφοτέρων ἡμῶν εἶναι λεπτή! Ἐβρισκόμεθα βλέπετε ἐδῶ ὑπηρετοῦντες κραταιὸν Μονάρχην … ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Γνωρίζω ,κύριε Κόμη! Ἐθέσατε ἀμφότεροι τὰ πλούτη τῆς διανοίας σας , ἀντὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ δυστυχοῦς ἡμῶν ἔθνους, εἰς τὴν ὑπηρεσίαν ἰσχυροῦ ἀλλοτρίου! ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Εἶναι ἔθνος ὁμόδοξον ἀπὸ τὸ ὁποῖον προσμένομεν τὸν λυτρωμόν τοῦ Γένους. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Καὶ ποῖος ἀπὸ τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας, κύριοι, ὅστις ἤθελε κατατροπώσει τὸν Ὀθωμανόν, ἤθελε μᾶς ἀφήσει ἐλευθέρους; Δὲν ἠξεύρετε ὅτι οἱ Ἕλληνες μισοῦνται δοῦλοι, , ἐπειδὴ ἤθελε τοὺς φθονήσει ἐλευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία ἀπὸ τὰς παροῦσας τῶν ἀλλογενῶν; Τι στοχάζεσθε, ἂν ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγὸν διὰ χειρὸς ἄλλου δυνάστου νὰ γίνῃ ἀληθῶς εὐτυχής; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Ποῖος σᾶς ἔμαθε νὰ ὁμιλεῖτε τοιουτοτρόπως; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὁ τῆς Ἑλληνικῆς Νομαρχίας συγγραφεὺς καὶ τὰ βάσανα τοῦ ἴδιου τοῦ Γένους! ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Εἶσθε παρορμητική! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ἂν παρόρμησις θεωρεῖται ὁ πόθος μου διὰ τὴν Ἐλευθερίαν, συμφωνῶ μαζί σας. Καὶ ἐπαυξάνω μάλιστα: Εἶμαι ἡ πλέον παρορμητικὴ τῶν συνομηλίκων μου! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Μὰ ποῦ , δεσποσύνη ,θέλετε ἐπιτέλους νὰ ὁδηγηθοῦν τὰ πράγματα; Εἰς τὴν…
  • 45.
    ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ :Πεῖτε το, γενναιότατε, μὴ φοβεῖσθε. Εἰς τὴν στάσιν, μάλιστα ! Εἰς τὴν ἔνοπλον Ἐπανάστασιν κατὰ τῶν τυράννων τῆς πατρίδος. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ἐστοχάσθητε ἄρά γε τὸ νόημα τῶν λόγων σας; Ἡ Εὐρώπη ὅλη θὰ πέσῃ μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια πάνω στὸν ἀνυπεράσπιστο λαό μας. Θὰ θρηνήσουμε θύματα. Ἀθῶα θύματα! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Μὰ για αὐτὸ ἀκριβῶς ἦρθα ὡς ἐδῶ. Γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὴν Ἐξοχότητά σας νὰ μὴν ἐπιτρέψετε νὰ συμβῇ ἡ ἐπέμβασις αὔτη τὴν ὁποίαν καὶ ὑμεῖς φοβεῖσθε. Γνωρίζω πὼς ἐκ τῆς θέσεώς σας μπορεῖτε νὰ ἐπηρεάσετε πρόσωπα καὶ καταστάσεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Ἂς ποῦμε πὼς ὁ κύριος Κόμης ἐξασκεῖ τὴν ἐπιρροή του. Θαρρεῖτε πὼς αὐτὸ φτάνει; Οἱ ἀγῶνες , δεσποσύνη, ἀπαιτοῦν θυσίες. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὅλοι θὰ διαθέσουμε ὅ,τι καθένας μπορεῖ. Καὶ πρώτη ἐγώ! Ἡ προῖκα μου, μεγάλη καθὼς θὰ γνωρίζετε, τίθεται ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ στὴν διάθεσιν τοῦ Γένους. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ : Καὶ ποῖος θὰ πολεμήσῃ τὴν Τουρκιά; Μὲ τοὺς λίγους κλέφτες ποὺ διαθέτουμε σήμερον δὲν ἠμποροῦμε νὰ διανοηθῶμεν κἂν πὼς θὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὰς ἐχθρικὰς δυνάμεις. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὅλοι θὰ πάρουμε ἄρματα! Οἱ ξωμάχοι, οἱ ἔμποροι, οἱ λόγιοι… ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Καὶ αἱ γυναῖκες; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Γιατὶ ὄχι, Ἐξοχότατε; Ξεχνᾶτε τὶς Σουλιώτισσες; ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ἀναφέρεστε εἰς εἰδικὴν περίπτωσιν. Αἱ Σουλιώτισσαι ἐγεννήθησαν καὶ ἀνετράφησαν ἐντὸς τοῦ πολέμου. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ἂν ξεκινήσῃ, κύριοι, ἡ Ἐπανάστασις, ὅλος ὁ λαός μας τὸ ἴδιο θὰ κάνῃ. Ἡ Ἑλλάδα ὁλάκερη θὰ γίνῃ Σοῦλι. Κι ἀλίμονο τότες σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ βρεθοῦν ἀπέναντί της! ( Κλείνουν τὰ φῶτα , ἡ Μαντῶ ξαναφορᾶ τὴν κάπα τῆς Ψυχῆς , ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἀποχωροῦν.) ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : ( Ὡς Ψυχή.) Δὲν μοῦ τὸ βγάζετε ἀπὸ τὸν νοῦ πὼς ἐκείνη ἡ πρώτη συνάντηση ἄλλαξε τὴν ζωὴ καὶ τῶν δύο. Κυβερνήτης καὶ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀπὸ ἐπιφυλακτικοὶ ἔναντι τῆς Ἐπανάστασης , ἔγιναν
  • 46.
    ἀργότερα ὁ κινητήριοςμοχλός της σὲ στρατιωτικὸ καὶ διπλωματικὸ ἐπίπεδο. Ὅσο γιὰ μένα, ἔφυγα γιὰ τὴν Πατρίδα. Βρέθηκα πρῶτα στὴν Τῆνο, κοντὰ στὸν θεῖο μου τὸν πατέρα Νικόλαο Μαῦρο. Ἐκεῖ συνέβησαν γεγονότα ποὺ ἄλλαξαν καὶ τὴν δική μου ζωή. Καὶ πρῶτα ἡ γνωριμία μου μὲ ἕναν ἄγνωστο… ( Ἡ Μαντῶ ξαναβγάζει την κάπα γιὰ νὰ γίνει πάλι ἡρωίδα τῆς καθημερινότητας. Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε έναλλαγή ἀπὸ Ψυχὴ σὲ πρόσωπο καὶ τούμπαλιν. Οἱ ἀλλαγές γίνονται πάντοτε μπροστά στὸ κοινό, ὥστε νὰ γίνονται κατανοητές. Φεύγει ἀπὸ τὴν σκηνὴ πρὸς τὰ ἀριστερά, ὅπως βλέπει τὸ κοινό. Απὸ τὸ ἴδιο μέρος βγαίνει μὲ μεγάλες προφυλάξεις ὁ Ἄγνωστος . Άφοῦ φτάσει περίπου ὡς τὴν μέση τῆς σκηνῆς, ἐμφανίζεται ἡ Μαντῶ, ποὺ τὸν παρακολουθεῖ καὶ πρὶν διασχίσει τὴν σκηνή,τοῦ φωνάζει:) ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Στάσου! ΑΓΝΩΣΤΟΣ( Τὰ χάνει πρὸς στιγμήν, μὰ βρίσκει γρήγορα τὴν ψυχραιμία του.): Μὲ κατασκοπεύεις, κόρη μου; Γιὰ ποῖον λόγον; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : ( Ἥρεμα) :Ποιὸς εἶσαι; ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ἕνας ἐργάτης , παιδί μου, ἕνας ξωμάχος . Εἶμαι στὴν δούλεψη τοῦ λιοτριβιοῦ τῆς ἐπισκοπῆς. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: ( Μὲ τὴν ἴδια ἡρεμία) : Δὲν μοιάζεις μὲ ξωμάχο. Κι ἂν δουλεύεις στὸ λιοτρίβι τῆς ἐπισκοπῆς, σίγουρα δὲν εἶσαι ἁπλός έργάτης. Ἀλλιῶς γιατὶ ἔρχεσαι κάθε νύχτα στὸ σπίτι τοῦ παπα-Μαύρου; ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Αὐτὸ μπορεῖ νὰ στὸ ἐξηγήσει ὁ ἴδιος ὁ …θεῖος σου! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πῶς ξέρεις… ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ξέρω πολύ περισσότερα ἀπὸ ὅσα νομίζεις. Μὰ αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνα γιὰ μιὰ κοπέλα σὰν καὶ τοῦ λόγου σου! Γιὰ αὐτό… ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μὴ συνεχίζῃς, κατάλαβα. Θαρρεῖς σὲ φοβᾶμαι; Δὲν φοβᾶμαι κανέναν καὶ τίποτε. Τὸ κορμί μου μποροῦν πολλοὶ νὰ τὸ βλάψουν, μὰ τὴν ψυχή μου κανεῖς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀγγίξῃ, γιατὶ εἶναι κομμάτι τοῦ Θεοῦ! ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Εὖγε γιὰ τὸ θάρρος σου, δεσποσύνη. Συμβαδίζει βλέπω μὲ τὴν μορφή σου! Ὅσο γιὰ ἐκεῖνα ποὺ μὲ ῥώτησες σχετικὰ μὲ τὸν ἱερέα Νικόλαο Μαῦρο, ἰδοῦ ὁ ἴδιος κι ἂς σοῦ τὰ ἐξηγήσῃ.( Τῆς δείχνει πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη της καὶ ἡ Μαντῶ στρίβει γιὰ νὰ τὸν δῇ.) ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ ( Ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος μὲ τοὺς ἄλλους. Κοιτᾶ γλυκὰ τὴν Μαντῶ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν Ἄγνωστο.): Πιστεύεις, ἀδερφέ πὼς εἶναι ἡ ὥρα;
  • 47.
    ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ὅσο γρηγορότερα,τόσο καλύτερα, πάτερ μου. ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Καλῶς. ( Στὴν Μαντῶ):Ἄφησε, κόρη μου, τὸν ἄνθρωπο νὰ πηγαίνει. Ἔχει ἄλλως τε τόση δουλειὰ νὰ κάνῃ. Ἔλα μαζί μου. ( Τῆς τείνει τὸ χέρι. Ἐκείνη τοῦ τὸ πιάνει και ἀφοῦ χαιρερτήσει μὲ τὸ ἄλλο χέρι τὸν Ἄγνωστο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριά, καθῶς πηγαίνουν πρὸς τὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχαν ἔρθει, τῆς λέει): Αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ πῶ μπορεῖ νὰ ἀλλάξουν τὴν ζωή ὅλων μας…(Ἡ σκηνή ἄδεια) ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔτσι μπῆκα στῆς Φιλικῆς τὸ Μυστικὸ ποὺ μ’ ἄγγιξε ἴσαμε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κι ἔτσι ἄρχισε ὁ καυγὰς μὲ τὴν μάνα μου, τὴν Ζαχαράτη. (Ἐμφανίζεται ἡ Ζαχαράτη ποὺ περπατᾶ πάνω –κάτω, ὅλο νεῦρα , ὥσπου νὰ ἐμφανιστῇ ἡ Μαντῶ. ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Μπορεῖς νὰ μοῦ εἰπῇς , θυγατέρα, τί σοῦ χρειάζονται τόσα λεφτά; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: ( Ἥρεμα, μὰ ἀποφασιστικά) :Δικός μου λογαριασμός! ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Γιὰ ξαναπές το αὐτό! Τί λὲς ἐκεῖ! Μοῦ γυρεύεις τὴν προῖκα σου καὶ μοῦ λὲς πὼς δὲν θὰ μοῦ πεῖς τί τὴν θέλῃς; Ἄ, σὰν νὰ παραπῆραν ἀέρα τὰ μυαλά τῶν νέων τὸν 19ο αἰῶνα! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἄφησε ἥσυχους τοὺς ἄλλους νέους. Γιὰ τὴν προῖκας τὴν δική μου μιλᾶμε καὶ γιὰ τίποτε ἄλλο. ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Μήπως ἡ καρδιά σου χτυπᾶ γιὰ κανέναν… παρακατιανὸ καὶ θέλεις νὰ τὸν βοηθήσῃς νὰ καζαντήσῃ; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σύχασε ,μάνα, καὶ δὲν παντρεύομαι. ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Καὶ γιατί, παρακαλῶ ; Μὲ ἕνα παλικάρι τῆς σειρᾶς μας, γιατὶ ὄχι; Καὶ ἡ ἡλικία σου , καὶ ἡ προῖκα σου , καὶ ἡ θέση μας σοῦ τὸ ἐπιτρέπουν . ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν λέω γιὰ τὰ ἄλλα, μὰ ἡ Θέση μας… ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Τί ἔχει, κόρη, ἡ θέση μας; Ἄρχοντες εἴμαστε ἀπὸ τοὺς λίγους στὸ νησί! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Καὶ δοῦλοι στὴν θέληση κάθε Τούρκου! ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Ποῦ τὸν εἶδες ἐσὺ τὸν Τοῦρκο; Δόξα σοι ὁ Θεός, ἐδῶ μονάχα ὁ καδῆς ὑπάρχει κι αὐτὸς εἶναι σὰν νά… Μὰ στάσου, στάσου γιατὶ ἐσὺ θὰ μὲ
  • 48.
    ζουρλάνῃς. Ἀφοῦ ὅποιονκαὶ νὰ πάρῃς κι ἐκεῖνος σκλάβος θὰ ’ναι…Ἐκτὸς κι ἂν ἔβαλες μὲ τὸν νοῦ σου νὰ πάρῃς κανέναν… μαγαρισμένο, Θὲ μου φύλαγε! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Γιὰ αὐτὸ σοῦ λέω, μάνα, πὼς δὲν παντρεύομαι. Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ἕναν δοῦλο νὰ μὲ ἀγγίζῃ. ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Πάει , ἡ θυγατέρα μου βουρλίστηκε! Καὶ δὲν μοῦ λὲει ἡ χάρη σου τόσα χρόνια πῶς θὰ κρατιόταν τὸ γένος μας, ἂν οἱ γυναῖκες μας εἶχαν ὅλες τὰ μυαλὰ τὰ δικά σου; Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ πάψουμε νὰ φέρνουμε στὸν κόσμο παιδιά, ἐπειδὴ εἴμαστε δοῦλοι; Καὶ πὼς θὰ λευτερωνόμαστε μιὰ μέρα, δίχως τοὺς σκλάβους ποὺ νιώθουν στὸ πετσί τους τὴν σκλαβιὰ καὶ εἶναι γιὰ αὐτὸ ἔτοιμοι ὡς καὶ νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ τὴν τινάξουν ἀπὸ πάνω τους; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μ’ αὐτὰ ποὺ λὲς,μάνα, μὲ κάνεις καὶ σὲ καμαρώνω! Γιὰ αὐτὸ τώρα λέω, θὰ μοῦ δώσῃς τὰ φλουριά! ΖΑΧΑΡΑΤΗ: Μὲ τὰ δικά σου τὰ λόγια ὅμως ἐγὼ δὲν σὲ καμαρώνω καθόλου. Τί λῦσσα σ’ ἔπιασε νὰ τα ζητᾶς , ἀφοῦ ὅπως λὲς , δὲν θέλεις πρὸς ὥρας νὰ παντρευτῇς καὶ διώχνεις τόσα παλικάρια ποὺ σὲ γυρεύουν. Τί πρέπει νὰ κάνῃ ἕνας ἄντρας λοιπὸν γιὰ νὰ σὲ πείσῃ νὰ γίνῃς ταῖρι του; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Νὰ εἶναι λεύτερος! Κι ἄκουσε: Ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα νὰ παντρευτῶ, θὰ πάρω γιὰ ἄντρα μου αὐτὸν ποὺ θὰ σκοτώσῃ τοὺς περισσότερους Τούρκους καὶ θὰ στήσῃ μὲ τὰ κεφάλια τους τὸν πιὸ ψηλό πῦργο στην αὐλή μας. Μίλησα καὶ γνώμη δὲν ἀλλάζω! ( Κλείνει τὸ φῶς) . ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Μεγάλη μπουκιὰ φᾶε, μεγάλη κουβέντα μὴν πεῖς, λέει μιὰ παροιμία. Τὸ παλικάρι ποὺ ἀγάπησα πρῶτο δὲν ἔσφαξε Τούρκους γιὰ νὰ μοῦ στήσῃ πῦργο μὲ τὰ κεφάλια τους. Ξεψύχησε ἀπὸ σπαθὶ Τούρκου στην ἀγκαλιά μου. Μά, ἂς τὰ πάρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἠμουν στὴν Μύκονο γιὰ νὰ μπάσω στὴν Ἑταιρεία ἕναν προεστό της, ὅταν ἔμαθα γιὰ τὴν ὕπαρξή του. Μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὸ Παρίσι , ὅπου σπούδασε στὴν Σορβόνη. Ἄκουσε μαθήματα τοῦ Κοραῆ ,μὰ καὶ τοῦ Γρηγορίου Ζιλύκη. Ἔζησε ἀπὸ κοντά τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ μιλοῦσε στὸν κόσμο γιὰ Ἐλευθερία, Ἰσότητα, Ἀδερφότητα. Θέλησα νὰ τὸν γνωρίσω · μιλήσαμε · ἔνιωσα γιὰ κεῖνον ἕλξη ἀνίκητη. Ἦταν ὁ Λεύτερος ἄντρας ποὺ στὰ χέρια του θὰ ἔνιωθα λεύτερη κι ἐγώ. Τὸν κάλεσα νὰ ἔρθῃ στὴν Πάρο, νὰ δουλέψῃ ξωμάχος στὸ λιοτρίβι τοῦ μοναστηριοῦ, στὴν θέση τοῦ Ἀγνώστου ἐκείνου ποὺ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ μπῶ στὴν Ἑταιρεία. Ἦρθε! Κάναμε μαζὶ πολλὰ σχέδια. Τὸν ἔλεγαν Μπλάκαρη. Ὑάκινθο Μπλάκαρη! ( φεύγει ἀπὸ τὴν σκηνή, γιὰ νὰ ἐμφανιστῇ μαζί μὲ τὸν Μπλάκαρη καὶ νὰ συνεχίσουν μιὰ συζήτηση ποὺ εἶχαν ἀρχίσει .)
  • 49.
    ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σαράντα χρόνιαμετὰ τὴν ἅλωση οἱ ῥαγιάδες ἄκουσαν μ’ ἀνατριχίλα στὰ βουνά, στὰ πανηγύρια, στὰ χωριά, ἕνα τραγούδι πρωτόφαντο. Δόξαζε τὸν πρῶτον Ἔλληνα κλέφτη ποὺ ’πεσε μὲ τ’ ἄρματα στὸ χέρι σὲ μάχη μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν ὥρα κιόλας ποὺ οἱ διάδοχοι τοῦ πορθητῆ ἀνέβαιναν στὸν θρόνο τῶν σουλτάνων, ἄρχιζε στὴν Ἑλλάδα κάτι μοναδικὸ σ’ ὁλάκερο τὸν κόσμο. Γένος σκλαβωμένο μπόρεσε νὰ πλάσῃ στὸ ἴδιο τὸ κράτος τοῦ κατακτητῆ δική του στρατιωτικὴ τάξη καὶ νὰ τὴν ἐπιβάλῃ στὸν κυρίαρχο. Τοὺς Κλέφτες κι ἀρματωλούς , ποὺ βγῆκαν ἀπ’ τὰ σπλάχνα τῶν Κλεφτῶν. ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Πῶς τὸ κάνεις αὐτό; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πῶς κάνω ποιό; ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Αὐτό… ποὺ σκλαβώνεις τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια σου. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σκλαβώσω κανέναν. Μισῶ τὴν σκλαβιὰ ὅσο τίποτε! Νὰ λευτερώσω τὸν τόπο μου ἀπὸ τὴν δουλεία , αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος πόθος μου. ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ:Ἔχω γνωρίσει τόσους ἀνθρώπους, ἔχω μιλήσει μὲ τόσον κόσμο, μὰ γυναῖκα σὰν ἐσένα δὲν συνάντησα ποτέ! Εἶσαι στιβαρὴ σὰν ἀρχαῖα Θεὰ ,γλυκειὰ σὰν ὁπτασία, καθένας θὰ ποθοῦσε νὰ σὲ ἔχει στὸ πλάι του κι ἐσὺ, ἀντὶ νὰ σκέφτεσαι τὶς χαρὲς τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας… ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Τί σ’ ὠφελεῖ κι ἂν ζήσῃς καὶ εἶσαι στὴν σκλαβιά; Στοχάσου πὼς σὲ ψήνουν κάθε ὥρα στὴν φωτιά. ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ὡραῖα ποὺ ἀπαγγέλεις… ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σ’ ἀρέσει; Ἄκου κι αὐτὸ λοιπόν: «Ὡραία Ἑλλάδα, ἔρημο στοιχειὸ μιᾶς δόξας ποὔχει σβήσει. Νεκρή, κι ὅμως ἀθάνατη, πεσμένη , μὰ τρανή, Τὰ σκορπισμένα σου παιδιὰ ποιὸς τώρα θὰ ὁδηγήσει; Ποιὸς θὰ συντρίψῃ τὴν σκλαβιὰ ποὺ αἰώνια ἔχει γινεῖ»; ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Μαντῶ Μαυρογένους, θέλεις νὰ γίνῃς γυναῖκα μου; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ὄχι, Ὑάκινθε Μπλάκαρη. ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Πάει νὰ πῇ δὲν μ’ἀγαπᾶς;
  • 50.
    ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πάεινὰ πῇ σ’ ἀγαπῶ πάρα πολὺ γιὰ νὰ σὲ νιώθω πλάι μου σκλάβο. Νὰ λευτερωθοῦμε μὲ τὸ καλὸ καὶ τὸ πρῶτο ποὺ θὰ κάνω εἶναι νὰ γίνω γυναῖκα σου. ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ὥσπου νὰ ἔρθῃ ἐκείνη ἡ ὥρα… ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ζυγώνει, ἀγαπημένε μου! Ἕλα μαζί μου ἀμέσως. Ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ μάθεις γιατὶ σὲ κάλεσα κοντά μου… ( φεύγουν) ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Κείνη τὴν ἡμέρα τὸν μύησα στὸ Μυστικό! Καὶ λίγον καιρὸ ἀργότερα τὸν ἔστειλα στὴν Κέρκυρα, νὰ μιλήσῃ στὸν Καποδίστρια ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ νὰ μᾶς φέρῃ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν Ἐπανάσταση ποὺ σκεφτόμασταν νὰ κινήσουμε. Ὅσα μᾶς εἶπε μᾶς κόψαν τὰ φτερά, δίχως ὅμως καὶ νὰ μᾶς ἀπελπίσουν ἐντελῶς . ( φεύγει καὶ ἐμφανίζεται μαζὶ μὲ τὸν παπα-Μαῦρο καὶ τὸν Μπλάκαρη. ) ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: «Ὁ Τσάρος δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση νὰ τραβήξῃ τὸ σπαθὶ κατὰ τῆς Τουρκιᾶς, οὔτε νὰ ταράξῃ τὶς σχέσεις του μὲ τὴν Ἀγγλία. Πιστεύει τὸν ἐαυτό του εὐτυχισμένο ποὔδωσε τὴν εἰρήνη στὴν Εὐρώπη καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν διατηρῇ. Ὅ, τι μπορεῖ νὰ γίνῃ γιὰ σᾶς χωρὶς πολεμικὲς περιπέτειες θὰ γίνῃ. Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ ὅμως, οὐδὲν. Χρέος σας νὰ κάμετε μεγάλην ὑπομονὴν , νὰ δώσετε στὰ παιδιά σας καλὴ ἐθνικὴν ἀνατροφὴ , ἀφήνοντας τὰ ἄλλα στὸν καιρὸ καὶ στὴν θεία πρόνοια». ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Περιμέναμε νὰ μᾶς ἀπαλύνῃ τοὺς καημούς μας κι αὐτὸς μᾶς λέει νὰ ὑπομείνουμε. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ὡς πότε ὅμως; Ξέρει ὁ κόμης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε μοναχὰ μὲ τὴν ὑπομονή; Πὼς τὸ Γένος χρειάζεται καὶ τὴν Ἐλπίδα; Αὐτὴν ποιὸς εἶναι ἄξιος νὰ μᾶς τὴν προσφέρῃ; Νὰ δοῦμε λίγο φῶς καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι μας θυσία. ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Τί νὰ σοῦ κάνῃ κι ὁ Κόμης; Πολιτικὸς εἶναι. Ἡ μοίρα τοῦ πολιτικοῦ εἶναι νὰ πείθῃ τοὺς λαοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τὶς προσταγὲς τῶν ἰσχυρῶν ἀφεντάδων τους καὶ νὰ κάνουν τὰ κέφια τους δίχως νὰ βαρυγκομοῦν. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Χρέος ὅμως τῶν λαῶν εἶναι νὰ γνωρίζουν τὸ παιχνίδι αὐτὸ καὶ νὰ μάχονται γιὰ τὴν ἀνατροπή του. ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Γιὰ τοῦτο κι ἕνας Σουλιώτης τοῦ ’πε τὰ λόγια ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ ποὺ σ’ ὅλους μας ἔκαναν μεγάλην ἐντύπωσιν: «Ἀφόντας ἔπεσε τὸ Σοῦλι, ἡ Πάργα καὶ τὰ Ἑφτάνησα ἦταν τὰ μοναχά μας ἀποκούμπια. Σήμερα τὴν Πάργα τὴν πούλησαν οἱ Ἄγγλοι, ποὺ ὁ Τσάρος δὲν θέλει νὰ τοὺς στεναχωρήσῃ, στὸν
  • 51.
    Ἀλή. Καὶ τὰἙφτάνησα οἱ ἴδιο μᾶς τὰ ’χουν κλεισμένα. Μάθε τὸ λοιπόν, πρίγκηπα πὼς, ἂν κι ἡ Ῥουσία μᾶς ἀφήνῃ, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ χαθοῦμε. Ἀφοῦ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Εὐρώπης μᾶς ἀφήνουν στοῦ Τούρκου τὸ ἔλεος, ἐμεῖς θὰ βγοῦμε στὸ κλαρί. Θὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους μονάχοι τὴν σημαία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἐλευθερίας. Κι ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ λευτερωθοῦμε, θὰ πεθάνουμε παλικαρίσια σὰν τοὺς πατέρες μας. Καὶ τὸ κρίμα στὸν λαιμό τους». ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Νὰ ζήσῃ τὸ παλικάρι, εὖγε του! ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ἐχω ὅμως κι ἄλλα νέα νὰ σᾶς πῶ. Συναντήθηκα μὲ τὸν Μπότσαρη, τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Ἀναγνωσταρά. Ὅλοι πιστεύουν πὼς ἡ Ἐλευθερία τοῦ γένους δὲν εἶναι χίμαιρα. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε ἐνωμένοι καὶ μὲ θέληση. Καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὴν ἔκπληξή μου, ὅταν εἶδα τὸν ἀδερφὸ τοῦ Κόμητος, τὸν Βιάρο, νὰ μὲ καλῇ μὲ τὰ σημεῖα τῆς Ἑταιρείας! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Σοβαρά; Δόξα σοι ὁ Θεός! ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Ὁ δὲ Κόμης εἶπε καὶ κάτι σημαδιακό. Στὸ γεῦμα τῆς Άναστάσεως, πλησίασε τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ ψιθύρισε: «Ἐφέτος κάνομε Πάσχα ἐδῶ εἰς τοὺς Κορφούς. Καὶ τοῦ χρόνου εἰς τὴν πατρίδα σου, τὸν Μοριά». ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου! ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔφτασε λοιπὸν ἡ μεγάλη μέρα. Τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τὸ ἔφερε ἀπὸ τὸ λίμάνι ὁ παπα-Μαῦρος, ὁ Θεῖος μου. (φεύγει · τὴν βλέπουμε νὰ κάθεται διαβάζοντας ἕνα βιβλίο, ἐνῶ μπαίνει ὅλο ἔνταση ὁ παπα-Μαῦρος). ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Μαντῶ, Μαντῶ! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ(άφήνει τὸ βιβλίο στὴν ἄκρη) Τί ἔτρεξε, θεῖε; ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Εὐλογημένη ἡ ὥρα , κόρη μου! Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ θεοῦ ξεκινήσαμε. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μίλα ξεκάθαρα, τί συνέβη; ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Ἦρθε καράβι ὑδραίικο. Βρόντηξε τὸ τουφέκι! Παπαφλέσσας καὶ Κολοκοτρώνης μὲ τὸν Πετρόμπεη ἀρχηγὸ μπῆκαν στὴν Καλαμάτα. Οἱ Σπέτσες κι ἡ Ὕδρα στὸ πόδι! Ἔσκασα τὸ μουλάρι γιὰ νὰ στὰ προφτάσω πρῶτος. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Καὶ τώρα ἡ σειρά μας ! ( Ξεκρεμάει ἀπὸ τὸν τοῖχο ἕνα σπαθί) Βλέπεις τοῦτο τὸ σπαθί, θεῖε μου; Εἶναι τοῦ Αὐτοκράτορα.
  • 52.
    ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Ἐννοεῖς τοῦ… ΜΑΝΤΩΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ναι, τοῦ Παλαιολόγου, τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ. Καιρὸς νὰ βγῇ ἀπ’τὴν θήκη του, νὰ πιάσῃ δουλειά. ( Τὸ ζώνεται) ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Τί κάνεις αὐτοῦ; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Τὸ χρέος μου πρὸς τὴν πατρίδα! ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔφυγα ἀμέσως γιὰ τὴν Μύκονο μὲ τὸν Μπλάκαρη. Συγκάλεσα σύναξη τῶν προεστῶν στὸ πατρικό μου σπίτι. Ἐκεῖ κονταροχτυπήθηκα καὶ μὲ τὴν μάνα μου. (Καθῶς λέει αὐτὰ, ἡ σκηνὴ γεμίζει Μυκονιᾶτες . Ἡ Ζαχαράτη στέκει στὴν μέση ἀνταριασμένη. Ἡ Μαντῶ μπαίνει ) ΖΑΧΑΡΑΤΗ :Δὲν σᾶς τὸ ’λεγα , προεστοί; Ἡ θυγατέρα μου ἐβουρλίστηκε! Σᾶς κάλεσε ἐδῶ γιὰ νὰ σᾶς γεμίσῃ τὸ κεφάλι φούμαρα. Πὼς τάχατες τὸ γένος ἐπαναστάτησε καὶ ζητᾶ τὴν λευτεριά του. Λόγια, ὡραῖα λόγια. Πῶς ,μωρὲ, γίνονται οἱ ἐπαναστάσεις; Πῶς πετυχαίνουν; Πιάσαν στὸν Μοριά στὸν ὕπνο τοὺς Τουρκαλᾶδες καὶ νομίζετε πὼς τὸ Ντοβλέτι θὰ καθίσῃ μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα; Δὲν θὰ χτυπήσῃ τοὺς ἐπαναστάτες ἀλύπητα; Κι ἄν πᾶμε μαζί τους, δὲν θὰ μᾶς περιμένῃ ἡ ἴδια μοῖρα; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ:Ἀκούσατε τὴν μητέρα μου, γέροντες. Καιρὸς νὰ ἀκούσετε κι ἐμένα. ΖΑΧΑΡΑΤΗ : Ἐσὺ εἶσαι ζουρλή! Κι ἀλόίμονό τους , ἀν δώσουν πίστη στὰ λόγια σου! (Φεύγει ὅλο θυμό.) ΠΑΠΑ-ΜΑΥΡΟΣ: Μὴν τὴν ξεσυνερίζεστε. Εἶναι ὁ χαμὸς τοῦ ἄντρα της, τοῦ Νικόλα Μαυρογένη ποὺ τῆς γεμίζει τρόμο τὴν καρδιά καὶ σκοτεινιάζει τὸν νοῦ της. Ἀκοῦστε τὴν Μαντῶ. Καὶ δῶστε βάση στὰ λόγια της. ΚΑΜΠΑΝΗΣ Μὰ ,παπά μου, μήπως ἔχει ἄδικο ἡ ἀρχόντισσα; Ἕνα ὑδραίικο καράβι λέτε πὼς ἔφερε τὴν εἴδηση τοῦ σηκωμοῦ. Ὅπως καὶ τότε, στὰ Ὀρλωφικά, θυμᾶστε; Καὶ τί γίνηκε κατόπι; Μᾶς πουλήσανε. Βγάλαν τὴν οὐρά τους ἀπ’ ἔξω , ζήτησαν συγχώρεση ἀπ’ τοὺς Τουρκαλάδες καὶ ἔριξαν ὅλο τὸ φταίξιμο πάνω μας. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Κι ἔτσι νὰ ’ναι, γέροντες, ποιὸς σᾶς λέει πὼς ἐπειδὴ ἔγινε μιὰ φορὰ κάτι στραβό, θὰ γίνεται τὸ ἴδιο πάντα; Ἐγὼ ξέρω πὼς τούτη τὴν φορὰ ὑπάρχει ὀργάνωση , θέληση κοινὴ ἀπὸ θαλασσινοὺς καὶ στεριανοὺς, πὼς ὅλοι μαζὶ κινᾶμε. Ἔρχονται αὔριο ἐδῶ οἱ Ὑδραῖοι μὲ τὸν Τομπάζη καὶ σᾶς ζητοῦν
  • 53.
    νὰ μπεῖτε στὸνἀγῶνα. Τί θὰ τοὺς πεῖτε; Αὐτὰ ποὺ μοῦ λέτε τώρα γιὰ τὰ περασμένα τους λάθη; ΒΑΛΕΤΑΣ: Ἐσὺ ἤσουνα μικρὴ, κερά, δὲν τὰ θυμᾶσαι. Οἱ Ὑδραῖοι εἶναι σὰν τὶς ἀλεποῦδες πονηροί. Πρὶν ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν Ὀρλώφ, τί πὰ νὰ πῇ Τοῦρκος δὲν ἠξέραμε. Μὰ οἱ Ὑδραῖοι μᾶς βάλαν στὰ αἵματα κι ἀφοῦ τὸ ντοβλέτι μᾶς ἔπεμψε καδῆ καὶ βοϊβόντα, μᾶς περγελοῦσαν. Ἄτιμη φάρα ὑδραίικη, δὲν πρέπει νὰ ξαναπέσουμε στὰ νύχια της. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Καὶ θὰ ἀφήσουμε τὰ ἀδέρφια μας νὰ πολεμᾶν τὸν Τοῦρκο μοναχά τους; Κι ἡ λευτεριά μωρέ; Πῶς θὰ ζητήσουμε τὴν λευτεριά, σὰν κάτσουμε σὰν κότες στὴν άντάρα; ΧΑΤΖΗ-ΜΠΑΤΗΣ: Βαρὺ λόγο μᾶς λές, ἀρχοντοπούλα. Κι ὕστερα ἐσὺ τί ἔχασες ὡς σήμερα ἀπὸ τὴν σκλαβιά, ἤ τί μπορεῖς νὰ δώσῃς στὸν ἀγῶνα; ΜΠΛΑΚΑΡΗΣ: Πῶς τολμᾶτε νὰ ῥωτᾶτε τέτοια πράγματα; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἄφησε, Ὑάκινθε, θὰ ἀπαντήσω. Ἔχασα τὸν πατέρα μου,Χατζη-Μπατή! Καὶ στὸν ἀγῶνα δίνω ὅλη μου τὴν προίκα. Νὰ την , ἐδῶ Μπροστά σας. Πᾶρτε την. Ἤ , ἂν δὲν τὴ θέτε, ἀρματώνω μὲ αὐτὴν καράβια, πληρώνω καὶ τοὺς ναῦτες καὶ ξεκινῶ μονάχη μου. Κι ὅσο γιὰ σᾶς, καθῆστε ἐδῶ , μονάχοι σας, σὰν θέτε. Μὰ τὴν μοίρα τοῦ νησιοῦ θὰ τὴν ὁρίσουμε οἱ ἀποφασισμένοι, κι ὄχι οἱ «φρόνιμοι» καὶ τὰ μυαλὰ τὰ γερασμένα! Ἦρθε ὁ καιρὸς γιὰ τ’ ἄρματα. Ὅσοι μὲ ἐμπιστεύονται, νὰ ἔρθουν νὰ πάρουν ὅπλα , νὰ ὁργανώσουμε ἄμυνα, γιατὶ ἡ μάνα μου σὲ ἕνα μονάχα ἀπὸ ὅσα εἶπε ἔχει δίκιο. Πὼς οἱ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἀφήσουν τοῦτο τὸ κίνημα ἀναπάντητο. Ἂς μὴν τοὺς κάνουμε τὴν χάρη νὰ μᾶς βροῦν ἀπροετοίμαστους. (Βγάζει τὸ σπαθὶ ποὺ ἔχει ζωστεῖ) Ξέρετε, γέροντες τί γράφει τοῦτο τὸ σπαθί; Ξέρετε τίνος ἦταν; (Τὸ σηκώνει ψηλὰ καὶ διαβάζει): «Δίκασον,Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντας με , βασιλεῦ τῶν Βασιλευόντων». Λόγια ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν χειμαζόμενο λαό του. Σ’ αὐτὸ τὸ σπαθὶ σᾶς ξορκίζω νὰ ἀγωνιστοῦμε ὅλοι μαζί γιὰ ὅσους τόσους αἰῶνες ποθοῦσαν ,μὰ δὲν ἀξιώθηκαν τὴν Λευτεριά. Αὐτὴν ἀξίζει νὰ ἀφήσουμε κληρονομιά στὰ παιδιά μας, εἰδάλως νὰ πεθάνουμε πολεμῶντας τὸν ἐχθρὸ . Λοιπὸν , γέροντες, τώρα ποὺ μὲ ἀκούσατε, ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη σας; ΑΠΑΝΤΕΣ :Ἐλευθερία ἤ Θάνατος! ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔτσι μπῆκε ἡ Μύκονος στὸν ἀγῶνα μὲ ἕξι καράβια. Δύο ἀπὸ μένα κι ἄλλα τέσσερα ἀπὸ τὸ Κοινὸ τῶν νησιωτῶν. Προορισμός μας ἡ Εὔβοια. Καὶ μέσα στὰ πολεμικά μας σχέδια ἦρθε καὶ ἕνα
  • 54.
    προξενιό. Φυσικά δὲνδέχτηκα τὸν γαμπρό · τὸν πῆρε ὅμως ἡ ἀδερφή μου ἡ Εἰρήνη καὶ ἡσύχασα ἀπὸ δαῦτον. Ἡ ἔγνοια μου τώρα ἦταν στὸν Μπλάκαρη , ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ τὴν Μύκονο καὶ νὰ πάῃ νὰ πολεμήσῃ. Ἔλεγε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ μὲ ἀποχωριστῇ, πὼς ἔπρεπε νὰ ὁργανώσῃ τοῦ νησιοῦ τὴν ἄμυνα, κι ὅλα αὐτὰ κρύωναν τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀγάπη μου. Ὥσπου λάβαμε ἕνα γράμμα μὲ μιὰ τοῦφα ἀπὸ τὰ μαλιά μου ποὺ μοῦ ’χε ζητήσει ἕνας νέος στὴν Βιένη,πρὶν πάει νὰ καταταγῇ στὸν Ἱερὸ Λόχο τοῦ Ὑψηλάντη. Ὁ νέος ἔπεσε ἡρωικὰ στὸ Δραγατσάνι καὶ τελευταία ἐπιθυμία του ἦταν νὰ λάβω πίσω τὴν τοῦφα ποὺ τοῦ εἶχα χαρίσει γιὰ νὰ δῶ πὼς τίμησε τὴν ὑπόσχεση ποὺ κάποτε μοῦ ἔδωσε νὰ δώσῃ καὶ τὴν ζωή του στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα προκειμένου ἔτσι νὰ κερδίσῃ τὴν ἐκτίμησή μου. Τί κάνει κανεῖς , ὅταν ἐρωτευτεῖ… Γιατὶ ὁ νέος αὐτὸς μοῦ εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ τὴν ἀγάπη του. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ κεῖνον, δὲν μποροῦσα νὰ νιώσω τὸ παραμικρό γιὰ κάποιον ποὺ ἦταν , σὰν κι ἐμένα ,δοῦλος. Πέθανε λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποδείξῃ πὼς ἄξιζε τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ εἶχα ἀρνηθεῖ. Κι ὁ Μπλάκαρης, σὰν ἔμαθε τὸ γεγονός,χάθηκε καὶ δὲν τὸν ξαναεἶδα ,παρά… Μὰ τώρα φτάνουμε στὸ 1822 καὶ πρέπει νὰ μάθετε γιὰ τὸ νησί μου ποὺ κινδυνεύει! (φεύγει. Τὴν βλέπουμε νὰ ἀγναντεύει μακριά καὶ νὰ καλῇ τοὺς Μυκονιάτες στὰ ὅπλα). ΜΑΝΤΩ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΣΤΟΙ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ :Ἐμπρός, ἀδέρφια μου! Σήμερα εἶναι ὁ ἀγῶνας γιὰ ὅλα. Ὁ τύραννος ἔρχεται νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιατὶ θέλουμε νὰ ζήσουμε ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι. Μὰ θὰ τοῦ δείξουμε ὅτι δὲν φοβόμαστε οὔτε τὰ πυροβόλα, οὔτε τὰ ἄρματά του. Δὲν θὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ βεβηλώσῃ τὰ ἱερά μας χώματα , νὰ ἀτιμάσῃ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια τοῦ τόπου μας, μὰ θὰ τοῦ δείξουμε πὼς ξέρουμε νὰ ὑπερασπιζόμαστε ὅ, τι καὶ ὅσους ἀγαπᾶμε. Ἂν ξεμπαρκάρουν οἱ ἄπιστοι, θὰ προσμένετε τὸ σινιάλο μου νὰ πάρετε πρῶτα τὸ δεξιὸ πλευρό τους καὶ κατόπιν τὶς πλάτες τους , νὰ τοὺς κόψετε τὸν δρόμο πρὸς τὴν θάλασσα καὶ πρὸς τὰ πλοῖα. Κανεῖς δὲν θὰ κάνῃ τὸ παραμικρὸ, χωρὶς νὰ δώσω ἐγὼ σημεῖο. ΜΥΚΟΝΙΑΤΕΣ: Ἔννοια σου, Καπετάνισσα. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Ὅλοι στὶς θέσεις μας, λοιπόν! ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ :Κυρά, κατεβάζουν τὶς βάρκες! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Μὴ φοβᾶστε καὶ κανένας τους δὲν θὰ γυρίσῃ ξανὰ στὰ πλοῖα τους. Δὲν θὰ ῥίξῃ κανεῖς , ἂν δὲν φτάσουν σὲ βολὴ τουφεκιοῦ. (Τραβῶντας τὸ σπαθί της) Στὸ ὄνομα τοῦ Σταυροῦ, φωτιὰ στοὺς Ἀγαρηνούς! (ῥίχνουν τὴν πρώτη ὁμοβροντία). Ἀπάνω στὰ σκυλιά! ( ἀνεμίζοντας τὸ σπαθὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της) Ἀπάνω τους μὲ τὰ σπαθιά!
  • 55.
    ΑΠΑΝΤΕΣ ( τρέχονταςἔξω ἀπὸ τὴν σκηνή): Ἀπάνω τους! ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ: Ἔτσι σώθηκε τὸ νησί! Κι ἀπὸ τότε οἱ Μυκονιάτες σὲ κάθε χαρά, τραγουδοῦσαν τὸ ἴδιο τραγοῦδι. ( Ἀκούγεται τὸ τραγούδι τῆς Μαντοῦς) Κάνει φτερὰ στὸν πόλεμο Γιὰ τῆς Μαντῶς τὴν χάρη Καὶ τῆς Πατρίδος τὴν τιμὴ Κάθε ἄξιο παλικάρι! Ἔπειτα φύγαμε γιὰ τὴν Ἔγριππο, τὸ μεγάλο νησὶ ἀπέναντι ἀπ’ τὴ Ῥούμελη. Μὲ ὁρμητήριο τὰ Βρυσάκια καὶ καπετάνιο τὸν Ἀγγελῆ Γοβγίνα πού ’χε κλειστεῖ στὴν Γραβιὰ μὲ τὸν Ἀνδροῦτσο, οἱ Ἕλληνες πολιορκοῦσαν τὴν Χαλκίδα. Μὰ κι ὁ δεσπότης Νεόφυτος εἶχε σηκώσει μπαϊράκι στὴν Κάρυστο. Κοντά του ὁ Κριεζώτης, ὁ Βάσσος, ὁ Κυριακούλης κι ὁ Ἡλίας Μαυρομιχάλης ποὺ βάλανε ἀρχηγό κι ἔπεσε στὴν μάχη μὲ τὸν Ὀμέρ-μπεη στὰ Στύρα. Ἔπεισα κι ἐγὼ τοὺς Κυκλαδίτες, νίκησα τοὺς δισταγμοὺς τοῦ παπα-Μαύρου ποὺ μὲ ἤθελε στὴν Μύκονο νὰ τὴν φυλάω κι ἔφυγα μὲ χίλια παλικάρια γιὰ τῆς Εὔβοιας τὸ νησί, νὰ πολιορκήσω ἀπὸ τὴν θάλασσα τὴν Κάρυστο, ὅπως ἡ Μπουμπουλίνα τὸν ἴδιο καιρό πολιορκοῦσε τὸ Ναύπλιο. Παρὰ λίγο καὶ θὰ τὴν παίρναμε, ἂν δὲν ἐρχόταν νὰ σβήσῃ τὴν ἐπανάσταση ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη ὁ Σελίμ-πασάς. Ἀφήσαμε τὴν Ἔγριππο καὶ τὰ κάστρα της στοὺς Τοὺρκους καὶ βγήκαμε στὸν Ἁρμυρό νὰ βοηθήσουμε τὸν Καρατάσο νὰ τὸν χτυπήσῃ. Πιάσαμε τὰ περάσματα τοῦ Πηλίου κι ἀρχίσαμε μανιασμένη μάχη μὲ τοὺς ἄπιστους. Σὰν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι νὰ λυγίσουν κάπως τὴν ἀντίστασή μας καὶ νὰ μποῦν στὰ στενά, τοὺς ἀφήσαμε νὰ χωθοῦν γιὰ τὰ καλά στὰ μεγάλα γυρίσματά τους, τοὺς πήραμε ἔπειτα τὶς πλάτες καὶ τοὺς λιανίσαμε. Μὲ λίγα ψυχωμένα παλικάρια μου φτάσαμε στὰ τσαντήρια τοῦ άρχηγοῦ τους. Τὸν χτύπησα καὶ τὸν εἶδα νὰ πέφτει. Τότε ὅμως ὁ ὑπαρχηγὸς του Ἰσμαὴλ Πότας ὁρμᾶ μὲ τὸ σπαθὶ γυμνὸ νὰ μοῦ πάρῃ τὸ κεφάλι. Δὲν τὸ ’νιωσα πῶς ἕνα κορμί βρέθηκε ἀνάμεσα στὴν κόψη καὶ σὲ ἐμένα. Εἶδα μονάχα τὸν Μπλάκαρη, τὸν Ὑάκινθό μου ποὺ πίστευα δειλό, νὰ δέχεται κατάστηθα τὸ χτύπημα καὶ νὰ γεμίζῃ μὲ τὸ αἷμα του τὰ χέρια κὰι τὴν ἀγκαλιά μου.Εἶπα τότε πὼς ἡ ζωή μου τέλειωσε τὴν στιγμή ἐκείνη. Κι ἔτσι θὰ γινόταν, ἂν δὲν ἐρχόταν στὸ διάβα μου ὁ Πρίγκιπας! Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης. ( Φεύγει. (Βλέπουμε τὸ κάστρο τοῦ Ἄργους . Μπαίνει ἡ Μαντῶ συνοδευόμενη ἀπὸ πολλοὺς στρατιῶτες.)
  • 56.
    ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Γιατὶ ἀρνεῖστενὰ μὲ ὁδηγήσετε στὸν Πρίγκιπα Ὑψηλάντη; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Κοιμᾶται. ( Οἱ ἄλλοι γελοῦν) ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ( Ἐκνευρισμένη) : Ξυπνῆστε τον ἀμέσως! (Βγαίνει ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ὁ Πρίγκηψ Ὑψηλάντης εἶμαι ἐγώ. Ποιὸς μὲ ζητεῖ; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἐγὼ! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Καὶ τί θέλετε ἀπὸ ἐμένα; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἦρθα μὲ τὰ παλικάρια μου νὰ πολεμήσουμε καὶ νὰ ἀποθάνουμε μαζί σας. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ἡμεῖς πολεμοῦμε ἐδῶ, μὰ δὲν ἤρθαμε διὰ νὰ ἀποθάνουμε. Ἦλθαμε νὰ δώσουμε τὸν θάνατο στοὺς ἀγαρηνούς. Καὶ ἂν ἠθέλαμεν ὅμως νὰ ἀποθάνομε, δὲν θὰ ἐκρατούσαμεν ἐδῶ, πλησίον μας, γυναίκας. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Πιστεύω , πρίγκηψ, νὰ ἔχετε ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἀδερφό σας γιὰ ἐμένα. ( Μὲ ἀργή, περήφανη φωνή) Εἷμαι ἡ Μαντῶ Μαυρογένους! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ἡ χαρά μου εἶναι μεγίστη νὰ γνωρίζω τὴν ανεψιὰ τοῦ ὀσποδάρου τῆς Βλαχίας και θυγατέρα τοῦ πρωτοσπαθαρίου τῆς αὐλῆς. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ φιλοφρονήσεις , πρίγκηψ! Γνωρίζω τὴν κρισιμότητα τῆς καταστάσεως. Μὲ τὸν Δράμαλη στὸν Μοριᾶ καὶ τὴν Κυβέρνηση στὰ καράβια, σώζοντας μονάχα τὰ ἀρχεῖα. Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ κεφαλές τοῦ τόπου ἐγκατέλειψαν τὸν λαὸ στὴν μοίρα του, δὲν ἀπομένει σὲ αὐτὸν ἄλλος δρόμος παρὰ μονάχος νὰ ὑπερασπιστῇ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία του. Γιὰ αὐτὸ εἶμαι ἐδῶ! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Καὶ περάσατε ἡμέρα τὸν κάμπο τοῦ Ἄργους, δεσποσύνη; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἡμέρα! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Τοῦτο ἀποτελεῖ ἕνα μικρὸ στρατιωτικὸ κατόρθωμα… ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ βρίσκομαι ἔναντι τῶν ἀπίστων , πρίγκηψ!
  • 57.
    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Τιμήμου νὰ συμπολεμήσω μὲ τὴν γεναιότητά σας. Περάστε νὰ ξεκουραστεῖτε ὥσπου νὰ ἀρχίσει ἡ μάχη , δεσποσύνη. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Εὐχαριστῶ! ( Φεύγουν ὅλοι) ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣ ΨΥΧΗ : Ἀπὸ τότε πολεμήσαμε πολλὲς φορὲς πλάι-πλάι. Μιλούσαμε γιὰ πολλά. Γιὰ τὴ διχόνοια ἀγωνιστῶν καὶ κοτζαμπάσηδων, γιὰ τὴν νοοτροπία μερικῶν ποὺ πιστεύοντας πὼς «ὅποιος ζημιώνει τὸ ἔθνος, κανέναν δὲν ζημιώνει» ἔκαναν μὲ τὸ ἔτσι θέλω δικά τους τὰ λάφυρα τοῦ ἀγῶνα δυσκολεύοντας τὴν κοινή προσπάθεια, γιὰ τὸ ἄσκοπο ξόδεμα τῶν πολύτιμων πυρομαχικῶν ἀπὸ στρατιῶτες ποὺ δὲν ἔχαναν εὐκαιρία νὰ πυροβολοῦν στὸν ἀέρα γιὰ νὰ γιορτάζουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο κάθε νίκη… Ἔνιωθα πὼς σιγὰ-σιγὰ ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ πάλεται ξανά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκανε τὴν ζωὴ νὰ ἀνθίσῃ ξανά μέσα μου. Κι ἐκεῖνος μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὴν ἔγνοια του γιὰ ἐμένα. Ἀποφασίσαμε νὰ ἐνώσουμε τὶς ζωές μας. Μὰ πρῶτα μᾶς περίμεναν πολλά. Ἐκεῖνος κινοῦσε γιὰ τὰ Δερβενάκια νὰ ἀντιμετωπίσῃ μὲ τὸν στρατὸ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸν Δράμαλη,κι ἐγὼ ἔφευγα μὲ προτροπὴ δική του γιὰ τὴν Μύκονο, προκειμένου νὰ στείλω ἀπὸ ἐκεῖ γράμματα σὲ ὅλες τὶς Εὐρωπαῖες καὶ νὰ τὶς ἐνημερώσω γιὰ τὸν ἀγῶνα καὶ τὰ δίκαιά μας. Εὐτυχῶς ποὺ βρέθηκα κεῖνες τὶς μέρες στὸν τόπο μου. Κινδυνέψαμε ἀπὸ τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ μπόρεσα πάω κρυφά στὴν Τῆνο καὶ νὰ ζητήσω βοήθεια. Ἔτσι σωθήκαμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ τελικὰ οἱ Κυκλάδες ἔγιναν κομμάτι τοῦ πρώτου λεύτερου κράτους ποὺ ἐδέησαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ δημιουργήσουμε. Γιατὶ μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἰμπραήμ στὸν Μοριᾶ κινδυνέψαμε νὰ τιναχτοῦν ὅλα στὸν ἀέρα ,νὰ χαθοῦν γιὰ πάντα , ὅπως χάθηκε ἡ περιουσία μου κι ὁ ἔρωτας μας μὲ τὸν Ὑψηλάντη. Πέσαμε κι ἐμεῖς θύματα τῶν πολιτικῶν ποὺ , δίχως οὔτε μιὰ μάχη κατὰ τῶν Τούρκων νὰ δώσουν, θρονιάστηκαν στὶς ὑπουργικὲς καρέκλες καὶ κυβέρνησαν τὸν τόπο γεμίζοντας τὸ κεμέρι τους καὶ ῥίχνοντας τὸν κοσμάκη στὴν δυστυχία. Τὰ λέω γιατὶ ὁ πρώην γιατρὸς τοῦ Μουχτάρ, γιοῦ τοῦ Ἀλή πασά, ὁ Κωλέττης, ἔγινε πρωθυπουργὸς στὴν χώρα ποὺ λευτερώθηκε καὶ μὲ τοὺς κόπους τοὺς δικοὺς μου καὶ τοῦ Ὑψηλάντη · αὐτὸς λοιπὸν βάλθηκε καὶ στὸ τέλος κατάφερε νὰ μᾶς χωρίσῃ. Τὴν δυστυχία μου ἀπάλυνε κάπως ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὶς ὀρφανὲς καὶ βασανισμένες κοπέλες ποὺ βρέθηκαν στὴν Αἴγινα. Μὲ κάλεσε θυμᾶμαι στὸ γραφεῖο του ὁ Κυβερνήτης…( Καθῶς τὰ λέει αὐτά, βλέπουμε νὰ δημιουργεῖται στὴν σκηνὴ τὸ γραφεῖο τοῦ Καποδίστρια και τὸν ἴδιο νὰ παίρνει θέση πίσω ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ ἐργάζεται) ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ: Κύριε Κυβερνήτα, ἡ Ἀντιστράτηγος ζητεῖ ἀκρόασιν. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Νὰ περάσῃ.
  • 58.
    ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ἐξοχότατε! ΙΩΑΝΝΗΣΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Περᾶστε, Στρατηγέ! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Ὁ τίτλος αὐτὸς ἡχεῖ ὑπερβολικὸς στ’ αὐτιά μου. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Κι ὅμως, γιὰ αὐτὸ σᾶς φώναξα, Δεσποσύνη! Καθίστε! ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ( Κάθεται ἀπορρημένη) ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ἐννοῶ τὴν ἀπορία σας, μὰ θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως καὶ θὰ καταλάβετε. Πρὶν σᾶς ὁμιλήσω θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ γνωρίζετε πὼς ἀπευθύνομαι κυρίως στὴν νέα ἐκείνη φλογερὰ πατριώτισσα ποὺ ἐγνώρισα πρὸ ἐτῶν εὶς τὴν Βιέννην. Ἐνθυμούμενος τὴν γνωριμίαν μας ἐκείνην τολμῶ τώρα νὰ σᾶς ἐμπιστευτῶ μία σκέψη μου. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ἐξαγοράσθησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δυστυχισμένες ὑπάρξεις! Ὅλος ὁ κόσμος γνωρίζει τὴν πράξη σας καὶ σᾶς εὐγνωμονεῖ γιὰ αὐτὴν. Τὸ νὰ προσφέρετε τὰ τελευταῖα χρήματα τῆς προσωπικῆς σας περιουσίας προκειμένου νὰ ἐξαγοράσετε τὰ πλάσματα αὐτὰ ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς , κάνει ὅλους μας νὰ ὑποκλινώμεθα ἐμπρός σας. ( Ἐνῶ λέει αὐτὰ, σηκώνεται καὶ κάνει ἐλαφρὰ ὑπόκλιση) ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ( Ὄρθιος ἐπίσης): Παρακαλῶ, δεσποσύνη, δὲν πρόκειται γιὰ αὐτό! Ὅ, τι ἔγινε ἦταν τὸ ἐλάχιστο ποὺ χρεωστοῦσε τὸ κράτος μας νὰ κάνῃ γιὰ τὰ θύματα τοῦ Μεσολλογγίου , τὶς κόρες καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ γλίτωσαν στὴν Ἔξοδο τὸν θάνατο, γιὰ νὰ τὸν εὐχονται ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη καθημερινὰ νὰ τοὺς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν. Ὅμως τώρα προέχει κάτι ἄλλο καὶ σὲ αὐτὸ χρειάζομαι τὴν συνδρομή σας. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Δὲν ἔχετε παρὰ νὰ ἐκφράσετε τὴν ἐντολή σας. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Δὲν πρόκειται περὶ ἐντολῆς, μᾶλλον περὶ παρακλήσεως, ἐφ’ ὅσον βεβαίως συμφωνήσετε μαζί μου. Αἱ νέαι αὐταὶ ἔχουσιν ἀνάγκην διδασκαλίας, φροντίδος, ἐνδιαφέροντος. Εἶσθε διατεθημένη νὰ προσφέρετε εἰς τὸ ἔθνος τοιούτου εἴδους ὑπηρεσίας; ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Μὲ μεγάλη μου χαρά. Ἡ φροντίδα γιὰ αὐτὲς τὶς κοπέλες εἶναι ἡ ὥραιότερη προσφορὰ ποὺ ἡ πατρὶς ζητεῖ νὰ τῆς προσφέρω. Σᾶς εὐχαριστῶ, Κυβερνῆτα ποὺ σκεφτήκατε ἐμένα γιὰ αὐτὴν τὴν ὑπηρεσία! Θὰ προσπαθήσω νὰ φανῶ ἀντάξιά της.( Φεύγουν) ΕΞΟΔΟΣ
  • 59.
    ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΩΣΨΥΧΗ : Σὲ λίγο θὰ βρεθῶ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κριτὴ. Μὰ εἶμαι ἥσυχη. Κι ἂν πέθανα πρὶν ἂπὸ σαράντα μέρες μονάχη, φτωχή καὶ ξεχασμένη, νιώθω πὼς θὰ ξαναζοῦσα τὴν ἴδια ἀκριβῶς ζωὴ, ἐφ’ ὅσον μοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία. Κι ὅλο τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσα ,ἔστω και γιὰ σκοπὸ ἱερὸ, ὅπως ἡ Ἐλευθερία τῆς πατρίδος, πιστεύω πὼς ἔχει ξεπλυθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια μου μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν τελευταία μου προσφορά. Καὶ νιώθω για αὐτὸ ξαλαφρωμένη. Ἀκοῦτε τά βήματά τους; Τὸ μνημόσυνο ποὺ μοῦ ἐτοίμασαν ἐλάχιστοι φίλοι τελείωσε. Ὥρα νὰ πηγαίνω. Ἀφήνω μονάχα μιὰ τελευταία παραγγελία σὲ ὅλους σας. Τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ μάτια σας! Μὴν τὴν ἀφήσετε νὰ χαθῇ. Καθένας σας εἶναι ἰκανὸς, ἔστω καὶ μόνος, νὰ τὴν προστατέψῃ. Τὸ πῶς εἶναι δικὴ σας δουλειά! Ἣ δική μου τελειώνει ἐδῶ. Πρέπει νὰ σᾶς ἀφήσω! Καλυνύχτα. ( Πηγαίνει στὸ κερὶ καὶ τὸ φυσᾶ. ) ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ὄναρχος Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2013
  • 60.
    5ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΟΣΧΩ ΤΖΑΒΕΛΛΑ (ΔΡΑΜΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΑΦΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΛΙΛΙΚΑΣ ΝΑΚΟΥ. ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΑΡΧΟ) ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΟΣΧΩ ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ ΠΟΡΦΥΡΑ ΧΑΪΔΩ ΦΩΤΩ ΜΗΤΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ (ΓΕΡΟ-ΛΑΜΠΡΟΣ) ΛΙΑΚΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ ΛΑΜΠΗ ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑ Α ΓΥΝΑΙΚΑ Β ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ΒΕΛΗ ΠΑΣΑΣ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ 2-3 ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΤΟΥΡΚΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ( ΒΟΥΒΟ ΠΡΟΣΩΠΟ) ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: (Ἄνοιξη τοῦ 1792. Άριστερὰ τῆς σκηνῆς τὸ προσηλιακὸ τοῦ Τζαβέλλα, μεγάλη κάμαρα, μὲ πολλά παράθυρα. Στὸν τοῖχο κρέμεται ἕνα σπαθί · οἱ Γυναῖκες άνήσυχες, καθισμένες διπλοπόδι μὲ βγαλμένα τὰ κεντητὰ πασούμια τους γύρω ἀπὸ τὸ μπούντζινο μαγκάλι. Δεξιὰ τὸ κατώι μὲ τοὺς Ἄντρες. Νὰ χρησιμοποιηθοῦν τὰ σκαλοπάτια καὶ μέρος τῆς πλατείας.)
  • 61.
    (Φῶς στὰ ἀριστερὰ) ΜΟΣΧΩ: Ἀπόψε,βρὲ γυναῖκες, εἶδα ἕνα κακὸ ὄνειρο γιὰ τὸ σπίτι…Τάχα ἔνα ἀρκούδι μοὔκλεβε τὸν γιὸ μου τὸν Φῶτο. Τὸν ἅρπαξε κι ἔτρεχε κι ἐγὼ ἡ δόλια φώναζα, χτυπιόμουν, ἔτρεχα, πάσχιζα νὰ τὸν σώσω, μὰ δὲν μποροῦσα! Ξύπνησα ἀλαφιασμένη… Σηκώθηκα καὶ πῆγα στὰ εἰκονίσματα, γονάτισα κι ἔκαμα τὸν σταυρό μου. ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ: Μιὰ ποὔκανες, Μοσχω, τὸν σταυρό σου, μὴν φοβᾶσαι. Ὅλα τὰ ὀνείρατα δὲν ξεδιαλύνονται… ΠΟΡΦΥΡΑ: ΜΟΣΧΩ: Ἀμέ! Σωστὰ στὸ λέει ἡ Θεια-Μπήλιω, κουμπάρα. Λές, ὠρὴ Πορφύρα; ΠΟΡΦΥΡΑ: Ναι! Δὲν βαριέσαι! Δὲν βγαίνουνε τὰ ὄνειρα! Τὶς προάλλες εἶδα τὸν καψερὸ τὸν ἀδερφό μου ποὺ πιάσανε αἰχμάλωτο οἱ Τουρκαλβανοὶ ἕνα χρόνο τώρα κι εἶναι ἀλυσοδεμένος στὶς φυλακὲς τῆς Πάργας. Ὁ Θεὸς ξέρει ὰν ζῇ. Κι ὅμως, τὸν εἶδα λεβέντη ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, καὶ μοὔλεγε δίνοντάς μου ἕνα κομμάτι βασιλικό, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε: «Πορφύρα, γρήγορα θὰ ξαναϊδωθοῦμε. Τὴν λευτεριά μας δὲν τὴν χάσαμε, μόνο ἔχει ἐλπίδες.»( μὲ βουρκωμένα μάτια ) Κι ἔπειτα χάθηκε ἀπὸ μπροστά μου. ( Ἦχος καμπάνας, σὰν πένθιμος) ΜΟΣΧΩ: ΧΑΪΔΩ: Πέθανε ἄραγε κανεῖς ; Ὄχι! Εἶναι ὁ ἄνεμος ποὺ τὴν βαράει. Κάθομαι ἀπὲναντι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ ξέρω. Ἅμα φυσᾶ δυνατὰ ὁ Βοριᾶς , χτυπᾶ στὸ καμπαναριὸ μανιασμένος καὶ τότε βαρᾶ ἡ καμπάνα. ΦΩΤΩ:Ἐγὼ σᾶς λέω, ἀδερφάδες μου, πὼς κάτι συμβαίνει… Ἀλλιώτικα, γιατὶ νὰ κουβεντιάζουνε οἱ ἄντρες μας ἀπὸ τὸ μεσημέρι στὸ κατώι σας , Μόσχω; Κάτι σοβαρό λέω…Δὲν μοῦ ’πε τίποτα ὁ Μῆτρος μου, μὰ ξέρω τὰ σουσούμια του … κι ἀπὸ κάτι κουβέντες ποὺ πῆρε τ ’ αὐτί μου κατάλαβα πὼς κάποιο μήνυμα ἔστειλε στοὺς ἄντρες ὁ Ἀλῆ Πασᾶς. Γιὰ τοῦτο φαίνεται πὼς συζητᾶνε. ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ: Γιὰ νὰ τὸ λές, κάτι θὰ ξέρῃς. Κι ἀφοῦ κάτι πῆρε καὶ τ’ αὐτί σου… Μόνο, ὠρὴ Φώτω, πὲς καὶ σὲ μᾶς πῶς γίνεται κι ὅλα τὰ μαντάτα τοῦ χωριοῦ τὰ προλαβαίνει πιὰ αὐτὸ τ’ αὐτί σου. Ποῦ πᾶς καὶ τ’ ἀπιθώνῃς νὰ τ’ ἀπιθώσουμε κι ἐμεῖς; ( Ὅλες γελοῦν ) ΦΩΤΩ: (Φανερὰ πειραγμένη) Μὲ συμπαθᾶς, θειά, μὰ δὲν μὲ συνήθισαν στὸ σπίτι μου νὰ κρυφακούω. Εἶμαι κι ἐγὼ ἀπὸ σπίτι διαλεχτό.
  • 62.
    ΜΗΤΡΟΣ: (Φῶς στὰ δεξιά.) Κάποιοδόλο μᾶς κρύβουνε τὰ γλυκὰ τὰ λόγια καὶ τὸ γράμμα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, καπεταναῖοι. Ὁ πατέρας μου τὸν γνώριζε τί ἄνθρωπος δολοπλόκος καὶ τί διπρόσωπος εἶναι. Μὴν ἐμπιστεύεστε στὸ τί σᾶς λέει. ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ: Παιδί μου Μῆτρο, τὸν πασᾶ τὸν ξέρουμε ὅλοι μας. Ἀπ’ τὴν ἄλλη ὅμως δὲν εἶναι φρόνιμο νὰ ἀψηφήσουμε τούτη τὴν γραφή. Τέτοιο καλὸ γράμμα δὲν ἔχουμε ματαλάβει ἀπ’ ἐλόγου του. ΛΙΑΚΟΣ: Ἐγὼ πάλι νομίζω ὅτι… ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Κάτσε κάτω, σύ. Ἀπὸ πότε οἱ νέοι ἔχουνε γνώμη γιὰ νὰ δώσουνε; ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ: Μὴν ἁρπάζεσαι καπετάν Λάμπρο Τζαβέλλα! Ὁ Λιάκος μπορεῖ να εἶναι νέος, μὰ ξέρει γράμματα. Ἄσ’ τον νὰ μᾶς ξαναδιαβάσῃ τὸ γράμμα τοῦ Ἀλῆ, νὰ τὸ ἀκούσουμε μιὰ φορὰ ἀκόμα καὶ μετὰ παίρνουμε τὶς ἀποφάσεις μας μὲ ψηφοφορία, ὅπως τὸ συνηθᾶμε ἐδῶ στὸ Σούλι. ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: ΛΙΑΚΟΣ( διαβάζει) Ἂς εἶναι… (δίνει τὸ γράμμα στὸν Λιάκο) «Φίλοι μου, καπετὰν Μπότσαρη καὶ καπετὰν Τζαβέλλα ἐγὼ ὁ Ἀλῆ Πασᾶς σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς φιλῶ τὰ μάτια. Ἐπειδὴ κι ἐγὼ ξέρω πολλὰ καλὰ γιὰ τὴν ἀνδραγαθίαν σας, καὶ τὴν παλικαριά σας, μοῦ φαίνεται νὰ ἔχω μεγάλην χρεία τοῦ λόγου σας. Λοιπόν, μὴν κάνετε ἀλλέως , ἀλλ’ εὐθὺς ὅπου λάβετε τὴν γραφήν μου, νὰ ἔρθετε νὰ μὲ εὕρετε νὰ πάγω νὰ πολεμήσω τοὺς ὀχθρούς μου. Τούτη ἡ ὥρα καὶ ὁ καιρὸς ὅπου ἔχω χρείαν ἀπὸ λόγου σας καὶ μένει νὰ ἰδῶ τὴν φιλίαν σας. Ὁ λουφές σας θέλει εἶναι διπλὸς ἀπὸ ὅσον δίδω εἰς τοὺς Ἀρβανίτας, διατὶ καὶ ἠ παλικαριά σας ξεύρω πὼς εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν ἐδική τους. Λοιπὸν ἐγὼ δὲν πηγαίνω νὰ πολεμήσω, πρὶν νὰ ἔρθετε σεῖς καὶ σᾶς καρτερῶ τὸ ὀγληγορότερο. Ταῦτα καὶ σᾶς χαιρετῶ Ἀλῆ Πασᾶς» ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Μωρέ, αὐτὸς θέλει νὰ μᾶς στήσει παγίδα, φῶς φανερό! Σὰν μιλᾶ ἔτσι στὸν λαὸ ἡ Ἐξουσία, σίγουρα μπαμπεσιὰ εἶναι στὴν μέση. Δὲν τὸ χωνεύει ὁ Ἀλῆς πὼς εἴμαστε κυρίαρχοι σὲ τόσα χωριὰ στὴν Ἤπειρο. Πὼς τὸ ὄνομα τῶν Σουλιωτῶν τὸ τιμᾶνε καὶ πέρα ἀπ’ τὴν Θεσσαλία. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τοῦ κακοφαίνεται πὼς τὶς ἀποφάσεις μας τὶς παίρνουμε ὅλοι μαζί, ἀφοῦ συζητήσουμε τὸ πρόβλημα, ὅποιο καὶ νά’ ναι κι ἔπειτα ἀφοῦ ψηφίσουμε , μὲ μιὰ ψῆφο καθένας, εἴτε καπετάνιος εἴτε πολεμιστής. Τοῦ χαλᾶ τὸ κέφι σὰν βλέπει πὼς δὲν εἶναι ἕνας μας ποὺ ἀποφασίζει , πὼς «ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ» ὁρίζει.
  • 63.
    ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ: Αὐτὸ εἶναι τὸσωστὸ καὶ τὸ δίκιο. Βλέπετε, ἀδέρφια, τοῦ ἐχθροῦ τὸ βόλι ἴδια χτυπᾶ καὶ τοὺς ἁπλοὺς πολεμιστὲς καὶ τοὺς καπεταναίους. Κι ὅταν ὁ θάνατος εἶναι κοινός, κι ἡ ἀπόφαση κοινὴ θὰ πρέπει νὰ ’ναι. Λέω λοιπὸν νὰ στείλουμε γραφὴ καὶ νὰ λέμε στὸν Πασᾶ τὰ παρακάτω( Ο Λιάκος γράφει τὰ λόγια τοῦ Κουτσονίκα)«Βεζὴρ Ἀλῆ Πασᾶ! Ἐλάβαμε τὸ γράμμα σου καὶ ἐκαταλάβαμεν τὰ γραφόμενά σου. Λοιπὸν σοῦ στέλνομε ἰμδάτι ὅπου μᾶς ζητᾶς, 70 παλικάρια μὲ τὸν καπετὰν Λάμπρο Τζαβέλλαν. Καὶ τόσοι εἶναι ἀρκετοὶ εἰς κάθε νίκην σου καὶ οἱ ἄλλοι μένουν ἐδῶ εὶς τὸ Σούλι , διὰ τὴν φύλαξίν του εὶς κάθε ἐναντίον . Τοῦτο καὶ καλή ἀντάμωση νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεός. Οἱ φίλοι σου καπεταναῖοι τοῦ Σουλίου» ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Συμφωνεῖτε, ἀδέρφια μὲ ὅσα πρότεινε ὁ γέροντας Κουτσονίκας; ΑΠΑΝΤΕΣ Συμφωνοῦμε! ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: ΜΗΤΡΟΣ: Μῆτρο, σῦρε τὸ γράμμα στὸν Πασᾶ. Ἔφυγα κι ὅλας! (Φῶς στὰ ἀριστερὰ) τρεχᾶτος ΦΩΤΩ: ( παίρνει τὸ γράμμα καὶ φεύγει) Φεύγουνε, καλέ! Ὁ Μῆτρος μου πρῶτος ἀπ’ ὅλους, . Κι ἀκολουθᾶνε κι ἄλλοι. Κανεῖς τους δὲν σκέφτηκε ἐμᾶς ποὺ ξεροσταλιάσαμε τόσε ὥρες μονάχες νὰ ’ρθῇ νὰ μᾶς πῇ ἕναν λόγο γιὰ τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅλοι φεύγουνε σκυφτοί, μὴ καὶ τοὺς πάρῃ ἀνθρώπου μάτι. Τί νὰ ἀποφασίσαμε; Θὰ τὸ μάθουμε, ἤ θὰ … σκάσω; ΧΑΪΔΩ: Ἔμ , βέβαια! Ὁ Λῦκος κι ἂν ἐγέρασε…( χαμόγελα καὶ ματιὲς κοροϊδευτικές πρὸς τὴν Φώτω) ΜΟΣΧΩ: Σωπᾶτε , γυναῖκες. Ἄν οἱ ἄντρες φύγανε ὅπως φύγανε, θὰ πῇ πὼς ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Ὅσο γιὰ σᾶς ,μὴ σᾶς νοιάζῃ. Θὰ σᾶς στείλω σπίτια σας καθεμιὰ χωριστὰ μὲ τὸν ἔμπιστο τοῦ σπιτιοῦ. Ἄντεστε τώρα (Τις ξεπροβοδίζει και φωνάζει) Γιάννο! Κάθε κυρὰ ξεχωριστὰ στὸ σπίτι της γοργὰ καὶ σίγουρα. Ἄκουσες; Ἄντε μπράβο! (Γυρίζει στην σκηνή μονάχη ) Ὁ Θεὸς νὰ βγάλει σὲ καλὸ τ’ ὄνειρό μου! Τὸ ἀρκούδι ποὺ σπάραξε τὸν Φῶτο μου, νὰ μὴν βγῇ γιὰ τὸ παιδί μου κακό.(Ἀκούγεται ξανὰ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Μπαίνει ἀπὸ τὸ κατώι ὁ Λάμπρος) ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Σὲ γύρευα, γυναίκα, νὰ σοῦ μιλήσω .Θὰ κινήσω νὰ φύγω αὔριο χαράματα καὶ θὰ πάρω μαζί μου καὶ τὸν Φῶτο. ἀνατριχιάζει, μόλις ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ γιοῦ της) (Η Μόσχω ταράζεται κι Τί σ’ ἔπιασε; Εἶναι καιρὸς νὰ βγῇ μπροστὰ, νὰ μάθῃ νὰ διαφεντεύῃ τὸ Σούλι! Αὔριο θὰ γίνῃ καπετάνιος καὶ πολέμαρχος! ΜΟΣΧΩ: Τὸ ξέρω, Λάμπρο μου, μὰ κάτι μέσα μου μοῦ λέει πὼς τὸν Φῶτο μου πίσω δὲν θὰ μοῦ τὸν ξαναφέρῃς.
  • 64.
    ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Ὁ Ἀλῆςγυρεύει πάλι νὰ πιῇ τὸ αἷμα μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε πολλοί, μὰ δίχως νὰ’ μαστε κι οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νέους μαζί μας, οἱ ἔμπειροι νὰ μείνουν πίσω, νὰ φροντίσουν τὸν τόπο μας. Κι ἐμεῖς νὰ τοῦ φαντάξουμε τοῦ Πασᾶ, νὰ δῇ τὰ παιδιά μας ζωσμένα τ’ ἄρματα, νὰ τρομάξῃ. ΜΟΣΧΩ: Ξέρω πὼς νοιάζεσαι τὸ Σούλι, πὼς πασχίζῃς γιὰ τὴν λευτεριά, μὰ εἶναι ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ ταράζει… ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: ΜΟΣΧΩ: Ἂν ἦταν νὰ μᾶς διαφεντεύουνε τὰ ὄνειρα … Ξέρω πὼς δὲν ταὰ ψηφᾶς, ὅμως ἐμένα χτυπᾶ μιὰ φλέβα στὸ στῆθος μου κι αὐτὴ δὲν λαθεύει! ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Γυναίκα , γεννηθήκαμε σὲ καιροὺς δύσκολους. Οἱ ἐχθροί μας πολλοί, γνωστοὶ κι ἄγνωστοι. Λίγο νὰ κιοτέψουμε μᾶς πήρανε φαλάγγι. Ἂν ὅμως μείνουμε ἐνωμένοι, ἂν δώσουμε ὁ καθένας ὅ, τι ἔχει στὴν κοινή προσπάθεια, μόνον τότε ἔχουμε μιὰ ἐλάχιστη ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε. Ἡ πατρίδα σοῦ ζητάει σήμερα τὸν γιό σου. Θὰ τῆς τὸν ἀρνηθῇς; Θυμᾶσαι τί ἔλεγε ὁ Φῶτος ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν μικρός; «Δῶστε κι ἐμένα ἄρματα! Δῶστε μου νὰ πολεμήσω. Δῶστε μου μπαρούτι καὶ σμπάρα»ἔλεγε κι ἔκλαιγε και παραμιλοῦσε στὸν ὕπνο του γιὰ ὅπλα. Καὶ τώρα ποὺ ’ρθε ὁ καιρός του , ἐσύ σὰν γυναικούλα κάθεσαι καὶ τὸν φοβᾶσαι; Εἶν’ ἀητόπουλο ὁ γιός μας. Καὶ τ’ ἀητόπουλα δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν, παρὰ μονάχα στὴν λευτεριά. Ἀκόμα κι ἂν χρειαστεῖ νὰ δώσουν τὴν ζωή τους γι αυτήν.(ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ) ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ( Η ΜΟΣΧΩ ΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ. ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΠΕΡΑ ΜΕ ΛΑΧΤΑΡΑ. ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΛΑΜΠΡΟΣ, ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΣΚΙΣΜΕΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ) ΜΟΣΧΩ: (ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΕΙ) ΚΟΙΤΑ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΤΑΝ Λάμπρο μου! (τὸν θυμᾶται κάτι ) ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ἀγκαλιάζει, τὸν φιλάει, τὸν βοηθάει νὰ καθίσῃ. Ξαφνικά, σὰν νὰ Κι ὁ Φῶτος; Τὸ παιδί μου; Ἄχ, δὲν στὰ λεγα ἐγώ! (κλαίει ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: μὲ λυγμούς) Μᾶς γέλασε ὁ σκύλος! Πήγαμε καὶ οἱ 70 κοντὰ στὸν ποταμὸ τὸν Θύαμι καὶ συναντήσαμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ὁ Φῶτος σ’ ὄλο τὸν δρόμο καμάρωνε ζωσμένος τ’ ἄρματα κι ὀνειρευότανε μοῦ ’λεγε πόσα χωριὰ θὰ λευτερώσῃ καὶ πόσες ευχὲς θ’ ἀκούσῃ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Σὰν φτάσαμε, ὁ Ἀλῆς μᾶς ὑποδέχτηκε ὅλο γλύκα. Στεκόμαστε μαζεμένοι μὰ κεῖνος τὸ κατάλαβε, καὶ λέει: «Δὲν σᾶς πρέπει , ὠρὲ Σουλιῶτες , νὰ στέκεστε στὴν γωνιά, σὰν γυναικοῦλες. Σιμῶστε καὶ καθίστε νὰ κάμομε ἀγῶνες πρὶν κινήσουμε, νὰ δεῖτε κι ἐσεῖς τὴν παλικαριά μας.» Ρίξαμε λιθάρι, ἀκόντιο, πηδήσαμε τρέξαμε, ὅλοι, κι ὁ Φῶτος ἀπ’ τοὺς πρώτους. ΜΟΣΧΩ: Ἀγῶνες κάνατε μὲ τοὺς Ἀρβανιτάδες; Δὲν πιστεύω ξαρμάτωτοι!
  • 65.
    ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Κι ἐμεῖςκι αὐτοί ! Δὲν γίνονταν ἀλλιῶς! Μὰ καθὼς οἱ ἀγῶνες προχωροῦσαν, ὅλο καὶ περισσότεροι Ἀρβανίτες ἔχαναν καὶ κάθονταν στὴν ἄκρη. Κι ὅταν τὸ καταλάβαμε τὸ κόλπο ἦταν ἀργά. Μᾶς κύκλωσαν μὲ τὰ σπαθιά στὰ χέρια, πιάσαν τοὺς ἄλλους, μὰ ἐγὼ ποὺ ἔτυχε νὰ ’μαι προς τὴν ὄχθη, πήδησα στὸ ποτάμι καὶ τοὺς ξέφυγα. Πολέμησα μὲ τὸ νερό, τὰ βράχια καὶ τοὺς θάμνους. Περπάτησα σ’ ἀπάτητες κορφὲς γιὰ νὰ ξεφύγω. Κι ἔφτασα νὰ πῶ νὰ φυλαχτῆτε. ΜΟΣΧΩ: (Παίρνει πανὶ καὶ δένει τὴν πληγή του) Τὸν ἄτιμο! Τὸ ἀτιμο τ’ ἀρκούδι θὰ τὸ πληρώσῃ ἀκριβά. Ἂχ καὶ νὰ ’πεφτε στὰ χέρια μου! Θὰ μετάνιωνε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε ὁ σκύλος! Κάτσε σὺ τώρα ἐδὼ κι ἡσύχασε! Θὰ εἰδοποιήσω τοὺς καπεταναίους νὰ ἔρθουν νὰ τὰ πεῖτε. (στὸ ἐσωτερικὸ τῆς σκηνῆς) Λάμπη! ΛΑΜΠΗ: ( Ἔρχεται τρεχάτη)Πρόσταξε , κυρά! ΜΟΣΧΩ: Στὸ κατώι μαζί μου! Νὰ τοιμάσουμε τ’ ἄρματα ! Δύσκολες ὥρες μᾶς περιμένουν! .(ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ) ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ( ΙΔΙΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ. ΤΩΡΑ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΗΛΙΑΚΟ, ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΩΙ . Η ΜΟΣΧΩ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΜΠΗ ΜΟΙΡΑΖΟΥΝ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΥΣΙΓΓΙΑ.) ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Τί κάνεις, μωρὲ γυναίκα, καὶ δὲν ἔρχεσαι κοντά, ποὺ ’μια καὶ λαβωμένος; ΜΟΣΧΩ: Ἔχω , Λάμπρο μου, τὴν ἰδέα πὼς σὲ λίγο θὰ μᾶς κυκλώσῃ ἡ Τουρκιά! Καὶ θέλω νὰ μοιράσω στὶς καπετάνισσες φυσίγγια. Κάλλιο νὰ πεθάνουμε, παρὰ νὰ πέσουμε στοὺς Τούρκους. ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ Σωστὰ τὰ λέει ἡ θειά, μπάρμπα! Σίγουρα ὁ Τοῦρκος θὰ μᾶς πέσῃ ἀπὸ κοντά, μιὰ καὶ τοῦ ξέφυγες κι ἐσύ.Δὲν θὰ γλιτώσουμε,παρὰ ἂν πάρουμε τὰ βουνὰ πάνω ἀπὸ τὴν Κιάφα… ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ: Νὰ ἀδειάσουμε τὰ σπίτια, νὰ πάρουμε τὰ γυνακόπαιδα νὰ τ’ ἀφήσουμε στὶς σπηλιὲς της Μπίρας, ὅπου ἔχει νερά, γιατὶ φόβο δὲν ἔχουν ἐκεῖ, καθὼς κλείνουνε τριγύρω ἀπὸ παντοῦ τὰ βουνὰ τὸ μέρος αὐτό. ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Κι οἱ γυναῖκες, ὅσες μποροῦνε νὰ βαστήξουνε, ἂς ἔρθουν κι αὐτὲς πάνω, στὰ ὑψώματα τῆς Κιάφας. Μόσχω! (Η ΚΑΤΩΙ) ΜΟΣΧΩ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ Ἐμεῖς φεύγουμε! Παίρνουμε τὰ βουνά. Κοῖτα ἐσὺ νὰ σταθῇς ἐδῶ ὡς καπετάνισσα , νὰ πάρῃς τὰ γυναικόπαιδα γιὰ νὰ κρυφτοῦνε στὶς σπηλιὲς πάνω στὰ βουνά, ἤ στὶς χαράδρες τῆς Μπίρας. Κι ἐσεῖς, ὅσες μπορεῖτε , θὰ μᾶς βοηθᾶτε ἀπὸ τὰ ψηλὰ μὲ τ’ ἄρματα στὰ χέρια! ΜΟΣΧΩ: Ἔννοια σου, Λάμπρο!
  • 66.
    ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Ἄντε, γυναίκα,ἔχε γειὰ καὶ μὲ τὸ καλό, στὴν ζωὴ ἤ στὸν θάνατο! ΜΟΣΧΩ( Στὶς ἄλλες γυναῖκες ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸ κατώι) Καὶ τώρα,ἀδερφάδες, δουλειά! Φώτω, σῦρε στὸ ψήλωμα νὰ βλέπεις μὴν ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μᾶς μηνύσῃς μὲ ἕνα σου παιδί. Θεια-Μπήλιω, μάζεψε ὅλες τὶς μανάδες μὲ τὰ μωρὰ καὶ ταὶς γερόντισσες γιὰ νὰ φύγετε γιὰ τὶς σπηλιέςτῆς Μπίρας. Οἱ ἄλλες σῦρτε νὰ τοιμαστῆτε , γιατὶ μᾶς περιμένει σκληρὸς ἀγώνας! Οὕτε ἕνα βόλι μὴν πάει χαμένο! ΟΛΕΣ Ἐν τάξει , καπετάνισσα. (ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΛΕΣ ΚΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ) ΓΥΝΑΙΚΑ Α Καπετάνισσα… ΜΟΣΧΩ Τί τρέχει, ὠρὲ γυναῖκες; ΓΥΝΑΙΚΑ Β Ξέρεις… ΜΟΣΧΩ Πῶς Τὴν Ἀετομάταινα… ΓΥΝΑΙΚΑ Α ΜΟΣΧΩ Ἔ, νὰ ξέρω, σὰν δὲν μοῦ κραίνῃς; τί ; Μιλᾶτε μωρέ, μὲ τὸ τσιγκέλι θὰ σᾶς τὰ βγάζω; ΓΥΝΑΙΚΑ Β Ἔ, νὰ, εἴπαμε δηλαδή, ἑκατὸ χρονῶν γερόντισσα , στὸ στρῶμα πιασμένη… ΓΥΝΑΙΚΑ Α ΜΟΣΧΩ Ποῦ νὰ τὴν σέρνουμε τώρα στὶς σπηλιές… Καὶ νὰ τὴν ἀφήκουμε τοῦ Ἀλῆ ρεγάλο; Οὖ νὰ χαθεῖτε , νὰ χαθεῖτε. Ὅταν αὐριο φτάσετε κι ἐσεῖς στὴν ἡλικία της, ἔτσι θέλετε νὰ σᾶς φερθοῦνε τὰ παιδιά σας; Νὰ σᾶς δώκουνε στοὺς ὀχτρούς; Αὐτὴ ἡ γριὰ ποὺ θὲς ἐσὺ νὰ παρατήσῃς, γέννησε τέσσερα παλικάρια · τὰ δυὸ κιόλας πεθάνανε γιὰ νὰ μὴν μᾶς πιάσῃ ὁ ἐχθρός. Χάιδω! ΧΑΪΔΩ:Ὄρισε, ΜΟΣΧΩ Καπετάνισσα! Πᾶρε τοῦτες τὶς χαμένες , ζῶσε τες νὰ κουβαλήσουν στὶς σπηλιές πρῶτα ὅλες τὶς γερόντισσες μὲ πρώτη , πρόσεξε, πρώτη, τὴν θεια-Ἀετομάταινα. Κι ἀφοῦ τελειώσουν μὲ αύτὲς, νὰ βοηθήσουν ὅσες ἀπὸ τὶς μωρομάνες, ἤ τὰ κούτσικα χρειάζονται βοήθεια. Στὶς σπηλιὲς θὰ μποῦν τελευταῖες, πρόσεχε καλά. ΧΑΪΔΩ: Στὶς προσταγές σου! ( Φεύγουν) ΜΟΣΧΩ Λάμπη!
  • 67.
    ΛΑΜΠΗ: ΜΟΣΧΩ Πρόσταξε! Σῦρε καὶ λῦσετὰ σκυλιά. Ὅλα τὰ σκυλιά τοῦ Σουλιοῦ. Μόλις μποῦνε στὰ χωριά μας οἱ Ἀγαρηνοί, αὐτὰ μὲ τὰ γαβγίσματα θὰ μᾶς εἰδοποιήσουν. Ἔτσι δὲν θὰ μᾶς πιάσει στὸν ὕπνο ὁ Ἀλῆς. Μετὰ στὸ ψήλωμα. Θὰ σὲ καρτερῶ ἐκεῖ. ΛΑΜΠΗ: Τρέχω, κυρά. ( φεύγει) ΜΟΣΧΩ( Παίρνει ἀπ’ τὸν τοῖχο τὸ σπαθί) Καὶ τώρα οἱ δυό μας, ἀρκούδι. ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ( ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ. ΟΙ ΜΟΣΧΩ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΤΟΥΦΕΚΙΕΣ. ) ΜΟΣΧΩ Γερά, γυναῖκες, νὰ δοῦν τ’ ἀγαρηνὰ σκυλιὰ πῶς πολεμᾶ τὸ Σούλι! Λάμπη μου, φαρδοκάπουλη καὶ καμαροφρυδάτη Κάνεις νὰ τρέχει ὀ Ἀγαρηνὸς γοργότερα ἀπὸ τ’ ἄτι. Κι ἐσὺ ὠρὴ Φώτω μου ὄμορφη μὲ πλούσια τὰ ἐλέη Σὲ βλέπει ὁ Τοῦρκος , κόρη μου, κι ὁλομπροστά του κλαίει.( Ὅλες γελᾶνε) ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ ΜΟΣΧΩ Τί λόγια εἶν’ αὐτά, Μόσχω μου, ποὺ βγαίνουν ἀπ’ τὸ στόμα σου; Κι αὐτὰ χρειάζονται στὸν πόλεμο, θειά! Τοῦτες εἶναι πιὸ εὐαίσθητες ἀπ’ τὶς ἄλλες! Πῶς θὰ τὶς γκαρδιώσω; Παινεύοντας τὶς χάρες τους! Τὶς βλέπεις πῶς καμαρώνει καθεμιὰ σὰν ἀκούει τὸ ὄνομά της; Κι οἱ ἄλλες μπαίνουν στὴν φωτιὰ μὲ πιότερο κουράγιο. Τὸ πείραγμα στὴν μάχη δίνει δύναμη. Τί θέλει ὁ ἐχθρός; Νὰ χάσουμε τὸ κέφι! Τότε σκύβει πιὸ εὔκολα τὸ κεφάλι. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ τὸ κρατήσουμε ψηλά! σκλαβιά!( (δυνατά) Κουράγιο, ἀδερφάδες! Κάλλιο ὁ θάνατος παρὰ ἡ πιάνει τὸ ντουφέκι καὶ ντουφεκάει. Ξαφνικά ἀπόλυτη ἡσυχία. Σηκώνεται ἀπὸ τὸ ταμπούρι κι ἀφουγκράζεται. Στὶσ Γυναῖκες) Κάτι κακὸ συμβαίνει γιὰ νὰ μὴν ἀκούγονται οἱ ἄντρες μας! Καθῆστε ἐσεῖς ἐδῶ, νὰ πάω κατὰ κεῖ νὰ δῶ ἀπὸ μακριὰ τί τρέχει! ΦΩΤΩ: Ποῦ μᾶς ἀφήνεις μοναχές; Κι ἂν σὲ σκοτώσουνε, ἐμεῖς τί θὰ γενοῦμε; ΧΑΪΔΩ:Μωρέ, γυναῖκες εἶστε σεῖς, γιὰ μωρὰ παιδιὰ καὶ δὲν τὸ ντρέπεσθε; Καπετάνισσα πρέπει νὰ ’ναι ἡ καθεμιὰ τοῦ ἐαυτοῦ της καὶ τὸν φόβο νὰ μὴν τὸν γνωρίζει! Πρέπει νὰ πάει ἡ Μόσχω ὡς πέρα ἐκεῖ , νὰ δῇ τὸ τί συμβαίνει, νὰ ξέρουμε κι ἐμεῖς ἂν πρέπει πάραυτα νὰ πεθάνουμε, μὴν τύχῃ κι ὁ ἐχθρὸς ἔπιασε ζωντανοὺς τοὺς ἄντρες μας! ΜΟΣΧΩ Ἔτσι σὲ θέλω , ὠρὴ Χάιδω! Στὰ δύσκολα φαίνεται ἡ ψυχή! Γυναῖκες! Κινάω κι ἀφήνω τὴν Χάιδω στὸ πόδι μου! Νὰ μοῦ τὶς προσέχῃς καὶ νὰ φυλάγεσαι! (φέυγει)
  • 68.
    ΧΑΪΔΩ: Ἔννοια σου, Μόσχωκαὶ ξέρω τὴν δουλειά μου! Γυναῖκες! Πιάστε πάλι τὰ ταμπούρια.(Ἐνῶ μιλᾶ, τουφεκάει συγχρόνως) Κι οὔτε βόλι νὰ μὴν πάει χαμένο! Γειά σου Θεια-Μπήλιω ! Τὸν ἔφαγες τὸν Ἀράπη! Ὠρέ, τί τυχερὲς ποὺ ’μαστε ποὺ ’χουμε τὸν ὀχτρό ἀπέναντί μας! Ἔτσι θὰ νιώσει κι αὐτὸς τὴν δική μας τὴν δύναμη! Ἀλί σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐχθρὸ μπροστα του δὲν τὸν βλέπει σου. Ροβολᾶ κατὰ κάτω, σὰ χεσμένος! Τῆρα , Λάμπη , τὸν δικό ( Γέλια. Σηκώνεται ὀρθή.) Οὖ νὰ χαθεῖτε, χέστηδες, σᾶς πῆραν οἰ γυναῖκες μὲ τὶς πέτρες! ΜΟΣΧΩ( Ἀλαφιασμένη!) ΧΑΪΔΩ: ΜΟΣΧΩ Ἀδερφάδες μου! Τί ἔτρεξε,καπετάνισσα; Ὁ Ἀλῆς ἔπιασε τὸν ἄντρα μου ! καὶ δεμένον λέει τὸν γυρεύει μπροστά του νὰ τοῦ μιλήσῃ. Καὶ κάτι ἀκόμη! Τὰ ἐβδομήντα παλικάρια ποὺ τοῦ στείλαμε, τά ’φερε μὲ τὴν βία νὰ πολεμήσουνε τὰ ἴδια τὰ χωριά τους. (ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΙΩΠΗ! Η ΜΟΣΧΩ ΤΙΣ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΜΙΑ –ΜΙΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ . ΥΣΤΕΡΑ ΛΕΕΙ ΣΤΙΒΑΡΑ:) Γυναῖκες κι ἀδερφάδες μου! Σᾶς ἐξορκίζω νἄχετε κουράγιο κι ἐπιμονή! Καὶ ὅλοι οἱ ἄντρες μας ἂν σκοτωθοῦνε, ἐμεῖς πρέπει νὰ πολεμήσουμε ὡς τὴν τελευταία πνοή μας! Νὰ ρεζιλέψουμε ἐμεῖς οἰ γυναῖκες τὸν στρατὸ τοῦ ὀχτροῦ καὶ τὸν Ἀλῆ ,γιὰ τὴν ἀτιμία ποὺ μᾶς ἔκανε! Ὅποια νιώθει τὴν καρδιά της νὰ μὴν βαστάει, νὰ πάῃ μὲ τὶς γερόντισσες καὶ τὰ παιδιὰ μὲς στὶς σπηλιὲς τῆς Μπίρας. Καὶ νὰ κρύψῃ τὸν φόβο της βαθιὰ νὰ μὴν τὸν νιώθει ὡς κι ἡ ἴδια! Κι αὐτὲς ποὺ θὰ μείνετε, καμιὰ νὰ μὴν δειλιάσῃ! Τὸ ὅπλο τοῦ ἐχθροῦ ὁ φόβος μας εἶναι. Θὰ τοῦ τὸ δώσουμε οἱ ἴδιες στὸ χέρι; ΟΛΕΣ Ὄχι, καπετάνισσα! ΜΟΣΧΩ Δὲν ΟΛΕΣ ἄκουσα , ὠρὲ γυναῖκες. Θὰ ἀφήσουμε τὸν φόβο μας νὰ μᾶς νικήσῃ; Ὄχι, καπετάνισσα! ΜΟΣΧΩ Καὶ τὸν ὀχτρὸ τί θὰ τὸν κάμουμε; ΟΛΕΣ Θὰ ΛΑΜΠΗ: τόνε φᾶμε! Καπετάνισσα, ξακρίνω ἐκεῖ μακριά ἕναν μαντατοφόρο. Κάτι σοβαρὸ θὰ μᾶς μηνοῦν οἱ ἄντρες. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ( λαχανιασμένος) Γυναῖκες! Ἀκοῦτε τὰ νέα ποὺ σᾶς φέρνω! Ὁ Πασᾶς ζήτησε τὸν καπετάνιο μας, δυὸ λόγια νὰ τοῦ πῇ. Δεμένο τόνε πήγανε μπροστά του καὶ τοῦ λέει: «Ἄκου, Λάμπρε Τζαβέλλα, ἡ ζωή σου κι ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ σου εἶναι στὰ χέρια μου. Ἂν μοῦ παραδώσῃς σήμερα τὸ Σούλι, σᾶς τὴν χαρίζω, μαζὶ μὲ ὅ, τι ἄλλο θέτε. Ἀλλέως θὰ σᾶς ψήσω ζωντανοὺς καὶ τὸ παιδί σου καὶ τοὺς ἄλλους καὶ θὰ κάμω τὸ Σούλι χορτάρι νὰ μὴν φυτρώσῃ.
  • 69.
    ΜΟΣΧΩ Κι ὁ ἄντραςμου τί ἀπάντησε; Θέλω ν’ἀκούσω τ’ ἀντρίκια του τὰ λόγια. ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Τοῦ ‘πε: «Ὁρισμός σου, Πασᾶ μου! Ἂν ὄμως μ’ ἀφήσῃς νὰ πάω στὸ Σούλι, τότε μπορεῖ ἴσως νὰ τὸ πάρῃς». ΜΟΣΧΩ (ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΟΡΜΗΣΗι ΠΑΝΩ ΤΟΥ. ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΗΝ ΚΡΑΤΑΝΕ) Ἀδύνατο νὰ τοῦ μίλησε ἔτσι ὁ ἄντρας μου! ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ (χαμογελῶντας) Μὴν ἀνάβῃς σὰν τὴν μπαρούτη, καπετάνισσα! Περίμενε νὰ δῇς τὰ παρακάτω! ΜΟΣΧΩ ( πιὸ ἥρεμη) Λέγε ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ντὲ νὰ σὲ χαρῶ! Λέγε τα! Τότε ὁ Πασᾶς τοῦ λέει: « Καὶ πῶς νὰ πιστέψω, καπετὰν Λάμπρο ὅτι δὲν θὰ μὲ γελάσῃς»; «Ἔχεις, Πασᾶ μου, στὰ χέρια σου τὸν γιό μου τὸν Φῶτο ποὺ εἶναι γιὰ μένα περισσότερο ἀπὸ τὸ Σούλι καὶ τὴν ζωή μου. ΜΟΣΧΩ ( Συλλογισμένη γιὰ λίγο. Ἔπειτα ξεφυσᾶ καὶ λέει): Κάτι θὰ θέλῃ νὰ τοῦ σκαρώῃ τοῦ Πασᾶ…Μὰ τί; ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Αὐτὸ ὁ ἴδιος θὰ στὸ πῇ τώρα ποὺ ἀνεβαίνει. ( ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ. ΕΙΝΑΙ ΣΚΥΘΡΩΠΟΣ, ΚΙ ΟΛΟΙ ΠΙΣΩΠΑΤΟΥΝ, ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΒΛΕΠΟΥΝ, ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΩΣ ΠΟΥ ΚΙΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ) ΜΟΣΧΩ Λάμπρο μου… ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Σεῖς οἱ ἄλλοι, τραβᾶτε παρακάτω κι ἀφῆστε με μὲ τὴν γυναίκα μου. Ἔχω ἕναν λόγο νὰ τῆς πῶ, δικό μας ( ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΡΑΒΙΟΥΝΤΑΙ ΜΑΚΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ) Ο ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ΦΕΥΓΕΙ, ΟΙ Γυναίκα, ἦρθα ὀ ἴδιος μὲ τὰ μάτια μουν νὰ ἰδῶ ἂν μπορεῖς νὰ βαστάξῃς τὸ μαντᾶτο ποὺ σοῦ φέρνω. ΜΟΣΧΩ (χλωμή ἀπὸ τὴν ἀγωνία) Ὁ ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Φῶτος; Ὁ Φῶτος ἀκόμα δὲν ἔπαθε τίποτα, οὔτε μιὰ τρίχα τῆς κεφαλῆς του. Μὰ τὸν ἄφησα ἀμανάτι στὸ σκυλί, καὶ τὸν ξεγέλασα πὼς τὸ Σούλι θὰ τοῦ τὸ παραδώσω. Ἐγὼ ὅμως ἦρθα νὰ ξεσηκώσω ὅλους, ρουθούνι ἀπὸ μᾶς κάλλιο νὰ μὴν μείνῃ , ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ νὰ πέσουμε τοῦ Λύκου νὰ τὸν φᾶμε! Ἔστειλα γράμμα στὸν Ἀλῆ πὼς τὸν γιὸ μου μπορεῖ νὰ τὸν σφάξῃ ἄν θέλῃ, μὰ Σούλι στὰ χέρια του ποτὲ δὲν θὰ τὸ πάρῃ. Κι ἦρθα νὰ στὸπῶ, νὰ μὴν βαρυγκομήσῃς ἂν τύχῃ καὶ τὸ μάθεις ἀπὸ ἄλλο στόμα κι ὄχι ἀπ’ τὸ δικό μου. Ἀκούω τώρα τὰ λόγια σου ποιὰ θὰ ’ναι. Λόγια γυναίκας, γιὰ καπετάνισσας; ΜΟΣΧΩ Βρὲ Καπετάνιο! Τόσα παιδιὰ ἔχουμε καμωμένα καὶ χρόνια κάμποσα μαζὶ περάσαμε, δὲν μ’ ἔμαθες ἀκόμη; Ὅ, τι ἀντρίκειο καὶ γενναῖο, εἶναιπάντα καλὰ καμωμένο! ὅσο γιὰ μένα τὰ λόγια μου εἶναι τοῦτα: «Τὸ παιδί μου εἶναι παιδὶ τοῦ
  • 70.
    Σουλίου. Σὰν γλιτώσῃτὸ Σούλι, γλιτώνει καὶ τὸ παιδί μου. Σὰν χαθῇ τὸ Σούλι, ἂς χαθῇ καὶ τὸ παιδί μου κι ἐγὼ ἡ ἴδια μαζί». ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ: Γυναίκα, τὰ λόγια σου μὲ σφάζουνε, μὰ μὲ αὐτὰ μπῆκες ὁλότελα πιὰ στὴν καρδιά μου. (ΤΕΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ) ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ (ΣΑΡΑΪ ΑΛΗ ΠΑΣΑ. ΑΛΗΣ , ΒΕΛΗΣ , ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ, ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ) Βρέ, ἄσε! ἐγὼ τοὺς παίζω στὰ δάχτυλα τοὺς γραικούς, Βελή! Ἅμα τοῦ ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ δώσῃς χρῆμα τοῦ Ρωμιοῦ, καὶ τὸ παιδί του τὸ ἴδιο τὸ πουλάει! Τώρα θὰ δεῖτε πὼς ὁ Τζαβέλλας θὰ πουλήσῃ τὸ Σούλι. ΒΕΛΗΣ Πῶς εἶσαι τόσο σίγουρος, πατέρα; ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ χέρια) Μά, βρὲ χαϊβάνι, ἀφοῦ κρατῶ στὰ χέρια μου τὸν γιό του. (τρίβοντας τὰ Δὲν μοῦ γλιτώνει τούτη τὴν φορὰ τὸ Κακοσούλι. Τὸ ’χω έδῶ , στὴν φούχτα μου. ( Μπαίνει κάποιος στρατιώτης μὲ ἕνα γράμμα στὰ χέρια. )Ἔλα μου τὴν γραφὴ ποὺ περιμένω. (ὁ ἀμίλητος) κοντά,ὠρὲ μπίρο μ’. Δῶσε στρατιώτης δίνει τὸ γράμμα , προσκυνάει καὶ φεύγει Διάβασε , ὠρὲ γραμματικέ, τί γράφει ὁ καπετὰν Λάμπρος ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ( ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ, ΜΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ «Βεζύρ Ἀλῆ Πασᾶ …» «…Χαίρομαι ὅπου ἐγέλασα ἕναν δόλιο. Εἶμαι ἐδῶ νὰ διαφεντεύσω τὴν πατρίδα μου ἐναντίον εὶς ἑναν κλέφτη σὰν κι ἐσένα. Ὁ γιὸς μου θέλει ἀποθάνῃ. Ἐγὼ ὅμως ἀπελπίστως θέλω τὸν ἐκδικηθῶ , πρὶν ἀποθάνω. Κάποιοι σὰν κι ἐσένα θὰ ποῦνε πὼς εἶμαι ἄσπλαχνος πατέρας μὲ τὸ νὰ θυσιάσω τὸν γιό μου γιὰ τὸν ἐδικό μου λυτρωμό. Ἀποκρίνομαι γιὰ νὰ ξέρῃς ὅτι, ἂν ἐσὺ πάρῃς τὸ βουνό, θέλεις σκοτώσῃ καὶ τὸν γιό μου μὲ τὸ ἐπίλοιπον τῆς φαμίλιας καὶ τοὺς συμπατριῶτας μου. Τότε θὰ ἀγωνιστῶ νὰ ἐκδικήσω τὸν θάνατό τους. Ἀμή, ἂν νικήσωμεν, θέλει ἔχω καὶ ἄλλα παιδιά. Ἡ γυναίκα μου εἶναι νέα! Ἐὰν πάλι ὁ γιός μου, νέος καθὼς εἶναι, δὲν μένει εὐχαριστημένος νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν πατρίδα του, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ζἠσῃ. Καὶ δὲν γνωρίζεται ὡς γιὸς μου. Προχώρησελοιπόν, ἄπιστε! Εἶμαι ἀνυπόμονος νὰ ἐκδικηθῶ. Νὰ πιῶ τὸ αἷμα σου. Ἐγώ,ὁ ὠμοσμένος ὀχθρός σου, ὁ καπετὰν Λάμπρος Τζαβέλλας». ( Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΦΕΥΓΕΙ. Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ( ΠΙΑΝΕΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΙΖΕΙ ΧΙΛΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ. ΧΤΥΠΑ ΑΠΑΛΑΜΑΚΙΑ. ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. ΤΟΥ ΜΙΛΑ ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ ) Ἀμέσως νὰ κόψουνε καὶ νὰ μοῦ φέρουνε εὐθὺς ἐδῶ τοῦ Φώτου τὸ κεφάλι. Νὰ ἀποκεφαλίσουνε τὸν γιὸ τοῦ τζαβέλλα κι οἱ Ἀρβανιτάδες νὰ πιάσουνε τὰ γύρω βουνά, νὰ μάθουν οἱ βρωμοΣουλιῶτες μὲ ποιοὺς ἔχουνε νὰ κάνουνε. Νομίζει ὁ Τζαβέλλας ὅτι τὸν ἔξυπνο
  • 71.
    μπορεῖ νὰ μοῦπαίξῃ; Πέτρα γιὰ πέτρα, δεντρὶ γιὰ δεντρὶ δὲν θ’ ἀφήσω ἐγὼ πιὰ στὸ Σούλι νὰ φυτρώσῃ! Χάσου! (ΠΡΙΝ ΦΥΓΗι Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ, ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΑ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥΣΟΥΦ) ΓΙΟΥΣΟΥΦ Σοφὰ ὅσα σκέφτηκες,πασᾶ μου, ὠστόσο… ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Τί ΓΙΟΥΣΟΥΦ μοῦ τὰ μασᾶς , ὠρὲ Γιουσούφ; Μίλα ξάστεερα. Σ’ἀκούω. Τὸν γιὸ τοῦ Τζαβέλλα , τὸν Φῶτο λέω, μὴν τὸν σκοτώνῃς ἀκόμα. Ἄσε νὰ ἰδῇς πῶς θὰ τελειώσῃ τοῦτος ὀ πόλεμος. Ζωντανὸς ὁ μικρὸς μᾶς εἶναι πιὸ χρήσιμος! Μπορεῖ νὰ παίξουμε ξανὰ στοῦ Φώτου τὸ κεφάλι! ΒΕΛΗΣ Σὰν νὰ ἔχῃ δίκιο ὁ Ἀγάς, πατέρα. Τί λές, νὰ τὸν τρομάξουμε λιγάκι τὸν μικρό, μὰ νὰ μὴν τὸν πειράξουμε ἀκόμη; Θὲς νὰ τὸ ἀναλάβω; ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ (ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ) Σῦρε καὶ πὲς στοὺς στρατηγοὺς μου ὅτι σοῦ εἶπα γιὰ τὸ Σούλι. Καὶ νὰ πᾶς νὰ μοῦ φέρῃς τὸν Φῶτο ἐδῶ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣτοῪς ὁρισμούς σου,πασᾶ μου (ΦΕΥΓΕΙ) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ( ΣΤΟΝ ΒΕΛΗ) ἀγρίμι Καὶ τώρα, γιέ μου, νὰ σὲ δῶ πῶς θὰ μιλήσῃς σ’ αὐτὸ τὸ (ΜΠΑΙΝΟΥΝ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΩΤΟ ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΔΕΜΈΝΟ ΠΙΣΘΑΓΚΩΝΑ. ΤΟΥ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΤΩ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗι ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ. ΒΕΛΗΣ( ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ, ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΦΩΤΟ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΞ=Υ ΤΟΥΣ ,ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ) Κάνεις ἀκόμα τὸν κάργα; Δὲν σκέφτεσαι τὴν ζωή σου; Θ α σ ε κ ά ψ ο υ μ ε ζ ω ν τα α ν ό. Ἕνα νεῦμα τοῦ πασᾶ περιμένω γιὰ νὰ σὲ μάθω νὰ μᾶς κοιτᾶς δίχως οὔτε τὰ μάτια νὰ χαμηλώνῃς. Ἄτιμα φέρθηκε ὁ πατέρας σου μαζί μας κι ἐσὺ ὅλα θὰ τὰ πληρώσῃς. ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ Ἄτιμα ποτὲς δὲν φέρνεται ὁ πατέρας μου.Ἂν θὲς νὰ μὲ σκοτώῃς, δὲν σὲ φοβᾶμαι. Τὸ ἴδιο θὰ σοῦ ἔκανε ὁ πατέρας μου κι ἐσένα, ἂν ἔπεφτες ζωντανὸς στὰ χέρια του. Κ ὄχι μονάχα ἐσὲνα , ἄλλὰ καὶ τοῦ ἀδερφοῦ σου! ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ἀρκετά! Πᾶρτε τον ἀπὸ μπροστά μου! ΦΕΥΓΟΥΝ ΕΝΩ Ο ΑΛΗΣ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ) (Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΩΤΟ Στὸ πιὸ σκοτεινὸ μπουντρούμι νὰ τὸν πᾶτε κι ἄλλη τροφὴ ἔξω ἀπὸ ψωμί καὶ νερὸ νὰ μὴν τοῦ δῶστε. Νὰ σαπίσει τὸ σκυλί θαμένο ζωντανό! ΒΕΛΗΣ Εἶναι κι αὐτὸς ἀετοπούλι! ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Μὰ καὶ ταὰ ἀετοπούλια, σὰν τὰ πιάσῃς μικρὰ, μπορεῖς καὶ ταὰ ἡμερεύῃς. Φτάνει νὰ τοὺς κόψῃς γιὰ πάντα τὰ φτερά! (ΤΕΛΟΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ) ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ( ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ )
  • 72.
    ΜΟΣΧΩ Αὐτὸποὺ δὲν βαστιέταιεἶναι νὰ περιμένει ἐδῶ κανεῖς χωρὶς νὰ πολεμάῃ.Δίχως μήνυμα ἀπ]τοὺς ἄντρες μας, νὰ καθόμαστε ἐδῶ μὲ τὸ τουφέκι στὰ χέρια, δίχως νὰ ρίχνουμε οὔτε ἕνα βόλι. Κάλλιο νὰ ὁρμούσαμε ὅλες μαζί, νὰ βοηθούσαμε τοὺς ἄντρες μας στὸ ντουφεκίδι. ΦΩΤΩ Καπετάνισσα, ἕνας μαντατοφόρος ἀπ’τοὺς ἄντρες μας.(φτάνει κοντά) ΜΟΣΧΩ Τί ὁρίζουν οἱ καπεταναῖοι, παλικάρι; ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Ὁ Καπετάνιος περιμένει ὥρας πρὸς ὥρας τὴν ἐπίθεση τοῦ Ἀλῆ. Νὰ εἶστε ἔτοιμες. Χρεία ἔχομε ἀπὸ ντουφέκια. Ὁ Καπτα-Μπότσαρης ἔχει δικό του σχέδιο νὰ τραβήξῃ τὸν ἐχθρὸ μὲς στοὺς γκρεμνούς, ὡς τὶς χαράδρες τῆς Κιάφας , γιὰ νὰ τοὺς χτυπήσετε σεῖς ἀπὸ πάνω. Κι ἂν σωθοῦνε τὰ βόλια, μὲ κοτρῶνες τότε τοὺς ἄπιστους νὰ κυνηγήσετε. (ΦΕΥΓΕΙ) ΜΟΣΧΩ Λάμπη, Χάιδω, κοντά μου. Θὰ μοιράσουμε ψωμί καὶ βόλια σὲ ὅλες. Τούτη τὴν φορὰ ἡ μάχη μας δὲν εἶναι σὰν τὶς ἄλλες.Τὸ Σούλι πάει γιὰ λευτεριά ἤ γιὰ θάνατο (ΤΕΛΟΣ ΕΚΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ) ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ (ΙΔΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ) ΠΟΡΦΥΡΑ Τί πάθανε οἱ ἄντρες μας καὶ πάψανε τὸ ντουφεκίδι; ΘΕΙΑ-ΜΠΗΛΙΩ ΦΩΤΩ Γιὰ Μπὰς καὶ τοὺς κυκλώσαν οἱ Τουρκαλβανοί; μπὰς καὶ, μήτε νὰ τὸ συλλογιστῶ δὲν θέλω, τοὺς πιάσαν ζωντανούς; ΠΟΡΦΥΡΑ Πάψε,μὴν ΧΑΪΔΩ κακομελετᾶς! Ἔ, Καπετάνισσα, τί βλέπεις ἐκεῖ μακριά;βγάζεις νόημα νὰ πῇς καὶ σ’ ἐμᾶς τί γίνεται; ΜΟΣΧΩ Ἴσως νὰ ’χουνε σχέδιο νὰ ξεγελάσουν τὸν ὀχτρὸ πὼς τάχα φύγανε. Ἴσως πάλι… Ἀδερφάδες, οἱ ἄντρες μας θὰ σφάζονται κι ὁ Ἀλῆς θὰ πῆρε τὰ χωριά μας. Μπὰς καὶ θέλετε τὴν ζωή σας τρώρα πιά; Ἐγώ τὸ λέω : «Κάλλιο θάνατος, παρά σκλαβιά». Ἂς μὴν πέσουμε ζωντανὲς στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν. Ἂς ριχτοῦμε στοὺς ἄπιστους σὰν λύκαινες, τοὺς ἄντρες μας ἂν μποροῦμε νὰ σώσουμε, καθὼς καὶ τὰ χωριά μας. ΧΑΪΔΩ Δίκιο ἔχει ἡ καπετάνισσα. Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά! ΟΛΕΣ Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά! ΜΟΣΧΩ Πᾶρτε φυσέκια, κόρες μου κι ὁρμᾶμε . Νὰ δοῦμε πόσοι ἄντρες μας στέκουν ἀκόμη ζωντανοὶ, νὰ τοὺς ψυχώσουμε . Ἀπὸ μᾶς κρέμονται τούτη τὴν ὥρα. Νὰ τρέξουμε κοντά τους , νὰ εκδικηθοῦμε τοὺς νεκροὺς, νὰ
  • 73.
    γιατροπορέψουμε τοὺς λαβωμένους,νὰ δείξουμε στοὺς ἄπιστους πῶς πολεμάει τὸ Σούλι. Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά! ΟΛΕΣ Θάνατος κι ὄχι σκλαβιά! (ΤΕΛΟΣ ΕΒΔΟΜΗΣ ΟΓΔΟΗ ΣΚΗΝΗ ΣΚΗΝΗΣ) ΚΟΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΔΥΟ ΔΕΞΙΑ ΣΑΡΑΪ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΑΛΗΣ ΚΑΙ ΒΕΛΗΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΩΝ ( ΦΩΣ ΔΕΞΙΑ) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Σὰν νὰ γίνηκε ξαφνικὰ σεισμὸς πέσανε πάνω στοὺς στρατιῶτες μας τοῦτες οἱ μανιασμένες γυναῖκες! Ἐγέρασα, παιδί μου καὶ τέτοιο πράγμα δὲν ἔχω ματαδεῖ. ΒΕΛΗΣ Μὲ κραυγὲς καὶ λιθάρια ὁρμήσανε , σὰν νὰ τὶς γένναγε ἡ γῆς. Πάνω ποὺ λέγαμε πὼς πάει πιά, τὸ πήραμε τὸ Σούλι, ξεφυτρώσανε τοῦτα τὰ δαιμονικά καὶ χιμήξαν νὰ μᾶς φᾶνε! Τότε σὲ ἄκουσα νὰ λὲς… ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Σῶπα , γιέ μου καὶ ρεζίλι θὰ γενῶ. Ναὶ, τότε ἦταν ποὺ φώναξα τοῦ Ὀμὲρ:(ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ ) ( ΦΩΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ΛΙΑΚΟΣ «Τ’ ἄλογο, τ’ ἄλογο , Ὀμὲρ Βρυώνη, τὸ Σοὺλι ἐχίμηξε καὶ μᾶς πλακώνει».(ΓΕΛΟΥΝ ΟΛΟΙ ΔΥΝΑΤΑ ) ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ Ἂς βρισκόταν ἕνας ποιητὴς νὰ τὸ τραγουδήσῃ αὐτό, χαμένο νὰμὴν πάῃ. (ΓΕΛΟΥΝ ΟΛΟΙ ΔΥΝΑΤΑ . ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ) ( ΦΩΣ ΔΕΞΙΑ) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Μὰ αὐτὸ μὴν ἀκουστῇ , γιατὶ θὰ γελᾶνε μαζὶ μου οἱ Ρωμιοὶ ὅσο θὰ βρίσκονται πάνω στὴν γῆ ! Οὗλες οἱ Ρωμιὲς θὰ ’θελα ἕνα κεφάλι νὰ ’χανε , γιὰ νὰ τοὺς ταὄπαιρνα μεμιᾶς,μὲ τὴν χατζάρα. Τί ντροπὴ νὰ μᾶς τρομάξουν ἔτσι οἱ γυναῖκες! ΒΕΛΗΣ Μὰ αὐτὲς δὲν ἤτανε κανονικὲς γυναῖκες ! Ὁ Ἀλάχ νὰ μὴν καταραστῇ κανέναν νὰ δῇ γυναῖκες Σουλιώτισσες φρενιασμένες! Ἀκόμα τὶς βλέπω μπροστά μου νὰ μουγκρίζουν , νὰ οὐρλιάζουν, νὰ τὶς σκοτώνουμε μεῖς κι ἐκεῖνες νὰ ζωντανεύουν καὶ νὰ μᾶς δείχνουν τὰ δόντια τους, ἔτοιμες θαρρεῖς νὰ μᾶς κατασπαράξουν. Κι ἀπὸ πίσω νὰ τραβοῦν ὅσοι Σουλιῶτες μείναν ζωντανοί, μὲ καινούριες δυνάμεις , νὰ μᾶς χτυπήσουν. (ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ. ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΟΛΗ Η ΣΚΗΝΗ ΣΤΟΥΣ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ) ( ΦΩΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ Τὴν βλέπω ,ἀδέρφια , νὰ ὀρμάει μπροστά, σὰν ἄνεμοπς νὰ κυνηγᾶ τοὺς Τούρκους καὶ ταῆς φωνάζω: «Ἄντε , μωρὴ Καπετάνισσα,καὶ μοὔφαγες σήμερα τὴν δόξα». Καὶ τρέχω ξοπίσω της μ’ ὅσα παλικάρια βάσταγαν ἀκόμα. ΜΟΣΧΩ Φτάσαμε σ’ ἕναν πύργο ποὺ ’χε ταμπουρωθεῖ ὁ Κίτσος ὁ Τζαβέλλας μ’ ἄλλα δέκα παλικάρια. Φωνάζω τότες «Βαρᾶτε, βρὲ γυναῖκες, καὶ τὰ σκυλιὰ μᾶς παίρνουνε τὰ δέκα παλικάρια». Κι ἀκούγεται τότες ὁ Κίτσος «Βαρᾶτε νὰ
  • 74.
    γλιτώσουμε ἀπὸ τὸνὀχτρό, μὴ μᾶς ντροπιάσουνε οἱ γυναῖκες»! Μὰ ὅσο νὰ φτάσουμε κοντά καὶ νὰ διώξουμε τοὺς σκύλους , τὰ παλικάρια ὅλα νεκρὰ τὰ βρήκαμε στὴν γῆς. Μέτρησα τὶς πληγὲς τοῦ Κίτσου. Τὶς βρῆκα δεκαὲξ. Τόσα βόλια θανατερά ἔστειλα στοὺς Ἀρβανιτάδες ποὺ λακίζανε. Ἔπειτα γύρισα καὶ μὲ τὰ χέρια μου ἔθαψα αὐτὸν , τὰ παλικάρια του κι ὅσες κοπελιὲς χαθήκανε τοὺτη τὴν μέρα. Καὶ τὴν Πορφύρα ἀνάμεσά τους. Στὰ χέρια μου ξεψύχησε καὶ πρὶν πεθάνῃ, μοὺ ’πε πὼς βγῆκε τ’ ὄνειρο ποὺ ’δε τὸν ἀδερφό της. Τὴν λευτεριά μας δὲν τὴν χάσαμε, μὰ καὶ τ’ ἀδέρφια ἀνταμωθήκανε, ὅπως τὸ ’πε. ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ Ἀδέρφια, ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ Σουλιῶτες! Μπορῶ θαρρῶ νὰ πῶ ἕναν λόγο. Μίλησε, γέροντα, σ’ ἀκοῦμε! Ἴσαμε τώρα, οἱ ἄντρες μοναχά συναζώμαστε καὶ παίρναμε τὶς ἀποφάσεις. Μὰ ἀπὸ σήμερα λέω πὼς καὶ δυὸ γυναῖκες ἔχουνε θέση στὶς συγκεντρώσεις μας. Ἡ Μόσχω μὲ τὴν Χάιδω! Δίχως αὐτὲς μοῦ φαίνεται, Σούλι δὲν θὰ ὐπῆρχε. Λοιπόν, Σουλιῶτες, τί ἀποκρίνεστε; Δεκτὴ ἡ πρότασή μου; Καὶ μὲ τὸ παραπάνω, γέροντα. ΟΛΟΙ ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ (συγκινημένος , στρέφει στὴν Μόσχω) Περίμενες τέτοια τιμή, γυναίκα; Μὰ τί ἔχεις ,περιστέρα μου ,καὶ στέκεις λυπημένη; ΜΟΣΧΩ Ἀπ’ τοῦ παιδιοῦ μου τὸν καημό, τί ἄλλο νὰ μὲ βαραίνει; ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ Σύχασε ,Μόσχω μ’ καὶ ταχιὰ μαζὶ μας θὰ ’ν’ ὁ Φῶτος. Λύτρα πληρώσαμε ὅλοι μας καὶ στὸν Ἀλῆ τὰ στέλνω Καὶ τοῦ παιδιοῦ μας τὴν ζωὴ νὰ σώσῃ παραγγέλνω. ΧΑΪΔΩ Νὰ τος ,κυρά , κι ὁ Φῶτος σου καὶ φάνηκε στὴν στράτα. ΜΟΣΧΩ ( Χωρίς μιλιά τὸν πιάνει, τὸν χαϊδεύει καὶ τὸν σφίγγει στὴν ἀγκαλιά της. Ὑστερα τὸν γεμίζει φιλιά, ἐνῶ ὅλοι τραγουδοῦν : ΟΛΟΙ Ἐδῶ ’ν’ τὸ Σούλι τὸ κακό, ἐδῶ τὸ Κακοσούλι Ποὺ πολεμοῦν μικρὰ παιδιά, γυναῖκες δίχως ἄντρες Ποὺ πολεμᾶ ἡ Τζαβέλλαινα σὰν ἄξιο παλικάρι! Βαστᾶ φυσέκια στὴν ποδιά, καὶ μὲ τουφέκι σισανὲ ἐμπρὸς ἀπ’ὅλους πάει Τώρα νὰ δεῖτε πόλεμος , γυναίκεια τουφέκια…
  • 75.
    (ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ) 6-7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013 Ὄναρχος
  • 76.
    6ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΝΑΟΥΣΑΙΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΥΝΤΕΘΕΙΣΑΥΠΟ ΟΝΑΡΧΟΥ (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ(ΤΑΣΟΣ) ΓΕΡΟ-ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΤΣΟΣ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΑΟΥΣΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΟΥΣ ΓΙΩΡΓΗΣ –ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΜΑΝΤΗΣ ΕΒΡΑΙΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-130) ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Στιγμὲς ἡ μέρα πρὶν φανῇ κι ὁ Αὐγερινὸς τὸν Ἥλιο Μὲ τὸ μοναδικὸ του φῶς κοντά μας ὁδηγήσῃ Λένε οἱ γεροντότεροι πὼς τότε τὸ σκοτάδι Στὴν γῆ μας πέφτει πιὸ πηχτὸ κι ἀδιαπέραστο εἶναι. 5 Τούτη τὴν ὥρα τὸ λοιπὸν ἡ πλάση ποὺ ἡσυχάζει Ποὺ δὲν ἀκούγεται φωνὴ κι ἡ πρωινή δροσοῦλα Στὰ φῦλλα ἀπάνω κάθεται καὶ στοὺς κορμοὺς τῶν δέντρων Ποὺ κάθε πλᾶσμα ζωντανὸ ν’ ἀναπαυτῇ γυρεύει Πρὶν ν’ ἀρχινήσῃ ὁ μόχθος του γιὰ τὴν καινούρια μέρα 10 Ποὺ σὲ καθέναν ἄνθρωπο στὸ στρῶμα καθὼς κεῖται Στέκει ὁ Μορφέας πάνω του μὲ τὰ ὀνείρατά του 2014)
  • 77.
    Ἐδιάλεξα ν’ἀνταμωθῶ μὲφίλους ἀκριβούς μου. Ἔστειλα μήνυμα κρυφὰ στὸν Γερο-Καρατάσο Καὶ παλικάρι ἔτρεξε στὸν Ἀγγελῆ τὸν Γᾶτσο 15 Νὰ τοὺς εἰποῦν πὼς καρτερῶ καὶ νὰ τοὺς δῶ πὼς θέλω Ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη πρὶν ἡ αὐγὴ τὴν Κυριακὴ μᾶς φέρῃ Τὴν ἁγιασμένη ,τοῦ Θωμᾶ, τὸ τέλος ποὺ ὁρίζει Τῆς Μέγιστης τῆς ἑορτῆς γιὰ τὴν Χριστιανοσύνη. Ἂν καὶ γιὰ μᾶς τὸ φετεινὸ Πάσχα ἔχει σταματήσει 20 Στὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς ποὺ τὸν Χριστὸ σταυρῶσαν. Πατήσανε μὲ προδοσιὰ τὴν Νάουσα οἱ Τοῦρκοι Ἀφοῦ κάποιος τοὺς ἄνοιξε τ’ Ἅγιου Γιωργιοῦ τὴν πύλη. Τὸ αἷμα ἐχύθη ποταμὸς καὶ χύνεται ἀκόμη Στὴν ἔμορφη τὴν Νάουσα, καμάρι τοῦ Βερμίου 25 Ποὺ τὴν λαμπρύναν ὁπλουργοὶ , κλέφτες ,καπεταναῖοι Κι εἶχε πολλὰ προνόμια ἀπ’ τὴν Βαλιδὲ Σουλτάνα. ΓΕΡΟ-ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ Προνόμια Τοῦρκος ποὺ ’δωσε θηλιά εἶναι στὸν λαιμό μας. Ἄς εἶναι ἐτοῦτα μακριά, ἡ Λευτεριὰ μᾶς φτάνει! Σὰν τί μᾶς θὲς καὶ μᾶς καλεῖς ἀχάραγα νὰ ’ρθοῦμε 30 Ν’ ἀφήσουμε τὸ πόστο μας , ἄρχοντα Ζαφειράκη; Κι ἐγὼ κι ὁ Γᾶτσος τρέξαμε εὐθὺς στὸν ὁρισμό σου Γιατὶ εἴπαμε πὼς σοβαρὴ αἰτία σ’ ἀναγκάζει Νὰ βγῇς ἀπὸ τὸν Πύργο σου νὰ τρέχῃς στὰ σκοτάδια Καὶ νὰ μηνᾶς συνάντηση μ’ ἐμᾶς πὼς θὲς νὰ γίνῃ. ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΤΣΟΣ 35 Μὴν ἔμαθες ποιὸς πρόδωσε τὴν Νάουσα στοὺς Τούρκους Καὶ μᾶς ζητᾶς ἐκδίκηση νὰ πάρουμε γιὰ σένα;
  • 78.
    Μὴν ἔχεις κάποιαδιαταγὴ ποὺ ἄλλοι δὲν θὰ πρέπει Ναουσαῖοι νὰ ἀκούσουνε , ἔξω ἀπὸ μᾶς τοὺς δύο; Ὁ πόλεμος ἀφύσικο μὲς στὴν ζωὴ τ’ ἀνθρώπου 40 Κι ἀφύσικες καμιὰ φορὰ σκέψεις καὶ πράξεις κάνει Καθένας ποὺ στὰ δίχτυα του ὁ πόλεμος τὸν πιάνει. Ζ.Λ. Φίλοι, καλῶς ὁρίσατε , χαρά μου νὰ σᾶς βλέπω Τὴν ὥρα τούτη ποὺ στερνὴ γιὰ ὅλους μας μπορεῖ να΄ναι Κι ὄχι, δὲν τὸ ξεδιάλυνα τὴν πόρτα τ’ Ἅη-Γιώργη 45 Ἀπὸ ποιὸ χέρι ἀδερφικὸ βρῆκε νὰ τὸν προσμένῃ Ὀρθάνοιχτη ὁ Ἐμπού-Λουμπούτ καὶ πάτησε τὴν πόλη. Κι ἂν το ’ξερα , δὲν θα ’θελα Ἕλληνα νὰ σκοτώσω Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἀγαρηνὸς τὴν Νάουσα ἀφανίζει. Θὰ τὸν προστάτευα κι αὐτὸν , κι ἂς ἤτανε προδότης, 50 Ἀπὸ σπαθὶ ἐκδίκησης στοὺ ὄλεθρου τὴν ὥρα Καὶ σὰν γλιτώναμε κι οἱ δυὸ τοῦ Χάροντα τὰ δόντια, Στὸν λαὸ θὰ τὸν παρέδιδα , νὰ κάνῃ δίκαιη κρίση, Ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἄκουγε τὶς γνῶμες καὶ τῶν δυο μας. Μὰ ἐδῶ σᾶς κάλεσα γιατὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ σᾶς θέλω. 55 Γ.Κ. Ὁ λόγος σου εἶναι προσταγὴ γιὰ μᾶς , πὲς , τί γυρεύεις; Ζ.Λ. Πολλὲς γυναῖκες καὶ παιδιὰ μαζί μου εἶναι κλεισμένα. Θέλω νὰ βοηθήσετε νὰ βγοῦν , νὰ δραπετεύσουν Κι ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ , νὰ σώσουν τὴν ζωή τους. Α.Γ Τί θὲς νὰ καμωμεν ἐμεῖς αὐτὲς γιὰ νὰ γλιτώσουν 60 Μαζί μὲ τὰ παιδάκια τους; Πὲς μας καὶ θὲ νὰ γίνῃ. Ζ.Λ. Σὰν φύγουμε ὅλοι ἀπὸ δῶ στὰ πόστα μας νὰ πᾶμε, Τρεῖς θὲ ρίξω μπαταριὲς ἀπανωτὲς καὶ τότε,
  • 79.
    Σεῖς μὲ τὰπαλικάρια σας ψευτογιουροῦσι κάντε Πάνω στοὺς Τούρκους πέσετε μ’ ὅλην τὴν δύναμή σας 65 Νὰ τοὺς ἀπασχολήσετε , τὸν νοῦ νὰ μὴν τὸν ἔχουν Καθόλου ἀπὰ στὸν Πύργο μου. Τότε κι ἐγὼ θὰ ἀνοίξω Τὴν πόρτα κι ὅλες τους μαζὶ θὰ ἀφήσω γιὰ νὰ φύγουν Μήπως γλιτώσουνε αὐτὲς καὶ δὲν χαθεῖ ἡ γενιά μας. Εἶν’ ζωντανὴ ἡ Νάουσα καὶ μ’ ἕναν Ναουσαῖο 70 Γ.Κ. Ὄχι μὲ τόσες κοπελιὲς μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους. Ὁ λόγος σου εἶναι, ἄρχοντα , καλὸς καὶ τιμημένος. Χαρά σ’ ἐκεῖνον τὸν λαὸ ποὺ ὅλοι οἱ ἄρχοντές του Γιὰ αὐτὸν πασχίζουν , στὴν ἀρχὴ ὅποιος τους καὶ ἂν εἶναι. Ζ.Λ. Ἂν μὲ τὰ λόγια σου αὐτὰ θέλεις ἐμὲ νὰ ψέξῃς 75 Γιατὶ μακριὰ ἐξόριστο τὸν Μάμαντη ἔχω στείλει Καὶ μὲς στὰ σίδερα ἀρκετοὺς ἔχω ἀντίπαλούς μου, Μᾶθε μιὰ ὑποψία μου Γέρο μου Καρατάσο Ποὺ δὲν τὴν εἶπα ἀπ’ τὴν ἀρχή, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπον Τὸν νοῦ μας νὰ βαραίνουμε στὴν δύσκολη τὴν ὥρα, 80 Μόν’ πρέπει ὅλοι , σὰν γροθιά, στὸν Τοῦρκο νὰ ῥιχτοῦμε. Μὰ τώρα μὲ προκάλεσες καὶ θέλω νὰ μ’ ἀκούσῃς. Τέσσερις ,μοῦ ’παν οἱ φρουροί, ἄνδρες στὴν πύλη φτάσαν Καὶ μίλησαν μὲ τοὺς σκοποὺς γιατὶ ἤτανε γνωστοί τους. Τοῦ Μάμαντη ὁ ἀδερφὸς ἀνάμεσά τους ἦταν, 85 Αὐτὸς ποὺ ἐγὼ σᾶς ἄκουσα κι ἔβγαλα ἀπ’ τὸ μπουντρούμι. Μιλήσανε, γελάσανε, κρασάκι τοὺς κεράσαν, Κι αὐτῶν τὰ μάτια ἀπ’ τὸ πιοτὸ βαρύνανε καὶ κλεῖσαν. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἐμποὺ -Λουμποὺτ βρῆκε ἀνοιχτὴ τὴν πύλη.
  • 80.
    Δὲν μοῦ τὸβγάζετε ἀπ’ τὸν νοῦ πὼς ἀπ’ τὸν ἀδερφό του 90 Ἐκεῖνος ἔλαβε ἐντολὴ τὴν πόλη νὰ προδώσῃ. Γ.Κ. Γιὲ μου, τὸν λόγο μάζεψε καὶ κράτα τὸν θυμό σου Γιατὶ σὰν μάθει ὁ Ἀγαρηνὸς διχόνοια πὼς μᾶς τρώει, Ἀπ’ τὴν μεγάλη του χαρὰ τὰ χέρια του θὰ τρίβῃ. Δὲν εἶναι ἄλλη γιὰ τὸν ἐχθρὸ μέγιστη εὐτυχία 95 Ἀπ’ τὸ νὰ βλέπῃ ὅλους ἐμᾶς νὰ ’μαστε χολιασμένοι. Ἔτσι κι ἐκεῖνος εὔκολα, χωρὶς μεγάλο κόπο Ἀνθρώπους, σπίτια, μὰ καὶ βιὸς μὲς στὴν σκλαβιὰ θὰ ῥίξη. Ζ.Λ. Γιὰ τοῦτο εἶπα πρωτύτερα ὅτι καὶ τὸν προδότη Μὲς στῆς ἀντάρας τὴν φωτιὰ ἐγὼ θὰ ὑπερασπίσω. 100 Μὰ , θαρρῶ, τώρα εἶναι καιρὸς στὰ πόστα μας νὰ πᾶμε Καὶ τ’ ἄμοιρα τὰ θηλυκὰ ποὺ ἀπὸ ἐμᾶς προσμένουν Φροντίδα γιὰ τὴν ὕπαρξη αὐτῶν καὶ τῶν παιδιῶν τους Ὅσο καθένας μας μπορεῖ , φίλοι, νὰ τὰ νοιαστοῦμε. Α.Γ 105 Δὲν εἶναι ἀνάγκη , ἄρχοντα, τὸν λόγο νὰ σοῦ δώσω Πὼς γιὰ ὅλες τους θὰ εἶμαι ἐγὼ γονιὸς καὶ ἀδερφός τους. Εἶναι, βλέπεις, τὸ ταῖρι μου ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνες Κι ὁ λογισμός μου δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ μακριά τους. Ταχιὰ θὲ νὰ ’ρθω νὰ τὶς βρῶ , σὰν ἡ ἀντάρα πάψῃ Νὰ μάθω ἀπὸ τὶς κοπελιὲς τί ἀπόγινε ἡ καλή μου. 110 Μὰ τώρα φεύγω . Ἀργήσαμε κι ὁ πόλεμος θ’ ἀρχίσῃ Γ.Κ Δίκιο ἔχει, ἀφέντη, τὸ παιδί , κι ἂς εἶναι θολωμένο Ἀπ’ τὸν γλυκὸ τὸν ἔρωτα ποὺ ’χει γιὰ τὴν κυρά του. Στὴν θέση του ὁ καθένας μας γοργὰ πρέπει νὰ πάῃ Γιατὶ ἔχει ξημερώσει πιὰ κι ὁ πόλεμος κινάει.
  • 81.
    115 Ζ.Λ Ἄτυχαεἶστε , θηλυκά, στὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε. Κτήματα πρῶτα τοῦ γονιοῦ, τοῦ ἄντρα σας κατόπι, Ὁ ἕνας ποὺ σᾶς ἔθρεψε στὸν ἄλλον θὰ σᾶς δώσῃ Χωρὶς λόγο νὰ ἔχετε σεῖς γιὰ αὐτὸν ποὺ μὲς στὴν κλίνη Θὰ ὀργώσῃ τὸ κορμάκι σας μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι 120 Καὶ δυνατά, ὅλος ὁρμή, θὰ σκούξῃ μὲς στὴν γῆ σας Τὴν ὥρα ποὺ τὸν σπόρο του σ’ ἐκείνη θὲ νὰ ῥίχνῃ. Μέρα τὴν μέρα ἔπειτα ν’ ἀλλάζῃ τὸ κορμί σας Θὰ βλέπετε, ὅσο νιώθετε στὰ σπλάχνα ν’ ἀναδεύῃ Νέα ζωὴ , ποὺ γιὰ αὐτὴν θυσία θὰ γενῆτε. 125 Μὰ σὰν ἀρχίσῃ τὸ παιδὶ σὰν τὸ δεντρὶ ν’ ἀνθίζῃ Ἄλλος καημὸς στὰ στήθεια σας τὶς ῥίζες του θ’ ἁπλώνῃ. Νὰ μὴν πάρῃ τὴν κόρη σας Τοῦρκος μὲς στὸ χαρέμι Νὰ μὴν τοῦ γιοῦ σας τὸ κορμὶ ἡ σπάθα τοῦ τὸ κόψῃ. Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ πόλεμος ποὺ ἄντρες τὸν διαλέξαν 130 Γίνεται ὄλεθρος πικρὸς γιὰ σᾶς καὶ τὰ παιδιά σας. ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ(131-167: 36) ΑΙ ΓΕΝΝΑΙΑΙ ΠΑΣΑΙ Ὅλοι οἱ Ναουσαῖοι λέμε μ’ ἕνα στόμα πὼς Λευτεριὰ μᾶς πρέπει Ἔτσι τὸν Φλεβάρη στην Μητρόπολή μας δοξολογία ἐγίνη Δόθηκαν οἱ ὅρκοι , στοὺς πύργους καὶ στὶς πῦλες σημαῖες ὑψωθῆκαν Ἀπ’ τὶς τρεῖς τοῦ Μάρτη τοῦ εἴκοσι δύο ἡχοῦν τὰ καριοφίλια 135Καὶ μὲ Ζαφειράκη, Γάτσο, Καρατᾶσο τὸ πανηγύρι ἀρχίζει Τὴν Βέροια ἐκεῖνοι ν’ ἀπελευθερώσουν προσπάθησαν ματαίως Δώδεκα χιλιάδες Τοῦρκοι τοὺς χτυπήσαν ἀπὸ τὴν Σαλονίκη Μὲ τὸν διοικητή τους Μεχμέτ Ἐμίν ποὺ ὅλοι Ἐμποὺ Λουμποὺτ τὸν λένε
  • 82.
    Κι ὁ Μάμαντηςμαζί του ποὺ σὰν ἄλλος Ἱππίας μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἀντάμα 140Τὴν πόλη ποὺ τὸν γέννα μὲ τούρκικα ἀσκέρια ἦρθε γιὰ νὰ σκλαβώσει Καὶ δήμαρχος νὰ γίνει μὲς στὰ ἐρείπιά της δοτὸς ἀπὸ τοὺς Τούρκους Μαζί τους κι οἱ Ἑβραῖοι ἴσαμε ἑξακόσιοι ζητοῦν ἀπ’ τοὺς δυνᾶστες Τὸν δύσμοιρο λαό μας αὐτοὶ νὰ τοὺς ἀφήσουν ὡς σκλάβο νὰ πουλήσουν Σουλτανικὸ φιρμάνι ὁρίζει οἱ Τουρκαλᾶδες τὴν Νάουσα νὰ σβήσουν 145Πέτρα νὰ μὴν μείνει πάνω σὲ πέτρα λέει σ’ ὁλάκερη τὴν πόλη Γάτσος στ’ Ἀρκουδοχώρι κι ὁ Τᾶσος Καρατᾶσος μέσα στὸ μοναστήρι Δοβρᾶ τῆς Παναγίας χτυπᾶ γερὰ τοὺς Τοὺρκους πρὶν ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες Μὰ σήμερα τὸ τέλος · τ’ Ἀπρίλη εἴκοσι δύο κι οἱ Τοῦρκοι μὲς στην γῆ μας Ἡμέρα ἁγιασμένη, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ εἶναι, κατάφεραν νὰ μποῦνε 150Προδότη κάποιου χέρι τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ ἀφήνει στ’Ἅγιου Γιωργιοῦ τὴν πύλη Καὶ τὰ στενὰ γεμίζουν τῆς Νάουσας ἀπὸ αἷμα χυμένο ἀπ’τὰ παιδιά της. Σὲ κάθε σπίτι μάχη οἱ Ναουσαῖοι δίνουν , οἱ Τοῦρκοι μὴν περάσουν Καὶ ὁ Ζαφειράκης μ’ ἄλλους τετρακόσιους ἔσχατο ἀγῶνα δίνει Στὸν Πύργο του ὀρθὸς στέκει πολιορκημένος καὶ τοὺς ἐχθροὺς χτυπάει 155Σὲ μιὰ στιγμή τῆς μάχης ἀμάχους κατορθώνει κρυφὰ νὰ φυγαδεύσει Κι ἐμᾶς, δεκατρεῖς κόρες μὲ τὰ μικρά παιδιά μας, πρὸς τὸ βουνὸ στείλει Τρέχουμε σὰν τ’ ἀγρίμια μέσα στὰ καταρράχια σὲ ψήλωμα νὰ πᾶμε Γιατί, ἂν μᾶς πιάσουν Τοῦρκοι, ὁ θάνατος πιὰ θα΄ναι τὸ ἐλάχιστο γιὰ ὅλες Τρεχᾶτε, ἀδερφᾶδες μπροστὰ εἶν’ ἡ Ἀραπίτσα · στὰ μαῦρα τὰ νερά της 160Ποὺ ἀπὸ μικρὲς παιχνίδια κι ἀναστενάγματά μας ἐκεῖ εἴχαμε ἀκουμπήσει Ἐκεῖ καὶ τώρα ἴσως τὰ ἔρμα σώματά μας ἀνάπαυση νὰ βροῦνε Μακριὰ ἀπὸ τοῦ Τούρκου τὴν λύσσα καὶ τὸ μῖσος τὸ χέρι του ποὺ ὁπλίζει Ἐμπρὸς κόρες, κινᾶμε καὶ στὸ νερὸ τὸ κρῦο τὸν κόπο ποὺ ἀπαλύνει Τοῦ κάθε ἀποσταμένου μὰ καὶ κατατρεγμένου ἀπὸ ἄδικο καὶ κρίμα
  • 83.
    165Σ’ αὐτὸ ἂςἐμπιστευτοῦμε δική μας σωτηρία καὶ τῶν μικρῶν παιδιῶν μας Καὶ ἂν εἶναι γραμμένο κι ἐμεῖς καὶ τὰ μωρά μας στὴν μαύρη γῆς νὰ πᾶμε Ἂς εἶναι ἐδῶ σὲ μέρος γνωστὸ κι ἀγαπημένο ἀπ’ὅλες μας, κορίτσια. Α’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (168-321: 153) ΚΟΡΥΦΑΙΑ Σταθῆτε λίγο, κοπελιές, θέλω νὰ ξανασάνω Καὶ τὰ παιδιὰ κουράστηκαν κι αὐτὰ νὰ ξαποστάσουν 170 Κι οἱ ἄλλες ἐσεῖς οἱ νεότερες πάρετε μιὰν ἀνάσα, Ὅτι εἶν’ ὁ δρόμος μας μακρύς , δὲν βγαίνει μονοροῦφι. Α ΧΟΡΟΥ Δίκιο ἔχεις, μάνα, μὲ χαρὰ τὸν λόγο σου ἀκούω. Β ΧΟΡΟΥ Σὰν βγῆκα ἀπὸ τοῦ ἄρχοντα ὅ,τι εἶχε μόλις φέξει Ὁ Ἥλιος ἀνέβηκε ψηλά κι ἀνασασμὸ δὲν πῆρα. Γ ΧΟΡΟΥ 175 Καὶ πῶς νὰ πάρουμε, ἔρημη, ἔστω καὶ μιὰν ἀνάσα; Γύρω τριγύρω χαλασμός, φωτιά, κορμιὰ κουφάρια, Κι ἐμεῖς βαστῶντας τὰ παιδιὰ σφιχτὰ ἀπὸ τὸ χέρι Τρέχαμε μέσα στὸν χαμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω Γοργά πίσω ν’ ἀφήσουμε Χάρου τὸ χοροστάσι. Α ΧΟΡΟΥ 180 Ἔλεγα καὶ στὰ μάτια μου: Τὴν φρίκη ποὺ θωρεῖτε Πὼς εἶναι πέστε ὄνειρο, γιὰ νὰ τὴν ἀνεχθῇτε. Πηδοῦσα πάνω ἀπὸ νεκροὺς , τὰ πόδια μου στὸ αἷμα Ποὺ κύλαγε πάνω στὴν γῆ συχνὰ τσαλαβουτοῦσα
  • 84.
    Κι ἡ ἔννοιαμου ἦταν μοναχὰ μὴν λάχῃ καὶ σκοντάψω 185 Καὶ μείνω πίσω μοναχὴ κι ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου. Β ΧΟΡΟΥ Κι ἐγὼ ποὺ ἀναγκάστηκα νὰ πνίξω τὸ μωρό μου Πρὶν ἀπ’τὸν Πύργο ἔξω νὰ βγῶ, γιατὶ ἔτσι ὁ Ζαφειράκης Τὶς μωρομάνες διέταξε, μήπως κι ἀπὸ τὸ κλάμα Κι ἀπ’ τῶν μωρῶν μας τὶς φωνὲς μᾶς μυριστοῦν οἱ Τοῦρκοι 190 Καὶ πάει ὅλο τὸ σχέδιο γιὰ τὸ φευγιό μας στράφι! Πῶς τὸ ’κανα ἡ ἄτιμη αὐτό, ἐγὼ ἡ σκύλα Νὰ βάλω αὐτὸ τὸ χέρι μου στὸ στοματάκι πάνω Τοῦ σπλάχνου μου ποὺ ’χε ἀφεθεῖ γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου Κι ἐνῶ κοιμόταν ἥσυχο νὰ πάρω τὴν ζωή του; 195 Μὲ τί καρδιὰ ἀκολούθησα ὅλες ἐσᾶς καὶ βγῆκα Καὶ τρέχω τώρα στὰ βουνὰ γιὰ νὰ σωθῶ μονάχη, Ἐνῶ ὁ θάνατος μοῦ ’πρεπε τῆς φόνισσας τῆς μάνας; Κ Σύχασε, κόρη, καὶ δὲν φταῖς ἐσὺ γιὰ τὸ παιδί σου, Μήτε ἀπὸ μένα θ’ἀκουστῇ πὼς φταίει ὁ Ζαφειράκης. 200 Ἂν πέφταμε σ’ Ἀγαρηνοὺς ἀπ’ τῶν μωρῶν τὸ κλάμα Θὰ τὸ ‘βλεπες τὸ σπλάχνο σου φριχτὰ ξεκοιλιασμένο. Μπροστὰ στὰ μάτια σου ὁ ἐχθρὸς θὰ ’κοβε τὸ κορμί του Τὴν ὥρα ποὺ τὰ χέρια του θ’ἅπλωνε αὐτὸ σὲ ἐσένα Μὰ ἐσὺ θὰ ’σουν ἀνήμπορη τὸ τέκνο νὰ συνδράμῃς 205 Δεμένη ἀπάνω στὸ δεντρὶ μὲ ροῦχα ξεσκισμένα Καὶ τὸ κορμί σου μιὰ πληγὴ ὅλο αἵματα νὰ στάζῃ. Αὐτὰ , Κόρη, θὰ πάθαινες , ἂν τὸ μωρὸ λυπόσουν. Νέα εἶσαι, ὄμορφη πολύ, κι ἂν ὁ Θεὸς τὸ θέλῃ
  • 85.
    Σὰν σμίξῃς μὲτὸν ἄντρα σου , ἄλλο παιδὶ θὰ κάνῃς. 210 Μὴν κάνεις λάθος μοναχὰ κι ἂν βγῇ κι αὐτὸ ἀγόρι, Τοῦ σκοτωμένου σου παιδιοῦ τὸ ὄνομα τοῦ δώσῃς Ὅσες φορὲς θὰ τὸ καλῇς , μαρτύριο γιὰ σὲ θὰ εἶναι. Ἄκουσε αὐτὴ τὴν συμβουλὴ ἀπ’ τὴν γριὰ ἐμένα Ποὺ ὅλες σας σᾶς ξεγέννησα κι ὅλες σας σᾶς πονάω 215 Κι ἂς μὴν τὸ ἀξιώθηκα στὰ στήθια νὰ βυζάξω Παιδὶ δικό μου σερνικὸ, μὰ οὔτε καὶ θυγατέρα. ΧΟΡΟΣ Κι ἂν δὲν ἀπόκτησες παιδὶ, γιὰ ὅλες μάνα εἶσαι Καὶ νὰ τὸ ξέρῃς, ὅλες μας σὰν μάνα σ’ ἀγαπᾶμε Σὰν μάνα σὲ φροντίζουμε κι ὅσο στὸν κόσμο ζοῦμε 220 Δυὸ μᾶνες ἔχει ἡ καθεμιά, τὴν μάνα μας κι ἐσένα. Κ Εὐχαριστῶ σας ,κόρες μου, γιὰ τὸν καλό σας λόγο Μὰ σήμερα κατάλαβα πὼς ὁ καλὸς Θεός μας Μοῦ ’κανε δῶρο ποὺ ἄκληρη θέλησε νὰ μ’ ἀφήσῃ Γιατὶ σ’ αὐτὸν τὸν χαλασμὸ πίσω μου δὲν ἀφήνω 225 Νεκρὸ, ἀφοῦ τὸν ἄντρα μου χρόνια τὸν ἔχω χάσει. Μονάχα ἡ ἔγνοια μου γιὰ σᾶς στὸν κόσμο μὲ κρατάει Νὰ βλέπω τὰ βλαστάρια σας ποὺ βοήθησα νὰ βγοῦνε Γερὰ νὰ εἶναι καὶ δυνατὰ , νὰ πάῃ ἡ ζωὴ πιὸ πέρα Μ’ αὐτὰ κι ἐσεῖς νὰ ’στε γερές, νὰ χαίρετ’ ἡ καρδιά μου. 230 Α.Χ. Σωπᾶτε καὶ τηρᾶτε ἐκεῖ , γυναῖκες, ἕνας ἄντρας Τρεχᾶτος φτάνει πρὸς τὰ ἐδῶ , τί νέα νὰ μᾶς φέρνει; Χ Δέομαι νάν’ κάτι καλό, Χριστέ μου, ὅ, τι θ’ ἀκούσω Γιατί ἀπ’ τὰ τόσα φοβερὰ φαρμάκι εἶν’ ἡ καρδιά μου.
  • 86.
    ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Γυναῖκες, μαύρη συμφορὰμὲ στείλαν νὰ σᾶς φέρω! 235 Οἱ Τοῦρκοι σᾶς μυρίστηκαν, σᾶς πῆραν τὸ κατόπι, Ἔρχονται ὅλοι πρὸς τὰ ἐδῶ, μὴν κάθεστε, φευγᾶτε! Χ Ὦ ἡ δύσμοιρη, τί μοῦ ’μελε τὴν μέρα αὐτὴ ν’ ἀκούσω; Πίστεψα πώς, μὲς στὸν χαμὸ καὶ τὴν πολλὴν ἀντάρα, Στῆς μάχης τ’ ἀγκομαχητὰ ποὺ δίνουνε τὰ ὄρνια 240 Τὸ ’να μὲ τ’ ἄλλο ποιὸ ἀπ’ τὰ δυὸ τὴν νίκη θὲ νὰ πάρῃ, Ὁ Γύπας ποὺ μὲ πτώματα μονάχα και ψοφίμια Τρέφεται , μὰ εἶναι δυνατὸς καὶ τὸ γαμψό του ῥάμφος Στὴν σάρκα χώνει τοῦ Ῥωμιοῦ, ἤ τ’ Ἀετόπουλο ἴσως Ποὺ ’χει τὰ νύχια κοφτερά, στὰ βράχια ἀκονισμένα 245 Καὶ τὰ βουνὰ τοῦ τόπου μου ,Κλέφτης αὐτό, λαμπρύνει, Ἐγὼ , ἡ μικρούλα Πέρδικα, ἀθέατη θὰ περάσω Θὰ φτάσω πέρα ἀπ’ τὰ βουνὰ , θὰ σώσω τὴν ζωή μου Κι ὄχι γιὰ μὲ πὼς νοιάζομαι τάχα νὰ μὴν πεθάνω, Μὰ γιὰ τὸ ἄτυχο αὐτὸ ποὺ ἀπὸ ἐμὲ προσμένει 250 Νὰ τὸ βοηθήσω τὴν ζωὴ ποὺ τοῦ ’χω ἐγώ χαρίσει, Τὰ λάθη ἄλλων πληρώνοντας πρόωρα νὰ μην τὴν χάσῃ! Κ Μὰ πές μου, παλικάρι μου, πρέπει θαρρῶ νὰ μάθω, Τί γίνηκε στὴν Νάουσα, τὴν ἔρμη μου πατρίδα; Νικοῦν τὰ παλικάρια μας τοὺς ἄπιστους , ἤ μήπως… 255 Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸ σκεφτώ, ἡ πόλη ἔχει πέσει; Α Κανεῖς , Κυρούλα, ἄνθρωπος, ὅσο σκληρὸς κι ἂν εἶναι, Δὲν θέλει ἄγγελος κακῶν σὲ φίλους του νὰ γίνῃ.
  • 87.
    Ὡστόσο πρέπει νὰσᾶς πῶ, γιὰ τοῦτο καὶ μὲ στέλνει Σὲ σᾶς νὰ φέρω εἴδηση ὁ ἀφέντης Ζαφειράκης. 260 Νὰ σᾶς προλάβω διέταξε, ὅσο μακριὰ κι ἂν εἶστε Καὶ τὸ μαντάτο νὰ σᾶς πῶ, ἡ Νάουσα ἐχάθη! Χ Ἀλίμονό μου, ἀλίμονο ποὺ ὀρφάνεψα ἡ μαύρη Ὄχι ἀπὸ κύρη ἤ μάνα μου ἤ ἕνα ἄνθρωπο μόνο Μὸν’ χάνω τώρα μονομιᾶς ὅσους ἐγὼ ἀγαποῦσα! ΚΩΜΜΟΣ 265 (ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ ΕΙ,ΚΥΡΙΕ) Ἔχετε γειά , σὺ μάνα μου, ποὺ τὸ μνῆμα σου πιὰ δὲν ξαναβλέπω Πατέρα μου καὶ ἀκριβὰ ἀδέρφια μου, φεύγω τώρα γιὰ πάντα μακριά σας Καὶ πρόγονοι ποὺ ῥίζες εἴσασταν γιὰ μὲ, μοιάζω τώρα δεντρὶ ξεριζωμένο Δίχως ταίρι μὰ καὶ τέκνα ἀπέμεινα Μοναχή στὸν κόσμο στὸν κάμπο καλαμιά. 270 Φεύγω γιὰ πάντα , σπίτι μου, καὶ σ’ ἀφήνω στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν μου Δρομάκι μου κι ἀγαπημένη γειτονιὰ ὅπου ἔπαιζα παιδικὰ παιχνίδια Σᾶς χαιρετῶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια μου, θὰ σᾶς ἔχω βαθιὰ μὲς στὴν καρδιά μου Τώρα στοὺς γκρεμνοὺς μοναχὴ θὰ περπατῶ Σὰν ἀγρίμι μόνη στοὺς λόγγους σέρνομαι. 275 Ἡ Νάουσα , ἡ πόλη μου ποὺ ἀκουμπάει στὰ πόδια τοῦ Βερμίου Ἀπὸ Τούρκους γεμάτη εἶναι τώρα πιὰ ποὺ ῥημάζουν σὰν τὸν σεισμὸ τὰ πάντα Ὡς καὶ αὐτὸς ὁ ἀέρας ποὺ ἀνάπνεα φέρνει τώρα στὸν νοῦ τὴν μυρωδιά τους Βαρὺ πολὺ τώρα αὐτὸν στὰ σπλάχνα μου Κι ἂς μοῦ δίνει τὴν ζωή, μέσα νὰ βάζω. 280 Τὸ Βέρμιο μὲ τὰ νερὰ ποὺ κρυστάλλινα πότιζαν τὸν τόπο Τὸ βλέπω πιὰ μοναχά ἀπὸ μακριὰ κι εἶν’ ὑγρὴ γιὰ ἐτοῦτο ἡ μορφή μου Τὰ μάτια μου πηγὲς δακρύων γίνονται σὰν αὐτὲς ὅμοια τῆς Ἀραπίτσας
  • 88.
    Ποὺ ’δινε ζωὴκάποτε στὴν Νάουσα Μὰ αἶμα τῶν παιδιῶν της γέμισε σήμερα. 285 Ποτάμι μου ποὺ κάποτε μὲ τὴν στάμνα μου ἐρχόμουνα σὲ σένα Μὲ φίλες μου νερὸ νὰ πάρω δροσερὸ γιὰ τὴν λάτρα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ μου Καὶ ἄκουγες τὰ ὀνόματα τῶν ἀγοριῶν καθεμιά μας ποὺ εἶχε στὸ μυαλό της Ἀντὶ τῆς ζωῆς τότε ποὺ μᾶς ἔδινες Θάνατο, ὄχι χάρες , κρύβεις γιὰ ὅλες μας. 290 Εἶμαι πλέον ὀρφανή, γιατὶ ὅ, τι ἀγάπησα, (ΜΑΚΑΡΙΑ Η ΟΔΟΣ) Ἀπ’ τοῦ ἐχθροῦ μου τὸ σπαθὶ χάθηκε γιὰ μένανε. Ἀπὸ τὸν θρῆνο σας αὐτὸν νιώθω πὼς ὁ καημός σας Α Γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Νάουσας πολὺ μεγάλος εἶναι. Κ Δὲν χάσαμε ἕνα μοναχὰ χάνοντας τὴν πατρίδα 295 Παρά σὲ μιὰ μόνον στιγμή τὰ πάντα ἔχουμε χάσει. Α Δὲν χάσατε ὅμως τὴν ζωή, ἄρα καὶ τὴν ἐλπίδα! Κ Τί ἐλπίδα ἔχει ὁ πρόσφυγας καὶ τί ζωὴ νὰ κάνῃ; Α Πὼς ἴσως κάποτε ξανὰ στὰ πατρικά γυρίσῃ. Κ Λεύτερη ἤμουν στὸ σπίτι μου, πῶς νὰ γυρίσω σκλάβα; 300 Χ Καὶ λὲς ὁ Τοῦρκος σὰν μὲ δῇ πὼς δὲν θὰ μ’ ἀτιμάσῃ; Τὰ ξέχασες μὲ τὸν Ἀλὴ τοῦ τόπου μας τὰ πάθη; Κ Ἴδρωσε αὐτὸς τὴν πόλη μας δική του νὰ τὴν κάνῃ Μὰ , σὰν τὴν πῆρε , ὡς τὸ ψωμὶ πικρὸ γιὰ ὅλους ἦταν. Α Θυμοῦμαι , ἂν καὶ ἤμουν μικρὸς, πὼς γιὰ ὀχτὼ χρονάκια, 305 Χίλια ὀχτακόσια τέσσερα ὡς δώδεκα, ὁ τόπος Στέναξε κάτω ἀπ’ τοῦ Ἀλὴ τὸ φοβερὸ τὸ χέρι, Ὥσπου φιρμάνι ἔφτασε κι ἐκεῖνον ἐξορίζει Ἀπ’ τὴν Μακεδονία μας, στὴν Ἠπειρο τὸν στέλνει
  • 89.
    Γιατὶ ὁ Σουλτάνοςτρόμαξε ἀπὸ τὴν δύναμή του 310 Κ Ποὺ, ἂν λεύτερη τὴν ἄφηνε, θὰ ’πνιγε τὸ Ντοβλέτι. Καὶ τότε τράβηξε πολλὰ ἡ Νάουσα, καὶ ὅταν, Ὅπως τὸ λέγαν οἱ παλιοί, στὰ χίλια ἑφτακόσια Πέντε θαρρῶ πὼς ἤτανε, Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος 315 Φτάνει γιὰ παιδομάζωμα , νὰ φτιάσῃ γενιτσάρους. Ἡ πόλη ἀντιστάθηκε καὶ μὲ τὸν Καραδῆμο Τὸ σχέδιο ματαίωσε γιὰ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Α Αὐτὰ ποὺ τώρα ἔμαθα περήφανο μὲ κάναν Πολύ γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ μοῦ ’δωσαν ἀκόμη 320 Νὰ καταλάβω καθαρά γιατὶ ὅλες σας γιὰ κείνη Τόσο πονᾶτε ποὺ ’πεσε στοῦ Ὀθωμανοῦ τὰ νύχια! Κ Κάτι ἀκόμα θὰ σοῦ πῶ καὶ βάλτο στὸ μυαλό σου: Στὸν τόπος τοῦτο ποὺ πολλοὶ πὼς εἶν ’νομίζουν νέος, Ἄκουσα ἀπὸ ἕναν γέροντα πολὺ σοφὸ πὼς ἦταν 325 Στ’ ἀρχαῖα χρόνια ξακουστὴ σχολὴ τοῦ Ἀριστοτέλη Κι ἐδῶ μαθήτευσε μικρὸς ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας Μαζί μὲ τοὺς συντρόφους του, ποὺ ἑταίρους τοὺς καλοῦσε. Ἔτσι ἔλεγε ὁ παπποὺς αὐτὸς ποὺ ’χε πολλὰ γνωρίσει Καὶ μέσα στὰ πολλὰ αὐτὰ τὸν Ῥῆγα, ἔχεις ἀκούσει 330 Ποὺ οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐπνίξανε στὰ μέρη τῆς Σερβίας. Α ΣΤΑΣΙΜΟ(331-375: 44) ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ Γῆ μου πατρική, Πόθος ἤσουνα πάντα τῶν Τούρκων Ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀλὴ πασὰ 335 Ποὺ σὲ κέρδισε στην τρίτη ἐπίθεση.
  • 90.
    Δυὸ πρῶτα φορὲς Χίλιαἑφτακόσια ἑνενῆντα πέντε Καὶ ξανὰ τὸ ἐνενῆντα ὀχτῶ Μπρὸς στὰ τείχη σου τσακίστηκε γερά. 340 Κι ἔφτασε νὰ πεῖ: «Κι ἂν τὰ Γιάννενα μ’ ἔχουν γεράσει Τούτη ἐδῶ ἡ πόλη , ἡ Νάουσα Θὰ μοῦ πάρει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ κορμί. Ὥσπου τελικὰ 345 Σὲ κατέκτησε γιὰ λίγα χρόνια Στὰ χίλια ὀχτακόσια ἦταν τέσσερα Ποὺ στὴν πόλη μπῆκε μέσα νικητής. Δὲν σὲ χάρηκε Παρὰ γιὰ ὀχτὼ χρόνια μονάχα 350 Μιὰ καὶ τοῦ Σουλτάνου διαταγὴ Νὰ σὲ δώσει πίσω ὁρίζει στοὺς Γραικούς. Τόπε ἱερὲ Ὅπου δίδαξε ὁ Ἀριστοτέλης Τοὺς Ἑταίρους καὶ τὸν Ἀλέξανδρο 355 Σὲ μιὰ φύση ποὺ ἦταν ὅντως μαγική. Δάση θαλερὰ Καὶ νερὰ ποὺ ἀναβλύζουν κρῦα Τοὺς κατοίκους δίδαξαν πάντοτε Πρόθυμα γιὰ ἐτοῦτα νὰ θυσιαστοῦν. 360 Καὶ τὸ ἔπραξαν Σὰν στὰ χίλια ἑφτακόσια πέντε
  • 91.
    Μὲ τὸν Καραδῆμογιὰ ἀρχηγὸ Ἀντιστάθηκαν στὸ παιδομάζωμα. Κι ἂν τὸν σκότωσαν 365 Καὶ θανάτωσαν τοὺς δύο γιούς του, Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα οἱ Τοῦρκοι πιὰ Σταματήσανε νὰ παίρνουνε παιδιά. Εἴμαστε γιὰ αὐτὸ Γεμάτοι ὅλοι ἀπὸ περηφάνεια 370 Μιὰ κι ἔγινε αἰτία ἡ Νάουσα Νὰ γλιτώσει ἡ Ἑλλάδα ἀπ’ τὸ δεινό. Καὶ στὸν τόπο αὐτὸν Ποὺ ὡραιότερο ἄλλον δὲν ἔχει Θέλουμε νὰ ζήσουμε λεύτεροι 375 Ἤ νὰ πέσουμε ὅλοι πάνω του νεκροί. Β΄ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (376-536 : 160) Α.Γ Τρέχοντας ἔφτασα ὡς ἐδῶ, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα Ὄχι ἀπὸ κόπο ἤ κούραση, παρὰ ἀπ’τὴν ἀγωνία Πρῶτα νὰ δῶ ἄν τὸ σχέδιο ποὺ ’καμε ὁ Ζαφειράκης Καὶ ποὺ ἐκτελέσαμε πιστὰ ἐγὼ κι ὁ Καρατάσος 380 Δούλεψε στὴν ἐντέλεια κι ὅλες σας γερὲς εἶστε, Καὶ , δόξα νὰ ’χῃ ὁ Θεὸς, καλὰ πῆγε, τὸ βλέπω, Κι ἔπειτα κάτι θὰ σᾶς πῶ, κάτι θὰ σᾶς ῥωτήσω Γιὰ πρόσωπο πολὺ ἀκριβὸ γιὰ μένα, ποὺ ὁ καημός του Κάνει τὰ στήθεια τὴν καρδιὰ γοργὰ νὰ τὰ χτυπάῃ 385 Καὶ ποὺ ὁ νοῦς μου ὅλο σ’ αὐτὸ μερόνυχτα γυρνάει. Καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν ξέρετε, γυναῖκες νὰ μοῦ πεῖτε,
  • 92.
    Τὸ παλικάρι τοῦτοἐδῶ μπορεῖ καὶ νὰ γνωρίζει, Γιατὶ ἀπ’ τὴν Νάουσα ἔρχεται, τὸ βλέπω στὴν μορφή του Ποὺ ἀγριεμένη εἶναι πολύ, στὰ ματωμένα ῥοῦχα 390 Α Στὰ χέρια του καὶ στὸ σπαθὶ ποὺ μὲς στὰ αἵματα εἶναι. Δίκιο ἔχεις καπταν-Ἀγγελῆ με στέλνει ὁ Ζαφειράκης Νὰ εἰδοποιήσω τοῦτες δῶ νὰ φύγουν , νὰ γλιτώσουν, Τὶ οἱ Τοῦρκοι τὶς ἐπήρανε χαμπάρι πὼς ξεφύγαν Καὶ πίσω τους θὰ τρέξουνε , ὄχι γιὰ νὰ τὶς πιάσουν, 395 Παρὰ γιὰ νὰ τὶς κόψουνε, ἀφοῦ τὰ ἔνστικτά τους Σ’ αὐτὲς ποὺ εἶν’ἀπροστάτευτες μὲ βία τὰ ἐκτονώσουν. Χ Ἀλίμονό μου, ἡ δύσμοιρη, ἀλίμονό μου ἡ μαύρη Ποῦ θὰ σταθῶ , ποῦ θὰ κρυφτῶ, σὰν ὁ ἰσχυρὸς μὲ βλάφτῃ; Ποιὸς θὰ μὲ ὑπερασπιστῇ καὶ δίκιο θὰ μοῦ δώσῃ 400 Σὲ ξένο τόπο ὅπου κανεῖς ἐμὲ δὲν μὲ γνωρίζει; Ὡσὰν τὸ ψάρι σπαρταρῶ , σὰν τὸ πουλὶ στὸ δίχτυ Τοῦ κυνηγοῦ ποὺ καρτερᾶ μονάχα τὴν θανή του. Εὐτυχισμένες ὅσες πρὶν τὸν θάνατο ἀνταμῶσαν Σὲ μιὰ στιγμή κι ἀπότομα, χωρὶς νὰ τὸν προσμένουν. 405 Α.Γ Τὰ λόγια σας , κοπέλες μου , ξανάφεραν στὸν νοῦ μου Αὐτὸ ποὺ κυρίως μ’ἔσπρωξε νὰ ἔρθω ἐδῶ κοντά σας. Γιὰ τὴν γυναῖκα μου μιλῶ, τὴν ὄμορφη τὴν Πρώια Ποὺ ὡς ταῖρι, μάνα κι ἀδερφὴ ἐστάθηκε γιὰ μένα. Ἐγὼ , γιὰ δυστυχία μου, ἀπὸ μικρὸ παιδάκι 410 Στὴν βιοπάλη ῥίχτηκα καὶ γράμματα δὲν ξέρω. Ἔμαθα ἀπὸ τὴν ζωὴ μονάχα ἕνα πράγμα: Ἄνθρωπος ποὺ μεγάλωσε χωρὶς νὰ πάῃ σχολεῖο
  • 93.
    Μὲ ναυαγὸ εἶν’ὅμοιος στὴν μέση τοῦ πελάγου Τὴν ὥρα ποὺ τεράστια τὰ κύματα τὸν δέρνουν. 415 Μὰ ἐγὼ ὑπῆρξα τυχερὸς γιατὶ γνώρισα ἐκείνη Ποὺ βράχος στάθηκε γιὰ ἐμὲ καὶ γιὰ τὰ ἑφτὰ παιδιά μου, Τὶς πέντε κόρες καὶ τὸν γιό, καὶ τὸν Δημήτρη ἀκόμη Ποὺ ἔρημο καὶ μοναχὸ στὸ σπίτι μου τὸν πῆρα Κι ἴσα τὸν ἀγαπήσαμε μὲ τὸν μοναχογιό μας. 420 Ἂν γιὰ τὰ κάλη τοῦ κορμιοῦ γυναίκα μου τὴν πῆρα, Ἔρωτα ἔνιωσα γιὰ αὐτὴν γιὰ τὴν γλυκιὰ ψυχή της. Ἂν εἶναι ὅπως μᾶς τὰ λές, ἄξια πολὺ θὲ νὰ ΄ναι Χ Κρῖμα μονάχα ποὺ για αὐτὴν εἴδηση ἐγὼ δὲν ἔχω Ἄλλη, παρὰ πὼς ἔμεινε στερνὴ , μὲ τὶς γυναῖκες 425 Τῶν ὑπολοίπων ἀρχηγῶν κοντὰ στὸν Ζαφειράκη. Ἐσὺ τότε, λεβέντη μου, ποὺ ἤσουν μὲ τὸν ἀφέντη Α.Γ Θὰ εἶδες τί ἀπόγινε ἡ Πρώια ἡ ἀκριβή μου. Πές μου λοιπὸν, καλὸ νὰ ἰδῇς καὶ τὴν εὐχή μου νὰ ’χῃς Γιατὶ δὲν ἔχω πιὸ ἀκριβὸ ἄλλο νὰ σοῦ προσφέρω. 430 Α Νὰ ποὺ ’ῤθαμε στὰ δύσκολα· καὶ τῶρα τί νὰ κάνω; Πῶς τὴν ἀλήθεια νὰ τοῦ πῶ, πῶς νὰ τὴν ξεστομίσω Ποὺ τρέμω μὴ μοῦ σωριαστῇ ἀπ’ τὸν καημό του χάμω; Μακάρι νὰ μὴ γνώριζα τέτοιο σκληρὸ μαντάτο Ἤ νὰ μὴν λάχαινε σὲ μὲ γιὰ τοῦτο νὰ μιλήσω. 435 Α.Γ Τί μουρμουρᾶς μονάχος σου; Ἐγὼ; Τίποτα, ἀφέντη. Α Α.Γ Α Μὲ κοροϊδεύεις τώρα δά; Διόλου. Πῶς θὰ μποροῦσα;
  • 94.
    Α.Γ Πάντα μου ξενοδούλευακαὶ νὰ μὲ λὲς ἀφέντη; Α Ἀφέντη σὲ λογιάζουνε οἱ στρατιῶτες σου ὅλοι. Α.Γ 440 Α Γιὰ αὐτοὺς πατέρας στάθηκα κι ἀφέντης τους ποτές μου. Κι αὐτοὶ γιὰ τοῦτο σ’ ἀγαποῦν κι ἐγὼ μαζί τους εἶμαι. Α.Γ Ἀπάντησέ μου τὸ λοιπόν, τί ἔγινε ἡ καλή μου; Α Δύσκολο πρᾶγμα μὲ ῥωτᾶς καὶ νὰ σοῦ πῶ δὲν ξέρω Α.Γ Α Τί θὲς νὰ πῇς πὼς κάτι τὶς τὴν γλῶσσα μου κρατάει; Α.Γ Πὼς θὰ μιλήσῃς μιὰ χαρά, ἄσπρα στὸ χέρι ἂν πάρῃς. Α 445 Δὲν ξέρεις, ἤ εἶναι κάτι τὶς ποὺ σοῦ κρατᾶ τὴν γλῶσσα; Ἂν τοῦτες δῶ δὲν ἤτανε μπροστὰ αὐτὴ τὴν ὥρα Ὁ λόγος ποὺ ξεστόμισες ὁ τελευταῖος σου θὰ ’ταν! Δὲν εἶναι γιὰ τὰ χρήματα ποὺ δὲν σοῦ λέω κουβέντα Μὰ μακριὰ ἤμουν κι ἀπ’ αὐτὲς κι ἀπὸ τὸν Ζαφειράκη! 450 Κ Θέλει ἡ κυρά μας νὰ κρυφτῇ , μὰ ἀπ’ τὴν χαρά της σκούζει Κι ἐμάθανε τὶς πράξεις της ἡ γῆς κι ὁ κόσμος ὅλος. Α.Γ Κ Ὅτι τὸ παλικάρι μας ψέμα μεγάλο λέει! Α 455 Τί, μὲ τὰ λόγια σου αὐτὰ θέλεις νὰ πῇς, κυρά μου; Ψέμα ποτὲ δὲν ἔχω πεῖ ὡς σήμερα ποτέ μου! Κ Κι ὅμως τὰ ἴδια τὰ λόγια σου ψεύτη σὲ ἔχουν βγάλει. Μόνος σου δὲν μᾶς εἶχες πεῖ ὅτι ἀπ’ τὸν Ζαφειράκη Σταλμένος ἔχεις ἔρθει ἐδῶ μαντάτο νὰ μᾶς φέρῃς; Τώρα μᾶς λὲς πὼς μακριὰ στὴν μάχη ἀπ’αὐτὸν ἤσουν. Α.Γ 460 Μίλησε τώρα ἀληθινὰ καὶ πὲς ὅ, τι γνωρίζεις. Α Σὰν ψεύτης φανερώθηκα, θὰ πρέπει νὰ μιλήσω. Μὰ ὅτι τὸ ζήτησες ἐσὺ θυμήσου, καπετάνιε, Κι ὅτι ἐγὼ προσπάθησα μάταια νὰ τ’ ἀποφύγω .
  • 95.
    Κ Α 465 Πές τα μαςὅλα ἀπ’τὴν ἀρχή, τίποτα μὴν ξεχάσῃς. Σὰν φύγατε ἐσεῖς πρωί, πρὶν νὰ ἀνεβῇ ὁ ἥλιος, Ἄναψε μάχη φοβερὴ στὸν πύργο μας τριγύρω. Τοῦρκοι βαροῦν ἀπὸ παντοῦ κι ὁ ἔρμος Ζαφειράκης Κουράγιο ἔδινε σ’ ὅλους μας γερὰ νὰ πολεμᾶμε. Μὰ τὰ φυσέκια σώθηκαν καὶ τότε τὰ σπαθιά μας Ὅλοι χουφτιάσαμε γερὰ στὰ δυνατά μας χέρια. 470 Κι ἀφοῦ στὴν μέση βάλαμε γέροντες καὶ γυναῖκες, Τὴν πόρτα ξάφνου ἀνοίξαμε καὶ ῥίξαμε τὶς κάπες. Μὲ μπαταριὰ ταὶς δέχτηκαν τότες οἱ Τουρκαλᾶδες, Μὰ πρὶν προλάβουν τὰ ἄρματα νὰ τὰ ξαναγεμίσουν, Βγήκαμε ὅλοι μονομιᾶς κι ὁ χαλασμὸς ἀρχίζει. 475 Βαρούσαμε μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ πρὸς τὸ Βέρμιο ὅλοι Κινούσαμε δίχως κανεῖς γύρω του νὰ κοιτάζει, Μόν’ προχωρούσαμε γοργά, νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόλη . Μὲς στὴν σφαγὴ ἀκούσαμε γυναῖκες νὰ οὺρλιάζουν Κι ἤτανε οἱ Καπετάνισσες οἱ τρεῖς , ποὺ οἱ Τουρκαλάδες 480 Κατάφεραν , δὲν ξέρω πῶς καὶ ζωντανὲς ἐπιάσαν. Σκύβει καὶ μὲς στ’ αὐτὶ κρυφὰ μοῦ λέει ὁ Ζαφειράκης: «Βρὲς ἕνα τρόπο, βρὲ Γιωργῆ, ξοπίσω μας νὰ μείνῃς Καὶ τὶς γυναῖκες μας ἐσὺ νὰ τὶς ἐλευθερώσῃς». Κοντά ἤτανε μιὰ ἐκκλησιὰ· στὸ ἱερό της μπαίνω 485 Σηκώνω μία πλάκα του κι ἡ εἴσοδος ἑνὸς δρόμου Ποὺ μόνο οἱ κλέφτες ξέραμε , ἀνοίγεται μπροστά μου. Φόρεσα ῥοῦχα τούρκικα ποὺ’χαμε ἐκεῖ κρυμμένα Γιὰ κάποια ὥρα σὰν κι αὐτὴ , καὶ γύρισα στὴν πόλη.
  • 96.
    Τὸ τί εἴδανετὰ μάτια μου δὲν θέλω νὰ θυμᾶμαι! 490 Μὲς στοὺς καπνοὺς, στὰ ἐρείπια, δύο σταυροὶ στημένοι Ἕνας στὸν ἄλλο ἀπέναντι καὶ πλῆθος ἀπὸ κάτω Χάζευε τὶς κυράδες μας ποὺ ἤτανε κρεμασμένες. Τὴν Ζαφειράκαινα εἴχανε σταυρώσει ἀπὰ στὸν ἕνα Κι ἀντίκρυ εἴχανε τὴν κυρὰ τοῦ Γερο-Καρατάσου. 495 Τούρκικο πλῆθος κάτωθε τὶς φτύνει καὶ τὶς βρίζει Κι Ἑβραῖοι ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ ποὺ μὲ τοὺς Τούρκους ἦρθαν Στὸ ἐμπόριο τῆς Νάουσας τὴν θέση μας νὰ πάρουν. Κι ἡ Πρώια, τὸ ἔρμο ταῖρι μου, δὲν ἤτανε μαζί τους; Α.Γ Κι ἐκείνη ἤτανε ἐκεῖ , μὰ ὄχι σὰν τὶς ἄλλες. Α 500 Α.Γ Α Μοῦ λὲς πὼς ἦταν ζωντανή; Σ’ εὐχαριστῶ , Θεέ μου! Μὴν βιάζεσαι νὰ εὐχαριστῇς τὸν Κύριο, καπετάνιε, Πρὶν μάθῃς ποὺ, μὲ ποιὲς καὶ πῶς τὸ ταῖρι σου τὸ εἶδα. Βλέπει τὸ φῶς; Εἶν’ἀρκετό · τὰ ἄλλα γίνονται ὅλα. Α.Γ Α 505Α.Γ Α Τὸ βλέπει ἀπ’τὰ καφασωτά, τὸν φερετζὲ ντυμένη. Μὲ βία λὲς τὴν κλείσανε οἱ Τοῦρκοι στὸ χαρέμι; Μὲ τὴν δική της θέληση Τουρκάλα αὐτὴ ἐγίνη Γιατὶ φοβήθη τὴν ζωὴ γιὰ πίστη νὰ θυσιάσῃ. Α.Γ Ἡ Πρώια ἀλλαξοπίστησε; Στὸν νοῦ μου αὐτὸ δὲν μπαίνει. Ἐγὼ ποὺ καθημερινὰ σφαζόμουν μὲ τοὺς Τούρκους 510 Χ Δυὸ πρόσωπα εἶχα στὸ μυαλό: Τὴν Παναγιὰ κι ἐκείνη. Γιατὶ ὁ Γιωργῆς δὲν ἤθελε ξάστερα νὰ μιλήσῃ Καὶ λόγο ἀπὸ τὸ στόμα του τόσο πικρό νὰ βγάλῃ Καταλαβαίνω πιὰ καλά καὶ δίκιο θὰ τοῦ δώσω. Κανεῖς δὲν θέλει ἄγγελος κακῶν σὲ φίλους να ’ναι
  • 97.
    515 Ἰδίως σ’ ἀνθρώπουςποὺ ἐκτιμᾶ γιατὶ εἶναι παλικάρια. Τοῦρκοι, μοῦ πήρατε μεμιᾶς τὴν περηφάνια μου ὅλη Α.Γ Τώρα θὰ δοκιμάσετε ὅλοι σας τὴν ὀργή μου. Καλλίτερα τὸ ’χα αὐτὴν νὰ τὴν νεκροφιλήσω , Παρὰ τοῦτο ποὺ μοῦ ’λαχε κι ἀνθρώπους δὲν κοτάω 520 Φίλους κι ἀγαπημένους μου στὰ μάτια νὰ κοιτάω. Τί φταῖς ἐσύ, ὠρὲ Γᾶτσο μου , γιὰ σφᾶλμα μιᾶς γυναῖκας; Α Αὐτὴ ἦταν ἡ γυναῖκα μου, ἡ Πρώια ἐγὼ ἤμουν Α.Γ Πάμπλουτος ἔνιωθα μ’ αὐτήν, φτωχὸς χωρὶς ἐκείνη Καὶ τώρα μοῦ τὴν πήρανε καὶ μ’ ἔριξαν στὸν Ἄδη. 525 Μὰ τὸν χαμό της μάθετε , Τοῦρκοι, θὰ ἐκδικήσω Θὰ πέσω πάνω κεραυνὸς στὰ τούρκικα κεφάλια Κι ἀλίμονο σ’ Ὀθωμανὸ ποὺ θὰ βρεθῇ μπροστά μου, Εἴτε εἶναι γέρος, ἤ παιδί, ἀνήμπορος, γυναῖκα Μὲ τὸ αἷμα τους θὰ ἐκδικηθῶ τὸ κρῖμα ὅπου μοῦ κάναν. 530 Κ Ποιὸ κρῖμα κάναν, δύστυχε, σφᾶλμα τῆς κόρης ἦταν Ποὺ ’βαλε τούτη τὴν ζωή πιὸ πάνω ἀπ’τὴν ντροπή της. Κανεῖς γιὰ τὴν ἀγάπη μου ἄσχημο μὴν πῇ λόγο. Α.Γ Ἐκείνη ἀγία ἐπέθανε, ἁγνὴ καὶ τιμημένη Κι ἐμένα χρέος μου βαρὺ αὐτὴν νὰ ἐκδικήσω. 535 Α Ἡ πράξη τῆς γυναίκας του πολὺ τοῦ κακοφάνη. Ἐθόλωσε τὸ μάτι του φουρτούνιασεν ὁ νοῦς του. Πάω ,γυναῖκες, πίσω του μὴν κάνῃ καμιὰ τρέλλα. Β’ ΣΤΑΣΙΜΟ (537-575 : 38 Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩι) Στὴν ζωή του ὁ σκλάβος μόνο πίκρες θὰ δῇ Ὑποχείριο εἶναι τοῦ ἀφέντη του
  • 98.
    Ἀπ’ τὴν ὥραποὺ αὐτὸς θὰ ‘ῤθῇ στὸ φῶς. 540 Σὰν παιδὶ δὲν παίζει, μοναχὰ στὴν δουλειὰ Σκύβει μὲ τὸν βούρδουλα ἀπά στὸ σβέρκο του Μέρα-νύχτα καὶ ἀνάπαψη καμιά. Οὔτε στὸν Θεό του ὁ δοῦλος δὲν μπορεῖ Νὰ ἀφήσῃ τὸ πικρό του παράπονο 545 Ἂν ἀλλόθρησκο ἀφέντη ὑπηρετῇ. Ἡ ζωή ποὺ κάνεις , ἔρημέ μου Ῥωμιέ, Μοιάζει μὲ τοῦ σιταριοῦ στὶς μυλόπετρες Σὺ τὸ στάρι, πέτρες εἶναι οἱ δυνατοί. Ἀπ’τὴν μιὰ οἱ Τοῦρκοι ὁρκισμένοι ἐχθροί, 550 Οἱ Καθολικοὶ ἀπ’τὴν ἄλλη σὲ στίβουνε Καὶ ἂς εἶναι ὁμόθρησκοι, Χριστιανοί. Μὰ καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἔρχοντ’ ἀπὸ κοντά Κι ὅλοι στόχο βάλανε νὰ σοῦ φθείρουνε Ἱστορία, γλῶσσα καὶ πολιτισμό. 555 Κι ἂν τύχῃ κεφάλι καὶ σηκώσῃς ποτέ, Πέφτουν ὅλοι ἀπάνω σου νὰ στὸ κόψουνε Μὴν κι ἀπὸ τὴν δύναμή σου αὐτοὶ χαθοῦν. Τὰ καλλίτερά σου καὶ τὰ πιὸ δυνατὰ Τέκνα εἴτε σὲ δύναμη, εἴτε καὶ στὸν νοῦ 560 Νὰ τὰ πάρουν ἀπὸ ἐσένα προσπαθοῦν. Νὰ τὰ βάλουν θέλουν νὰ δουλεύουν γιὰ αὐτοὺς Τάζοντάς τους χρήματα , θέση, δύναμη, Δένοντάς τα μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γερά. Καὶ διπλὴ ἔτσι εἶναι τοῦ ἔθνους ἡ συμφορά.
  • 99.
    565 Τὰ πιὸ προικισμέναἀπὸ τὰ τέκνα μας Σῶμα καὶ μυαλὸ νὰ δίνουν στοὺς ἐχθρούς. Ἔτσι τὴν γυναῖκα του ὁ Γᾶτσος θὰ δῇ Ποὺ τὴν εἶχε στήριγμά του στὸν βίο του Νὰ τουρκεύῃ σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή. 570 Γιατὶ τὸ κεφάλι σήκωσε στὴν Τουρκιά, Καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμῃ τὴν σπάθα του Τέτοια τιμωρία πρέπει αὐτὸς νὰ βρῇ; Ἂν στὴν θέση ἐκείνης, Χριστέ, ἤμουν ἐγώ, Τὸν θάνατο διόλου δὲν θὰ λογάριαζα 575 Σὰν σ’ Ἐσένα καὶ στὸν Γᾶτσο ἤμουν πιστή. Γ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (576-701 : 125) Α Χ. Γυναῖκες , βλέπω χαμηλὰ δυὸ ἄντρες νὰ μιλᾶνε. Κ Πίσω ἀπ’ τὰ βράχια ὅλες σας, μὴ λάχῃ καὶ μᾶς δοῦνε, Κοίτα καλά, ἐσὺ, κόρη μου, κι ἂν τοὺς γνωρίζῃς πές μας. Α Χ. Τὰ πρόσωπα μοῦ εἶν’ ἄγνωστα, ἂν κι ἀπ’τὴν φορεσιά τους 580 Ἕνας Ῥωμιὸς μοῦ φαίνεται, κι ἄλλος Ἑβραῖος μοιάζει. Κ Οἱ Ἑβραῖοι μὲ Τούρκους πὰν’ κοντά. Ῥωμιὸς μ’ Ἑβραῖο παρέα Καλό δὲν θὰ ’ναι, κόρες μου. Ν’ἀκούσωμε τί λένε Ἴσως κάτι νὰ μάθουμε γιὰ τὴν ζωὴ ὁλωνῶν μας. Εἴμαστε ἀρκετὰ ψηλά, κι ἀκούγεται ἡ φωνή τους. 585 Πίσω ἀπ’τοὺς βράχους ὅλες σας , μὴν δίνουμε καὶ στόχο, Τὸ στόμα νὰ ‘χουμε κλειστό, τ’ αὐτί μας τεντωμένο. ΜΑΜΑΝΤΗΣ Ἐγὼ εἶπα τοῦ ἀφέντη μας ἀνθρώπους νὰ μὴν σφάξῃ Μὴν ἐρημώσῃ ἡ Νάουσα ἀπ’ ὅλους τοὺς Ῥωμιούς της.
  • 100.
    Τὸν Ζαφειράκη μοναχὰκι ὅσους ἐκεῖνος σέρνει, 590 Ἂν σκότωνε, ἦταν ἀρκετό, ἡσύχαζεν ὁ τόπος. Τώρα σὲ τόπον ἔρημο δήμαρχος πῶς νὰ γίνω; ΕΒΡΑΙΟΣ Αὐτὸ σὲ καίει, ἔρημε, κι οἱ συμπολίτες σου ὄχι. Ὅτι σὲ τόπο ἔρημο δήμαρχο σὲ διορίζουν. Μὰ ἐγώ δὲν πῆγα ξαφνικὰ νὰ τὸν παρακαλέσω Μ 595 Νὰ μοῦ χαρίσῃ τοὺς Ῥωμιοὺς σκλάβους νὰ τοὺς πουλήσω! Αὐτὸ μονάχα να ’βλεπα , χαρά θα ’χα μεγάλη. Ε Ἐσύ, ποὺ εἶσαι ἕνα μ’ αὐτούς, νὰ θὲς νὰ τοὺς σκλαβώσῃς! Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ τόπο μου Μ Φῶς φανερὸ ἐτοῦτο Ε Τὸν τόπο σου τὸν ἀγαπᾶς, τοὺς συντοπίτες σου ὄχι. 600 Ε Μ Μονάχα ὅσους ἐπήγανε μαζὶ μὲ τὸν ἐχθρό μου! Κι εἶναι ἐχθρός σου ὁ Ῥωμιὸς πιότερο ἀπὸ τὸν Τοῦρκο Ποὺ ’ῤθες μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς νὰ φᾶς τὸν Ζαφειράκη; Μ Δὲν τὴν γνωρίζεις , Ἀαρῶν, τὴν φάρα τῶν Ῥωμαίων. Γιὰ μᾶς χειρότερος ἐχθρὸς εἶναι ὁ ἀδερφός μας! 605 Ὁ ξένος δὲν νοιαζόμαστε τόσο ἐὰν τὴν γῆ μας , Τὸ βιὸς ἤ τοὺς ἀνθρώπους μας δικά του θὰ τὰ κάνῃ Μονάχα ἄλλος Ἕλληνας ἀνώτερος μὴν εἶναι Ἀπὸ ἐμᾶς. Τὸν φάγαμε μ’ ὅποιον μποροῦμε τρόπο! Ε Γιατὶ εἶστε αἰῶνες στὴν σκλαβιὰ τώρα καταλαβαίνω. 610 Κι ἂν ἔτσι συνεχίσετε, συμπάθειο ποὺ τὸ λέω, Κι ἂν κράτος κάνετε ποτέ, σκλάβοι θὰ εἶστε πάντα Ἐκειοῦ ποὺ τὴν διχόνοια θὰ σπέρνῃ ἀνάμεσά σας! Μ Κι ἐσεῖς κράτος δὲν ἔχετε κι ἂς εἶστε μονοιασμένοι!
  • 101.
    Ε Θαρρεῖς δὲν θὰτὸ κάνουμε, Μάμαντη; Οἰκτρὰ γελιέσαι! 615 Κ Ὁ Μάμαντης; Μὰ τώρα πιὰ ὅλα ξεκάθαρα εἶναι. Α Χ. Ἡ προδοσία τῆς Νάουσας ἀπὸ παιδί της ἦρθε · Β.Χ Ἀπὸ τοῦ Μάμαντη ἀδερφὸ ποὺ ἦταν στὴν πόλη μέσα Κι ἀπ’ αὐτὸν πῆρε ἐντολὴ τὴν πόρτα νὰ ἀνοίξῃ. ΓΧ. Νὰ βάλῃ μέσα τὴν Τουρκιά, στὸ αἷμα νὰ μᾶς πνίξῃ, 620 Ὁ ἀρχομανὴς ὁ Μάμαντης δήμαρχος γιὰ νὰ γίνῃ. Α Χ. Δὲν τον ἐθέλησ’ ὁ λαός, θὰ τόνε κάνῃ ὁ Τοῦρκος. Κ Πάψετε πιὰ ν’ἀκούσουμε τί λὲν καὶ παρακάτω. Ε Δὲν ἄκουσες τὸν λόγο μου; Ποῦ χάθηκεν ὁ νοῦς σου; Μ Ἄκουσα , μὰ σκεφτόμουνα τὸν σκύλο Ζαφειράκη 625 Αὐτὸν ποὺ μὲ ἐξόρισε πέρα στὴ Σαλονίκη Καὶ μοῦ θρονιάστη γιὰ καλά στῆς Νάουσας τὸν τόπο Πιστεύοντας πὼς πάει πιά, ἡσύχασ’ ἀπὸ μένα. Ε Ἔτσι νὰ τρώγεστε γερὰ σεῖς οἱ Ῥωμιοί , κι ὁ Τοῦρκος Νὰ κάθεται στὸ σβέρκο σας, νὰ τρώῃ σας τὸ μεδοῦλι, 630 Κι ἐσεῖς νὰ σκύβετε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν προσκυνᾶτε Γιατὶ συναμετάξυ σας τὸ μίσος κυβερνάει, Ἐνῶ ἀπ’ τὴν πατρίδα σας παίρνει ὅλα τ’ ἀγαθά της! Μ Ἐμεῖς τουλάχιστο ἔχουμε πατρίδα, ἐσᾶς ποῦ εἶναι; Ε Στὸ εἶπα καὶ πρωτύτερα, θὰ κάνουμε καὶ κρᾶτος! 635 Μὰ πρῶτα χρῆμα θέλουμε, γιὰ αὐτὸ πασχίζουμ’ ὅλοι, Μικροί, μεγάλοι, σερνικοί μὰ ἀκόμα καὶ γυναῖκες, Ὅλοι σὲ τοῦτον τὸν σκοπὸ δώσαμε τὴν ψυχή μας. Καὶ σὰν τὸ χρῆμα μπόλικο ἔχουμε στὸ κεμέρι, Δύναμη θὰ ’χουμε ἀρκετὴ νὰ φτιάσουμε πατρίδα.
  • 102.
    640 Γιὰ τοῦτο καὶζητήσαμε τοὺς Ναουσαίους γιὰ δούλους. Γερὰ ἔχουν μπράτσα κι ἀπ’ αὐτοὺς πολλὰ θὰ πάρουμε ἄσπρα. Μ’ αὐτὰ τὴν χώρα μας ἐμεῖς νὰ χτίσουμε ποθοῦμε, Κι ὅποιος ἐμπόδιο μᾶς σταθεῖ, ἀλὶ κι ἀλίμονό του. Εἶν’ στὸ ἐμπόριο οἱ Ῥωμιοὶ γερὰ πολὺ κεφάλια 645 Καὶ ὁ χαμὸς τους κέρδος μας ἐμπορικὸ θὲ νἀ ’ναι. Γιὰ τοῦτο νὰ σᾶς βγάλουμε πασχίζουμε ἀπ’τὴν μέση Ἀπὸ στυγνὸ ὑπολογισμὸ κι ἀπ’ἀντιπάθεια ὄχι. Ἔμεῖς, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸν βασικό σκοπό μας Καὶ δοῦλοι θὲ νὰ γίνουμε στὸν μέγιστον ἐχθρό μας. 650 Σεῖς πολεμᾶτε διαρκῶς κι ἔχετε μέγα κόστος Σὲ λαβωμένους καὶ νεκρούς, ἐρείπια κι ἀναπήρους. Ἡ Ἑλλάδα σας σὲ κόκαλα θὰ ’ναι θεμελιωμένη Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν Ἕλληνες γιὰ νὰ τὴν κατοικήσουν. Μ Ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ κόκαλα σὰν θὰ ’βγῃ τῶν Ἑλλήνων 655 Σκλάβα δὲν θὰ ’ναι πιὰ ποτέ, μὰ θὰ μεγαλουργήσῃ. Ε Ὡραῖα λόγια αὐτὰ ποὺ λές, μὰ πράξη πῶς θὰ γίνουν; Ἐσὺ πουλᾶς τὴν πόλη σου γιὰ ἐκδίκηση τοῦ ὀχτροῦ σου, Ὅπως τὸν λὲς, στὸν ἄπιστο ποὺ δοῦλο κι ἐσὲ θὰ ’χῃ, Χωρὶς νὰ δείχνῃς πὼς αὐτὸ κάπως σὲ ἐνδιαφέρει. 660 Πάνω ἀπὸ τὴν πατρίδα σου τὸ ἄτομό σου βάζεις. Ἐσὺ θὲς νὰ καλοπερνᾶς, οἱ ἄλλοι , δὲν σὲ νοιάζει Νὰ ζήσουν ἂν μπορέσουνε, κι ἂς εἶναι καὶ δικοί σου. Τόση ὥρα εἴμαστε ἐδῶ καὶ γιὰ τὸν ἀδερφό σου Ποὺ ἄδικα πῆγε στὴν σφαγή, λέξη καμιὰ δὲν εἶπες. 665 Μὲ τὴν δική σου ἐντολὴ τὴν πόρτα εἶχε ἀνοίξει.
  • 103.
    Γιατὶ κάτι δὲνἔκανες γιὰ νὰ τὸν προστατέψῃς; Μ Γιατί, ἂν σώνονταν αὐτὸς κι οἱ ἄλλοι σφάζονταν ὅλοι, Θὰ ’νιωθε ὁ κόσμος πὼς ἐγώ, ὁ δήμαρχός του ἤμουν Ὑπεύθυνος γιὰ τὸ κακὸ τὴν Νάουσα ποὺ βρῆκε. 670 Τώρα κανένας δὲν μπορεῖ κακὸ νὰ πῇ γιὰ μένα Ἡ συμφορὰ κι ἐμὲ χτυπᾶ , μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους. Ε Ἡ φάρα μου ἔχει πάνω της τὸ στῖγμα τοῦ προδότη Γιατὶ κάποτε τὸν Ἰησοῦ πρόδωσε ὁ Ἰούδας. Ἐσὺ ἔσφαξες τὸν ἀδερφό, τὸ αἷμα σου ἀρνήθης 675 Μονάχα γιὰ τὸ ἀξίωμα ποὺ ὁ ξένος θὰ σοῦ δώσῃ. Ποιὸς ἀπ’τοὺς δυὸ πιὸ μισητὸς στὸν κόσμο λὲς νὰ εἶναι; Φεύγω μακριά σου. Μίασμα κι ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις. Μ Ποτὲ δὲν μοῦ ἦταν ἀρεστή, Ἑβραῖε , ἡ συντροφιά σου. Ἐξ ἄλλου, ἐδῶ ποὺ ἔφτασα γιὰ τὸ δημαρχιλίκι 680 Κάθε ἀνθρώπου ἡ συντροφιὰ κίνδυνος πιὰ μοῦ εἶναι. Καιρὸς νὰ φεύγω. Οἱ Τοῦρκοι πιὰ κοντὰ πολὺ θὲ να ’ναι Θέλουν τὸ αἷμα τῶν Γραικῶν σὰν ποταμὸ νὰ χύσουν Καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ ’φυγαν , ἀφοῦ τὶς πιάσουν πρῶτα Κι ἐπάνω τους τὸ ἄχτι τους ξεσπάσουν στὰ γεμάτα, 685 Θὰ κομματιάσουν ὅλες τους κι ἔλεος δὲν θὰ δείξουν. Ἂς μὴν εἶμαι λοιπὸν κι ἐγὼ μπροστὰ τὴν ὥρα τούτη Μήπως τὸ μένος τους αὐτὸ ξεσπάσῃ καὶ σἐ ἐμένα Καὶ δὲν προλάβω δήμαρχος στὴν πόλη μου νὰ γίνω. Χ Ποτὲ δὲν τὸ περίμενα ἀπὸ Ἕλληνα ἐτοῦτο. 690 Ἡ μάνα του δὲν τοῦ ’δωσε γάλα ἀπὸ τὸ βυζί της , Παρὰ Τουρκάλα πῆρε αὐτὴ γιὰ ἐκεῖνον παραμάνα;
  • 104.
    Δὲν τὸν νανούρισεκι αὐτὸν ὅπως κι ἐμὲ ἡ δικιά μου Μ’ ἑλληνικὸ νανούρισμα, μ’ ἑλληνικὸ τραγοῦδι; Πῶς τὴν πατρίδα πρόδωσε ἐτοῦτος γιὰ ἐξουσία 695 Ποὺ ’ναι δοτὴ στὰ χέρια του ἀπὸ δυνάστη ξένο; Ἔρμη πατρίδα, τὰ παιδιὰ ποὺ σφάζονται γιὰ ἐσένα Ἂν ἤξεραν Μαμάντηδες πὼς θὰ σὲ κυβερνήσουν Πρὼτα αὐτοὺς θὰ σφάζανε καὶ ὕστερα τοὺς Τούρκους. Ἀπ’ τὸν ἐχθρὸ τὸν φανερὸ νὰ φυλαχτῶ τὸ ξέρω 700 Ποιὸς θὰ μὲ σώσῃ ἀπ’ ἀδερφοῦ τὴν προδοσιὰ κι ἀπάτη; Αὐτὸ ἂν κάποιος μοῦ ’λεγε, χάρη θὰ τοῦ χρωστοῦσα! Γ’ ΣΤΑΣΙΜΟ (702- 737 : 35 ) ΑΝΟΙΞΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ Δίχως λόγο πάντοτε μένω μπροστὰ στὴν Διχόνοια Κατάρα εἶναι μέγιστη γιὰ τὸν λαό μας, παιδιά, Στὸν καθένα μας σὰν τὸ ζιζάνιο εἶναι 705 Καὶ μέσα ἀπ’τὸ αἷμα μας αὐτὴ ἀναπτύσσεται. Ἀδέρφια ποὺ πάντοτε ἀγαπημένα τὰ βλέπαμε Αὐτὴ μεταμόρφωσε καὶ τὰ ’χει κάνει ἐχθρούς. Καὶ ὁ ἕνας τους πάνω στὸν ἄλλο ὁρμάει Κι ἐνῶ αὐτοὶ σπαράσσονται, χαίρεται ὁ ἐχθρός. 710 Νὰ, τώρα ὁ Μάμαντης τὸν Ζαφειράκη ἀντιμάχεται · Κι ἐκεῖνος τὸν ἔδιωξε στὴν Σαλονίκη μεμιᾶς Τὸν ἐξόρισε , τοὺς συγγενεῖς του ὅλους Σὲ μπουντρούμι ἀνήλιαγο κλείνει προοληπτικά. Μὰ πῶς ἐπανάσταση μισὴ νὰ γίνῃ στὴν Νάουσα; 715 Νὰ εἶναι τ’ ἀδέρφια μας κλεισμένα στὴν φυλακή , Ὅταν ὅλοι μας τὴν λευτεριὰ ποθοῦμε
  • 105.
    Γιὰ αὐτὴν σηκωθήκαμε,πιάσαμε τ’ ἄρματα ; Ἔτσι ἀποφασίσαμε κι ὁ Ζαφειράκης τοὺς ἔβγαλε Ὅλους ἀπ’τὴ φυλακή, πρὶν νὰ κινήσουνε 720 Καὶ στὴν Βέροια νὰ πᾶν οἱ ἀρχηγοί μας Ν’ἀρχίσουν τὸν πόλεμο γιὰ τὴν Ἐλευτεριά. Μὰ σὰν Τοῦρκοι ἔφτασαν μπροστὰ στὰ τείχη τῆς πόλης μας Κάποιο χέρι ἀδερφικὸ κρυφὰ μιὰ πύλη τοὺς ἄνοιξε Γιατὶ ὁ Μάμαντης κατὰ τοῦ Ζαφειράκη 725 Μίσος μέγα ἔτρεφε γιὰ τ’ ἀξιώματα. Καὶ νὰ τώρα ἡ Νάουσα γεμάτη Τοὺρκους νὰ βρίσκεται Σκλάβα ἐκεῖ ποὺ ἤτανε αὐτοδιοίκητη παλιά. Γέμισε νεκροὺς πάει χάθηκε τελείως Καὶ ὅσοι ἐγλίτωσαν , σὰν τ’ ἀγρίμια γυρνοῦν. 730 Ἐμεῖς πάλι μόνες μας κι ἀπὸ τὴν πόλη μας μακριά, Σέρνουμε μικρὰ παιδιὰ στὰ καταρράχια κρυφὰ Νὰ τὰ σώσουμε ἀπ’ τοὺς ἐχθροὺς μοχθοῦμε Μαζὶ μ’ αὐτὰ στὴν ζωή κι ἐμεῖς νὰ μείνουμε. Μὰ , ἂν ἀπ’τοὺς διῶκτες μας δὲν γίνεται νὰ ξεφύγουμε, 735 Νὰ τὸ ποτάμι μπροστὰ τ ’ ἀγαπημένο μας, Ποὺ τὰ σώματα ὅλων μας θὲ νὰ λάβῃ Μιὰ καὶ δίχως Λευτεριά, κάλλιο ὁ Θάνατος. ΕΞΟΔΟΣ (738- 817 : 79) ΒΧ Γυναῖκες, Τοῦρκοι ἔρχονται μ’ἄγριες διαθέσεις Ὁρμᾶνε στὸν ἀνήφορο κι ἀφροὺς ἔχουν στὸ στόμα, 740 Στὰ χέρια λάμπουν τὰ σπαθιὰ κι ὁ ἰδρώτας στὸ κορμί τους Κόκκινα ῥοῦχα ὅλοι φοροῦν ,μὰ δὲν μπορῶ νὰ ξέρω
  • 106.
    Ἂν εἶναι ἀπὸτὴν βαφὴ ἤ γίναν ἀπ’ τὸ αἷμα Τόσων ἀπὸ τὴν Νάουσα θυμάτων ποὺ ’χουν σφάξει. Χ 745 Νιώθω τὸ αἷμα ἀχνιστὸ νὰ ’ῤχεται στὰ ῥουθούνια Πιὰ ν’ ἀνασάνω δὲν μπορῶ, θαρρῶ πὼς θὰ μὲ πνίξῃ. Γοργὰ νὰ φύγουμὲ ἀπὸ ‘δῶ καὶ πιὸ ψηλὰ νὰ πάμε Πίσω ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὕψωμα ἴσως δικοὺς μας βροῦμε Κλέφτες μὲ τὰ χατζάρια τους νὰ μᾶς ὑπερασπίσουν. ΑΧ Γεννήθηκα ἀδύναμη, γεννήθηκα γυναίκα 750 Καὶ δὲν μπορῶ τὴν τύχη μου μόνη νὰ διαφεντεύω, Οὔτε κι ἐτοῦτο τὸ παιδὶ ποὺ ἀπὸ ἐμὲ προσμένει Τὸ στήριγμά του στὴν ζωή, μπορῶ νὰ βοηθήσω. Κ Κόρη, νὰ μὴν τὰ παρατᾶς στὴν δύσκολη τὴν ὥρα! Παράδειγμα εἶναι οἱ γονεῖς γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά τους 755 Ποὺ θὲ νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτοὺς στὰ δύσκολα τί κάνουν Ἥρεμα μπρὸς στὴν συμφορὰ ὅλες μας ἂς σταθοῦμε Κι ἄν ἴσως κάποιες ἀπὸ μᾶς τὸν θάνατο ξεφύγουν , Ὅσα παιδιὰ γλιτώσουνε, δικά τους ἤ ἀπ’ ἄλλες Ποὺ θὰ χαθοῦν μὲς στὸ κακὸ, νὰ τὸ ὑποσχεθοῦμε 760 Ὅτι θὰ τ’ ἀναθρέψουμε , μάνα δὲν θὰ τοὺς λείψῃ. Κινᾶμε ν’ ἀνεβαίνουμε, τριγύρω οἱ μανάδες Στὴν μέση ὅσες δὲν ἔχουμε παιδιὰ, μαζί μὲ ἐτοῦτα. Ἡ μάνα ,σὰν τὸ τέκνο της πρέπει νὰ προστατέψῃ, Πιὸ πάνω κι ἀπὸ λύκαινα τὴν βλέπεις ν’ ἀγριεύῃ. 765 Γιὰ τοῦτο κι οἱ μανάδες μας πρέπει νὰ μποῦν τριγύρω Κι ἀλίμονο εἰς τοὺς ἐχθροὺς ποὺ θὰ βρεθοῦν μπροστά τους. Γ.Χ Τηρᾶτε, ἀδερφάδες μου ἐκεῖ ψηλὰ στὴν ῥάχη
  • 107.
    Τοῦρκοι προβάλλουν καὶδαυλιὰ βαστοῦνε ἀναμμένα. Φωτιὰ θὰ βάλουν στὰ δεντρά, κι ὅλες μας θὰ μᾶς κάψουν. 770 Χ Πίσω σπαθιά, μπροστὰ οἱ φωτιὲς , τί θὰ γενοῦμε οἱ μαῦρες; Τὸ δίχτυ του ὁ κυνηγὸς γερὰ πάνω μας ῥίχνει Μᾶς πλησιάζει σταθερὰ κι ὁλοῦθε μᾶς κυκλώνει. Μονάχα ἂν εἴχαμε φτερὰ καὶ φεύγαμε στὰ οὐράνια Ἐλπίδα κάποια θὰ εἴχαμε θάνατος μὴν μᾶς ἔβρει. 775 Κ Χαϊδέψτε,κόρες, τὰ παιδιά, γλυκὰ σ’ αὐτὰ μιλάτε, Στὴν ἀγκαλιὰ ἡρεμῆστε τα καὶ νανουρίσετέ τα Χ Σχέδιο κάποιο διαφυγῆς μὴν σκέφτηκες, μητέρα; Κ Θὲ νὰ χαθῇ πρῶτα ἡ ψυχή, κι ἔπειτα ἡ ἐλπίδα. Ὄχι, κοπέλες, σχέδιο κανένα ἐγὼ δὲν ἔχω 780 Γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπ’ τὸν χαμὸ τὸ δύστυχο κοπάδι. Σκέφτηκα μόνο ὅτι μιὰ κι ὁ Χάροντας μᾶς μένει, Ἀξίζει νὰ διαλέξουμε ἐμεῖς πῶς θὰ τὸν βροῦμε. Πίσω μας ἔρχονται ἄπιστοι μὲ τὰ σπαθιὰ στὰ χέρια, Καὶ ἄλλοι πάλι μὲ φωτιὲς μᾶς κόβουνε τὸν δρόμο. 785 Χ Ἄλλο δὲν μᾶς ἀπόμεινε, παρὰ τὸ μονοπάτι Ποὺ πάει ἴσια καὶ μπροστά, κατὰ τὴν Ἀραπίτσα. Μὰ ἐκεῖ ῥουμάνι καὶ γκρεμὸς καὶ γλιτωμὸ δὲν ἔχει. Κ Γιὰ γλιτωμὸ δὲν μίλησα, γιὰ ἔντιμη θανὴ μόνο. Χ Ἀλίμονό μου ἡ δύστυχη, πῶς τὸ κακὸ ν’ἀντέξω; 790 Κ Σὰν Ναουσαία περήφανη, σὰν γνήσια Ἑλληνίδα. Ὡς τώρα μοναχὰ ψαλμοὺς στὰ χείλη εἴχαμε ὅλες, Μὰ μὲ τραγούδι τὴν ζωὴ νὰ χαιρετᾶμε ἀξίζει. Πιάστε το , θυγατέρες μου, πιάστε το , ὡρὲ γυναῖκες,
  • 108.
    Γιὰ νὰ μᾶςβλέπει ἡ Τουρκιὰ κι ἀνήμπορη νὰ στέκῃ. 795 Λαὸς ποὺ ἐμπρὸς στὸν θάνατο χορό, τραγούδι στήνει Καὶ τὴν ζωὴ ἀποχαιρετᾶ σὰν νὰ ’χῃ πανηγύρι, Θὰ ζῇ καὶ θὰ μεγαλουργῇ μέσα εἰς τοὺς αἰῶνες. Κι ἕνας μονάχα Ἕλληνας στὸν κόσμο ν’ἀπομείνῃ Ἡ Ἑλλάδα θὰ ’ναι ζωντανή, ἡ Ἑλλάδα δὲν θὰ σβήσῃ. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΞΑΚΟΥΣΤΗ) ΧΟΡΟΣ (ΣΕ ΚΑΘΕ ΔΙΣΤΙΧΟ : Α ΣΤΙΧΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑ, ΜΕΤΑ ΧΟΡΟΣ ,Β ΣΤΙΧΟΣ ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ 800 Πιάστε τὰ χέρια ὅλες μαζὶ ,γυναῖκες Ναουσαῖες Πόσο εἶστε ὅλες δυνατὲς δείξετε καὶ γενναῖες. Δὲν ἀπομένει πιὰ γιὰ μᾶς ἄλλη ζωὴ νὰ ζοῦμε Σὰν λεύτερες δὲν εἴμαστε, τοῦ Χάρου θὰ δοθοῦμε Μᾶς ἔστειλε ἡ Διχόνοια ὅλες στὸν κάτω κόσμο 805 Μὰ νὰ φυτέψετε γιὰ μᾶς ἕνα κλωνάρι δυόσμο. Γιατὶ εἴμαστε ὅλες δροσερές, νέες ,μικρὲς μανάδες Ποὺ οἱ Τοῦρκοι μᾶς στριμώξανε μὲσα σὲ συμπληγάδες. Φεύγουμε τώρα ἀπ’τὴν ζωὴ μαζὶ μὲ τὰ παιδιά μας, Δίχως γιὰ τοῦτο νὰ ’χουμε πόνο μὲς στὴν καρδιά μας. 810 Στῆς Ἀραπίτσας τὸ νερὸ ποὺ στὸν γκρεμὸ κυλάει Μὲ θέλησή της καθεμιὰ ἀπὸ ἐμᾶς θὰ πάῃ Τὸ σῶμα της θὰ ῥίξῃ ἐκεῖ μέσα στὸν καταράχτη Ἀπὸ τοῦ Τούρκου τὴν ὁργὴ σπρωγμένη καὶ τὸ ἄχτι. Πατρίδα μου σὲ χαιρετῶ, πονῶ πολὺ γιὰ σένα 815 Ποὺ μένεις σκλάβα πάλι ἐσὺ μέσα σὲ χέρια ξένα. Μά, ἂν σήμερα πεθαίνουμε σκλάβοι οἱ Μακεδόνες Ἐλεύθεροι θὰ μένουμε πάντα μὲς στοὺς αἰῶνες. ΔΙΣ )
  • 109.
    7ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΝΙΚΗΤΑΣ ΟΦΤΩΧΟΣ ΗΡΩΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (τυφλός, γέρος, λίγο πριν πεθάνει) ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (Δρόμος στὸν Πειραιᾶ , μπροστὰ ἀπὸ ἑκκλησία. Ἄνθρωποι , ἄλλοι μὲ ἑλληνικές, ἄλλοι μὲ εὐρωπαϊκὲς ἐνδυμασίες. Ἀνάμεσά τους ἐμφανίζεται ὁ Νικηταράς, ῥακένδυτος καὶ τυφλὸς. Φαίνεται πὼς μετρᾶ τὰ βήματά του μέχρι νὰ φτάσει στὸ πεζούλι τῆς ἑκκλησίας, ὅπου καὶ κάθεται. Οἱ περαστικοὶ τοῦ δίνουν τὸν ὀβολό
  • 110.
    τους μέσα σὲἕνα τσίγκινο τάσι ποὺ βρίσκεται μπροστά του. Ἐκεῖνος, ἂν καὶ τυφλός, νιώθει τὴν κίνηση κάθε ἀνθρώπου καὶ ἀναστενάζει μὲ τὴν κατάντια του. ) ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ (Ἄντρας μὲ κουστοῦμι καὶ ἡμίψηλο καπέλο. Στέκει μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἥρωα, τὸν παρατηρεῖ σὰν νὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν θυμηθεῖ.) (κατ’ἰδίαν) Μὰ αὐτὸς… (Περνᾶ μπροστά του καὶ καθῶς προσπερνᾶ ἀφήνει νὰ τοῦ πέσει ἕνα πουγγί μὲ χρήματα ) ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Παλικάρι, κάτι σοῦ ἔπεσε . ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ (Ἀμήχανα) ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἐμένα; Ναί, ἐσένα! Ὀρῖστε! ( Σκύβει , πιάνει τὸ πουγγί, καὶ τὸ ἐπιστρέφει στὸν κάτοχό του. ) Μὲ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ συγχωρεῖτε, σεῖς δὲν εἶστε ὁ στρατηγὸς Νικήτας Σταματελόπουλος; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ὁ ἴδιος! ( Ἐμφανίζεται στὴν ἄκρη τῆς σκηνῆς ὁ Μακρυγιάννης καὶ παρακολουθεῖ ὅσα γίνονται) ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ Καὶ βρίσκεστε ἐδῶ; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ Μά, Ἀπολαμβάνω τὴν ἐλεύθερη πατρίδα. ἐδῶ τὴν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στὸν δρόμο; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιὰ νὰ ζῶ καλά , ἀλλὰ ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ παίρνω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πῶς ζεῖ ὁ κόσμος. ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ Στρατηγέ, θὰ ἤθελα νὰ κρατήσετε αὐτό. Εἶναι ἡ κάρτα μου ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ Τί νὰ τὴν κάνω, ἄνθρωπέ μου; Δὲν θέλω νὰ μὲ παρεξηγήσετε, μὰ, ἂν χρειαστεῖτε ὁτιδήποτε…, ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ( Τὸν διακόπτει ὀργισμένος) Δὲν πρόκειται νὰ χρειαστῶ τὸ παραμικρό! Ἡ Πατρίδα φροντίζει ὅλους τοὺς πολίτες της ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες καθενός! Πᾶρε κι αὐτό! Δὲν μοῦ χρειάζεται! ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ( Παίρνει τὴν κάρτα του καὶ φεύγει ) ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἔρμη πατρίδα , ποῦ κατάντησες! Νὰ γελᾶ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη σου κάθε ψαλιδόκολος , κάθε ἀπόλεμος, κάθε τσιτσιφιόγκος! ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Γιατὶ τά ’βαλες μὲ τὸν ἄνθρωπο , ἀδερφέ; Νὰ σὲ βοηθήσει ἤθελε!
  • 111.
    ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἄσε με ἀπὸκεῖ , ὠρὲ Γιάννη! Ποιὸς τοῦ τὸ ζήτησε; Κανέναν δὲν ἤθελε νὰ βοηθήσει! Νὰ μοῦ δείξει μονάχα πὼς δίχως αὐτοὺνους τίποτα δὲν κατορθώνουμε. Ἀπὸ τὸ Ναβαρίνο καὶ μετά, σὲ κάθε εὐκαιρία ὅλο τοῦτο μᾶς τσαμπουνᾶνε. Πὼς τὴν λευτεριὰ μονάχοι μας εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ τὴν κερδίσουμε! Πὼς μᾶς τὴν ἐχαρίσανε καὶ πὼς τοὺς τὴ χρωστᾶμε. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Καὶ δὲν ἀνοίγουμε, ὡρὲ Νικήτα, τὴν πουκαμίσα, νὰ τοὺς βάλουμε νὰ μετρήσουνε τὶς πληγές μας; Μὲ ἐσένα κι ἐμένα μοναχά θὰ ἀρχίζανε σήμερα καὶ μήτε ὡς αὔριο δὲν θὰ τελειώνανε! ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἂν καὶ οἱ δικές μου δὲν εἶναι μοναχὰ ἀπὸ τούρκικο σπαθί. Πῆρα κι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους τὰ παράσημά μου! Πολέμησα μὲ τοὺς Ῥώσους, τοὺς Φράγκους καὶ μὲ τοὺς Ἄγγλους ἀκόμα. Κι ἄλλοι πολλοί Ἕλληνες μαζί μου. Καὶ ποιὰ ἦταν τὰ χαΐρια μας; Μᾶς κυνηγῆσαν οἱ Τοῦρκοι , περάσαμε στὴ Ζάκυνθο , μπήκαμε στὴν ὑπηρεσία τῶν Ῥώσων. Μᾶς ἔστειλαν εὐτοῦνοι στὴν Ἰταλία νὰ βαρέσουμε τοὺς Γάλλους, ἐπήγαμε! Μὰ χάσαν τὸν πόλεμο οἱ Ῥῶσοι καὶ γυρνῶντας στὴν Ζάκυνθο βρήκαμε τοὺς Φράγκους νὰ τὴν κατέχουν. Μπήκα λοιπόν στὴν ὑπηρεσία τῶν πρώην ἀντιπάλων μου. Ἀργότερα, τοὺς ἄφησα γιὰ νὰ πολεμήσω μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου καὶ τὸν θειὸ μου στὸ πλευρὸ τῶν Ἄγγλων καὶ χτυπήθηκα μὲ παλιούς μου συμπολεμιστές ποὺ παρέμειναν ὑπὸ τὰ γαλλικὰ ὅπλα. Μόλις ὅμως οἱ Ἄγγλοι ταχτοποίησαν κατὰ τὰ συμφέροντά τους τὸν πόλεμο, διέλυσαν τὰ τάγματά μας ὡς ἄχρηστα. Κι ὁ θειός μου, μαγκιόρος στὰ συντάγματά τους, ἔγδερνε μοσχάρια γιὰ νὰ ζῇ τὴν φαμελιά του. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Κι ὅμως! Ἂν δὲν ἦταν τὸ Ναβαρίνο, ὁ Μπραΐμης θὰ μᾶς εἶχε κάνει μὲ τὰ κρομμυδάκια! Ποιὸς ἄλλος , ἔξω ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους, μποροῦσε νὰ τόνε κάνει ζάφτι; Ὁ μπάρμπας σου μήπως; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Νὰ ἀφήσεις τὸν Γέρο ἥσυχο! Ἂς ὄψονται ἐκεῖνοι ποὺ τὸν φυλακίσανε, ὅταν οἱ Ἀραπᾶδες καίγανε τὴν Κάσο καὶ τὴν Κρήτη καὶ βγαίνανε στὸν Μωριὰ χειμῶνα καιρό. Τὸ ξερό μας τὸ κεφάλι καὶ ἡ διχόνοια μας κοντέψαν νὰ μᾶς ἀφανίσουν! ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Τί ντροπή, ἀλήθεια! Πῶς τὸ κάναμε αὐτὸ τὸ κακό, ἀδερφέ, νὰ μποῦμε οἱ Ῥουμελιῶτες στὸν Μωριᾶ σὰν ὀχτροί! Νὰ τιμωρήσουμε τάχα τὴν ἀπειθαρχία σας στοῦ γκουβέρνου τὶς ἐντολές! Καὶ φέραμε πιότερο κι ἀπ’ τοὺς Τούρκους χαλασμό! Πάλι καλὰ ποὺ ἤρθανε οἱ Βαυαροὶ κι ἡσύχασε ὁ τόπος. ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Σὰν νεκροταφεῖο! ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Τί λὲς ἐκεῖ; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τὴν ἀλήθεια! Τὴν ἡσυχία ποὺ μᾶς ἔφεραν τῶν Δυνάμεων οἱ ἐκλεκτοί, μονάχα σὲ νεκροταφεῖο τὴν βρίσκεις.
  • 112.
    ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Σῶπα ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ , Νικήτακι ἴδρωσα νὰ τοὺς πείσω νὰ σὲ ἀφήσουν! Τὰ βλέπεις , ὠρὲ Γιάννη ποὺ ’ρχεσαι στὰ λόγια μου; Γιὰ τούτη τὴν Πατρίδα πολεμήσαμε; Γιὰ νὰ ’ναι οἱ ἀγωνιστὲς διακονιαραῖοι καὶ τοὺς μισθοὺς νὰ παίρνουν Εὐρωπαῖοι; Γιὰ νὰ ’ρχονται τοῦ Ὄθωνα στρατιῶτες καὶ ν’ ἀπομένουν ἄνεργοι οἱ πατριῶτες; Κι ὁ χτεσινὸς τ’ Ἀλήπασα ὁ γιατρὸς νὰ μᾶς μοστράρει γιὰ πρωθυπουργός; Γιὰ αὐτὸ σοῦ λέω: Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Πατρίδα ποὺ ὀνειρεύτηκα! Δὲν ἔχυσα τὸ αἷμα μου γιὰ τούτη τὴν Ἑλλάδα. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Ἔλα τώρα , Νικῆτα! Μὴν συγχύζεσαι ἄλλο! Ἂς πηγαίνουμε σιγὰ - σιγὰ στὸ σπίτι. Θὰ σοῦ παίξω και ταμπουρᾶ! Καλὰ θὰ περάσουμε! ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Βαυαρῶν Μέχρι τὴν ἄλλη Παρασκευή, ποὺ οἱ σπλαχνικοὶ ὑπάλληλοι τῶν θὰ μοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ξανάρθω μπροστὰ στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ζητιανέψω, μήπως καὶ μπορέσω νὰ βοηθήσω τὴν οἰκογένειά μου νὰ ψευτοζήσῃ . Ἂχ, ἔρμη χῶρα, πῶς σὲ καταντήσαμε! ( Ὁ Νικηταρᾶς μὲ τὸν Μακρυγιάννη ἀποχωροῦν, ἐνῶ ἡ σκηνὴ κλείνει.) Ἐνῶ ἡ σκηνὴ παραμένει κλειστή, ἔρχεται ὁ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ καὶ τραγουδᾶ «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑΡΑ» Ποιὸς νὰ ’ναι ὁ γέροντας αὐτὸς στοὺς δρόμους ποὺ γυρίζει Μὲ φτωχικὰ τὰ ῥοῦχα του, τὸ βλέμμα του σβηστό; Ἥρωας εἶναι ξακουστὸς ποὺ τ’ ὄνομά του ἀγγίζει Καρδιὰ καὶ νοῦ κάθε Ἕλληνα σὰν σίδερο καυτό. Ἀπὸ παιδὶ μὲ τ’ ἄρματα τὸν Τοῦρκο πολεμάει Μὲ τὸν πατέρα του ἀρχικά, τὸν θεῖο του μετά, Κι ἂν μὲ Ῥώσία συμμαχεῖ , μὲ Ἀγγλία καὶ Φραγκιά, Γιὰ τὴν Ἑλλάδα μοναχὰ βαθιὰ πολὺ πονάει. Κάποτε ἐγίνη Φιλικὸς κι ὁ ἀγῶνας σὰν ἀρχίζει Σὲ κάθε μάχη τὸ παρὸν μὲ θάρρος θὰ τὸ δώσει. Γιὰ ἐκεῖνον χρῆμα ἤ λάφυρο καθόλου δὲν ἀξίζει .
  • 113.
    Κοιτάζει μόνον τὸνἐχθρὸ πῶς νὰ κατατροπώσει. Ἐπωδὸς Γειὰ σου, ὠρὲ Νικηταρᾶ ,ποὺ ’χουν τὰ πόδια σου φτερά Καὶ Τουρκοφάγος γίνηκες γιὰ ὅλον τὸν λαό . Σήμερα ποὺ ἡ πατρίδα μας ματώνει καὶ πονᾶ Νὰ δείξεις στοὺς πολιτικοὺς τὸν δρόμο τὸν σωστό. ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (Σκηνὴ κομμένη στα δύο. Προβολέας ἀναμμένος πάντα στο Α, Ἐνῶ ἀνάβει καὶ στὸ Β , ὅταν ἡ δράση μεταφέρεται ἐκεῖ) . Α Ἐσωτερικὸ σπιτιοῦ τοῦ Νικηταρᾶ. Ἡ φτώχεια ἐμφανῆς. Ὁ Νικηταρᾶς κάθεται μονάχος σὲ ἕνα χαμηλὸ σκαμνί , κοιτᾶ τὸ κοινὸ καὶ λέει τὰ λόγια σὰν νὰ μονολογεῖ. Στὴν ἄλλη μισὴ παρουσιάζονται τὰ γεγονότα ποὺ ἀφηγεῖται ὁ ἥρως). ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Σὰν χτὲς μοῦ φαίνεται ποὺ ΄ρθε ὁ Ζαχαριᾶς στὸ ἐργαστῆρι. Παιδὶ πρᾶμα ἤμουν. Κι ὅμως ἦρθε γιὰ μένα , συστημένος νὰ μὲ ξεσηκώσει νὰ πολεμήσω γιὰ τὴν λευτεριά! Β ( Ὅσο μιλάει, βλέπουμε στὸ ἄλλο μισὸ τῆς σκηνῆς νὰ ἔρχεται ὁ Νικηταρᾶς παιδάκι. Σκύβει πάνω σὲ ἕνα τραπέζι καὶ καταγίνεται νὰ φτιάξει ἕνα κουτάλι. Μπαίνει ὁ Ζαχαριᾶς, κοιτᾶ τὸ παιδὶ ἐξεταστικὰ καὶ τοῦ λέει ) ΖΑΧΑΡΙΑΣ Δὲν ντρέπεσαι, μωρέ, ἐσὺ ὁ γιὸς τοῦ Σταματέλου, τοῦ Κολοκοτρώνη ἀνήψι, νὰ κάθεσαι νὰ φτιάνῃς χουλιάρια; ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ Καὶ τί νὰ κάνω; Νὰ ἔρθῃς μαζί μου, νὰ σὲ μάθω νὰ πολεμᾶς τοὺς Τούρκους. Θέλεις; ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Καὶ τὸ ῥωτᾶς, Καπετάνιο; Πᾶμε τώρα κι ὅλας καὶ σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ κάμεις. ΖΑΧΑΡΙΑΣ Καμιὰ τιμή! Εἶσαι ἀπὸ κλέφτικη γενιά, ἔμαθα γιὰ τὴν γρηγοράδα καὶ τὸ κοφτερό σου τὸ μυαλό, αὐτὰ σὲ φέρανε κοντά μου. Κοῖτα μονάχα νὰ φανῇς ἄξιος γιὸς τοῦ πατέρα σου!
  • 114.
    ΠΑΙΔΙ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Θὰ μὲ ἰδῇςστὴν μάχη καὶ θὰ κρίνῃς. ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Α ( Μπαίνει στὴν σκηνή μὲ τὸν Γέροντα Νικηταρᾶ ὅσο παιζόταν τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ζαχαριᾶ καὶ τὸ παρακολούθησαν μαζί)Κι ἔκρινε πολὺ σωστά ὁ πατέρας. Ἤσουν ἄξιος νὰ γίνῃς ἄντρας μου! ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Δὲν σὲ ἔκανα ὅμως εὐτυχισμένη , γυναῖκα! ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Μὴν τὸ ξαναπῇς οὔτε γιὰ ἀστεῖο, ἀκοῦς; Ποιὰ ἄλλη μπορεῖ νὰ περηφανευτῇ πὼς ἔχει γιὰ ἄντρα της τέτοιον καλὸν ἄνθρωπο, σύζυγο καὶ πατέρα; Καὶ ποιὸς εἶναι πιότερο πατριώτης ἀπὸ σένα, μοῦ λές; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἄ, γυναῖκα! Ὁ πατριωτισμὸς δὲν μπαίνει στὸ ζύγι! Θυμᾶμαι τώρα δὰ τὸν Θανάση τὸν Τσότσολα! ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τὸν σημαιοφόρο σου; Αὐτὸν !Ξέρεις πῶς ἤρθε κοντά μου; (Προβολέας Β ) Σὲ βλέπω, παλικάρι μου, νὰ εἶσαι γεροδεμένος. Φωτιὰ πετοῦν τὰ μάτια σου, τὸ λέει ἡ καρδιά σου. Γιὰ τ’ ἄρματα εἶσαι ταιριαστὸς, δὲν πρέπει σου ἡ ἀγκλίτσα. Ἐρχεσαι στὸ μπουλοῦκι μουΤούρκους γιὰ νὰ σκοτώνῃς; ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ ( Νέος ψηλός, γεροδεμένος, μὲ μιὰ γκλίτσα στὸ χέρι) Ἔρχομαι, καπετάνιο μου, μὰ ὁ γέρος μου πατέρας; ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Γέρο, ἔλα δῶ γιὰ μιὰ στιγμή, κάτι νὰ σὲ ῥωτήσω. (Ο ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ ἐμφανίζεται. ) ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Λεβεντονιὸ ἔχεις ἐδῶ τὰ γίδια νὰ φυλάῃ, μοῦ δίνεις τον στ’ ἀσκέρι μου, Τούρκους νὰ κυνηγάῃ; ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ Ποιὸς ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ὅλοι ΓΕΡΟ-ΤΣΟΤΣΟΛΑΣ εἶσαι ἐσύ, παλικαρᾶ , ποὺ θέλεις τὸ παιδί μου; μὲ λὲν Νικηταρᾶ Πάρ’το μὲ τὴν εὐχή μου! ( Σκύβει καὶ φιλᾶ τὸ σπαθί τοῦ Νικηταρᾶ, ἐνῶ ὀ ἥρωας τὸν σηκώνει καὶ τοῦ φιλᾶ τὰ χέρια συγκινημένος). ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τοῦτος ὁ γέροντας μοῦ ἔμπιστεύτηκε τὴν μόνη παρηγοριὰ τῶν γηρατιῶν του, δίχως νὰ ξέρῃ ἂν θὰ ξαναδῇ τὸ παιδί του ζωντανό. Κι ἤταν ἀρχή! Ὅτι εἴχαμε λευτερώσει τὴν καλαμάτα. Γιὰ αὐτὸ σοῦ λέω, γυναῖκα. Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ τὰ παίξουμε ὅλα γιὰ ὅλα γιὰ νὰ λευτερωθοῦμε, βάλαμε τὸ κεφάλι μας στὸν τορβά, γιὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ τὸ πίστευε κάθε ἕνας μας. Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τοῦτο τὸ ὄνειρο ἔχασαν τὴν ζωή τους. Πῶς μπορῶ ἐγὼ, ποὺ ἀξιώθηκα νὰ δῶ ἕνα τμῆμα ,ἔστω , τῆς πατρίδας νὰ γίνεται κράτος , νὰ
  • 115.
    συγκριθῶ κἂν μὲτοὺς ἀδελφούς μας ποὺ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ δέντρο τῆς λευτεριᾶς; ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Ὁ αἰώνιος Νικῆτας! Ποὺ μετὰ τόσους ἀγῶνες, τόσες νίκες, τόση προσφορά, ἐξακολουθεῖ νὰ κρατᾶ τὸ βλέμμα χαμηλά, νὰ κοιτᾶ τὴν ἱστορία σὰν κορίτσι, νὰ μὴν διεκδικεῖ οὔτε τὸ μερίδιο ποὺ κέρδισε μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸν ἰδρῶτα του. Γιὰ αὐτὸ εἶμαι περήφανη ποὺ εἶμαι γυναῖκα σου. Πέρασες πεῖνες κοντά μου. Τὰ πάντα στερήθηκες! Καὶ τώρα ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ τοῦτο τὸ κακὸ ποὺ μᾶς βρῆκε μὲ τὴν θυγατέρα…( Τὰ τελευταῖα λόγια μὲ βαθιὰ συγκίνηση) ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ( Μὲ τὴν ἴδια συγκινησιακὴ φόρτιση) Σῶπα , ἄντρα μου, τί φταῖς ἐσύ, ἂν σ’ ἀγαπάει τόσο πολύ, τί φταῖς ἂν τὸ φῶς σου στέρεψε στῆς Αἴγενας τὸ μπουντροῦμι; Ἤξερες πὼς δὲν θὰ τὸ ἄντεχε τὸ λογικό της καὶ θὰ …( Φεύγει πνιγμένη στὰ δάκρυα.) ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Βοήθα την , Θεέ μου, νὰ ἀντέξει τοῦ παιδιοῦ τὴν συμφορά. Βοήθα κι ἐμένα νὰ τὴν συντρέξω! Ὅπως τότε ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ κουράγιο νὰ μπῶ στὸν Ἀγῶνα! ( Στρέφει τὸ κεφάλι πρὸς τὸ ἄλλο μισὸ τῆς σκηνῆς , Β ὅπου μὲ ἕνα ἀναμμένο κερὶ μπαίνει ὁ Νικηταρᾶς σὲ νεαρὴ ἡλικία , μὲ τὸν Ἡλία Χρυσοσπάθη ποὺ κρατᾶ μία Ἁγία Γραφή. ) ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ Ἀδελφὲ Νικῆτα, νιώθεις ἔτοιμος νὰ προσφέρῃς στὴν πατρίδα καὶ τὴν ζωή σου, ἂν χρειαστῇ , γιὰ τὴν ἐλευθερώσουμε ἀπὸ τὸν ζυγὸ τόσων αἰώνων; ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἂν εἶναι νὰ λευτερωθῇ τὸ γένος, Ἡλία Χρυσοσπάθη, ἂς εἶναι τὸ αἷμα μου τὸ πρῶτο ποὺ θὰ χυθῇ. ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ Θὰ ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Καὶ πολεμᾶς πάντα τὸν ἐχθρὸ μὲ ὅλη τὴν δύναμή σου; τὶ ἄλλο κάνω ἀπὸ ἕνδεκα χρόνων; Τὸ ἴδιο θὰ κάνω , ὡς νὰ δῶ τὸν τόπο μας λεύτερο καὶ τὸν λαό μας εὐτυχισμένο. ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ (Φέρνει ἕναν σοφρά, ἀκουμπᾶ πάνω του τὸ βιβλίο ποὺ κρατοῦσε, καὶ λέει) :Βᾶλε τὸ χέρι σου στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπανάλαβε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ λέω. ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ( Κάνει ἀκριβῶς ὅ, τι τοῦ λέει ὁ Χρυσοσπάθης. Γονατίζει πλάι στὸν σοφρὰ , ἀκουμπᾶ τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τοῦ Χρυσοσπάθη. ) ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ Ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ …
  • 116.
    ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦΘεοῦ … ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ …ὁρκίζομαι ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ … ὁρκίζομαι ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ …ὅτι ΝΕΟΣ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ …ὅτι Α ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ αὐτοθελήτως … αὐτοθελήτως … θέλω εἶμαι πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρίαν κατὰ πάντα … θέλω εἶμαι πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρίαν κατὰ πάντα … (Μὲ τὸ μέτωπο στὸ κοινό) Κάπως ἔτσι μπῆκα στὸ Μεγάλο Μυστικό. Καὶ ἐκεῖ μέσα ἔγινα αὐτὸς ποὺ εἶμαι. Γνώρισα πολλοὺς καὶ ἄξιους συναγωνιστές. Μὰ γνώρισα καὶ τὰ ἐλαττώματα τῆς φυλῆς μας. Διχόνοια! Τοῦτο τὸ σαράκι μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει ἴσαμε τώρα! Οἱ πολιτικοὶ νὰ τρώγονται μὲ τοὺς στρατιωτικοὺς κι ὁ Τοῦρκος νὰ τρίβει τὶς χεροῦκλες του ἀπ’ τὴν χαρά του! Θῦμα τοῦ μίσους ὁ Δυσσέας, μυαλὸ καὶ ψυχὴ τῆς ἐπανάστασης στὴν Ῥούμελη!(Στέφει τὸ κεφάλι στὸ Β, ὅπου βλέπουμε τοὺς Ἀνδροῦτσο, Νικηταρᾶ νέο, καὶ Ὑψηλάντη ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ (Σὲ ἔντονο ὔφος πρὸς τοὺς ἄλλους δύο):Ἐσένα, Ὑψηλάντη, δὲν σὲ γνωρίζω, τὸν Νικῆτα τὸν ἔχω ἀκουστᾶ, δὲν εἴχαμε γνωριμιά! Ἔχω ἕνα γράμμα στὸ σελάχι μου, ὅπου τὸ γκουβέρνο ποῦ γράφει γιὰ τὴν ἀφεντιά σας. Τὰ μισὰ ἀπ’αὐτὰ ποὺ λέει ἂν εἶναι ἀλήθεια, θὰ βγοῦν τὰ γιαταγάνια. Νὰ μὲ γελάσετε μὴν προσπαθήσετε, σποὺδασα στὸ σχολειὸ τ’ Ἀλήπασα καὶ θὰ σᾶς καταλάβω. Ἂν ἤρθατε γιὰ κακό, φευγᾶτε, νὰ μὴν σκοτωθοῦμεν ἀναμεταξύ μας ἀδίκως! (Βγάζει καὶ τοὺς διαβάζει τὸ γράμμα τῆς κυβέρνησης.) «Ὁ Νικῆτας κι ὁ Ὑψηλάντης ἐνώθηκαν κι οἱ δυὸ κι ἔχουν ἕνα σῶμα κι ἔρχονται ἀναντίο σου, νὰ σὲ βαρέσουνε, νὰ μείνουν αὐτεῖνοι εἰς τὸ ποδάρι σου». Τί λέτε γιὰ αὐτά; ΝΕΟΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ( Βγάζει ἀπὸ τὸν κόρφο του καὶ διαβάζει τὸ γράμμα ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ κυβέρνηση γιὰ τὸν Ὑψηλάντη) «Στρατηγὲ Νικῆτα, τώρα ποὺ θὰ βγῇς ἔξω μὲ τὸ σῶμα σου, νὰ μὴν πάρῃς καὶ τὸν Ὑψηλάντη μαζί σου, ὅτι θὰ εἰποῦνε οἱ ἄνθρωποι εὶς τὴν Ῥούμελη ὅτι ὁ Ὑψηλάντης εἶναι ἀρχηγός, κι ἐσὺ εἰς τὴν ὁδηγίαν αὐτεινοῦ καὶ χάνεις τὴν ὑπόληψή σου». ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ Ἐγὼ, Καπεταναῖοι μου, ἤμην μέλος τῆς κυβερνήσεως, μὰ παρητήθην, ἐπειδὴ οὶ Κυβερνῶντες ἐπιθυμοῦσι νὰ ἐξουσιάζουν πᾶσας τὰς δυνάμεις τοῦ ἔθνους , οὐχὶ διὰ τὸν κοινὸν τῆς ἐλευθερίας σκοπόν, ἀλλὰ πρὸς ἴδιον συμφέρον. Ἐγὼ ἦρθα νὰ πολεμήσω τὸν Τοῦρκο. Οἱ δολοπλοκίες τῶν λοιπῶν κυβερνητῶν ἂς εἶναι μακριὰ ἀπὸ ἐμένα! ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι , ἐλᾶτε νὰ φιληθοῦμε καὶ νὰ γενοῦμε ἀδέρφια γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος, ὅτι κινδυνεύει».(Ἀγκαλιάζονται καὶ σβήνει ταὸ φῶς)
  • 117.
    ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τέτοιο παλικάρι ἦτανὁ Ἀνδροῦτσος. Πολέμησα μαζί του καὶ ξέρω. Σεβόταν τοὺς φίλους, τιμοῦσε τοὺς ἀντιπάλους, μὰ λύσσαγε μὲ τοὺς συμφεροντολόγους καὶ τοὺς προδότες. Γιὰ αὐτὸ καὶ μπῆκε στὸ μάτι τῶν κυβερνητικῶν κι ἔφαγε τὸ κεφάλι του! Δοκίμασαν νὰ τὸν φᾶνε ἀκόμα καὶ μὲς στὸ σπίτι μου στ ’Ἀνάπλι! Πῆρα τὸ βόλι , τὸ πῆγα τοῦ Κωλέτη, Νικῆτα, δὲν εἶναι δουλειὰ δική σου, πήγαινε στὸ σπίτι σου, μοῦ ’πε κεῖνος! Κι ὕστερα , ὅταν πήραμε τὸ δάνειο, τὸ καταραμένο, ἡ Κυβέρνηση τὸ σπατάλησε γιὰ νὰ διαλύσῃ ὅ, τι εἴχαμε ὡς τότε καταφέρει, μόνο καὶ μόνο για νὰ κάνῃ τὸ κέφι του ὁ Μαυροκορδᾶτος κι ἡ παρέα του. Οἱ Ὑδραῖοι χολιαστῆκαν μὲ τοὺς Μωραΐτες καὶ στεῖλαν τοὺς Ῥουμελιῶτες νὰ μᾶς συνετίσουν, ἐνῶ ὁ Μπραΐμης ἔμπαινε χειμῶνα καιρὸ στὸν Μωριά. Φτοῦ σας , ἀρχομανεῖς κοντόφθαλμοι κι ἀνίκανοι πολιτικάντηδες! Πήρατε τὴν πατρίδα στὸ λαιμό σας! Στὰ παιδιά μωρέ, τί παράδειγμα θὰ δώσετε στὰ παιδιά, τί θὰ τοῦς πεῖτε; (Τραγουδᾶ τὸ παρακάτω τραγοῦδι) «ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ» Παιδιά μου , τὴν πατρίδα μας ἄμα τὴν ἀγαπᾶτε, Μὲ τὸ σπαθὶ ἤ τὸν λόγο σας Ἕλληνα μὴν χτυπᾶτε. Ἄδικα ἀξιώματα μὴν τὰ καταδεχτεῖτε, Σὲ ξένου τὰ συμφέροντα ποτὲ μὴν πουληθεῖτε, Οὔτε νὰ θυσιάσετε τὴν πίστη σας γιὰ χρῆμα. Ἐλεύθερος νὰ δουλωθῇ εἶναι μεγάλο κρῖμα! Γνώση κι ἀξιοπρέπεια νὰ τὶς καλλιεργεῖτε Γιὰ τὴν Ἑλλάδα τὴν ζωή δῶστε, μὴν φοβηθεῖτε . Ψηλὰ νὰ τὴν κρατήσετε Χριστοῦ μας τὴν θρησκεία Νὰ πολεμήσετε γιὰ αὐτὴν καὶ τὴν ἐλευθερία Τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὶς πράξεις του κρίνετε κι ἐκτιμᾶτε Τὰ λόγια τῶν πολιτικῶν μὴν τὰ πολυψηφᾶτε. Νὰ ’χετε πάντα μὲς στὸν νοῦ πὼς σὰν εἶστε ἐνωμένοι Ἀξία θὰ’ χετ’ ὅλοι σας μέσα στὴν οἰκουμένη.
  • 118.
    ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ( Μπαίνειμε τὸν γιο της τὸνν Γιάννη(;) καὶ ἀκοῦνε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ τραγουδιοῦ) Πάλι τὰ παιδιὰ συλλογᾶσαι, γέρο μου; ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Καὶ (Στρέφεται στὸ τί ἄλλο θησαυρὸ ἔχει τὸ ἔρημο τὸ γένος γιὰ νὰ προκόψῃ; Β, ὅπου βλέπουμε τούς: ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ, ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ Τὰ παιδία, τὰ παιδία φροντίσατε, αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ ἔθνους, ὁ ἀμύθητος θησαυρός του! ΝΕΟΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τώρα ὁποὺῤθες, Κυβερνήτη μου, ὅλα θὰ φτιάξουν. Καὶ τὰ παιδιὰ θὰ μορφωθοῦν καὶ θὰ προκόψουν, κι ἡ ἔρμη ἡ πατρίδα θὰ ἰδῆ ἐπιτέλους τὶς πληγές της νὰ γιαίνουν. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Ἀρκεῖ νὰ φυλάγεσαι, γιατὶ πολλοὺς μὲ τὸν τρόπο ποὺ κυβερνᾶς τοὺς ἔκανες ἐχθρούς σου! ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ Θὰ συνεχίσω τὴν προσπάθειαν μὴ ὑπολογίζοντας τὰς συνεπείας. Ἒξ ἄλλου τί ἀξία ἔχει ἡ ἰδικήν μου ζωή, ἐὰν δὲν ὠφεληθῆ μέσῳ αὐτῆς ἡ Πατρίς μας; Ἄς ἐναποθέσωμε, φίλτατοι τὰς ἐλπίδας μας εὶς τοῦ Κυρίου ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος! (Σβήνει τὸ φῶς στὸ Β) Α ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Μὰ ὁ θεὸς , κυβερνήτη μου ἀγαπᾶ τὸν νοικοκύρη, ἀγαπᾶ ὅμως καὶ τὸν κλέφτη! Κι ἀπὸ τότες ποὺ τὸν φάγανε, παρατήσαμε και τὰ παιδιὰ στὴν μαύρη τους τὴν μοῖρα. ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Γιατὶ τὸ λὲς αὐτὸ, πατέρα; Ὡς καὶ Πανεπιστήμιο ἔφτιαξαν γιὰ τὴν μόρφωσή τους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἴδρυσε ὁ Καποδίστριας ποὺ τόσο ὑμνεῖς ! ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Λησμόνησες μοῦ φαίνεται, γιέ μου, πὼς , ὅταν ἦρθε ὁ μπαρμπα – Γιάννης, ἡ πατρίδα ἦταν ὁλάκερη μιὰ πληγὴ ποὺ ἔσταζε αἷμα. Χιλιάδες ὀρφανὰ γύριζαν στοὺς δρόμους ζητιανεύοντας ἕνα κομμάτι ψωμί. Αὐτὰ ἔπρεπε πρῶτα νὰ βοηθήσῃ ἡ Πολιτεία. Γιὰ τοῦτα κι ἔφτιαξε τὸ ὀρφανοτροφεῖο , γιὰ νὰ στεγαστοῦν, νὰ μάθουν πρῶτα γράμματα κι ἔπειτα μιὰ τέχνη, νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τους. Τί ἔγινε τὸ ἴδρυμα ἀφ’ ὅτου ὁ Καποδίστριας δολοφονήθηκε; ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἀπάντησέ μου! ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΓΕΡΟ-ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τί τὰ σκαλίζεις τώρα; Ἡ φυλακὴ ποὺ σὲ βάλανε ἔγινε! Κάποτε εἶχα ἀκούσει πὼς ὅπου ἀνοίγει ἕνα σχολεῖο, κλείνει μιὰ φυλακή! Μονάχα οἱ Βαυαροί σου κλείσαν τὸ σχολεῖο γιὰ νὰ τὸ κά- νουν φυλακή!
  • 119.
    Καὶ τὸ κτίριοποὺ ἔφτιαξε ὁ Ἐϋνάρδος γιὰ νὰ μορφώνονται οἱ δάσκαλοι τῶν μικρῶν παιδιῶν, ῥημάζει ἄχρηστο, ἀφοῦ τὸ καταργήσανε καὶ τοῦτο. Ἔλα τώρα, ἄντρα μου, μὴ συγχίζεσαι. Θὰ σὲ βοηθήσω νὰ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ πλαγιάσῃς. Δῶσε μου τὸ χέρι σου, ἔλα μπράβο! ( Ὁ Γερο-Νικηταρᾶς ἀποχωρεῖ στηριγμένος στὴν γυναῖκα του. Τώρα, μεταξύ μας, δίκιο ἔχει ὁ πατέρας. Μπορεῖς νὰ χτίσῃς ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ἕνα σπίτι ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ κεραμίδια; Αὐτὸ εἶναι τὸ Πανεπιστήμιο. Τὰ κεραμίδια στο οἰκοδόμημα τῆς παιδείας. Μὰ οἱ βάσεις εἶναι τὸ σχολεῖο τῶν μικρῶν παιδιῶν. Γιὰ αὐτὸ μόχθησε τότε ὁ κυβερνήτης. Κι ὁ πατέρας , μ’ ὅλη τὴν ἀμορφωσιά του, τὸ ἔνιωσε. Νὰ γιατὶ μιλᾶ μὲ τόσο θαυμασμό γιὰ αὐτὸν . ( Μπαίνει στὰ τελευταῖα λόγια τοῦ γιοῦ της) Ὁ πατέρας σου , ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ παιδί μου, γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους μιλᾶ, ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἐαυτό του. Ἔτσι ἦταν ἀπὸ μικρός. Πάντα ἐγώ ἔλεγα στὸν κόσμο τὶς πράξεις του καὶ τοὺς ἡρωισμούς του. Ναί, δὲν ἔμαθε γράμματα. Καὶ πότε , ἄλλωστε; Ἀπὸ παιδὶ πολεμοῦσε. Μὰ βρὲς ἕναν ἄνθρωπο, ἂς εἶναι καὶ Τοῦρκος , ποὺ δὲν θὰ παραδεχτῇ ὅτι ἀκόμα καὶ στοὺς ἐχθρούς, ὄταν τοῦ παραδίνονταν , ἔδειχνε καλοσύνη καὶ φρόντιζε κανένα κακὸ μὴν πάθουν στὰ χέρια του. Ὁ λόγος του ἦταν ἀλήθεια ἀτόφια. ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Τὰ λὲς σωστὰ καὶ δίκαια , μάνα! Καὶ στὶς μάχες παλικάρι πρῶτο. Ὅπου τὸν ἔστελναν ἔτρεχε χωρὶς νὰ τὸ συζητήσῃ. Καὶ τὸ μυαλό του πάντα πῶς θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἀγῶνα. Ὅπως τότε ποὺ δὲν ἄφηνε ὁ Κατσῆς Μαυρομιχάλης νὰ ξεφορτώσουν τὸ πλοῖο μὲ τὰ πυρομαχικὰ, ἐκεῖνο ντὲ ποὺ εἶχε φορτώσει στὴ Σμύρνη ὁ Παπαφλέσσας. Δῶσε τουλάχιστον ἄδεια νὰ γεμίσουμε τὶς πιστόλες καὶ τὶς ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ παλᾶσκες μας , μὴν ποῦν τὰ παλικάρια πὼς ἦρθαν ἄδικα τόσο δρόμο! Καὶ μὲ τὸ χαρτὶ αὐτὸ ξεφότρωσε τὸ καράβι. Σάμπως ξέραν οἱ ναῦτες γράμματα; Τὴν ὑπογραφὴ εἶδαν τοῦ ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Μαυρομιχάλη, πίστεψαν ὅ, τι τοὺς εἶπε ὁ πατέρας. Κι ὅταν , γυρνῶντας ἀπ’ τὸ Ἄργος μὲ τὰ μουλάρια φορτωμένα μολύβι, ἀπ’τοὺς κουμπέδες τῶν τζαμιῶν , δὲν ἔδωσε τὴν μάχη στὰ Δολιανά, ὅπου ὀνομάστηκε Τουρκοφάγος; ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Σιγότερα, γιέ μου, τὶ ὀ γονιός σου ντρέπεται νὰ ἀκούει γιὰ τὰ κατορθάματά του. ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ἐγώ ὅμως, μάνα , ἀπὸ αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἔκανα τὸ Νικηταρᾶς ἐπίθετό μου. Τοῦτα γεμίζουν περηφάνια τὸ στῆθος μου. Εἶμαι παιδὶ σπουδαίων γονιῶν καὶ τὸ καμαρώνω! Ὅταν μὲ ῥώτησαν γιατὶ θέλω Νικηταρᾶ νὰ μὲ λένεκι ὄχι Σταματελόπουλο, ξέρεις τί τοὺς ἀπάντησα; Γιὰ τὰ Δερβενάκια! Κι ὅλοι παραδέχτηκαν πὼς εἶχα δίκιο!
  • 120.
    ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Καὶ νὰσκεφτῇς πὼς ἀπὸ τὴν ἐνδοξότερη μάχη τῆς ζωῆς του δὲν καταδέχτηκε νὰ πάρῃ τίποτα! Ὁ Ὑψηλάντης μονάχα τοῦ χάρισε δυὸ πιστόλες. ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ποῦ ’ναι τες, μάνα! Ἀξίζουν χρυσάφι τοῦτα τὰ ὅπλα! Τὶς πούλησε ἀμέσως καὶ μοῦ’στειλε τὰ λεφτά, ψωμὶ νὰ πάρω ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ γιὰ νὰ σᾶς θρέψω. Μᾶς ἔβαζε πάνω ἀπὸ τιμὲς καὶ δόξες ὁ πατέρας σου! Γιὰ αὐτὸ εἶμαι περήφανη ποὺ ’μαι ταίρι του. Δίκιο ἔχεις. Ἄνθρωποι σὰν κι αὐτὸν γεννιοῦνται μιὰ φορὰ καὶ ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ σπάει τὸ καλοῦπι! Ὅπου κι ἂν ἀγωνίστηκε, σ’ ὅποιον δίπλα Καπετάνιο, ἔδωσε ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ τὴν ψυχή του. Κι ἀρχηγηλίκια δὲν κοίταξε ποτές! Μὰ μὲ τὸν μπάρμπα του τὸν Θοδωράκη , μὰ μὲ τὸν Ἀνδροῦτσο, μὰ στὸ Μεσολόγγι, μὰ μὲ τὸν Καραϊσκάκη ,στὴν Ἀράχοβα, στὸ Φάληρο, πάντοτε ἐκτελοῦσε διαταγὲς καὶ πάντοτε ἀκολουθοῦσε τὸν ἀρχηγό του. Κι ὅλοι τους γιὰ αὐτὸ τὸν ἐκτιμοῦσαν τὸν πατέρα! Ἦταν στὶς ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ μάχες σὰν θεριό, σὰν παιδάκι ἀμούστακο ὅταν δὲν πολεμοῦσε, σὰν βράχος ἀκλόνητος στὸν λόγο του, σὰν ἐργαλεῖο κατάλληλο στοῦ κάθε Καπετάνιου του τὸ χέρι. ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Καὶ μ’ ὅλα τοῦτα τὶ κέρδισε; Τὸν ἔμπλεξαν , ὸν κατηγόρησαν γιὰ συνωμότη, τὸν ἔριξαν στὰ μπουντρούμια κι ἔχασε τὸ φῶς του. Ἔπειτα , σὰν βγῆκε μισότυφλος , τὸν εἶδε ἡ ἀδερφὴ σου ἡ ἔρμη καὶ τῆς σάλεψε! Κι ὁ ἥρωας Νικηταρᾶς στὴν ψάθα ἀργοπεθαίνει! (βγαίνει ἀπὸ τὴν σκηνή.) ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (χωρὶς νὰ ἔχει ἀντιληφθεῖ τὴν ἀποχώρησή της) : Σώπασε, μάνα! Ξέρεις τί θὰ σοῦ ’λεγε , ἂν σ’ἄκουγε ὁ πατέρας; Πὼς δὲν χρειάζονται τὰ μάτια γιὰ νὰ δεῖ κάποιος τὸν κατήφορο ποὺ τραβάει ἡ πατρίδα! Καρδιὰ χρειάζεται, καρδιὰ ἑλληνικὴ κι ἀπὸ δαύτη ὁ πατέρας ἔχει περίσσια. ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ (Ἔρχεται μὲ βήματα βαριά, πιάνει τὰ χέρια τοῦ γιοῦ της καὶ τοῦ λέει) Γιάννη, ἔλα νὰ κλείσεις τὰ μάτια του. Ἡ καρδιά του δὲν χτυπᾶ πιά! (Ὁ προβολέας Α σβήνει, ἐνῶ στὸ Β τμῆμα τῆς σκηνῆς ἀνάβει τὸ φῶς, ἀκούγεται τὸ «ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ» καὶ σταδιακὰ ἐμφανίζονται οἱ Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης καὶ Ἀνδροῦτσος , ποὺ τραγουδοῦν περιμένοντας τὸν Νικηταρᾶ νὰ πάει κοντά τους καὶ νὰ χορέψουν ὅλοι μαζί γιὰ νὰ κλείσει τὸ ἔργο. ΚΑΛΕΣΜΑ ΨΥΧΩΝ (Φωνὲς ΑΓΓΕΛΙΝΑΣ, ΓΙΑΝΝΗ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ἀπὸ μἐσα ἀπὸ τὸ Α )
  • 121.
    Ποιὸς εἶδε ἀητοὺςμὲς στὰ βουνὰ νὰ στέκουν μαραμένοι Καὶ νὰ μαδάνε τὰ φτερά, νὰ κλαῖνε καὶ νὰ σκούζουν; Ποιὸς ἄκουσε τὴν πέρδικα στοὺς κάμπους νὰ χτυπιέται Καὶ μὲ τὰ νύχια της βαθιὰ νὰ γδέρνῃ τὸ κορμί της; Ποιὸς ἔνιωσε τὸν ἥλιο μας νὰ χάνεται ἀπ’ τὸν πόνο Νὰ σβήνει μὲς στὰ σύννεφα, τὴν γῆ νὰ μὴν ζεσταίνει; Ἔσβησε στὸ καλύβι του ὁ ἥρωας Νικῆτας Καὶ κλαῖν οἱ κάμποι, τὰ βουνὰ καὶ ἡ Ἑλλάδα ὅλη. (Φωνή Κολοκοτρώνη πίσω ἀπὸ τὸ Β) Ντροπὴ, μωρὲ κλεφτόπουλα , νὰ κλαῖτε σὰν γυναῖκες! Κι ἂν πέθανε ὁ Νικηταρᾶς, πέθανε παλικάρι! Τὰ παλικάρια τὰ καλὰ τὰ πᾶμε μὲ τραγούδια Μπαίνουν στὴν σκηνὴ Β οἱ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ με αὐτὴν τὴν σειρὰ καὶ τραγουδοῦν Γειὰ σου, ὠρὲ Νικηταρᾶ, βάλε στὰ πόδια σου φτερὰ Κι ἔλα ἐδῶ μ’ἐμᾶς στὸν Ἅδη, νὰ νικήσῃς τὸ σκοτᾶδι Ἐλα ἐδῶ, σὲ καρτεροῦμε καὶ μαζὶ ὅλοι θὰ γλεντοῦμε (Μπαίνει ὁ Νικηταρᾶς , ἀρχικὰ σὰν χαμένος, μὰ τὸν πιάνει ὁ Ἀνδροῦτος ἀπ’τὸ χέρι καὶ τὸν βάζει στὸν χορό. Ἀμέσως ὁ Νικηταρᾶς, ἂν καὶ μορφὴ γέροντα, χορεύει καὶ πηδᾶ σὰν παλικαρόπουλο) ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Γειά σου βρὲ Γέρο τοῦ Μοριᾶ, γειά σου Καραϊσκάκη Γειά σου Δυσσέα παλικαρᾶ, μὲ τὸ παχὺ μουστάκι. Γειά σας, ὠρὲ λεβέντες μου , ποὺ ἐπήρατε κι ἐμένα Στὸν Ἅδη γιὰ νὰ φέρουμε χαρὰ τοῦ εἴκοσι ἕνα. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ Τέσσερα παλικάρια, τέσσερα σπαθιὰ Χυθήκανε μὲ λύσσα πάνω στὴν Τουρκιά,
  • 122.
    Δίχως νὰ λογαριάσουννιάτα καὶ ζωή. Σὰν λεύτερη δὲν εἶναι, κάλλιο νὰ χαθῇ. Τὸν Ἕλληνα καλέσαν, σήκω βρὲ ῥαγιά, Σήκω νὰ πολεμήσῃς γιὰ τὴν λευτεριά. Καὶ τώρα ποὺ πεθάναν ,μένουν στὸν λαὸ Παράδειγμα οἱ πράξεις, νὰ ’χει γιὰ ὁδηγό. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ χώρα βάσανα τραβᾶ Στὰ τέσσερα παιδιά της στρέφει καὶ ζητᾶ Τοὺς νέους νὰ διδάξουν ἦθος καὶ τιμή, Καὶ πὼς θυσία ἀξίζει ἡ λεύτερη ζωή. (Χορεῦοντας ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν σκηνή καὶ τὸ ἔργο τελειώνει ) Ὄναρχος 10/12/12
  • 123.
    8ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ῬΗΓΑΣ ΟΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΤΖΗ (ΜΑΝΑ) ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΥΡΙΤΖΗΣ ( ΠΑΤΕΡΑΣ) ῬΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΡΓΕΝΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΝΤΟΤΗΣ ΠΕΡΓΚΕΝ ( ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΥΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΥΠΟ ΟΝΑΡΧΟΥ) ΣΚΗΝΗ 1 ( ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ )
  • 124.
    (Ἀρχοντικὸ τοῦ Κυρίτζηστὸ Βελεστίνο. Σάλα. Ὑφαντὰ στοὺς τοίχους, τζάκι, καναπὲς γιὰ τοὺς ξένους σοφράς , πάνω του κηροπήγιο,. Ἡ Μάνα, μὲ ἀναμμένο κερί ἀνάβει τὰ ὑπόλοιπα κεριὰ. Χτύπος στὴν πόρτα. Ἀνοίγει καὶ λέει) : ΜΑΝΑ: Δάσκαλε! Πῶς ἀπὸ δῶ τέτοια ὥρα; Πἐρνα μέσα! ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ἤθελα τὸν ἀφέντη. ΜΑΝΑ: Ἔκανε τίποτα τὸ παιδί; ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σύχασε, κυρά. Ὁ ἀφέντης; ΜΑΝΑ: Τώρα , νὰ τόνε φωνάξω. ΠΑΤΕΡΑΣ: (Ἐμφανίζεται παίζοντας ἀργὰ τὸ κομπολόι του) Δὲν χρειάζεται ! Ἄκουσα κι ἦρθα μοναχὸς μου. Τί τρέχει, δάσκαλε; ΔΑΣΚΑΛΟΣ ( Κοιτὰ ἀμήχανα τὴν Μάνα). ΠΑΤΕΡΑΣ( Καταλαβαίνοντας) Μαρία, σῦρε νὰ φέρεις ἕνα γλυκὸ τοῦ ἀνθρώπου. ΜΑΝΑ:Στὶς προσταγές σου! ( Φεύγει) ΠΑΤΕΡΑΣ( Δείχνοντας τὸν καναπέ): Καὶ τώρα κάτσε καὶ μίλα μου. Σ’ ἀκούω. Ἔκανε κάτι κακὸ ὁ γιὸς μου; ΔΑΣΚΑΛΟΣ:Κακὸ ὁ Ῥήγας; Θεὸς φυλάξοι! Μόνο… νὰ …ῥωτάει , ὅλο ῥωτάει . ΠΑΤΕΡΑΣ :Κι ἐσὺ δὲν ξέρεις τί νὰ τοῦ πεῖς, ἔτσι δὲν εἶναι; Ἔννοια σου, τὰ ἴδια κάνει κι ἐδῶ. ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μὰ τὸ σχολεῖο δὲν εἶναι τὸ σπίτι σας. Ἐδῶ ὑπάρχει ἀσφάλεια. Ἔξω γυρίζουν οἱ Τοῦρκοι. Ἄσε ποὺ κοντὰ σ’ αὐτὸν ἀρχίσαν καὶ τ’ ἄλλα παιδιὰ τὶς ἐρωτήσεις. ( Σταματᾶ γιατὶ μπαίνει ἡ Μάνα μὲ τὸ γλυκὸ. Τρώει, σηκώνει τὸ ποτήρι καὶ εὔχεται): Στὴν ὑγειά σας. ( Βάζει στὸν δίσκο πιάτο καὶ γλυκὸ καὶ ἡ Μάνα ἀποχωρεῖ) Καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ δὲν εἶναι σὰν τὸν Ῥήγα. Μιλᾶνε πολύ. Κι ὁ Τοῦρκος ἀκούει. ΠΑΤΕΡΑΣ: Καὶ τί προτείνεις; ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Νὰ τὸν στείλεις γιὰ σπουδές. Τὸ παιδὶ, κυρ-Γιώργη εἶναι γιὰ γράμματα κι ἐγὼ τοῦ ’δωσα ὅ, τι ἤξερα. Μὰ δὲν τοῦ φτάνει. Στεῖλε τον νὰ σπουδάσει καὶ μιὰ μέρα τὸ Γένος θὰ σὲ εὐγνωμονεῖ. Σὲ χαιρετῶ τώρα . Καὶ προσοχὴ στὸν Τοῦρκο.
  • 125.
    ῬΗΓΑΣ: ( Βγάζειτὸ κεφάλι καὶ τὸν βλέπουμε ποὺ κρυφακούει τὴν κουβέντα χωρὶς ὅμως νὰ τὸν καταλάβουν οἱ ἄνδρες. Χαίρεται ἀκούγοντας τὰ λόγια τοῦ Δασκάλου του. ) ΠΑΤΕΡΑΣ:( Μονολογεῖ) Ξέρω , Δάσκαλε, δὲν ξέρω λές; κάθε μέρα οἱ ζαπτιέδες γύρα τριγύρα στὸ κονάκι μου εἶναι. Ἔχουν ἀρχίσει νὰ τὸν καλοβλέπουν, μὰ δὲν θὰ τὸ φᾶνε. Ῥήγα! ῬΗΓΑΣ( Πετιέται ἀπὸ τὴν κρυψώνα του.) Ἔφτασα , πατέρα. Τί ὁρίζεις; ΠΑΤΕΡΑΣ:Ἦταν ἐδῶ ὁ δάσκαλος.… ῬΗΓΑΣ:Τὸ ξέρω, σᾶς ἄκουσα! ΠΑΤΕΡΑΣ: Δὲν ντρέπεσαι νὰ μοῦ τὸ λές; ῬΗΓΑΣ:Θὰ μὲ στείλεις, πατέρα; ΠΑΤΕΡΑΣ:Ποῦ, ὠρὲ ζουλάπι; ῬΗΓΑΣ:Γιὰ γράμματα! Σὲ παρακαλῶ! ΠΑΤΕΡΑΣ: Σύχασε καὶ θὰ γίνει τὸ θέλημά σου! ΣΚΗΝΗ 2 ( ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ) (Ἀρχονταρίκι μονῆς. Τράπεζα . Στὸ ἡμίφως κάθονται ὁ Ἡγούμενος μὲ τὸν Ῥήγα) ῬΗΓΑΣ: Ἔτσι πῆγα στὴν Ζαγορά, ἔτσι βρέθηκα ἐδῶ, ἅγιε Ἡγούμενε ! Γιὰ τὰ γράμματα! . ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Τὰ γράμματα εἶναι καλά , τέκνον μου, μὰ προτιμοτέρα τῶν γραμμάτων ἡ ταπείνωσις ! Σὺ δε, μὲ αὐτὰ τὰ «Ὡς πότε» ποὺ ξεστόμισες μετὰ τὴν λειτουργία, δὲν φαίνεται νὰ τὴν κατέχεις. ῬΗΓΑΣ: Συμπάθα με, ἅγιε, ὅμως ἔγινε μέσα μου κάτι περίεργο. Ἀπό τὴν μιὰ αἰστάνθηκα ἀγαλλίαση ἀκούγοντάς σας νὰ ψέλνετε έλεύθερα τοὺς ὕμνους στὸν Θεό, μὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀναλογίστηκα τοὺς συγχωριανούς μου ποὺ δὲν τολμοῦν οὔτε καλημέρα νὰ ποῦν στὴν γλῶσσα μας , μὴν τοὺς ἀκούσει ὁ Τοῦρκος. Γιὰ αὐτοὺς εἶπα τὰ «Ὡς πότε». ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ὁ Θεός, τέκνον μου, ποὺ ὅλα τὰ γνωρίζει, Αὐτὸς ὁ Κύριος οἶδε ὡς πότε τὸ ποίμνιόν του θὰ δοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀλλοθρήσκων. Σὲ ἐμᾶς δὲν πέφτει λόγος γιὰ τὶς πράξεις Του. ῬΗΓΑΣ: Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν στοχάζεστε κι ἐσεῖς πὼς οἱ Χριστιανοὶ ὑποφέρουν, πὼς οἱ Τοῦρκοι σὲ κάθε εὐκαιρία ἐκμεταλλεύονται τὴν θέση καὶ τὴν
  • 126.
    δύναμή τους γιὰνὰ οἰκειοποιηθοῦν κτήματα, ζῶα, ἀκόμα καὶ τὰ παιδιὰ τῶν ἀνίκανων νὰ ἀντιδράσουν χωρικῶν; Δὲν νιώθετε νὰ σᾶς πνίγει ἡ ἀδικία; Ὡς πότε θὰ βασανιζόμαστε ἔτσι; Ὡς πότε θα εἴμαστε θύματα τῶν ἰσχυρῶν; Ὡς πότε; Ἐσεῖς τί λέτε; ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἐμεῖς ,ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουμε ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια. ῬΗΓΑΣ: Τὰ ἐγκόσμια ναι, ἄλλὰ τὸν κόσμο; Γιὰ αὐτὸν δὲν ἀγωνιᾶτε ; Δὲν προσεύχεσθε καθημερινά; Δὲν θὰ θέλατε νὰ τὸν δεῖτε μιὰ μέρα ἀφέντη ἀληθινὸ στὸν τόπο του; ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἄκουσε , νέε μου : Ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔστειλε τὶς δοκιμασίες αὐτὲς στὸν λαό Του γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη του. Τὸ γνωρίζεις πὼς οἱ Τοῦρκοι μπορεῖ νὰ πῆραν τὴν τοῦ Κωνσταντίνου Πόλιν, μὰ σεβάστηκαν ἀπολύτως τὴν θρησκείαν μας. Ποτὲ ἄλλοτε ὁ Πατριάρχης δὲν ἀπεκαλλεῖτο Δεσπότης τῶν Χριστιανῶν , ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀπεκάλεσαν . Ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία ἀπέκτησε μέγιστον κῦρος ὑπὸ τὴν τῶν Ὀθωμανῶν διακυβέρνησιν. Κι αὐτὰ ποὺ λὲς γιὰ νὰ γίνουν οἱ φτωχοὶ ἀφέντες, εἶναι λόγια τῶν ἀθεϊστῶν. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς μπήκαν στὸ μυαλό σου. ῬΗΓΑΣ: Τὰ σκέφτηκα βλέποντας τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων τοῦ τόπου μου. Οἱ συχνοὶ ἄδικοι φόνοι κατὰ τῶν Χριστιανῶν θὰ μᾶς ἐρήμωναν , ἂν οἱ φυσικὲς χάρες τῆς περιοχῆς δὲν μᾶς κρατοῦσαν κοντὰ στὴν πατρίδα. Μὰ οἱ ἴδιες σκέψεις μοῦ ἦρθαν στὸν νοῦ διαβάζοντας τὰ βιβλία τῆς Μονῆς καὶ μαθαίνοντας τὸ κλέος τῶν προγόνων μας. ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Νὰ γιατὶ ἡ ἀμάθεια γίνεται κάποτε ἀρετή. Ἡ πολλὴ ἐπαφὴ μὲ τὰ βιβλία βλάπτει. Θὰ πρέπει νὰ μοῦ ἐπιστρέψεις τὸ κλειδὶ τῆς βιβλιοθήκης. ῬΗΓΑΣ: Δηλαδὴ μοῦ ἀπαγορεύετε νὰ διαβάζω; ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ὑπάρχουν πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ἐδῶ, ἂν θέλεις νὰ διαβάσεις. Ἂν καὶ τὸ διάβασμα δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Σκοπὸς τοῦ σωστοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Κύριον. ῬΗΓΑΣ: Αὐτὸ θέλω κι ἐγὼ νὰ κάνω. Νὰ ὑπηρετήσω τὸν Κύριο. Νὰ βοηθήσω τὸν λαό Του λεύτερα νὰ τὸν ὑμνεῖ. Καὶ πιστεύω πὼς ἄλλος δρόμος νὰ τὸ πράξω, ἔξω ἀπὸ τὴν μόρφωση δὲν ὑπάρχει. Θυμᾶμαι τὰ λόγια ποῦ μᾶς ἔλεγε ὁ Πατροκοσμᾶς , ὅταν εἶχε ἔρθει στὸ χωριό μας. ( Κοκκαλώνουν καὶ οἱ δύο , ἐνῶ στὴν σκηνὴ ἐμφανίζεται ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.) ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ : Καλλίτερον, ἀδερφέ μου νά ἔχεις ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χώραν σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσας καὶ ποτάμια · διότι οἱ βρύσες ποτίζουν τὸ
  • 127.
    σῶμα, τὰ σχολεῖαὅμως ποτίζουν τὴν ψυχήν. Καὶ ὡσὰν μάθεις τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικὰ νὰ φωτίζονται οἱ ἄνθρωποι · διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικά, τὰ ηὖρα ὅπου λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν ὅταν εἶναι ξαστεριὰ καὶ βλέπουν τὰ ὀμμάτια μακριά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα · ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν . Διότι τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν. Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἄν τύχῃ καὶ οἱ προεστοὶ σας καὶ οἱ ἄρχοντές σας καὶ οἱ πιὸ μεγάλοι σᾶς γίνουν ἄδικοι καὶ σκληροί, ἄν τύχῃ καὶ τοὺς κυριεύσῃ ἡ ἐγωπάθεια καὶ ἠ αἰσχροκέρδεια καὶ κατὰ βάθος δὲν θέλουν ν’ ἀνοίξετε τὰ μάτια σας καὶ νὰ μάθετε γράμματα διὰ νὰ ἠμποροῦν νὰ ἐκμεταλλεύονται ἄνομα τὴν τίμιαν ἐργασίαν σας καὶ τὸν ἱδρῶτα σας, τότε, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι αὐτοί, ἀδερφοί μου, τοὺς ἀναθεματίζω καὶ τοὺς μαστιγώνω. Εἶναι κολασμένοι καὶ τέκνα τοῦ διαβόλου καὶ ἀξίζουν τὴν ὀργήν σας…( Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἀποχωρεῖ, ἐνῶ ὁ Ῥήγας συνεχίζει. ) ῬΗΓΑΣ: Ἤμουν μικρὸς σὰν ἄκουσα τὰ λόγια τοῦτα, μὰ τὰ ’χω στὴν ψυχή μου, λὲς καὶ τ ’ ἄκουσα χτὲς. Ἀπὸ αὐτὰ μοῦ μπῆκε ὁ καημὸς γιὰ τὰ γράμματα. ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ: Ἔχεις δίκιο , γιέ μου. Θέλησα νὰ δῶ ἂν καὶ κατὰ πόσον εἶσαι ἐκλεκτὸς . Τώρα τὸ βλέπω καθαρά, δὲν ἔχεις ἄλλον δρόμο νὰ βοηθήσεις τὸ Γένος, παρὰ τὰ γράμματα. Νὰ φύγεις λοιπόν . Νὰ πᾶς στὴν Πόλη. Ἀπὸ ἐδῶ ὅ, τι ἤταν νὰ μάθεις τὸ ἔμαθες. Θὰ σοῦ δώσω καὶ συστατικὴ ἐπιστολὴ . Δῶσε την ἐκ μέρους μου στὸν Ῥῶσσο πρέσβη. Θὰ σὲ βοηθήσει νὰ βρεῖς τὸν δρόμο σου. ῬΗΓΑΣ( Σκύβει καὶ φιλᾶ τὸ χέρι του Ἡγούμενου) Εὐχαριστῶ πολύ! ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:Θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα. ΣΚΗΝΗ 3 ΒΙΕΝΝΗ ( Ἡ Σκηνὴ κομμένη στὰ δύο. Στὴν μία μεριὰ (Α) τὸ σπίτι τοῦ Εὐστράτιου Ἀργέντη. Στὴν ἄλλη( Β) τὸ Ὑπουργεῖον Ἐσωτερικῶν τῆς Αὐστρουγγρικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ φῶς ἑστιάζει πότε στὴν μία, πότε στὴν ἄλλη πλευρά. (Α) ( Γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι κάθονται οἱ : Εὐστράτιος Ἀργἐντης , Γεώργιος Πούλιος, Δημήτριος Τουρναβίτης Γεώργιος Βεντότης, Λάμπρος Κατσώνης) ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ : Ἄργησε!
  • 128.
    ΑΡΓΕΝΤΗΣ: Οἱ καιροὶεἶναι πονηροί! Κάθε κίνησή μας χρειάζεται προσοχὴ . Ἴσως κάτι ἔτυχε καὶ τὸν καθυστέρησε, μὰ ὁ Ῥήγας , ἀφοῦ εἶπε πὼς θὰ ἔρθει, θὰ φτάσει στὰ σίγουρα. ΚΑΤΣΩΝΗΣ:Ἀνυπομονῶ νὰ τὸν γνωρίσω. ΒΕΝΤΟΤΗΣ: Κι ἐγὼ, τὸ ἴδιο , μάτια μου! Ὁ θρῦλος γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του κάνει μεγαλύτερο τὸν πόθο μου νὰ τὸν ἀνταμώσω! ΑΡΓΕΝΤΗΣ:Σωπᾶτε κι ἀκούω βήματα . Ναί , αύτὸς εἶναι ! Ἔρχεται καὶ φέρνει κι ἄλλον μαζί του! ( Μπαίνουν ὁ Ῥήγας μὲ τὸν Περραιβό) ῬΗΓΑΣ :Ἀδέρφια, καλῶς βρεθήκαμε! ΑΡΓΕΝΤΗΣ: Καλῶς ἦρθες, ἀδερφέ! ( Τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται, ἐνῶ ὁ προβολέας σβήνει) . ( Β) ( Πίσω ἀπὸ ἕνα γραφεῖο κάθεται ὁ ΠΕΡΓΚΕΝ, κρατῶντας ἕνα ἔγγραφο και διαβάζει ) ΠΕΡΓΚΕΝ: « Πρὸς τὸν Ὑπουργὸ τῆς Αύτοῦ Μεγαλαιότητος, Περγκέν: Στὶς ἀρχὲς αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας ἕνας κάποιος γραμματικὸς Ῥήγας ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι γιὰ τὴν Βιέννη , ὅπου σκοπεύει νὰ τυπώσει ἕναν ἑλληνικὸ γεωγραφικὸ χάρτη . Εὐπειθῶς ἀναφέρω πὼς τὸ ἐν λόγῳ ἄτομο ἔχει πολλὲς φιλίες μὲ τοὺς ἐδῶ Γάλλους καὶ τὸν μυστικὸ ἀπεσταλμένο Γκωντίν…(Τὸ φῶς σβήνει) (Φῶς στὸ Α) ῬΗΓΑΣ: Ἀπὸ δῶ ὁ Χριστόφορος Περραιβός, καλὸς καὶ τίμιος πατριώτης. Γνωριστήκαμε στὸ Βουκουρέστι. ΑΡΓΕΝΤΗΣ: Καλῶς ὄρισες, Χριστόφορε. Καὶ τώρα, Ῥήγα νὰ δεῖς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους. ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ:Ξανανταμώνουμε,Ῥήγα! ( Τὸν ἀγκαλιάζει ,ἀσπάζονται) ῬΗΓΑΣ:Δημητράκη Τουρναβίτη, τὸ ἔμαθα πὼς σ’ ἄφησαν οἱ Αὐσριακοὶ καὶ περίμενα νὰ σε βρῶ ἐδῶ. Ἀδερφέ μου, σὲ μαράζωσε ἡ φυλακή ! Ἄχ! ( Ἀναστέναξε) ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗΣ: Χαλάλι ἡ ταλαιπωρία μου σὰν εἶναι νὰ δῶ τὸ Γένος ἐλεύθερο! ῬΗΓΑΣ: Εἶσαι λεβεντιά, τέτοια θέλω νὰ ἀκούω ἀπὸ σένα!
  • 129.
    ΒΕΝΤΌΤΗΣ( Πλησιάζει τὸνῬήγα, τοῦ σφίγγει τὸ χέρι καὶ λέει): Να ’ξερες, ψυχή μου πῶς σὲ περίμενα! Εἶμαι ὁ Γεώργιος Βεντότης. ῬΗΓΑΣ:Ἐσὺ πού ’βγαλες τὴν γκαζέτα; ΒΕΝΤΌΤΗΣ:Αὐτός! ῬΗΓΑΣ: Κρίμα μονάχα ποὺ ἔκλεισε. ΑΡΓΕΝΤΗΣ:Μὰ γρήγορα θὰ βγεῖ ἄλλη. Ἰδοὺ ὁ Γεώργιος Πούλιος, ποὺ μαζί μὲ τὸν ἀδερφό του ἔχουν τὸ μεγαλύτεερο ἑλληνικὸ καὶ ξενόγλωσσο τυπογραφεῖο στὴν Βιέννη. ΠΟΥΛΙΟΣ Σχεδιάζουμε νὰ παραλλάβουμε ἐμεῖς τὴν σκυτάλη στὴν ἔκδοση μιᾶς ἐφημερίδας. Ἔχουμε σκεφτεῖ καὶ τὸν τίτλο. Θὰ λέγεται «Ἐφημερίς». ῬΗΓΑΣ: Μπαίνω συνδρομητὴς ἀπὸ τώρα στὴν ἐφημερίδα σας. Τί τύχη κι αὐτή! Στὸν οὐρανό σὲ γύρευα , ἀδερφέ! Χριστόφορε, φέρε τὰ χαρτιά μου! ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: ( Βγάζει μέσα ἀπὸ ἔνα σακίδιο δύο βιβλία κι ἕναν πάκο χαρτιά.) Ὀρῖστε. ῬΗΓΑΣ: Εὐχαριστῶ, παιδί μου. Δεῖτε, ἀδέρφια, δύο βιβλία ἤδη ἐκδοθέντα, τὸ «Σχολεῖον τῶν ντελικάτων Ἐραστῶν»καὶ τὸ «Φυσικῆς Ἀπάνθισμα», πρὸς ἀνατύπωσιν, ὁ Νέος Ἀνάχαρσις, μετάφρασις ἐκ τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου, ὁ Ἠθικὸς Τρίπους ποὺ μεταφράσαμε μὲ τὸν Κορωνιό, ἡ Νέα Πολιτικὴ Διοίκησις μὲ τὸν Θούριο Ὕμνο καὶ ἡ Μεγάλη Χάρτα τῆς Πατρίδος ! ( Ἐνῶ ξεδιπλώνει τὰ χαρτιὰ καἰ μιλᾶ στἠν ὁμήγυρη, τὸ φῶς σβήνει) (φῶς στὸ ( Β) , βλέπουμε τὸν Περγκέν νὰ δίνει ἐντολὲς σὲ κάποιον ἀξιωματοῦχο ) . ΠΕΡΓΚΕΝ: Ἦρθε ἔμαθα στὴν Βιέννη ἕνας Γραικὸς, ὀνόματι Ῥήγας. Νὰ γίνεις ἡ σκιά του καὶ νὰ μοῦ ἀναφέρεις ὁποιαδήποτε ἐνέργεια τοῦ ἀτόμου αὐτοῦ. Πήγαινε τώρα. ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ: Γιαβόλ, χὲαρ μινίσταερ ! (Φεύγει) ΠΕΡΓΚΕΝ: (Κρατᾶ τὴν ἀναφορὰ ἀρχικὰ χαμογελῶντας καὶ προοδευτικὰ ξεσπῶντας σὲ κακὸ γέλιο) ( Φῶς στὸ ( Α)) ῬΗΓΑΣ: …Θὰ τυπωθοῦν ὅλα αὐτὰ, θὰ συσκευαστοῦν σὲ κάσες καὶ θὰ σταλοῦν στὸ Τριέστι, στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντωνίου Κορωνιοῦ . Ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες θὰ μεταβοῦμε μὲ τὸν Χριστόφορο ἐκεῖ , θὰ τὰ παραλάβουμε καὶ θὰ κινήσουμε. ΠΟΥΛΙΟΣ: Τὸ τυπογραφεῖο μας κι ἐμεῖς στὴν διάθεσή σου!
  • 130.
    ῬΗΓΑΣ: Ἀφοῦ εἶναιἔτσι, ἂς τὸ γιορτάσουμε ( Βγάζει τὴν φλογέρα ἀπὸ τὸ πανωφόρι του, παίζει τὸν σκοπό καὶ τραγουδάει: Ὡς πότε, παλικάρια , νὰ ζῶμεν στὰ στενά, Μονάχοι σὰν λιοντάρια στὲς ῥάχες, στὰ βουνά; Σπηλιὲς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπουμε κλαδιά, Νὰ φεύγωμ’ ἀπ’τὸν κόσμο γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά; ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ Κάλλιο’ναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή, Παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή.( Σβήνει τὸ φῶς.Φῶς στὸ (Β)) ΠΕΡΓΚΕΝ( Κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ συντάσσει διαβάζοντας δυνατά ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορά του.:) … ἑπομένως φανερώνεται πολὺ καθαρὰ ἡ σκέψις τοῦ κακοποιοῦ τούτου καὶ τῶν συνομοτῶν του νὰ κινήσουν εἰς ἐπανάστασιν οὐ μόνον τοὺς Ἕλληνας εἰς τὸ Ὀθωμανικὸν Κράτος… ( Σβήνει τὸ φῶς) ( Φῶς στὸ (Α) ) ῬΗΓΑΣ: Στὴν Πόλη, κοντὰ στὸν Ὑψηλάντη μορφώθηκα, ἔμαθα γλῶσσες, στὴ Βλαχία , ὅσο ἤμουν γραμματικὸς τῶν Ἡγεμόνων ἄρχισα νὰ μεταφράζω κείμενα τῶν Εὐρωπαίων στὴν καθημερινή λαλιά τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω νὰ κατανοήσει τί τοῦ ἀξίζει καὶ τί τοῦ προσφέρει ἡ Λευτεριά. Τώρα , γνώσεις, χρήματα, ὅ, τι ἔχω, ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ τὰ θυσιάσω πρὸς ὄφελος τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Εἶστε μαζί μου; ΟΛΟΙ: Εἴμαστε. ΚΑΤΣΩΝΗΣ: (Συγκινημένος) Λένε πὼς ἐγὼ ἔχω τὰ ὅπλα, μὰ τὴν φωτιὰ στὰ τόπια , ἐσύ, ἀδερφέ μου, τὴν βάζεις. Χαίρομαι ἀπὸ καρδιᾶς ποὺ σὲ γνωρίζω. Εἶμαι ὁ Λάμπρος Κατσώνης. ῬΗΓΑΣ: Τιμή μου νὰ γνωρίσω τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἄνοιξε μονάχος πόλεμο μὲ τὴν Τουρκιά! ( Τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται) ( Χαμηλώνει τὸ φῶς ) ( Φῶς στὸ (Β) ) ΠΕΡΓΚΕΝ… ἀλλὰ καὶ τὴν δημοκρατικὴν φωτιὰν νὰ ἀνάψουν εἰς τοὺς ὁμοθρήσκους των εἰς τὰς κληρονομικὰς χώρας τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος. Τὸ περιστατικὸν ἔχει τεραστία σημασία καὶ ἐπιβάλλει παρακολούθησιν μετὰ μεγίστης προσοχῆς ἀπὸ τοῦδε εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, καθόσον καὶ ὁ Μαρτίνοβιτς ἰσχυρίσθη περί τινων ἐπισκόπων του ὅτι ἔκλιναν πρὸς τὸ δημοκρατικὸν πολίτευμα … Καὶ ἐὰν τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας ἅπαξ ἤθελεν
  • 131.
    ἀναπτυχθῆ εἰς χώραντινὰ καὶ ἤθελε δυνηθῆ νὰ ἀσκῇ ἀποτελεσματικὴν ἐπίδρασιν, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ πνεῦμα αὐτὸ θὰ μετεδίδετο εἰς τὰς ἄλλας χώρας ὡς ἡλεκτρικὸς σπινθήρ, καθόσον ὁ μυστικὸς πόθος τῶν Ἑλλήνων ἀνέκαθεν κατηυθύνετο πρὸς τὸν σχηματισμὸν αὐτοελοῦς ἔθνους ( ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ ) ΣΚΗΝΗ 4 ΤΕΡΓΕΣΤΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΟΡΩΝΙΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ :( Κρατῶντας τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ῥήγα πρὸς τὸν Κορωνιό) : Ὥστε κυρ-Ἀντωνάκη , τέτοια κάνεις πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου; Μπλέκεις μὲ συνωμότες καὶ ἐπαναστάσεις ὀνειρεύεσαι; Καλὰ ποὺ ἔκανα καὶ ἄνοιξα τὸ γράμμα ποὺ σοῦ στείλανε! Ἂν ἤθελες προσωπικὴ ἀλληλογραφία ἂς ἔδινες τοῦ σπιτιοῦ σου τὴν διεύθυνση, ὄχι τῆς ἐπιχείρησης. Πῆρα τὰ κιβώτια καὶ τὰ ἄνοιξα νομίζοντας πὼς εἶναι πράγματα τοῦ καταστήματος καὶ τί βλέπω; Χάρτες καὶ βιβλία τοῦ Σατανά! Νὰ μοῦ τινάξεις τὸ μαγαζί στὸν ἀέρα! Δὲ σφάξανε . Θὰ σὲ χώσω στὰ μπουντρούμια καὶ θὰ πάρω καὶ τὸ μερτικό σου στὴν ἐπιχείρηση! Πάω ἀμέσως νὰ εἰδοποιήσω τὴν αὐστριακὴ ἀστυνομία. ΣΚΗΝΗ 5 ΤΕΡΓΕΣΤΗ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ῬΗΓΑΣ: Ἔλα, Χριστόφορε, ἂς ξεκουραστοῦμε ἀπόψε κι αὔριο πρωί πρωί πᾶμε στοῦ Κορωνιοῦ νὰ παραλάβουμε τὰ κιβώτια. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Κάτω ἀπὸ τὴν μύτη τῶν Αὐστριακῶν. ῬΗΓΑΣ: Μὰ ἐμεῖς δὲν ἐνοχλοῦμε τὴν Αὐστρία. Παλεύουμε νὰ φτιάξουμε τὴν δική μας πατρίδα. Μιὰ πατρίδα ἐλεύθερη καὶ δίκαιη γιὰ ὅλους. Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, Ἀρμένηδες , Βουλγάρους, Σέρβους , Ἀρβανίτες. Μονάχα νά ’ναι καλοὶ πολίτες καὶ νὰ σέβονται τοὺς νόμους . ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Πιστεύεις στ’ ἀλήθεια πὼς θὰ ὑπάρξουν Τοῦρκοι ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ζήσουν στὴν Δημοκρατία ποὺ σχεδιάζουμε; ῬΗΓΑΣ: Μὴν κρίνεις μὲ βάση τὸ θρήσκευμα! Στὴν Ἑλληνικὴ Δημοκρατία κάθε πολίτης θὰ εἶναι ἐλεύθερος νὰ λατρεύει τὸν θεό του. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:Κρίνω σκεπτόμενος τὴν νοοτροπία τοῦ Τούρκου. ῬΗΓΑΣ:Θυμᾶσαι τὸν Μαυρογένη; Δὲν ὑπῆρξε οὐτιδανότερος ἡγεμόνας ἀπὸ αὐτόν . Χριστιανός, μὰ στὸν πόλεμο τῶν τριῶν Ἰμπερίων ὑπηρέτησε ὅσο κανεῖς τὸν Σουλτάνο. Δὲς καὶ τὸν Πασβάνογλου. Ὀθωμανός, μὰ σύμμαχος καὶ φίλος. Στέκει ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Σουλτάνο κι αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει. Τοῦρκος δὲν εἶναι κι αὐτός; Μοιάζει μὲ τοὺς ἄλλους;
  • 132.
    ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Καὶ πῶςπιστεύεις ὅτι θὰ κατορθωθεῖ ἡ ὀμόνοια μὲ τόσους διαφορετικοὺς ἀνθρώπους νὰ κατοικοῦν στὴν χώρα; ῬΗΓΑΣ: Ὅπως τὸ ψωμί. Πολλὰ τὰ ὑλικὰ του, μὰ ὁ ἀρτοποιὸς τὰ ἀναμειγνύει μὲ τέχνη. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Καὶ ποιὸς θὰ γίνει ἀρτοποιός; ῬΗΓΑΣ: Ὁ δ ά σ κ α λ ο ς. Ξέρεις πόσο κοπίασα νὰ μάθω ὅσα γνωρίζω, πόσα ξενύχτια , πόσα ἐμπόδια πέρασα. Κι ὅλα μοναχός. Ἂν εἴχα ἕναν δάσκαλο νὰ μὲ βοηθήσει, πόσο εύκολότερα θὰ ἦταν ὄλα. Γιὰ τοῦτο ὀνειρεύομαι στὸ νέο κράτος ἕνα σχολεῖο ποὺ θὰ βγάζει δασκάλους. Θὰ τοὺς μαθαίνει νὰ ἀγαποῦν τοὺς μαθητὲς καὶ τὶς μαθήτριες καὶ νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν πρόοδό τους. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Γιατὶ ἐπιμένεις τόσο νὰ μάθουν γράμματα καὶ τὰ θηλυκά; ῬΗΓΑΣ: Διότι ὁ πρῶτος δάσκαλος γιὰ κάθε ἄνθρωπο, αὐτὸς ποὺ τὸν μαθαίνει τὴν γλῶσσα καὶ τοῦ διδάσκει τὶς ἀξίες , εἶναι ἡ μάνα. Μορφωμένες γυναῖκες θὰ βγάλουν μορφωμένα τέκνα, χρήσιμα στὴν νέα κοινωνία ποὺ ὀνειρευόμαστε. Ἡ έκπαίδευση θὰ φέρει καὶ τὴν ὀμόνοια. Τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ φοιτοῦν στὸ σχολεῖο θὰ νιώθουν ἀδέρφια, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος. Ἡ κοινή γιὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά παιδία μόρφωση θὰ ἀμβλύνει τὶς διαφορές, θὰ δημιουργήσει ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἡ χρήση τῆς γλώσσας τοῦ λαοῦ θὰ κάνει κατανοητὰ καὶ προσιτὰ σὲ ὅλους τῶν νόμων τὰ προστάγματα. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Καλά , μὰ τὰ ἀξιώματα καὶ τὶς δημόσιες θέσεις τοῦ κράτους θὰ τὶς πάρουν καὶ ἀλλόθρησκοι; ῬΗΓΑΣ: Γιατὶ ὄχι ,ἂν τὸ ἀξίζουν; Καθένας θὰ λαβαίνει ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα εἰς τὸ ὁποῖον δεικνύει ἰδιαιτέραν κλίσιν. Κανεῖς δὲν θὰ ἀποκλείεται ἤ μὴ ὅποιος δὲν εἶναι ἐν τάξει ἔναντι τοῦ νόμου. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:Πιστεύεις πραγματικὰ πὼς μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια δουλείας τὸ σύστημα ποὺ προτείνεις θὰ ἔχει ἀποτελέσματα στὸν λαό μας; ῬΗΓΑΣ: Πρὶν πολλὰ χρόνια ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό μου ἦταν μιὰ μυγδαλιά. Θυμοῦμαι μιὰ χρονιὰ ξεγελάστηκε ἀπὸ τὶς ἀφύσικες ζέστες καὶ ἄνθισε στὰ τέλη Ὀκτωβρίου ,ἀρχὲς Νοεμβρίου . Τόσο ἐντυπωσιάστηκα ποὺ ἔγραψα γιὰ αὐτὴν ἕνα δίστιχο : Νοέμβρη ἀνθίζεις , μυγδαλιά; Μὴν πολυκαμαρώνεις! Ἀπό τὸν ἄγριο Βοριά ταχιὰ κι ἐσὺ παγώνεις . ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ:Καὶ τί ἔγινε ἔπειτα;
  • 133.
    ῬΗΓΑΣ:Μὲ τὰ κρύατῶν Χριστουγέννων μοῦ φαινόταν πὼς πάγωσε. Ἕνα κλαράκι της εἶχε μείνει πράσινο μονάχα. Κι ὅμως, σὰν ἦρθε τὸ Πάσχα, νὰ τὴν ἔβλεπες δὲν θὰ τὴν γνώριζες. Πράσινη ὁλάκερη , φουντωτή, δὲν θύμιζε σὲ τίποτα τὴν χειμερινή της περιπέτεια. Ἔτσι κι ἡ Πατρίδα. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ μεγαλώσει σὰν τὴν μυγδαλιά. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Χτυποῦν. ῬΗΓΑΣ: Ἀνοίγω. Νὰ εἶσαι ἔτοιμος γιὰ ὅλα! ( Μπαίνουν ὁ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ με ἀρκετοὺς ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ Ἡ συνομιλία τους γίνεται στὰ Γερμανικά ) . ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ :Ποιὸς ἀπὸ ἐσᾶς εἶναι ὁ Ῥήγας ὁ γραμματικὸς; (Βέαρ φὸν ἴνεν ἲστ Ρίγκας ντέαρ ζεκρετέαρ) ; ῬΗΓΑΣ Ἐγώ. (Ντὰς μπίν ἴχ)! ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ : Ἐν ὀνόματι τοῦ αὐτοκρἀτορος. (Ἴν νάμεν ντὲς κάιζερς). Ἀπὸ αὐτὴν τὴν στιγμὴ εἶστε ὑπὸ κράτησιν.( Φὸν γιέστς ἀν ζἰντ ζὶ ἰν χάφτ). Ἐσεῖς οἱ δυό. ( Ζὶ μπάιντε) Εἶστε ὑπεύθυνοι καὶ γιὰ τοὺς δύο.( Ζὶ ζὶντ φὺρ μπάιντε τσούστεντιχ) . ( Ἀποχωρεῖ , μὲ τοὺς λοιποὺς στρατιῶτες) ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: ( Μὲ ἔκδηλη ἀνησυχία στὸ πρόσωπο) ῬΗΓΑΣ( Κρατῶντας τὴν ψυχραιμία του, μιλᾶ χωρὶς νὰ τὸν κοιτάζει) : Ῥίξε στὴν θάλασσα τὴν σφραγίδα καὶ τὰ ἔγγραφα. Ἐγὼ θὰ τοὺς ἀπασχολήσω. Θὰ τοὺς ῥωτήσω γιατὶ κατηγοροῦμαι . Μέχρι νὰ ἀπαντήσουν, πέταξε τὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ παράθυρο. (Γερμανικὰ. Ἐνῶ μιλᾶ στρέφει τοὺς δτρατιῶτες ἀπὸ τὴν ἀντίθετη τοῦ Περραιβοῦ μεριά. ) Μπορεῖτε παρακαλῶ νὰ μοῦ πεῖτε γιατὶ κατηγοροῦμαι;( Κέντεν ζὶ μίαρ μπίτε ζάνγκεν βάρουμ ἲχ μπεσούλτινκτ βέρντε;) ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε, ἐκτελοὺμε ἐντολές .( Βίαρ βίσεν νίχτ, Βίαρ χάντελ νούαρ ἲμ ἄουφτρακ ) ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ( Πετᾶ ἀπὸ τὸ παράθυρο στὴν θάλασσα ἕνα μάτσο χαρτιὰ καὶ μιὰ σφραγίδα ποὺ ἔκρυβε στὸ σακάκι του). ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: ( Μόλις τὸν ἀντιλαμβάνονται) Αλτ! Χάλτ ! ῬΗΓΑΣ( Τοὺς συγκρατεῖ καὶ μὲ γλυκειὰ φωνὴ τους λέει) : Δὲν θὰ θέλατε βέβαια νὰ γίνει γνωστὸ τὸ συμβάν.( Νατούρλιχ μέχτεν ζὶ νὶχτ ντὰς ντίζε ἐράιγκνις μπεκάντ βίρτ.)Ὁ κύριος ἔριξε στὴν θάλασσα τὸ κολατσιό του.(Ντέαρ χὲρ βάρφ ἰνς μέαρ ζάιν ἔσσεν). Πᾶρτε αὐτὰ τὰ χρήματα , ξεχᾶστε ὅ, τι ἔγινε καὶ θὰ τὸ
  • 134.
    ξεχάσουμε κι ἐμεῖς. (Νέμεν ζὶ ντίζες,γκὲλτ , φεργκέσεν ζὶ ντὰς βὰς σον πασὶρτ ἲστ, οὒν ντὰς φεργκέσεν βίαρ ἄουχ. ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: ( Παίρνουν τα χρήματα καὶ καρφώνουν ταὰ βλέμματα πάνω στοὺς δύο Ἕλληνες) . ῬΗΓΑΣ( Μιλᾶ χωρὶς νὰ κοιτάζει τὸν Περραιβό, ποὺ τοῦ ἀπαντᾶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο): Θὰ πῶ πὼς σὲ γνώρισα στὸ ταξίδι ἀπὸ τὴν Βιέννη ὡς ἐδῶ. Πὼς εἶσαι φοιτητὴς καὶ σπουδάζεις ἰατρική στὴν Πάντοβα. Θὰ σὲ ἀφήσουν . Κοίταξε νὰ σωθεῖς. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐκδώσω τὰ ἔργα σου καὶ νὰ τὰ στείλω στὴν Πατρίδα. Τὸ ἔργο μας θὰ συνεχιστεῖ. ῬΗΓΑΣ: Ἐγὼ μιὰ φορὰ τὸν σπόρο τὸν ἔσπειρα. Μακάρι νὰ θερίσετε ἐσεῖς τοὺς καρπούς. ( Κλείνει ἡ αὐλαία ) ΣΚΗΝΗ 6 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΥΣΤΡΟΥΓΓΑΡΙΑΣ ΠΕΡΓΚΕΝ(Διαβάζει)…Κατόπιν ἐνεργειῶν τῆς Ὑμετέρας ἀσυνομικῆς ἀρχῆς, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν εἰς Βιέννην τὰ κάτωθι πρόσωπα: Ῥήγας γραμματικὸς ὁ ἐπονομαζόμενος Βελεστινλῆς, ἐτῶν 40 . Ἡ ἀπόπειρα αὐτοκτονίας του καθυστέρησε τὴν ἐνταῦθα μεταγωγήν του μήνάς τινας, μὰ τώρα βρίσκεται εἰς τὸ τῆς ὑμετέρας πρωτευούσης δεσμωτήριον. Ἀργέντης Εὐστράτιος ,ἔμπορος , ἐτῶν 31. Μνεία ἐλήφθη ὅπως ἡ αὐτοῦ ἐπιχείρησις συνεχίσῃ νὰ λειτουργῇ ἀπροσκόπτως , ἵνα μὴ βλαφθοῦν εἰς τὸ παραμικρὸν τὰ τῆς Αὐστρίας ἐμπορικὰ συμφέροντα. Νικολίδης Δημήτριος ἰατρός , ἐτῶν 32. Ἐμμανουήλ Παναγιώτης, ὑπάλληλος τοῦ Ἀργέντη, ἐτῶν 22 Ἐμμανουήλ Ἰωάννης , ἀδελφὸς τοῦ ὠς ἄνω, φοιτητὴς ἰατρικῆς, ἐτῶν 24 Κορωνιός Ἀντώνιος , ἔμπορος, ἐτῶν 27 Τουρούντζιας Θεοχάρης ἔμπορος, ἐτῶν 22 Καρατζᾶς Ἰωάννης, λόγιος, πρώην κανδηλανάπτης εἰς Ὀρθόδοξην ἐκκλησία Πέστης , ἐτῶν 31. Ἂν καὶ ἡ ἰδιάζουσα εἰς τοὺς Ἕλληνας πονηρία δυσχέρανε μεγάλως τὴν πορείαν τῆς ἀνακρίσεως,…δυνατὸν νὰ ἐξαχθοῦν ἐκ τῆς ἐρεύνης αὐτῆς σοβαρὰ πορίσματα ὡς πρὸς τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ληφθοῦν ἀπέναντι τῶν Ἑλλήνων διὰ τὸ μέλλον. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἀνωτέρῳ συνωμόται , ἅπαντες
  • 135.
    Ὀθωμανοὶ ὑπήκοοι, παρεδόθησανεἰς τοὺς φίλους καὶ γείτονας Τούρκους, κατόπιν κοινῆς συμφωνίας. Τὸ τέλος τους , καθὼς ἐπληροφορήθημεν, ἦτο στραγγαλισμὸς ἐντὸς τῆς φυλακῆς τοῦ Βελιγραδίου καὶ ῥίψις τῶν πτωμάτων εἰς τὸν Δούναβην ποταμὸν. Διεδόθη δὲ ὑπὸ τοῦ διοικητοῦ τοῦ φρουρίου μετὰ τὴν τέλεσιν τῆς πράξεως ὅτι εἶχον ἀποδράσει ἅπαντες ἐκ τῆς φυλακῆς, δι’ ὅ καὶ ἐστάλησαν ἄνδρες τῆς τοπικῆς φρουρᾶς πρὸς δῆθεν καταδίωξιν αὐτῶν κατὰ τὰς λεωφόρους. Ἐκτὸς τούτων, ἄλλοι ἕξ ἤτοι, οἱ : Πέτροβιτς Φίλιππος, ὑπάλληλος τοῦ Ἀργέντη ἐτῶν 17 Θεοχάρης Γεώργιος , ἔμπορος , ἐτῶν 39 Πούλιος Γεώργιος , τυπογράφος ἐτῶν 32 Γκασπὰρ Πέτερς διδάσκαλος γαλλικῆς Τούλιος Κωνσταντῖνος ἐκ Πέστης, ἔμπορος ἐτῶν 18 , ἅπαντες Αύστιακοὶ Ὑπήκοοι, καθῶς καὶ ὁ Δούκας Κωνσταντῖνος ἐτῶν 45 , Ρῶσσος ὑπήκοος ἐξορίσσονται τοῦ αὐστριακοῦ ἐδάφους. ( ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΣΚΗΝΗ) ΣΚΗΝΗ 7 ( Ἀνοίγει ἡ αὐλαία καὶ παρουσιάζεται ὁ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ , ποὺ ἀπευθυνόμενος στοὺς θεατὲς λέει: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ : Δὲν τελειώνει ἐδῶ τοῦ Ῥήγα ἡ ἱστορία. Ὁ θάνατός του δὲν ἐστάθη ἰκανὸς νὰ σταματήσῃ τὸ ἔργο του. Τὰ τραγούδια του ἦρθαν στὴν σκλαβωμένη πατρίδα ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Τὰ τραγουδοῦσαν τὰ παληκάρια πρὶν ἀπὸ κάθε μάχη κι ἔπαιρναν κουράγιο. Μὲ τὸν Θούριο στὰ χείλη βάδισαν πρὸς τὸν θάνατο ὅσοι Ἱερολοχίτες πιάστηκαν στὸ Δραγατσάνι ζωντανοί, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1821. Τὰ ἄλλα κείμενά του τυπώθηκαν , διαβάστηκαν, ἀγαπήθηκαν, μὰ δυστυχῶς δὲν ἐφαρμόσθηκαν στὸ ἐλεύθερο Ἑλληνικὸ Βασίλειο. Γιὰ ὅλους ἐμᾶς ὁ Ῥήγας στάθηκε φάρος ποὺ φώτισε τὸν ἀγῶνα μας. Γιὰ ἐσᾶς ἂς σταθεῖ πρότυπο. Μιμηθεῖτε τὴν φιλοπατρία καὶ τὴν φιλομάθειά του, σκεπτόμενοι πὼς ἐστάθη ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης τῆς φυλῆς μας. Τὸ μελάνι του θὰ εἶναι πολύτιμον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ , ὅσον τὸ αἷμα του τὸ ἅγιον. Ὁ Ῥήγας ( ἐδῶ ἐμφανίζεται ὁ Ῥήγας καὶ στέκεται πλάι στὸν στρατηγό,)μὰ καὶ ὁ Πατροκοσμᾶς, (μπαίνει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ στέκει πλάι στὸν Ῥήγα) μᾶς ἄφηκαν παρακαταθήκη ἀτράνταχτη, τὴν ὁποίαν ὅλοι ἔχουμε χρέος νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε: ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ :Σχολειὰ χτίστε ! ῬΗΓΑΣ:Γιατὶ ὅποιος ἐλεύθερα συλλογᾶται, συλλογᾶται καλά !
  • 136.
    ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:Ἐλευθερία ἤΘάνατος.! Η ΣΚΗΝΗ ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΕΛΟΣ
  • 137.
    9ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΤΟΥΣ ΠΕΝΤΕ ΑΝΕΜΟΥΣ. ΕΜΑΝΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣΟ ΜΑΚΕΔΩΝ ΠΡΟΣΩΠΑ ΝΕΡΑΝΤΖΗ/ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ (ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ) ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ : ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ: Περᾶστε, καθίσατε γιὰ λίγο νὰ ξεκουραστεῖτε. (βάζει σ’ ἕναν δίσκο λουκοῦμι καὶ νερό καὶ τοῦ τὰ προσφέρει.) Καὶ ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔρχεστε; ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἀπὸ πολὺ μακριά. (τρώει τὸ λουκοῦμι, παίρνει τὸ νερὸ) Εἰς ὑγείαν σας. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Ὑγιαίνετε. Πάντως ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ Κυρίου δὲν ὑπάρχει μακριά. Ὅλα εἶναι κοντά μας, ὅλοι εἴμεθα μέλη τῆς αὐτῆς οἰκογενείας.
  • 138.
    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἐντοιαύτῃ περιπτώσει ἔχετε δίκαιο. Ἔρχομαι λοιπὸν ἐκ Μακεδονίας. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : (μὲ ἐμφανὴ τὴν ταραχή της ) Εἶσθε …Μακεδών; ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἐκ Σερρῶν! ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : (ἔχει χλωμιάσει, τὰ χέρια της τρέμουν) Εἶχα κάποτε ἀκούσει γιὰ κάποια οἰκογένεια ἀπὸ τὴν πατρίδαν σας. Τὴν οἰκογένειαν Παπᾶ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Καὶ ποῖος δὲν ἔχει ἀκουστὰ τὸν ἀείμνηστον Ἐμμανουήλ, Ἀρχηγὸ καὶ Προστάτη τῆς Μακεδονίας, ὅπως ἀνηγορεύθη ὑπὸ τῶν ἐν Ἄθῳ μοναχῶν. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐθυσίασε ὅ, τι εἶχε εἰς τὸν βωμὸν τῆς Ἐλευθερίας. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν ἐφείσθη οὐδεμιᾶς θυσίας, αὐτῆς τῆς οἰκογενείας του συμπεριλαμβανομένης, προκειμένου νὰ δῇ μιὰ ἡμέρα τὴν πατρίδα του ἐλευθέρα. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἡ φιλοπατρία του ἦταν τοῖς πᾶσι γνωστὴ. Ἀκόμα καὶ τὰ ἄσματα ποὺ ἐτραγουδοῦσε εὶς τὰ τέκνα του ἐπροσάρμοζε ὥστε νὰ συμφωνοῦν μὲ τὸν σκοπὸ ποὺ φλόγιζε τὸ εἶναι του. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Τοῦτο τὸ τελευταῖο ὅμως δὲν τὸ γνώριζε ὁ κόσμος. Ἦταν μυστικὸ τῆς οἰκογενείας. Ἐσεῖς πῶς… ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: (Τὴν κοιτάζει στὰ μάτια καὶ ἀρχίζει νὰ τραγουδᾶ τὴν Νεραντζούλα ουντωμένη) Νερανζοῦλα φουντωμένη (δίς) Ποῦ ’ναι τ ’ ἄνθια σου , Νεραντζοῦλα; Ποὺ’ ναι τ’ ἄνθια σου; Ποὺ ’ν’ ἡ πρώτη σου ἐμορφάδα (δίς) Ποῦ ’ν’ τὰ κάλλη σου , Νεραντζοῦλα; Ποῦ’ν’ τὰ κάλλη σου; ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : (συνεχίζει τὸ τραγοῦδι) Φύσηξε Βοριᾶς κι ἀγέρας (δίς)
  • 139.
    Καὶ τὰ τίναξε, Νεραντζοῦλα Καὶ τὰ τίναξε. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Σὲ παρακαλῶ ,Βοριᾶ μου, (δίς) Φῦσα ταπεινά, Νεραντζοῦλα, Φῦσα ταπεινά ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Γιὰ νὰ φτάσουν τὰ καράβια (δίς) Τὰ ἑλληνικά, Νεραντζοῦλα , Τὰ ἑλληνικὰ ΑΜΦΟΤΕΡΟΙ Καὶ νὰ ’ρθῇ στοὺς Μακεδόνες(δίς) Ἡ Ἐλευτεριά, Νεραντζοῦλα Ἡ Ἐλευτεριά. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Κωνσταντῖνε, ἀδερφέ μου! ( ἀνοίγει τὴν ἀγκαλιά της καὶ ὁ Κωνσταντῖνος τὴν ἀγκαλιάζει). Σὲ εἶχα γιὰ χαμένο! Πίστευα πὼς κι ἐσύ… ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἔμεινα στὰ μπουντρούμια τῶν Σερρῶν ἐννιὰ χρόνια. Βγῆκα πρὸ δεκαετίας, στὰ δεκατέσσερά μου, κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ ἀρχιεπισκόπου μας. Ἀπὸ τότε ψάχνω νὰ σᾶς βρῶ. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ :Καὶ βρῆκες τ’ ἀπομεινάρια μας. Ὁ Ἀναστάσης μὲ τὸν Ἀλέξανδρο ἔπεσαν στὸ Μεσολόγγι, τὸν Ἀθανασάκη τὸν ἔπιασαν στὴν Ἀταλάντη οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν Χαλκίδα, τὸν Γιωργή μας τὸν κρέμασαν, ὁ Νικολάκης χάθηκε στὸ Καματερό, ὁ Δημητράκης στὸ Νιόκαστρο, ὁ Γιαννιός μας στὸ Μανιάκι, ὁ Ἀριστείδης … ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Ἔσβησε στὸ μπουντροῦμι, λίγο μετὰ τὴν μάνα μας. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Καημένα ἀδέρφια μου, ἔρμη μάνα… ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Νὰ εἶσαι περήφανη γιὰ αὐτοὺς, ἀδερφή! Ξέρεις τί ἔγραφε στὸν Ἀθανασάκη ὁ Ἀναστάσης ἀπὸ τὴν Βιένη, λίγο πρὶν καταταγῇ στὸ σῶμα τοῦ Ὑψηλάντη; Στὴν ἐρευνα ποὺ ἔκανα γιὰ νὰ σᾶς ἐντοπίσω, ἔπεσε ἡ
  • 140.
    γραφή του στὰχέρια μου. Ἄκουσε γιὰ νὰ καταλάβῃς (Βγάζει τὴν ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ διαβάζει) : « …Μία γυνακεία μορφή στέκεται μπροστὰ στὰ μάτια μου κλαμένη καὶ μοῦ λέει: Εἶσαι ἕνας Μακεδόνας καὶ τὸ καθῆκον σὲ καλεῖ. Αἶσχος καὶ ἀνεξίτηλη ντροπὴ θὰ εἶναι γιὰ σένα , ἂν μείνῃς ἀδιάφορος σ’αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Πολέμα γιὰ τὴν Ἐλευθερία καὶ μὴ φοβᾶσαι τί θὰ ποῦν οἱ συγγενεῖς σου. Ἂν πέσῃς γιὰ τὴν Πατρίδα θὰ τοὺς παρηγορῇ ἡ ἀπόφασή σου, ἐφ’ ὅσον ἐσὺ ξεκινᾶς μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη , τὴν φιλία καὶ τὴν ἡσυχία , πρὸς τὸν ἱερόν σκοπόν. Χτὲς ἐδιάβασα τὶς κατάρες καὶ τοὺς ἀφορισμοὺς τοῦ Πατριάρχη καὶ τῆς Συνόδου ἐνάντια στοὺς ἐπαναστάτες καὶ σὲ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦν. Τέτοιοι ἐξορκισμοὶ δὲν ἔχουν πέραση, γιατὶ εἶναι φτιαγμένοι κατὰ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου…»Τέτοια ἦταν τὰ ἀδέρφια μας, γιατὶ σὲ τέτοια οἰκογένεια μεγαλώσαμε. Καὶ ἡ μάνα μέχρι ποὺ ἔσβησε, μὲ αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς μιλοῦσε. Μονάχα λίγο πρὶν κλείσῃ τὰ μάτια της μᾶς ὅρκισε τὸν Ἀριστείδη, τὴν Ἑλένη κι ἐμένα, ἂν βγοῦμε ζωντανοί, νὰ ξανασμίξουμε τὴν οἰκογένεια. Εὐτυχῶς τὰ κορίτσια εἶστε ζωντανά. Ἡ Ἑλένη ποὺ βγῆκε ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος εἶχε γνωστοὺς καὶ τοὺς πλήρωσε πολλὰ, παντρεύτηκε ἤδη , ὅπως καὶ ἡ Εὐφροσύνη. Κάποιοι στὰς Σέρρας ἤξεραν γιὰ αὐτὲς καὶ μὲ βοήθησαν νὰ τὶς ἀνταμώσω. Ξαναβρεθήκαμε σχετικὰ εὔκολα. Μονάχα τὰ δικά σου ἴχνη εἶχαν χαθεῖ. Πρόσφατα ἔμαθα ποῦ βρίσκεσαι , Νεραντζοῦλα κι ἦρθα νὰ σοῦ πῶ πὼς εἶμαι ζωντανός. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Δὲν μὲ λένε πιὰ Νεραντζοῦλα. Ἀπὸ τότε ποὺ πιαστήκατε καὶ χάθηκε ὁ πατέρας ἀφιερώθηκα στὸν Κύριο. Εἶμαι πλέον ἠ ἀδερφὴ Θεονύμφη. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Πῶς γινήκαμε ἔτσι, ἀδρφοῦλα! ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Πῶς σκορπίσαμε στοὺς πέντε ἀνέμους μέσα σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕναν χρόνο! Ποῦ ὁ καιρὸς ποὺ βρισκόμαστε εἰς τὰς Σέρρας πλούσιοι κι εὐτυχισμένοι! ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ: Γνωρίζεις ὅμως, Νεραντζή, τί ἔλεγε ὁ πατέρας μας γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ εἴχαμε. ΑΔΕΡΦΗ ΘΕΟΝΥΜΦΗ : Ναί, Κωνσταντῖνε , τὸ γνωρίζω καλά. Ζωὴ σκλάβου, ζωὴ μισή. ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ : ΣΕΡΡΕΣ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΕΜ. ΠΑΠΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: ( Τελειώνει κάποιους ὑπολογισμοὺς καὶ λέει): Μὲ αὐτὰ γίνονται σαράντα χιλιᾶδες μαχμουτιέδες ὅσα μᾶς χρωστᾶ ὁ Γιουσούφ –μπεης.
  • 141.
    Θὰ πρέπει νὰἐνεργήσω γρήγορα, ἂν θέλουμε νὰ εἰσπράξουμε μέρος ἔστω τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ. ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Μὲ μεγάλη προσοχὴ ὅμως, Μανολάκη. Ὁ Γιουσοὺφ δὲν μοιάζει σὲ τίποτα στὸν Ἰσμαήλ, τὸν πατέρα του. Ἐκεῖνος ἐκτίμησε τὸ ἦθος καὶ τὴν ἐργατικότητά σου, σὲ πῆρε κοντά του καὶ σὲ ἔκανε τραπεζίτη του. Πάντοτε ἄκουγε τὶς συμβουλές σου καὶ πολλὲς φορὲς σὲ βοήθησε νὰ ἱδρύσῃς νέες ἐκκλησίες, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ νόμος τῶν Μουσουλμάνων τὸ ἀπαγορεύει. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μοῦ ἐπέτρεψε ἐπίσης νὰ σώσω ἀρκετοὺς Χριστιανοὺς μὰ καὶ Τούρκους ποὺ εἶχαν καταδικαστεῖ ἀδίκως σὲ ἀπαγχονισμό, καὶ τοῦ τὸ ἀναγνωρίζω. Ἔκανε ἕνα χατῆρι στὸν δοῦλο του, θὰ μποροῦσε καὶ νὰ μῆν τὸ πράξῃ. Μὲ αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς μὲ ἔκανε νὰ νιώθω περισσότερο ἄνθρωπος! ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Μὰ κοντά του κανεῖς ἄλλος δὲν εἶχε τὰ χρήματα καὶ τὴν δύναμη ποὺ ἀπέκτησες ἐσύ! ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ξέρεις πόση εἶναι ἡ περιουσία μας; Κοντὰ τριακόσιες χιλιᾶδες γρόσια, χώρια τὰ καταστήματα, τὰ σπίτια, τὰ χωράφια. Γνωρίζεις μὲ πόσον κόπο τὰ ἀποκτήσαμε . Πὲς μου τώρα, Φαῖδρα: Εἶσαι σίγουρη πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ πλούτη θὰ περάσουν στὰ τέκνα μας; Πὼς δὲν θὰ καταχραστῇ κανένας ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἄρχοντες ποὺ μᾶς δυναστεύουν; Πὼς ἡ ζωή μας καὶ ὅσων ἀγαπᾶμε εἶναι ἐξασφαλισμένη; ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Ἂν δὲν δώσουμε δικαίωμα θά… ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Θὰ τὸ πάρουν μοναχοί τους. Ὁ Γιουσοὺφ ἤδη ἀπειλεῑ νὰ μὲ σκοτώσῃ γιὰ νὰ μὴν ἀναγκαστῇ νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος του. ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Χριστὸς καὶ Παναγιά! ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Γιὰ αὐτὸ σοῦ εἶπα πὼς πρέπει νὰ δράσω. Θὰ φύγω γιὰ τὴν Πόλη. Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξασφαλίσω φιρμάνι ποὺ θὰ ἀναγκάζῃ τὸν μπέη νὰ μοῦ ἐπιστρέψῃ μέρος ἔστω τοῦ χρέους καὶ ἂν μπορῶ, νὰ ἐπιτύχω τὴν μετάθεσή του. Μὰ ἐπειδὴ φοβοῦμαι πὼς θὰ ξεσπάσῃ τὴν ὀργή του σὲ ἐσᾶς… ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Παρθένα μου, τὰ παιδιά μου! ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ὁ ἐπίσκοπός μας ὁ Χρύσανθος, ἔχει εἰδοποιηθεῖ νὰ φροντίσῃ γιὰ ὅλους σας κατὰ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ τοῦ ἐπιτρέπεται . ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Μέχρι πότε θὰ ζοῦμε σὰν κυνηγημένοι;
  • 142.
    ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μέχρινὰ διώξουμε τοὺς τυράννους , μέχρι νὰ φτιάξουμε ἐλεύθερο κράτος ἑλληνικό. ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Σὲ καλό σου, ἄντρα μου, τί λόγια σοῦ ξεφεύγουν ἀπόψε; ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Δὲν μοῦ ξεφεύγουν καθόλου. Μακάρι νὰ ἔδινα ὡς καὶ τὸ τελευταῖο μας γροσάκι , γιὰ νὰ δῶ τὸν λαό μας νὰ μιλᾶ στοὺς δρόμους τὴν γλῶσσα μας, τὰ παιδιὰ μας νὰ μαθαίνουν ἑλληνικὰ σὲ μεγάλα σχολειά, δίχως τὸν φόβο νὰ χάσουν τὸ κεφάλι τους τὰ ἴδια ἤ οἱ δάσκαλοί τους, τὸν κοσμάκη νὰ ἀπολαμβάνῃ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του δίχως χαράτσια καὶ ἄδικους φόρους καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἔρχονται ἐδῶ νὰ μᾶς κοιτοῦν μὰ σεβασμό, δίχως τὸν οἶκτο στὸ βλέμμα τους. Μακάρι νὰ γίνονταν ἐτοῦτα κι ἂς τὸ πλήρωνα μὲ τὴν ζωή μου. ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Κι ἐμᾶς δὲν μᾶς σκέφτεσαι ;Τί θ’ ἀπογίνουμε δίχως ἐσένα; ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Σᾶς ξέρω καλά ὅλους . Αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι καὶ δικός σας πόθος. Γιὰ αὐτὸ εἶμαι περήφανος γιὰ ὅλους σας καὶ σὰς ἀγαπάω. ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Λὲς πὼς μᾶς ἀγαπᾶς, μὰ πιότερο ἀπὸ μᾶς ἄλλην ἔχεις στὸν νοῦ σου. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Εἶσαι μὲ τὰ καλά σου, γυναῖκα; ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Καὶ βέβαια εἶμαι. Ἡ Ἑλληνίδα ποὺ ἔχω τὸ ὄνομά της πέθανε ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἀνεκπλήρωτου ἔρωτα. Ὁ νέος ποὺ ἐρωτεύτηκε ἦταν ταμένος ἀλλοῦ. Τὸ ἴδιο μὲ βλέπω νὰ παθαίνω κι ἐγώ. Δώδεκα παιδιά ἔκανα μὲ τὸν ἄντρα ποὺ ἀγάπησα κι αὐτὸς ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό ἄλλην ὀνειρευόταν καὶ ποθοῦσε. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Καὶ ποιὰ εἶναι , κατὰ τὴν γνώμη σου ἐκείνη ποὺ μοῦ ’χει πάρει τὰ μυαλά; ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑ: Ἡ Ἐλευθερία! ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ :ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Εἶθε , ἀδερφέ Παπαδᾶτε, ὁ ἀγῶν μας νὰ εὐοδωθῇ καὶ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς πολυποθήτου ἐλευθερίας. Ὅσον μὲ ἀφορᾶ , εἶμαι ἔτοιμος νὰ ὑποστῶ κάθε θυσία προκειμένου νὰ ἐπιτύχει ὁ σκοπός μας. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Τὰ λόγια σου μὲ κάνουν ὑπερήφανο ποὺ σὲ ἐμύησα εὶς τὸ Μέγα τῆς Ἑταιρείας Μυστικὸν. Ὁμιλεῖς σὰν σπουδαγμένος. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Παρ’ ὅλον ὅτι ἠξιώθην μόνον τῆς βασικῆς μορφώσεως. Μπῆκα βλέπεις ἀπὸ νέος στὸ ἐμπόριο, ἀρχικὰ στὸ παντοπωλεῖο τοῦ ἀδερφοῦ
  • 143.
    μου. Ἔπειτα ἐπέκτεινατὰς ἐργασίας μου εἰς τὸ γενικὸν ἐμπόριον, φροντίζοντας νὰ μαθαίνω τὰς ἐπιθυμίας τῶν πελατῶν ἀπὸ πρὶν καὶ νὰ ἔχω εἰς τὸ κατάστημά μου αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ποὺ τὸ χρειάζονταν. Ἔτσι ἀπὸ τὰς Σέρρας ἐπεκτάθηκα πρῶτα εἰς τὴν Πόλιν κι ἔπειτα εἰς Βιένην. Τὸ καλό μου ἐμπορικὸν ὄνομα ἔφερε περισσότερον κόσμον. Ὅταν κάποιοι πελᾶτες χρειάστηκαν χρήματα, τοὺς ἐδάνεισα. Ἤμουν τυχερὸς γιατὶ δὲν ἔχασα τὰ χρήματά μου κι ἔτσι ἔγινα τραπεζίτης. Μὲ ἐμπιστεύετο καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ πρώην διοικητὴς τῆς πατρίδος μου. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Οἱ πληροφορίες ποὺ ἐλάβαμεν διὰ τὸ ἄτομόν σου, λένε αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ μόλις κατέθεσες. Καὶ γιὰ τὴν οἰκογένειάν σου ἔχεις κάτι νὰ πῇς ; ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μόνον ὅτι ἅπαντες εἶναι ἔτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Δὲν ἀπομένει ἄλλον ἀπὸ τὸ νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸ ἐφοδιαστικὸν γράμμα σου. Εἰς τὸ ἐξῆς μέσῳ ἐμοῦ θὰ ἐπικοινωνῇς μὲ τὸν Ἀρχηγὸ , τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, , τὸν ἐπίσκοπο Σερρῶν Χρυσόστομο καὶ μὲ ὅποιον ἄλλον χρειαστεῖ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ἔχω ἤδη ἐτοιμάσει τὴν ἐπιστολήν. Σοῦ τὴν διαβάζω γιὰ νὰ τὰ πῇς καὶ στοματικῶς στὸν Πανιερότατο. ( διαβάζει): Τὴν Πανιερότητά της μετὰ πόθου ἀπλέτου καὶ εὐλαβείας προσκυνῶ. Γνωρίζω, Πανιερότατε ὅτι ἡ φυγή μου… ἐπροξένησε μεγάλην λύπην εἰς τοὺς συμπολίτας μου καθότι… ὁ αἰσχροκερδὴς διοικητής τώρα θέλει εὔρει τὸν καιρὸ νὰ τοὺς τυραννῇ …ἐπειδὴ μόνη ἡ νουθεσία …μου ἐμπόδιζε τὰς σκευωρίας καὶ ἐνεδρεύματά του. Ἐκατατήκετο ἡ ψυχή μου προβλέπουσα τὰ δεινὰ ὁποῦ μέλει νὰ δοκιμάσῃ ἡ πατρίς μου μετὰ τὴν ἀπουσίαν μου, πλὴν …δὲν ἠμποροῦσα …παρὰ νὰ φύγω …διὰ νὰ λάβω τὸ δίκαιόν μου… Ἀλλὰ μ’ ὅλον ὁποῦ δὲν τὸν κατέτρεξα …παρὰ μόνον βιασμένος, ἔλαβα τὸ ἥμισυ τοῦ δικαίου μου…αὐτὸς πάλιν , ὡς ἀγνώμων καὶ κακοποιός, ἔβαλε κρυφίως καὶ μοῦ ἔκαυσαν τὴν οἰκίαν μου , καὶ…καιροφυλακτεῖ νὰ δολοφονήσῃ καὶ τὰ τέκνα μου. …Μῆνας 26 ἄχρι τοῦδε ὑστεροῦμαι τὴν φαμιλίαν καὶ πατρίδα μου καὶ Κύριος γιγνώσκει πότε θέλει ἀξιωθῶ τὴν ἀπόλαυσίν τους. Διὸ παρακαλῶ τὴν Πανιερότητά της νὰ προστατεύσῃ τὴν φαμηλίαν μου …ἕως ὅτου νὰ λάβωμεν τὴν ἐξ ὕψους θεραπείαν…Ποτὲ δὲν ἤλπιζα εἰς …ἡλικίαν ἐτῶν τεσσαράκοντα ἑπτὰ νὰ ὑστερηθῶ καὶ πατρίδα καὶ φαμηλίαν.
  • 144.
    Περιπλέον ὁ πατριωτισμὸςμὲ ὑπαγορεύει νὰ ἐνθυμηθῶ καὶ τὴν … Σχολὴν τῆς Πατρίδος διὸ καὶ προσφέρω κατὰ τὸ παρόν διὰ χειρὸς τοῦ Κων/νου Παπαδάτου γρόσια χίλια ( 1.000) ὡς …συνδρομὴν βοηθητικὴν πρὸς αὐτὴν καὶ ὅτε… βεβαιωθῶ τὴν ἀποκατάστασην …τῆς σχολῆς τοῦ Πανελληνίου ὑπόσχομαι …νὰ συνεισφέρω πρὸς καταρτισμὸν καὶ βελτίωσιν αὐτῆς. Τῆς ὑμετέρας Πανιερότητος… πρόθυμος δοῦλος ΕΜ. ΠΑΠΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ: Κατόπιν τούτου ἡ ἀποστολὴ ποὺ ἀναλαμβάνῃς εἶναι νὰ μεταβῇς ἐν Ἄθῳ , εἰς τὸν Ἰωακεῖμ , ἡγούμενον τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου καὶ , τῇ βοηθείᾳ του, ἐνημερώσεις τοὺς ἐν μοναστηρίοις μοναχοὺς διὰ τὴν ἐπικείμενη τοῦ ἔθνους Ἐπανάστασιν. Ὁ Θεὸς μαζί σου. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ὁ Θεὸς βοηθὸς εἰς τὸ ἔργον μας! ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΘΩΣ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ἤγγικεν ἡ ὥρα, ὦ ἀδερφοί , τοὺς εἶπα, ὁ Σταυρὸς νὰ ἐπιβληθῇ ἐπὶ τέλους τῆς ἡμισελήνου. Τὸ ἡμέτερον γένος ἐπὶ τέσσαρας αἰώνας σκλαβωθέν, ἔφθασεν ἡ στιγμὴ νὰ τινάξῃ πάνωθέ του τὰ τῆς δουλείας δεσμὰ καὶ νὰ ἀτενίσῃ ἐπὶ τέλους ἐλεύθερον τὰ λοιπὰ ἔθνη τῆς οἰκουμένης. Ἤδη εἰς τὰς ἡγεμονίας αἱ νίκαι στέφουν τὰ τῶν Ἑλλήνων ὅπλα. Ὁ Μωριὰς ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα , ἴσως καὶ τώρα ποὺ μιλοῦμε, σηκώνει τὸ μπαϊράκι τῆς λευτεριᾶς. Ἀπεσταλμένοι τῆς Ἑταιρείας ἐνημερώνουν τοὺς ἀπανταχοῦ Ἕλληνας καὶ ὀργανώνουν τὸν ὑπὲρ πάντων ἀγώνα. Καὶ ὑμεῖς, ὦ ἀδερφοί, τὰ πλέον πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ , θὰ παραμείνετε ἀδρανεῖς ἐνώπιον τοιαύτης ἱστορικῆς στιγμῆς; Δὲν θὰ συμμετάσχετε στὴν διαμάχη τῶν τέκνων τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον ἐκείνων τῆς Ἄγαρ; Θὰ τηρήσετε τὴν στάσιν ὁποῦ περιμένουν ἐξ ὑμῶν οἱ δυνάσται τοῦ Γένους; ΙΩΑΚΕΙΜ: Φίλτατε Ἐμμανουήλ, κατανοῶ τώρα διατὶ ἐπελέγης ὡς τῆς Ἐταιρείας Ἀπόστολος . Τὰ λόγια σου εἶναι φλόγες ποὺ ἀνάβουν πυρκαγιὰ στὶς καρδιὲς τῶν μοναχῶν. Δὲν ὑπάρχει οὐδὲ εἷς ἐξ ἡμῶν ποὺ νὰ μὴν συγκινηθεῖ ἀκούγοντας , μὰ κυρίως βλέποντάς σε νὰ πάλλεσαι κυριο-λεκτικὰ καθὼς ὁμιλεῖς περὶ τῆς τῶν Ἑλλήνων Ἐλευθερίας. Πλῆθος ἀδελφῶν μας φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν ὅπως συστρατευθῶσι καὶ προσφέρωσι τρόφιμα, χρήματα, ἀκόμα καὶ τὴν τελευταίαν ῥανίδα τοῦ αἵματός των , προκειμένου ἡ πατρίς μας Μακεδονία νὰ μὴ ὑστερήσῃ εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ .
  • 145.
    ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Ὀργανώσατελοιπὸν ὁμάδας πρὸς ἐκφόρτωσιν τῶν ἀρμάτων καὶ πυρομαχικῶν ποὺ ὁ Χατζη-Βισβίζης μετέφερε ὡς ἐδῶ μὲ τὸ πλοῖο του. Ὁ Πολύγυρος ἤδη ἔλαβε τὰ ὅπλα καὶ στὰ Μαδεμοχώρια ὀργανώνονται καὶ ἐξοπλίζονται. Ὅμως, ἂν θέλουμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸ κίνημά μας , πρέπει νὰ ὀχυρώσουμε τὰς ἐξ Ἀνατολῶν ὁδοὺς. Ἀποστείλατε τάχιστα ἄνδρας εἰς Νιγρίτα καὶ Τσάγιεζι , ἴνα ἀκολουθήσῃ καὶ ὁ λαὸς τῶν Σερρῶν τὸ παράδειγμά μας. Μᾶς περιμένουν δύσκολες ὧρες. Χρειαζόμαστε ὁμόνοιαν, πίστιν καὶ κουράγιο. ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΑΡΑΪ ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Τί ἦταν κι αὐτὸ ποὺ πάθαμε , μπρὲ Μπαϊράμ, ἀπὸ τοὺς βρωμορωμιοὺς στὴν Χαλκιδική; Ἡ Κασσάνδρα, τὰ Μαδεμοχώρια, ἀκόμα κι οἱ καλόγεροι σ’ ἐκεῖνο τὸ βουνό, σηκῶσαν μπαϊράκι ἐνάντια στὸ Ντοβλέτι , δίχως νὰ λογαριάσουν τὴν ὑποταγὴ ποὺ ὀφείλουν στὸν Σουλτάνο ποὺ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἀλλάχ μᾶς κυβερνάει. ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ : Ὅλα ξεκίνησαν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν σκύλο τὸν Σερραῖο ποὺ τοὺς ξεσήκωσε μὲ τὰ παχιά του λόγια καὶ τοὺς ἔκανε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ πολυχρονεμένος μας Σουλτάνος Μαχμούτ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλλάβουν τὴν γυναῖκα του, δυὸ παιδιὰ κιἕνα κορίτσι του. Πᾶνε γιὰ κρεμάλα! Κι ὡς τότε, ξύλο, ξύλο γερό, νὰ νιώσουν στὸ πετσί τους πῶς τιμωρεῖται ἡ στάση κατὰ τῶν πιστῶν τοῦ Προφήτη. Νὰ τὸ μάθουν οἱ γκιαούρηδες καὶ νὰ χαθοῦν ἀπ’ τὸν φόβο τους. Τὰ κεφάλια τῶν ἀπίστων πρέπει νὰ ’ναι ἤ σκυμμένα, ἤ κομμένα! ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ : Πάντως, μετὰ τὸ κάζο ποὺ ’παθαν στὴν Ῥεντίνα, δὲν τοὺς βλέπω νὰ ξανακουνιοῦνται. Σὰν γκρίζοι λύκοι χυθήκαμε στὰ κοπάδια τῶν Ῥωμιῶν, ποτίσαμε τὴν γῆ μὲ τὸ αἷμα τους , κάναμε τὰ χωριά τους στάχτη. Μᾶς πολέμησε στὰ Βασιλικὰ κάποιος Χάψας μὲ ἐξῆντα χαΐ-νηδες ἀκόμη, μὰ τώρα τοὺς τρῶνε ὅλους τὰ κοράκια. ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Ποῦ βρίσκονται τώρα ὅσοι ἄπιστοι ἀπόμειναν; ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ : Ὀχυρώθηκαν στὴν Κασσάνδρα, μὰ ξέρω τὸν τρόπο νὰ τοὺς βγάλω. Θὰ στείλω τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ στρατοῦ μας στὴν μιὰ μεριὰ τῆς ὀχύρωσης, τάχα πὼς θὰ προσπαθήσω νὰ μπῶ ἀπὸ κεῖ. ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Κατάλαβα. Οἱ γκιαούρηδες, λίγοι καθῶς εἶναι, θὰ τρέξουν ὅλοι νὰ ὑπερασπίσουν τὸ μέρος. Κι ἐσὺ μὲ τὸ ὑπόλοιπο στράτευμα θὰ καταλάβῃς τὴν χερσόνησο κάνοντας περίπατο. Ἔξυπνο σχέδιο, μὰ τὸν Ἀλλάχ. Θὰ τοὺς λιανίσῃς. Μὴν ἀφήσῃς πέτρα πάνω στὴν πέτρα.
  • 146.
    ΜΠΑΪΡΑΜ ΠΑΣΑΣ :Καλὰαὐτοί, μὰ οἱ καλόγεροι; ΓΙΟΥΣΟΥΦ-ΠΑΣΑΣ : Δὲν θὰ κάνουν τίποτε! Ἡ νίκη μας στὴν Ῥεντίνα τοὺς ἔκοψε τὰ ποδάρια. Δὲν εἶναι συνηθισμένοι στὸ αἷμα. Οἱ περισσότεροι ἐγκατέλειψαν τὸν ἀγῶνα τους καὶ κλείστηκαν στὰ κελιά τους. Τοὺς θέρισε κι ἡ πείνα, τοὺς λείπουν καὶ πολεμοφόδια, ἔχω τὶς πληροφορίες μου. Θὰ τοὺς στείλω φιρμάνι, θὰ προσκυνήσουν , θὰ μοῦ παραδώσουν τὸν Σερραῖο κι ἔπειτα θὰ τοὺς βάλω νὰ πληρώσουν διπλά καὶ τρίδιπλα ὅσα χάσαμε μὲ τὸ ῥεμπελιό τους. Κι ἡ Μακεδονία γιὰ τὰ ἑπόμενα ἑκατό χρόνια θὰ εἶναι τουρκικὴ , θέλουν δὲν θέλουν οἰ Ῥωμιοί! ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΠΛΟΙΟ ΒΙΣΒΙΖΗ ΕΝ ΠΛΩι ΠΡΟΣ ΥΔΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Μὲ πούλησαν , Ἀντώνη, μὲ ἄφησαν μονάχο νὰ παλεύω. Ξόδεψα ὅλη μου τὴν περιουσία ἀγοράζοντας τρόφιμα καὶ ὅπλα , ἔχασα τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου, μόνον τοῦτος δῶ , ὁ Γιαννάκης , μοῦ ἀπόμεινε (καθῶς τὰ λέει, χαϊδεύει τὸ κεφάλι τοῦ παλικαριοῦ ποὺ εἶναι 23 ἐτῶν ) , ἔστειλα γράμματα στὴν Ὕδρα , στὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη, γιὰ βοήθεια εἰς εἶδος εἴτε εἰς χρῆμα, μάταιος κόπος. Ὅλοι μοῦ ἀποκρίνονται πὼς πρέπει ἐξ ἰδίων νὰ συνεχίσω τὸν ἀγῶνα. Μὲ τί; Μὲ ἀέρα; Προσπάθησα νὰ πείσω τοὺς ἀρματωλοὺς τοῦ Ὀλύμπου νὰ σηκωθοῦν, μάταιος κόπος. Τοὺς λείπουν , λένε , τρόφιμα καὶ πολεμοφόδια. Μήπως ἔχω ἐγὼ νὰ τοὺς δώσω; Κι αὐτὸς ὁ καιρὸς, ὅλο ἐνάντιος εἶναι , πρέπει νὰ φτάσω στὴν Ὕδρα , νὰ ἐξηγήσω στὴν κυβέρνηση … ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ: Ἡρέμησε, Μανόλη, θὰ πάθῃς τίποτα. Ἐγὼ δὲν σὲ πῆγα κάποτε στὴν Πόλη; Ἐγώ δὲν σὲ ἔφερα μέχρι τὴν Ὀδησσό; Στὸν Ἄθω μὲ ποιὸν πῆγες; Μαζί μου. Ἐγὼ λοιπὸν θὰ σὲ πάω καὶ στὴν Ὕδρα. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ :Ἔτσι θὰ γίνει, πατέρα. Θὰ φτάσουμε στὴν ὥρα. Θὰ μᾶς δώσουν ὅσα χρειαζὀμαστε γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ὁ Ἀγῶνας. Στὸ Ὄρος μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν Τοῦρκοι, μὰ ἡ Νάουσα εἶναι στὸ ποδάρι. Θὰ γυρίσουμε πίσω . Θὰ πολεμήσουμε καὶ θὰ νικήσουμε. Ἡ Μακεδονία εἶναι καὶ θὰ παραμείνῃ ἑλληνική, ὅσα χρόνια κι ἂν πέρασε στὴν σκλαβιά, ὅσον καιρὸ κι ἂν χρειαστῇ νὰ περιμένῃ ἀκόμη. Οἱ Μακεδόνες εἶναι σὰν τοὺς ἀητούς. Δὲν μποροῦν νὰ ζοῦνε σκλάβοι. ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ : Ἂν καὶ τὰ ἄλλα σου τὰ παιδιὰ εἶναι σὰς ἐτοῦτο , Μανόλη, ταχιὰ τὴν βλέπω τὴν λευτεριά στὴν πατρίδα σου.Ἔρμη Θράκη, νὰ μὴν ἔχῃς ἑναν Ἐμμανουήλ Παπὰ καὶ τοῦ λόγου σου! ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Πέφτει πάλι ὁ ἀγέρας. Γυρίζει ἐνάντιος. Κι ὁ καιρὸς μᾶς βιάζει!
  • 147.
    ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ: Στὸεἶπα καὶ πρωτύτερα. Εἴμαστε πολλοί στὸ πλοῖο. Δὲν μοῦ φταῖνε τὰ γυναικόπαιδα νὰ τὰ σκυλοπνίξω. Θὰ φτάσουμε στὴν Ὕδρα στὴν ὥρα μας. Θὰ σὲ πάω ἐκεῖ, σοῦ τὸ ὑποσχέθηκα! Τελεῖα καὶ παῦλα. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: Θὰ μὲ πᾶς ἐκεῖ, μὰ ἴσως τότε ποὺ θὰ φτάσουμε νὰ εἶναι πολύ ἀργά, γιὰ ὅλα . Ἡ Μακεδονία πρέπει νὰ σωθῇ. Δίχως αὐτὴν ἡ Ἑλλάδα κινδυνεύει. Δὲν τὸ νιώθουν τοῦτο στὴν Ὕδρα, Ἀντώνη, ( αἰσθάνεται δυσφορία, πιάνει τὸν λαιμό του γιὰ ἀέρα) Ἡ Μακεδονία…σῶστε … τὴν Μακε… δονία( σωριάζεται στὰ χέρια τῆς Δόμνας) ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ : Μανόλη… Μανόλη ( προσπαθεῖ τοῦ κάκου νὰ τὸν συνεφέρῃ) Τελείωσε! ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ : ( Παρακολουθεῖ τὴν σκηνὴ σὰν χαμένος, σὰν νὰ μὴν τὸν ἀφορᾶ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψῃ, ὥσπου ὁ Βισβίζης τὸν ἀκουμπᾶ στὸν ὦμο καὶ τοῦ λέει: ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΙΣΒΙΖΗΣ: Ἔλα , παιδί μου νὰ τοῦ κλείσῃς τὰ μάτια. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣ : (Πλησιάζει τὸ χέρι στὰ ἀνοιχτὰ βλέφαρα τοῦ νεκροῦ, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὰ κλείσῃ ἀμέσως.) Πατέρα…πατέρα…( τοῦ κλείνει τὰ βλέφαρα καὶ κλαίει μὲ λυγμούς) Πατέρα… Ἐμφανίζεται ἡ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι παραμένουν στὴν σκηνή. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Τὸ σῶμα τοῦ Ἐμμανουὴλ Παπᾶ ἔφτασε τελικὰ στὴν Ὕδρα. Ἐτάφη στὴν νῆσο μὲ τιμὲς , ἐνῶ στὴν ἐπιτύμβια πλάκα του χαράχτηκαν τὰ παρακάτω λόγια : Γόνος ἀρητῆρος οὖτος σθεναρὸς τ’ Ἐμμανουἠλ ὅς λίπε Σέρρας τὴν τουτονὶ γειναμένην μαρνάμενος κατὰ τῶν κοιράννων , ὄφρα σαώσῃ Ἑλλάδα κλεινὴν καὶ κῦδος ἔλοιτο μέγα ἔμπης μαρναμένου τὸ χρέον κρατέει παρὰ δόξαν σῶμα δ’οὖ Ὕδρα ἔλεν, πνεῦμα δὲ οὐρανίων . Ποὺ θα πῇ: Υἱὸς ἱερέως ὁ γενναῖος οὖτοςἘμμανουἠλ
  • 148.
    ἐγκατέλειψε τὴν γενέτειράτου Σέρρας, πολεμῶν κατὰ τῶν τυράννων ἴνα σώσῃ τὴν ἔνδοξον Ἑλλάδα καὶ ἀποκτήσῃ μεγάλην δόξαν. Ἄλλ’ἐκτελῶν τὸ καθῆκον του ἀπέθανεν ἀπροσδοκήτως. Τὸ σῶμα του ἐκράτησεν ἡ Ὕδρα, τὴν δὲ ψυχήν του ὁ οὐρανός . 1821 Δεκεμβρίου 5 Ἐγὼ ἔμεινα σκλάβα ἄλλα ἐνενήντα χρόνια στοὺς Τούρκους. Τὰ παιδιά μου ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα, ὡς νὰ ἐλευθερωθοῦν. Κι ἂν ἐνώθηκα μὲ τὴν Μητέρα Ἑλλάδα, οἱ κίνδυνοι δὲν μοῦ ἔλειψαν. Μὲ διεκδικοῦν πολλοὶ καὶ πρέπει νὰ μὲ προσέχουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ οἱ Ἕλληνες. Εὐτυχῶς τὰ τέκνα μου δὲν διστάζουν ὡς καὶ νὰ θυσιαστοῦν γιὰ μένα. Κι ἐγὼ γνωρίζω νὰ τὰ τιμῶ , ὅπως τοὺς ἀξίζει. Ἑκατὸν σαράντα πέντε χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ προσφιλοὺς μου Ἐμμανουήλ, στὴν πλατεία τῶν ἐλευθέρων πλέον Σερρῶν , ὀρθώθηκε ὁ ἀδριάνδας του. Στὴν βάση του τοποθετήθηκαν τὰ ὀστὰ ποὺ μὲ τόση ἀγάπη κράτησε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό ἡ Ὕδρα. Μέσα ἀπὸ τὸν ἀδριάνδα αὐτὸν ὁ Παπὰς ἀτενίζει ἐπιτέλους τὸ χῶμα τῆς πατρίδας του ἐλεύθερο , κι ἐγὼ τὸν βαστῶ μὲ καμάρι στὴν ἀγκαλιά μου. ΤΕΛΟΣ 17-20ΜΑΡΤΙΟΥ 2013 ΟΝΑΡΧΟΣ
  • 149.
    10ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ «ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ» ΘΕΑΤΡΙΚΟΕΡΓΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΗ ΦΑΚΙΝΟΥ: « ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΑΡΧΟ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΛΗΜ ΑΓΑΣ(ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟΥ) ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΚΩΣΤΑ – ΜΠΕΚΑΣ( ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΙΤΩΝ) ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ( ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΙΤΙΣΣΕΣ) ΦΩΤΗΣ (ΔΑΣΚΑΛΟΣ) ΔΗΜΟΣ ( ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ) ΟΜΑΡ( ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ) ΠΑΙΔΙ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΧΟΡΟΙ ΑΝΤΡΩΝ, ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ( Σκοτεινή αίθουσα μοναστηριού . Ο Σελήμ , μεταμφιεσμένος σε Πέρση σοφό, διαβάζει και γράφει σε ένα ξύλινο τραπεζάκι. Ο Ισίδωρος πηγαίνει και βάζει λάδι στο λυχνάρι του.) ΙΣΙΔΩΡΟΣ Πρόσεξε μην σε ξαναπάρει ο ύπνος εδώ πέρα. Την άλλη φορά τσουρουφλίστηκαν τα γένια σου. ΣΕΛΗΜ Σωστά μιλάς. Μα είναι δύσκολη η δουλειά μου και δεν έχω πολύν καιρό. ΙΣΙΔΩΡΟΣ Τι ακριβώς γυρεύεις να μάθεις από τα βιβλία;
  • 150.
    ΣΕΛΗΜ Την Ιστορία σας. ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ωςτα σήμερα όλοι φτωχοί άνθρωποι είμαστε που μαχόμαστε για το ψωμί και την τιμή μας. Γιαταγάνι και τσαπί, τσαπί και γιαταγάνι. Ο τόπος άγριος , σκληρός. Ποτάμια ιδρώτα χύνουμε για μια μπουκιά ψωμί. ΣΕΛΗΜ Αυτό ακριβώς δεν καταλαβαίνω. Αλλού τα χώματα είναι πλούσια, ο κόπος σας χρυσάφι θα γινόταν ! ΙΣΙΔΩΡΟΣ Άκουσε , γιε μου: Ο αετός έχει δικό του όλον τον ουρανό. Πετά όπου του κάνει κέφι. Μα κάνει την φωλιά του στην πιο ψηλή, την πιο άγρια κορφή .Εκεί, στον μανιασμένο άνεμο αναθρέφει τα αετόπουλά του . ΣΕΛΗΜ Σεις όμως δεν είστε αετοί, είστε άνθρωποι. ΙΣΙΔΩΡΟΣ Εμείς είμαστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ! ΣΕΛΗΜ Έτσι κοφτά μιλάς πάντα; ΙΣΙΔΩΡΟΣ κουβέντες μου. Εδώ κι εξήντα χρόνια που είμαι στο μοναστήρι , λιγοστές είναι οι ΣΕΛΗΜ Πώς έγινες μοναχός , γέροντα; ΙΣΙΔΩΡΟΣ Μ’ έφερε ο πατέρας μου, σαν έκλεισα τα δέκα . Ήμουν , βλέπεις φτενός, χαντζάρι δεν μπορούσα να κρατήσω. Γιατί να τρώω άδικα το ψωμί μου; ΣΕΛΗΜ Κι εδώ που είσαι τι κάνεις; ΙΣΙΔΩΡΟΣ προσευχή. Μάχομαι για την Πολιτεία με τον τρόπο μου. Με την μελέτη και την ΣΕΛΗΜ Και οι άλλοι ; ΙΣΙΔΩΡΟΣ Οι άλλοι πολεμάνε με το τσαπί και το ντουφέκι τους . ΣΕΛΗΜ Για να υπερασπίσουν τι ; Τις πέτρες ; ΙΣΙΔΩΡΟΣ Το δικαίωμά τους να ’ναι λεύτεροι πάνω σε αυτές τις πέτρες, να διαφεντεύουν μονάχοι τη ζωή και το έχει τους. ΣΕΛΗΜ Τι λαός είστε εσείς που δεν λογιάζετε τίποτα περισσότερο από αυτό που λέτε ελευθερία ; ΙΣΙΔΩΡΟΣ Είμαστε Έλληνες ! ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ( Σαράι. Σουλτάνος και Σελήμ)
  • 151.
    ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ Παράξενα χούγιαέχουν αυτοί οι Ρωμιοί , μπρε Σελήμ. Δεν τους κατάλαβα ποτέ, μήτε θα τους καταλάβω. Για αυτό φώναξα εσένα που ’σαι διαβασμένος και έχεις πάει στα μέρη τους , να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει με δαύτους. ΣΕΛΗΜ Πολυχρονεμένε Πατισάχ, αυτοί είναι ο πιο παράξενος λαός της οικουμένης. Έχουν μια σπιθαμή γης δίχως καρπερό χώμα , χωρίς νερό άφθονο, έναν τόπο όλο βάτα και στουρνάρια. Μα είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτόν. Δεν προσκυνάνε χρήμα, δεν λογαριάζουν άλλη τιμή έξω απ’ την Λευτεριά τους. ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ Κι οι παπάδες τους τι κάνουν; Γιατί τους έδωσα τόσα προνόμια, σαν δεν μπορούν να κρατήσουν το κεφάλι του ραγιά σκυμμένο; ΣΕΛΗΜ Κανένας από τους παπάδες που σε προσκύνησαν δεν έφτασε ποτέ σε εκείνα τα μέρη. Ποιος ραγιάς θα ’φτανε ποτέ σε τέτοιον αγριότοπο; Ένας καλόγερος μοναχά είναι στο μοναστήρι τους, αυτός και παπάς και πνευματικός τους. Του ανοίγουν την καρδιά τους, γιατί είναι συντοπίτης τους. Γεννήθηκε στα αγριοβούνια τους κι επειδή τον ξέρουν , τον εμπιστεύονται. Κουβαλά κι αυτός τα μυαλά τα δικά τους. ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ Κακά χαμπέρια φέρνεις , ωρέ Σελήμ. Αυτοί με το ρεμπελιό τους θα ξεσηκώσουν κι άλλους. Αλογόμυγες είναι που τσιμπάνε τα καματερά και δεν τα αφήνουν να οργώσουν το χωράφι μου. Ξεπάστρεμα θέλουν. Συθέμελο. Άκου, Σελήμ, ό, τι θες να κάνεις , φτάνει να μην αφήσεις μήτε την σκόνη τους. Μην υπολογίσεις χρόνο και χρήμα, μόνο ξεκίνα όσο πιο γρήγορα γίνεται. ΣΕΛΗΜ Στους ορισμούς σου ! ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (Σύναξη στην πλατεία. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού) ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Αδέρφια ! Συχάστε κι ακούσατε. Τούτη τη φορά τα πράγματα είναι άσχημα. Τόσο ασκέρι δεν το ’φεραν γι’ αστείο οι άπιστοι .Θα πολεμήσουμε σκληρά , κι όχι μονάχα οι άντρες. Τι λες κυρα-Ρήνη; ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ Όλες οι γυναίκες ξέρουν να κρατούν ντουφέκι και χαντζάρι, Κωστα-Μπέκα. Ξέρουν να φτιάχνουν βόλια , κάποιες και να γιατρεύουν πληγές κι είναι όλες σκληρές σαν άντρες, μην τις φοβάσαι. ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Ας είστε καλά όλες, κυρα-Ρήνη .Πατέρα, οι γεροντότεροι; ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ : Μη σκιάζεσαι για μας, παιδί μου. Θα πάμε τώρα κιόλας όλοι στα πόστα μας . Κι αν τα ψωμιά μας τα φάγαμε, τούτα τα χέρια είναι θαρρώ ακόμα ικανά να πετάξουν λιθάρι. Και στα στερνά ένα βαρελάκι μπαρούτι και μια σφαίρα φτάνουν. (Φεύγει).
  • 152.
    ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Φώτη ,τι λες για τα σχολιαρόπαιδα; ΦΩΤΗΣ Όλα, καπετάνιο, ξέρουν τον τόπο σαν τις φούχτες τους. Τα πιο μεγάλα ρίχνουνε γεράκι στο φτερό. Τα μικρά γιομίζουν τ’ όπλο για παιχνίδι .Πρόσταξε εσύ κι εκείνα σκυλιά θα ’ναι σ’ ό, τι διατάξεις. ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Έκανες καλή δουλειά, δάσκαλε. Καλά ’ναι τα γράμματα, μα τώρα θα δείξουμε όλοι αν φτουράμε μέσα στην πείνα και τον θάνατο. Δήμο; ΔΗΜΟΣ Όρισε , καπετάνιο! ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Σύρε, παιδί μου, βρες τους Φράγκους φίλους μας και πες τους βόλια, μπαρούτι, άρματα θέλουμε και ζωοτροφές, γιατί θα πεινάσουμε τόσοι νοματαίοι αποκλεισμένοι. Για τις λαβωματιές μας θα γιατροπορευτούμε μοναχοί μας πες τους. Τα άλλα ανάγκη να τα στείλουν ταχιά. Πουλί να γίνεις. (Ο δήμος φεύγει) Οι άλλοι τρέξτε στα λαγούμια, καθαρίστε τα, τοιμάστε τα για την περίσταση και μη σκιάζεστε, ωρέ! Έχουμε κάστρο απάτητο! Καρφί στο μάτι του Τούρκου θα μπούμε κι αυτήν την φορά .(Φεύγουν όλοι, ο Φώτης τελευταίος) Φώτη, κάτσε, σε θέλω. ( Στιγμή σιωπής) Τι λες, δάσκαλε, θα τα καταφέρουμε ; ΦΩΤΗΣ Μοναχοί μας δύσκολα, καπετάνιε. Μα απ’ τους ξένους μην περιμένεις πολλά πράγματα. Έζησα κοντά τους και τους ξέρω .Στα λόγια είναι χουβαρντάδες , μα στον παρά… Ούτε τα μισά από όσα σου τάξανε μην περιμένεις. ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Το ξέρω, παιδί μου. Μα τούτος ο λαός θέλει κάπου να ακουμπήσει, τι ο καημός του είναι αβάσταχτος κι ο πόνος του μεγάλος. Για τούτο τους μιλάω για την βοήθεια. Να μην τους σκοτώσω την ελπίδα! ΦΩΤΗΣ Καπετάνιο, είσαι σαν πατέρας μου , σ’ αγαπώ, σε σέβομαι και το ξέρεις. Αν δεν ήσουν εσύ, δάσκαλος δεν γινόμουν, το ξεχνώ θαρρείς; Εσύ είπες σ’ όλο το χωριό: Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν από πού έρχονται, για να ξέρουν και πού θα πάνε. Ο Φώτης μπορεί να τα διδάξει τις ρίζες μας. Ρίχτε λοιπόν εδώ το οβολάκι σας να στείλουμε το παιδί να σπουδάσει , κι ό, τι μάθει διπλό και τρίδιπλο θα το δώσει στα τέκνα μας. Σου ’χω μεγάλη αγάπη , Κωστα-Μπέκα, για αυτό και ξάστερα θα σου μιλήσω. Όσοι είμαστε εδώ, είμαστε έτοιμοι για τα δόντια του Χάρου. Μα το τομάρι μας θα το πουλήσουμε ακριβά. Έξω όμως από μας βοήθεια μην προσμένεις. Μονάχοι θα το περάσουμε κι αυτό, όπως τόσες φορές στην ιστορία μας .Μονάχοι και ολίγοι. ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (Σκηνή του Σελήμ. Ο Σελήμ πληγωμένος , με δεμένη την πληγή μιλά στον Ομάρ) ΣΕΛΗΜ Φτηνά την γλιτώσαμε, Ομάρ. Τούτη νύχτα είπα πως θα ήταν η τελευταία μου. Πρόλαβα και ξέφυγα, μα αυτοί δεν θέλαν εμένα, αλλιώς τώρα θα ήμουν στην αγκαλιά του
  • 153.
    Προφήτη, πλάι στονπατέρα μου. Μα οι Ευρωπαίοι που είχα στα κανόνια χάθηκαν όλοι. Τώρα για καιρό θα βουβαθούνε, ώσπου να έρθουν άλλοι παραδόπιστοι Φραντσέζοι να τα λειτουργήσουν. Κι ως τότε , πόλεμος με το τουφέκι και το σπαθί . Πόσοι να είναι εκεί πάνω , Ομάρ; ΟΜΑΡ Λίγοι, αφέντη, πολύ λίγοι. ΣΕΛΗΜ Κι εδώ πόσοι ήρθανε; ΟΜΑΡ Ίσαμε δέκα , όχι περισσότεροι. ΣΕΛΗΜ Κι έσπειραν τόσο κακό; Ποτίζω ρακί τους άντρες να μεθύσουν , γιατί ξεμέθυστοι κλαίνε σαν γυναικούλες απ’ τον φόβο τους. ΟΜΑΡ Πετάγονται απ’ τον ύπνο τους με τον ιδρώτα ποτάμι στα πρόσωπά τους, φωνάζοντας πως από τους σεϊταν -γκιαούρηδες δεν θα γλιτώσουν. Πώς φτάσαν μέχρι εδώ, αφέντη; ΣΕΛΗΜ Θα το μάθω όπως θα μάθω και πώς χάθηκαν μετά την σφαγή. Όταν έκανα τον Πέρση και πήγα στο μοναστήρι τους , (φτύνει τον κόρφο του) διάβασα πολλά βιβλία. Σ’ αυτά βρήκα μια ιστορία για κάποια λαγούμια που ’ναι σκαμμένα , λέει , κάτω απ’ το χωριό και βγάζουν σε πολλές μεριές τριγύρω. Από δαύτα θα ξετρύπωσαν κι οι χτεσινοί. Μα δεν μπορώ να βρω τον τόπο από όπου ξεκινάνε. Αλλιώς θα ’μασταν μες στο χωριό τους χωρίς χαμπάρι να το πάρουν. Ομάρ; ΟΜΑΡ Έβετ , εφέντη ! ΣΕΛΗΜ Τρέχα φέρε το τετράδιο με τις σημειώσεις μου από το μοναστήρι. ΟΜΑΡ Τρέχω, αφέντη ! ( Ο Ομάρ φεύγει) ΣΕΛΗΜ Θυμήθηκα κάτι . Αν είναι αλήθεια πως οι Παλιοκαστρίτες πιστεύουν έστω και λίγο στους θρύλους τους , το Παλιόκαστρο θα σβήσει απ’ τον χάρτη . Δεν θα μείνει πια μήτε η σκόνη του. ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ (Φώτης, Κωστα-Μπέκας , κυρα-Ρήνη , χοροί αντρών, γυναικών, παιδιών, Ένα Παιδί) ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Καλά τα πήγαμε κι αυτή την φορά. Τα κανόνια τους θα σιγάσουν για πολύν καιρό. Κι αν τολμήσουν να επιτεθούν με γιουρούσι , οι Φραντσέζοι όμηροι θα πληρώσουν με το αίμα τους την αποκοτιά των συνεργατών τους. ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ άπιστων; Μα καλά , καπετάνιο, Χριστιανοί αυτοί πώς πολεμάνε στο πλευρό των
  • 154.
    ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Τους οδηγείκάτι που το βάζουν πάνω από Θεό κι από Αλλάχ: Το χρήμα! Για τούτο ξεπουλάνε και κορμί και ψυχή και πιστεύω. Πουλημένα τομάρια που νοιάζονται μονάχα να γεμίσουν τον μπεζαχτά τους , αδιάφορο με ποιο τίμημα. ΦΩΤΗΣ Κι ούτε που λογαριάζουν την ζωή τους! Τους είδα, τους μίλησα. Δεν παρακαλούν. Δεν κλαίνε. Ένας Ιταλιάνος μου ’πε κιόλας πως ο θάνατός τους δεν θα μας ωφελήσει καθόλου. Οι Τούρκοι δεν είναι από κείνους που στιμάρουν την ζωή του ανθρώπου, πόσο μάλλον ενός γκιαούρη. Γιατί μπορεί να πληρώνουν τους Ευρωπαίους για να χειρίζονται τα κανόνια τους, μα γκιαούρηδες τους θεωρούν κι αυτούς κι ευχαρίστως θα τους φούρκιζαν , αν δεν τους είχαν ανάγκη. Ο Τούρκος , μου ’πε , όλα τα μέσα θα χρησιμοποιήσει προκειμένου να νικήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο . ( Μπαίνει τρεχάτο Ένα Παιδί) ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ Καπετάνιο, καπετάνιο, τρέχα στις πολεμίστρες να δεις! Οι άπιστοι κάναν γιουρούσι, μα όχι κατά το χωριό, Κι ούτε βαστούσαν σπαθιά και κουμπούρια. Με πριόνια και τσεκούρια χιμήξαν πάνω σε ένα θεόρατο κυπαρίσσι που έστεκε στο πλάι του χωριού, πολεμώντας να το χαλάσουν. Οι δικοί μας τους είδαν και όρμησαν πάνω τους να τους εμποδίσουν. Μα μιλιούνια αραπάδες τους ρίχτηκαν και τους έδιωξαν προς το μέρος μας. Ύστερα κύκλωσαν το δέντρο και προστάτευαν όσους το κόβαν , ώσπου το ’ριξαν στη γης. Πέσαν μετά πάνω του μανιασμένοι οι στρατιώτες και το κομμάτιασαν , ενώ οι δικοί μας κλαίνε και σκούζουν στις πολεμίστρες. Έλα να τους δώσεις θάρρος , καπετάνιο , γιατί χανόμαστε! ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ ( Στον εαυτό του) Ώστε το ’μαθαν. Μα πώς ; Ποιος πρόδωσε το μεγάλο μυστικό του τόπου ; ( Σε όλους) Αδέρφια, όλα χάθηκαν. Τούτο το κυπαρίσσι ήταν η ψυχή του Παλιόκαστρου. Όσο ήταν ορθό, τίποτε δεν μπορούσε να μας νικήσει. Τώρα που χάθηκε , είναι γραφτό να σβήσουμε μαζί του. Ήρθε η ώρα να δείξετε αν είστε πραγματικά παλικάρια. Κυρα-Ρήνη; ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Ακούω, Κωστα- Μπέκα. ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Τι αποκρίθηκαν οι γυναίκες σε εκείνο που τις ρώτησες; ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Τι απόκριση περίμενες; Όλες εδώ θα μείνουμε , ως το τέλος. ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Σαν το αποφασίσατε, πάει καλά .Φώτη ! ΦΩΤΗΣ Πρόσταξε, καπετάνιο. ΚΩΣΤΑ- ΜΠΕΚΑΣ Πάρε τα παιδιά του σχολειού, μπείτε στο λαγούμι και φύγετε. Κρυφτείτε στο μοναστήρι κι όταν περάσει το κακό, κοίτα να τα βοηθήσεις να γίνουν σωστοί άνθρωποι κι Έλληνες . ΦΩΤΗΣ Τι λες, καπετάνιο; Εγώ να σωθώ, ενώ εσείς οι άλλοι… ΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΚΑΣ Κάποιος πρέπει να φροντίσει τα παιδιά μας. Ποιος είναι πιο κατάλληλος απ’ τον δάσκαλό τους; Κάτι ακόμα. Στείλε ένα σαΐνι στον Δήμο να του πει να τρέξει στην Κέρκυρα να μηνύσει πως το χωριό χτυπήθηκε και γλιτωμό δεν έχει, και να κάνουν ό, τι μπορούν για να σώσουν τα παιδιά. Φύγετε τώρα. Είναι διαταγή ! (Βγαίνει ο χορός των παιδιών κι ακολουθεί τελευταίος , με αργά βήματα ο Φώτης. Πριν βγει από τη σκηνή,
  • 155.
    γυρίζει , κοιτάτον καπετάνιο, σηκώνει το χέρι σαν να αποχαιρετά) Ακόμα εδώ είσαι; ( Στους στρατιώτες και τις γυναίκες) Παλικάρια, πάρτε θέση στο κάστρο, γυναίκες τρέξτε στην εκκλησιά και καλήν αντάμωση στον κάτω κόσμο ( Φεύγουν όλοι και η σκηνή κλείνει) ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ( Εκκλησία . Κυρα-Ρήνη , γυναίκες, Τούρκοι. Οι γυναίκες στέκουν γονατισμένες. Προσεύχονται. Η κυρα-Ρήνη μπαίνει) ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Λοιπόν , κόρες μου, έτοιμες ; ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Έτοιμες, κυρα- Ρήνη. ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Ξέρετε καλά τι θα κάνετε, έτσι ; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Αχ ! ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ Μπας και προτιμάς να πέσεις ζωντανή στα χέρια τους ; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, κυρα- Ρήνη. Μόνο συλλογίστηκα το παιδί μου που θα μείνει ορφανό . ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ Όταν ο Κωστα-Μπέκας μας πρότεινε να φύγουμε, καμιά δεν το θέλησε, θυμάστε ; Εσείς μονάχες είπατε πως προτιμάτε να πεθάνετε στα σπίτια σας . Σας πίεσε κανείς ; Μιλάτε ! ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Μόνες τ’ αποφασίσαμε . ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εγώ πρώτη απ’ όλες . Πρόσταξε τώρα. Είμαι έτοιμη! ΚΥΡΑ- ΡΗΝΗ Εσείς οι τρεις θα πάτε να φέρετε τους Τούρκους εδώ .Οι υπόλοιπες τραβάτε στις θέσεις σας. Κι όταν έρθουν τ’ αγαρηνά σκυλιά, θα δουν τι θα πει Παλιοκαστρίτισσα! (Φεύγουν όλες προς τα δεξιά, εκτός από τις τρεις που θα βγουν αριστερά για να φωνάξουν τους Τούρκους. Η σκηνή άδεια για λίγο. Ακούγεται από αριστερά η μια να φωνάζει ) ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Ε, σκυλάραπα , αν σου κοτάει έλα να με πιάσεις . ( Καθώς τρέχουν δεξιά) Γρήγορα , αδερφάδες μου γρήγορα στο λαγούμι . ( Ακολουθούν τρέχοντας οι Τούρκοι . Από το δεξιό άκρο ακούγονται οι φωνές τους ) ΤΟΥΡΚΟΙ Εδώ, εδώ ελάτε. Είναι πολλές και όμορφες . Ουρί του Παραδείσου. ( Στην σκηνή τρέχουν κι άλλοι Τούρκοι ) Τρέξτε, τρέξτε γρήγορα. Η σκηνή για λίγο άδεια. Ακούγεται ήχος έκρηξης .Η σκηνή κλείνει .
  • 156.
    ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ ( Ισίδωροςιερομόναχος γράφει, ενώ συγχρόνως ακούμε όσα βάζει στο χαρτί) ΙΣΙΔΩΡΟΣ Οι γυναίκες τινάχτηκαν μαζί με τους Τούρκους στον αέρα. Η εκκλησία διαλύθηκε. Οι υπόλοιποι Τούρκοι τα ’χασαν, μα σε λίγο ξανάρχισαν την επίθεση . Οι άντρες οπισθοχωρούσαν προς το σχολείο, στην κορφή το χωριού . Στη στέγη του κυμάτιζε το λάβαρο του χωριού μας . Κατάμαυρο με κεντημένη πάνω του με πορφυρή κλωστή την φράση « ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ». Ελάχιστοι υπερασπιστές απομέναν πια . Κι όταν ο τόπος γιόμισε Τουρκιά, βάλαν φωτιά στα μπαρουτοβάρελα. ( Σηκώνεται κι απευθύνεται στο κοινό, ενώ ταυτοχρόνως βγαίνουν οι ήρωες για αποχαιρετισμό, καθώς ακούει καθένας το όνομά του.) Είδαμε τα πάντα με τον Φώτη και τα παιδιά , πριν τα φυγαδεύσουμε στα Εφτάνησα. Έπρεπε να ξέρουν. Έμειναν κρυμμένα στις σπηλιές και τα λαγούμια μας , πέντε μερόνυχτα μετά την καταστροφή. Τότε ήρθε ο Δήμος και μαζί με τον Φώτη τα οδήγησαν στην Κέρκυρα. Εγώ, αμέσως μετά το κακό , έκρυψα τα βιβλία της μονής στα βουνά. Το άλλο πρωί ήρθαν οι Τούρκοι και τα έψαξαν. Ο Σελήμ αγάς μου είπε τότε πως εκείνος ήταν ο Πέρσης που μας είχε επισκεφτεί και πως από τούτα τα βιβλία έμαθε τα μυστικά μας . Δεν τους άφησε να με πειράξουν , γιατί τον είχα περιποιηθεί τότε, είπε. Είστε παλικάρια όλοι , γυναίκες και άντρες, παραδέχτηκε. Μα, διαταγή του Σουλτάνου, δεν πρέπει να μείνει τίποτε που να θυμίζει την ύπαρξή σας . Σε δυο μέρες από το χωριό δεν απόμεινε ούτε μια πέτρα. Ως και το νεκροταφείο έσκαψαν , και σκόρπισαν τα κόκαλα στους πέντε ανέμους. Βρήκα και έθαψα εντός της μονής την Κυρα- Ρήνη και το κεφάλι του Κωστα- Μπέκα . ( Με ένταση στο κοινό) Μα εσείς που είδατε την ιστορία μας, να ξέρετε πως η μνήμη δεν πρέπει να χαθεί. Μονάχα τότε θα μπορέσουν να διατηρηθούν μέσα μας τα πιο ιερά στοιχεία : ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!
  • 157.
    11ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΜΥΣΤΙΚΟ (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ) ΥΠΟ ΟΝΑΡΧΟΥ ΠΡΟΣΩΠΑ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΝΘΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΑΖΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ ΙΕΡΕΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΞΑΝΘΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΛΟΥΡΙΩΤΗΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ ΚΟΡΦΙΝΟΣ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΟΔΗΣΣΟΣ 1814
  • 158.
    Μικρὸ σκοτεινὸ δωμάτιο. Ἕνα τραπέζι, τρεῖς καρέκλες, ἕνα κερί. Γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι ὁ Ξάνθος, ὁ Σκουφᾶς μὲ μέτωπο πρὸς τὸ κοινό, ὁ Τσακάλωφ. Ὁ Σκουφᾶς διαβάζει τὸν ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀκοῦν μὲ προσοχή: ΣΚΟΥΦΑΣ: «…Τέλος πάντων, ὁρκίζομαι εἰς τὸ ἱερὸν ὄνομά σου, ὦ ἰερὰ καὶ ἀθλία πατρίς · ὁρκίζομαι εἰς τὰς πολιχρονίους βασάνους σου, εἰς τὰ πικρὰ δάκρυα τῶν αἰχμαλώτων καὶ καταδίκων κατοίκων σου, τὰ ὁποῖα τόσους αἰῶνας κατὰ στιγμὴν ὑποφέρουν τὰ ταλαίπωρα τέκνα σου, ὅτι ἀφιεροῦμαι ὅλος εἰς ἐσέ, ὅτι εἰς τὸ ἐξῆς σὺ θέλεις εἶσαι ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διαλογισμῶν μου, τὸ ὄνομά σου ὁδηγὸς τῶν πράξεών μου, καὶ ἡ ἐδική σου εὐτυχία ἡ ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων μου. Ἡ θεία δικαιοσύνη ἂς ἐξαντλήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν μου ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς δικαιοκρισίας της , τὸ ὄνομά μου οἱ κατὰ διαδοχὴν κληρονόμοι μου ἂς εἶναι εἰς ἀποστροφήν, καὶ τὸ ὑποκείμενόν μου τὸ ἀντικείμενο τῆς κατάρας καὶ τοῦ ἀναθέματος τῶν ὁμογενῶν μου. Κι ἂν ἴσως ἀλησμονῶ μίαν στιγμὴν τὰς δυστυχίας σου καὶ δὲν ἐκπληρῶ τὸ χρέος μου , ὁ θάνατος ἂς εἶναι ἡ ἄφευκτος τιμωρία καὶ ἀνταμοιβή τοῦ ἁμαρτήματός μου , διὰ νὰ μὴν μολύνω τὴν ἁγιότητα τῆς ἱερᾶς Ἑταιρείας σου, μὲ τὴν συμμετοχήν μου». Αὐτὸς , ὦ ἀδερφοὶ μου , εἶναι ὁ ὅρκος μας. Σ’ αὐτὸν ἂν μείνουμε πιστοί, θὰ μπορέσουμε μιὰ μέρα νὰ δοῦμε νὰ πραγματοποιεῖται τὸ ποθούμενον! ΞΑΝΘΟΣ: Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ! ΤΣΑΚΑΛΩΦ: Ὅσο γιὰ μένα, φίλτατοι, γνωρίζετε καλὰ τὶς ἀπόψεις μου. Εἶμαι δοσμένος ὥς τὰ μύχια τῆς ψυχῆς μου στὸ ἔργο μας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ πιστεύω πὼς δὲν εἶναι φρόνιμο νὰ καθορίζῃ τὶς κινήσεις μας ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ μόνον. Ἐδῶ στὴν Ὀδησσό, ἔχομεν βέβαια κάποια ἐλευθερία, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ὑπάρχει καθόλου σὲ ὅσους κατοικοῦν στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γι’ αὐτὸ πιστεύω πὼς ἔργο σὰν τὸ δικὸ μας ἀνάγκη νὰ ἐτοιμασθῇ μὲ μεγάλη προσοχή .Γνωρίζουμε γιὰ παράδειγμα τὶ γίνεται στὸν Μοριά; Στὴ Ῥούμελην; Στὰ νησιά; Ἀπὸ ποῦ θὰ οἰκονομήσωμεν χρήματα; Ἄρματα; Ζωοτροφίες; ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἄ, Θανάση, Θανάση, εἶσαι ὁ νεώτερος , μὰ μιλᾶς σὰν γέροντας. Μὲ τὴν πλάστιγγα γυρεύεις νὰ ζυγιάσεις τοὺς πόθους τοῦ Γένους; Δὲν θυμᾶσαι ὅσα ὁ ἴδιος μᾶς ἔλεγες πὼς τράβηξες ἀπὸ τὸν Ἀλή; Κυνηγητὰ καὶ διωγμούς; Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα παθαίνουν οἱ Ἕλληνες χρόνια καὶ χρόνια. Κι ἐλπίδα πουθενά. ΞΑΝΘΟΣ: Ἔχεις δίκιο , Νικόλα! Μὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Πέρυσι ποὺ ἤμουν γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους στὴν Ἥπειρον, συνομίλησα μὲ ἀρκετοὺς πατριῶτες. Κάποιοι ἀπ’αὐτούς, οἱ πιὸ μορφωμένοι, πιστεύουν πὼς ὀ μόνος δρόμος διὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν δουλεία εἶναι τὰ σχολειά. Περιμένουν τὴν λύτρωση ἀπὸ τὴν παιδεία. Μὰ μπορεῖ ἄρα γὲ νὰ εὐδοκιμήσῃ παιδεία κάτω ἀπὸ τὴν σκλαβιά; Ὅσοι ἀπὸ τοὺς πατριῶτες μας ἔχουν τὴν τύχη νὰ βγοῦν στὴν Εὐρώπη, σπουδάζουν , γυρίζουν πίσω, δουλεύουν μὲ Τούρκους καὶ Ῥωμιούς, καλοπερνοῦν καὶ δὲν αἰσθάνονται
  • 159.
    ζυγό. Ὅσοι δὲἀδυνατοῦν νὰ ἐργαστοῦν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Τούρκων, μένουν καὶ ζοῦν σκορπισμένοι στὶς διάφορες χῶρες, βοηθῶντας μὲ τὶς γνώσεις τους τοὺς ξένους. Ποιοὶ λοιπὸν θὰ φωτίσουν τὸ ἔθνος; Τὰ καλλίτερα τῶν σχολείων μας , τόσο αὐτὸ τῆς Χίου ,ὅσο κι ἐκεῖνο τῶν Κυδωνιῶν, ἔχουν κινήσει τὴν ὑποψία τῶν τυράννων κι ἀφορμὴ γυρεύουν νὰ τὰ καταστρέψουν. Ἑπομένως ; ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἑπομένως δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἑταιρίας μας, προκειμένου νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ἀγαπημένης μας πατρίδας. Εἶστε ἔτοιμοι; ΤΣΑΚΑΛΩΦ: ΞΑΝΘΟΣ: Εἴμαστε! (Φέρνει στὸ τραπέζι μία Ἁγία Γραφή, τρία ποτήρια κρασὶ κι ἕνα ἐγχειρίδιο. Ἀνάβει τὸ κερί. ) Μπορεῖς νὰ ἀρχίσῃς ΣΚΟΥΦΑΣ: Κύριοι, τὰ χέρια σας στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. (Οἱ ἄλλοι τοποθετοῦν τὰ δεξιὰ χέρια τους στὸ εὐαγγέλιο, ἐνῶ μὲ τὰ ἀριστερὰ χέρια κρατοῦν τὰ ποτήρια μὲ τὸ κρασί) Ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὁρκίζομαι αὐτοθελήτως ὅτι θέλω εἶμαι πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρίαν κατὰ πάντα … ( Σβήνει τὸ φῶς). ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΔΗΣΣΟΣ 1816 (Το ἴδιο δωμάτιο τῆς προηγουμένης σκηνῆς. Σκουφᾶς καὶ Ἄνθιμος Γαζῆς. Μόνοι συζητοῦν , ἄλλοτε καθισμένοι, ἄλλοτε βαδίζοντας στὸν χῶρο.) ΓΑΖΗΣ: Ὅπως σοῦ εἶπα , ἀδελφὲ Νικόλαε, ἡ πατρὶς χρειάζεται σχολεία καὶ δασκάλους. Χωρίς αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα γιὰ νὰ πετύχῃ τὴν ποθούμενη(κατεβάζοντας τὴν φωνή) ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α . ΣΚΟΥΦΑΣ: Γιὰ αὐτὸ μοχθοῦμε καὶ μεῖς, ἀρχιμανδρίτα. Γιὰ τὸ ποθούμενο ἀπὸ ὅλους μας . ΓΑΖΗΣ: Καὶ ποῖοι εἶστε σεῖς ; Ὑπαλληλίσκοι καὶ ἔμποροι ἀμαθεῖς… ΣΚΟΥΦΑΣ: …καὶ ἀποτυχημένοι! Πὲς το, μὴν ντρέπεσαι! Ἀλήθεια εἶναι. Ἀτύχησα πράγματι στὶς ἐμπορικὲς μου προσπάθειες,μὲ συνέπεια νὰ χάσω τὴν ἐκτίμησιν ποὺ ἔτρεφε στὸ πρόσωπό μου ὅλη ἡ ἐδῶ κοινότητα τῶν ὁμογενῶν. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τοὺς ἑταίρους, κανεῖς μας δὲν ἔχει τὶς σπουδὲς καὶ τὰ διπλώματα. Γιὰ αὐτὸ ἀπὸ τὰ 1814 ἴσαμε σήμερα, δυὸ χρόνια τώρα, δὲν κατορθώσαμε παρὰ ἐλάχιστους νὰ μπάσουμε στὸ μυστικό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς τὸν πόθο γιὰ Λευτεριά δὲν τὸν ἔχουμε ἴδιον ,ὅπως κι ἐσεῖς οἱ γραμματιζούμενοι. Ἐξ ἄλλου γιὰ νὰ νιώσεις τὸ βάρος τῆς δουλείας δὲν πρέπει νὰ εἶσαι μορφωμένος· ἀρκεῖ νὰ εἶσαι Ἕλλην!
  • 160.
    ΓΑΖΗΣ: Δὲν ἤθελα νὰσὲ προσβάλλω! ΣΚΟΥΦΑΣ: Κανεῖς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν πατριωτισμό μας. Ὅμως δὲν φτάνει μόνον αὐτός. Χρειαζόμαστε συστράτευση ὅλων τῶν ἐθνικῶν δυνάμεων, σὲ ὅποια θέση κι ἂν βρίσκεται κάθε φιλογενῆς πατριώτης. Ἔχουμε ἀνάγκη τὸ κῦρος καὶ τὶς γνώσεις σου, δέσποτα. Τὶς δίνεις στὸν κοινόν ἀγῶνα; ΓΑΖΗΣ: Σκουφᾶ! Σεῖς εἶσθε νέοι · καὶ κάμετε καλά νὰ ἀφήσετε ἐμᾶς τοὺς γέροντες, νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ στάδιο τῶν φώτων. Ἄκουσα καὶ ἄλλοτε γιὰ αὐτὰ ποὺ τώρα μοῦ λὲς . Δὲν εἶμαι σύμφωνος, μολονότι δὲν εἶμαι καὶ ἐνάντιος. ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἐπιμένεις νὰ στέκεις στὴν ἄποψη τοῦ σχολείου; Κι ἐγώ σοῦ λέω πὼς θᾶ συνδράμουμε τὴν προσπάθειά σου , ἂν κι ἐσὺ βοηθήσεις νὰ ἱδρύσουμεν ἀπὸ κοινοῦ ἕνα ἀκόμα. ΓΑΖΗΣ:Ἕνα ἀκόμα σχολεῖο; ΣΚΟΥΦΑΣ: Ναί! Ἕνα σχολεῖο ποὺ θὰ μάθει τοὺς ἀπανταχοῦ Ἑλληνες νὰ συλλογοῦνται καὶ νὰ πράττουν ἐλεύθεροι. ΓΑΖΗΣ: Κι αὐτὸ στοχάζεσθε νὰ τὸ ἐπιτύχετε μέσῳ τοῦ πολέμου; Καὶ πῶς θὰ τελεσφορήσῃ ὁ πόλεμος , ἂν οἱ Ἕλληνες δὲν τὸν ἔχουν ἀπὸ πρὶν σπουδάσει; ΣΚΟΥΦΑΣ: Ξέρεις ἐσύ, δέσποτα , σχολή ὅπου νὰ διδάσκεται ὁ πόλεμος; Κι ἂν ὑπάρχει, τότε γιατὶ δὲν πῆγαν ποτὲ ἐκεῖ τόσοι καὶ τόσοι κλέφτες ποὺ χτυποῦν τὸν Τοῦρκο στὰ βουνὰ τῆς Ῥούμελης καὶ τοῦ Μοριᾶ; Ἤ θὰ μοῦ πεῖς πὼς , ἐπειδὴ δὲν σποὐδασαν τὴν τεχνικὴ τῆς μάχης , εἶναι κι ἀνίκανοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ τούρκικα ἀσκέρια. Κάποτε δὲν ὑπάρχει καλλίτερο σχολειὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πράξη. Δὲς τοὺς δασκάλους γιὰ παράδειγμα. Μπορεῖ νὰ ξέρουν ἀπὸ τὰ διαβάσματα χιλιάδες γνώσεις. Μὰ μποροῦν καὶ νὰ τὶς μεταδώσουν στὰ μαθητούδια; Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία μποροῦν νὰ τὸ μάθουν. Ὅμοια κι οἱ πολεμιστές. Στὴ φωτιὰ τῆς μάχης θὰ δείξουν τὴν ἀξία καὶ τὶς ἰκανότητὲς τους. ΓΑΖΗΣ: Νικόλαε Σκουφᾶ, ἀρχίζεις νὰ μὲ πείθεις! ΣΚΟΥΦΑΣ: Μακάρι νὰ γίνεις ἑταῖρος καὶ μέλος τῆς ἀρχῆς, ἀρχιμανδρίτα Ἄνθιμε Γαζῆ! Τὸ Γένος ἔχει ἀνάγκη τοῦ κύρους καὶ τῆς προσωπικότητάς σου! (κλείνει ἡ σκηνή.) ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 1816 (Σκηνὴ κομμένη σὲ δύο μέρη . Δεξιὰ ἡ αἴθουσα τοῦ θρόνου τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου τοῦ Α’. Ἀριστερὰ τὸ γραφεῖο τοῦ Καποδίστρια. Ἀνοίγοντας ἡ σκηνή, (φῶς δεξιά)βλέπουμε τὸν Καποδίστρια κρατῶντας στὸ χέρι ἕνα γρᾶμμα νὰ συνομιλεῖ ὄρθιος μὲ τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ κάθεται, ἀργότερα ὅμως
  • 161.
    σηκώνεται καὶ βηματίζειστὸν χῶρο μὲ τὴν ἄνεση ποὺν τοῦ δίνει τὸ οἰκεῖο περιβάλλον). Τὸν γνωρίζετε; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ὄχι, μεγαλειότατε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ:Φαντάζεσθε ποιὲς εἶναι οἱ ἀνακοινώσεις ποὺ πρόκειται νὰ σᾶς κάμῃ; ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Καθόλου! Κρίνοντας ὅμως ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του, δὲν περιμένω κάτι ἄλλο παρὰ καμίαν ἀνοησία. Δὲν βλέπω ἄλλως τε , γιατί, ἐνῶ βρίσκεται στὴν Ὀδησσό, δὲν μοῦ ἔγραψε ὅ, τι εἶχε νὰ μοῦ πῇ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (Σηκώνεται καὶ βηματίζει) Ἀδιάφορον.καλέστε τον νὰ ἔλθῃ. Καλὸ εἶναι νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντά τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι. Μπορεῖτε τώρα νὰ ἀποχωρήσετε. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Τὰ σέβη μου,Μεγαλειότατε! ( ὑποκλίνεται ἐλαφρῶς καὶ ὀπισθοχωρῶντας ἀπομακρύνεται πρὸς τὸ γραφεῖο του.(Κλείνει τὸ δεξιὸ φῶς, ἐνῶ ἀνάβει τὸ ἀριστερό, στὸ γραφεῖο τοῦ Καποδίστρια. Ὁ ἴδιος κάθεται, ῥίχνει μιὰ ματιὰ στὸ γρᾶμμα, ἐνῶ ὑπάλληλος τοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἄφιξη τοῦ Γαλάτη) ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Ὁ Κόμης Νικόλαος Γαλάτης ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ:(Μὲ εἰρωνικὴ διάθεση) Κόμης; Νὰ περάσῃ. Καὶ νὰ μὴν μᾶς ἐνοχλήσῃ κανεῖς. ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: ΓΑΛΑΤΗΣ: Ὅπως ἐπιθυμεῖτε, κύριε ὑπουργὲ! (Εἰσβάλλει κατὰ κάποιον τρόπο. Οἱ κινήσεις , οἱ τρόποι, τὰ λόγια του προκαλλοῦν δυσαρέσκεια στὸν Καποδίστρια, ἐπειδὴ χαρακτηρίζονται ἀπὸ μία ἄνεση ποὺ δὲν ταιριάζει τόσο στὸν χῶρο, ὅσο καὶ στὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται. Τείνοντας καὶ τὰ δύο χέρια, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὸν ἀγκαλιάσῃ)Ἀγαπητὲ μου Κόμη… ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ΓΑΛΑΤΗΣ: (Τινάζεται ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ μιλᾶ ἀλύγιστος):Κύριε! Ὁποῖα ὑποδοχὴ πρὸς ἕναν συμπατριώτη σας καὶ ἀντιπρόσωπο τοῦ Γένους! ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ΓΑΛΑΤΗΣ: Ἐξηγηθεῖτε παρακαλῶ! Τί ἐννοεῖτε; Εἶμαι Ἰθακήσιος καὶ κόμης τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ἀπὸ ὅσα γνωρίζω, τὸ ἔθνος μας δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπονείμῃ τίτλους εὐγενείας σὲ κανέναν. Ἡ δουλεία…
  • 162.
    ΓΑΛΑΤΗΣ: Μὰ ἀκριβῶς περὶαὐτοῦ πρόκειται! Εἶμαι ἐξουσιοδοτημένος ἀπὸ μιὰ μυστικὴ ἐταιρεία , μέλος τῶν ἡγετῶν τῆς ὁποίας ἀποτελῶ, νὰ σᾶς κατατοπήσω περὶ τῶν σκοπῶν της . Πρόκειται γιὰ ἑταιρεία ποὺ τὴν ἀποτελοῦν ἀποκλειστικὰ ὁμογενεῖς πατριῶτες. Σκοπὸς της ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ δουλεία καὶ ἡ δημιουργίαν Κράτους ἐθνικοῦ στὶς περιοχὲς τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ποὺ κατοικοῦνται ἀπὸ Ἕλλήνες. Σᾶς καλῶ ἐξ ὀνόματος τῶν συμπατριωτῶν νὰ ἡγηθεῖτε προσπάθειας καὶ σᾶς παραδίδω τὰ ἔγγραφα, τῆς ἐπαναστατικῆς αὐτῆς βάσει τῶν ὁποίων ὁρίζεσθε ἀρχηγὸς , ἐφ’ὅσων βεβαίως σᾶς τὰ ἀναγνώσω, τὰ ἀποδεχθεῖτε καὶ τὰ ὑπογράψετε… ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ὁποία τρέλλα! Ὁποία παραφροσύνη κινεῖ τὰ βήματά σας! Γιὰ νὰ σκέπτεται κανεῖς, Κύριε, τέτοιο σχέδιο πρέπει νὰ εἶναι παράφρων · γιὰ νὰ τολμήσῃ δὲ νὰ μοῦ ὁμιλήσῃ περὶ αὐτοῦ σὲ αὐτὸ τὸ γραφεῖο ὅπου ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ὑπηρετῶ, μέγαν καὶ κραταιὸν Μονάρχην, πρέπει νὰ εἶναι, ὅπως εἶσθε σεῖς, νέος ποὺ μόλις ἐγκατέλειψε τοὺς βράχους τῆς Ἰθάκης καὶ παρασυρόμενος δὲν ξέρω ἀπὸ ποιὸ τυφλὸ πάθος. Ἀρνοῦμαι νὰ μιλήσω μαζί σας περισσότερο · Σᾶς εὶδοποιῶ δε πὼς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ διαβάσω τὰ ἔγγραφά σας. Ἡ μόνη συμβουλή ποὺ μπορῶ νὰ σᾶς δώσω εἶναι νὰ μὴν ἀναφέρετε ποτὲ ξανὰ σὲ κανέναν ὅσα μοῦ εἴπατε καὶ νὰ φύγετε τὸ ταχύτερο ἀπὸ ἐδῶ. Ἐπιστρέφοντας δὲ σὲ ἐκείνους ποὺ σᾶς ἔστειλαν ,πεῖτε τους ἐκ μέρους μου νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς ἐπαναστατικές τους ἐνέργειες καὶ νὰ ζήσουν ὅπως καὶ πρὶν κάτω ἀπὸ τοὺς κυβερνῆτες ποὺ ὡς τώρα βρίσκονταν, μέχρι ἡ θεία πρόνοια νὰ ἀποφασίσῃ διαφορετικά, ἂν δὲν θέλουν νὰ καταστραφοῦν καὶ νὰ παρασύρουν στὸν ὄλεθρο τὸ ἀθῶο μας ἔθνος. Πηγαίνετε! ( Ὁ Γαλάτης ἀποχωρεῖ μουδιασμένος ἀπὸ τὴ σκηνή. Μόλις φύγει ἀπὸ τοὺς θεατὲς, ἀκούγεται ἡ τελευταία λέξη τοῦ Καποδίστρια) Τυχοδιώκτη! (κλείνει ἡ σκηνή.) ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1818 (Σκηνὴ χωρισμένη στὰ δύο. Ἀριστερά ἐκκλησία, δεξιὰ δωμάτιο στὸ σπίτι τοῦ Ξάνθου) (Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Ξάνθος μὲ τὴ γυναῖκα, τὸν μικρό του γιὸ καὶ τὴν χήρα ἀδερφή του μὲ τὰ δύο ὀρφανά της, περιμένουν μὲ τὰκεριὰ στὰ χέρια νὰ ἀκούσουν τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Τὰ φῶτα σβήνουν. Μέσα στὸ σκοτάδι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ ἱερέα.) ΙΕΡΕΑΣ : Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστᾶντα ἐκ νεκρῶν.(τρις)
  • 163.
    (Καθὼς ψάλλεται τὸτροπάριο, ὁ Σκουφᾶς πλησιάζει γιὰ νὰ ἀνάψει τὸ κεράκι του ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Ξάνθου. Ὁ Ξάνθος δίνει τὸ κερί του στὴν γυναῖκα του καὶ πρὶν ὁ Σκουφᾶς πλησιάσει τὸ κερὶ του στὸ δικό του, τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται. Ἔπειτα , μὲ τὰ κεριά τους ἀναμμένα, ψάλλουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν Θανάτῳ θάνατον πατήσας Καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι Ζωὴν χαρισάμενος. (τρις)) ΞΑΝΘΟΣ: Χριστὸς Ἀνέστη, Νικόλαε! ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἄμποτε ΞΑΝΘΟΣ: ( καὶ Ἑλλάς , Ἐμμανουήλ! Στὴν γυναῖκα του):Ἀπόψε θὰ ἔχουμε στὸ τραπέζι ἕναν παλιό, καλό μου φίλο. Φρόντισε νὰ μὴν τοῦ λείψει τίποτα . ΓΥΝΑΙΚΑ ΞΑΝΘΟΥ: Μὴν νοιάζεσαι! (Τὸ φῶς περνᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὸ σπίτι τοῦ Ξάνθου, ὅπου τὸν βλέπουμε νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Σκουφᾶ.) ΞΑΝΘΟΣ: Δὲν τὸ ’λπιζα πὼς θὰ σὲ ξανάβλεπα! ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἤρθαμε χθές ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ μὲ δύο νέα μέλη. ΞΑΝΘΟΣ: Δηλαδή; ΣΚΟΥΦΑΣ: Τί δηλαδή; Προχωροῦμε. Ὅλο καὶ μπαίνουν νέοι Ἕλληνες στὴν ὑπόθεση. ΞΑΝΘΟΣ: Ἐμένα μὲ ῥούφηξαν οἱ ὑποχρεώσεις. Δουλεύω ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα γιὰ νὰ συντηρήσω τὴν γυναῖκα καὶ τὸ παιδί μου . Χήρεψε κι ἡ ἀδερφή μου καὶ μένουμε μαζί. Πῶς νὰ θρέψει μονάχη τὰ δυὸ μου ἀνήψια; ΣΚΟΥΦΑΣ: Κατανοῶ τὰ προβλήματά σου, ὡστόσο μὴν νομίσεις πὼς τὰ παρατήσαμε. Εἶσαι ἀκόμα σύμφωνος; ΞΑΝΘΟΣ: Ἐννοεῖται! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀπόφαση ποὺ τὴν πῆρα τότε ἀψήφιστα! Νόμισα μόνο πὼς μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ Γαλάτη… ΣΚΟΥΦΑΣ: Άκόμα δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς ἔπεσα τόσο ἔξω σχετικὰ μὲ τὸ ἄτομό του! Φαινόταν τόσο δοσμένος στὸν σκοπό μας! ΞΑΝΘΟΣ: Ἐμένα μὲ πάγωσε ἡ στάση τοῦ Κόμητος.
  • 164.
    Ἄκουσε , φίλε:Ἡ πατρὶς ἔχει ἀνάγκη ὅλους μας, τὸν καθένα ἀπὸ τὴ ΣΚΟΥΦΑΣ: δική του θέση. Ἀλίμονο στοὺς λαοὺς ποὺ ἐμπιστεύονται τὸ μέλλον τους μονάχα στοὺς πολιτικοὺς. Αὐτοὶ περιμένουν νὰ βγάλει ὁ κοσμάκης τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα γιὰ νὰ ἐκμεταλεύονται ἔπειτα τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοὺς παρουσιάζονται καὶ νὰ καρπώνονται τὴν ἐξουσία . Ἀπομένει λοιπὸν στοὺς πολίτες νὰ φροντίζουν τὸν τόπο τους οἱ ἴδιοι. Ὁ Κόμης διάλεξε στρατόπεδο. Ὑπηρετεῖ ξένον Μονάρχη. Τὸ δήλωσε ξεκάθαρα. Ἀπομένει λοιπὸν σὲ ἐμᾶς τοὺς ἄγνωστους καὶ τοὺς ἐμπορικὰ ἀποτυχημένους νὰ φροντίσουμε γιὰ τὸ ποθούμενο. Αὐτὸ καὶ θὰ κάνουμε ! Καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς θὰ πετύχουμε. Τώρα εἴμαστε πολλοὶ στὸ μυστικὸ. ΞΑΝΘΟΣ: Κάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μείνουν μαζί μας. Θὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ συζητοῦμε μὲ μεγαλύτερη ἄνεση γιὰ τὶς μελλοντικὲς μας κινήσεις. ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἔχω ἤδη μηνύσει νὰ ἔρθουν καὶ τοὺς περιμένω.Μὰ νά, ἔφτασαν. ( μπαίνουν ὁ Ἀναγνωστόπουλος καὶ ὀ Λουριώτης ) ΞΑΝΘΟΣ: Καλῶς ἤρθατε , ἀδερφοί. Χριστὸς Ἀνέστη! ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἡ Ἑλλὰς νὰ δοῦμε πότε! Πάντα ἀνυπόμονος, ἀδερφὲ Ἀναγνωστόπουλε! Ἐδῶ χρειάζεται σχέδιο σωστό καὶ κινήσεις ὑπολογισμένες. Μαζευτήκαμε μὲ τὸν ἀδερφὸ Ξάνθο ἀπὸ δῶ γιὰ νὰ συζητήσουμε τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἑταιρεία. Τὴν ἐξεύρεση χρηματοδότη. ΛΟΥΡΙΩΤΗΣ: Εἴπαμε νὰ κατεβοῦν στὸ Μοριὰ ὁ Νικόλαος μὲ τὸν Παναγιώτη γιὰ νὰ κατηχήσουν στὸ μυστικὸ τὰ πλέον σημαίνοντα πρόσωπα τοῦ τόπου. Μὰ στὸ ταμεῖο ὑπάρχουν μονάχα πενήντα ὁλλανδέζικα φλουριά. Μὲ αὐτὰ δὲν μποροῦμε νὰ πράξουμε τίποτα. ΞΑΝΘΟΣ: Δυστυχῶς καὶ ἡ δική μου οἰκονομικὴ κατάσταση εἶναι ἐξ ἴσου ἀναιμική. Ἐδῶ χρειάζεται ἕνας ἀδερφὸς ποὺ νὰ φυσᾶ τὸν παρά. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΚΟΥΦΑΣ: Ἂν Σὰν τὸν Παναγιώτη Σέκερη. δεχόταν αὐτός, μὲ τόσα καράβια δικά του καὶ τόσο μεγάλο ἐμπορικὸ κύκλο, ἡ ἐπιτυχία θὰ ἤταν κι ὅλας ἐξασφαλισμένη. ΛΟΥΡΙΩΤΗΣ: Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τοὺς σκοπούς μας; ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ἐγώ, ἀδερφὲ Λουριώτη. Κι ἔχω πολλὲς ἐλπίδες νὰ τὸν πείσω. ( κλείνει ἡ σκηνή.) ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 1820
  • 165.
    ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ΞΑΝΘΟΣ: Ἐλᾶτε , κύριεΞάνθο. Μὴν στέκεστε τόσο μακριά. Σᾶς ἀκούω . Κοινός μας φίλος μὲ παρακάλεσε νὰ σᾶς παραδώσω ἐκ μέρους του μίαν ἐπιστολήν, κύριε Κόμη. Ἰδού! ( τοῦ δίνει τὸ γράμμα. Ὅσο ὁ Καποδίστριας τὸ διαβάζει, ἀκούγεται ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἡ φωνὴ τοῦ Ἄνθιμου Γαζῆ, ἀποστολέα τοῦ μηνύματος) ΦΩΝΗ ΓΑΖΗ: «Φίλτατε Ἰωάννη. Χαίρω ποὺ μὲ τὴν παροῦσα ἐπιστολή μου ἔρχομαι νὰ σοῦ ἐνθυμίσω γεγονότα τῆς κοινῆς μας ζωῆς ἐν Βιένῃ πρὸ ἑπταετίας, ὅταν ὑπηρετοῦσες ὡς ὑπεράριθμος στὴν ἐκεῖ ῥωσικὴ πρεσβεία. Κάθε Σάββατο γευματίζαμε μαζὶ καὶ μοιραζόμασταν τοὺς καημοὺς τοῦ γένους μας. Ἀναστέναζες τότε καὶ ἀναζητοῦσες ἕναν Θρασύβουλο ὁ ὁποῖος θὰ ἔδιωχνε τοὺς τυράννους ἀπὸ τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος τὸ ἔπραξε γιὰ τὴν Ἀθήνα. Ἰδοὺ λοιπὸν · ἔρχομαι νὰ σοῦ γνωρίσω ἀρκετοὺς Θρασύβουλους ποὺ ἐν ἔτει 1820 μάχονται νὰ καταστήσουν τὴν Ἑλλάδα ἐλεύθερη. Ἄκουσε ὅσα θὰ σοῦ ποῦν μὲ τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ κάνε ὅ, τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι σου γιὰ νὰ ἐνισχύσεις τὴν προσππάθειά μας. Ὁ φίλος σου Ἄνθιμος Γαζῆς». ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Ὁ φίλος μας μὲ προτρέπει νὰ σᾶς ἀκούσω μὲ προσοχή. Εἶμαι λοιπὸν στὴν διάθεσή σας. ΞΑΝΘΟΣ: Ἀπὸ τὸ 1814 μία μικρὴ ὁμάδα φίλων συνέστησε μίαν ἑταιρείαν μὲ σκοπό τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ γένους ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν Ὀθωμανῶν. Λίγοι στὴν ἀρχή, περισσότεροι στὴν συνέχεια, ὁρκιστήκαμε νὰ δώσουμε καὶ τὸ αἷμα μας , ἐφ’ ὅσον χρειαστεῖ, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουμε τὸν σκοπό μας. Στὰ ἕξι χρόνια ποὺ πέρασαν ὥς σήμερα ξεπεράσαμε πολλὰ ἐμπόδια. Τώρα εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ πραγματοποιήσουμε τοὺς πόθους αἰώνων. Ἕνα μόνον μᾶς λείπει. Τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ ἡγηθεῖ αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Ἐμεῖς βλέπετε , ἐξ αἰτίας δυσμενῶν περιστάσεων δὲν διαθέτουμε οὔτε τὴν θέση, οὔτε καὶ τὴν πείρα ποὺ ἀπαιτεῖ μία τόσο φιλόδοξη προσπάθεια. Κοινή μας ἐπιλογὴ τὸ πρόσωπό σας. Πιστεύουμε πὼς κανεῖς ἐκτὸς ἀπὸ ἐσᾶς, Κύριε Κόμη, δὲν ἔχει τὰ προσόντα γιὰ νὰ λάβει , ἔναντι τοῦ ἔθνους τέτοια τιμὴ καὶ εὐθύνη. Σᾶς καλοῦμε λοιπόν, γίνετε σεῖς ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἐμπνευστής μας. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Χαίρομαι ποὺ οἱ συμπατριῶτες μου ποθοῦν τόσον τὴν ἐλευθερίαν. Θεωρῶ ὅμως τὸ ἄτομόν μου ἐντελῶς ἀκατάλληλο νὰ ἡγηθῇ τοῦ ἀγῶνα σας. Πιστεύω πὼς ἀπὸ τὴν τωρινή μου θέσιν , μπορῶ νὰ βοηθήσω στὴν δημιουργία ἐκείνων τῶν συνθηκῶν ποὺ θὰ εὐνοοῦσαν παρόμοιο κίνημα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἕνας νέος ῤωσοτουρκικὸς πόλεμος. Μόνο ποὺ θὰ σᾶς συνιστοῦσα νὰ περιμένετε. Τὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης ἐπιθυμοῦν ἐντονοτατα τὴν εἰρήνη καὶ ἀντιτίθενται σὲ ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἀλλαγῆς συνόρων ἤ ἀνατροπῆς τῶν ὑφιστάμενων καθεστώτων. Ἐξέθεσα ἤδη αὐτὲς τὶς ἀπόψεις σὲ ἀπεσταλμένο τοῦ μπέη τῆς Μάνης. Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν μόνοι τους.
  • 166.
    Μονάχα ἐκμεταλευόμενοι τὶςπεριστάσεις ποὺ ἡ θεία Πρόνοια θὰ δημιουργήσει πρὸς χάριν τους. ΞΑΝΘΟΣ: Δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίσουμε ἔστω σὲ οἰκονομική, ἐκ μέρους τοῦ τσάρου, βοήθεια στὴν προσπάθειά μας ; Οὔτε νὰ διανοεῖσθε κάτι τέτοιο. Ὁ Τσάρος βρίσκεται ἤδη σὲ δεινὴ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: θέση λόγῳ τοῦ ὀρθοδόξου του δόγματος , ἔναντι τῶν ὑπολοίπων μεγάλων δυνάμεων. Δὲν θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ δόσῃ στὴν παρούσα φάση τὴν παραμικρὴ λαβή γιὰ εἰς βάρος του σχόλια. Ἡ διαγωγή του ἔναντι τῆς Αὐστρίας ἰδίως πρέπει νὰ εἶναι ἄμεμπτος. ΞΑΝΘΟΣ: Κατάλαβα κύριε Κόμη. Εἶσθε ὑπὲρ τὸ δέον σαφῆς. Ἐπιτρέψτε μου μόνο νὰ σᾶς πῶ πὼς οἱ συμπατριῶτες μας ποὺ σεῖς θεωρεῖτε ἀνίκανους νὰ ἀποτινάξουν τὴν σκλαβιά τους μόνοι, δὲν εἶναι διόλου κατώτεροι τῶν Ἰσπανῶν ἤ τῶν Ὁλλανδῶν, οἱ ὁποῖοι τόλμησαν καὶ κατάφεραν νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἐθνική τους αὐτονομία. Πρὶν σᾶς ἀ[παλλάξω ἀπὸ τὴν παρουσία μου, νὰ ῥωτήσω ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε νὰ μείνω χωρὶς κίνδυνο λίγον καιρὸ ἀκόμη στὴν Πετρούπολη; Κὰι ποιὸς θὰ σᾶς ἐνοχλήσῃ; Καθῆστε ὅσον καιρὸ θέλετε. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ΞΑΝΘΟΣ: Τὰ σέβη μου, Κύριε Κόμη! ( Γυρίζοντας πρὸς τὸ κοινό, μὲ φωνὴ ποὺ νὰ δείχνει πὼς αὐτὰ ποὺ λέει τὰ σκέφτεται): Καὶ τώρα δὲν ἀπομένει παρὰ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ πρίγκηπος Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη. ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1820 ΙΣΜΑΗΛΙ ΒΕΣΣΑΡΑΒΙΑΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Φίλτατοι συμπατριῶτες, συζητήσουμε συγκεντρωθήκαμε σήμερα γιὰ νὰ τὸ γενικὸν σχέδιον τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἐφαρμογή του. Γνωρίζουμε ἤδη πὼς μετὰ τὶς ἐπιτυχημένες ἐνέργειες τοῦ Ἰωάννου Παπαρηγοπούλου( τὸν δείχνει) ὁ Ἀλὴ πασὰς εἶναι ἔτοιμος νὰ ἐπαναστατήσῃ ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν οἱ τοῦρκοι εὔκολα νὰ στείλουν στρατεύματα νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ κατόπιν νὰ περάσουν μὲ ἄνεση στὸ Μοριά, θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ ξεσηκωθεῖ ¨η Σερβία. Ἔτσι τὰ στρατεύματα τῶν τούρκων θὰ εἶναι γιὰ καιρὸ ἀπασχολημένα καὶ θὰ ἔχουμε τὸ χρόνο νὰ στερεώσουμε τὴν ἐπανάσταση στὴν νότιο Ἑλλάδα. ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ: Μονάχα νὰ προσέξουμε τὸν νέο ἀρχηγό τους. Ὁ Καραγεώργεβιτς ἦταν μέλος τῆς ἑταιρείας καὶ πιστὸς φίλος. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ τὸν σκότωσε καὶ τοῦ πῆρε τὴν θέση ὁ Ὀβρένοβιτς, τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν μεριά τῶν Σέρβων σίγουρο. Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ἐπαναστατήσουν πρὶν ὰπὸ ἐμᾶς κι ὄχι μετά. Γιατὶ , ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι θὰ εἶναι ἀπασχολημένοι στὴν Πελοπόννησο, ἐκεῖνοι θὰ βροῦν ἅπλα νὰ φτάσουν χωρίς ἀντίσταση ὡς τὴ
  • 167.
    Θράκη, πρᾶγμα γιὰἐμᾶς ὀλέθριο. Προτείνω λοιπὸν νὰ σταλεῖ ὁ Ἀριστείδης Παπᾶς γιὰ νὰ τοὺς βολιδοσκοπήσει καὶ νὰ μᾶς ἀναφέρει τὶς προθέσεις τους. ἍΠΑΝΤΕΣ: Δεκτόν! ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ: Στοὺς Μαυροβούνιους νὰ στείλουμε τὸν Λεβέντη. Ἀνάγκη νὰ κρατήσουν τοὺς Ἀλβανοὺς τῆς Σκόδρας μακριὰ ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Ἀλή.Ὅσοι συμφωνεῖτε , σηκῶστε τὸ χέρι.( Τὸ σηκώνουν ὅλοι). ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:Στὴν Ἥπειρο ἂς πάει ὁ Περραιβὸς ποὺ γνωρίζει τοὺς Σουλιῶτες. Ὁ Ὀλύμπιος κι ὁ Φωκιανός θὰ κινήσουν στὴν Μολδοβλαχία. ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ: ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Κι ἂν ἣ Τουρκία μπεῖ στὶς ἡγεμονίες γιὰ νὰ χτυπήσει τὸ κίνημα; Πιστέυω , ἀρχιμανδρίτα, πὼς ἡ Τουρκία δὲν θὰ εἰσβάλλει οὔτε στὴν Μολδαβία ,οὔτε στὴν Βλαχία, διότι τότε θὰ προκαλέσει παρέμβαση τῆς Ρωσίας. ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:Καὶ στὸ Μοριά; Θὰ κατέβει ἡ ὑψηλότης σου; Καὶ πότε; ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Φυσικά. Θὰ πάω τὸ γρηγορότερο, ἐφ’ ὅσον ὄλα εἶναι ἔτοιμα. Λάθος , ὑψηλότατε, τίποτα δὲν ἔχει ἐτοιμαστεῖ. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ:Αὐτὲς εἶναι χαμένες κουβέντες. Ὁ Μοριὰς εἶναι μιὰ βαρέλα μπαρούτι. Ἕνα καρβουνάκι κι ἄναψε. ΚΟΡΦΙΝΟΣ : Πόσον καιρὸ λείπεις, παπά, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα; ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Γιατὶ δὲν ἀπαντᾶς στὴν ἐρώτηση τοῦ Κορφινοῦ, Παπαφλέσσα; ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ: Τριάμησι χρόνια. Καὶ μ’αὐτό;Ἔχω ἐδῶ ἕνα χαρτὶ ποὺ λέει πὼς ὅλος ὁ Μοριάς εἶναι στὸ πόδι, ἔτοιμος. Διαβᾶστε. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Τὸ χαρτὶ αὐτό τὀ ’φτιασες μοναχός σου ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ: ΚΟΡΦΙΝΟΣ : Ψέμματα ! Λέτε ψέμματα . Κιοτῆδες! Κάτσε κάτου, παπά. Ἐσὺ νὰ διαβάζεις τὸ ψαλτήρι σου. Σὲ ῤώτησα πρωτύτερα πόσον καιρὸ λείπεις ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μοῦ ’πες τριἀμησι χρόνια. Ἐγὼ λείπω ἀπὸ κεῖ μόνο ἑφτά μῆνες καὶ δὲν εἶδα τίποτε ἀπ’ αὐτά ποὺ λέει τὸ χαρτί σου. ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ: ΚΟΡΦΙΝΟΣ : Τολμᾶς νὰ πεῖς πὼς ἕνας ἱερέας λέει ψέμματα; Κι ἐσὺ τολμᾶς νἀ ἀμφισβητεῖς ἕναν ἀξιωματικὸ τοῦ ῥωσικοῦ στρατοῦ; ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: Ἕλληνες ! Ὡς πότε θὰ μαλώνετε μεταξύ σας; Ὡς πότε θὰ δίνετε δικαίωμα στοὺς ξένους νὰ τρίβουν τὰ χέρια τους ἀπὸ χαρά γιὰ τὴν κατάντια
  • 168.
    μας; Μονάχα ἐνωμένοιθὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε τὸ ὄνειρο πραγματικότητα. Κι ἂν θέλετε τὴ γνώμη μου, ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρίς μεγαλώτατα κέρδη. Ὅταν ὅμως μόνοι τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸ ζυγό τῆς τυραννίας, τότε καὶ ἡ Εὐρώπη θὰ κλείσῃ μὲ ἐμᾶς συμμαχίες ἀδιάλυτες. Τρεῖς πρωτεργᾶτες τῆς ἐλευθερίας ἔκαναν τὴν ἀρχή, δημιουργῶντας τὴν ἑταιρεία. Ὁ Σκουφᾶς πέθανε πρὶν δεῖ νὰ πραγματοποιεῖται τὸ ἔργο τῆς ὑπαρξής του. Τοῦ χρωστᾶμε λοιπὸν νὰ τὸ κάνουμε πράξη ἐμεῖς. Καὶ θὰ τὰ καταφέρουμε , μονάχα ἂν εἴμαστε ἐνωμένοι. Ἐνωμένοι κι ἀποφασισμένοι. Ἀρχὲς τῆς Ἄνοιξης ὁ ἀγῶνας μας ἀρχίζει καὶ ὁ Θεὸς βοηθός !
  • 169.
    12ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΤΟ ΜΕΣΟΛΛΟΓΓΙ (ΘΕΑΤΡΙΚΟΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΑΡΧΟ) ΠΡΟΣΩΠΑ ΦΩΤΗΣ(ΝΕΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ) Φώτης Πανταζής ΑΓΝΗ(ΝΕΑ ΚΟΠΕΛΑ) Γεωργία Φουρναράκου ΚΥΡΑ- ΛΕΝΗ ΣΤΑΘΉ (ΓΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ) Βάνα Γκαρή ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ Μάριος Τάφα, Αγκλίν Ραντεσί, Λεζάντρο, Μικέλε, Ενίλιο ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΈΛΛΗΝΕΣ Μιχάλης Σαλίβερος, Λεονάρδος Τζίτζης, Τάσος Κανάκης, Αρίστος Λεμοντζής, Άλκης Μιλίγκας. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ Νεκτάριος Σαραντόπουλος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ Γιάννης Βουλγαράκης. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΕΣ( ΜΑΝΑ Βαγγελίτσα Παλαμήδη ΕΛΠΙΔΑ Φιλαρέτη Κρεούζη ΣΟΦΙΑ Γλυκερία Μίχα, ΕΙΡΗΝΗ Αθηνά Βογιατζόγλου) ΠΑΙΔΙ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟ : Αναστασία Χαλδαιάκη ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ Δημήτρης Λεούσης ΙΜΠΡΑΗΜ Γιάννης Ζοντός ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ Φίλιππος Κάσσης ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ Κώστας Πότσης ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Σπυρίδων Χρήστου ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Στέφανος Τζερεφός ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ; Ίντια Ντόχερτυ, Σεμίνα Σεϊτάι, Εμιλιάνα Μετούσι, Μαρία Λαμπριάδου, Χριστίνα Λυκούρη ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΑΓΝΗ : Ορέστης Μπαλίλη
  • 170.
    ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΣΟΛΩΜΟ:Χριστίνα Γρυπαίου (Πλατεία μὲ ἕνα πηγάδι . Μακρύτερα τὸ τεῖχος. Πολεμιστὲς τῆς φρουρᾶς πίσω ἀπὸ αὐτό. Στὸ πηγάδι μιὰ νέα κοπέλα μὲ ἕναν μαστραπὰ στὸ χέρι. Μπαίνει ἕνας νέος. 1 (ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΝΟ 14 ) ΦΩΤΗΣ : Σὲ παρακαλῶ, κοπελιά, βάλε μου λίγο νερό. ΑΓΝΗ: Μετὰ χαρᾶς, παλικάρι!(τοῦ δίνει τὸν μαστραπά.) ΦΩΤΗΣ :(Πίνει)Ααα! Την δροσιά του να ’χεις. Νὰ σὲ χαίρονται οἱ δικοί σου. ΑΓΝΗ: Δὲν ἔχω κανέναν δικό μου! Μὲ μεγάλωσαν οἱ γερόντισσες τοῦ Μεσολλογγιοῦ. Μὲ ἔχουν ὅλες σὰν κόρη τους. ΦΩΤΗΣ:Θὰ πρέπει νὰ ἔχουν ἀγωνιστεῖ πολὺ γιὰ νὰ σὲ κάνουν τόσο καλὴ καὶ ἔμορφη. ΑΓΝΗ:Α, ὡς ἐδὼ καὶ μὴ παρέκει! Τὶ θάρρεψες; Πὼς ἐπειδὴ δὲν ἔχω κύρη νὰ μὲ συντρέξει,μπορεῖ κάθεὶς νὰ μὲ προσβάλει ἀτιμώρητα; Μιὰ κουβέντα νὰ πεῖς ἀκόμη καὶ δὲν θά ’βρει ὁ Τοῦρκος ἀντίπαλο αὔριο στὴν ντάπια.(τὸν ἄπειλεῖ μὲ τὸ τάσι) ΦΩΤΗΣ: Τὸ τάσι στὸ ἔδωσαν γιὰ νὰ δροσίζεις τοὺς ἀποσταμένους κι ὄχι γιὰ νὰ σπάζεις τὰ κεφάλια τους. ΑΓΝΗ: Μὲ λένε Ἀγνὴ καὶ δὲν μ’ ὀνόμασαν τυχαῖα ἔτσι! ΦΩΤΗΣ: Κι ἐγὼ εἶμαι ὁ Φώτης καὶ δὲν φοβᾶμαι νὰ πέσω στὴν φωτιὰ γιὰ αὐτὰ ποὺ ἀγαπάω! ΑΓΝΗ:Τί μοῦ τὸ λές; ΦΩΤΗΣ: Γιατὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ ἔχω ἕναν ἄνθρωπο ἀκόμα νὰ νοιάζομαι, σὰν πολεμῶ. Γενναιότερα θὰ μάχομαι καὶ θὰ προσμένω πιότερο τὴν μέρα ποὺ θὰ διώξουμε τοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀπὸ τὸν τόπο μας. Τότε νὰ μὲ καρτερεῖς . Θὰ ἔρθω νὰ βρῶ τὶς γερόντισσες ποὺ σὲ φροντίζουν, νὰ μιλήσουμε. ΑΓΝΗ: Ὡς τότε νὰ φυλάγεσαι, βόλι νὰ μή σὲ ἔβρει. ΦΩΤΗΣ: Ντροπὴ δὲν εἶναι νὰ φανῶ κιοτής, τώρα ἴσα ἴσα ποὺ ἔχω ταμπούρι ἀπάτητο ,ποὺ ὁ Χάρος δὲν τὸ πιάνει; ΑΓΝΗ: Τὶ ταμπούρι εἶναι αὐτὸ πάλι; ΦΩΤΗΣ: Διπλόχτιστο καὶ φωτεινὸ καὶ φτάνει στὴν καρδιά μου.
  • 171.
    Ταμπούρι μέσα μουἔχω ἐγὼ τὰ μάτια σου , κυρά μου. ΠΑΙΔΙΑ:( Μπαίνουν τρεχάτα) Γρήγορα! Οἱ Τοῦρκοι κάνουν γιουροῦσι στὴν ντάπια τοῦ Μακρή! Πᾶμε νὰ ἀρχίσουμε τὸν πετροπόλεμο! ΦΩΤΗΣ: Στὴν ντάπια τοῦ Μακρή! Ἔφτασα , καπετάνιο μου!(φεύγει πίσω ἀπὸ τὰ παιδιὰ). ΑΓΝΗ:(Ἀπομένει νὰ τὸν κοιτᾶ μὲ τὸν μαστραπὰ στὸ χέρι) ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ(Μπαίνει κρατῶντας ἕνα μικρὸ βαρελάκι . Κοιτᾶ τὴν Ἀγνὴ καὶ τῆς λέει):Καλὸ κι ὄμορφο παλικάρι, μὰ καθόλου δὲν φυλάγεται. ΑΓΝΗ:(τρομάζει) Ὄχι, δὲν… ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Μὴν ταράζεσαι! Καλὰ κάνεις καὶ τόνε θωρρεῖς. Τ’ ἀξίζει καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Μόνο νὰ τοῦ πεῖς πιότερο νὰ προσέχει. Ὁρμᾶ στὴν μάχη ξέσκεπος, δίνει στοὺς ἄπιστους στόχο. ΑΓΝΗ: Θὰ ’ρθει μοῦ ’πε νὰ σᾶς δεῖ! ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Ἡ ὥρα ἡ καλή! Καιρὸς νὰ γίνει κι ἕνας γάμος μὲς σὲ τοῦτο τὸ πανηγύρι! Ἀπὸ τότε ποὺ παντρέψαμε τὸν καπετάν-Δημήτρη τὸν Μακρῆ κι ἀρραβωνιάσαμε τὸν Ντελιγιώργη καὶ τοὺς δυὸ σὲ μιὰ μέρα, ἔχουμε νὰ δοῦμε τὴν ζωὴ νὰ συνεχίζει τοὺς ῥυθμούς της. Σὰν χτὲς μοῦ φαίνεται πὼς ἦταν. Θυμᾶσαι;( κοκκαλώνουν οἱ γυναῖκες καὶ βλέπουμε τοὺς πολεμιστές ,Ἕλληνες κι Ἀρβανίτες): ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ:2 (ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ ΠΝΕΥΣΤΑ ΝΟ 12) ( Ῥίχνουν τουφεκιές, χορεύουν καὶ τραγουδοῦν ): Ὤπα, ὤπα! Ζήτω! Ἔλα παλικαρά μου, φέρε κι ἄλλη γυροβολιά! ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ:Ὠρέ, τί καλὰ χαμπέρια λάβατε καὶ τὸ ῥίξατε στὸ ζεῦκι; ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Παντρέψαμε τὸν καπετάνιο μας! ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Νὰ σᾶς ζήσει καὶ καλὴ προκοπή! ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Αὐτὰ γινῆκαν τότες! Κι ὕστερα πάλι μὲ τὸν Πάνο τὸν Γουρνᾶρα ποὺ ’βριζε τὸν Κιουταχὴ καὶ τὰ γένια του; ΠΑΝΟΣ ΓΟΥΡΝΑΡΑΣ (Οἱ πολεμιστὲς , Ἕλληνες κι Ἀρβανίτες , ἀναπαύονται. Αὐτὸς σηκώνεται ἀπὸ τὸ τεῖχος, πάει μακρύτερα δυνατά:Ἀλέσταααα! Τοῦ Κιουταχὴ τὰ γένια χέστααααα! καὶ φωνάζει
  • 172.
    ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Ντροπή,ὠρὲ Γραικοί! Καλὰ νὰ πολεμᾶμε μεταξύ μας καὶ νὰ σκοτωνόμαστε. Ἐσεῖς ἐμᾶς κι ἐμεῖς ἐσᾶς κι ὅποιος εἶναι παλικάρι νὰ φάει τὸν ἄλλον. Μὰ ἐμεῖς δὲν σὰς βρίζουμε, οὔτε ἒσᾶς, οὔτε τοὺς καπεταναίους σας. ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ: Ὠρὲ Τοῦρκοι, μὴν σεκλετιζόσαστε! Εἶναι ἕνα ζουρλὸ παλιόπαιδο ποὺ φωνάζει καὶ δὲν τὸ κάνουμε ζάφτι! Ἡ ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ καὶ ἡ ΑΓΝΗ γελοῦν καθὼς ἀκούγονται ὅλα αὐτά, μὰ σὰν νὰ τὰ θυμοῦνται ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Σὲ καλό μας, γελάσαμε κι ἀπόψε! Ἄιντε τώρα, κόρη μου! Γέμισέ μου τὸ βατσελάκι μου νὰ πηγαίνω κι ἐγώ. ΑΓΝΗ:(Γεμίζει τὸ βαρέλι καὶ λέει:) Ἔτοιμο,μάνα. ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Νὰ ’ξερες πόσο χαίρομαι ποὺ μὲ λὲς μάνα. Καθὼς ἔχασα τὸν ὑγιό μου τὸν Κωνσταντὴ μονάχα ἀπὸ σένα τὸ ἀκούω. Ἄχ, γέρασα πιὰ καὶ τὸ βατσέλι μου πέφτει βαρὺ στὶς πλάτες. Μὰ πιότερο βάρος ἀπὸ τὴν μοναξιὰ ὑπάρχει; Ὥρα νὰ πηγαίνω. Ὅπου νὰ ’ναι θὰ ξαναρχίσουν νὰ μπομπαρδίζουν οἱ ἄπιστοι. ΑΓΝΗ: Στὸ καλὸ καὶ νὰ προσέχεις. ΠΑΙΔΙ: (Μπαίνει γεμάτο χαρά.)Τοὺς τσακίσαμε τοὺς Ἀραπάδες στὴν ντάπια. Νὰ ’βλεπες, Ἀγνή, πῶς τοὺς πήραμε μὲ τὶς πέτρες! Νόμισαν τὰ παλιόσκυλα πὼς μὲ τὸ βουνὸ τὸ χῶμα ποὺ σήκωσαν θὰ μᾶς ἔπαιρναν τὶς θέσεις! Κούνια ποὺ τοὺς κούναγε! Οἱ καπεταναῖοι μας εἶναι παλικάρια καὶ ὁ Παναγιωτάκης ὁ Σωτηρόπουλος ὄνομα καὶ πράμα. Μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ σόφισμά του νὰ κλέψει τὸ χῶμα μέσα ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ νὰ τὸ ῥίξει στὰ Κουτσονέικα σπίτια. Ἔτσι καὶ δὲν μπόρεσαν οἱ ὀχτροὶ νὰ τὸ ψηλώσουν κι ἐμεῖς φτιάξαμε τόπους ψηλότερα ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὰ κανόνια μας. Λύσσαξαν σὰν τὸ κατάλαβαν καὶ κάμαν τὸ γιουροῦσι. Σπάσαν κι ἐκεῖ τὰ μοῦτρα τους. Μονάχα ὁ Φώτης… ΑΓΝΗ: Τὶ ἔτρεξε μὲ τὸν Φώτη, λέγε! ΠΑΙΔΙ: Λαβώθηκε καὶ μοῦ ’πε νὰ στὸ παραγγείλω. ΑΓΝΗ: Ἀλί μου, ἡ δύστυχη! Νιώθω τὶ μηνᾶ ἡ παραγγελιά του.(Ἀφήνει τὸ σκεῦος ποὺ κρατοῦσε κι ἀπομακρύνεται πρὸς τὸ μέρος ἀπὸ ὅπου εἶχε ἔρθει τὸ παιδί ( .3 Ἀκούγονται κανονιές. ) ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: (Ἡ φωνή της μόνον ἀπὸ μέσα)Μπά, κακὸ καιρὸ νὰ ’χεις γιὰ μπάλα κι ἐκεῖνος ποὺ σ’ ἔριχνε …(Μπαίνει στὴν σκηνὴ λέγοντας)Καὶ δὲν ἔχω ἄλλη βαρέλα καὶ τὶ θὰ γένω;
  • 173.
    ΠΑΙΔΙ: Μὰ καλά,θεια-Λένη, ἐσὺ ἔχασες τὸ παιδί σου καὶ δὲν ἔκανες ἔτσι καὶ κλαῖς τώρα τὸ βαρέλι σου; ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Τὸ παιδί μου ἦταν παλικάρι, ἔφυγε γιὰ τὴν λευτεριά μας, ἀπὸ ὅλους τιμημένο. Γιατὶ νὰ τὸ κλάψω; Τόσα παιδιὰ μείναν πίσω νὰ τὸ γδικιώσουν. Σὰν δὲν τὸ ’κανα ἀθάνατο, κάποτε θὰ ἔφευγε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Τουλάχιστον δὲν ἔζησε νὰ ἰδεῖ τὴν κατάντια μας , νὰ νιώσει τὴν πείνα. Μὰ τὸ βαρέλι μου ἦταν μοναχὸ καὶ τώρα πῶς θὰ πορευτῶ; Ἔπινα τουλάχιστον νερὸ καὶ τὴν πείνα μου τὴν λησμονοῦσα. ΠΑΙΔΙ: Τουλάχιστον δὲν ἔπαθες ἐσὺ κακό. ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Τὶ χειρότερο θὰ μποροῦσα νὰ πάθω; Ὁ θάνατος θὰ μὲ ἔφερνε στὸ παιδί μου κοντά. Αὐτὸ μοῦ ‘μεινε μονάχα νὰ προσμένω. ΠΑΙΔΙ: Ἐσὺ μιλᾶς ἔτσι, ποὺ ὡς τώρα μόνο μὲ τὸ γέλιο καὶ τὸ χωρατὸ ὅλα τὰ ξεπερνοῦσες; ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: «Τι μὲ τηρᾶς ὅπου γελῶ καὶ λὲς δὲν ἔχω ντέρτι; Λυγᾶ σὰν στάχυ ὁ ἄνθρωπος σὰν ὁ καιρός του ἔρτει». 4( ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΝΟ 12 ΓΙΑ 45’’) Μπαίνουν οἱ γυναῖκες κουβαλῶντας σὲ ξυλοκρέβατο τὸ ἐτοιμοθάνατο παιδί μιᾶς ἀπὸ αὐτὲς. ΣΟΦΙΑ:Ἐδῶ, ἀδερφᾶδες μου ἐλάτε · νὰ πιοῦμε μιὰ στάλα νερό, νὰ ξανασάνουμε . ΕΛΠΙΔΑ: Γέμισέ μου, παιδί μου, ἕνα τᾶσι , τὴν εὐχή μου να ’χεις. ΠΑΙΔΙ: Ἀμέσως!(γεμίζει τὸ τᾶσι καὶ τὸ δίνει ) ΕΛΠΙΔΑ : ( πίνει καὶ λέει) Ἄαα! Τὴν δροσιά του νά ’χεις ! ΕΙΡΗΝΗ : Ὁ Μπραΐμης μᾶς ἔκοψε τὸ νερὸ καὶ νόμισε πὼς θὰ μᾶς γονατίσει. Μὰ ἐμεῖς βρήκαμε τοῦτο τὸ πηγάδι μὲ νερὸ κρύο καὶ δὲν λογαριάζουμε καθόλου τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τὰ τεχνάσματά τους! ΣΟΦΙΑ : Καὶ καλά, αὐτοὶ εἶναι Τοῦρκοι καὶ κάνουν τὴν δουλειά τους. Ἡ δική μας ἡ κυβέρνηση τὶ κάνει γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει; ΠΑΙΔΙ: Τίποτα ,ἀπὸ ὅ, τι ἀκούω νὰ λὲν οἱ καπεταναῖοι στὶς συζητήσεις τους. Καλὰ ποὺ πιάσαμε κι ἕνα καράβι μὲ παξιμάδι γιὰ τους Τούρκους. Μουχλιασμένο τοὺς τὸ παγαῖναν κι αὐτωνῶν, μὰ ἀπ’ὁλότελα…
  • 174.
    ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ( ποὺμπαίνοντας ἄκουσε τὴν κουβέντα) : Κι αὐτοὶ τὰ ἴδια μ’ ἐμᾶς τραβᾶν , μὰ τουλάχιστον ἔχουν τοὺς ξένους ποὺ τοὺς συντρέχουν. Γάλλοι ὁργάνωσαν τὸν στρατὸ τοῦ Μπραΐμη, Ἄγγλοι τοῦ πουλᾶνε πολεμοφόδια , Αὐστριακοὶ ἔρχονται καὶ μᾶς κατασκοπεύουνε πρὸς ὄφελός του. ΕΛΠΙΔΑ :Καλὰ οἱ ἀποδέλοιποι, μὰ τουλάχιστον γιὰ τοὺς Ἄγγλους δὲν τὸ πιστεύω! Αὐτοὶ μέχρι καὶ δάνειο μᾶς ἐτοιμάσανε· τὸ ’πε ὁ πρίγκηπας ὁ Ἀλέξανδρος. ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Ναι, τὸ ἐτοιμάσανε, μὰ ποιοῖ θὲ νὰ τὸ φᾶνε; Ὁ πρίγκηπάς σου μαθεύτηκε δὰ τὶ κουμᾶσι εἶναι! Βρέθηκε γράμμα του πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Ἀγγλίας. Νάτο, ἐδῶ εἶναι( τὸ βγάζει ἀπὸ τὸ σελάχι του.) Ἀκοῦστε πῶς τελειώνει «Ἐντεῦθεν δὲ, Ἀγγλία , Πύλη καὶ Ἑλλὰς δὲν θέλουσιν ἀποτελεῖ εἰμὴ μίαν, … δύναμιν κατέναντι τῆς Ῥωσίας καὶ ὡς ἐκ τῆς ἐνώσεως ταύτης ἡ Ἀγγλία θέλει προσλάβει μείζονα πάσης ἄλλης ἐγγύησιν κατὰ τῶν ἀποπειρῶν , ὅσας ἡ Ῥωσία καὶ ἄλλη οἱαδήποτε ἐν Εὐρώπῃ δύναμις θέλουσι μετ’οὔ πολὺ βεβαίως ἐπιχειρήσει, ἴνα βλάψωσι τὴν ἀγγλικὴν κυριαρχίαν καὶ ἐμπόριον ἐν τῇ Ἰνδικῇ». Καταλάβατε; Δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ γιὰ τὸ πῶς δὲν θὰ χάσει ἡ Ἀγγλία τὸ ἐμπόριο στὴν Ἰνδία. Καὶ δὲν διστάζει νὰ προτείνει ὡς καὶ συμμαχία μὲ τοὺς ἐχθροὺς. ΜΑΝΑ: Καὶ τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι μᾶς ζητᾶν νὰ θυσιάσουμε τὰ παιδιά μας γιὰ τὴν λευτεριά; Ποῦ εἶναι τώρα ὁ πρίγκηπας Μαυροκορδᾶτος νὰ ἰδεῖ τὰ χάλια μας; ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Ἐτοιμάζεται , μαζί μὲ τοὺς ἄλλους πολιτικάντηδες, νὰ κάνουν στὰ Πίδαυρα συγκέντρωση · θὰ συσκευτοῦν , λέει, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἑλλάδας.5 ( ἀκούγονται πυροβολισμοί.) Ὅσον καιρὸ θὰ ὑπάρχει ἀκόμα Ἑλλάδα ! Πάω κι ἐγὼ στὸ πόστο μου. Οἱ ἄλλοι θὰ μὲ χρειάζονται. (φεύγει). ΣΟΦΙΑ: Ἔρμη πατρίδα σὲ τί χέρια ἔπεσες! Τόσοι σκοτωμοί, τόση φαγωμάρα, γιὰ τὸ «καλὸ τῆς Ἑλλάδας». ΕΛΠΙΔΑ :Τῆς Ἑλλάδας, ἢ τῆς τσέπης τους; Σκοτίστηκαν ὅλοι τους γιὰ τὴν ἐπανάσταση καὶ γιὰ τὴν λευτεριά μας. Ἕνα κοιτᾶνε μόνον. Τὸ πουγκί. Κι ἀπὸ κει στάχτη νὰ γίνουν ὅλα δὲν τοὺς νοιάζει. ΣΟΦΙΑ: Πόσον καιρὸ ἡ Κυβέρνηση μᾶς παράτησε σὲ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι νὰ πολεμᾶμε τὸν Τοῦρκο καὶ τὴν πείνα μας; Ὁ Μιαούλης δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μᾶς φέρει τροφές! Ζῶα δὲν βρίσκει πιὰ κανεῖς στὴν πόλη. Φάγαμε ἄλογα, γαϊδούρια, ὡς και σκυλιά ἀκόμα! Καὶ καθημερινὰ στὶς ντάπιες νὰ χτυπιόμαστε μὲ τοὺς Ἀραπᾶδες! Ὁ ἁπλὸς κοσμάκης καὶ οἱ καπεταναῖοι νὰ σφάζονται μὲ τὴν τουρκιὰ κι οἱ προφεσόροι τῆς κλεψιᾶς νὰ γεμίζουν τὸ κεμέρι εἰς ὑγείαν τῶν κορόιδων.
  • 175.
    ΟΛΕΣ ΠΛΗΝ ΤΗΣΜΑΝΑΣ: Ἀνάθεμά τον τὸν χρυσό, ἀνάθεμα τὸ χρῆμα Αὐτὸ ἀδέρφια κάνει ἐχθροὺς κι εἶναι μεγάλο κρίμα! Εἶναι καλὴ ἡ πολιτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἂν κυβενιοῦνται μοναχοί, δίχως αντιπροσώπους. Πολιτικοὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα χρόνια Μὰ σήμερα μᾶς κυβερνᾶ ὅλους μας ἡ διχόνοια. Καθένας νὰ ’ναι ἀρχηγὸς μὲς στὴν πατρίδα θέλει Κι ἂν σκλάβοι γίνουμ’ ὅλοι μας καθόλου δὲν τὸν μέλλει. Αὐτοὶ ποὺ φταῖν γιὰ τὸν χαμὸ ποὺ φταῖν γιὰ τοὺς θανάτους Καταραμένοι αἰώνια να ’ναι π’ ἀνάθεμά τους! ΜΑΝΑ: Πάψετε γυναῖκες! Μὴν καταριέστε πιὰ ! Τὸ παιδί μου πέθανε. 6( ΟΡΝΙΘΕΣ ΝΟ 3 ) ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ( μαζεύονται κοντά της κοιτῶντας τὸ νεκρὸ παιδί, μὲ τρόπο ὥστε νὰ φαίνεται ἡ ΜΑΝΑ στὸ κέντρο, κρατῶντας τὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ στὰ χέρια καὶ μυρολογῶντας το. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μυρολογιοῦ μπαίνει ἡ ΑΓΝΗ μαυροφοροῦσα καὶ μυρολογᾶ τὸν Φώτη) ΜΑΝΑ :Ἔσβησε πιὰ ὁ ἥλιος μου, ἔσβησε πιὰ τὸ φῶς μου ἔκλεισαν τὰ ματάκια του κι ἐχάθη ὁ λογισμός μου. ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Ἄχ! ΜΑΝΑ: Παιδί μου ἐσὺ, μονάκριβο , καλό μου ἀγαπημένο Πῶς μ’ ἄφησες μὲς στὸν ντουνιᾶ μόνη μου ν’άπομένω; Πῶς δὲν χτυπᾶ ἡ καρδούλα σου, δὲν μοῦ γελᾶ ἡ φωνή σου Πῶς τὰ χεράκια σου βαριὰ κείτονται στὸ κορμί σου; Ἀσπρίσανέ μου τὰ μαλλιὰ καὶ μαύρισε ἡ καρδιά μου Τώρα ποὺ πιὰ δὲν σὲ κρατῶ ζεστὸ στὴν ἀγκαλιά μου ΑΓΝΗ:( Μπαίνει, τὶς κοιτὰ καὶ λέει):
  • 176.
    Στὰ χέρια μουξεψύχησε, σὰν τὸ πουλάκι ἐπῆγε Φύγε, ζωή, φύγε χαρά,νιότη μου κι έσὺ φύγε. ΜΑΝΑ: Μονάχα πὼς δὲν θὰ γροικᾶς πιὰ τὴν σκληρὴ τὴν πείνα Γιὰ τὸ στερνὸ ταξίδι σου, παιδάκι μου , ξεκίνα ΑΓΝΗ: Ἤσουνα νιὸς δὲν ἔπρεπε τόσο νωρὶς νὰ φύγεις Ποιὸν πᾶς νὰ βρεῖς στὴν μαύρη γῆς κι ἐμένα ποὺ μ’ἀφήνεις; Πὼς θὰ μὲ πάρεις μοῦ ’ταξες νὰ ζήσωμεν ἀντάμα Σήκω ὀρθὸς καὶ κάνε το τὸ ποὺ ’ταξες τὸ τάμα ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ: (Μπαίνει κρατῶντας ἕνα ματωμένο σπαθί, τὶς βλέπει καὶ λέει): Φτάνουν τὰ κλάματα, γυναῖκες! Οἱ καπεταναῖοι τὸ πῆραν πιὰ ἀπόφαση. Τὸ βράδυ φεύγουμε! Μαζέψτε τὰ χρειαζούμενά σας καὶ πηγαίνετε ὅλες στὴν Μεγάλη ντάπια. ἐκεῖ θὰ σᾶς ποῦν τι θὰ κάνει καθεμιὰ σας. ΑΓΝΗ: Θὰ πᾶμε , Γιώργη, μὰ τὸ σπαθί σου γιατὶ εἶναι ματωμένο; Τί ἔτρεξε; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ:Κοινὴ ἀπόφαση νὰ σφάξουμε ὅλους τοὺς Τούρκους ποὺ βρίσκονταν στην πόλη, αἰχμαλώτους καὶ δικούς. Τριάντα ἀπὸ δαύτους ἔσφαξα σὰν τραγιὰ στὸ γόνατο. ΜΑΝΑ: Ἁμαρτία μεγάλη, γιέ μου. Θὰ τὴν πληρώσουμε. Ἡ ζωή, ἀδιάφορο τίνος εἶναι, εἶναι ἱερή! Δὲν κάνει νὰ τὴν ἀφαιροῦμε γιὰ κανένα λόγο! ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ: Τὸ λὲς ἐσὺ αὐτὸ ποὺ τὸ παιδί σου εἶναι ζεστὸ ἀκόμα; ΜΑΝΑ: Γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ! Νοιώθω πόσο ἀκριβὴ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ σοῦ λέω ὅτι κακῶς δὲν τὴν σεβαστήκαμε. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ (Μπαίνει τὴν ὥρα που μιλᾶ ἡ ΜΑΝΑ ) :Δίκιο ἔχει ἡ θειά, ἀδερφέ μου! Ἦταν μέγα σφάλμα τοῦτο ποὺ κάνατε! Κι ἐσύ, τόσο καλό,τόσο εὐγενικὸ παλικάρι , πῶς τὸ βάστηξε ἡ καρδιά σου τέτοιο φονικό; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ: Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο σὰν χάσει τὴν ἐλπίδα. Μᾶς ἄφησαν χωρὶς ψωμί, θὰ πιοῦμεν τους τὸ αἷμα. Ἐμπρός, γυναῖκες, κινᾶμε.
  • 177.
    ΜΑΝΑ: Δὲν πάωπουθενὰ δίχως τὸ παλικάρι μου! Σύρετε οἱ ὑπόλοιπες κι ἐγὼ θὰ πουλήσω ἀκριβὰ τὸ τομάρι μου πριχοὺ τὸ συναντήσω. (Φεύγουν ὅλοι καὶ ἡ σκηνὴ ἀδειάζει. Ἔπειτα μπαίνουν ὁ Χρήστος Καψάλης καὶ ὁ γιός του) 7( ΟΡΝΙΘΕΣ ΝΟ 8 ΓΙΑ 50’’ ΟΡΧΗΣΤΡΑ) ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ: Ἄχ, μάνα μου, γιατὶ νὰ φύγεις ἔτσι ἄδικα; ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Σώπασε, γιέ μου! Καλλίτερα ποὺ πέθανε καὶ δὲν θὰ δεῖ τὶς συμφορὲς ὅπου θ’ἀκολουθήσουν! ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ: Μὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ βόλια καὶ τὶς ἁρρώστιες καὶ νὰ πάει ἀπὸ ἐξάντληση ;Νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πεὶνα τώρα ποὺ θὰ φύγουμε καὶ θὰ γλιτώσουμε ἀπὸ τὸν λιμό; ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Ἐσὺ θὰ φύγεις! Ἐγὼ θὰ μείνω ἐδῶ! Γέροντας καθῶς εἶμαι δὲν ἔχω ἐλπίδα νὰ σωθῶ. ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ: Ἔχασα τὴν μάνα . Τώρα πρέπει νὰ χάσω κι ἐσένα; ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Κανέναν δὲν ἔχασες. Σ’ ἀγαπᾶμε πάντα ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε! Ἕνα πρᾶγμα θέλω μοναχὰ ἀπὸ σένα: Κοῖτα πρῶτα νὰ γλιτώσεις. Κι ἔπειτα παντρέψου, κάνε παιδιὰ νὰ πάει μπροστὰ ἡ ζωή, δῶς τους τὰ ὀνόματά μας καὶ θὰ μᾶς ἔχεις πάντα δίπλα σου. Ἄντε τώρα, βιάσου. ΓΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗ:(Φιλᾶ τὸ χέρι τοῦ πατέρα του, κάνει δυὸ βήματα μπροστά, γυρίζει, τὸν κοιτᾶ δακρυσμένος κι ἔπειτα φεύγει τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.) ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: Ἔχε γειά, παιδί μου! (Ἀκουμπᾶ στὸ ῥαβδὶ ποὺ κρατοῦσε , βαδίζει ἀργὰ καὶ φωνάζει σὰν τελάλης):Ὅποιοι γέροι κι ἅρρωστοι θένε νὰ βροῦνε γλήγορο καὶ τιμημένο θάνατο,νὰ ’ρθουν τὸ βράδυ στὸν τζεμπιχανέ! ( Βγαίνει Λίγες στιγμὲς κενό, μετὰ 9 (ΗΧΟΣ ΕΚΡΗΞΗΣ) Ὅταν ξανανοίγει, βρίσκονται στὴν σκηνὴ ὁ Ἰμπραὴμ μὲ τὸν Κιουταχὴ καὶ τοὺς Ἀρβανίτες στρατιῶτες. ) 10( ΟΡΝΙΘΕΣ ΝΟ 22 ΓΙΑ 45’’) ΙΜΠΡΑΗΜ: Εἶδες, Ῥεσίτ-πασα, πὼς τελικὰ τὸ πήραμε τοῦτο τ’ ἁλωνάκι , κι ἂς μᾶς παίδεψαν οἱ γκιαούρηδες μὲ τὸ πεῖσμα τους; ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Εἴδα πὼς ὅ, τι δὲν κάναμε ἐμεῖς τὸ κάναν οἱ Γραικοὶ μοναχοὶ τους. Τοῦτος ὁ λαὸς, λίγο ἔλειψε νὰ μᾶς θάψει μπροστὰ στὴν μάντρα του. Ἐγὼ μέχρι καὶ τὸν τάφο μου εἶχα βάλει νὰ μοῦ σκάψουν.
  • 178.
    ΙΜΠΡΑΗΜ: Κι αὐτὸςὁ ἄτιμος ὁ γέρος τί μᾶς ἔκανε πρὶν τὸν πάρει ὁ Σεϊτάν! Ἔβαλε τὶς γυναῖκες στὰ παράθυρα τοῦ τζεμπιχανὲ καὶ καθὼς οἱ δικοί μας ἔτρεχαν νὰ τὶς πιάσουν, τινάχτηκε στὸν ἀέρα παίρνοντας μαζί του ἀφρὸ ἀπὸ πιστοὺς πολεμιστὲς τοῦ Ἀλάχ. Εἶχαν δίκιο οἱ ραγιάδες ποὺ μᾶς ἔλεγαν πὼς τὰ κλειδιὰ τοῦ Μεσολογγιοῦ εἶναι κρεμασμένα στὶς μποῦκες τῶν κανονιῶν τους! ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Εὐτυχὼς ὅλα τέλειωσαν καλά! Ἦρθε μάλιστα νὰ μᾶς συγχαρεῖ ὁ Ἄγγλος πρόξενος στὴν Πάτρα, κι ὁ Ἄνταμ , ὁ ἁρμοστὴς τῶν Ἰονίων νήσων! Εἶναι καὶ οἱ δυὸ εὐτυχεῖς ποὺ ἀποκαταστάθηκε ὁ νόμος καὶ ἡ τάξις, ὅπως μοῦ εἶπαν. ΙΜΠΡΑΗΜ: Ἔλα ἐδῶ, Ῥεσίτ -ἐφέντη! Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ βουνά, τὰ χιονισμένα; ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Τὰ βλέπω. ΙΜΠΡΑΗΜ: Ἂν εἶχαν γιὰ δυὸ βδομάδες μόνον τροφὲς οἱ Μεσολογγίτες , θὰ λιώναμε ὅπως τὸ χιόνι πάνω σὲ τοῦτες τὶς κορφές! Μὰ τώρα ὅλος ὀ Κόσμος θὰ τὸ μάθει πώς …( Καθὼς λένε τὰ τελευταία λόγια ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν σκηνή. Τότε ἐμφανίζεται ὁ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ καὶ κρεμᾶ μιὰ πινακίδα ποὺ γράφει «ΖΑΚΥΝΘΟΣ», ἐνῶ ἕνα ΠΑΙΔΙ τρέχει κατὰ μῆκος τῆ σκηνὴς καὶ φωνάζει ): Τὸ Μισολόγγι ἐχάθη! ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ : ( Έμφανίζεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σκηνῆς ,πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι τὸ παιδὶ καὶ τοῦ λέει) : Πές τα μου ὅλα σιγὰ καὶ μὲ προσοχή, μήπως ξεχάσεις τίποτα. ΠΑΙΔΙ: Μὴν σὲ νοιάζει , ἀφέντη! ( κάνει πὼς διηγεῖται χωρὶς νὰ μιλᾶ . Ἡ σκηνὴ κλείνει) Μετὰ ἐμφανίζεται ὁ Σολωμός, κρατῶντας ἕνα φτερὸ στὸ χέρι, στέκεται μπροστὰ ἀπὸ τους θεατὲς μὲ τὴν πλάτη πρὸς τὴν κλειστὴ σκηνὴ καὶ κάνοντας πὼς γράφει σὲ ἕνα φανταστικὸ ἀναλόγιο πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ κοινοῦ, λέει: Τὸ χάραμα ἐπῆρα τοῦ ἥλιου τὸν δρόμο Κρατῶντας τὴν Λύρα τὴν δίκαιη στὸν ὥμο Καὶ ἀπὸ ὅπου χαράζει, ἔως ὅπου βυθᾶ Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι …11(ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΕΠΗΡΑ…ΑΠΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ ΣΟΛΩΜΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗ : ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΤΕΛΟΣ