Το δομικό πρότυπο της ιστορίας, κατά την ελληνική αρχαιότητα,
από τον Πλάτωνα έως τους Στωικούς, υπήρξε κυκλικό. Με
το πρότυπο αυτό χαρακτηρίζεται η ιστορική συνέχεια, η
περιοδικότητα της ιστορίας. Με τον Αυγουστίνο, η μεσαιωνική
σκέψη εξέφρασε την ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη της ιστορίας.
Το δομικό πρότυπο αυτής της αντίληψης ήταν ευθύγραμμο,
που μπορεί να παρασταθεί με μια γραμμή τεθλασμένη και το
οποίο εκφράζει την ιστορική ασυνέχεια. Ο Hegel επιχείρησε να
συνθέσει τα δύο αντιφατικά πρότυπα, τα οποία εκπροσωπούν
δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την ιστορία, με ένα δομικό
πρότυπο που μπορεί να χαρακτηριστεί ελικοειδές. Η ανοιχτή
σκέψη, η σκέψη του ανοιχτού χωροχρόνου, μπορεί να
κατοπτρισθεί με ένα δομικό πρότυπο σπειροειδές.
Οι Ρίζες του Γερμανικού Πνεύματος: Αλέξης Καρπούζοςalexis karpouzos
Μια στοχαστική διερεύνηση του Ρομαντισμού-Ιδεαλισμού.
Το δοκίμιο που ακολουθεί αποτελεί επεξεργασμένο κείμενο μιας ομιλίας που δόθηκε στο ‘‘Εργαστήριο Σκέψης’’, το καλοκαίρι του 2014 στην Αθήνα. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την παραχώρηση του κειμένου.
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζοςalexis karpouzos
Η περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης.
Η Κατανοητική Σκέψη συνδυάζει σ’ ένα ενιαίο και διαφορικό σύνολο: τη σχεσιακή οντολογία και τη μεταφυσική της ανοικτότητας και της χρονικότητας που διέπονται από ρευστότητα, απροσδιοριστία και αβεβαιότητα και συναντούν την αποφατική γνωσιολογία, με το πρωτείο της ερμηνευτικής επιφυλακτικότητας και αρνητικότητας.
Το κίνημα του ρομαντικής ποίησης ενέχει ένα άνοιγμα που μας καλεί να το διερευνήσουμε στοχαστικά. Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι, ως ευαίσθητοι παλμογράφοι, προαισθάνονται και καταγράφουν τα προσεισμικά σήματα των τεκτονικών μετατοπίσεων που συντελούνται στην εποχή τους και διαβλέπουν ενορατικά την επερχόμενη κυριαρχία της τεχνικής. Πέρα από τις μυθικές, συμβολικές και μυστικιστικές αντηχήσεις και παραχήσεις, τον θρήνο για την απώλεια του υπαρξιακού νοήματος, την αποδόμηση των κοινοτικών δεσμών και τις μεσσιανικές επαγγελίες για μια νέα ουτοπία, η ρομαντική ποίηση ενέχει εύστοχες φαινομενολογικές παρατηρήσεις, σοφές διασθητικές ενοράσεις που προβλέπουν το επερχόμενο και μ΄αυτή την έννοια λειτουργούν προδρομικά.
(Blake • Coleridge • Wordsworth • Lord Byron • Hoenderlin • Novalis • Goethe • Schiller)
Οι Ρίζες του Γερμανικού Πνεύματος: Αλέξης Καρπούζοςalexis karpouzos
Μια στοχαστική διερεύνηση του Ρομαντισμού-Ιδεαλισμού.
Το δοκίμιο που ακολουθεί αποτελεί επεξεργασμένο κείμενο μιας ομιλίας που δόθηκε στο ‘‘Εργαστήριο Σκέψης’’, το καλοκαίρι του 2014 στην Αθήνα. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την παραχώρηση του κειμένου.
Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Αλέξης Καρπούζοςalexis karpouzos
Η περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης.
Η Κατανοητική Σκέψη συνδυάζει σ’ ένα ενιαίο και διαφορικό σύνολο: τη σχεσιακή οντολογία και τη μεταφυσική της ανοικτότητας και της χρονικότητας που διέπονται από ρευστότητα, απροσδιοριστία και αβεβαιότητα και συναντούν την αποφατική γνωσιολογία, με το πρωτείο της ερμηνευτικής επιφυλακτικότητας και αρνητικότητας.
Το κίνημα του ρομαντικής ποίησης ενέχει ένα άνοιγμα που μας καλεί να το διερευνήσουμε στοχαστικά. Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι, ως ευαίσθητοι παλμογράφοι, προαισθάνονται και καταγράφουν τα προσεισμικά σήματα των τεκτονικών μετατοπίσεων που συντελούνται στην εποχή τους και διαβλέπουν ενορατικά την επερχόμενη κυριαρχία της τεχνικής. Πέρα από τις μυθικές, συμβολικές και μυστικιστικές αντηχήσεις και παραχήσεις, τον θρήνο για την απώλεια του υπαρξιακού νοήματος, την αποδόμηση των κοινοτικών δεσμών και τις μεσσιανικές επαγγελίες για μια νέα ουτοπία, η ρομαντική ποίηση ενέχει εύστοχες φαινομενολογικές παρατηρήσεις, σοφές διασθητικές ενοράσεις που προβλέπουν το επερχόμενο και μ΄αυτή την έννοια λειτουργούν προδρομικά.
(Blake • Coleridge • Wordsworth • Lord Byron • Hoenderlin • Novalis • Goethe • Schiller)
Η Σκέψη στους ελληνιστικούς χρόνους αποτελεί επανάληψη και ανανέωση της κλασικής ελληνικής σκέψης. Με τους Σκεπτικούς ο Λόγος αυτοεξετάζεται κριτικά, οι Στωϊκοί και οι Επικούρειοι αποζητούν να θεμελιώσουν την Σκέψη στην αυτοσυνείδηση. Ο Πλωτίνος με επιρροές από τη χριστιανική θεολογία εγκαθιδρύει το νεοπλατωνισμό.
(Επικούρειοι • Στωικοί • Σκεπτικοί • Πλωτίνος)
Ενώ στον Αναγεννησιακό στοχασμό η φύση είναι η έκφραση της ‘‘παγκόσμιας ψυχής’’, στην οποία και οι άνθρωποι συμμετέχουν, στο νεωτερικό στοχασμό, η φύση είναι απρόσωπη αντικειμενική ‘‘ύλη’’ που κυβερνάται από νόμους, αιτιωδώς εξηγήσιμους, αλλά εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ανθρώπινη συνείδηση. Το σύμπαν είναι απέραντο και μηχανικό σύστημα, δίχως νόημα ή τελικό σκοπό.
(Διαφωτισμός • Θετικισμός • Kepler • Galileo • Copernicus • Newton • Descartes • Locke • Berkeley • Hume • Mill • Spinoza • Leibnitz • Kant • Schopenhauer • Fichte • Schelling • Hegel)
Απαντήσεις των ερμηνευτικών ερωτήσεων και λεξιλογικών ασκήσεων στην αντίστοιχη διδαγμένη ενότητα του "Φιλοσοφικού Λόγου" της Γ'Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (πρόκειται για το πιστό υλικό του ηλεκτρονικού βοηθήματος του Υπουργείου Παιδείας, απλώς συγκεντρωμένο σε ένα αρχείο)
Η Σκέψη στους ελληνιστικούς χρόνους αποτελεί επανάληψη και ανανέωση της κλασικής ελληνικής σκέψης. Με τους Σκεπτικούς ο Λόγος αυτοεξετάζεται κριτικά, οι Στωϊκοί και οι Επικούρειοι αποζητούν να θεμελιώσουν την Σκέψη στην αυτοσυνείδηση. Ο Πλωτίνος με επιρροές από τη χριστιανική θεολογία εγκαθιδρύει το νεοπλατωνισμό.
(Επικούρειοι • Στωικοί • Σκεπτικοί • Πλωτίνος)
Ενώ στον Αναγεννησιακό στοχασμό η φύση είναι η έκφραση της ‘‘παγκόσμιας ψυχής’’, στην οποία και οι άνθρωποι συμμετέχουν, στο νεωτερικό στοχασμό, η φύση είναι απρόσωπη αντικειμενική ‘‘ύλη’’ που κυβερνάται από νόμους, αιτιωδώς εξηγήσιμους, αλλά εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ανθρώπινη συνείδηση. Το σύμπαν είναι απέραντο και μηχανικό σύστημα, δίχως νόημα ή τελικό σκοπό.
(Διαφωτισμός • Θετικισμός • Kepler • Galileo • Copernicus • Newton • Descartes • Locke • Berkeley • Hume • Mill • Spinoza • Leibnitz • Kant • Schopenhauer • Fichte • Schelling • Hegel)
Απαντήσεις των ερμηνευτικών ερωτήσεων και λεξιλογικών ασκήσεων στην αντίστοιχη διδαγμένη ενότητα του "Φιλοσοφικού Λόγου" της Γ'Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (πρόκειται για το πιστό υλικό του ηλεκτρονικού βοηθήματος του Υπουργείου Παιδείας, απλώς συγκεντρωμένο σε ένα αρχείο)
Οι Εκδόσεις του ‘’Εργαστηρίου Σκέψης’’ κυκλοφόρησαν την 2ηέκδοση του βιβλίου, ‘’Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία – Η περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης” του συγγραφέα και στοχαστή Αλέξη Καρπούζου.
Η ιστορία και η φιλοσοφία της επιστήμης χαρακτηρίζονται τόσο από λόγο όσο και από αντίλογο: στη θέση ότι υπάρχουν διυποκειμενικά και διαχρονικά κριτήρια/αξίες που διέπουν την επιστημονική δραστηριότητα, αντιπαρατίθεται η αντίθετη θέση, η οποία υποστηρίζει, τη συγχρονική, τοπική και υποκειμενική έκφανση αυτών των κριτηρίων. Στην ορθολογικότητα της επιστημονικής σκέψης που δικαιώνει τη συνεχή διεύρυνση της εξηγηματικής ισχύος της επιστήμης, την επιστημονική εξέλιξη δηλαδή, αντιπαρατίθεται το μη ορθολογικό και ενδεχομενικό στοιχείο που υποστηρίζει την ασυνέχεια της επιστημονικής εξέλιξης.
(Θετικισμός • Popper • Lakatos • Laudan • Kuhn • Feyerabend • Ενόραση ή ορθολογισμός)
THE PHILOSOPHY OF ALBERT CAMUS - ALEXIS KARPOUZOSalexis karpouzos
Albert Camus, a French-Algerian writer and philosopher, is renowned for his unique contribution to the philosophical realm, particularly through his exploration of the Absurd. His philosophy is often associated with existentialism, despite his own rejection of the label. Camus’ works delve into the human condition and the search for meaning in a seemingly indifferent universe.
The Absurd and the Search for Meaning At the heart of Camus’ philosophy is the concept of the Absurd, which arises from the conflict between the human desire for significance, order, and clarity on one hand, and the silent, irrational, and indifferent world on the other1. This tension is a fundamental aspect of the human experience, as individuals continually seek purpose in life despite the universe’s lack of inherent meaning.
Revolt as a Response to the Absurd Camus argues that the appropriate response to the Absurd is not suicide or despair, but rather revolt. This revolt is a persistent and courageous confrontation with the Absurd, and it involves a refusal to succumb to nihilism, a rejection of false hopes, and the continuous quest for meaning1. It is through this act of revolt that individuals affirm their own existence and derive a sense of personal freedom and identity.
Camus’ Literary Expression of Philosophy Camus’ philosophical ideas are intricately woven into his literary works. Novels such as “The Stranger” (L’Étranger), “The Plague” (La Peste), and “The Fall” (La Chute) not only tell compelling stories but also serve as vehicles for his philosophical thought. In “The Myth of Sisyphus,” Camus uses the Greek mythological figure Sisyphus, condemned to eternally roll a boulder up a hill only for it to roll back down, as a metaphor for the human condition. Sisyphus, aware of his futile task, chooses to embrace his labor, thus embodying the spirit of revolt and finding happiness in the struggle itself.
Δύο επίμονα θέματα ζωντανεύουν όλη τη γραφή του Αλμπέρ Καμύ και αποτελούν τη βάση του καλλιτεχνικού του οράματος: Το ένα είναι το αίνιγμα του σύμπαντος, το οποίο είναι εκπληκτικά όμορφο αλλά αδιάφορο για τη ζωή. Το άλλο είναι το αίνιγμα του ανθρώπου, του οποίου η λαχτάρα για ευτυχία και νόημα στη ζωή παραμένει άσβεστη από την πλήρη επίγνωση της δικής του θνητότητας και της κυρίαρχης αδιαφορίας του περιβάλλοντός του. Στη ρίζα κάθε μυθιστορήματος, κάθε θεατρικού έργου, κάθε δοκιμίου, ακόμη και κάθε καταχώρησης στα τετράδιά του βρίσκεται η αδιάκοπη ανάγκη του Καμύ να διερευνήσει και να προβληματιστεί για τον ειρωνικό διπλό δεσμό που αντιλαμβανόταν ότι ήταν η ουσία της ανθρώπινης κατάστασης: Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη φαντασία να συλλάβει μια ιδανική ύπαρξη, αλλά ούτε οι συνθήκες, ούτε οι δικές του δυνάμεις επιτρέπουν την επίτευξή της. Η αντίληψη αυτού του απελπιστικού διπλού δεσμού έκανε αναπόφευκτη στον Καμύ την υποχρέωση να αντιμετωπίσει ένα κυρίαρχο ηθικό ζήτημα για τον άνθρωπο: Δεδομένης της περιορισμένης κατάστασης του ανθρώπου, υπάρχουν έντιμοι όροι με τους οποίους μπορεί να ζήσει τη ζωή του;
Sacred and profane in Mircea Eliade's theory - Alexis karpouzosalexis karpouzos
In Mircea Eliade’s thought, religion is seen as a universal and fundamental aspect of human existence, characterized by the experience of the sacred and the profane. Eliade believed that religion originates from an irreducible experience of the sacred, which is common to most human beings. This experience seeks outward cultural expression in myths and rituals. He emphasized that religious phenomena must be understood as uniquely and irreducibly religious, expressing meaning on a religious plane of reference.
Eliade’s understanding of religion includes the idea that religiousness and creativity are major human attributes that produce myths, rites, images, and symbols—collectively referred to as “religious creations”—that convey human experiences and carry worlds of meaning. His work suggests that without some experience of the sacred, profane existence is seen as meaningless, and he identified this basic schema in all religions. Overall, Eliade’s view of religion is deeply intertwined with his concept of the sacred, and he saw religion as a key to understanding the human condition and the search for meaning.
The philosophy of Jorge Luis Borges - Alexis karpouzosalexis karpouzos
Luis Borges, the Argentine writer, is renowned for his complex and thought-provoking works that often delve into philosophical themes. While Borges himself was not a philosopher in the traditional sense, his writings frequently explore philosophical concepts, particularly those related to metaphysics, reality, and the nature of time and identity.
Borges’ philosophy cannot be pinned down to a single set of beliefs or principles. Instead, it manifests as a playful interplay between fiction and philosophy within his diverse body of work. He delighted in blurring the lines between genres, treating literature as non-fiction and vice versa, and often included invented authors and works within his essays.
Με την έλευση της Καρτεσιανής υποκειμενικότητας και εντεύθεν, η φιλοσοφική σκέψη σχετίζει όλα όσα είναι και γίνονται με το ανθρώπινο υποκείμενο (αντικειμενικό) και τα θεμελιώνει στην ορθολογική βεβαιότητα. Το ανθρώπινο εγώ, το οποίο μετουσιώνεται σε αληθές ον, αποτελεί τον άξονα του Είναι και αποβλέπει στην κατάκτησή του. Όλη η νεώτερη φιλοσοφία, από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Κάντ, το Χέγκελ, αναζητούν το θεμέλιο του Είναι στην υποκειμενικότητα, λησμονώντας το Είναι που «είναι» διάφορο από κάθε ον (αυτή είναι η έννοια της οντολογικής διαφοράς στον Χάιντεγγερ). Για τον Χάιντεγγερ, ακόμα και φιλόσοφοι, όπως ο Μάρξ και η σκέψη της αλλοτρίωσης του ανθρώπου και ο Νίτσε με τη σκέψη της θέλησης της δύναμης, παραμένουν δέσμιοι της μεταφυσικής παράδοσης, από την οποία, άλλωστε, προήλθαν. Για τον Χάιντεγγερ, «η μεταφυσική στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου και του αντιπάλου της, του θετικισμού, μιλά τη γλώσσα του Πλάτωνα». Και αυτό, γιατί όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έμειναν προσκολλημένοι στη διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα φαινόμενα ή ανάμεσα στο ορθολογικό και το ανορθολογικό. Ακόμα και ο εμπειρισμός και ο θετικισμός θεώρησαν δεδομένες αυτές τις αντιθέσεις και μ΄ αυτή την έννοια δεν ήταν παρά αντεστραμμένες μορφές του μεταφυσικού στοχασμού. Ο Μάρξ κάνει ως αφετηρία της σκέψης την ύλη και ο Νίτσε αντιστρέφει την πλατωνική αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι και θέτει ως πρωταρχικό το Γίγνεσθαι, υπό τη μορφή της αέναης ροής δύναμης απο σημείο σε σημείο. Ο Χάιντεγγερ, παραθέτει τη φράση του Νίτσε για να τεκμηριώσει την κριτική του, «Το να αποτυπωθεί στο Γίγνεσθαι ο χαρακτήρας του Είναι, αυτή είναι η υπέρτατη βούληση για Δύναμη». Ο Χάιντεγγερ θεωρεί τη σταδιακή μετάβαση από τον Πλατωνισμό, στον ανεστραμμένο πλατωνισμό του Νίτσε, ως βαθμιαία λήθη του Είναι». Η λήθη του Είναι, συμπίπτει, κατά τον Χάιντεγγερ, με τη σύγχυση ανάμεσα στο Είναι και τα όντα. Ο Πλάτωνας, όπως υποστηρίζει, ο Χάιντεγγερ, διατυπώνει συγχρόνως το ερώτημα «τί είναι το Είναι;» και «ποιό είναι το πιο γενικό χαρακτηριστικό των όντων;». Η παράθεση αυτών των δύο ερωτημάτων και η εξομοίωσή τους, συσκοτίζει την έννοια που ο Χάιντεγγερ ονομάζει «οντολογική διαφορά», τη διαφορά, δηλαδή ανάμεσα στο Είναι και τα όντα και η οποία είναι παράλληλη της διαφοράς ανάμεσα στην αποδοχή «ακρόασης» του Είναι και της επιθυμίας σχηματοποίησης και ελέγχου που προκύπτει από τον αντικειμενικό στοχασμό, τη λογική ανάλυση και την επιστημονική ταξινόμηση.
Ο James Joyce θεμελιώνει τα μυθιστορήματά του πάνω στο ενδεχόμενο και την απροσδιοριστία. Η απροσδιοριστία προκύπτει ακριβώς επειδή μια πλήρης αφηγηματική δομή, βασισμένη σε μια λογική αιτιότητας, είναι μόνο εν μέρει ορατή. Γεγονότα που συμβαίνουν τυχαία, απρόβλεπτα και απρόσμενα, δεν έχουν διακριτή και σαφή προέλευση. Ο Joyce αναπτύσσει την προφορική, ενεργητική και πραγματωμένη πλευρά της γλώσσας (parole), παρά την αφηρημένη πλευρά του γλωσσικού συστήματος, σύμφωνα με την ορολογία του Saussure. Ως τυχαίο, τα γεγονότα ομιλίας-πράξεως (ομιλιακά ενεργήματα) είναι, κατ' αρχήν, μοναδικά και ανεπανάληπτα εκφωνήματα. Αψηφούν τη λογική της αιτιότητας. Αυτό είναι που κάνει την αφήγηση απροσδιόριστη και και τις αντιδράσεις των ηρώων απροσδόκητες. Η κλασική αφήγηση του δέκατου ένατου αιώνα ακολουθεί την αρχή της αιτιότητας ως αληθοφάνεια κατά γράμμα. Όλα έχουν λόγο και υπάρχει λόγος για όλα. Αν και ο Joyce προσυπογράφει εν μέρει την αληθοφάνεια στον Οδυσσέα, το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος - η πιο καινοτόμος πτυχή του - το αψηφά. Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη θέση του Joyce εδώ σαρώνεται στο Finnegans Wake.
We live in a universe that can be seen and experienced from many different perspectives. We therefore need to look at the universe from many different angles. Everything and everyone is a form of the universe being expressed in a particular way. In other words, each one of us can say with absolute certainly "We are the Universe!" Since we are the universe, each one of us provides a valuable perspective that complements the contributions of everyone and everything else around us.Each of us is the universe being expressed in a particular location in a specific way. We're all part of the same moving and evolving cosmos, but the view of it is unique from each of our respective locations. This suggests that the universe is not only omnicentric, but that it is also multiperspectival – there are many different, and equally valid, viewpoints on this. Each one of us is a cosmic laboratory within which we can discover the secrets of the universe.
ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Το "Διαγώνιο Μονοπάτι" συνιστά την Οδό για την υπέρβαση των αντιθέσεων και την μεταμόρφωση της Συνείδησης. την Οδό για την ενορατική εμπειρία του Αόρατου, το οποίο ο Αλέξης καρπούζος θεωρεί ως Καλειδοσκόπιο που αέναα μεταμορφώνεται. Όπως λέει ο Αλέξης καρπούζος "δεν υπάρχει Ουρανός και Γη, Πλάσματα του Κόσμου και Θεότητες, Φύση και Ιστορία που αντιπαρατίθενται, αλλά το Αόρατο Κέντρο, μετέωρο και φευγαλέο, που συντονίζει τις σχέσεις και ρυθμίζει τις διαφορές τους". Ο Αλέξης καρπούζος, μάς καλεί να στοχαστούμε το αδιανόητο, να δοκιμάσουμε την εμπειρία του, να αφυπνιστούμε και να διερευνήσουμε τα
μυστήρια μέσα στον εαυτό μας, δηλαδή τα μυστήρια του σύμπαντος, γιατί το
σύμπαν είμαστε εμείς, είμαστε οι αγγελιοφόροι του.
Για τον Κίρκεγκωρ η εμπειρία του αιώνιου μας μεταφέρει πέρα από την αισθητική στη θρησκευτική σφαίρα της ύπαρξης. Δεν αποσκοπεί όμως στην αθανασία * της ψυχής, ούτε είναι η αναζήτηση της ζωής μετά από αυτή τη ζωή, αλλά η έλευση της αιωνιότητας στην παρούσα στιγμή. Η αιωνιότητα επομένως δεν είναι μια πραγματικότητα που θα έρθει, αλλά βιώνεται στην πυκνότητα και την ένταση της παρούσας στιγμής. Πηγάζει από τα βάθη της τραγωδίας του παρόντος και της επισφάλειας της ύπαρξης. Σαν μια μικρή βάρκα σε μια καταιγίδα και μακριά από το λιμάνι, ο άντρας ρισκάρει τη ζωή του σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Από τα βάθη των κυμάτων της απόγνωσης μπορεί να βιώσει μια αίσθηση σωτηρίας
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Δεν έχουμε λόγια να μιλήσουμε για τον θάνατο γιατί ο θάνατος είναι αδιανόητος, άρα άρρητος. «Θέλουμε να το συζητήσουμε, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί. Απρόσιτος στη διάνοια, ο θάνατος δεν μπορεί να εξηγηθεί. Τώρα, «για ό,τι δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, πρέπει να μείνει σιωπηλός», λέει ο Wittgenstein * στην αρχή της Λογικής-Φιλοσοφικής Πραγματείας του . Έτσι, ο Βιεννέζος φιλόσοφος υποθέτει την ατελή οποιουδήποτε ανθρώπινου λόγου ή το όριο κάθε ορθολογικής προσέγγισης. Δεν μπορεί κανείς να χτίσει μια κατασκευή νοημοσύνης στο κενό.
Κι όμως, ο θάνατος κατοικεί στα ζωντανά σαν τη σκιά τους. Κι αν ο θάνατος δεν είναι τίποτα, μπορεί να είναι καλός; Αν εκτιμώ τόσο πολύ τη ζωή και αν ο θάνατος είναι η καταστροφή της ζωής, δεν είναι κακό από μόνο του; Ας σταματήσουμε τα ερωτήματά μας και, από τα βάθη του χρόνου, ας μας έρθουν οι απόηχοι της σκέψης του Ηράκλειτου της Εφέσου, από την οποία μόνο λίγα θραύσματα σώθηκαν και είναι διάσπαρτα στα έργα των αρχαίων και των σύγχρονων. Ποιες λέξεις για το θάνατο μας έχει δώσει ως κληρονομιά, που πιθανόν να μας διαφωτίσουν και να τονώσουν την επιδίωξη του στοχασμού μας για τον θάνατο;
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Στο βιβλίο “εισαγωγή στην κατανοητική φιλοσοφία - η περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης” ιχνηλατούμε τη μακρυτενή πορεία του Λόγου προς την αυτογνωσία του και παρουσιάζουμε συνοπτικά τα ρεύματα και τα υπο-ρεύματα της φιλοσοφικής, κοινωνιολογικής και ψυχολογικής σκέψης που συνέβαλαν αποφασιστικά στη χειραφέτηση της Διάνοιας-Νόησης, δηλαδή του Λόγου και της Γνώσης, από το μυστικισμό, το σκοταδισμό, τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις που νοηματοδοτούσαν την εμπειρία της κοινωνικής πρακτικής σ’ όλες τις ιστορικές εποχές του Δυτικού Πολιτισμού... Παράλληλα, όμως, διαπιστώνουμε ότι από τις απαρχές της φιλοσοφικής προβληματικής του Λόγου και σ’ όλη τη μακραίωνη περιπέτειά του και παρά τις πολλαπλές εκφάνσεις του και τις νοηματικές μετουσιώσεις που προσέλαβε στα εκάστοτε κοινωνικά συστήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα, εντούτοις ένα δομικό στοιχείο διατηρείται ίδιο και αδιαφοροποίητο στον λογικό πυρήνα του Λόγου: ο αυτο-αναφορικός και αυτο-νοηματοδοτικός χαρακτήρας του όλου ορθολογιστικού εγχειρήματος αποτελεί την εγγενή Ιδεολογική του επένδυση με την οποία ταυτίστηκε ιστορικά η φιλοσοφική σκέψη. Ο αυτό-αναφορικός χαρακτήρας του Λόγου χαρακτηρίζεται από την απολυτοποίηση της αξιακής χρήσης του “ορθού λόγου”, την παραγωγή αφαιρετικής ανθρωποκεντρικής υπεραξίας, η οποία οδηγεί στις μεταφυσικές διαιρέσεις και διακρίσεις και το θετικισμό που πάντοτε ελλόχευαν στον λογικό πυρήνα του Ορθολογικού τρόπου σκέψης και που βέβαια οδήγησε στη θλιβερή μετεξέλιξή του σ’ έναν άκρατο επιστημονισμό-θετικισμό στους νεότερους χρόνους. Βέβαια στη μακραίωνη ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης υπήρξαν ρεύματα σκέψης και ρωμαλέες φωνές, που επιχείρησαν να “ανοίξουν” τον ορίζοντα του στοχασμού, πέραν από το αυτο-οριζόμενο Υποκείμενο και τις Ιδεολογικές του ταυτίσεις. Η σύγχρονη σκέψη διευρύνει περαιτέρω τον ορίζοντα της ανθρώπινης κατανόησης και μας καλεί: Πέραν του ανθρώπου, μαζί με τον άνθρωπο....... στον Κόσμο. Ο μετέωρος άνθρωπος ως κοσμικό απόσπασμα..... Στη πρώτη έκδοση του βιβλίου (1996) παρουσιάσαμε την ιστορία της Δυτικής φιλοσοφικής, κοινωνιολογικής και ψυχολογικής σκέψης και τις περιπέτειες του Λόγου, από την ανατολή του, την αρχαία Ελλάδα μέχρι και τη δύση του, τον ανθρωπιστικό Διαφωτισμό των Νεότερων Χρόνων. Στην προσθήκη της δεύτερης έκδοσης (2011) συμπεριλάβαμε τις εξελίξεις στη σύγχρονη κοσμολογική, γνωσιοθεωρητική και κοινωνική-θεωρητική σκέψη. Έτσι η κατανοητική φιλοσοφία, ως εγχειρηματική σκέψη και εμπειρία, διερευνώντας και αφομοιώνοντας την πρότερη γόνιμη ιστορία της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης, την μεταμορφώνει δημιουργικά και διευρύνει την προβληματική του στοχασμού της.
ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ : ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣalexis karpouzos
Το εγχειρίδιο ¨Οι Κόσμοι της Γλώσσας – Οι Γλώσσες του Κόσμου¨, αποτελεί μια πολυπρισματική διερεύνηση του γλωσσικού φαινομένου, πάντα, όμως, με την εποπτεία του φιλοσοφικού στοχασμού. Βέβαια, επεκτεινόμαστε και σε μεταφυσικούς, γνωσιοθεωρητικούς, κοινωνικο-θεωρητικούς και επιστημονικούς προβληματισμούς, οι οποίοι, δια-συνδέονται παραδειγματικά - συνειρμικά με τη φιλοσοφία και τη ψυ-χολογία της γλώσσας και τους στοχαστές που τη μελετούν. Επιλέξαμε την αποσπασματική και σχετικιστική μεθοδολογία στην προσέγγιση του γλωσσικού φαινομένου. Οι πολλαπλές προοπτικές θεώρησης της γλώσσας δεν αποκαλύπτουν τη γλώσσα στην ολότητά της. Και αυτό γιατί η γλώσσα είναι το σύνολο όλων των προοπτικών, το οποίο, παραμένει, αντιληπτικά και γνωστικά απροσπέλαστο.
Επίσης, ένας άλλος στόχος τον οποίο, πειραματικά, δοκιμάζουμε είναι ο “διάλογος” κοινωνικών-ανθρωπιστικών και φυσικο-μαθη-ματικών επιστημών, η γεφύρωση, δηλαδή, της αντίθεσης αξιών και γεγονότων και η δημιουργία μιας ενιαίας και διαφορικής σκέψης. Με το διάλογο αυτό, “συντάσσεται” μια πολυ-παραδειγματική μέθοδος έρευνας και διδασκαλίας, η οποία αντιμετωπίζει την ανθρώπινη νόηση ως δομολειτουργικό και επικοινωνιακό σύστημα και τη δράση της ως ενιαία. Με τον “διάλογο” κοινωνικών-ανθρωπιστικών και φυσικο-μαθηματικών επιστημών, η ανθρώπινη νόηση και η δράση της, αποκτά τον πολυ-τροπικό και ποιητικό χαρακτήρα της και ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ανταποκριθεί στα διαρκώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα της εποχής του και τις πρωτόφαντες πολιτισμικές προκλήσεις. Ουσιαστικά, ο “διάλογος” που περιγράφουμε, κατατείνει στον εκτεταμένο Ορθό Λόγο και την κατανοητική σκέψη που συμπεριλαμβάνει, πέρα από λογικούς, ψυχο-συναισθηματικούς και ηθικο-αξιολογικούς παράγοντες, καθώς, εμπειρικά, αποδεικνύεται ότι η λειτουργία του ανθρώπινου νου είναι ενιαία και αδιαίρετη.
Η Βουδική διδασκαλία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην Ινδία σε μια εποχή που η Ινδουϊστική και Βραχμανιστική παράδοση της μεταφυσικής θρησκευτικότητας, όπως νοηματοδούνταν μέσα στα πλαίσια των ιερών κειμένων, των Βεδών και των Ουπανισάδων, είχε αρχίσει να εξασθενεί. Οι μαγικοθρησκευτικές ιεροτελεστίες των Βεδών και οι αφηρημένες έννοιες της μεταφυσικής θρησκευτικότητας της Ουπανισαδικής σκέψης, δεν ενέπνεαν τον λαό. Η αντίδραση σ’ αυτή την κατάσταση ήταν η έξαρση υλιστικών και σκεπτικιστικών ρευμάτων που αποδομούσαν την μεταφυσική ευλάβεια της θρησκείας και αμφισβητούσαν την ιερή αυθεντία των πηγών. Αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια την μεταβολή των φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από τον αφηρημένο στοχασμό και την μεταφυσική έννοια στην βιωμένη έρευνα της ηθικής αξίας. Στην Ινδική ιστορία των ιδεών παρατηρείται αυτό που συνέβηκε και στην Αρχαία Ελλάδα, δηλαδή η μεταβολή του στοχασμού από τα μεταφυσικά συστήματα, των Πλάτωνα και Αριστοτέλη στον ηθικό στοχασμό των Στωϊκών και των Επικούρειων, στους Ελληνιστικούς χρόνους.
Για τον Ηράκλειτο η Φύση, ως το Εν-Όλον, κατανοείται ως η ενότητα-πολλαπλότητα όλων όσων είναι και αποκαλύπτονται και όσων δεν είναι και αποκρύπτονται. Στον Ηράκλειτο, ο Θεϊκός Λόγος της Φύσης (Είναι εν τω Γίγνεσθαι) συνθέτει και συμφιλιώνει τις φαινομενικές αντιθέσεις και αντιφάσεις που παρατηρούνται, αλλά και τις συνέχει, διασφαλίζοντας την αδιατάρακτη ενότητα και συνοχή τους παρά τις αέναες μεταμορφώσεις που συμβαίνουν. Το «ταυτόν» των διπολικών αντιθέσεων δε σημαίνει ότι οι διπολικές αντιθέσεις αποτελούν ταυτότητες με την έννοια της τυπικής λογικής. Η ενότητα των αντιθέτων αποκαλύπτει ότι στο πρωταρχικό οντολογικό επίπεδο, τα αντίθετα ταυτίζονται μεταξύ τους, γιατί το ένα προσδιορίζεται και συνυπάρχει με το άλλο και εξαιτίας του άλλου. Θα αναρωτηθεί κάποιος και δικαιολογημένα: «ποια η σχέση του «ταυτόν» με τη ρήση «αεί πάντα ρει» που αποδίδεται στον Ηράκλειτο;». Σ΄αυτό το σημείο να διευκρινήσουμε ότι στα σωζόμενα αποσπάσματα του Ηράκλειτου, δεν αναφέρεται ρητά το ουσιαστικό «Είναι». Σ΄ όσα αποσπάσματα χρησιμοποιείται το «είναι» δεν μπορούμε να αποφανθούμε κατηγορηματικά αν το «είναι» είναι οντολογικό-υπαρκτικό ή απλώς συνδετικό. Το «ταυτόν» είναι το «Είναι»; Ποια η σχέση του «Είναι» με το «Γίγνεσθαι»; Θα λέγαμε ότι το «Είναι» είναι η συμμετρική σχέση των αντιθέτων (εν πάντα είναι), η οποία επιτυγχάνεται μέσω της αέναης αντίθεσης και αλλαγής (γινόμενα πάντα κατ΄έριν και χρεών), σύμφωνα με το νομοτελειακό «μέτρον»=Λόγο (γινόμενον πάντων κατά το λόγον τόνδε). Έτσι, το «ταυτόν» ως Λόγος «Είναι» ή αλλιώς το «Είναι» είναι η ενότητα των αντιθέτων μέσα στη μεταβολή, στο «γίγνεσθαι». Ο Αξελός παρατήρησε την αρχέγονη συγγένεια του «είναι» και του «γίγνεσθαι» όπως αποκαλύπτεται στην ελληνική γλώσσα. Έτσι, σημειώνει: «το «είναι» (είναι, ον) είναι κυριολεκτικά συνδεδεμένο με το γίγνεσθαι, σε σημείο που για δύο χρόνους του ρήματος ειμί (τον αόριστο και τον παρακείμενο) να χρησιμοποιείται το ρήμα γίγνεσθαι (εγενόμην, γέγονα)».
Ο ρυθμός της ηρακλείτιας διαισθητικής και ενορατικής διαλεκτικής δεν είναι τριαδικός, όπως αργότερα στον ορθολογικό ιδεαλισμό του Hegel [θέση-αντίθεση-σύνθεση], αλλά δυαδικός και η σκέψη του ενώνει τα αντίθετα χωρίς να τα ταυτίζει ή να τα συνθέτει. Ο Ηράκλειτος δε στοχάζεται μέσα στα πλαίσια της τυπικής και εννοιοκρατικής λογικής, δε δεσμεύεται από την αξιωματικά θεσπισμένη λογική δομή της γλώσσας, δε διατυπώνει θεωρησιακές προτάσεις και κατηγορηματικές κρίσεις οι οποίες να θεμελιώνονται στην κυριαρχία του συνδετικού ρήματος «εστί». Τα παραπάνω γνωρίσματα της οντο-λογικής λογικής, τα οποία καθόρισαν την ιστορία της Δύσης και της μεταφυσικής της, έχουν αφετηρία τις αναζητήσεις του Ζήνωνα και ολοκληρώνονται από τον Αριστοτέλη με τη κατασκευή του αξιωματικού συστήματος της τυπικής λογικής, η οποία έχει ως πυρήνα της την αρχή της ταυτότητας -της μη αντίφασης- και την κατηγορηματική δομή της πρότασης.
Η χαραυγή του αρχαιοελληνικού στοχασμού εντάσσεται ιστορικο-χρονολογικά, σε μια εποχή που αφυπνίζεται το «συμπαντικό πνεύμα». Οι Ουπανισάδες, οι Βέδας και ο Βουδισμός στις Ινδίες, ο Κομφούκιος, ο Λάο-Τσε. ο Βουδισμός Ζεν και η Ταοϊκή παράδοση στην Κίνα, ο Ζωροάστρης στο Ιράν, οι Ιουδαίοι προφήτες του Ισραήλ και ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, οι Άραβες μύστες και ποιητές, με τη μεταφυσική θρησκευτικότητά τους, διατυπώνουν σημαντικότατες σκέψεις και προτείνουν ένα άνοιγμα που προϋποθέτει νηφάλια και γαλήνια ετοιμότητα για να αναγνωριστεί. Έτσι, ο προφιλοσοφικός στοχασμός των σοφών και ποιητών της Ιωνίας αναδύεται σε ένα αρχαϊκό ανατολικό και ασιατικό πλαίσιο σκέψης και ομιλίας, το οποίο αφομοιώνει και γονιμοποιεί ριζικά με τον Λόγο και την αφαιρετικότητα της σκέψης που εγκαθιδρύει.
Το κίνημα του ρομαντικής ποίησης ενέχει ένα άνοιγμα που μας καλεί να το διερευνήσουμε στοχαστικά. Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι, ως ευαίσθητοι παλμογράφοι, προαισθάνονται και καταγράφουν τα προσεισμικά σήματα των τεκτονικών μετατοπίσεων που συντελούνται στην εποχή τους και διαβλέπουν ενορατικά την επερχόμενη κυριαρχία της τεχνικής. Πέρα από τις μυθικές, συμβολικές και μυστικιστικές αντηχήσεις και παραχήσεις, τον θρήνο για την απώλεια του υπαρξιακού νοήματος, την αποδόμηση των κοινοτικών δεσμών και τις μεσσιανικές επαγγελίες για μια νέα ουτοπία, η ρομαντική ποίηση ενέχει εύστοχες φαινομενολογικές παρατηρήσεις, σοφές διασθητικές ενοράσεις που προβλέπουν το επερχόμενο και μ΄αυτή την έννοια λειτουργούν προδρομικά.
Στη σκέψη του Ιουδαϊκού και αργότερα Χριστιανικού κόσμου, η Ολότητα του Σύμπαντος Κόσμου αναδύεται από το Μηδέν, εξαιτίας της Δημιουργικής παρέμβασης του κατ’ εξοχήν Όντος, του άπειρου Θεού που τον διατηρεί στην ύπαρξη με μια πράξη θέλησης. Η αρχαιοελληνική σκέψη που στοχάζεται τον Αιώνιο Κόσμο της Φύσης και την ένθεη Φύση του Λόγου μεταμορφώνεται σε Δημιουργία του Αιώνιου Θεϊκού Πνεύματος που προορίζεται τελεολογικά, διαμέσου του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας Του, να γνωρίσει την Αποκάλυψη σ’ ένα επέκεινα του Φυσικού Κόσμου, ο οποίος χαρακτηρίζεται εφήμερος.
(Η Χριστιανική Θεολογία στο Μεσαίωνα • Η Υποταγή του Λόγου στην Πίστη • Αυγουστίνος • Οι τάσεις αυτονόμησης του Λόγου • Ακινάτης • Ο Μυστικισμός και η Αποφατική Θεολογία • Ο Θεός ως “Άκτιστο” Φως • Οι πολύπλοκες σχέσεις οικονομίας, πολιτικής και δικαίου)
Υπέρτατη κατηγορία της Κινέζικης Σκέψης είναι η Τάξη ή η Ολότητα. Εμβληματικό Σύμβολο της Ολότητας είναι το Τάο. Το Εμβληματικό Σύμβολο δεν απεικονίζει απλώς τον Φυσικό Κόσμο, αλλά συνιστά την δύναμη που τον εμψυχώνει και τον οργανώνει. Η Κινέζικη σκέψη αρνήθηκε την μεταφυσική διάκριση του Λόγου και του Κόσμου, ο Λόγος και ο Κόσμος κατοπτρίζονται, το Ταό είναι το αόρατο κέντρο αυτής της σχέσης. Ακριβώς γι’ αυτό είναι μια Σκέψη εξίσου “συμπαντική” όσο και “ανθρωπιστική”.
Το Τάο δεν συνιστά την παράσταση μιας μνημειακής ή υπερφυσικής ή υπεραισθητής οντότητας, η οποία όπως στην αποφατική θεολογία της χριστιανικής μεταφυσικής, εκφράζεται μόνο με αρνητικές μορφές. Το Τάο συντήκεται με τον κόσμο, με το είναι των πραγμάτων που συνεχώς συν-βαίνουν, δίχως να κατατείνει σ’ ένα τέλος, είτε με την έννοια της χρονικής κατάληξης είτε με την έννοια του σκοπού. Ο θεμελιακός τόπος της κινέζικης σκέψης δεν είναι τι Είναι, όπως στη Δυτική φιλοσοφία, αλλά ο δρόμος (Τάο). Στον Δρόμο απουσιάζει κάθε μονιμότητα του Είναι και της ουσίας, κάθε δυνατότητα να εντοπιστούν ίχνη της πορείας και βέβαια αποκλείεται η τελεολογική θεώρηση του Είναι και η γραμμική αντίληψη του χρόνου. Ο Δρόμος δεν μπορεί να υφίσταται, να ενίσταται ή να καθίσταται, έτσι απουσιάζει κάθε δυνατότητα υποστασιακής κλειστότητας και παγίωσης των οντοτήτων. Ο δρόμος είναι διάβαση και όχι κατοίκηση, απ-ουσία και όχι ίχνος, κενότητα και όχι νόημα, άνοιγμα.
THE SELF CRITICISM OF SCIENCE - ALEXIS KARPOUZOSalexis karpouzos
The neoteric human being is now being cut off from the order of nature and establishes itself as the rationally re- flecting and acting subject which is now posited against the object of its cognitive and practical activity. Civiliza- tion is constituted as the product of human activity, as an artifact and technical construct. iWth this development, human civilization is transformed to a ‘quasi nature’, aim- ing to correct and replace nature, and man assumes the nature of a technical existence. By ‘technical existence’ we mean the prevalence of a one-dimensional image of the human person as the producer of rational hypotheses and interpretations and the downgrading and degrada- tion of the non-rational element of human existence, i.e. the radical imagination as a creative capacity, which forms the a priori condition and prerequisite for social activity. This constitutive element of the modern world (man, as the producer of rational hypotheses) and its ar- ticulation with the ideology of techno-scientific progress and the evolution of the machine that transforms the methods and theories of natural sciences, arming these with new tools and constantly renovating their research and experimental capabilities, finally led to the replace- ment of religious and metaphysical dogmas by the blind faith to the dogma of technical and scientific progress.
If physics leads us today to a world view which is essentially holistic, it returns, in a way, to its beginning, 2,500 years ago. It is interesting to follow the evolution of Western science along its spiral path, starting from the mystical philosophies of the early Greeks, rising and unfolding in an impressive development of intellectual thought that increasingly turned away from its mystical origins to develop a world view which is in sharp contrast to that of the Far East In its most recent stages, Western science is finally overcoming this view and coming back to those of the early Greek and the Eastern philosophies. This time, however, it is not only based on intuition, but also on experiments of great precision and sophistication, and on a rigorous and consistent mathematical formalism. The parallels to modem physics appear not only in the Vedas of Hinduism, in the I Ching , or in the Buddhist sutras, but also in the fragments of Heraclitus, Parmenides, Plotinus, African-American philosophy, the eastern negative theology, in the Sufism of lbn Arabi, in the holistic spirit of Giordano Bruno and Meister Eckhart, in monadology of Leibniz, in the Absolute Idea of Hegel and Shelling, e.t. All ancient spiritual traditions suggest that the world is a unity and the multiplicity is only apparent. Modern science claims that the visible world of matter and the multiplicity is only apparent, the reality is unseen and invisible. Since different roads the mysticism and the rationalism lead to the same view, the view of the open totality of the world. The mystical insight of spirituality and the rational mind of science leading to the open thought, the wisdom of life. The spiritual experience of oneness conduces to the same insight as reasoning through science. Both convey the insight of fundamental interconnection between ourselves, other people, other forms of life, the biosphere and, ultimately, the universe. Science and spirituality, far from being mutually exclusive and conflicting elements, are complementary partners in the search for the path that can enable humanity to recover its oneness with the world. Science demonstrates the urgent and objective need for it; and spirituality testifies to its inherent value and supreme desirability. We can reason to our oneness in the world, and we can experience our oneness with the world. The time has come to do both, for they are complementary and mutually reinforcing.
Presents a revolutionary new paradigm of Cosmic Thought that bridges the divide between science and spirituality. Discloses the ramifications of non-localized consciousness and how the physical world and spiritual experience are two aspects of the same Cosmos. What scientists are now finding at the outermost frontiers of every field is overturning all the basic premises concerning the nature of matter and reality.
Διδακτέα - Εξεταστέα ύλη για το μάθημα "Οικονομία" (ΑΟΘ) της Γ τάξης του Επαγγελματικού λυκείου. Μπορείτε να δείτε και αναλυτικά την ύλη του μαθήματος επιλέγοντας τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://view.genially.com/6450d17ad94e2600194eb286
3. 2
Η ςειρά Ανοιχτή κζψη περιλαμβάνει μια ςειρά κειμζνων και ομιλιϊν που γράφτθκαν
και εκφωνικθκαν ςτο πλαίςιο των μακθμάτων που πραγματοποιικθκαν ςτο Εργαςτήριο
κζψησ ςτο διάςτθμα 2008-2015. Αυτά τα κείμενα ςυνκζτουν μια ενιαία και
πολυδιάςτατθ ςτοχαςτικι ζρευνα που ιχνθλατεί τισ εποχιακζσ μεταμορφϊςεισ του
Χρόνου και τισ περιπζτειεσ τθσ Φιλοςοφικισ κζψθσ. Οι ςκζψεισ που αναπτφςςονται,
επιχειροφν να ςυναρτιςουν τθ Φιλοςοφία με τθν Ιςτορία, με διάκεςθ να διερευνιςουν
το αίνιγμα του Κόςμου που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται ωσ ανοιχτόσ χωροχρόνοσ με τισ
ςκζψεισ που τον εκφράηουν, με τισ γλϊςςεσ που τον ονομάηουν.
Προτιμιςαμε να μθν επεξεργαςτοφμε, ιδιαίτερα, τα κείμενα και να τα δθμοςιεφςουμε με
τθ μορφι που αρχικά παρουςιάςτθκαν. Και το κάναμε αυτό γιατί κζλαμε να αποδοκεί θ
ςκζψθ, το δυνατόν, ςτθν αυκόρμθτθ ζκφραςι τθσ. Σα κείμενα που δθμοςιεφονται και οι
ιδζεσ που αναπτφςςονται αποτελοφν εναφςματα για περαιτζρω αναηιτθςθ, ζρευνα και
ςτοχαςμό και αυτόσ, άλλωςτε, είναι ο ςτόχοσ κάκε ςκεπτόμενου ανκρϊπου.
4. 3
9οσ
Σόμοσ τησ ειράσ “Μεταμορφϊςεισ τησ κζψησ”
“Φιλοςοφία τησ Ιςτορίασ”
Η Φιλοςοφία τθσ ιςτορίασ διερευνά το γίγνεςκαι τθσ ανκρωπότθτασ, τθν οδό που
χαράηει και ακολουκεί θ ανκρωπότθτα, το χρονικό πλαίςιο ςτο οποίο αυτι θ
δομι εγγράφεται. Σο πλαίςιο χαρακτθρίηεται από μια δομι κι θ δομι αυτι
εξεικονίηεται από ζνα πρότυπο. Σο κατ’ εξοχιν δομικό πρότυπο τθσ ιςτορίασ
υπιρξε, κατά τθν ελλθνικι αρχαιότθτα, από τον Πλάτωνα ζωσ τουσ τωικοφσ,
κυκλικό. Με το πρότυπο αυτό χαρακτθρίηεται θ ιςτορικι ςυνζχεια, θ
περιοδικότθτα τθσ ιςτορίασ. Με τον Αυγουςτίνο, θ μεςαιωνικι ςκζψθ εξζφραςε
τθν ιουδαιο-χριςτιανικι αντίλθψθ τθσ ιςτορίασ. Σο δομικό πρότυπο αυτισ τθσ
αντίλθψθσ ςυνεπάγεται ζνα ευκφγραμμο δομικό πρότυπο, που μπορεί να
παραςτακεί με μια γραμμι τεκλαςμζνθ, το οποίο εκφράηει τθν ιςτορικι
αςυνζχεια. Ο Hegel επιχείρθςε να ςυνκζςει τα δφο αντιφατικά πρότυπα, τα οποία
εκπροςωποφν δφο διαφορετικζσ αντιλιψεισ για τθν ιςτορία. Ο Hegel κεϊρθςε τθν
ιςτορία με ζνα δομικό πρότυπο που μπορεί να χαρακτθριςτεί ελικοειδζσ. Η
ανοιχτι ςκζψθ, θ ςκζψθ του ανοιχτοφ χωροχρόνου, μπορεί να κατοπτριςκεί με
ζνα δομικό πρότυπο ςπειροειδζσ.
5. 4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ιςτορία και Χρόνοσ ςτθν Ελλθνικι Φιλοςοφία - Τπαγωγι τθσ Ιςτορίασ ςτο Ιερό τθσ
Φφςθσ
Η δομι του Ιςτορικοφ Χρόνου ςτθ Χριςτιανικι Θεολογία - Η Γενεαλογία τθσ
Ιςτορικισ υνείδθςθσ - Τπαγωγι του Κόςμου ςτθν εςχατολογικι Ιςτορία
Ο ψυχολογικόσ χρόνοσ του Αυγουςτίνου
Η Ιςτορία ωσ παρουςία του Λόγου ςτισ Φιλοςοφίεσ τθσ Προόδου - Η κεολογία τθσ
ιςτορίασ μιτρα των φιλοςοφιϊν τθσ ιςτορίασ - Η Χεγκελιανι Ιδεαλιςτικι φιλοςοφία
τθσ Ιςτορίασ
Η Τλιςτικι φιλοςοφία τθσ Ιςτορίασ
Η γενετικι και εξελικτικι φιλοςοφία τθσ ιςτορίασ
Η κζψθ του ανοιχτοφ χωροχρόνου και το ερϊτθμα τθσ Αρχισ
6. 5
Ιςτορία και Χρόνοσ ςτην Ελληνική Φιλοςοφία
Τπαγωγή τησ Ιςτορίασ ςτο Ιερό τησ Φφςησ
Η αρχαιοελλθνικι προβλθματικι δεν ανζπτυξε φιλοςοφία τθσ ιςτορίασ και αυτό γιατί θ
ιδζα του κόςμου και του κοςμικοφ χρόνου χαρακτθρίηονταν από τθν ουράνια
περιοδικότθτα, θ οποία ρφκμιηε τθν φπαρξθ του ςφμπαντοσ και μ’ αυτι τθν ζννοια τίποτε
δεν μποροφςε να διαςπάςει τθν οργάνωςι του και τθ ςυνζχειά του. Από τθ ςτιγμι που ο
κόςμοσ γίνονταν αντιλθπτόσ ωσ παράδειγμα τάξθσ και κανονικότθτασ, δθλαδι
κεωροφνταν τζλειοσ, διατεταγμζνοσ αρμονικά και αντικείμενο κρθςκευτικοφ ςεβαςμοφ,
αιςκθτικισ ενατζνιςθσ και τραγικοφ φόβου ςτον οποίο ο άνκρωποσ κα ζπρεπε να
ςυμμορφωκεί το δυνατόν, τότε δεν εγζνετο λόγοσ και φιλοςοφικι διερϊτθςθ για τθ
δομι και το νόθμα του ιςτορικοφ χρόνου.
τθν κυκλικι κίνθςθ, ρυκμικά περιοδικι, θ ελλθνικι ςκζψθ είδε τθν ζκφραςθ του κείου,
τθσ αιωνιότθτασ και τθσ τελειότθτασ του φυςικοφ κόςμου. Η κυκλικότθτα του χρόνου, θ
οποία κεωρείται τμιμα τθσ φφςθσ και τθσ νομοτζλειασ που τθ διζπει, αιϊνια επανάλθψθ
του Κδιου και του Όμοιου (αυτό ςθμαίνει απουςία εςχατολογικισ οντολογίασ), απόρριψθ
κάκε απροςδιοριςτίασ και καινοτομίασ, κάκε απρόβλεπτου, εμβόλιμου και μθ οριςμζνου
ςτοιχείου, αποτελοφν τουσ παράγοντεσ που ςυνδζονται άρρθκτα ςτθν αρχαιοελλθνικι
οντολογία-μεταφυςικι. Ενδεικτικά να αναφζρουμε, ότι ο Θεόσ των Ελλινων εντοπίηεται
οντολογικά ςτο αμετάβλθτο νοθτό-πνευματικό Είναι (ςτισ Πλατωνικζσ Ιδζεσ-μορφζσ και
ςτον Αριςτοτελικό κεϊκό-Νου). Όςον αφορά τθν κοςμολογία, ο Πλάτωνασ ςτον μφκο που
κλείνει τον διάλογο “πολιτικόν”, περιγράφει τθν περιςτροφι τθσ κοςμικισ ςφαίρασ,
πρϊτα κατά μια ςυγκεκριμζνθ φορά και για μια μακρά χρονικι περίοδο και μετά, για μια
αντίςτοιχθ χρονικι περίοδο, θ περιςτροφι ςυντελείται με αντίκετθ φορά. Με τουσ
τωικοφσ, θ κυκλικι δομι του ιςτορικοφ χρόνου κατοχυρϊνεται ςαφζςτερα. Η ελλθνικι
ςφλλθψθ τθσ ιςτορικότθτασ ανανεϊκθκε κατά τον 18ο αιϊνα με τον Vico, για τον οποίο ο
ιςτορικόσ χρόνοσ εκφράηεται με ςυνεχείσ κυκλικζσ πορείεσ. Σο νζο ςτοιχείο που
πρόςκεςε ο Vico ςε ςχζςθ με τθν κλαςικι άποψθ των τωικϊν, ςυνίςταται ςτο ότι κάκε
7. 6
νζοσ κφκλοσ που εκφράηει τθν ακμι και τθν παρακμι ενόσ πολιτιςμοφ, δε ςυμπίπτει
ακριβϊσ με τον προθγοφμενο, αλλά επεκτείνεται ςε ςχζςθ μ’ αυτόν. Ζτςι, το δομικό
πρότυπο του Vico για τον ιςτορικό χρόνο μπορεί να χαρακτθριςτεί ελικοειδζσ..
Όπωσ είπαμε, ςτθν αρχαιοελλθνικι ςκζψθ, θ ιςτορία υποτάςςεται ςτθν ιερότθτα τθσ
ζνκεθσ φφςθσ του κόςμου και ςτθν κυκλικι αντίλθψθ του χρόνου που ςυμβόλιηε τθν
τελειότθτα και τθν αρμονία. Η αρχαιοελλθνικι ςκζψθ ςτοχάηεται τον ανκρϊπινο τρόπο
φπαρξθσ, κυρίωσ, μζςα ςτο φυςικό ςφμπαν και επιφυλάςςει ελάχιςτο ενδιαφζρον για
τον ιςτορικό χρόνο. Θεμελιϊδθσ μζριμνα τθσ ανκρωποκεντρικισ προβλθματικισ ιταν θ
εξερεφνθςθ και θ κατανόθςθ τθσ ανκρϊπινθσ κατάςταςθσ ςτισ πολυδιάςτατεσ
εκδθλϊςεισ τθσ, με πρόκεςθ να αποδωκεί ςτθν ανκρϊπινθ μοίρα μια κζςθ ςτον αιϊνιο
κόςμο τθσ φφςθσ. Χαρακτθριςτικό παράδειγμα ο Θουκυδίδθσ που ςτο ζργο του
“Πελοπονθςιακόσ Πόλεμοσ’’, υπογραμμίηει ότι άφθςε ςτουσ μεταγενζςτερουσ «ζνα
διαρκζσ μνθμείο», το οποίο κα μποροφςε να χρθςιμεφςει «ς’ όποιον κα ικελε να
ςχθματίςει μια ςαφι ιδζα για τα περαςμζνα και να προδικάςει τα γεγονότα τα οποία κα
επαναλθφκοφν ωσ ςυνζπεια των ανκρϊπινων υποκζςεων». Η ςτάςθ του Θουκυδίδθ
απζναντι ςτα ιςτορικά πράγματα κατανοείται μζςα ςτο πλαίςιο του αιςκιματοσ τθσ
μοίρασ που δονοφςε τθν αρχαιοελλθνικι τραγωδία και πιο ςυγκεκριμζνα, ςτθν κεϊκι
ανκρωπογονία του Αιςχφλου και τθν ανκρωπολογία του οφοκλι. Επιγραμματικά, να
αναφζρουμε ότι, όπωσ ο Θουκυδίδθσ ζτςι και ο οφοκλισ υποςτθρίηει ότι θ διττι φφςθ
τθσ ανκρϊπινθσ ψυχισ, το κακό και το εςκλόν, πάντα κα ςυνοδεφουν τον άνκρωπο,
ανεξάρτθτα από τα υλικά και πνευματικά επιτεφγματα και τθ ςυςςϊρευςθ δφναμθσ.
«Ηκικι πρόοδοσ» δεν επιτελείται μζςω τθσ αφξθςθσ τθσ δφναμθσ και αυτι θ καταλθκτικι
απόφανςθ επικυρϊκθκε εμφαντικά από τθν ιςτορικι εμπειρία του 20ου αιϊνα. Αλλά και
ο Αιςχφλοσ αναγνωρίηει τθν αντινομικι φφςθ τθσ ανκρϊπινθσ ψυχισ. Ο Προμθκζασ, ςτον
ομϊνυμο μφκο, διδάςκει ςτουσ ανκρϊπουσ τθν αλικεια: ότι είναι ανυπζρβλθτα κνθτοί
και για να αντιμετωπίςουν αυτι τθ «νόςο», όπωσ λζει ο «χορόσ», τουσ χοριγθςε ζνα
φάρμακο, τισ «τυφλάσ ελπίδεσ», με τα οποίεσ κα αντικροφςουν τθν αβάςταχτθ γνϊςθ τθσ
κνθτότθτάσ τουσ. Οι ελπίδεσ βζβαια αυτζσ είναι μάταιεσ μιασ και το μζλλον είναι
άγνωςτο και αβζβαιο και οι κεοί φκονεροί. Η αιςχφλεια ανκρωπογνωςία κζτει ςε
8. 7
ανταγωνιςτικι ςχζςθ τθ γνϊςθ του κανάτου και τθν τυφλι ελπίδα, ωσ πράξθ/ποίθςθ,
μετουςιϊνοντασ τθν πραγματικότθτα τθσ αντινομίασ ςε δυνατότθτα για δθμιουργία. Σο
ίδιο και θ ανκρωπολογία του οφοκλι, θ οποία υπογραμμίηει τθ δεινότθτα του
ανκρϊπου που γνωρίηοντασ τθ κνθτότθτά του, δε ςταματά «να χωρεί, να αποτρφεται, να
άγει, να κρατεί και να διδάςκεται». Ζτςι λοιπόν και θ αρχαιοελλθνικι τραγωδία,
ριηικότερθ ςτον ςτοχαςμό τθσ για το αίνιγμα τθσ ηωισ και τθσ ψυχισ από τθν φιλοςοφία,
δεν αναγνωρίηει κρυφό ι φανερό νόθμα ςτθν ιςτορία, αφοφ θ φφςθ ζχει προικίςει τον
άνκρωπο με μια διςυπόςταςθ δομι που επαναλαμβάνεται αζναα με ποικίλεσ μορφζσ και
ςε διάφορεσ εντάςεισ. Αξίηει να ςθμειϊςουμε, ότι ςτθν αρχαιοελλθνικι ςκζψθ, θ
βεβαίωςθ τθσ αμετάκλθτθσ και τελεςίδικθσ κνθτότθτασ του ανκρϊπου,
επαναλαμβάνεται ςε κάκε πνευματικι εκδιλωςθ. Η κνθτότθτα είναι θ μόνθ βεβαιότθτα,
ωσ εκ τοφτου ο ςτοχαςμόσ προςκτάται θκικό ζρειςμα. Ζτςι, ςτθν αρχαιοελλθνικι ςκζψθ,
από τθ μια το γεγονόσ ότι οι ανκρϊπινεσ υποκζςεισ και οι ανκρϊπινεσ ςχζςεισ
προςπακοφν να εναρμονιςτοφν με τθν ζνκεθ φφςθ του Λόγου που διζπει το φυςικό
ςφμπαν και από τθν άλλθ, θ επίγνωςθ τθσ κνθτότθτασ που τουσ διδάςκει τθν αποδοχι
του αναπόφευκτου, όχι μοιρολατρικά αλλά δθμιουργικά, αποκλείουν τθν ιδζα τθσ
ιςτορικισ προόδου, τθσ ανάπτυξθσ και του νοιματοσ ςτθν ιςτορία.
Για τον Αριςτοτζλθ, «αρκετά πράγματα ζχουν φφςθ περιςςότερο κεία από τον άνκρωπο
όπωσ για παράδειγμα, τα πιο φανερά (φανερϊματα) από τα όντα που αποτελοφν τον
κόςμο» και εννοφςε τα άςτρα. Ο Πλωτίνοσ, επίςθσ, υποςτθρίηει ότι όταν αςχολοφμαςτε
αποκλειςτικά με το ειδικά ανκρϊπινο, κινδυνεφουμε να απωλζςουμε τθν επαφι μασ με
το Αγακό που εμπνζει τον κόςμο και το οποίο είναι θ μοναδικι μασ εγγφθςθ απζναντι
ςτο άλογο μθδζν που μασ απειλεί ςυνεχϊσ. τισ παραπάνω κζςεισ, αποκαλφπτεται ότι το
ερϊτθμα για το αν θ ιςτορία ζχει ζνα νόθμα ι εμφορείται από τθ δικι τθσ αυτοτελι
λογικι, θ οποία νοθματοδοτεί το ανκρϊπινο είναι, κακίςταται α-νόθτο. Αλλά και οι
αςιατικζσ και ανατολικζσ κοςμογονίεσ διζπονται από τον ίδιο λογικό πυρινα ςτισ
αντιλιψεισ τουσ για το χρόνο: ο ανκρϊπινοσ μικρόκοςμοσ αντιςτοιχεί ςτον μακρόκοςμο,
ό,τι είναι και ό,τι πρζπει να είναι ταυτίηεται μϋ αυτόν. Η κυκλικι αντίλθψθ του χρόνου, θ
κρθςκευτικι λατρεία του κόςμου και θ ςυμμετοχι ςτθν αιωνιότθτα του φυςικοφ κόςμου,
9. 8
απζτρεπε τθ ριξθ με τον φυςικό κόςμο και τθν είςοδο τθσ ιςτορίασ ςτο κοςμικό
γίγνεςκαι. Απουςιάηει θ ιδζα τθσ προόδου και τθσ εςχατολογικισ ανάπτυξθσ άλλωςτε το
ςφμβολο του κφκλου υποδθλϊνει τθν αιϊνια επανάλθψθ του Ιδίου.
10. 9
Η δομή του Ιςτορικοφ Χρόνου ςτη Χριςτιανική Θεολογία
Η Γενεαλογία τησ Ιςτορικήσ υνείδηςησ - Τπαγωγή του Κόςμου ςτην
εςχατολογική Ιςτορία
Από τθν ελλθνικισ ζμπνευςθσ κεϊρθςθ τθσ ιςτορίασ, ωσ ενόσ ρυκμικά
επαναλαμβανόμενου ςυνεχοφσ, αντιτίκεται θ εβραϊκισ ζμπνευςθσ ςφλλθψθ τθσ δομισ
του ιςτορικοφ χρόνου που κεωρεί ότι θ ιςτορία ζχει αρχι και τζλοσ, το οποίο τζλοσ
ςυμπίπτει με το τζλοσ του κόςμου. ε αντίκεςθ με τουσ Ζλλθνεσ που αναηθτοφςαν τον
Θεό ςτο αμετάβλθτο πνευματικό Είναι και ςτισ ιδζεσ, οι Εβραίοι προφιτεσ «υπιρξαν οι
πρϊτοι που ανακάλυψαν το νόθμα τθσ ιςτορίασ ωσ τθσ επιφάνειασ του Θεοφ», ςφμφωνα
με τον κρθςκειοφιλόςοφο Ελλιάντε. Ο Θεόσ των Εβραίων αποκαλφπτεται μζςα ςτθν
ιςτορία και θ «ιςτορία, ςφμφωνα με τθν Π.Δ. είναι μια κίνθςθ μ’ ζναν ςκοπό που
κακορίςτθκε από τον Θεό», ςθμειϊνει ο κρθςκειολόγοσ Μπόμερ. Με τον χριςτιανιςμό
αυτι θ αντίλθψθ κλιμακϊνεται: «ο χριςτιανιςμόσ προχωρεί ακόμα πιο πολφ ςτθν
αξιολόγθςθ του ιςτορικοφ χρόνου. Επειδι ο Θεόσ ενςαρκϊκθκε, ανζλαβε μια ανκρϊπινθ
φπαρξθ, ιςτορικά προςδιοριςμζνθ, θ ιςτορία ζγινε δεκτικι αγιοποιιςεωσ… θ ιςτορία
αποκαλφπτεται ωσ θ νζα διάςταςθ τθσ παρουςίασ του Θεοφ μζςα ςτον κόςμο».
Η ιςτορία, ςφμφωνα με τθν Παλαιά Διακικθ, είναι μια κίνθςθ μ’ ζναν ςκοπό που
κακορίςτθκε από τον Θεό και από αυτό ςυνάγεται ότι θ εςχατολογία ςυνυφαίνεται με
τθν εβραϊκι κρθςκευτικότθτα, όπωσ κατά αναλογία, ο Ζλλθνασ τθσ κλαςικισ αρχαιότθτασ
νοθματοδοτοφςε τθν πράξθ του ςτα πλαίςια τθσ αμετάβλθτθσ υπερβατικότθτασ.
Μποροφμε να ιςχυριςτοφμε, όπωσ ςθμειϊνει ο κρθςκειολόγοσ Koller ότι «θ Δθμιουργία
κατά τθ κεολογία τθσ Παλαιάσ Διακικθσ είναι εςχατολογικι» ι όπωσ ιςχυρίηονται οι
εβραιολόγοι «θ δθμιουργία είναι ιςτορία» και όχι κόςμοσ ι φφςθ. Σο πιο ενδιαφζρον
γνϊριςμα του ιουδαϊκοφ κοςμοειδϊλου είναι θ ζμφαςθ ςτθ Δθμιουργία, θ οποία ενζχει
τθν καινοτομία, το απρόβλεπτο και το ανεπανάλθτο: «θ ανάδυςθ του καινοφ είναι θ
ςφραγίδα τθσ δθμιουργίασ», ςθμειϊνει ο Σresmontant.
11. 10
Η εςχατολογικι οντολογία ςυνιςτά τθν κατϋεξοχιν κρθςκειολογικι ιδιαιτερότθτα του
ιουδαιοχριςτιανιςμοφ. Αυτό ςθμαίνει, ότι θ εςχατολογία αποτελεί το αμετάκετο και
ανυπζρβλθτο οντολογικό όριο που διακρίνει τον ιουδαιοχριςτιανιςμό από κάκε άλλθ
μορφι κρθςκευτικότθτασ. Πριν προχωριςουμε, ασ ορίςουμε τθν εςχατολογία ωσ ο περί
εςχάτων λόγοσ, που ςθμαίνει ο λόγοσ περί του χρόνου και τθσ ιςτορίασ, μζλλοντοσ και
εςχάτων. Η εςχατολογικι οντολογία του ιουδαιο-χριςτιανιςμοφ, θ οποία κεωρεί τον Θεό
δθμιουργό του χρόνου, κεμελιϊνει τθ μεταφυςικι τθσ ςτθν παραδοχι ότι θ ιςτορία
ςυνιςτά τον ορίηοντα τθσ αλικειασ και του νοιματοσ των όντων.
Κοινόσ παρανομαςτισ ιουδαιςμοφ και χριςτιανιςμοφ είναι θ εςχατολογικι οντολογία,
όμωσ, θ εβραικι εςχατολογία ζχει ωσ εςτία αναφοράσ του ιςτορικοφ χρόνου, το μζλλον
με τθν ζλευςθ του Μεςςία, ενϊ θ χριςτιανικι εςχατολογία ζχει δφο εςτίεσ αναφοράσ του
ιςτορικοφ χρόνου: θ μια ςτο παρελκόν (Ενςάρκωςθ, Πρϊτθ Παρουςία) και θ άλλθ ςτο
μζλλον (Κρίςθ, Δευτζρα Παρουςία). Αντί για τθ μονοδιάςτατθ ιουδαικι εςχατολογία, θ
χριςτιανικι εςχατολογία ζχει δυςδιάςτατθ κεολογία με διαλεκτικι ζνταςθ ανάμεςα ςτισ
δφο Παρουςίεσ. Αν ο χρόνοσ για τον Εβραίο αναπαρίςταται με μια ευκεία γραμμι ι ζνα
βζλοσ για τον ιουδαίο χριςτιανό αναπαρίςταται με κοχλία, ο οποίοσ διανφει επάλλθλεσ
κυκλικζσ κινιςεισ, αλλά κινείται ευκφγραμμα και εξελίςςεται μολονότι φαίνεται να
περιςτρζφεται γφρω από τον άξονά του.
Αυτό που αναδφεται για πρϊτθ φορά με τθ χριςτιανικι εμπειρία είναι μια νζα αντίλθψθ
τθσ εςχατολογίασ, υπό τθν ζννοια ότι θ αυκεντικι χριςτιανικι ςχζςθ με τθ Δευτζρα
Παρουςία, με τθ δεφτερθ ζλευςθ του Χριςτοφ διαμζςου τθσ οποίασ αποκαλφπτεται το
τζλοσ του χρόνου, δεν είναι θ προςμονι ενόσ μελλοντικοφ γεγονότοσ, αλλά θ ετοιμότθτα
και θ επαγρφπνθςθ για τθν επικείμενθ ζλευςθ. Η ςχζςθ με τθ Δευτζρα Παρουςία δεν
μετατίκεται ςτο μζλλον, αλλά αναλαμβάνεται ςτο παρόν, το ερϊτθμα του «πότε κα
ςυμβεί;» μεταςχθματίηεται ςτο ερϊτθμα του «πϊσ να ηιςουμε;» και θ απάντθςθ ςτο
ερϊτθμα απαιτεί μια ρθξικζλευκθ διακεςιμότθτα. Η αρχζγονθ χριςτιανικι εμπειρία δεν
ςυνίςταται ςτο γεγονόσ τθσ πίςτθσ για τθν επικείμενθ ζλευςθ τθσ ςυντζλειασ του κόςμου,
οφτε διερευνά το περιεχόμενο τθσ αποκάλυψθσ που κα ςυμβεί, αλλά οφτε αναρωτιζται
12. 11
πόςοσ χρόνοσ μασ απομζνει μζχρι να εκδθλωκεί το αναπότρεπτο. Η πρωταρχικι ςχζςθ
τθσ χριςτιανικισ εμπειρίασ με το χρόνο δεν είναι ποςοτικι και κεωρθτικι, αλλά
κατανοείται ςτθν προοπτικι τθσ εςωτερικισ τθσ πραγμάτωςθσ. Δεν επιχειρεί να
αναπαραςτιςει «αντικειμενικά» τθν φπαρξθ, διαμζςου χρονολογικϊν οροςιμων και
μετριςιμων περιεχομζνων, ηεί το αναπότρεπτο τθσ ςυντζλειασ ωσ δυνατότθτασ τθσ κάκε
ςτιγμισ. Ζτςι θ ηωι είναι επιρρεπισ ςτθν απροςδιοριςτία του μζλλοντοσ και ςτον
αδάμαςτο χαρακτιρα του χρόνου. Αυτό ςθμαίνει ότι θ εμπειρία τθσ αρχζγονθσ
χριςτιανικισ ηωισ αντιλαμβάνεται τθν ολότθτα του χρόνου, καιρικά, με τθν ζννοια ότι
κάκε ςτιγμι είναι ςτιγμι απόφαςθσ που κρίνει το μζλλον, τθν αιϊνια ηωι. Ζτςι
προςδιορίηει τθ ςχζςθ τθσ με το χρόνο ωσ ςχζςθ αζναθσ πραγμάτωςθσ, θ οποία
διενεργείται από τισ αποφάςεισ που λαμβάνονται και τθν αποδοχι τθσ ευκφνθσ για τισ
ςυνζπειεσ που ςυνεπάγονται.
Αυτό που αναδφεται για πρϊτθ φορά με τθ χριςτιανικι εμπειρία είναι μια νζα αντίλθψθ
τθσ εςχατολογίασ, υπό τθν ζννοια ότι θ αυκεντικι χριςτιανικι ςχζςθ με τθ Δευτζρα
Παρουςία, με τθ δεφτερθ ζλευςθ του Χριςτοφ διαμζςου τθσ οποίασ αποκαλφπτεται το
τζλοσ του χρόνου, δεν είναι θ προςμονι ενόσ μελλοντικοφ γεγονότοσ, αλλά θ ετοιμότθτα
και θ επαγρφπνθςθ για τθν επικείμενθ ζλευςθ. Η ςχζςθ με τθ Δευτζρα Παρουςία δεν
μετατίκεται ςτο μζλλον, αλλά αναλαμβάνεται ςτο παρόν, το ερϊτθμα του «πότε κα
ςυμβεί;» μεταςχθματίηεται ςτο ερϊτθμα του «πϊσ να ηιςουμε;» και θ απάντθςθ ςτο
ερϊτθμα απαιτεί μια ρθξικζλευκθ διακεςιμότθτα. Η αρχζγονθ χριςτιανικι εμπειρία δεν
ςυνίςταται ςτο γεγονόσ τθσ πίςτθσ για τθν επικείμενθ ζλευςθ τθσ ςυντζλειασ του κόςμου,
οφτε διερευνά το περιεχόμενο τθσ αποκάλυψθσ που κα ςυμβεί, αλλά οφτε αναρωτιζται
πόςοσ χρόνοσ μασ απομζνει μζχρι να εκδθλωκεί το αναπότρεπτο. Η πρωταρχικι ςχζςθ
τθσ χριςτιανικισ εμπειρίασ με το χρόνο δεν είναι ποςοτικι και κεωρθτικι, αλλά
κατανοείται ςτθν προοπτικι τθσ εςωτερικισ τθσ πραγμάτωςθσ. Δεν επιχειρεί να
αναπαραςτιςει «αντικειμενικά» τθν φπαρξθ, διαμζςου χρονολογικϊν οροςιμων και
μετριςιμων περιεχομζνων, ηεί το αναπότρεπτο τθσ ςυντζλειασ ωσ δυνατότθτασ τθσ κάκε
ςτιγμισ. Ζτςι θ ηωι είναι επιρρεπισ ςτθν απροςδιοριςτία του μζλλοντοσ και ςτον
αδάμαςτο χαρακτιρα του χρόνου. Αυτό ςθμαίνει ότι θ εμπειρία τθσ αρχζγονθσ
13. 12
χριςτιανικισ ηωισ αντιλαμβάνεται τθν ολότθτα του χρόνου, καιρικά, με τθν ζννοια ότι
κάκε ςτιγμι είναι ςτιγμι απόφαςθσ που κρίνει το μζλλον, τθν αιϊνια ηωι. Ζτςι
προςδιορίηει τθ ςχζςθ τθσ με το χρόνο ωσ ςχζςθ αζναθσ πραγμάτωςθσ, θ οποία
διενεργείται από τισ αποφάςεισ που λαμβάνονται και τθν αποδοχι τθσ ευκφνθσ για τισ
ςυνζπειεσ που ςυνεπάγονται.
14. 13
Ο ψυχολογικόσ χρόνοσ του Αυγουςτίνου
τουσ πρϊιμουσ μεςαιωνικοφσ χρόνουσ, ο άγιοσ Αυγουςτίνοσ ειςάγει και εδραιϊνει ςτθ
μεςαιωνικι διανόθςθ, τθν ιουδαιοχριςτιανικι αντίλθψθ τθσ ιςτορίασ, θ οποία εδράηεται
ςτθν κοςμολογία τθσ κείασ βοφλθςθσ και θ οποία κα κεμελιϊςει τθν ιδζα τθσ γραμμικισ
προόδου, όπωσ και τθσ ιςτορικότθτασ του ανκρϊπου, ωσ κεμελιϊδουσ χαρακτθριςτικοφ
τθσ υπαρξιακισ δομισ του. τον άγιο Αυγουςτίνο, θ κεολογικι αντίλθψθ του ιςτορικοφ
χρόνου διαφζρει κεμελιακά από τθν Αριςτοτζλεια κοςμολογικι περιγραφι του χρόνου,
δθλαδι μζςω των αντικειμζνων και τθσ περιοδικισ κίνθςθσ των ουράνιων ςωμάτων. τον
Αυγουςτίνο, ο χρόνοσ είναι ςχζςθ ανάμεςα ςε γεγονότα και δεδομζνου ότι τα πάντα
ζρχονται και παρζρχονται εξαιτίασ τθσ Θεϊκισ δράςθσ, όλα ενζχουν τθν παρελκοφςα και
τθ μελλοντικι φπαρξθ. Όμωσ τα γεγονότα, οι ςχζςεισ τουσ και θ γνϊςθ τουσ εγγράφονται
ςτθν ανκρϊπινθ μνιμθ. Όπωσ γράφει ςτισ “εξομολογιςεισ” του: «Κςωσ κα είναι ακριβζσ
να ποφμε ότι υπάρχουν τρεισ χρόνοι, ζνα παρόν των παρελκόντων πραγμάτων, το παρόν
των παρόντων πραγμάτων και το παρόν των μελλοντικϊν πραγμάτων. τθν ψυχι
υπάρχουν αυτζσ οι τρεισ πλευρζσ του χρόνου και δε βλζπω πουκενά αλλοφ. Σο παρόν
κεωρϊντασ το παρελκόν είναι μνιμθ». Η μνιμθ είναι ςτθν ανκρϊπινθ ψυχι. Για τον Ιερό
Αυγουςτίνο οι τρεισ διαςτάςεισ του χρόνου (παρελκόν-παρόν-μζλλον) είναι παροφςεσ
ςτθ μνιμθ, δθλαδι οι τρεισ διαςτάςεισ ενοποιοφνται ςτο παρόν, που το εγγυάται θ
αιϊνια και άπειρθ παρουςία του Θεοφ.
τθν Αυγουςτίνεια οντο-κεολογία, ο κφκλοσ γνϊςθ-χρόνοσ-μνιμθ περαιϊνεται με τθν
αςάφεια τθσ ανκρϊπινθσ φπαρξθσ: «Ο άνκρωποσ είναι ζνα μικρό μζροσ τθσ Δθμιουργίασ
ου και επικυμεί να ε ευχαριςτιςει …αλλά τι προθγείται να αποφανκϊ ςε ζνα ι να ε
ευχαριςτιςω και αν θ Γνϊςθ ου προθγείται του καλζςματόσ ου. Αλλά αυτόσ που ε
καλεί δε ςε γνωρίηει». Η κλιςθ του Θεοφ είναι θ κεντρικι ζννοια και αυτι μετουςιϊνεται
ςε πράξθ πίςτθσ προσ τον Θεό. υνεπϊσ, θ ςχζςθ του ανκρϊπου με τον Θεό δεν είναι μια
εξωτερικι ςχζςθ, αλλά μια ςχζςθ που ορίηει τθ ψυχι του ανκρϊπου. Η κλιςθ είναι
κλιςθ του Γνωρίηοντοσ Θεοφ «χωρίσ Εςζνα ό,τι υπάρχει δε κα υπιρχε». Αυτόσ ο
15. 14
κακοριςμόσ τθσ ανκρϊπινθσ φπαρξθσ από τον Θεό προςλαμβάνει προςωπικά
χαρακτθριςτικά, «δε κα είχα φπαρξθ αν Εςφ δε βριςκόςουν μζςα μου». Η οντολογία τθσ
ανκρϊπινθσ φπαρξθσ, τθν οποία ορίηει ο Θεόσ, αποκτά μια θκικι κεμελίωςθ,
μετατρζπεται ςε μια ςχζςθ τθσ μορφισ Εςφ-εγϊ. τισ “εξομολογιςεισ”, ο Αυγουςτίνοσ
διαφωτίηει περαιτζρω τθ ςχζςθ του Θεοφ με τον άνκρωπο ρωτϊντασ: «Σι αγαπϊ, όταν
αγαπϊ τον Θεό; Σα υλικά ι τα άυλα;» και απαντά, ο εξομολογοφμενοσ, τα άυλα. Ρωτά
ποιο είναι το αντικείμενο τθσ αγάπθσ του και διερευνά αν αντικείμενο αυτισ τθσ αγάπθσ
είναι τα δομικά ςτοιχεία τθσ φφςθσ των προςωκρατικϊν όπωσ θ Γθ κ.λ.π. Απαντά
αρνθτικά, για να αναφωνιςει τελικά: «Εγϊ είμαι άνκρωποσ», ο οποίοσ όμωσ, διακζτει
εςωτερικι και εξωτερικι φφςθ, από τισ οποίεσ υπερτερεί θ εςωτερικι. Η εςωτερικι
φπαρξθ του Αυγουςτίνου αποτελεί το κεντρικό γνωςιοκεωρθτικό υποκείμενο και φορζα
του χρόνου, το οποίο είναι εγγενϊσ ςυνδεδεμζνο με τον Θεό. τισ παραπάνω αναφορζσ,
κεμελιϊνεται όχι απλϊσ μια χριςτιανικι κεωρία τθσ γνϊςθσ, αλλά και μια
ανκρωπολογία, θ οποία κεμελιϊνεται ςτθν αναπαράςταςθ. Οι Νεϊτεροι Χρόνοι κα
αξιοποιιςουν τθν ζννοια τθσ αναπαραράςταςθσ και κα τθν εγκακιδρφςουν ςε κυρίαρχο
γνωςιοκεωρθτικό και μεκοδολογικό πρότυπο.
Κάνοντασ μια παρατιρθςθ με ευρφτερεσ επιπτϊςεισ, κα λζγαμε ότι ςτθ ςκζψθ του
Αυγουςτίνου, ανιχνεφεται μια ςτάςθ δυςπιςτίασ και προφφλαξθσ εναντίον τθσ
ιδεολθψίασ των κλαςικϊν φιλοςόφων τθσ Αρχαιότθτασ. υγκεκριμζνα, τθσ πλατωνικισ
και Αριςτοτελικισ εμμονισ του «ςκζπτεςκαι» ςτο κεωρϊ *ετυμολογικά από το κζα
(κζαμα) + οράω (βλζπω) κεωρόσ κεωρία+, που ςθμαίνει ςυγχρόνωσ «κοιτάηω»
«αντιλαμβάνομαι», «κρίνω», «κατανοϊ», «ερμθνεφω γεγονότα οριςμζνθσ κατθγορίασ».
Βζβαια, όλθ θ δυτικι φιλοςοφία και επιςτιμθ «κεωρεί» τθν «αντικειμενικι» ουςία των
πραγμάτων, παρατθρεί το Είναι-Πραγματικό, ωσ ά-χρονθ παρουςία, το οποίο
αποκαλφπτεται και γίνεται αντιλθπτό με το μάτι που το αναπαριςτά ιςομορφικά ι
δυναμικά.
Ο Αυγουςτίνοσ αντικακιςτά το «κεωρείν» με το «βιϊνειν» με μια ολοκλθρωτικι
αφοςίωςθ και υπομονι, θ οποία υπαινίςςεται τθν κατανόθςθ του Θεοφ-Είναι ωσ Χρόνου.
16. 15
Αλλά και ο μεταρυκμιςτισ κεολόγοσ Martin Luther, αντιλαμβάνεται το Είναι ωσ χρονικό
και χρονοποιθτικό, το οποίο δεςμεφει και εμβαπτίηει τθν ατομικι ψυχι ςτον χρόνο μζςω
τθσ πραγματικισ ιςτορικισ εμπειρίασ. Δε ηοφμε «μζςα ςτον χρόνο», ωσ ο χρόνοσ να ιταν
κάποια ανεξάρτθτθ και αφθρθμζνθ ροι, ξζνθ προσ το είναι μασ. Για τον Luther, το ηοφμε
«μζςα ςτον χρόνο» και «ηοφμε τον χρόνο» είναι δφο όροι που ςυνυπάρχουν
αδιαχϊριςτα. Ενϊ ςτθν κλαςικι μεταφυςικι, από τον Πλάτωνα και εντεφκεν, θ
διερεφνθςθ του Όντοσ, θ ουςία του μζςα ι πίςω από τθν παρουςία, είναι μια αναηιτθςθ
για αυτό που διατθρείται αμετάβλθτο, αιϊνιο, ά-ςχετο από τθ ροι του χρόνου και τθσ
αλλαγισ, ςτθ χριςτιανικι Θεολογία, λόγω τθσ Ενανκρϊπιςθσ του Θεοφ και τθσ
επιςτροφισ του μζςω του Τιοφ του, παρατθροφμε τθν ανάδειξθ τθσ ιςτορικότθτασ του
χρόνου ςτο γίγνεςκαι τθσ ςκζψθσ και του κόςμου. Ο Χριςτιανιςμόσ του Αυγουςτίνου
εςωτερίκευςε το Θεϊκό πνεφμα και τισ θκικζσ αξίεσ του -ςε αντίκεςθ με τουσ αρχαίουσ
Ζλλθνεσ που το ζβλεπαν να εμφανίηεται ςτον κόςμο τθσ φφςθσ- και το ρίηωςε ςτα βάκθ
τθσ φπαρξθσ-εςωτερικότθτασ. Σο μεταφυςικό ενδιαφζρον μετατοπίςτθκε από τθ ςφαίρα
τθσ φυςικισ γνϊςθσ ςτθ γνϊςθ τθσ ψυχικισ ηωισ. Η αναηιτθςθ τθσ αυτογνωςίασ και θ
βίωςθ τθσ εςωτερικισ εμπειρίασ αποτελοφν τουσ πυλϊνεσ τθσ Αυγουςτίνειασ
ψυχολογίασ. Επίςθσ, θ κεμελίωςθ τθσ γνϊςθσ ςτθ βεβαιότθτα τθσ ψυχισ για τον εαυτό
τθσ, θ οποία πθγάηει από τθν αμφιβολία, νοθματοδοτεί τθ κεολογικι ςκζψθ ςε
ανκρωπολογικά πλαίςια. Η βεβαιότθτα λοιπόν, που ζχει θ ψυχι για τον εαυτό τθσ,
κεωρείται πιο αςφαλισ απ’ όλεσ τισ εμπειρίεσ είναι το κεμελιακό γεγονόσ τθσ εςωτερικισ
αντίλθψθσ, χάρθ ςτο οποίο θ αντίλθψθ πλεονεκτεί από γνωςιοκεωρθτικι άποψθ ςε
ςχζςθ με τθν αιςκθτθριακι αντίλθψθ. Απ’ αυτι τθ γνωςιοκεωρθτικι ςτάςθ, προζκυψε το
cogito ergo sum του Descartes, θ αυτογνωςία δθλαδι του υποκειμενικοφ-πνευματικοφ
όντοσ, το οποίο εμφανίηεται ωσ πρωταρχικι βεβαιότθτα ωσ κάτι αυτόνοθτο και πζρα από
κάκε αμφιςβιτθςθ. Βζβαια ςτον Descartes, θ πρόταςθ cogito ergo sum δεν ζχει τόςο τθ
ςθμαςία μιασ εςωτερικισ εμπειρίασ όςο τθν ζννοια μιασ πρωταρχικισ λογικισ αλικειασ,
δεν ζχει τόςο τθν προφάνεια του διαλογιςμοφ όςο τθσ άμεςθσ ενορατικισ βεβαιότθτασ.
Σον Αυγουςτίνειο ανκρωπολογικό δυϊςμό ψυχισ και ςϊματοσ κα αξιοποιιςουν οι
νομιναλιςτζσ και οι ονοματοκράτεσ για να αναπτφξουν ζναν ψυχολογικό-
17. 16
γνωςιοκεωρθτικό ιδεαλιςμό. Ο κόςμοσ τθσ ψυχισ είναι διαφορετικόσ από τον κόςμο των
πραγμάτων και ό,τι βρίςκεται ςτον ψυχικό χϊρο είναι απείκαςμα για κάτι αντίςτοιχο που
βρίςκεται ςτον φυςικό χϊρο. Σα πράγματα είναι διαφορετικά από τισ παραςτάςεισ μασ
γι’ αυτά. ’ αυτζσ τισ κζςεισ εντοπίηονται οι απαρχζσ τθσ βρετανικισ εμπειριςτικισ
γνωςιοκεωρίασ του 17ου και 18ου αιϊνα.
τον βακμό όμωσ, που ο κόςμοσ του υποκειμενικοφ πνεφματοσ παρουςιάηεται
διαφορετικόσ από τον κόςμο των υλικϊν ςωμάτων και τον χϊρο τθσ ζκταςθσ, αυξάνουν
οι δυςκολίεσ ωσ προσ τθ δυνατότθτα να γίνει γνωςτόσ ο υλικόσ κόςμοσ. Η διαπίςτωςθ
ςυνάγεται από τθν εξζλιξθ τθσ μεταφυςικισ ςκζψθσ και μετά από τον Descartes
επαναλιφκθκε με διαφορετικζσ μορφζσ τόςο ςτο «θπειρωτικό», ορκολογιςτικό όςο και
ςτο «βρετανικό», εμπειρικό και αιςκθςιαρχικό ρεφμα των νεϊτερων χρόνων. Η
γνωςιολογία τθσ νεϊτερθσ μεταφυςικισ φιλοςοφίασ αναγνωρίηει μια υπεροχι τθσ
εςωτερικισ εμπειρίασ, εξαιτίασ τθσ οποίασ γίνεται προβλθματικι θ γνϊςθ του
εξωτερικοφ κόςμου. Η ετερογζνεια του εςωτερικοφ και εξωτερικοφ κόςμου προςφζρει
ςτο ανκρϊπινο πνεφμα τθν αίςκθςθ ότι είναι κάτι ξεχωριςτό ζναντι του εξωτερικοφ
κόςμου, από τθν άλλθ όμωσ, του δθμιουργεί αβεβαιότθτα και αδυναμία
προςανατολιςμοφ ς’ ζναν κόςμο που είναι ξζνοσ. Η δομικι προβλθματικι τθσ
φιλοςοφίασ του Διαφωτιςμοφ είναι ο απόθχοσ τθσ εμβάκυνςθσ του πνεφματοσ ςτον
εαυτό του, τθσ αποδζςμευςθσ τθσ ςυνείδθςθσ από τον εξωτερικό κόςμο, ςτθν οποία είχε
καταλιξει θ ελλθνιςτικι ςκζψθ και είχε αναβιϊςει και ςυςτθματοποιιςει θ ψυχολογία
τθσ εςωτερικισ εμπειρίασ που είχε αναπτφξει ο Αυγουςτίνοσ. Ζτςι, μεταβαίνουμε από τον
αρχαιοελλθνικό ανκρωπολογικό τφπο που «κεωρεί», ςτον χριςτιανικό άνκρωπολογικό
τφπο που βιϊνει τθν εςωτερικότθτα και εν τζλει, ςτον νεωτερικό ανκρωπολογικό τφπο
που αναςτοχάηεται τθν υποκειμενικότθτα του.
Η ανάδειξθ τθσ βοφλθςθσ ωσ το ουςιωδζςτερο ςτοιχείο τθσ ψυχισ, μαηί με τθν
παράςταςθ και τθν κρίςθ, διαμορφϊνουν τον κοςμοκεωρθτικό ορίηοντα του
Αυγουςτίνειου ςτοχαςμοφ. Η ενεργθτικότθτα τθσ βοφλθςθσ που απαιτείται για τθ γιινθ
ηωι και θ μετατόπιςθ τθσ θκικισ αποτίμθςθσ ςτθν εςωτερικι ςφαίρα του φρονιματοσ
18. 17
προαναγγζλουν τθν ανκρωπολογία και τθν ψυχολογία του ςφγχρονου ανκρϊπου. Όμωσ ο
Αυγουςτίνοσ, προςπακεί να ςυμφιλιϊςει αντικζςεισ χωρίσ να το επιτυγχάνει από τθ μια
τθν αιωνιότθτα του Θείου Λόγου, θ οποία προχποκζτει τθν άρςθ τθσ ατομικισ βοφλθςθσ
και από τθν άλλθ τθ χρονικότθτα και τθ δράςθ τθσ ατομικισ βοφλθςθσ. Για τθ ηωι που
ξετυλίγεται μζςα ςτθ χρονικότθτα απαιτείται θ ολοκλθρωτικι και αςίγαςτθ ζνταςθ τθσ
ψυχισ, θ οποία βοφλεται και δρα ςτθν αιϊνια ηωι θ ψυχι κα βρει τθ γαλινθ ςτθν
αλικεια του Θεοφ που είναι θ απόλυτθ αγάπθ. Ζτςι, ο Αυγουςτίνοσ αναγνωρίηει
κυριαρχικι κζςθ ςτθν ατομικι βοφλθςθ (βουλθςιαρχικόσ ατομιςμόσ), αλλά διατθρεί και
το αριςτοτελικό-νεοπλατωνικό ςτοιχείο τθσ αιωνιότθτασ του Θείου Λόγου. Αυτι θ
εςωτερικι αντίκεςθ αναπτφςςεται ςτουσ ςτοχαςτικοφσ προβλθματιςμοφσ του μεςαίωνα.
Οι κεολόγοι που ς’ όλεσ τισ περιόδουσ του μεςαίωνα, είχαν να αντιμετωπίςουν τθ
δυςκολία του να ςυμβιβάςουν τθ κεϊκι παντογνωςία με τθν ανκρϊπινθ ελευκερία,
ςυχνά υποςτιριηαν ότι δεν υφίςταται πρόβλθμα, γιατί οι άνκρωποι δρουν μζςα ςτον
χρόνο, ενϊ θ γνϊςθ του Θεοφ βρίςκεται ζξω από τον χρόνο.
19. 18
Η Ιςτορία ωσ παρουςία του Λόγου ςτισ Φιλοςοφίεσ τησ Προόδου
Η θεολογία τησ ιςτορίασ μήτρα των φιλοςοφιϊν τησ ιςτορίασ
Για τθ χριςτιανικι παράδοςθ, ο κόςμοσ εμψυχϊνεται από τον Θεϊκό Λόγο και τθν
Προνοιακι του Φφςθ, θ ιςτορία κατανοείται ωσ ςυνεχισ αγωγι του ανκρϊπινου είδουσ
και προςλαμβάνει εςχατολογικό χαρακτιρα. Η ιςτορία εμψυχϊνεται από το χριςτιανικό
Θεϊκό πνεφμα, το οποίο διαπαιδαγωγεί προοδευτικά τθν ιςτορία τθσ ανκρωπότθτασ. Η
ανκρωπότθτα διανφει διαδοχικά ςτάδια ανάπτυξθσ και ολοκλιρωςθσ του ςχεδίου που
ζχει εκπονιςει ο Θεϊκόσ Λόγοσ. Από τθν αμαρτία και το ςκότοσ που ακολοφκθςε τθν
πτϊςθ, μεταβαίνουμε με γραμμικό τρόπο (ευκεία τεκλαςμζνθ κα ιταν πιο εφςτοχθ
αναγωγι), ςτθν αποκάλυψθ, τθ ςυγχϊρεςθ και το φωσ τθσ ανάςταςθσ.
Από τθν Αναγζννθςθ μζχρι και τον Διαφωτιςμό ζχουμε τθν αναβίωςθ μιασ
εξιδανικευμζνθσ, «λαμπρισ» και «φωτεινισ» Αρχαιότθτασ και τθν υποτίμθςθ των
Μεςαιωνικϊν Χρόνων ςτουσ οποίουσ αποδίδεται ο χαρακτθριςμόσ «ςκοτεινϊν» και
«παρακμιακϊν» χρόνων. Βζβαια, αυτοί οι αξιολογικοί χαρακτθριςμοί καταςκευάηονται
και νοθματοδοτοφνται μζςα ςτο ιςτορικό χωροχρονικό πλαίςιο τθσ αποδόμθςθσ τθσ
κεολογικισ κοςμοεικόνασ από τισ ανερχόμενεσ πνευματικζσ και πολιτικζσ δυνάμεισ, οι
οποίεσ εγκαινιάηουν τθν εποχι των «Νζων» Χρόνων.
Από τθ κεολογικι αντίλθψθ για τθν ιςτορικι εξζλιξθ, δθλαδι από το τριαδικό
φιλοςοφικο-ιςτορικό εςχατολογικό δομικό πρότυπο του ιουδαιοχριςτιανιςμοφ,
προζκυψε ςτουσ Νεϊτερουσ Χρόνουσ, ζνα τριαδικό φιλοςοφικο-ιςτορικό ςχιμα (Lessing,
Condorcet, Montesquieu, Auguste Comte, Saint-Simon, Rousseau κυρίωσ όμωσ, Hegel και
Marx), το οποίο είναι δομικά ομόλογο με το κεολογικό ςχιμα, αλλά με ριηικά
διαφορετικό περιεχόμενο. Σο δομικό αυτό ςχιμα δεν αναμζνει τθν ευτυχι λφςθ των
οδυνθρϊν ιςτορικϊν αντικζςεων με τθ Δευτζρα Παρουςία του Θεοφ, αλλά πιςτεφει
ακράδαντα ςτθν ζλευςθ τθσ βαςιλείασ του Ανκρϊπινου Λόγου, θ οποία επζχει κζςθ
λυτρωτι των ιςτορικϊν βαςάνων και αποκατάςταςθσ τθσ αποπροςανατολιςμζνθσ και
20. 19
παραπλανθμζνθσ ανκρϊπινθσ μοίρασ. Σο τριαδικό οντο-μυκο-κεο-λογικό βιβλικό ςχιμα:
Παράδειςοσ-Πτϊςθ-Ανάςταςθ μεταςχθματίηεται ςτο «οντο»-μυκο-τεχνο-λογικό φυςικο-
ιςτορικό ςχιμα: «ακϊα εποχι»-αλλοτρίωςθ-ελευκερία. Και οι δφο γραμμικζσ
κατανοιςεισ του γίγνεςκαι τθσ ιςτορίασ (χριςτιανικι - φυςικο-ιςτορικι), κεωροφν εκ των
πραγμάτων μια μυκικι ι και λογικι αρχι που κατατείνει ς’ ζνα τζλοσ ι ζνα ςκοπό. Ο
μφκοσ για τθν καταγωγι του γίγνεςκαι εκδθλϊνεται μζςα ςτθν ενζργεια τθσ γλϊςςασ. Η
αναηιτθςθ τθσ καταγωγισ γίνεται με τθν πεποίκθςθ ότι ςτο απϊτατο παρελκόν υπιρξε
μία πρωταρχικι αλικεια ι μία ιδανικι ςυνκικθ ευτυχίασ και ευηωίασ. Η αναδρομικι
προςζγγιςθ αντιμετωπίηει το παρελκόν πότε ωσ ειδυλιακό και πότε ωσ ςκοτεινό που
ςταδιακά φωτίηεται. Η προδρομικι προςζγγιςθ αντιμετωπίηει το μζλλον πότε ωσ ολζκριο
και καταςτροφικό και πότε ωσ ςωτιριο και λυτρωτικό. Σο παρόν πάντοτε κεωρείται ότι
βρίςκεται ςε κρίςθ και μεταβατικό. Αυτι θ τριμερισ κατανόθςθ του χρόνου (παρελκόν,
παρόν, μζλλον) εδραιϊνεται ςτθ μεταφυςικι θκικι διχοτόμθςθ, του καλοφ και του
κακοφ. Ανάλογα με τθν θκικι προοπτικι κεϊρθςθσ του γίγνεςκαι, προςβλζπουμε ς’ ζνα
ουτοπικό ι και εςχατολογικό κετικό ι αρνθτικό ιδεϊδεσ του γίγνεςκαι που ολοκλθρϊνει
τθν ιςτορία. Όμωσ, το γίγνεςκαι του κόςμου που προθγείται τθσ ανκρϊπινθσ ιςτορίασ και
τθ διαδζχεται, είναι ζνασ χρόνοσ τθσ Ολότθτασ του Χρόνου και όχι τθσ αιωνιότθτασ.
Η νοςταλγία του παρελκόντοσ, των μυκικϊν παραδείςων, των χρυςϊν αιϊνων, το
ωκεάνειο ςυναίςκθμα τθσ μθτρικισ ηωισ, θ ακωότθτα των βρεφικϊν και παιδικϊν
χρόνων, δεν αποτελοφν παρά μια εξειδανικευμζνθ εικόνα των δυςκολιϊν, των βαςάνων
και των οδυνϊν του παρόντοσ και των προςδοκιϊν για το μζλλον. Σο παρελκόν
ιςτορικοποιείται ςτο παρόν με τισ αφθγιςεισ και γονιμοποιείται, κυοφορϊντασ το
μζλλον. Σο μζλλον προβλζπεται, προοικονομείται, το παρελκόν γονιμοποιεί το παρόν και
κυοφορεί το μζλλον. Σο μζλλον προβλζπεται, προοικονομείται και ςχεδιάηεται (όπωσ και
οι άλλεσ δφο διαςτάςεισ του χρόνου), αλλά όχι τα μελλοφμενα. τθν ανοικτι ςπείρα του
χρόνου που ξετυλίγεται ςυγχρονικά-διαχρονικά, δθλαδι πανχρονικά, όλα
επαναλαμβάνονται, θ “αρχι” με το “τζλοσ” ςυμπίτουν και μεταμορφϊνονται ςε κάτι
άλλο. Η επανάλθψθ είναι κλείςιμο, ενϊ θ μεταμόρφωςθ τθσ επανάλθψθσ είναι άνοιγμα
21. 20
ςτο νζο. Κλείςιμο-Άνοιγμα, ιδοφ ο ρυκμόσ τθσ πανχρονικότθτασ του Χρόνου, όπωσ
εκδθλϊνεται μζςω των μεταμορφϊςεων του χωροχρόνου ςε κάκε ςτιγμι και τόπο.
22. 21
Η Χεγκελιανή Ιδεαλιςτική φιλοςοφία τησ Ιςτορίασ
Η Χεγκελιανι Διαλεκτικι τθσ φιλοςοφίασ τθσ ιςτορίασ, επιχειρεί να ςυνκζςει και να
ςυνδυάςει τα δφο κεμελιϊδθ πρότυπα που βρίςκονται μεταξφ τουσ ςε ςχζςθ μθ
αναγϊγιμθσ αντίκεςθσ, το κυκλικό (αρχαιοελλθνικό) και το ευκφγραμμο
(ιουδαιοχριςτιανικό). Σο εγελιανό ςυνδυαςτικό πρότυπο για τθ δομι του ιςτορικοφ χρόνου
και του ιςτορικοφ γίγνεςκαι που εναρμονίηονται με τθ δομι του χρόνου, δφναται να
παραςτακεί ωσ ςπαςμζνοσ κφκλοσ ι ζλικασ. Σο ελικοειδζσ πρότυπο του Hegel παρουςιάηει
δομικζσ αναλογίεσ και ομοιότθτεσ με το αντίςτοιχο του Vico. Η διαφοροποίθςθ των δφο
προτφπων ςυνίςταται ςτο εξισ: ςτο πρότυπο του Vico αναδεικνφεται θ ςθμαντικότθτα του
ςτοιχείου τθσ ςυνζχειασ και τθσ επανάλθψθσ (εμφανισ θ επιρροι τθσ αρχαιοελλθνικισ
παράδοςθσ), δθλαδι τθσ περιοδικισ ςυνζχειασ, ενϊ ςτο εγελιανό πρότυπο τονίηεται το
ςτοιχείο τθσ αςυνζχειασ, κατάλοιπο του χριςτιανικοφ μυςτικιςτικοφ προφθτιςμοφ.
τον Hegel, θ κίνθςθ του Λόγου και τθσ λογικισ που αποξενϊνεται μζςα ςτθ φφςθ για να
επανενταχκεί ςτο πνεφμα, είναι ακατανόθτθ χωρίσ τθ βιβλικι πίςτθ και δοξαςία. Γι’ αυτόν, θ
ιςτορία μετουςιϊνεται βακμιαία και προοδευτικά ςτθν αποκάλυψθ του Τπερβατικοφ
Πνεφματοσ. Όπωσ ςτθ χριςτιανικι, ζτςι και ςτθ Χεγκελιανι φιλοςοφία τθσ ιςτορίασ, το
ιςτορικό γίγνεςκαι διζπεται ςτο εςωτερικό του από τθν αναγκαιότθτα του Λόγου, που
αποκαλφπτεται ςε κάκε φάςθ τθσ ιςτορικισ εξζλιξθσ. ε κάκε φάςθ τθσ ιςτορικισ εξζλιξθσ,
εκδθλϊνεται θ εμμζνεια τθσ τελικισ και ολικισ αλικειασ του Πνεφματοσ που προςδίδει ςτθν
ιςτορία τθν κατεφκυνςι τθσ. Ο Hegel αναφερόταν ςτθν ιςτορία ωσ «κεία διαδικαςία», το
εγελιανό φιλοςοφικο-ιςτορικό πρότυπο, διζςτειλε τόςο τθν ζννοια τθσ ιςτορίασ ϊςτε αυτι να
ταυτιςτεί με το ςφμπαν τθσ κεϊκισ δράςθσ. Από τθ ςτιγμι που θ ιςτορία είναι εξ οριςμοφ
ανκρϊπινθ δθμιουργία, τότε θ κεία και θ ανκρϊπινθ δράςθ ςυμπίπτουν. Σο υπερβατικό του
Θεοφ εκτοπίηεται και τθ κζςθ του καταλαμβάνει ο υπερβατικόσ Λόγοσ που ιςτορικοποιείται για
να αποκτιςει αυτοςυνείδθςθ.
23. 22
Η Τλιςτική φιλοςοφία τησ Ιςτορίασ
Ο Marx ενςτερνίηεται το όραμα τθσ Χεγκελιανισ ιδεαλιςτικισ κεολογίασ τθσ προόδου,
εκκοςμικεφοντασ τθ κεολογία και μετουςιϊνοντασ τθν ςε φυςικι ιςτορία. υγκεκριμζνα, ο
Marx κατανοεί τθν ιςτορία ωσ εξανκρωπιςμζνθ φφςθ που κατατείνει προοδευτικά, μζςω
τθσ διαλεκτικισ ανάπτυξθσ των παραγωγικϊν δυνάμεων, ςτο τελικό άλμα προσ το βαςίλειο
τθσ επαναςυμφιλίωςθσ του ανκρϊπου με τθν ανκρωπινότθτά του, τθν παγκόςμια
κλθρονομιά του είδουσ δθλαδι, θ οποία ςυγκεφαλαιϊνεται ςτον άνκρωπο τθσ κάκε
εποχισ. Η υλικι και πνευματικι αλλοτρίωςθ και αποξζνωςθ, αυτό το μεγάλο δράμα τθσ
ανκρωπότθτασ, κα αρκεί ςτο τζλοσ του προιςτορικοφ γίγνεςκαι με τθν κατάλυςθ των
ταξικϊν αντικζςεων και τθν εγκακίδρυςθ τθσ κομμουνιςτικισ κοινωνίασ που κα διζπεται
από ιςότθτα και αδελφοςφνθ. Σο μαρξιανό όραμα για τθν ιςτορία, νοθματοδοτείται μζςα
ςτο ευρφτερο εβραϊκό και ιουδαιοχριςτιανικό κεολογικό πλαίςιο και ςτθν ανανζωςθ αυτοφ
του πλαιςίου από τθ Χεγκελιανι φιλοςοφία τθσ ιςτορίασ. Βζβαια, ενϊ ο Marx και θ
νατουραλιςτικι, βιολογικι, ιςτορικι και ανκρωπολογικι ςκζψθ του, επιχειρεί τθν
εκκοςμίκευςθ τθσ υπερβατικισ και μεταφυςικισ φιλοςοφίασ τθσ ιςτορίασ, όπωσ
διαμορφϊκθκε από τουσ χριςτιανοφσ κεολόγουσ, αλλά και τουσ νεϊτερουσ ςτοχαςτζσ
τθσ υποκειμενικότθτασ, εντοφτοισ, διατθρεί τον λογικό πυρινα τθσ κεολογίασ τθσ προόδου
που εκφράηει τθ βακφτερθ δομι τθσ. Η «φυςικι ιςτορία του ανκρϊπου» και το
ανκρωπολογικό όραμα του Marx για τθν ανκρϊπινθ ςυμφιλίωςθ και τθν «ανάςταςθ τθσ
φφςθσ», προχποκζτει ςιωπθλά ότι θ περιπζτεια τθσ παγκόςμιασ ιςτορίασ δεν είναι τυχαία
και α-νόθτθ, αλλά εμφορείται από μια δθμιουργικι μζριμνα που κατατείνει ςτθν πρόοδο
και τθν ανάπτυξθ του Λόγου και τθν θκικι βελτίωςθ του ανκρϊπου. Ο ακεϊςτικόσ
ουμανιςμόσ (ατομικιςτικόσ ι κολλεκτιβιςτικόσ), ο οποίοσ επάγεται λογικά από τον εγελι-
ανό ιςτοριςμό, αναδεικνφει τθν υλικι, ιςτορικι και κοινωνικι διαμόρφωςθ τθσ
ανκρϊπινθσ φφςθσ. Επίςθσ, θ γενετικι και εξελικτικι επιςτθμολογία που κάνει κοςμικι
αρχι τθν ενεργειακι φλθ, διζρχεται μζςω φυςικϊν, αιτιακϊν και τυχαίων
μεταμορφϊςεων ωσ τθν ανκρϊπινθ ιςτορία. Σο γραμμικό και εξελικτικό ςχιμα (ιουδαι-
οχριςτιανικό ι φυςικοιςτορικό ι γενετικό) πάντα ςτοχεφει ςε μιαν «αρχι» όταν φτάςει ς’
24. 23
ζνα «τζλοσ». Ζτςι, θ εςϊτερθ λογικι που το διζπει είναι κυκλικι a posteriori ανάγεται ςτο a
priori που υποκζτει.
25. 24
Η γενετική και εξελικτική φιλοςοφία τησ ιςτορίασ
Ζτςι, θ ανκρϊπινθ ιςτορία από τθ ςτιγμι που φτάνει ς’ ζνα οριςμζνο ςτάδιο ανάπτυξθσ,
κεμελιϊνει τθν επιςτθμονικι και τεχνικι προςζγγιςθ τθσ γενετικισ και εξελικτικισ φυςικο-
κοςμικισ ιςτορίασ. Λζμε, ότι θ ιςτορία των γεγονότων περιζχεται ςτθν Ιςτορία και θ
Ιςτορία ςτθν ιςτορία τθσ φφςθσ, θ ιςτορία τθσ φφςθσ περιζχεται ςτθν ιςτορία του
κοςμολογικοφ ςφμπαντοσ. Υςτερα από μια «κατάλθξθ» διακινδυνεφουμε τθν ανάςτροφθ
πορεία για να φτάςουμε ςτθν «αφετθρία». Από το κοςμολογικό ςφμπαν τθσ φλθσ-
ενζργειασ- πλθροφορίασ ςε διαρκζσ γίγνεςκαι, που μορφοποιεί τθν ιςτορία τθσ φφςθσ
μεταβαίνουμε ςτθν ανκρϊπινθ ιςτορία. Ο χρόνοσ είναι κυκλικόσ και γραμμικόσ ςτισ δφο
ιςτορικζσ κατανοιςεισ, ενϊνοντάσ τουσ κα ζχουμε το αίνιγμα τθσ ανοικτισ κυκλικότθτασ,
τον ςπαςμζνο κφκλο που προςιδιάηει ςτθ δίνθ ι τον ζλικα, τθ ςπείρα, όπου όλα προ-
οδεφουν περιςτρεφόμενα, χωρίσ να επαναλαμβάνονται αενάωσ, εξαιτίασ τθσ
περικφκλθςθσ και δίχωσ να κινοφνται μονότονα λόγω τθσ γραμμικότθτασ. Η ιςτορία τθσ
ςχζςθσ με τον ορατό κόςμο είναι θ όψθ του αόρατου κόςμου. Η ςχζςθ μασ με τον κόςμο
είναι θ ιςτορία του ςυνόλου των μεταμορφϊςεων αυτισ τθσ ςχζςθσ. Σο ςφνολο των
μεταμορφϊςεων αυτισ τθσ ςχζςθσ εδράηεται ςε δυϊςτορικζσ ςχζςεισ.
Ο ακεϊςτικόσ ουμανιςμόσ, θ γενετικι και εξελικτικι επιςτθμολογία, αντικακιςτϊντασ τον
Θεό, -τον οποίο κεωροφν επιπόλαια ζνα Είναι ι ζνα μθ Είναι- με τα κοςμικά του
υποκατάςτατα, δθλαδι με τθν φλθ, τθ φφςθ, τθν ιςτορία, τθν κοινωνία ι τον άνκρωπο, ςυμ-
βάλλουν ςτθν εξάπλωςθ του μθδενιςμοφ και τθ δθμιουργία ενόσ ςυνεχϊσ διευρυνόμενου
υπαρξιακοφ κενοφ ςτον δυτικό κόςμο, λόγω τθσ εκκοςμίκευςθσ του Θείου και τθσ
ςυνεπαγόμενθσ αποιεροποίθςθσ τθσ ηωισ. Υςτερα από 25 αιϊνεσ μεταφυςικισ, όπου το
Είναι του Όντοσ κεωροφνταν θ υπερβατικι πθγι άντλθςθσ του Νοιματοσ, τθσ Αλικειασ, τθσ
Αιτίασ και του κοποφ, αναδφεται ο οντολογικόσ μθδενιςμόσ του ανκρωπιςμοφ, ο οποίοσ
αρνείται τθ μεταφυςικι υπόςταςθ του Είναι και του Όντοσ. Ο οντολογικόσ μθδενιςμόσ
αρνείται τθν Αντικειμενικότθτα του Νοιματοσ, τθσ Αλικειασ, τθσ Αιτίασ και του κοποφ και
26. 25
επιχειρθματολογεί υπζρ τθσ Τποκειμενικισ προοπτικισ ςτθ διαμόρφωςθ του κόςμου τθσ
εμπειρίασ. Αν ςτισ προθγοφμενεσ εποχζσ τθσ ςκζψθσ, θ Φφςθ, ο Θεόσ ιταν Η Αιτία, Ο Λόγοσ,
Η Αλικεια, Σο Νόθμα που παράγει τισ αιτίεσ, τουσ λόγουσ, τισ αλικειεσ και τα νοιματα ςτα όντα
και τα φαινόμενα του κόςμου, ςτθν εποχι τθσ Τποκειμενικότθτασ και του Ουμανιςμοφ, θ
ανκρϊπινθ ορκολογικότθτα και θ ςυνείδθςθ αποδίδουν τισ αιτίεσ, τουσ λόγουσ, τισ αλικειεσ
και τα νοιματα ςτα όντα και ςτα φαινόμενα. Η «αντι-μεταφυςικι» φυςικι τθσ
Τποκειμενικότθτασ και του ουμανιςτικοφ πνεφματοσ αντζςτρεψε τα πρόςθμα τθσ κλαςικισ
αρχαιοελλθνικισ και χριςτιανικισ μεταφυςικισ. Από τθν άλλθ όμωσ διατιρθςε τον ιδεαλιςτικό
τθσ χαρακτιρα, μιασ που απζδωςε τα πρωτεία ςτθν Ιδζα του Ανκρϊπου και τον ανκρϊπινο
Λόγο, ζναντι τθσ Ιδζασ τθσ Φφςθσ και τθν ζνκεθ φφςθ του Λόγου (αρχαιοελλθνικι παράδοςθ)
και τθν Ιδζα του Θεοφ και τθν Θεϊκι φφςθ του Λόγου (χριςτιανικι παράδοςθ). Ζτςι, ςυνεχίηει
μεταμορφωμζνθ τθ μεταφυςικι παράδοςθ τθσ διάκριςθσ εμπειρικοφ και υπερβατικοφ
(μεταφυςικοφ ι οντολογικοφ). Μια διάκριςθ που αφινει ά-ςκεφτο το πιο καίριο ερϊτθμα τθσ
γλϊςςασ και τθσ ςκζψθσ που ζγκειται ςτθ ςχζςθ τουσ και ςτον μυςτικό δεςμό τουσ. Μιασ
ςχζςθσ και ενόσ δεςμοφ που δεν μπορεί να διερευνθκεί και να αναλθφκεί οφτε με
ορκολογικά, αλλά οφτε και με ανορκολογικά μζςα, μιασ που «είναι» αυτό που επιβάλλει το ά-
ρρθτο και τθ ςιωπι ςτθ γλϊςςα και τθν περιβάλλει όταν μιλάει.
Όμωσ, το νοθματοδοτικό και αξιοκετικό ενζργθμα του αυτοκεμελιωμζνου ανκρϊπινου
υποκειμζνου, τθσ αναλυτικισ ι και ςυλλογιςτικισ διάνοιασ, ο ορκολογιςμόσ, ο οποίοσ
φιλοδοξεί μζςω τθσ παράςταςθσ να ανεφρει τα κεμζλια του Παντόσ, υπολογίηοντασ,
αρικμϊντασ και εξουςιάηοντασ τα όντα του κόςμου που μετατρζπει ςε αντικείμενα, μθδενίηει
τόςο το Είναι όςο και το Ον και αυτομθδενίηεται, ςυναντϊντασ το αντίκετό του, το μθ Είναι,
το τίποτα και το κενό. Όταν λζμε μθ Είναι, Κενό ι Σίποτα, εννοοφμε τθν ζλλειψθ
υπερβατικϊν κεμελίων, ανυπαρξία μεταφυςικοφ ςκοποφ, αδυνατότθτα παραγωγισ μθ
ςυμβολικοφ νοιματοσ, υποκειμενικοποίθςθ και γιϋαυτό ςχετικοποίθςθ τθσ Αντικειμενικισ
Αλικειασ. Όλα τα παρα- πάνω καμμιά τεχνο-επιςτθμονικι βοφλθςθ για δφναμθ και κυριαρ-
χία δεν καταφζρνει να τα ελζγξει και να τα τικαςεφςει. Σο μθ Είναι, το τίποτα και το κενό, τα
οποία αποτελοφν τθν άλλθ όψθ του Είναι, του Παντόσ και του Πλιρουσ δεν είναι για να τα
νοθματοδοτοφμε και να τα γεμίηουμε βιαςτικά και υςτερικά με κακθςυχαςτικζσ βε-
27. 26
βαιότθτεσ και αλικειεσ. Σο μθ είναι, το τίποτα και το κενό απευκφνονται ςε μασ και καλοφν να
«τα» αναλάβουμε, να «τα» ςτοχαςτοφμε ποιθτικά και να δοκιμάςουμε τθν εμπειρία τουσ. Ο
ιςτορικο-φιλοςοφικόσ ςτοχαςμόσ, μεταφυςικόσ και «αντι-μεταφυςικόσ» φυςικόσ και
δογματικόσ, δυϊςτικόσ και απόλυτοσ, εξαντλεί τισ δυνατότθτζσ του. Ζνασ μετα-φιλοςοφικόσ
ςτοχαςμόσ, ςκεπτόμενοσ και ποιθτικόσ, βρίςκεται κακϋοδόν, διερευνά τθ ςυμπλθρωματικι
και ενάντια ςχζςθ Πλιρουσ-Κενοφ, το άλλο όνομα του Παν-Σίποτα.
Αν όπωσ είπαμε οι «αντι-μεταφυςικζσ» μεταφυςικζσ φιλοςοφίεσ τθσ ιςτορικισ και
ανκρϊπινθσ προόδου εκκρόνιςαν τον Θεό που είχε εκκρονίςει τθ φφςθ και ενκρόνιςαν
ςτθ κζςθ του τον Άνκρωπο, ο οποίοσ τοποκετοφμενοσ ωσ υποκείμενο απζναντι από
αντικείμενα τα ιδιοποιείται και τα κατακτά με τθ κεωρία και τθν πράξθ του -με τθ
τεχνικιςτικι ορκολογικότθτα-, εντοφτοισ και αυτόσ ο άνκρωποσ εκκρονίηεται από τθν
τεχνικι που αναλαμβάνει τθ μεταμόρφωςι του. Φφςθ, Θεόσ, Άνκρωποσ,
αντιμετωπίςτθκαν ςτθν ιςτορία τθσ φιλοςοφικισ ςκζψθσ, ωσ τα απόλυτα κεμζλια του
κόςμου, ενϊ δεν αποτελοφςαν παρά μορφζσ του κόςμου, μεταφυςικζσ αφαιρζςεισ και
ςυλλιψεισ που ανκρωποποιοφςαν Αυτό που διαφεφγει κάκε δυνατότθτασ οριςτικισ και
πλιρουσ ςφλλθψθσ.
28. 27
Η κζψη του ανοιχτοφ χωροχρόνου και το ερϊτημα τησ Αρχήσ
Η αρχαιοελλθνικι ςκζψθ τθσ ζνκεθσ φφςθσ, θ χριςτιανικι ςκζψθ του Τπζρτατου Όντοσ και θ
ουμανιςτικι ςκζψθ του Τποκειμζνου (Αντικειμενικοφ), δε διαδζχονται απλϊσ θ μία τθν άλλθ,
αλλά ςυνυπάρχουν. Αυτζσ οι ςκζψεισ βρίςκονται, ταυτόχρονα, ςε ςχζςθ ςυνζχειασ και λφςθσ
τθσ ςυνζχειασ, θ μία ενζχει τθν άλλθ, δίχωσ να το γνωρίηει και τθν καταργεί,
πραγματοποιϊντασ τθν, θ μία ςκζψθ αναφζρεται ςτθν άλλθ και υπεριςχφει εποχιακά ςτθν
ιςτορία. Όμωσ καμιά εποχι και κανζνα κεμζλιο, όςο εδραιωμζνα και εάν ιταν ςτισ οντολογικζσ-
μεταφυςικζσ ι φυςικζσ πρωταρχικζσ αιτίεσ τουσ ι ςτα ζςχατα τζλθ τουσ, δεν αποκάλυψαν
πλιρωσ τθν αλικεια και το νόθμα τθσ ιςτορικο-παγκόςμιασ περιπζτειασ. Δεν άντεξαν ςτθ
μετζωρθ περιπλάνθςθ τθσ ανοικτισ ςπείρασ του χρόνου που ζχει και δεν ζχει νόθμα, ςκοπό και
αλικεια. Και το λζμε αυτό, γιατί ςτθν ανοικτι ςπείρα του χρόνου, όπου είςοδοσ και ζξοδοσ
διζπουν αμφότερα και ταυτόχρονα τθν «αρχι» και το «τζλοσ», οι δφο άκρεσ τθσ ςπείρασ είναι
ταυτόχρονα αναχϊρθςθ και άφιξθ. Ολόκλθροσ ο χρόνοσ περιζχει ςε κάκε μία από τισ ςτιγμζσ
του και τισ τρεισ διαςτάςεισ του, κάκε μία από τισ διαςτάςεισ του Χρόνου (παρελκόν, παρόν,
μζλλον) είναι και θ ίδια τριςδιάςτατθ, ξεδιπλϊνεται ςε κάκε τόπο και ςτιγμι τθσ ανοικτισ
ςπείρασ, τθσ οποίασ θ «αρχι» και το «τζλοσ», είναι διαρκϊσ εκτεκειμζνα ςτο μζλλον. Ζτςι,
ςτθν ανοικτι Ολότθτα του Χρόνου, όλα επαναλαμβάνονται ακατάπαυςτα, αλλά μεταμορφω-
μζνα. Επανάλθψθ του Κδιου και ανάδυςθ του καινοφργιου ωσ Άλλο, ςυνδζονται άρρθκτα και
δονοφνται ςτον ενωτικό και διαφοροποιό ρυκμό τθσ πανχρονικότθτασ του χρόνου και των
χωροχρονικϊν μεταμορφϊςεϊν του. Κδιο και Άλλο ςυνιςτοφν το Χρόνο κακϊσ και κάκε ζναν
από τουσ απεριόριςτουσ χρόνουσ του. Ο Χρόνοσ το ενιαίο και διαφοροποιθμζνο Όλον,
ξετυλίγεται αποςυρόμενοσ, «είναι» το Κδιο και τθν ίδια ςτιγμι το αντίκετό του, το Άλλο. Όλεσ οι
ςκζψεισ, οι κεωρίεσ, οι πρακτικζσ και οι πολφπτυχεσ αρκρϊςεισ τουσ, διερευνοφν μζςω μιασ
ειδικισ ι ολικισ προοπτικισ τθν ανοικτι Ολότθτα του Κόςμου. Κάκε προοπτικι αποτελεί μια
ςχζςθ με τθν ανοικτι Ολότθτα, μια ςχζςθ που ςκζπτεται και μιλάει αποςπαςματικά τθν
ενιαία και πολυδιάςτατθ ανοικτι Ολότθτα του Κόςμου. Κάκε προοπτικι «ευνοεί» μία από τισ
διαςτάςεισ, μία όψθ του Χρόνου, ιδιαίτερθ και ταυτόχρονα τριςδιάςτατθ. Κόςμοσ, το άλλο
όνομα του Χρόνου, «είναι» ταυτόχρονα το Είναι και το μθ Είναι, τα Πάντα και το Σίποτα, το
29. 28
Πλιρεσ και το Κενό και θ αςφμφωνθ ςυμφωνία τουσ. Η μετα-φιλοςοφικι ςκζψθ, ςτοχαςτικι και
ποιθτικι αναλαμβάνειολόκλθρθ τθ διαφορικι ςχζςθ Άνκρωποσ και Κόςμοσ, θ οποία ςυνενϊνει
τισ πολλαπλζσ ςχζςεισ τουσ και παςχίηει να αναγνωρίςει το «Είναι», Αυτό το Εν και
Πολυδιάςτατο ολικό ςυμβάν.
’ όλθ τθν ιςτορία τθσ ςκζψθσ, το ανκρϊπινο πνεφμα κατατρφχεται από το ερϊτθμα τθσ
αρχισ, τθσ αφετθρίασ, του τζλουσ και του ςκοποφ, τθσ αλικειασ και του νοιματοσ. Εν αρχι
ιν...θ φφςθ, ο Λόγοσ, ο Θεόσ, θ Ιδζα, το πνεφμα, θ φλθ, θ ενζργεια, θ ανκρϊπινθ πράξθ.
Όλεσ οι απαντιςεισ που ζχουν δοκεί ςτα παραπάνω ερωτιματα, προχποκζτουν ότι ο
κόςμοσ και ο άνκρωποσ κεμελιϊνονται ςε μια αρχι, τον Λόγο, το Θείο, τθ Φφςθ και τθν
Ανκρϊπινθ Ιςτορία, ζτςι αγνόθςαν τθ ςιωπι, το κενό, το τίποτα που κατοικεί όλα τα
πράγματα και όλα τα πράγματα το κατοικοφν. Οι αυτοερμθνευτικζσ διερευνιςεισ που ζχουν
διατυπωκεί (ανκρωπομορφικζσ, φυςιοκεντρικζσ, κεοκεντρικζσ, κοςμοκεντρικζσ,
ανκρωπιςτικζσ), κεωροφν άλλοτε τον κόςμο ωσ το ςθμείο εκκίνθςθσ και τον άνκρωπο το
ςθμείο άφιξθσ και άλλοτε το αντίςτροφο. Αδυνατοφν να ςκεφκοφν το μείηον αίνιγμα, το
αρκρωμζνο αλλά μετζωρο και φευγαλζο κζντρο ολόκλθρθσ τθσ ςχζςθσ Ανκρϊπου-Κόςμου
και των απεριόριςτων διαςτάςεων του. Ζτςι, θ ςυντακτικι ςυνάντθςθ ανκρϊπου-Κόςμου
διαφεφγει.. Μζςα ςτθν αντιςτοιχία, ςτο ςυνανικειν, άνκρωποσ και Κόςμοσ ςχετίηονται
δίχωσ να ταυτίηονται, αλλά και δίχωσ να διαχωρίηονται. Ο Κόςμοσ δε δθμιουργείται από
τουσ ανκρϊπουσ, αλλά δε κα μποροφςε να υπάρξει ωσ Κόςμοσ δίχωσ τουσ ανκρϊπουσ που
δε κα ιταν δίχωσ τον Κόςμο. Ο Κόςμοσ «είναι» θ Ολότθτα όλων των αυτοκεμελιωτικϊν
ερμθνειϊν και των κόςμων που τουσ αντι- ςτοιχοφν. Αυτι θ Ολότθτα δεν είναι το
ανκρωποκεντρικό εμπειρικό εν-όλον, είναι το Εν-Όλο και αυτι θ Ολότθτα παραμζνει
ακεμελίωτθ. τθν «κυριολεξία», ο Κόςμοσ ωσ Εν-Όλο δεν είναι, διατθρείται ανοικτόσ ςτο
ξετφλιγμα του ρυκμοφ του τριςδιάςτατου Χρόνου που εναλλάςςει τθ φορά του ςπειροειδϊσ
και των αζναων μετα-μορφϊςεων του.