Με βάση: α) τα ποιήματα "Σονέτο 18" του Σαίξπηρ, "Μαρίνα των βράχων του Ελύτη" και β) εικαστικούς πίνακες, οι μαθητές έγραψαν τις δικές τους ιστορίες ασκούμενοι στη δημιουργική γραφή και την τέχνη.
Με βάση: α) τα ποιήματα "Σονέτο 18" του Σαίξπηρ, "Μαρίνα των βράχων του Ελύτη" και β) εικαστικούς πίνακες, οι μαθητές έγραψαν τις δικές τους ιστορίες ασκούμενοι στη δημιουργική γραφή και την τέχνη.
1. ΒΑΡΑΣΟΒΑ
« ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ »
Λώλου Ερασμία
Σακαρέλου Γεωργία
Σακαρέλου Δήμητρα
2. Μακρόχρονη ιστορία έχει ο ορεινός όγκος της
Βαράσοβας η οποία πιστεύεται ότι πήρε το όνομά της
από το βασιλιά Βάρα, που ζούσε στην περιοχή. Άλλες
εκδοχές λένε ότι το όνομα είναι σλαβικό και σημαίνει «ο
τόπος του χαλκού», ή «ο τόπος που τον βαράει ο
αέρας». Η Βαράσοβα έχει ωθήσει πολλούς ιστορικούς
να ασχοληθούν και να αναζητήσουν τις βαθύτερες
πτυχές της και δεν είναι λίγοι οι ποιητές που έχουν
εμπνευστεί από την επιβλητική της παρουσία.
3. Ανάμεσά τους ο συντοπίτης μας Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο οποίος υπήρξε ένας από τους
σημαντικότερους ποιητές του νεοελληνικού λυρισμού. Ο καταξιωμένος αυτός λογοτέχνης,
υμνώντας το « Άγιο Όρος » της Αιτωλίας, γράφει στο ποίημά του που φέρει τον τίτλο:
« Το λένε τ’ αηδονάκια » :
Α ! πως χτυπά καμιά φορά τούτ' η καρδιά κι αναφτερά,
τώρα στα γεροντάματα,
σα νιος να ξαναχαίρομαι φεγγάρι-μέρα, αστροφεγγιά,
δύσες, γλυκοχαράματα !
Σαν απ' την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γυρνώ,
και νάχω σκόλη τρίμερη,
και να είμαι για το Γαλατά και για το αθάνατο βουνό
με την πλαγιά την ήμερη.
Κ' εκεί, σα να με καρτερούν γιδάρηδές μου πιστικοί,
πρατάρηδες συντρόφοι μου,
μ' άλλους να μπαίνω στο λογγά κι άλλοι απ' την άγναντη κορφή
να ρίχνουν στο πιστρόφι μου.
Κι ακόμα, σα νάν' έτοιμα, τυρί, μυζήθρα, το σφαχτό
και το γλυκό το νιώτικο,
κι από σε πλατανόφυλλα το κοκκορέτσι το ζεστό
και το ρακί τ' Αηλιώτικο.
Κ' ύστερα, σα να μου κρατούν την καλαμάτα στο χορό
βλαχούλες και βλαχόπουλα,
κ' εκεί που σειέμαι και λυγώ και στρίβω και νυχοπατώ,
να μου φωνάζουν : όπουλα ! ..
Α ! πως χτυπάει καμιά φορά τουτ' η καρδιά κι αναφτερά,
και πως μ' ανάβουν τα αίματα,
σα νάμ, εκεί και τραγουδώ με τη φλογέρα συνοδιά:
"Το λένε τ' αηδονάκια στα κλεισορέματα..."
4. Σ’ άλλο ποίημά του αναφέρει:
« Με βυσσινιά στολίστηκεν
Η θάλασσα πορφύρα,
Γαλάζιους ίσκιους φόρεσαν
Τα κορφοβούνια γύρα,
Κι απάνω απ’ τη Βαράσοβα,
Κάστρο που λουλουδίζει,
βγαίν’ η Σελήνη με χρυσό
δρεπάνι και θερίζει » Κι αλλού γράφει:
«Η στουρναρόπετρα βαριά
Βαράσοβα, όπου κρύβει
όρνια και αϊτούς και κάπρους μια
φορά,
το λυποπλεγμένο σας, στο φρύδι
της, καλύβι,
τόχε ανοιγμένο πάντα, να σας
καρτερά».
5. Μέχρι το καλοκαίρι του 1924 η τρίκορφη Βαράσοβα ήταν ντυμένη με πυκνό δάσος. Τσοπάνηδες όμως
έκαψαν τη νότια πλαγιά του βουνού. Ο Μαλακάσης γυρίζοντας από το ταξίδι του αντικρίζοντας την
καταστροφή από το λιμάνι του Κρυονερίου, έγραψε το ποίημα με τίτλο:
« Το δάσος »:
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου ναν το περάσεις,
τώρα ναν το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
Μιαν αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου,
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θαν το ακούσεις πλια,
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους,
και τόκαμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μιαν φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό·
κι έπεσε το αιματόβρεχτο
τ’ ολόγυμνο μαχαίρι
πόβλεπες σ’ ένα χέρι
να σειέται αστραφτερό.
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ' έσερνε, διαβάτη,
σε μαγικό παλάτι,
δίχως ελπίδα αυγής,
το πήρανε - για κοίταξε -
στερνήν ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.
Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε, κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τα άγρια δεντρά του τώρα
και θα το βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.
6. Εμπνευσμένος από την τρίκορφη Βαράσοβα γράφει :
« Κι’ ανάβρα εκεί στον πλάτανο τον αψηλό από κάτου
Κι’ ο αντρειωμένος ο Ζυγός με την κορμοστασιά του,
Κ’ η χρυσαφιά η Βαράσοβα, καθρεφτισμένη ως μένει
Στη θάλασσα τριγύρου »
7. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας,
ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους
σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με καταγωγή από το Μεσολόγγι.
Αρκετά από τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την Βαράσοβα:
«…Σ’ είχα αγαπήσει μια φορά, Βαράσοβα της Ρούμελης,
σας ονειρεύομαι, ω κορφές, και του Μοριά ακρογιάλια».
Κι αλλού:
«Και οι λόγγοι της Βαράσοβας και του Ζυγού τα πλάγια
Με ξέρουν, κόρη και ξωθιά και μάισσα δίχως μάγια».
Σε άλλο ποίημά του:
«Και πίσω απ’ τις Βαράσοβες και πίσω απ’ τους Ζυγούς
τα μάτια μου τετράψηλες κορφές τα μαγνητίζουν,
και πέρα απ’ τα βαλτόνερα που με λαγοκοιμίζουν
τι πολιτείες, τι θάλασσες που δεν τις βάζει ο νους!».
8. O Μίμης Γεωργόπουλος γεννήθηκε στην Κεφαλονιά στον Αγκώνα της Θηνιάς.
Μικρός έφυγε οικογενειακός για το Μεσολόγγι, λόγω επαγγελματικών
υποχρεώσεων των γονιών του. Φοίτησε στην Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή,
είναι παντρεμένος και μένει μόνιμα στο Χαλάνδρι. Παρόλο που έχει ταλέντο
στην ζωγραφική τον κερδίζει η ποίηση. Πολλά από τα ποιήματά του είναι
εμπνευσμένα από την Βαράσοβα.
« Βαράσοβα τα χέρια σου στον κάμπο άπλωσέ
τακαι χάιδεψε το πράσινο και βγάλε το χρησμό και
τα σημάδια του γιαλού στο νου σου ένωσε τα να
δεις το θαυμασμό»
«Βαράσοβα βουνό καρδιάς βουνό της φαντασίας
κορφή εσύ απάτητη του αετού φωλιά
ο επισκέπτης θα΄ρθει κερί της εκκλησίας
σαν τάμα προσκυνά»
9. « Βαράσοβα μοσχόβολη τα άρωμα μεθύσι
μαΐστρος είν το χάδι σου χαρίζεις ηδονή
αξέχαστη θα πει κανείς ετούτη δω η δύση
σφραγίδα στο κορμί»
«Ζευγάρι όνειρο εσείς περίεργα μου ζείτε
πότε μ’ αγάπη η αγκαλιά και πότε με θυμό
δεν το πιστεύω με μυαλό πότε εσείς να βρείτε
εκείνον τον ρυθμό»
«Και συ Βαράσοβα βουνό του Φθινοπώρου σκέψη
κρατάς εικόνες απ’ το χθες ζητάς ένα καημό
όποιος σε δει από κοντά μέσα στο νου μια τέρψη
φωνάζεις ς’ αγαπώ»
11. Γυμνός ο βράχος γυάλισε σαν έπεσε αχτίδα
μια λεβεντιά γυμνόστηθη οι χαρακιές βαθιές
ημέρα που εκύλησε την ομορφιά σου είδα
με δάκρυ οι ματιές
βράχε το μπόι σαν κοιτώ μια σκέψη στο μυαλό μου
ζηλεύω τη σκληράδα σου κρατώ τη λεβεντιά
τρέμουν τα λόγια στο χαρτί μου φεύγει το στυλό μου
στην άγρια θωριά
μα σαν γελάς μία βαθιά ανάσα η πνοή μου
κλείνω τα μάτια ήρεμα ξαπλώνω σ’αγκαλιά
μια σιγουριά εγώ θα πω πως είσαι η ζωή μου
με φως και η βραδιά
είσαι της φύσης φύλακας τα μπράτσα σου τανάλιες
σαν σφίξει η παλάμη σου σημάδι στο κορμί
και οι κορφές που μέτρησα θυμίζουνε βεντάλιες
Βαράσοβα σκληρή
Μίμης Χ. Γεωργόπουλος
12. Όχι μόνο ποιητές, αλλά πεζογράφοι, λαογράφοι, ιστορικοί και
ζωγράφοι την συμπεριέλαβαν στα έργα τους.
Ο λαογράφος Κώστας Ρωμαίος, αρχαιολόγος και ο πρώτος
καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγραψε:
«Αλλά τι είναι Βαράσοβα; Είναι το όνομα ενός παράλιου
βουνού, στη Ρουμελιώτικη ακτή του Κορινθιακού κόλπου. Το
σχήμα του μοιάζει σαν κώνος, σαν ένας απότομος κώνος, που
ξεκινάει κάτω απ’ τα’ ακρογιάλι και τινάζεται κατακόρυφα σε ύψος
917 μέτρων.
Στέκεται η Βαράσοβα αντίκρυ στην αμφιθεατρική Πάτρα, σαν
όγκος γαλάζιος και διάφανος τα φωτεινά πρωινά, σαν ίσκιος
μαυριδερός στα μελαγχολικά σούρουπα».
13. Ο Λουκόπουλος την αναφέρει δίκορφη:
«Γήινος όγκος τελείως ανεξάρτητος από τα άλλα βουνά της
Ρούμελης…
μακρόθεν δίδει την όψιν κολοσσιαίας καμήλου με δυο ύμβους… Είναι
τελείως
πετρώδες και σχεδόν μέχρι τον υπωρειών του, λόγω της τραχύτητος,
απρόσιτον βουνόν, απειρία δε ορνέων ευρίσκουσιν ασφαλή
ενδιαιτήματα επάνω εις τους προξενούντας τον ίλλιγον κρημνούς
τους».
14. Από την άλλη ο Στασινόπουλος στην επιστολή του
έγραψε:
«Αφήσαμεν το Κρυονέρι και με λέμβον επλεύσαμεν
προς Α. Είδαμεν να πετά από την κρυμνώδη
Βαράσοβαν ένα γεράκι.
Συνταξιδιώτης το επυροβόλησε. Δεν το επέτυχεν, αλλά
το εφόβισε και το έκαμε να αφήση αγριοπερίστερον,
που επικρατεί εις τα νύχια του, και θα είχεν αρπάξει τη
στιγμήν εκείνην από την επί του κρυμνώδους βράχου
φωλεάν του.
Το βουνό είναι γεμάτο από φωληές μεγάλων
πουλιών… έγραψαν ότι τα δύο αυτά βουνά φαίνονται
από μακριά σα δύο μεγάλοι μαστοί.
Αλήθεια, έτσι φαίνονται από τας Πάτρας.
Άλλ’ η Βαράσοβα, άν και χαμηλότερη φαίνεται
περισσότερον θρεμμένη, διότι πίπτει εις την θάλλασαν
κάθετος και κρυμνώδης, ενώ η Κλόκοβα , άν και έχει
απαλάς κλιτύας».
15. Ο Ουράνης αλλιώς την περίμενε:
«Αντίκρυ μου ξεκόβεται στον ουρανό ένας τεράστιος κώνος
ραβδωμένος με
φως και σκιές, που θυμίζει το Γιβραλτάρ. Είναι το τραχύ βουνό της
Βαράσοβας.
Εκεί έχει βάλει πλώρη το μικρό πλοίο που μας πηγαίνει στο
Μεσολόγγι…
Μιας ώρας ταξίδι και φτάνομε από την Πάτρα στο Κρυονέρι, την
Καλλιρρόη των αρχαίων. Αυτό το όνομα με είχε κάνει να περιμένω
πως θάβλεπα ένα μέρος ειδυλλιακό, κατάφυτο και πρόσχαρο. Κι
ήταν εντελώς το αντίθετο: μια γυμνή και πένθιμη ακτή, πνιγμένη
από τη γιγάντια πετρώδη κι απότομη μάζα της Βαράσοβας».