2. ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
1. Εξωτερικά – μορφικά:
εγκαταλείπονται: ομοιόμορφες στροφές
ομοιοκαταληξία- κανόνες
μέτρο
2. Εσωτερικά:
παρακολουθούμε το ποίημα την ώρα της δημιουργίας του
κυριαρχία υποσυνείδητου
εσωτερικός ρυθμός
το ποίημα λειτουργεί με τους μηχανισμούς
των προεκτάσεων και των συνειρμών
3. ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
(Γαλλία: τέλη 19ου αι.)
1. Περιορισμένο εννοιολογικό περιεχόμενο
2. Μουσικότητα – υποβλητικότητα
3. Συσχέτιση αντικειμένων και ψυχικών καταστάσεων
(σύμβολα)
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ΄ το φόντο την Αθήνα …
Μήτσου Παπανικολάου, Τοπίο
4. ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
(SURREALISME)
Ιδρυτής: Αντρέ Μπρετόν (Γαλλία,1924)
Ο υπερρεαλισμός:
διεκήρυξε την παντοδυναμία του ονείρου,
του ενστίκτου και της επανάστασης
στράφηκε ενάντια σε κάθε μορφή λογικής,
ηθικής ή κοινωνικής τάξης
Χρησιμοποίησε ως μέσα:
αυτόματη γραφή
καταγραφή ονείρων
5. ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Βασικοί παράγοντες:
Τύχη Ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις
υποσυνείδητο Λέξεις: αυτόνομες, ελεύθερες
Η ποίησις είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ΄ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά
μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Ανδρέας Εμπειρίκος
6. Η Γενιά του ‘30
Ανανεώνει την ελληνική ποίηση με βάση
τις αρχές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού
Βασικά χαρακτηριστικά ανανέωσης:
-> ελεύθερος στίχος
χρήση λεξιλογίου καθημερινής ομιλίας
κατάργηση: -> λογικής αλληλουχίας
-> μέτρου
-> ομοιοκαταληξίας
8. Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες…
9. Nέα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του
1936 μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα
Φουέντε
...una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα
σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
10. Κόρδοβα.
Federico Garçia Lorca
Μακρινή και μόνη.
Ο κάμπος με τις ελιές Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήταν δεν ήτανε θαρρώ,
Ανοίγει και κλείνει
Άλογο μαύρο, φεγγάρι μεγάλο
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
κι ελιές στο δισάκι μου.
Σανκαι ξέρω τους δρόμους,
Αν
μια βεντάλια Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
Οι ελιές είναι φορτωμένες κραυγές
ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα. κι ο γέρος έλουζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
Πέρασαν τρεις ταυρομάχοι και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
Μέσ' απ' τον κάμπο, μέσ' απ' τον
Τραβέρσο ανάποδα -πορεία προς το Βοριά.
αέρα Τράβα μπροστά - ξοπίσω εμείς - και μη σε μέλει.
Με δαχτυλιδένια μέση
άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
Στα πορτοκαλί ντυμένοι
Ο θάνατος με κοιτάζει
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές,
τότες που σ' έφεραν κατσίβελε στη μπόλια.
Και τους πύργους της Κόρδοβα. ασήμι
απ' σπαθί από παλιό
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
Αχ, τι δρόμος μακρύς! κι ίσαμε έν' αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Αχ, γενναίο άλογό μου! Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό κα ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
Αχ, και με περιμένει ο θάνατος, σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μεσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.
πριν φτάσω στην Κόρδοβα!
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημη αρένα
Κόρδοβα. και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Μακρινή και μόνη.
11. Ευριπίδης Αθηναίος
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
Tου άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της
θάλασσας.
Eίδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)